Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

Η εξέλιξη της τουρκικής Εξωτερικής Πολιτικής: Από την Κύπρο στην «Γαλάζια Πατρίδα»

Του Ζαφείρη Χατζηδήμου

Από το 1970 έως το 2024, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έχει εξελιχθεί σημαντικά, από την ψυχροπολεμική συνεργασία με τη Δύση και την εξάρτηση από το ΝΑΤΟ, σε μια πιο ανεξάρτητη και αναθεωρητική στρατηγική που επιδιώκει την περιφερειακή ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο. Απαύγασμα της σύγχρονης τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι η υιοθέτηση της στρατηγικής «Γαλάζια Πατρίδα», που στοχεύει στη διεύρυνση της τουρκικής κυριαρχίας σε θαλάσσιες ζώνες που θεωρούνται παραδοσιακά ελληνικές και κυπριακές.
Η συγκεκριμένη στρατηγική βασίζεται στην αμφισβήτηση του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, ενώ περιλαμβάνει μια σειρά επιθετικών ενεργειών όπως η υπογραφή του Τουρκολιβυκού μνημονίου και οι στρατιωτικές προκλήσεις στην περιοχή του Αιγαίου.

Κυπριακό Ζήτημα και Ελληνοτουρκικές Εντάσεις. Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 υπήρξε μια από τις πιο σοβαρές κρίσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η δημιουργία της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» το 1983 παραμένει μη αναγνωρισμένη από τη διεθνή κοινότητα και αποτέλεσε σημείο σύγκρουσης με την Ελλάδα και την Κύπρο. Η Τουρκία διατήρησε μια στρατηγική ελέγχου του βόρειου τμήματος του νησιού, παγιώνοντας τη στρατιωτική και πολιτική της παρουσία, κάτι που επηρέασε τις σχέσεις της με τη Δύση, ιδίως με τις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980 υπό τον στρατηγό Κενάν Εβρέν αποτέλεσε σταθμό στην τουρκική πολιτική ζωή και διαμόρφωσε τη μετέπειτα πορεία της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Παρά τις καταδίκες για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη στρατιωτική κυβέρνηση, η Τουρκία διατήρησε τη στρατηγική της σημασία για το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ ως αντίβαρο στη Σοβιετική Ένωση. Η επιμονή στην αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο συνεχίστηκε με ενισχυμένη στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, ενώ η σχέση της Τουρκίας με τη Δύση, αν και ψυχράθηκε λόγω του πραξικοπήματος, διατηρήθηκε σε σημαντικό επίπεδο λόγω των ψυχροπολεμικών συσχετισμών.

Ο Τουργκούτ Οζάλ, τόσο ως πρωθυπουργός όσο και ως πρόεδρος, υπήρξε ο αρχιτέκτονας της φιλελεύθερης οικονομικής αναδιάρθρωσης της Τουρκίας, καθώς και της μετάβασής της σε μια πιο εξωστρεφή εξωτερική πολιτική. Ο Οζάλ έδωσε έμφαση στις σχέσεις με τη Δύση, αλλά προσπάθησε επίσης να αναβαθμίσει την Τουρκία ως περιφερειακό ηγέτη στη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια.

Οικονομική Φιλελευθεροποίηση και Εξωτερική Πολιτική
Ο Οζάλ εισήγαγε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία που μετέτρεψαν την Τουρκία σε μια πιο ανταγωνιστική και εξωστρεφή οικονομία. Στην εξωτερική πολιτική, η Τουρκία καλλιέργησε πιο στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ παράλληλα αναζήτησε νέους ρόλους στην περιφερειακή ασφάλεια, ιδιαίτερα μέσω της συμμετοχής της στον Πόλεμο του Κόλπου. Η στήριξη της Τουρκίας στη διεθνή επέμβαση κατά του Ιράκ αναδείχθηκε σε καταλύτη για την ενίσχυση της στρατηγικής της σημασίας, αν και προκάλεσε επιπλοκές στο Κουρδικό ζήτημα.

