Τα δύο άκρα στην Εκκλησία
Οι χριστιανικές εκκλησίες σήμερα -και όχι μόνο στην Ελλάδα- θυμίζουν κάπως το Κομουνιστικό Κόμμα. Ισχυρότεροι ακόλουθοι και των δύο είναι κατά πλειοψηφία οι ηλικιωμένοι, και κάποιοι νέοι που έχουν μεγαλώσει μαζί τους, η πλειονότητα όμως της νεολαίας αποστασιοποιείται, επειδή αισθάνεται ότι πρόκειται για μορφώματα του παρελθόντος που απλώς επιβιώνουν ως κατάλοιπα. Στην Ελλάδα, υπάρχει μια έντονα αντιχριστιανική διάθεση, αφού όλο και περισσότεροι άνθρωποι –ακόμα και Χριστιανοί- όχι μονάχα απομακρύνονται σταθερά από τη χριστιανική Εκκλησία, αλλά και τη στηλιτεύουν με κάθε αφορμή. Όπως είναι γνωστό, το παλιότερο τρίπτυχο «πατρίς- θρησκεία- οικογένεια» έχει προ πολλού στιγματιστεί, γι’ αυτό και τις τελευταίες τέσσερεις δεκαετίες η νεολαία το είχε απορρίψει και είχε στραφεί για καθοδήγηση στον πολιτικό χώρο της Αριστεράς. Επικρατούσε λοιπόν στη χώρα μας ένας διάσπαρτος «αριστερός» λόγος, ο οποίος υποσχόταν κολακευτικά στον ελληνικό λαό την ευμάρεια και την άνεση. Η σημερινή νεολαία έχει πάρει «διαζύγιο» από την παράδοση της Ελλάδας. Αγνοεί το παρελθόν και νιώθει πως δεν χρειάζεται να το μάθει. Όσο για τις αξίες, υποστηρίζει μια αφηρημένη «δημοκρατία», «ισότητα» και τη χορήγηση δικαιωμάτων, χωρίς να ξέρει τι σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη, ενώ κρίνει ότι η θρησκεία είναι μια υπόθεση αυστηρά ατομική, κατάλληλη μόνο για τον εσωτερικό κόσμο του (φοβισμένου) ανθρώπου. Η πίστη, αν υπάρχει, πρέπει να μην εκφράζεται δημόσια, διότι μπορεί να θεωρηθεί κατάλοιπο αυταρχικών νοοτροπιών. Σήμερα, στη νεανική συνείδηση έχουν σχεδόν χρεοκοπήσει και τα δύο, τόσο η θρησκεία όσο και η Αριστερά. Η ελληνική νεολαία είναι κατά κάποιον τρόπο «μετέωρη». Αξίζει άραγε να έλθει στη ζωή μας ο γνήσιος χριστιανικός λόγος, ο οποίος θα παραμένει πάντα το «νέο κρασί» που τα κάθε είδους παλαιά «ασκιά» (Λκ. 5,36-39) είναι ανήμπορα να διατηρήσουν; Και αν, όπως πιστεύουμε, η απάντηση στο ερώτημα τούτο είναι καταφατική, τι είναι αυτό που εμποδίζει μια τέτοια «επιστροφή»; Κατά τη γνώμη μας, υπάρχουν δύο κύρια εμπόδια. Αμφότερα εμφιλοχωρούν εντός της Εκκλησίας, αν και όχι στα ίδια σημεία.
Το πρώτο εμπόδιο είναι οι «θεούσοι». Οι Χριστιανοί, λένε οι θεούσοι, οφείλουν να μη βλέπουν τηλεόραση, ν’ αποφεύγουν το θέατρο και τον κινηματογράφο, ενώ από βιβλία επιτρέπεται να διαβάζουν μονάχα όσα εγκρίνει ο εξομολόγος τους. Οι γυναίκες απαγορεύεται δια ροπάλου να φορούν «πανταλόνι». Αν ο φιλοπερίεργος αναγνώστης πάρει ένα «θεούσικο» βιβλίο στα χέρια του, αυτή τη φορά για τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα, θα διαπιστώσει πως η rock, η pop, καθώς και η rap μουσική είναι εξ ολοκλήρου αντιχριστιανικές. Η pop θεωρείται ότι διεγείρει τον ανθρώπινο οργανισμό για χρήση ουσιών ή για σεξουαλική δραστηριότητα. Η rap κρίνεται προσβλητική και βίαιη, επειδή υποτιμά τις γυναίκες ή κάνει λόγο για ναρκωτικά, πράγμα ειρωνικά περίεργο, αφού οι περισσότεροι κληρικοί και θεολόγοι εκφράζονται πιο προσβλητικά για το γυναικείο φύλο. Η rock με τη σειρά της θεωρείται παλαιόθεν σατανική, εξαιτίας ορισμένων τραγουδιών των Rolling Stones και των K.I.S.S., στους οποίους αναφέρονται ακούραστα οι συγγραφείς τέτοιων βιβλίων. Απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις της πολυπολιτισμικότητας και της μετανάστευσης εκείνοι προτείνουν την περιχαράκωση και την αποφυγή του διαλόγου με τους ξένους, για να μην μας «αλλοτριώσουν». Ένα ακόμη θέμα στο οποίο επιμένουν είναι η άρνηση της τηλεόρασης. Ακόμη και σήμερα μπορεί κανείς ν’ ακούσει τη συγκεκριμένη προτροπή από τέτοιους κληρικούς και θεολόγους. Προτιμούν να αποκλείσουν a priori οτιδήποτε μπορεί να τους βλάψει, παρά να ξεχωρίσουν το ωφέλιμο από το βλαβερό, έργο απαιτητικότερο και πιο δύσκολο. Πρόκειται όμως για φυγή που δείχνει όχι τόσο θρησκευτικό ζήλο όσο δειλία και οπισθοδρομικό πνεύμα. Όσο για τους αυστηρότερους θεούσους, εκείνοι επιτρέπουν στους Χριστιανούς τριών ειδών μουσικής: τη βυζαντινή, τα δημοτικά τραγούδια και την κλασική μουσική. Εξίσου ανεπίτρεπτα κρίνονται συγκεκριμένα βιβλία, που επειδή οι Χριστιανοί κινδυνεύουν να σκανδαλιστούν, οι ιερείς και οι θεολόγοι τα ονομάζουν «απαγορευμένα». Οι Χριστιανοί οφείλουν να υπακούσουν αν θέλουν να σωθούν[1]. Εκτός απ’ την ανελευθερία, ένα ακόμη ζήτημα είναι αυτό της φοβικότητας. Ένα ζήτημα που έχει συζητηθεί τα τελευταία χρόνια και επανέρχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, είναι αυτό των συνεπειών της Συνθήκης Schengen, που υπεγράφη στα 1985, με κύριο σκοπό την καθιέρωση κοινών μέτρων ασφάλειας μέσα στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέρος αυτής είναι και η καθιέρωση ηλεκτρονικής και προσωποποιημένης κάρτας/ταυτότητας του πολίτη, που θα ενοποιεί τις βασικές πληροφορίες και τα στοιχεία του. Συχνά, οι αρνητές των νέων ταυτοτήτων, όταν δεν προβάλλουν τις αντιρρήσεις τους σαν ανησυχίες για τον κίνδυνο του ολοκληρωτισμού, επικαλούνται ορισμένους επιδραστικούς κληρικούς, μοναχούς, ή ακόμη και λαοφιλείς Αγίους. Ένα παράδειγμα είναι εδώ ο Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, που πρωτοστάτησε στη διαμαρτυρία κατά των ταυτοτήτων κατά τη δεκαετία του 1980, και δήλωσε κάποτε, μάλιστα, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η «σιωνιστική δικτατορία του Αντιχρίστου». Κύρια πηγή είναι το ιδιόχειρο κείμενό του με τον χαρακτηριστικό τίτλο Τα σημεία των καιρών, το οποίο φέρει επίσης την υπογραφή του. Ο Όσιος γνώριζε πως επρόκειτο να κυκλοφορήσουν τα λεγόμενά του, και έτσι προσπάθησε να ξεκαθαρίσει τη θέση του σ’ αυτό το ζήτημα μ’ επίσημο τρόπο. Τις δηλώσεις του Οσίου αναπαράγουν και διαστρεβλώνουν συχνά. Παρόλα αυτά, ας πούμε κάτι ακόμη. Έχουν μήπως οι Άγιοι το «αλάθητο» και αποκλείεται να