Ο Πόλεμος του Κόλπου και οι Επιπτώσεις για την Τουρκία
Η συμμετοχή της Τουρκίας στον Πόλεμο του Κόλπου (1990-1991) είχε διττό αντίκτυπο: αφενός ενίσχυσε τις σχέσεις της με τη Δύση, αφετέρου προκάλεσε εσωτερικές τριβές λόγω της ενίσχυσης των Κούρδων ανταρτών στο βόρειο Ιράκ, οι οποίοι απείλησαν την τουρκική εσωτερική ασφάλεια. Η συμμετοχή της Τουρκίας σε αυτές τις στρατιωτικές επιχειρήσεις την τοποθέτησε στο προσκήνιο της διεθνούς σκηνής ως αξιόπιστο στρατιωτικό εταίρο.

Η Ταντσού Τσιλέρ, ως πρωθυπουργός της Τουρκίας, κληρονόμησε έναν στρατό έτοιμο να αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο, ενώ ταυτόχρονα αντιμετώπισε σοβαρές εσωτερικές προκλήσεις που αποκάλυπταν τον ρόλο του τουρκικού “βαθέος κράτους” και τις σχέσεις του με εγκληματικά κυκλώματα και παρακρατικές δομές. Σημαντικά γεγονότα αυτής της περιόδου ήταν η «Κρίση των Ιμίων» και το σκάνδαλο Σουσουρλούκ, που επηρέασαν την πολιτική και εξωτερική στρατηγική της Τουρκίας.

Οι δύο χώρες διεκδίκησαν την κυριαρχία των βραχονησίδων, με την Ελλάδα να υποστηρίζει ότι ανήκουν στην ελληνική επικράτεια βάσει των διεθνών συνθηκών, ενώ η Τουρκία προέβαλε αντίθετες αξιώσεις. Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την τοποθέτηση ελληνικής σημαίας από Έλληνες αξιωματούχους και την επακόλουθη αφαίρεση της από Τούρκους κομάντο τη νύχτα της 30ης Ιανουαρίου 1996.
Η παρέμβαση των ΗΠΑ, και ειδικά του τότε βοηθού υπουργού Εξωτερικών Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, υπήρξε καθοριστική για την αποκλιμάκωση της κρίσης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαμεσολάβησαν για την απομάκρυνση των στρατιωτικών δυνάμεων των δύο χωρών από την περιοχή, με αποτέλεσμα να αποφευχθεί ο πόλεμος.

Η κρίση στα Ίμια είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς άφησε ανεπίλυτα ζητήματα κυριαρχίας στο Αιγαίο. Παρά την προσωρινή αποκλιμάκωση, η κρίση ανέδειξε την έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χωρών και προκάλεσε την ανάγκη για αναβάθμιση των αμυντικών δογμάτων, τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας.
Από την πλευρά της Τουρκίας, η κρίση ενίσχυσε τον αναθεωρητισμό της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας, καθώς έδειξε ότι οι διεκδικήσεις της στο Αιγαίο αποτελούν βασικό μέρος της στρατηγικής της. Τα Ίμια αποτέλεσαν μια πρόγευση της μετέπειτα έντασης που θα ακολουθούσε με την υιοθέτηση της στρατηγικής «Γαλάζια Πατρίδα» στα χρόνια του Ερντογάν.

Το σκάνδαλο Σουσουρλούκ (1996)
Το σκάνδαλο Σουσουρλούκ ξέσπασε τον Νοέμβριο του 1996, όταν ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα κοντά στην πόλη Σουσουρλούκ αποκάλυψε σχέσεις μεταξύ τουρκικών κρατικών δυνάμεων ασφαλείας, εθνικιστών πολιτικών και εγκληματικών ομάδων. Στο όχημα βρέθηκαν ο Αμπντουλλάχ Τσατλί, καταζητούμενος μαφιόζος και ακροδεξιός τρομοκράτης, ο αναπληρωτής αρχηγός της αστυνομίας της Κωνσταντινούπολης, Χουσεΐν Κοτζαδάγ και ένας Τούρκος βουλευτής του Κόμματος του Ορθού Δρόμου της Τσιλέρ. Αυτό το ατύχημα αποκάλυψε το δίκτυο συνεργασίας μεταξύ του παρακράτους, των εθνικιστών και των μαφιόζων, και προκάλεσε σοκ στην τουρκική κοινωνία.