πλανώνται πνευματικά; Σε καμία περίπτωση. Ασφαλώς και ένας Άγιος μπορεί κάποτε και να σφάλλει. Υπάρχουν κείμενα Αγίων, όπως αυτό του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου, όπου αναφέρεται ότι Άγιοι έχουν κάνει λάθος και δίνονται προτροπές για κατανόηση. Κάθε Άγιος έχει επίσημα αγιοκαταταχθεί από την Ιερά Σύνοδο. Αυτή δεν είναι μία μονομερής πράξη της ιεραρχίας: πρώτα ο άγιος αναγνωρίζεται από το ποίμνιο, στη συλλογική του συνείδηση, και μετά η ιεραρχία «επικυρώνει» επίσημα την αναγνώριση αυτή. Η Εκκλησία, και όχι ο κάθε πιστός ατομικά, αποφασίζει τόσο για το ποιοι θ’ αγιοκαταταχθούν, δηλαδή θ’ αναγνωρισθούν επισήμως ως Άγιοι, όσο και για το τι από όσα έχουν πει οι εκκλησιαστικοί πατέρες θα διατηρήσει. Η Εκκλησία λειτουργεί συνοδικά και στις συνοδικές αποφάσεις υπακούμε εμείς, όχι στα λόγια του οποιουδήποτε γέροντος ή κληρικού. Ειδάλλως, ξεπέφτουμε σε «γεροντισμό» και κινδυνεύουμε να διασπασθούμε σε σέκτες. Αντί να αποφεύγουμε τους νεωτερισμούς νοσταλγώντας ένα φανταστικό παρελθόν, καλύτερα ας εγκολπωθούμε τις νέες ευκαιρίες και όσα μπορούν να μας προσφέρουν. Αυτή είναι απλώς μία αφορμή να δούμε την έντονη επιρρέπεια πολλών Ορθοδόξων στο να διαβλέπουν πνευματικό κίνδυνο πίσω από διάφορους νεωτερισμούς. Στην παραμικρή κίνηση διαλόγου της Εκκλησίας με αλλόδοξους, διαβλέπουν ευθεία απειλή για την Ορθοδοξία και οδύρονται για τον «Οικουμενισμό». Ο οικουμενικός διάλογος, όπως το λέει η λέξη, ξεκίνησε ως διάλογος ανάμεσα στις διαφορετικές χριστιανικές ομολογίες, σήμερα όμως οι πιο σκληροπυρηνικοί βλέπουν παντού αιρετικούς και αιρετικές τάσεις σε οποιαδήποτε κίνηση διαλόγου, ωσάν να επίκειται η άμεση αναγκαστική ένωση των Εκκλησιών. Άλλος ένας φόβος του είναι ο αθεϊσμός, τον οποίο αντιδιαστέλλουν με τις παραδοσιακές κοινωνίες. Τέλος, θα θυμίσουμε στον υπομονετικό μας αναγνώστη την ακόρεστη «προφητολαγνεία», στην οποία οι θεούσοι παρασύρονται. Συνήθως η προφητειολαγνεία αυτή έχει εσχατολογικό χαρακτήρα. Ενδεικτικά, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, οι επίδοξοι προφητολόγοι δεν πτοήθηκαν απ’ την ανικανότητά τους να την προβλέψουν (όπως άλλωστε και την προηγηθείσα πανδημία του κορωνοϊού), αλλά κατέφυγαν σε εκ των υστέρων προφητείες από φημισμένους, και μη, γέροντες. Θυμάται άραγε κανείς που έλεγαν ότι το φοβερό πυρηνικό ατύχημα στο Chernobyl ήταν άμεσος προπομπός της Δευτέρας Παρουσίας. Σε λαϊκό επίπεδο, τους θεούσους συνοδεύει και μια κλίση προς τον «γεροντισμό», την υποστήριξη κάποιου φημισμένου γέροντος ασκητή, ακόμη και όταν (ή μάλλον προ πάντων τότε) τα λόγια και τα γραπτά του συγκρούονται με την επίσημη Εκκλησία. Οι ίδιοι άνθρωποι προβάλλουν θριαμβευτικά το παράδειγμα της Ρωσίας, που (υποτίθεται ότι) έχει επιστρέψει στο Χριστό, διαδικασία που ξεκίνησε από όταν κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός. Πλέον, η Ρωσία είναι ιδιαίτερα αγαπητή σ’ αυτούς τους κύκλους, λόγω της σχέσης της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στο ίδιο πνεύμα θαυμάζεται ο Putin και περιγράφεται σαν σύγχρονος Βυζαντινός αυτοκράτορας που υπερασπίζεται την πίστη απέναντι στις δυνάμεις του Αντίχριστου. Τέλος, για να εκφραστεί, ο χώρος αυτός χρησιμοποιεί ένα στρεβλό ιδίωμα, το οποίο έχει καταργηθεί επίσημα εδώ και δεκαετίες. Δεν είναι τυχαίο που σχεδόν όλα τα θρησκευτικά τους βιβλία είναι γραμμένα σε πολυτονικό και συχνά ο προφορικός τους λόγος είναι γεμάτος επιδεικτικούς λογιοτατισμούς. Από τέτοια άτομα υποστηρίζεται η απόλυτη πρωτοκαθεδρία στην αλήθεια, με τη μορφή καταδίκης των ιδεολογικά κοντινών τους ομάδων.
Αλλά δεν τελειώσαμε εδώ. Το δεύτερο μεγάλο εμπόδιο για την εμφάνιση μιας υγιέστερης σχέσης Εκκλησίας και νεολαίας, είναι οι λεγόμενοι «αγαπούληδες»[2]. Οι αγαπούληδες είναι στον αντίποδα των θεούσων και τους καταγγέλλουν με κάθε αφορμή. Αν οι θεούσοι ενδημούν κυρίως στις χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές ομάδες Χριστιανών, οι αγαπούληδες προέρχονται πιο συχνά απ’ τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και τείνουν κατά μέσον όρο να είναι όχι μόνο ηλικιακά νεώτεροι αλλά και μορφωτικά πιο προηγμένοι. Στόχος τους; Ο άνευ όρων εκμοντερνισμός της Ελλαδικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και όχι μόνον. Οι άνθρωποι αυτοί αφενός εγκωμιάζουν αφειδώς την πολυπολιτισμικότητα, αφετέρου αξιώνουν να εξαφανισθεί οτιδήποτε δεν ταιριάζει στο προκατασκευασμένο ένδυμα του φιλελεύθερου εκμοντερνισμού τους. Ως επί το πλείστον, η θρησκευτική σκέψη των αγαπούληδων έγκειται σ’ έναν διαρκή και επίμονο εκθειασμό του Ρωμαιοκαθολικισμού του εικοστού αιώνα, κυρίως δε της Β’ Βατικανής Συνόδου, σε απαξιωτική αντιδιαστολή με την Ορθόδοξη Εκκλησία και τη δική της άρνηση να υιοθετήσει αντίστοιχους «εκμοντερνισμούς». Ενδεχομένως τα εγκώμια οφείλονται στο ότι η Σύνοδος «φιλελευθεροποίησε» τον Ρωμαιοκαθολικισμό, φέρνοντάς τον εγγύτερα στον φιλελεύθερο προτεσταντισμό. Όσο και αν υποστηρίζουν στην πράξη τον ανοικτό διάλογο, οι εν λόγω θεολογούντες τον αποφεύγουν συστηματικά. Σύμφωνα με αυτούς, η Δύση, προσφέροντας στους ανθρώπους ένα υψηλότερο επίπεδο ανεκτικότητας και δημοκρατίας, προσεγγίζει περισσότερο τον Θεό σε σχέση με μας που, μιμούμενοι τους Ταλιμπάν, είμαστε βέβαιοι ότι κατέχουμε την απόλυτη αλήθεια και αν χρειαστεί την επιβάλλουμε σε άλλους. Παρά την ευφυΐα το αναντίρρητο ταλέντο ορισμένων εξ αυτών στη συγγραφή, κατά κανόνα δεν επιχειρηματολογούν για να μας πείσουν. Δύσκολα θα διαβάσουμε μιαν αναλυτική αποδόμηση των πιθανών αντιρρήσεων στις απόψεις τους. Αντ’ αυτού, αρκούνται απλώς σε γενικευτικές καταγγελίες («δυστυχώς οι περισσότεροι Χριστιανοί» κ.λπ.) και μεμψίμοιρα κοινωνικά σχόλια («δυστυχώς ακόμη θέλουμε πολλή δουλειά»). Σαν να είναι απόλυτα βέβαιο πως είναι απόλυτα ορθές οι μεταρρυθμίσεις που υπαινίσσονται, αλλά φταίμε εμείς οι υπόλοιποι κωλυσιεργούμε να τις κάνουμε πράξη. Σαν να μην υπάρχει σοβαρός αντίλογος για όλα όσα μας λένε, ή σαν να μην υπάρχει κανείς άνθρωπος, πλην των «φασιστών» και «φονταμενταλιστών», που να είναι τόσο κακός ώστε να μην έχει ήδη πεισθεί απ’ τη φιλελεύθερη «σοφία» τους[3]. Οι αγαπούληδες σχεδόν πανηγυρίζουν για την αποχριστιανοποίηση της κοινωνίας, πασχίζοντας να προβούν στη ληξιαρχική πράξη θανάτου της χριστιανικής πίστης. Σχεδόν «απειλούν» την Ορθοδοξία να προσαρμοσθεί στις κοινωνικές εξελίξεις, ακόμη και απεμπολώντας χιλιετείς αρχές, αν θέλουν να συνεχίσουν να υπάρχουν. Κάποιοι από αυτούς τους θεολογούντες δεν έχουν πει σχεδόν ποτέ κάτι θετικό την Εκκλησία και τους Χριστιανούς, κάποιον ιερέα, κάποια ενορία ή μια ενέργεια ενός Επισκόπου[4]. Υπάρχουν εξαιρέσεις στον κανόνα; Ασφαλώς, αλλά δύσκολα θα τις βρούμε στον χώρο της (έστω και κατ’ επίφαση) Ορθοδοξίας. Πόσοι θυμούνται την Επισκοπελιανή επίσκοπο Mariann Edgar Budde και τον πρόσφατο λόγο της στην ορκωμοσία του τωρινού προέδρου των ΗΠΑ; Την επίσκοπο Budde οι αγαπούληδες θεολόγοι (αν και όχι μόνον αυτοί, οφείλουμε να το πούμε) την έχουν σχεδόν αναγάγει σε Αγία. Η Budde, όμως, παρέλειψε να συζητήσει την αντίρρηση για τα ηθικά δικαιώματα των εμβρύων στην ζωή. Και το έκανε διότι δεν πιστεύει και η ίδια ότι έχουν ένα τέτοιο ηθικό δικαίωμα. Παλαιότερα, μάλιστα, είχε ταχθεί υπέρ του δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση, χωρίς την παραμικρή ηθική ένσταση. Η επίσκοπος Budde είναι αντιπρόσωπος ενός θρησκευτικού οργανισμού που υιοθετεί όλο το ρεπερτόριο της woke ιδεολογίας, και προσπαθεί να του δώσει τη θεολογική νομιμοποίηση που θα κάνει «αναπαυτική» την αποδοχή του από τους πιστούς. Οι θεολογίζοντες αγαπούληδες, για να γυρίσουμε σ’ αυτούς, παράγουν λόγο που μαρτυρεί έναν διάχυτο αντικληρικαλισμό. Σα να μη θέλουν να είναι ούτε θεολόγοι, ή ακόμη και ούτε καν Χριστιανοί. Μόνο «αφορίζουν» νοερά και αποβάλλουν, εγκωμιάζοντας όλους εκείνους που επιτίθενται στη χριστιανική παράδοση, όπως εκείνοι. Οι «αγαπουλίστικες» προειδοποιήσεις για την «αναπόφευκτη παρακμή» των θρησκειών, λόγω της επιστημονικής ανάπτυξης, ίσως και να προέρχονται από ευσεβείς πόθους ορισμένων αμφιταλαντευόμενων πιστών, που είναι υπερβολικά «εγκεφαλικοί» για να δεχθούν υπερφυσικούς ισχυρισμούς, συμπαθούν όμως ως έναν βαθμό τη θρησκευτική ηθική, όταν αυτή δεν συγκρούεται με τον φιλελευθερισμό, και γι’ αυτό κάνουν έκκληση στις θρησκείες να χαμηλώσουν τον «πήχη» των απαιτήσεών τους, ώστε να μπορούν να τις πληρούν και οι ίδιοι, χωρίς να βιώνουν εσωτερικό διχασμό. Έτσι εξηγείται η βιαστική ταύτιση του μειωμένου εκκλησιασμού με αθεϊσμό, λησμονώντας ότι σήμερα θεριεύει και η αμφισβήτηση προς την ίδια την επιστήμη και οι κάθε λογής καινοφανείς λατρείες.
Εκεί είναι το πρόβλημά τους. Αντιμετωπίζουν μονάχα «διανοητικά» και όχι βιωματικά τη χριστιανική πίστη. Η εμπειρία αντικαθίσταται από έναν νεφελώδη λόγο περί «αγάπης», με την έννοια τούτη να μην ορίζεται με βάση τα θεολογικά κριτήρια των Αγίων και των Πατέρων[5]. Η Ορθοδοξία δεν είναι ανάγκη να μετατραπεί σε ακόμη μια προτεσταντική σέκτα. Υπάρχουν ήδη πολλές και όποιος το επιθυμεί είναι ανά πάσα στιγμή ελεύθερος να προσχωρήσει σε μία. Ή μήπως είναι τάχα ειλικρινέστερο να παραμένει σε μια πίστη που εμφανώς δεν τον εκφράζει και να παριστάνει τον δριμύ κατήγορο που τα λέει «χύμα και τσουβαλάτα» κάθε φορά; Όποιος πιστεύει ότι σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια Χριστιανισμού είναι προϊόν «διαστρέβλωσης», μάλλον και δεν έχει πολλά θετικά να βρει στην Ορθοδοξία. Η υποκρισία, όμως, των αγαπούληδων συμπορεύεται με αλαζονεία. Αυτό φαίνεται στην ανάγκη τους να σκανδαλίζουν διαρκώς τους πιστούς, τους οποίους περιφρονούν κατά βάθος, επειδή τους έχουν ταυτίσει, στην πλειονότητά τους, με τους θεούσους που αναφέραμε πιο πάνω. Βασικά, οι εν λόγω θεολογούντες συμπεριφέρονται σαν τον Φαρισαίο της παραβολής. Μονάχα που είναι από την ανάποδη: ο Φαρισαίος δόξαζε τον Θεό που δεν είναι σαν τον αμαρτωλό τελώνη. Εκείνοι υμνούν και δοξάζουν τον δικό τους θεό (δηλαδή τον εαυτό τους) για το ότι δεν είναι όπως οι άλλοι, οι περισσότεροι, οι «αφελείς» και «χαμηλού επιπέδου» πιστοί. Βέβαιοι πως οι Φαρισαίοι είναι πάντοτε κάποιοι άλλοι, λησμονούν μια μεγάλη αλήθεια: η ανάγκη τους να συγκρούονται και να προκαλούν, είναι ακριβώς αυτό εναντίον του οποίου προειδοποίησε ο Χριστός, όταν έλεγε «ος δ᾿ ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης» (Μτθ. 18’6). Δεν πρέπει να υποτιμάμε τους «μικρούς» και τους «ασήμαντους», και δεν επιτρέπεται να ξεχάσουμε ποτέ πως ο Χριστιανισμός ξεκίνησε με ορισμένους «μικρούς», ταπεινούς και κοινωνικά ασήμαντους Ιουδαίους, σε μια περιοχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αν λοιπόν ο Χριστιανισμός ανθεί σήμερα σε «υποβαθμισμένες» χώρες, είναι ίσως επειδή εκεί δεν υπάρχει υλική ευμάρεια, ασφάλεια και κράτος δικαίου. Οι άνθρωποι χρειάζονται ένα στήριγμα. Αντίστροφα, η ευζωία που έχουν χώρες όπως οι Σκανδιναβικές δεν πρέπει να ταυτίζεται με την καλοσύνη. Ένα κράτος που λειτουργεί «ρολόι» είναι κάτι αξιοθαύμαστο, απέχει όμως πολύ από την «αλληλεγγύη» και τον απόλυτο σεβασμό των άλλων[6]. Καταλήγοντας, θεούσοι και αγαπούληδες έχουν κοινό ότι παριστάνουν πως τιμούν τον Θεό, στην πραγματικότητα όμως δεν τιμούν κανέναν άλλον παρά τον εαυτό τους. Ο εγωισμός τους ωθεί να πολεμούν αδιάκοπα οι μεν τους δε, με αποτέλεσμα η παραμικρή αντίρρησή σου να είναι αρκετή για να σε εντάξουν άμεσα στο αντίπαλο στρατόπεδο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι Πατέρες και Άγιοι της Ορθοδοξίας προσέγγιζαν τη χριστιανική πίστη και θεολογία με σεμνότητα, όχι με ανέκδοτα ειρωνείες, και ψευδαισθήσεις μεγαλείου απέναντι στους άλλους. Ας είναι τουλάχιστον ειλικρινείς και ας μας παραδεχθούν ότι δεν τους νοιάζει ο Χριστός, ότι έχουν τις δικές τους απόψεις και ότι επιθυμούν να ορθώσουν ένα δικό τους θρησκευτικό οικοδόμημα. Με τι αντικαθιστούμε τους Πατέρες δηλαδή; Με την επίκληση μιας απεριόριστα επιτρεπτικής αγαπολογίας; Στο ζήτημα της αγάπης ελλοχεύει η μεγαλύτερη πλάνη: αγάπη προς τον συνάνθρωπο δεν σημαίνει να απαλείψεις κάθε αμαρτία για να τον βγάλεις «λάδι». Αν πιστέψουμε τους Αγίους, η αγάπη προς τον πλησίον είναι μία «ασκητική» διαδικασία, άσκηση σώματος και ψυχής για να ξεφύγει ο άνθρωπος απ’ τον εγωισμό που όλοι έχουμε. Αν ψάξουμε να μάθουμε τι ήταν όντως η αγάπη κατά τους εκκλησιαστικούς πατέρες, τότε θα συνειδητοποιήσουμε το πόσο απέχουμε όλοι εμείς απ’ αυτή. Με όσα γράφουμε εδώ, δεν υποστηρίζουμε ότι η Εκκλησία πρέπει να απαγορεύει κάθε δυνατή μεταβολή. Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι πως η όποια μεταβολή μπορεί και θα πρέπει να γίνεται εκκλησιαστικά – συνοδικά και ύστερα από διάλογο με θεολογικά επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, στο πλαίσιο της παράδοσης στην οποία ανήκουμε. Οι άνθρωποι της Εκκλησίας δεν πρέπει να είναι μικρόψυχοι και δειλοί. Πρέπει να ενθαρρύνονται να εκτίθενται σε διαφορετικές πηγές αντί να εγκλωβίζονται σε συγκεκριμένες ιδέες, αποκτώντας ένα απατηλό αίσθημα αυτάρκειας και παντογνωσίας. Είναι απαραίτητο να εγκαταλείψουμε τόσο τον «θεουσισμό» όσο και τον «αγαπουλισμό», προκειμένου η πίστη μας ν’ αποκτήσει μια ζωντανή σχέση με τον λαό και την κοινωνία. Αν είναι αλήθεια αυτό που είπε ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος ότι το θρησκευτικό κενό στην Ευρώπη καλύπτει πλέον το Ισλάμ, η ταχύτερα αναπτυσσόμενη θρησκεία στον κόσμο προσεχώς η πολυπληθέστερη παγκοσμίως, οι Χριστιανοί οφείλουμε να υπενθυμίσουμε σε όλους το μήνυμα της αγάπης του Ευαγγελίου και όχι να «μονομαχούμε» μεταξύ μας ατελείωτα.
[1] Οι θεούσοι επίσης πενθούν, σε σπαραξικάρδιους τόνους, με το γεγονός ότι δόθηκαν πολιτικά δικαιώματα στις κοινωνικές μειονότητες. Το θέμα είναι σοβαρό, οι απαντήσεις διόλου προφανείς και ό,τι και αν πιστεύει κανείς για το ζήτημα των μειονοτήτων, οι ηθικοί πανικοί δεν βοηθούν κανέναν.
[2] Η διάκριση θεούσων και οι αγαπούληδων αντιστοιχεί στη διάκριση του (πλανεμένου) «ζηλωτισμού» με τον (αιρετικό) «οικουμενισμό», τους οποίους ο αείμνηστος π. Επιφάνειος Θεοδωρόπουλος ονόμαζε «δύο άκρα».
[3] Επιπλέον, κόντρα σε όσα μας επαναλαμβάνουν, ο εορτασμός του Χριστουγέννων την 25η Δεκεμβρίου δεν έχει σχέση με τον Μιθραϊσμό και τις άλλες παγανιστικές λατρείες, αλλά με το ότι (πρώτα στην Καρχηδόνα και έπειτα στη Ρώμη) είχε επικρατήσει από νωρίς να θεωρείται δεδομένο πως ο Χριστός «συνελήφθη» την αντίστοιχη 25η Μαρτίου του ρωμαϊκού ημερολογίου (γι’ αυτό και τότε γιορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου), άρα η γέννησή Του δεν θα μπορούσε να είναι παρά εννιά μήνες μετά, δηλαδή τον Δεκέμβριο. Οι πιστοί θεωρούσαν επίσης πως ο Χριστός συνελήφθη, ως άνθρωπος, στις 25 Μαρτίου, επειδή η 25η Μαρτίου ήταν και η μέρα που πέθανε πάνω στον σταυρό. Εδώ έχουμε την αναλογία: αν πέθανε στις 25 Μάρτη, πίστευαν, θα πρέπει να γεννήθηκε και 25 Μαρτίου. Σύμφωνα με μια παλιά ιουδαϊκή πεποίθηση, όλα τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας χαρακτηρίζονται από μια ημερολογιακή «συμμετρία», γι’ αυτό θεωρήθηκε πως πρέπει να είναι η 25η μέρα. Οι πρώτοι που αμφισβήτησαν αυτή την ιδέα ήταν οι Πουριτανοί και αργότερα όσοι ήθελαν να μεμφθούν τον Χριστιανισμό γενικά ότι τάχα δεν διαθέτει τίποτα το «πρωτότυπο». Στην πραγματικότητα, η έλλειψη πρωτοτυπίας χαρακτηρίζει μάλλον τους πολεμίους του, διότι όσα λένε τα έχουν ήδη πει Χριστιανοί στο παρελθόν, ενάντια σε άλλους Χριστιανούς.
[4] Αντίθετα, ο μακαριστός Σιατίστης Παύλος είπε κάποτε σε μια γυναίκα «πάρε το και σφάξε το», εννοώντας ότι η παιδοκτονία είναι βαρύ έγκλημα σαν την άμβλωση. Ο Όσιος Παΐσιος είχε πει ότι ακόμη και η παιδοκτονία είναι λιγότερο βαρύ «έγκλημα» από την άμβλωση (αφού ο άνθρωπος έχει προλάβει να βαπτισθεί πρώτα). Μήπως το είπε και αυτός για να προτρέψει σε παιδοκτονία ή εγκατάλειψη, όπως μερικοί κατηγορούν τον Άρη Σερβετάλη;
[5] Για παράδειγμα, αν απαρνηθούμε την ιερότητα του θεσμού των κληρικών, χάνουμε μαζί της και την ιερότητα των μυστηρίων. Γνωρίζουμε, από την Καινή και ακόμη και την Παλαιά Διαθήκη, πως υπήρχαν ιερείς και αυτοί ουδέποτε ήταν γυναίκες. Στην Καινή Διαθήκη, το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και της Εξομολόγησης παραδίδεται στους Αποστόλους και όχι στις γυναίκες μαθήτριες. Αυτόματα, λοιπόν, η ιεροσύνη δίνεται στους άνδρες. Η αποκλειστική ιεροσύνη των ανδρών, μας λένε οι ειδήμονες θεολόγοι, ανάγεται στον άξονα ετερότητας/ομοιότητας και όχι στο δίλημμα ισότητα/ανισότητα. Γυναίκες είναι μόνο οι διακόνισσες, θεσμός που εξέλιπε για πολλούς αιώνες, αν και δεν αποκλείεται ν’ αναβιώσει.
[6] Και οι κάτοικοι των χωρών του Πρώτου Κόσμου, όμως, παρόλη τους την ευμάρεια, σημειώνουν μάλλον υψηλό αριθμό αυτοκτονιών, χρήσης ναρκωτικών, καθώς και μιας σειράς νέων μορφών εθισμού που οι προγενέστερες κοινωνίες αγνοούσαν (π.χ. «εθισμός» στα βιντεοπαιχνίδια και στην πορνογραφία).
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα ("Πάλη", 2003) είναι έργο του Ιωάννη Μητράκα. https://antifono.gr/
Δεν διαβαζεται .. με τιποτα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιναι παρα πολυ αχνο.
Το διόρθωσα...ευχαριστώ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ αγαπη ποτέ δεν φοβάται τον φοβο ..
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ φοβος παντα φοβάται την αγαπη ..
Sri Chinmoy
Το συνολικό πρόβλημα της ανθρωπότητας είναι οτι δεν εχουμε επίγνωση της αγαπης α ληθη να.
Αιτία βεβαια ειναι οτι βομβαρδιζόμαστε ανηλεώς με λογης λογης φοβίες............
Αγαπη Ειναι η ελλειψη φοβιας...καθως ο φοβος ειναι ληθη νος / ελλειψη γνωσης.
Ο φιλόσοφος πασχιζει να συμπάσχει στην άνευ ορων αγαπη ανοίγοντας δρομο .. στα κοσμικα μας ληθη να αδιέξοδα.
Οφείλουμε να διανοίξουμε τον δικο μας προσωπικό δρομο στην αγάπη.....