Η επίδραση του σκανδάλου Σουσουρλούκ στην Εξωτερική Πολιτική. Το σκάνδαλο Σουσουρλούκ αποκάλυψε πώς το τουρκικό κράτος αξιοποιούσε εγκληματικά δίκτυα για να καταπολεμήσει τον κουρδικό αντάρτικο στρατό (PKK), και πώς αυτά τα δίκτυα είχαν διεισδύσει στην επίσημη κρατική πολιτική. Η αποκάλυψη αυτή προκάλεσε πολιτική κρίση στην Τουρκία και αμφισβητήσεις για τον τρόπο που η Τσιλέρ διαχειριζόταν την ασφάλεια και τις μυστικές επιχειρήσεις.

Η σύνδεση της κυβέρνησης με παρακρατικές οργανώσεις και ο ρόλος τους στον αγώνα κατά των Κούρδων αντάρτων επιδείνωσε την εικόνα της Τουρκίας στο εξωτερικό. Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, που ήδη ήταν αρκετά επιθετική κατά τη διάρκεια της θητείας της Τσιλέρ, δέχτηκε πλήγμα από τις αποκαλύψεις αυτές, καθώς αποκαλύφθηκαν μη δημοκρατικές και παράνομες πρακτικές. Αυτό έπληξε τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς οι ανησυχίες για την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τον ρόλο του κράτους ασφαλείας άρχισαν να γίνονται όλο και πιο έντονες.

Το σκάνδαλο Σουσουρλούκ έδειξε πώς οι σχέσεις μεταξύ κρατικών και παρακρατικών δυνάμεων επηρέαζαν την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, δημιουργώντας ένα πλαίσιο όπου η δύναμη του στρατού και του «βαθέος κράτους» μπορούσε να παρακάμψει τις δημοκρατικές διαδικασίες και να επιδιώξει ανοιχτά αναθεωρητικές και επιθετικές ενέργειες στο Αιγαίο και τη Μέση Ανατολή.

Ο Νετζμετίν Ερμπακάν, ως επικεφαλής του ισλαμιστικού Κόμματος Ευημερίας, επιχείρησε να απομακρύνει την Τουρκία από τη δυτική επιρροή και να την επανατοποθετήσει στον ισλαμικό κόσμο. Η εξωτερική πολιτική του Ερμπακάν είχε στόχο την ενίσχυση των σχέσεων με χώρες όπως το Ιράν και η Λιβύη, κάτι που προκάλεσε σοβαρές εντάσεις με τον τουρκικό στρατό και τους δυτικούς συμμάχους της χώρας.

H “Γαλάζια Πατρίδα” όπως την ονειρεύεται η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, αψηφώντας προκλητικά κάθε έννοια του διεθνούς δικαίου

Ο Ερμπακάν επιδίωξε να ενισχύσει τις διπλωματικές σχέσεις με ισλαμικές χώρες, προσπαθώντας να απομακρύνει την Τουρκία από την ατλαντική δομή ασφαλείας του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, αυτή η ισλαμιστική στροφή οδήγησε στη σύγκρουση με τις κοσμικές δυνάμεις της χώρας και ειδικά με τον τουρκικό στρατό, ο οποίος ανέτρεψε την κυβέρνησή του το 1997 με τη λεγόμενη «μεταμοντέρνα παρέμβαση». Η Τουρκία επέστρεψε αμέσως σε μια πιο φιλοδυτική εξωτερική πολιτική μετά την απομάκρυνση του Ερμπακάν, ενισχύοντας ξανά τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.

Η ανάδειξη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) στην εξουσία το 2002 άλλαξε δραστικά την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Η στρατηγική του Ερντογάν επικεντρώθηκε στην αναθεώρηση της γεωπολιτικής θέσης της Τουρκίας, ενισχύοντας την περιφερειακή της επιρροή και αναπτύσσοντας στενότερους δεσμούς με ισλαμικές και αραβικές χώρες, χωρίς όμως να εγκαταλείπει τη συνεργασία με τη Δύση.

Στρατηγικό Βάθος και Αναθεωρητισμός. Ο Αχμέτ Νταβούτογλου, ένας από τους κύριους θεωρητικούς της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής – και πρωθυπουργός – υπό τον Ερντογάν, εισήγαγε τη θεωρία του «Στρατηγικού Βάθους». Η θεωρία αυτή, η οποία προώθησε την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, υποστήριζε ότι η χώρα πρέπει να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτό οδήγησε στην ενεργό ανάμιξη της Τουρκίας σε περιφερειακές συγκρούσεις, όπως αυτές στη Συρία, τη Λιβύη και το Ιράκ.
Η υπογραφή του Τουρκολιβυκού μνημονίου το 2019 αποτελεί κορυφαία στιγμή της στρατηγικής «Γαλάζια Πατρίδα». Η Τουρκία, αμφισβητώντας το καθεστώς των θαλάσσιων ζωνών που ισχύει σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, επιδίωξε να καθορίσει θαλάσσια σύνορα με τη Λιβύη, αγνοώντας την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου. Αυτή η κίνηση εντάσσεται στη στρατηγική της Τουρκίας για την επέκταση της επιρροής της στην Ανατολική Μεσόγειο και έχει προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το παρολίγο θερμό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στην περιοχή μεταξύ Καρπάθου και Κάσου τον Ιανουάριο του 2024 αποτελεί άλλο ένα δείγμα της επιθετικής πολιτικής της Άγκυρας. Η Τουρκία, αρνούμενη την υφαλοκρηπίδα των ελληνικών νησιών, αντέδρασε στις έρευνες ενός ιταλικού πλοίου που πραγματοποιούσε εργασίες για την πόντιση ηλεκτρικού καλωδίου που θα συνέδεε την Κρήτη με την Κύπρο. Η κινητοποίηση του τουρκικού ναυτικού επιδεινώνει περαιτέρω τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, και αναδεικνύει τη σημασία της Ανατολικής Μεσογείου για τα τουρκικά στρατηγικά συμφέροντα.

Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας της Τουρκίας έχει ενισχύσει τη στρατηγική της επιθετικής διεκδίκησης θαλάσσιων ζωνών και την υιοθέτηση του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας». Στόχος του τουρκικού σχεδιασμού είναι η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και η αποδυνάμωση της γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδας στην περιοχή. Οι αποφάσεις του MGK περιλαμβάνουν τη συνεχή ναυτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο και τη διεξαγωγή στρατιωτικών ασκήσεων που στοχεύουν στην πρόκληση πιέσεων – κυρίως – προς την Ελλάδα, με τελικό στόχο την πολιτική και οικονομική της υποβάθμιση.

Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, ο επιθετικός αναθεωρητισμός της Τουρκίας βασίζεται στην αμφισβήτηση του διεθνούς δικαίου και στη διεύρυνση της στρατιωτικής της παρουσίας, γεγονός που έχει οδηγήσει σε επανειλημμένες κρίσεις με την Ελλάδα και την Κύπρο. Ιδιαίτερα από το 2019 και μετά, το Τουρκολιβυκό μνημόνιο αποτέλεσε έναν κομβικό παράγοντα κλιμάκωσης των εντάσεων, ενώ οι στρατιωτικές προκλήσεις στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου υποδεικνύουν την αποφασιστικότητα της Άγκυρας να αναδιαμορφώσει τη γεωπολιτική τάξη στην περιοχή.

Επιπλέον, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την εσωτερική της δυναμική. Παρά τις εσωτερικές κρίσεις και τις διεθνείς αντιδράσεις, η Τουρκία κατάφερε να διατηρήσει τη στρατηγική της σημασία στο ΝΑΤΟ και να αξιοποιήσει την γεωπολιτική της θέση για να επιδιώξει τους αναθεωρητικούς της στόχους.

Κατά τη διακυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η Τουρκία μετασχηματίστηκε σε έναν περιφερειακό παίκτη με φιλοδοξίες που ξεπερνούν τα παραδοσιακά πλαίσια της δυτικής ασφάλειας, επιδιώκοντας να διαμορφώσει την πολιτική της ανεξάρτητα από εξωτερικές επιταγές. Το δόγμα του «Στρατηγικού Βάθους» του Αχμέτ Νταβούτογλου παγίωσε μια εξωτερική πολιτική πολυδιάστατου χαρακτήρα, η οποία προσπαθεί να επεκτείνει την τουρκική επιρροή σε καίριες περιοχές, όπως τα Βαλκάνια, ο Καύκασος, η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική.

Εν κατακλείδι, η πορεία της Τουρκίας από το 1970 έως το 2024 καταδεικνύει μια χώρα που έχει εξελιχθεί από παθητικό συμμέτοχο σε γεωπολιτικές εξελίξεις, σε έναν αναθεωρητικό δρώντα με σαφείς περιφερειακές φιλοδοξίες. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν επιδεινωθεί σημαντικά λόγω αυτής της αλλαγής στην τουρκική εξωτερική πολιτική, με την Ελλάδα και την Κύπρο να βρίσκονται σε συνεχή επαγρύπνηση για την προστασία των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων.
Ενώ από την άλλη, η Τουρκία παραμένει ένας στρατηγικός παράγοντας για τη Δύση και για την Ανατολή, γεγονός που ενισχύει την πολυπλοκότητα των σχέσεων της με τους γείτονες και τους συμμάχους της.

Βιβλιογραφία

  1. Altunışık, M., & Tür, Ö. (2005). Turkey: Challenges of Continuity and Change. Routledge.
  2. Arslan, M. (2021). “The Turkish-Libyan Maritime Agreement: Strategic Implications for the Eastern Mediterranean.” Turkish Policy Quarterly.
  3. Davutoğlu, A. (2020) Systemic Earthquake and the Struggle for World Order. Cambridge University Press.
  4. Davutoğlu, A. (2001). Stratejik Derinlik: Türkiye’nin Uluslararası Konumu. İstanbul: Küre Yayınları.
  5. Hale, W. (1994). Turkish Politics and the Military. Routledge.
  6. Joseph, J. (1997). Cyprus: Ethnic Conflict and International Politics. Palgrave Macmillan.
  7. Öniş, Z. (1991). State and Market: The Political Economy of Turkey in Comparative Perspective. Routledge.
  8. Robins, P. (2003). Suits and Uniforms: Turkish Foreign Policy Since the Cold War. Hurst & Co.
  9. Soysal, I. (2020). “Mavi Vatan: The Blue Homeland Doctrine and Turkey’s Naval Strategy.” Naval Forces Journal.
  10. Larrabee, F. S. (2010). Turkey’s New Geopolitics: From the Balkans to Western China. RAND Corporation.
  11. Fuller, G. E. (2008). The New Turkish Republic: Turkey as a Pivotal State in the Muslim World. United States Institute of Peace Press.
  12. Walker, J. (2020). “Turkey’s Role in NATO and Its Strained Relations with the West.” Foreign Affairs.
  13. Zarakol, A. (2011). After Defeat: How the East Learned to Live with the West. Cambridge University Press.
  14. Kinzer, S. (2001). Crescent and Star: Turkey Between Two Worlds. Farrar, Straus and Giroux. 

  15.   https://neostrategy.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου