Μπαίνουμε στο πιο ευαίσθητο, στο πιο μυστικιστικό, στο πιο άγνωστο και στο πιο ενδιαφέρον ίσως κομμάτι, τα Αρχαία Μυστήρια κι ό,τι περικλείεται σε αυτά: πόσα ήτανε, γιατί ήτανε, τί γινότανε και πως, ποιοι λαμβάνανε μέρος κλπ. Βέβαια, απ΄ όλα αυτά, ό,τι έφτασε στα' αυτιά, στα μάτια και στην αντίληψή μας, καθώς επρόκειτο για αυστηρά ταμπού της εποχής και χρειαζότανε μύηση και τα λοιπά. Ωστόσο αυτό θα απασχολήσει το μεγαλύτερο μέρος αυτού του άρθρου και στο τέλος η Διατροφή των Αρχαίων Ελλήνων, γι' αυτό μη πολυλογώ και σας αφήνω να συνεχίσετε. Χ. Π.
=================
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ: Η λέξη Μυστήριο στην αρχαία σήμαινε το απόρρητο, το μυστικό, το άρρητο μέρος μιας τελετής ή λατρείας οι οποίες δεν γινόταν φανερές σε άτομα που δεν είχαν μυηθεί. Όπως φαίνεται κι ετυμολογικά η λέξη παράγεται από το ρήμα Μυείν δηλαδή κλείνω κι αναφέρεται κυρίως στα μάτια και στα χείλη. Εκείνοι που μυούνται στα μυστήρια του υπερβατικού, απαγορεύεται να τα ανακοινώσουν σε άλλους μη μυημένους, πρέπει να κλείνουν το στόμα τους. Τα αρχαία Μυστήρια ήταν ίσως η ανώτερη πνευματική κληρονομιά στην αρχαία Ελλάδα. Ήταν κυρίως κρυφές λατρείες, όπου έπρεπε πρώτα κανείς να μυηθεί, κοινώς να εισαχθεί. Ο οπαδός αυτής της λατρείας ονομαζόταν Μύστης και το πρόσωπο που τον εισήγαγε σ' αυτή Μυσταγωγός. Κάθε μυστηριακή κοινότητα είχε τα κοινά γεύματα , τους κοινούς χορούς και τις ιεροτελεστίες, όπου άνθρωποι που έσμιξαν στο ίδιο χορό, που συμμετείχαν στα ίδια δρώμενα ένιωθαν για πάντα ενωμένοι. Στην εσωτερική έννοιά τους παρουσίαζαν τις αιώνιες αλήθειες είτε ήταν φυσικές είτε ήταν πνευματικές που διατηρήθηκαν στο πέρασμα χιλιάδων ετών. Φαίνεται ότι αυτοί που καθιέρωσαν τα Μυστήρια για εμάς, δεν ήταν αδιαφώτιστοι .Για πολύ χρόνο αυτοί μας αποκάλυψαν ότι οτιδήποτε φτάσει στον κάτω κόσμο χωρίς να έχει μυηθεί και επιδοκιμαστεί, πέφτει στο βούρκο. Εκείνος όμως που φτάνει εκεί εξαγνισμένος και καθαγιασμένος, θα συγκατοικήσει με τους Θεούς. Μυστήρια επίσης ονομάζονταν στην αρχαιότητα οι ιερατικές εκείνες σχολές που λειτουργούσαν σε κλειστούς χώρους κι ισχυρίζονταν ότι κατείχανε γνώσεις από υπέρτερες του ανθρώπου συνειδήσεις. Οι περισσότεροι -αν όχι- όλοι οι Φιλόσοφοι ήταν μυημένοι στα Αρχαία Μυστήρια. ο Πλάτωνας στο Θεαίτητο λέει:
"H ψυχή, αν δεν έχει γνωρίσει την αλήθεια δεν μπορεί να αποκτήσει τη μορφή του ανθρώπου. Πρόκειται για ανάμνηση όσων η ψυχή μας γνώριζε παλαιότερα, όταν ταξίδευε με την θεότητα, περιφρονώντας εκείνα που θεωρούμε ότι υπάρχουνε κι ατενίζοντας αυτό που πραγματικά είναι. Για αυτό μόνον ο νους ή πνεύμα του φιλοσόφου είναι εξοπλισμένος με φτερά. Αυτός όσο μπορεί καλύτερα διατηρεί στον νου του αυτές τις αναμνήσεις, η ενατένιση των οποίων καθιστά θεία ακόμη και την ίδια την θεότητα. Χρησιμοποιώντας διαρκώς τον εαυτό του στα μυστήρια, ο άνθρωπος γίνεται πραγματικά τέλειος- ένας μυημένος στη θεία σοφία".
Ο Πίνδαρος αναφέρει :
"Ευτυχής είναι εκείνος που είδε τα Ελευσίνια μυστήρια, γιατί γνωρίζει το τέλος της ζωής του και τις αρχές που δόθηκαν στον άνθρωπο από τον Θεό", ενώ ο Αριστείδης για την μύηση του είπε: "Νόμισα ότι ήρθα σε επαφή με τον Θεό, και τον ένοιωσα να πλησιάζει εγγύτερα, και ήμουν τότε ανάμεσα σε εγρήγορση και ύπνο. Το πνεύμα μου ήταν ανάλαφρο, ώστε κανείς που δεν έχει μυηθεί δεν μπορεί να μιλήσει για αυτό ή να το κατανοήσει".
Στον ηπειρωτικό Ελληνικό χώρο ο Ορφέας ή Άρφας που σημαίνει εκείνος που θεραπεύει με το φως, θεωρείται ότι εισήγαγε 1η φορά τα Μυστήρια στην Ελλάδα. Τα κυριότερα μυστήρια στην αρχαία Ελλάδα ήταν τα Κρητικά, τα Καβείρια, τα Διονυσιακά-Ορφικά, και τα Ελευσίνια. Γενικά θεμελιώδης διδασκαλία των Καβείριων μυστηρίων ήταν "η γέννηση του ανθρώπου", ενώ των Ελευσίνιων η συμβολική παράσταση της ψυχής, της καθόδου της στην ύλη, μετά την ανάληψη της και την επιστροφή της στην αιώνια ζωή. Η θέληση δηλαδή της ψυχής να γνωρίσει, την οδηγεί στον Άδη. Είναι η ίδια θέληση για γνώση που οδήγησε τους πρωτόπλαστους έξω από τον παράδεισο. Και τέλος των Διονυσιακών μυστηρίων της αναγέννησης του ανθρώπου που συμβολιζόταν από τον θάνατο του Διονύσου και τη 2η γέννηση του από τον Δία.. Στον αρχαίο κόσμο η θεολογία λειτουργούσε σε 2 επίπεδα. Στο 1ο στη μεγάλη μάζα του πληθυσμού διάμεσου των μύθων, που είχανε σκοπό τη διαπαιδαγώγηση του λαού μέσω των εξυμνήσεων των θεών και των ηρώων. Οι ίδιοι αυτοί μύθοι στο 2ο ανώτερο πνευματικά στάδιο, έκρυβαν μεγάλες αλήθειες τόσο για τον άνθρωπο όσο και για τον κόσμο. Σύμφωνα με τον πρωτοπόρο Ελβετό ψυχολόγο Κάρλ Γιούνγκ, τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται στους μύθους είναι πανάρχαια και γεννήθηκαν σ' εποχές που ο άνθρωπος δεν είχε αναπτύξει λογική. Δεν κατασκευάζονταν αλλά παρά γίνονταν αυτόματα από την ίδια την ψυχή. Είναι προϊόν ανάμνησης της μακραίωνης εξέλιξης, αναπαράσταση του παγκόσμιου αρχέτυπου. Οι μύθοι αποκαλύπτονταν δια μέσου της μύησης που χρησιμοποιούσε σύμβολα και εικόνες, έτσι ώστε οι μυημένοι ήταν ικανοί να γνωρίσουν τα μυστικά του κόσμου. Αρχετυπικά σύμβολα και εικόνες των οποίων η καθορισμένη διάταξη επενεργούσε στο ασυνείδητο, έλκοντας την αποθηκευμένη γνώση που υπάρχει στον άνθρωπο. Ο μύθος σε αντίθεση με το παρά-μυθι, κρύβει μέσα του μία δομημένη συγκαλυμμένη ιστορική αλήθεια.
Oι αρχαίοι Έλληνες για παράδειγμα, θεωρούσαν τον κόκκινο πλανήτη Άρη σαν θεό του πολέμου, κι υπογράμμιζαν ότι 2 άτια έσερναν το άρμα του στους Ουρανούς, δίνοντας τους το όνομα "φόβος" και "Δείμος", μέχρι που το 1877 ανακάλυψε ο Άσαφ Χώλλ τους δορυφόρους του Άρη. Ο μύθος επίσης λέει ότι ο Ουρανός έτρωγε τα παιδιά του, και πράγματι όταν ανακαλύφθηκαν τα τηλεσκόπια, παρατηρήσαμε ότι πράγματι κατάπινε τους δορυφόρους του, οι οποίοι γίνονταν ξανά ορατοί μόλις εμφανίζονταν ξανά από την άλλη μεριά κατά τη περιφορά του πλανήτη.
Ενας θεολόγος και φιλόσοφος είπε σχετικά, με τις αλληγορίες και τα συγκεκαλυμμένα μηνύματα που κρύβουν τα αρχαία κείμενα.
"Δεν πρέπει κανείς να ακούει ούτε να παίρνει κατά γράμμα ότι είναι γραμμένο στα βιβλία της δημιουργίας, ούτε να έχει ιδέες σαν κι αυτές που έχει το κοινό, αλλιώς οι αρχαίοι σοφοί μας δεν θα μας συμβούλευαν με τόση φροντίδα να κρύβουμε το νόημα τους και να μην σηκώνουμε καθόλου το αλληγορικό πέπλο που κρύβει τις αλήθειες που περιέχει. Όταν αυτό το έργο το παίρνεις κατά γράμμα σου δίνει τις πιο παράλογες και εκτός πραγματικότητας ιδέες για την θεότητα. Οποιοσδήποτε όμως ήθελε να μαντέψει την αληθινή έννοια, πρέπει να αποφύγει πολύ να την κοινολογήσει. Είναι ένα απόφθεγμα που μας το επαναλαμβάνουν όλοι οι σοφοί μας, προ παντός για τις βαθιές έννοιες που περιέχει το έργο των έξι ημερών. Είναι δυνατόν είτε μόνος του είτε με την βοήθεια των φώτων ενός άλλου κάποιος να φτάσει μέχρι να μαντέψει το νόημα. Τότε πρέπει να σιωπά ή και αν μιλήσει να μιλάει καλυμμένα, όπως κάνω εγώ, αφήνοντας τα υπόλοιπα να τα μαντέψουν σε εκείνους που μπορούν να με ακούσουν".
Στη μυητική διαδικασία των μυστήριων χρησιμοποιούσαν ένα είδους θείου δράματος , πλούσιο από εικόνες της θεότητας διάμεσου του οποίου ερχόταν ο άνθρωπος σε επαφή με την θεία του αρχή. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η δημιουργία του θεάτρου οφείλεται στις μυστηριακές τελετές. Μέσα από τις θεατρικές παραστάσεις προσπαθούσαν να διεγείρουν συγκεκριμένα συναισθήματα από τους συμμετέχοντες θεατές. Με τις μυστηριακές τελετές οι άνθρωποι αποκτούσαν ένα μέσο για να περάσουν σε ένα ανώτερο επίπεδο αντίληψης. Ανυψώνονται από επίπεδο σε επίπεδο και επικοινωνούσαν με τον θείο σπινθήρα που έκρυβαν και κρύβουν μέσα τους. Αυτό που οι πρόγονοι μας αποκαλούσαν "δαιμόνιο".Αυτή η διαδικασία ήταν η μύηση. Η διεύρυνση δηλαδή της συνείδησης, και η προσέγγιση των θειικών όψεων που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος. Τα μυστήρια είχαν πάντοτε ως σκοπό να αποκαλύψουν την τέλεια διδασκαλεία υπό 3πλή αντίληψη: των αισθήσεων, της ψυχής και του πνεύματος. Δηλαδή σκοπό να λάμψει το Αόρατο πίσω από το ορατό κι η αλήθεια πίσω από το σύμβολο. Μέσα από τις περιπέτειες των ηρώων και την ιδέα της αναζήτησης καλύπτεται μία παγκοσμιότητα, είτε σαν τον μύθο του Αγίου δισκοπότηρου και των Ιπποτών του βασιλιά Αρθούρου, είτε σαν Οδύσσεια ή Αργοναυτική εκστρατεία. Η μάνα Γη για παράδειγμα αποτέλεσε για όλους τους αρχαίους λαούς το Σύμβολο της ύλης, της μήτρας του ανθρώπου.
Μέσα από το πέρασμα των αιώνων το σύμβολο αυτό εξυψώθηκε, απέκτησε διαφορετική διάσταση και σήμερα είναι η μητέρα του Χριστού , του Βούδα, του Κρίσνα, κλπ. Σε όλες τις αρχαίες κοσμογονίες η μητέρα Γη γονιμοποιείται από τον Ουρανό-Πατέρα για να δώσει ζωή. Το θεϊκό ζευγάρι για τους Έλληνες ήταν ο Ουρανός κι η Γαία, για τους Αιγυπτίους Σέμπ και Νούτ, για τους Ιάπωνες Ιζανάμι και Ιζανάγκι , τα ονόματα απλώς αλλάζουν. Παραβολές κατά αντιστοιχία με τον συμβολισμό των μύθων, χρησιμοποιούσε κατά κόρον και ο Ιησούς. Όταν οι μαθητές του τον ρώτησαν γιατί τις χρησιμοποιεί απάντησε:
"Γιατί σε εσάς έχει αποκαλυφθεί το βασίλειο των ουρανών , ενώ σε αυτούς ακόμα όχι, γιατί ενώ έχουν μάτια δεν βλέπουν, και ενώ έχουν αυτιά δεν ακούν".
Κάτι παρόμοιο δηλαδή πού είχε πει και ο Ηράκλειτος "οι οφθαλμοί και τα αυτιά είναι κακοί σύμβουλοι για βάρβαρες ψυχές" , δηλαδή τις ψυχές που δεν καταλαβαίνουν την γλώσσα του Νου. Από τα λίγα που γνωρίζουμε για αυτά φαίνεται ότι παρουσίαζαν αλληγορικές αναπαραστάσεις που συμβολίζουν τα πεπρωμένα των ψυχών μετά θάνατον, το νόμο και την ενότητα που συνδέουν όλα τα όντα. Επίσης ήταν τελετουργίες για την ευκαρπία της γης , για την πολυπόθητη βροχή. Και υπήρχαν πάντα τοπικά μυστήρια, αλλά και μυστήρια που απόκτησαν πανελλήνια εμβέλεια όπως τα Ελευσίνια, τα Ορφικά , τα Κρητικά και τα Καβείρια. Όλα σχεδόν επηρεασμένα από αυτά της Αιγύπτου, αναδιοργανώθηκαν με τη παρέμβαση μεγάλων μυστών και ιεροφαντών που θήτευσαν πριν στα Αιγυπτιακά ιερά όπως ο Κάδμος, ο Ορφέας, ο Φερεκύδης, ο Επιμενίδης, ο Πυθαγόρας.
Στα μυστήρια όλων των εποχών και όλων των θρησκειών οι άνθρωποι επιδιώκουν τη βοήθεια του θεού ή των θεών. Και την επιδιώκουν από την στιγμή που μπόρεσαν να συλλάβουν την ιδέα των πανίσχυρων θεών και του υπερβατικού τους κόσμου. Τα μυστήρια εμφανίζονται σε ένα αρκετά αναπτυγμένο πολιτιστικό στάδιο του ανθρώπου. Η σύλληψη της έννοιας των θεών, των πνευμάτων και ενός υπερβατικού κόσμου που υπάρχει πέρα από τις αισθητές δυνατότητες του ανθρώπου , αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη των μυστηρίων.
Βασικό στοιχείο στην τέλεση των μυστηρίων ήταν ο κύκλος των μυημένων. Αλλά ως ένα βαθμό συμμετείχαν και μη μυημένοι διαφορετικά δεν θα υπήρχε συνέχεια στα μυστήρια αν δεν υπήρχαν μυημένοι. Εκεί μπορούσαν να λάβουν μέρος μόνο όσοι πετύχαιναν μετά από προετοιμασίες δοκιμασιών και υποσχέσεων (π.χ περί εχεμύθειας) και μόνο τότε γίνονταν δεκτοί στο χώρο των μυημένων. Στους χώρους εκείνους που υπήρχε εξωτερική και εσωτερική λειτουργία ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στην ψυχική ανύψωση του ανθρώπου προς την πνευματική του ολοκλήρωση και τελειοποίηση μέσω του καθαρμού και του εξαγνισμού , για να κατακτήσει ο μυημένος με την ψυχή του την αγάπη και την πνευματική ελευθερία. Το κυριότερο μέρος από την εξωτερική μύηση ήταν οι καθαρμοί κι οι εξαγνισμοί , όπου το μέρος αυτό των Μυστηρίων ονομαζόταν καθάρσια ή και καθαρμοί.
Όλα τα μυστήρια του κόσμου έχουν για κέντρο τους τη Μητέρα-Γη που στους διάφορους λαούς παίρνει και ιδιαίτερα ονόματα. Στους Σουμέριους λέγεται Ιναννά, στους Βαβυλώνιους Ιστάρ, στη Συρία Αστάρτη, στη Φοινίκη Ανάθ, στην Αίγυπτο Ίσιδα, στη Μικρά Ασία λέγεται Μεγάλη Μητέρα, Κυβέλη, Δινδυμήνη, Μα, στους Έλληνες Δήμητρα ή Ρέα κ.λ.π. Στο χώρο του Αιγαίου υπάρχει το κοινό επίκεντρο της Μεγάλης Μητέρας Γης με τις αντίστοιχες της Δ.Μικράς Ασίας, όπου στην αρχή μάλλον δεν χρειαζόταν να αναφερθεί το όνομά της. Αργότερα πήρε το όνομα Ρέα (που σημαίνει Γη - Γαία) και επίσης Δήμητρα (Γη Μήτηρ). Στα πρώτα μυστήρια στον κόσμο του Αιγαίου υπάρχει και αρσενικός θνήσκων θεός όπως σε όλα τα μυστήρια της Μέσης Ανατολής.Στις νεότερες ανακαινίσεις των μυστηρίων εκλείπει ο θνήσκων θεός και στη θέση μπαίνει η "Κόρη - Περσεφόνη". Ο ουράνιος σύζυγος εξακολουθεί να υπάρχει , αλλά με διάφορα ονόματα όπως: Δίας, Ποσειδώνας, Ίακχος ή και ακόμα είναι ανώνυμος θεός. Παρατηρούμε ότι στα Διονυσιακά-Ορφικά και στα Κρητικά εξακολουθεί να παίζει κύριο ρόλο ο θνήσκων θεός όπως ο Διόνυσος που ταυτίζεται με τον Όσιρη και ο Ορφέας. Πάντως στον κόσμο του Αιγαίου και της Ελλάδας γενικότερα τα μυστήρια γίνονταν δύο φορές το χρόνο, το φθινόπωρο με τη σπορά και την άνοιξη όταν τα σπαρτά θέλουν βροχή, αλλά. σε κάθε περιοχή τα μυστήρια τελούνταν ανάλογα με το κλίμα.
Ελευσίνια Μυστήρια: Η παράδοση ανάγει την ίδρυση των Ελευσίνιων Μυστηρίων στην εποχή του βασιλέως των Αθηνών Πανδίονος, δηλ. στη Μυκηναϊκή Περίοδο, περί το 1350 π.Χ. Είναι ωστόσο σίγουρο -κατόπιν των ανασκαφών στην Κνωσό - ότι και τα Ελευσίνια Μυστήρια ανάγονται στην Μινωική Εποχή. Ο σκοπός των Ελευσίνιων Μυστηρίων δεν ήταν άλλος, παρά να δώσει τη γνώση στον άνθρωπο ότι είναι αθάνατος, όχι βέβαια σαν σώμα αλλά σαν ψυχή. Τα Ελευσίνια μυστήρια διακρίνονταν στα Μικρά και στα Μεγάλα. Τα μικρά τελούνταν στην Άγρα, προάστιο των Αθηνών, κοντά στον Αρδηττό στις όχθες του Ιλισού. Τα μικρά μυστήρια τελούνταν σε τρεις περιόδους:
Α) κατά τον μήνα Ανθεστηρίωνα (Φεβρουάριο-Μάρτιο)
Β) μετά 7 μήνες (Σεπτέμβριο)
Γ) μετά ένα έτος από τη 1η τέλεση.
Η 1η περίοδος είχε ως τόπο τέλεσης την Άγρα, ενώ οι 2 επόμενες την Ελευσίνα. Τα μικρά μυστήρια ήτανε προπαρασκευαστικά και καθαρτικά στάδια για τη μύηση στα μεγάλα, ή εποπτικά μυστήρια που τελούντα κάθε 4ετία κι είχανε διάρκεια 9 μέρες. Οι κυρίως ιεροτελεστίες λάμβαναν μέρος τη νύχτα κι οι υποψήφιοι μύστες επαναλάμβαναν τη φράση:
"ενήστευσα, έπιον τον κυκεώνα, έλαβον από κιάστης και αφού εγεύθην, ετοποθέτησα πάλιν από τον κάλαθον εις την κύστην"
Οι τελετουργίες της μύησης διακρίνονταν στα δρώμενα, τα δεικνώμενα και τα λεγόμενα. Δρώμενα ήτανε χρήση των ιερών αντικειμένων, δεικνυώμενα όλες οι θεώμενες παραστάσεις και λεγόμενα ήταν οι συμβολικές φράσεις των μυστών.
Ανώτεροι τελετουργοί ήταν :
Ιεροφάντης με την Ιεροφάντιδα, καταγόμενοι από την οικογένεια των Ευμολπιδών
· Ο Ιεροκύρυξ από τι γένος των Κηρύκων
· Ο Επιβώμιος Ιερεύς με την Επιβώμιο Ιέρεια
· Ο Ιακχοφόρος, που έφερνε κατά τις τελετές και τις πομπές το είδωλο του Ιάκχου
· Ο Κουρότροφος, ο οποίος φρόντιζε για την διατήρηση του Ιάκχου
Περιληπτικά και σύμφωνα με τις λίγες σωζόμενες πληροφορίες που έχουμε, διαδραματίζονταν τα εξής :
* 1η ημέρα (14η Βοηδρομιώνος): Ξεκινούσε από την Ελευσίνα (Πομπείον) η πομπή, με τον Ιεροφάντη και τον Δαδούχο επικεφαλής και δια της Ιεράς Οδού έφτανε στους πρόποδες της Ακρόπολης των Αθηνών στο "εν άστει Ελευσίνιο", όπου κατάθεταν την Ιερή Κίστη με τα απόρρητα Ιερά Αντικείμενα των Μυστηρίων.
* 2η ημέρα (15η Βοηδρομιώνος).Το πλήθος των μυστών, οι άρχοντες και οι Θρησκευτικοί λειτουργοί συναθροίζονταν στην Ποικίλη Στοά της Αθηναϊκής Αγοράς, όπου γινόταν η κήρυξη των εορτών. Κατά την δεύτερη ημέρα γινόταν η ανακοίνωση όσων γίνονταν δεκτοί για την μύηση, και η ανακοίνωση όσων αποκλείονταν.
* 3η ημέρα (16η Βοηδρομιώνος): Οι υποψήφιοι μύστες βαπτίζονταν στα νερά του Φαλήρου. Κατά την τρίτη ημέρα ο Κήρυκας εκφωνούσε το παράγγελμα "άλαδε οι μύστε" προς το οποίο συμμορφούμενοι οι προς την μύηση υποψήφιοι πορεύονταν προς την θάλασσα και καθαρίζονταν. Ο καθένας από αυτούς έσυρε ένα χοίρο, ένα είδος αποδιοπομπαίου τράγου, το οποίο έπαιρνε το βάρος των ανθρώπινων αδυναμιών του ατόμου.
* 4η ημέρα (17η Βοηδρομιώνος): τελούσαν μεγάλη θυσία στο εν άστει Ελευσίνιο της Ακρόπολης. Κατά την τέταρτη ημέρα υπήρχε πένθος και τηρούσαν νηστεία. Oι τελετουργίες ήταν πένθιμες σε ανάμνηση των δακρύων της Δήμητρας και της Περσεφόνης.
* 5η ημέρα (18η Βοηδρομιώνος): τελούσαν μεγάλη θυσία προς τιμήν του Ασκληπιού στο εν άστει Ελευσίνιο (Ασκληπιείο). Την ημέρα αυτή υποδέχονταν οι Αθηναίοι τις εξέχουσες ξένες προσωπικότητες, που έρχονταν για να μυηθούν τα Ελευσίνια Μυστήρια. Την πέμπτη ημέρα τελούσαν θυσίες στη Αθήνα, εκ των οποίων κάποιες προς τιμή του Διονύσου.
* 6η ημέρα (19η Βοηδρομιώνος). Άρχιζε η μεγάλη πομπή από το εν άστει Ελευσίνιο της Ακρόπολης προς το ιερό της Ελευσίνας. Η πολυπληθής πομπή ακολουθούσε την Ιερά Οδό με επικεφαλής τους αξιωματούχους που μετέφεραν τα Ιερά Αντικείμενα και το ξόανο του Ιάκχου. Πασίγνωστοι είναι επίσης, οι γεφυρισμοί, δηλαδή τα πειράγματα και οι βωμολοχίες, που λάμβαναν χώρα στη γέφυρα του Ελευσινιακού Κηφισσού, από τους κατοίκους της Ελευσίνας προς τους συμμετέχοντες στην πομπή. Η πομπή γινόταν με πυρσούς.
Κατά την πομπή των πυρσών στην Ελευσίνα, οι υποψήφιοι μύστες κρατώντας ο καθένας δάδα αναμμένη, παρηλαύνανε ανά δυάδες. Εισέρχονταν στον ναό της Δήμητρας και υποβάλλονταν κατά αυτό τον τρόπο στον συμβολικό καθαρμό δια του πυρός.
* 7η, 8η,9η ημέρα Από την 7η και μετά τελούνταν τα κυρίως μυστήρια κι ήταν η στιγμή που ο κήρυξ φώναζε "εκάς, εκάς οι βέβηλοι". Οι βέβηλοι και οι μη "καθαροί" έβγαιναν, ενώ οι υποψήφιοι εισέρχονταν στο εσωτερικό του ναού. Οι μύστες νήστευαν, έπιναν τον Κυκεώνα και κλείνονταν στο Τελεστήριο με τον ερχομό της νύχτας, όπου ελάμβαναν χώρα τα "Δρώμενα", για το οποία γνωρίζουμε λίγα πράγματα.
O Ιεροφάντης έδειχνε στους μύστες τα "Δεικνύμενα" (δηλ. τα ιερά που φυλάσσονταν στην ιερή κίστη, στο άδυτο του Τελεστηρίου), λέγοντας κάτω από μεγάλη φωτιά τα "Λεγόμενα". Οι μύστες απαντούσαν με το "ύε-κύε" (βρέξε-καρποφόρησε). "Καταρχάς πλενόμαστε με ύδωρ ...Αφού οδηγηθούμε από τον Ιεροφάντη ,μας διαβάζει από λίθινο βιβλίο πράγματα τα οποία επί ποινή θανάτου δεν πρέπει να ανακοινώσουμε σε κανένα"(Πορφύριος)..Στα λεγόμενα ανήκει και η μυστηριώδης φράση "Κονξ-ομ-παξ" με την οποία έκλεινε. Το τι ακριβώς σήμαινε αυτή η φράση έχουνε προταθεί πολλές απόψεις. Η πιο πιθανή φαίνεται να είναι αυτή που το ταυτίζει με την Πυθαγόρεια Εντολή: "άκουε, όρα, σίγα". Κατά το λεξικό LIDDELL SCOTT το ρήμα "κοωέω-ώ" σημαίνει "ακούω/γνωρίζω", το "όμμα" σημαίνει "οφθαλμός" ενώ το "πάξ" σημαίνει "σιωπή". Άρα λοιπόν η μυστηριακή φράση "κόνξ-ομ-πάξ" ίσως σημαίνει "άκουε-βλέπε-σώπα".
Σύμφωνα με τον W. Durant , οδηγούσαν τους μύστες υπό το φως των πυρσών σε σκοτεινά υπόγεια σπήλαια τα οποία συμβόλιζαν τον Άδη και στην συνέχεια τους οδηγούσαν σε ένα φωτεινό δωμάτιο, που αντιπροσώπευε την κατοικία των ευδαιμόνων. Ο Ιεροκήρυκας έλεγε τα εξής λόγια: "ιδού βρίσκεστε στο υποχθόνιο κατώφλι της Περσεφόνης. Για να εννοήσετε την μέλλουσα ζωή και την παρούσα κατάσταση σας, πρέπει να διέλθετε από το κράτος του θανάτου. Αυτή είναι η διαδικασία των μυημένων. Πρέπει να μάθετε να αψηφάτε τα σκότη για αν χαρείτε το φως"(Αυτοκράτορας Ιουλιανός), και ακολουθούσε η Εποπτεία, η πεμπτουσία ουσιαστικά των μυστηρίων, που ήταν η άμεση επικοινωνία με το "Θείο".
Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι οι μύστες μες στο άδυτο του Τελεστηρίου έβλεπαν και βίωναν ένα συγκλονιστικό όραμα μπρος από μια μεγάλη απόκοσμη φωτιά ή λάμψη! Η εμπειρία αυτή έπειθε τους μύστες περί της Προΰπαρξης και της Αθανασίας της ψυχής, αλλά δυστυχώς, για το πώς επιτυγχάνετο αυτή η διαδικασία, δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα! Ας σημειωθεί ότι για να λάβει κανείς την ύψιστη μύηση της Εποπτείας (και να καταστεί Επόπτης) έπρεπε το προηγούμενο χρόνο να είχε μυηθεί στα Μικρά ή εν Άγραις.
Ο Πλούταρχος περιγράφει τη διαδικασία της μύησης μες στη νυχτερινή φωτιά ως την εμπειρία της ψυχής, τη στιγμή του θανάτου. Αλλά κι ο Πλάτων (Φαίδρος) υπαινίσσεται, ότι στα μυστήρια η ψυχή θυμάται την θεία καταγωγή της -ίσως και τις προηγούμενες ενσαρκώσεις της- και χάρη σ' αυτή την ανάμνηση, ο θνητός άνθρωπος γίνεται "μύστης" κι "επόπτης"! Αλλά και η χρυσή πλάκα του Ιππωνίου αποκαλύπτει την Ελευσίνια εμπειρία περί προΰπαρξης και αθανασίας της ψυχής:
"Είμαι παιδί της Γης και του Έναστρου Ουρανού. Στέγνωσα απ' τη δίψα και πεθαίνω. Γι' αυτό δώστε μου γρήγορα κρύο νερό, απ' αυτό που κυλάει απ' της Μνημοσύνης τη λίμνη. Οι βασιλιάδες που είναι κάτω από τη γη θα σε σπλαχνιστούν και θα σου δώσουν να πιεις από τη λίμνη της Μνημοσύνης. Και δρόμο παίρνεις πολυσύχναστο, δρόμο ιερό, που κι άλλοι μύστες και βακχευτές ξακουστοί πορεύονται".
Στο παραπάνω κείμενο η ψυχή ζητά να πιει νερό απ' της Μνημοσύνης (Μνήμης) τη βρύση, για να θυμηθεί τη θεϊκή προΰπαρξή της. Όταν γίνει αυτό, τότε βαδίζει πια στον ιερό δρόμο των Μυστών κα απαλλάσσεται απ' τον κύκλο των ενσαρκώσεων, όπως τόνισε και ο Πλάτων στα κλασσικά έργα του "Φαίδων", "Μένων" κλπ. Αυτή η πεποίθηση περί μετενσάρκωσης γινότανε βεβαιότητα στα Μυστήρια της Ελευσίνας, τα οποία έκλειναν με τη μυστηριώδη φράση, "Κόνξ-ομ-πάξ". Τη τελευταία ημέρα γίνονται οι σπονδές στους νεκρούς και άρχιζε η επιστροφή των Μυστών στην Αθήνα. Την τελευταία ημέρα η καλούμενη ως "πλυμοχόων" ή "καταλισκών", σημείωνε την λήξη των εορτών. Οι μύστες επέστρεφαν στην Αθήνα. Δύο πήλινα αγγεία γεμισμένα με νερό τοποθετούνταν προς την ανατολή, και τη δύση του ναού κι ανατρέπονταν. Η μέρα αυτή ήταν αφιερωμένη στη λατρεία των δαιμόνων και των νεκρών.
Η κόρη έπαιζε ασταμάτητα στα λιβάδια που τόσο πολύ αγαπούσε. Ήταν η εποχή που η ζωή εκδηλωνόταν στη γη με πολλά χρώματα. Μέσα στο παιχνίδι η κόρη είδε ένα θεσπέσιο λουλούδι, ένα Νάρκισσο κι έτρεξε να τον πάρει. Εκεί κοντά έβοσκε τους χοίρους του ο Ευουλέας και μόλις η κόρη άγγιξε το Νάρκισσο ο Πλούτωνας βρήκε την ευκαιρία να τη πάρει κοντά του, ανοίγοντας ένα χάσμα όπου μαζί με τη Περσεφόνη έπεσαν κι οι χοίροι του Ευουλέα. Η μητέρα της έτρεξε να τη βρει δίχως αποτέλεσμα και καθώς η λύπη της Θεάς συνεχιζόταν, ο Δίας θέλοντας να τη βοηθήσει έκανε μία συμφωνία με τον Πλούτωνα. Το 1/3 του χρόνου να είναι βασίλισσα του κάτω κόσμου και τα 2/3 να είναι επάνω στη γη με την μητέρα της.
Οι θεοί αυτών των μυστηρίων είναι δύο ζεύγη, η Μητέρα - Κόρη και ο Θεός - Θεά.
Ο μύθος της Δήμητρας και της Περσεφόνης αποτελεί το κέντρο της λατρείας των Ελευσινίων. Θεωρείται ότι τα Ελευσίνια Μυστήρια ιδρύθηκαν από τον Εύμολπο το 1.400 π.Χ κι ότι άρχισαν να λειτουργούν επίσημα τον 8ο αιώνα π.Χ Υπήρχαν τα μικρά (Ελάσσονα) τα εν Άγραις και τα μεγάλα (Μείζονα) μυστήρια. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, δεν πρέπει να ταυτίζονται τα μικρά (Ελευσίνια) με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Υπήρχε σαφής διάκριση μεταξύ των Ελευσινίων και των Μυστηρίων, διότι για την τιμή της Δήμητρας και της Κόρης γίνονταν πολλές γιορτές και οι πιο επίσημες ήταν όπως αναφέραμε τα Ελευσίνια, τα Θεσμοφόρια, τα Αλώα και τα Θαλύσια.
Κατά τη διάρκεια του Ανθεστηρίωνα (Β' 15ήμερο Φλεβάρη κι Α' 15ήμερο Μάρτη) την εποχή της Άνοιξης, τελούνταν τα Ελευσίνια ή τα "Εν Άστει" ενώ τα "Μυστήρια εν Ελευσίνι" τα ονομαζόμενα μεγάλα, τελούνταν το μήνα Βοηδρομιώνα (Β' 15ήμερο Σεπτέμβρη κι Α' 15ήμερο Οκτώβρη). Σύμφωνα μ' άλλη εκδοχή κι οι 2 γιορτές τελούνταν στην Ελευσίνα αλλά τα μεν Μυστήρια ήταν η καθαρά θρησκευτική τελετή που παίρνανε μέρος μόνο μύστες, ενώ τα δε Ελευσίνια ήταν αγώνες προς τιμήν της Δήμητρας κι ονομάστηκαν έτσι επειδή τελούνταν στην Ελευσίνα. Άλλοι μελετητές υποστηρίζουν ότι και στα μικρά τελούνταν Ιερές μυητικές τελετουργίες προς τιμή της Θεάς Περσεφόνης (Κόρης) κι ήταν εισαγωγικές και προπαρασκευαστικές για τα Μεγάλα Μυστήρια. Οι μυούμενοι θυσιάζανε δέλφακα (χοιρίδιο) και με τα νερά του ποταμού (Ιλισσός) καθαρίζονταν από τα μιάσματα με τη βοήθεια ειδικού ιερέα που λεγόταν Υδρανός. Ακολουθούσε μέγας όρκος τους μπρος στον όσιο Ευμολπίδη, Ιεροφάντη της Ελευσινίας Δήμητρος και κατήχησή τους από τον τελευταίο, αναγκαία για τη προπαρασκευή των μυστών για τα μετά από 5 ενιαυτούς λεγόμενα Μεγάλα Ελευσίνια (Εποπτεία). Στο τέλος, οι μυούμενοι ενθρονίζονταν κι οι ιερείς χόρευαν τελετουργικά γύρω απ' αυτούς ως σημείο αποδοχής στον κύκλο της 1ης μύησης.
Από τις 15 ως τις 22 του Βοηδρομιώνα τελούνταν ανά 5ετία στην Ελευσίνα τα Μεγάλα Μυστήρια που κατέληγαν σε επιφάνεια της Θεάς Περσεφόνης και μύηση των μυστών στο "υπέρτατο μυστικό της ζωής". Η 1η μέρα της μύησης λεγόταν "Αγυρμός", δηλαδή συγκέντρωση και περνούσε με τη προσέλευση των υποψηφίων μυστών στο Ιερό της Ελευσίνας. Η 2η μέρα λεγόταν "Άλαδαι Μύσται" και περνούσε με πομπή προς τη θάλασσα και καθαρμούς στα νερά της. Τη 3η μέρα καθιερωνόταν απόλυτη νηστεία κι άρχιζε η χορήγηση του περίφημου ποτού κυκεών. Η νηστεία σταματούσε το ίδιο βράδυ με λίγα "ιερά τρόφιμα" που δίνονταν στους μυούμενους μέσα από μια "Μυστική Κύστη". Τη 4η μέρα προσφέρονταν θυσίες στις θεότητες της Ελευσίνας και χορεύονταν ιερατικοί κυκλικοί χοροί. Τη 5η "Λαμπαδηφορία" οι μυούμενοι με πυρσό στο χέρι σχημάτιζαν ανά 2 σιωπηλή πομπή με επικεφαλής το "Δαδούχο" ιερέα κι έμπαιναν στο Ναό της Θεάς Δήμητρας. Η 6η λεγόταν "Ίακχος" κι ήταν αφιερωμένη σε λατρευτικές πράξεις προς τιμή του θεοπαίδα Ιάκχου με περιφορά του αγάλματός του (στεφανωμένου με μυρσίνη σε ένδειξη πένθους) και των ιερών του αντικειμένων (Λικμός,Κάλαθος,Φαλλός) από τον Κεραμεικό στην Ελευσίνα μέσω της "Ιεράς Οδού". Η νύχτα προς την 7η μέρα λεγόταν "Ιερά Νύξ" και εγκαινίαζε τη Μεγάλη Μύηση που ολοκληρωνότανε την 9η μέρα με τη τελική Ιεροφάνεια και τη Θεαματική επιφάνεια της Θεάς Περσεφόνης που ανερχόταν από τον Άδη. Επίσης τα σύμβολα που αναφέρονται ότι χρησιμοποιούσαν στα μυστήρια αυτά είναι τα εξής: Η σφαίρα, το στάχυ κι η χλόη, το φίδι, η άκανθος, ο υάκινθος, το σπειρωτό φίδι το κουκουνάρι, το αυγό και Κλάδος Πίτυος.
Στα Ελευσίνια γύρω 176 μ.Χ μυήθηκε κι ο Μ. Αυρήλιος ενώ στα Μυστήρια αυτά δεν γίνονταν δεκτοί ανθρωποκτόνοι, ιερόσυλοι, εναγείς, μάγοι κι άθεοι (στους τελευταίους κατατάσσονταν την ύστερη αρχαιότητα οι Επικούριοι κι οι Χριστιανοί). Τα Μυστήρια έπαψαν να τελούνται το 395 μ.Χ με τη πλήρη καταστροφή και πυρπόληση των Ιερών από τον Γότθο χριστιανό Αλάριχο και τη μαρτυρική θανάτωση σύσσωμου του ιερατείου πάνω στη πυρά.
Ορφικά Μυστήρια: Ο Ορφέας στάθηκε το έμψυχο πνεύμα της ιερής Ελλάδας, αυτός που αφύπνισε τη θεία ψυχή. Η 7χορδη λύρα του αγκαλιάζει το σύμπαν. Κάθε χορδή της αντιστοιχεί σ' ένα ρυθμό της ανθρώπινης ψυχής, περιέχει το νόμο μιας επιστήμης και μιας τέχνης. Η θεουργική και διονυσιακή ώθηση, που κατόρθωσε να μεταδώσει στην Ελλάδα ο Ορφέας, μεταφέρθηκε μέσα απ' αυτήν σε όλη την Ευρώπη. Εμφανίστηκε στη Θράκη ήταν βασιλικής καταγωγής και με τη μελωδική φωνή του ασκούσε παράδοξη έλξη. Ξαφνικά ο νέος αυτός εξαφανίστηκε. Έλεγαν ότι πέθανε, ότι κατέβηκε στον Άδη. Είχε φύγει για την Αίγυπτο όπου μυήθηκε και ξαναγύρισε μετά από πολλά χρόνια με ένα όνομα μύησης που πήρε από τους δασκάλους του. Τώρα ονομαζόταν Ορφέας ή Άρφα που σημαίνει "Εκείνος που γιατρεύει με το φως".
Οι ιερείς της Ροδόπης υποδέχτηκαν τον μύστη της Αιγύπτου σαν σωτήρα. Σε λίγο η επίδρασή του θα εισχωρήσει σε όλα τα ιερά της Ελλάδας. Αυτός καθιέρωσε τη βασιλεία του Δία στη Θράκη και του Απόλλωνα στους Δελφούς, που έβαλε τις βάσεις του Αμφικτιονικού Συνεδρίου, το οποίο υπήρξε η κοινοτική ενότητα της Ελλάδας. Τέλος με τη δημιουργία των Μυστηρίων διαμόρφωσε τη θρησκευτική ψυχή της πατρίδας του. Στην κορυφή της της μύησης συγχώνευσε τη θρησκεία του Δία με τη θρησκεία του Διονύσου, σε μια παγκόσμια σκέψη. Οι μύστες ασπάζονταν από τα διδάγματά του το αγνό φως των υπέρτατων αληθειών. Κι αυτό το ίδιο φως έφθανε ως τον λαό κάπως μετριασμένο, όχι όμως και λιγότερο ευεργετικό, κάτω από το πέπλο της ποίησης και των μαγευτικών γιορτών. Κατ' αυτό τον τρόπο έγινε ο αρχιερέας της Θράκης, μέγας ιερέας του Ολυμπίου Δία, και για τους μύστες αυτός που αποκάλυπτε τον Ουράνιο Διόνυσο.
Ο μύθος της Ευρυδίκης έχει μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά όχι σαν ιστορία αγάπης. Είναι ένα θεολογικό κομμάτι που οικειοποιήθηκε στην αρχή ο Διόνυσος. Η Σεμέλη, η πρασινισμένη γη, προβάλλει από κάτω, χρόνο με το χρόνο μαζί της έρχεται κι ο Διόνυσος, ενώ εξαιτίας κάποιου αισθήματος ιπποτισμού οι άντρες είπαν ότι πηγαίνει για τη φέρει. Ο ρόλος του Διόνυσου περνά στον Ορφέα. Πάντως το πάντρεμα μεταξύ του Διονύσου Ζαγρέα και του Ορφισμού δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ο Ορφέας ως ιερέας του Διονύσου σφετερίστηκε την ανάστασή και το θάνατό του απ' όπου ξεπήδησε η όμορφη ιστορία αγάπης. Εύκολα προστέθηκε ένα στοιχείο-ταμπού, κοινό σε πολλές πρωτόγονες ιστορίες. Χθόνιες τελετές συχνά επικαλούνταν εμπεριέχοντας την ιδέα "να μην στραφεί κάποιος πίσω" (αμεταστραπί). Στα Ορφικά Μυστήρια υπήρχαν διάφορες τελετουργίες εξαγνισμού, οι διάφορες αποχές όπως η απαγόρευση της κρεοφαγίας. Ο Ορφισμός επηρέασε και τον Πυθαγόρα που έγινε ζηλωτής του τρόπου έκφρασης του Ορφέα. Στα χρόνια δε του Πεισίστρατου ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουν τα γνήσια Ορφικά από τα Πυθαγόρεια. Όσοι μυούνταν στα Ορφικά Μυστήρια τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια μυστικές διατάξεις, οι οποίες είχαν μεγάλης ομοιότητα με τις Πυθαγορικές αρχές. (Αποτελούνταν από 9 βαθμούς και διαιρούνταν σε 3 κατηγορίες.
Σε αυτά που αφορούσαν τη διαμόρφωση του ανθρώπου κι έδειχναν την προέλευσή του, σε αυτά που δίδασκαν τις δυνάμεις της φύσης, τις ποικιλίες των οργάνων των διαφόρων μορφών και μεγάλα κι ιερά στα οποία δεν έπρεπε να αναφέρουν ούτε λέξη για την ύπαρξή τους.
Στη 1η ομάδα μυούνταν άντρες και γυναίκες κι υποβάλλονταν σε 5ετή σιγή. Στη 2η μυούνταν μόνον εξαγνισμένοι στο σώμα και στο νου και καθαροί από ανομήματα. Στη 3η μυούνταν μόνο φωτισμένοι κι εμπνευσμένοι νέοι κι αγνές κοπέλες με ψυχικό κάλλος).
Οι Ορφικοί Ύμνοι, μύθοι κι εξορκισμοί αν και γραμμένοι σε διαφορετικές εποχές από διαφορετικούς συγγραφείς, (μολονότι το όνομα του Ορφέα αρκετές φορές δεν αναφέρεται πουθενά) εκφράζουνε θέματα που εντάσσονται στα πλαίσια του Ορφισμού, μιας ονομασίας που έφτασε να 'ναι θρησκευτική τάση αν και μερικοί μελετητές τον θεωρούν ως θρησκεία που 'χεν εισαχθεί από άλλες χώρες, ενώ άλλοι ως αίρεση κι άλλοι ως ρεύμα ελληνικής προέλευσης με ξένες επιδράσεις (όπως η αντίληψη της Ορφικής Κοσμογονίας με το Κοσμικό Αυγό κι η αθανασία της Ψυχής με την αντίληψη του Ορφικού Τροχού ή του Κύκλου του ακατάπαυστου εξαγνισμού.
Τα Κρητικά Μυστήρια: Οι 1ες θρησκευτικές εκδηλώσεις του ανθρώπου, συνδέονται άμεσα με τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει στη σκληρή του προσπάθεια να επιζήσει. Οι καιρικές συνθήκες, οι εποχές του χρόνου, τα φυσικά φαινόμενα, τρομάζουν τον άνθρωπο και νιώθει αδύναμος, έτσι η μόνη διέξοδος που βρίσκει είναι η λατρεία της φύσης που την ταυτίζει με τη Μητέρα - Γη. Η προσωποποίηση του κύκλου των εποχών και της αναγέννησης της φύσης παριστάνεται με τη μορφή νεαρού βρέφους ή νεαρού θεού που γεννιέται, πεθαίνει και ανασταίνεται κάθε χρόνο. Μία εικόνα της μητέρας φύσης που κρατά ένα νεογνό στην αγκαλιά της, οποία επαναλαμβάνεται συνεχώς σε όλες τις παγκόσμιες αρχαίες θρησκείες.
Ο θάνατος της Ηλιακής θεότητας στη μεσογειακή λεκάνη, συμβολίζει το χειμώνα ενώ η ανάσταση συμβολίζει την Άνοιξη-ζωή., είτε μέσω του μύθου του Διονύσου, είτε μέσω του Αιγυπτίου Θεού Όσιρη, που λατρεύτηκε σε ολόκληρη την Αίγυπτο. Ο Αιγύπτιος θεός Όσιρις ανήκει σύμφωνα με τον εσωτερισμό στους θεούς τους Γης, και σχετίζεται κυρίως με τον Διόνυσο και τον Άδη. Οι κύριες αρχές της λατρείας του Όσιρη, ήταν η πίστη στο θάνατο, στην ανάσταση, και στον απόλυτο έλεγχο των μοιρών των σωμάτων και των ψυχών των ανθρώπων.
Χαρακτηριστικό σημείο επίσης είναι ο χαρακτηρισμός του Όσιρη ως ποιμένα .Η ράβδος απεικονίστηκε στα χέρια του Όσιρη από την Αιγυπτιακή τέχνη. Στη λογοτεχνία τα επίθετα του sa και Asar-sa σημαίνουν "ποιμένας" κι "Όσιρις ο ποιμένας". Η ονομασία ποιμένας αποτελεί τον κατάλληλο τίτλο για πολυαγαπημένο πνευματικό ηγέτη του οποίου η πίστη της ανάστασης υποσχόταν ζωή μετά θάνατο για τη ψυχή. Στον Ελλαδικό χώρο ο 1ος πολιτισμικά αλλά και θρησκευτικά ανεπτυγμένος πολιτισμός είναι αυτός της μινωικής Κρήτης. (3000 π.x-1500 π.x). Εδώ έχουμε μυθολογικά τη γέννηση του Δία αλλά κι άλλων Ελληνικών Θεών και τη τέλεση των 1ων μυστηριακών τελετών, που καθώς φαίνεται επηρέασαν καταλυτικά τα μετέπειτα Ελληνικά μυστήρια. Χαρακτηριστικό της σημασίας των Μινωικών μυστηρίων είναι ότι ο Πυθαγόρας επισκέφθηκε τη Κρήτη για να μυηθεί στα εκεί μυστήρια. Βάση της μινωικής θρησκείας, όπως κι όλων των πρωτόγονων θρησκειών είναι "ο κύκλος της βλάστησης".
Όπως είδαμε παραπάνω το δέος του ανθρώπου κι η προσπάθεια του να κατανοήσει και να ευδαιμονίσει τις διαρκώς μεταβαλλόμενες φυσικές δυνάμεις, ήτανε φυσικό να οδηγήσει στη θεοποίηση των φυσικών δυνάμεων και στη λατρεία τους. Έτσι και στη μινωική Κρήτη μεγάλη θεότητα είναι η ίδια η φύση, η Μεγάλη Μητέρα, ως "Ορεία Μήτηρ" και "Πότνια θηρών", άλλοτε ως "Θεά των Όφεων" ή του ιερού δέντρου, των πουλιών ή των λουλουδιών. Άλλοτε πάλι παρουσιάζεται ως πολεμική θεότητα με ασπίδα και ξίφος κι άλλοτε ως θαλάσσια θεότητα που ταξιδεύει μέσα σε ιερό πλοίο. Οι κάτοικοι της Κρήτης ήταν οι 1οι στον Ελλαδικό χώρο που απέδωσαν στο θείο σεβασμό μέσω των μυστηρίων, που μέσω της χρήσης συμβόλων άνδρες και γυναίκες, τελούσανε στα ιερά τους μέρη τις ιερουργίες και τις μυήσεις τους.
Οι μειούμενοι στα Κρητικά Μυστήρια διδάσκονταν την Ιατρική, και τη μουσική τέχνη. Αρχικά λάτρευαν τη Μεγάλη Μητέρα, τη Ρέα-Γη ή Μα, γιατί αυτή συμβόλιζε τη παραγωγική ανανεωτική φροντίδα της Μητέρας Φύσης. Οι θρησκευτικές τελετές ήταν απόδοση σεβασμού σ' αυτή κι εκδήλωση της παράκλησης για τη βοήθειά της. Και σ' αυτές πρωτεύουσα θέση είχαν οι Ιέρειές της σαν ομόφυλες της Μεγάλης θεάς. Αργότερα πήραν μέρος στις τελετές κι άνδρες, όταν ο βασιλιάς ήτανε πλέον κι Αρχιερέας κι η λατρεία της "γονιμοποιητικής" δύναμης της Φύσης στη μορφή του νεαρού γιου της Μεγάλης Μητέρας, του Κρηταγενή Δία και του Ποσειδώνα στη λατρεία του Ταύρου, κυριαρχήσανε στη κρητική θρησκεία.
Η Ρέα, η Μεγάλη πανάρχαια Θεά, η θυγατέρα του Ουρανού και της Γης, η σύζυγός του Κρόνου και η μητέρα του Κρηταγενή Δία, λατρευότανε κάτω από το ιερό Δέντρο της στις υψηλές κορυφές των βουνών και των λόφων, καθώς και στα Ιερά Σπήλαια. Το Ιερό Δέντρο και το Ιερό Σπήλαιο ήτανε σύμβολα μητρότητας και ζωής, 2 σημαντικά σύμβολα που επίσης συναντούνται σε όλες σχεδόν τις αρχαίες θρησκείες. Μπρος από το Ιερό δέντρο γινόταν οι προσφορές κι οι χοροί. Το δέντρο συμβόλιζε τη μητέρα που προσφέρει τον καρπό της ζωής. Όπως πάντα οι τελετές άρχιζαν με την κάθαρση, που ήταν συνήθως πλύση των χεριών με αγιασμένο νερό, γιατί οι πιστοί έπρεπε να περάσουν καθαροί προς τον τόπο κατοικίας της θεότητας. Ακολουθούσαν οι προσφορές κι οι αναίμακτες θυσίες, καθώς και χοροί όπου χορευτές και χορεύτριες έρχονταν σ' έκσταση για διευκόλυνση της επικοινωνίας με τη θεότητα. Από τις γιορτές αυτές σημαντικότερη ήταν Τα Ταυροκαθάψια. Παιγνίδια κι αγώνες με ταύρους που γίνονταν την εποχή που ξαναγεννιέται η φύση και ο άνθρωπος, την άνοιξη. Ο ταύρος συλλαμβανόταν ζωντανός, χωρίς να πληγωθεί.
Τα Μυστήρια στην αρχαία Κρήτη ήταν διαχωρισμένα σε δυο μεγάλες λατρευτικές κατηγορίες : στα της Μεγάλης Μητέρας Ρέας - Γης και στα Μυστήρια του Κρηταγενή Ιδαίου Δία. Η γη είναι ζωντανή και κάθε χρόνο γεννά καρπούς με τους οποίους τρέφονται τα ζώα κι ο άνθρωπος. Κάθε μορφή ζωής στηρίζεται στους καρπούς που γεννά η γη. Ήταν ανακάλυψη, μία επαναστατική σκέψη που επηρέασε τις κατοπινές σκέψεις του ανθρώπου στη δημιουργία των διαφόρων πολιτισμών που θα αναπτύξει. Η ΓΗ γεννά. Αλλά για να γεννήσει έπρεπε να έχει επαφή με κάποιο αρσενικό. Στη Πελασγική Κρήτη το κύριο μέρος της λατρείας ήταν εστιασμένο στη Μεγάλη Μητέρα, τη Ρέα-Γη σε ύστερους χρόνους, που συμβόλιζε την ανανεωτική παραγωγική φροντίδα της φύσης. Η Θεά Μητέρα είναι η χθόνια θεά με τα φίδια , η πότνια θηρών με λιοντάρια κι αγρίμια κ.λ.π . Μαζί της λατρεύεται ο δυνατός γονιμοποιός θεός (φαίνεται στη μορφή του ταύρου) και το νεαρό ζευγάρι του αγοριού και της κόρης που πεθαίνουν ή χάνονται το φθινόπωρο και ξαναγυρίζουνε την άνοιξη στο φως και τη ζωή φανερώνοντας τη περιοδική μορφή της φύσης. Αρκετοί υποστηρίζουν ότι τα Κρητικά Μυστήρια διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
Α) Στα μυστήρια της Μεγάλης Μητέρας Ρέας-Γης
Β) Στα μυστήρια του Κρηταγενή Ιδαίου Δία.
Πιθανολογείται ότι τα Μυστήρια της Μεγάλης Μητέρας ήταν διαχωρισμένα σε Μικρά και σε Μεγάλα. Στα Μικρά ήταν αφιερωμένα στη Θεά Μητέρα Ρέα, που τη διαδέχεται στη λατρεία η Θεά Δίκτυννα Δήμητρα και η κόρη της Δικτυναία Βριτόμαρτυ-Άρτεμη ή η ίδια μορφή της Θεάς Ειλειθυίας, Ελευθώς ή Ελευσίας και όπου έπρεπε να γίνει προπαρασκευή των γυναικών που θα μυηθούν σ' αυτά να γίνουν αγνές και καθαρές τόσο ψυχικά όσο και σωματικά για να μπορέσουν να προχωρήσουν στα Μεγάλα Μυστήρια. Επίσης έτσι φανερώνεται γιατί είχανε χωριστά το Ιερό Σπήλαιο της Ειλειθυίας που ήτανε θεά της αναπαραγωγής και του τοκετού σε σχέση με τη θεά Βριτόμαρτυ δηλαδή τη γλυκειά παρθένο ή την Άρτεμη. Σ' αυτά τα μυστήρια διδάσκονταν παραδόσεις Θεών κι ηρώων κι οι συμβολισμοί της Μεγάλης Μητέρας καθώς κι οι δυνάμεις και ιδιότητές της στα 4 γνωστά στοιχεία (γη-όφις, νερό-ιχθύς, αέρα-περιστέρα, φωτιά-λέων). Μυούνταν επίσης στην κατασκευή του συμβολικού μίτου της Αριάδνης (από εδώ πιθανόν να παράγεται το όνομα Μίτρα που δήλωνε την Αφροδίτη συμβολίζοντας επίσης το υφάδι ως νήμα της ζωής ή και την παρθενική ζώνη).
Στα Μεγάλα Μυστήρια υπήρχαν βαθμοί μυστικών τελετουργιών προς τη θεά των Όφεων που συμβόλιζε τη μεγάλη θεά. Πριν όμως απ' αυτά ξεκινούσανε λιτανείες, λατρευτικές προσφορές που προσφέρονταν στο Ιερό Δένδρο, αλλά και στη στήλη του Διπλού Πέλεκυ που βρισκότανε στο κέντρο Ιερού ή Σπηλαίου δείχνοντας έτσι την ιερότητα του χώρου. Το Ιερό Δένδρο ως σύμβολο από την άλλη συμβόλιζε τη μητέρα που προσφέρει τον καρπό της ζωής. Η εκρίζωσή του γινόταν στο τέλος της σοδειάς του χρόνου κι ακολουθούσαν επικλήσεις κι άσματα για την αναβλάστησή του αποβλέποντας στη διαιώνισή του. Η Ρέα, κόρη του Ουρανού και της Γης, σύζυγος του Κρόνου και μητέρα του Δία, λατρευότανε κάτω από το Ιερό Δένδρο στις ψηλές κορφές των βουνών όπως και στα Ιερά Σπήλαια. Είχε επίσης κι επίθετο Αμμάς, Πελασγικής προελεύσεως που σήμαινε τη μητέρα κάτι που αναγραμματισμένο υπάρχει και σήμερα με τη λέξη "μαμά".
Σύμφωνα με το μύθο, όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει η Ρέα το μελλοντικό πατέρα των θεών, το Δία ήρθε κι έκρυψε το παιδί σε σπήλαιο (του όρους Αιγαίου ή στο βουνό Δίκτυ ή στο βουνό Ίδη) για να μη το καταβροχθίσει ο σύζυγός της ο Κρόνος. Όταν άρχισαν οι πόνοι του τοκετού, στηρίχτηκε με τα χέρια στο έδαφος. Αμέσως το βουνό έβγαλε με μιας τόσα πνεύματα ή θεούς, όσα ήταν τα δάκτυλα της ετοιμογέννητης. Τα όντα αυτά διευκόλυναν τη γέννα της θεάς κι ονομάζονται Ιδαίοι Δάκτυλοι, από το βουνό Ίδη και τα δάκτυλα της Ρέας, αλλά και κατά μία άλλη εκδοχή ονομάζονται επίσης Κουρήτες και Κορύβαντες διότι το όνομα των 1ων σημαίνει νέοι και γιατί οι 2οι ήταν ήδη συνοδοί της Ρέας. Αυτοί σύμφωνα με το μύθο ήταν οπλισμένοι με ξίφος κι ασπίδα και χόρευαν ένα πολεμικό χορό γύρω από το νεογέννητο παιδί της Ρέας. Με τα όπλα τους έκαναν τόσο θόρυβο σκεπάζοντας τα κλάμματα του παιδιού έτσι ώστε να μη το ακούσει ο Κρόνος.
Για τα Μυστήρια του Κρηταγενή Δία έχουμε κάποια στοιχεία που μας δίνει ο Θαλήτας από τη Γόρτυνα Κρήτης (διάσημος μύστης που έζησε τον 9ο π.Χ αιώνα) αναφέροντας ότι οι μυούμενοι στα μυστήρια αυτά διδάσκονταν Ιατρική, καθαρτική, ορχηστρική και μουσική τέχνη.
Στα μυστήρια αυτά έπαιρναν μέρος οι Κουρήτες (τα μυστήρια αυτά ονομάζονταν και Κορυβαντικά), ιερείς που διακρίνονταν για τη σοφία τους. Υπήρχαν κι εδώ βαθμοί μυήσεων και γίνονταν προπαρασκευές με συμβολικούς καθαρμούς. Έπειτα ακολουθούσαν δοκιμασίες αξιότητας όπως τα ταυροκαθάψια που μετέπειτα γίνανε δημοφιλή στις τοπικές γιορτές. Μέρος επίσης της τελετής ήταν η πυρρίχη ο ένοπλος χορός. Το μυούμενο τον οδηγούσαν μέσα σε σπήλαιο όπου έμενε έγκλειστος για ένα διάστημα 27 ημερών. Αναφέρεται επίσης ότι την εποχή του Πυθαγόρα του Σάμιου τα κρητικά μυστήρια ονομάζονταν "Μυστήρια του Μόργου" διότι ο Μόργος ήταν ένας από τους Ιδαίους Δακτύλους .
Ο Πορφύριος αναφέρει ότι όταν ο Πυθαγόρας πήγε στη Κρήτη για να μυηθεί έκανε καθαρμούς στη παραλία της Κρήτης, νηστεύοντας 9 μέρες κι έπειτα πήγε στο Ιδαίο Άντρο όπου γίνονταν η μύηση. Λέγεται επίσης ότι ο Πυθαγόρας διδάχθηκε από τους Ιδαίους Δακτύλους ότι ο Ζευς δεν είχε ακόμη θεοποιηθεί κι ότι ήτανε θνητός εφόσον μέσα στο Ιδαίο Άντρο υπήρχε ο τάφος του. Γι' αυτό το λόγο ξέσπασαν διαμάχες στην Ελλάδα όπου ο Καλλίμαχος κατάκρινε τον Πυθαγόρα για ασέβεια, παρουσιάζοντας τον Δία ως θνητό. Πλάτων μας πληροφορεί ότι οι Κορύβαντες έκαναν τη τελετή ενθρόνισης σε όποιον μυούσαν στα Μυστήρια. Το γενικό συμπέρασμα πάντως των μυητικών τελετών είναι ο πλασματικός "θάνατος" κι η "αναβίωση" του μύστη που αφήνει τη παλιά του κατάσταση κι ανασταίνεται σε μια υψηλότερη σφαίρα.
Στα μυστήρια της Μεγάλης Μητέρας Ρέας έπαιρναν μέρος οι Κουρήτες, ιερείς που διακρίνονταν για τη σοφία τους. Τα μυστήρια αυτά είχαν κάποια ομοιότητα με τα Ελευσίνια μυστήρια. Τον μυούμενο τον οδηγούσανε σε σπήλαιο που έμενε έγκλειστος για διάστημα 27 συνολικά μέρες. Αφιερωμένα στην παραγωγική δύναμη της φύσης, στην ανανεωτική δηλαδή φροντίδα της με την χαρακτηριστική ιδιότητά της τη ζωή, είχανε σ' αυτά καθώς είναι επόμενο, οι γυναίκες αρχικά τη προτεραιότητα στις μυήσεις και στις τελετές. Τα Μυστήρια της Μεγάλης Μητέρας ήτανε διαχωρισμένα σε Μεγάλα και Μικρά. Στα Μικρά έπρεπε να προπαρασκευαστούν οι νέες γυναίκες για να καταστούνε καθαρές κι αγνές σωματικά και ψυχικά και να προχωρήσουνε κατόπιν στα Μεγάλα Μυστήρια. Διδάσκονταν επίσης οι παραδόσεις γύρω από τους Θεούς και τους ήρωες κι η ερμηνεία των συμβολισμών της κυριαρχίας της Μεγάλης Μητέρας, η σχετική πάντοτε με τις φυσικές δυνάμεις κι ιδιότητές της, στη γη, στη θάλασσα, στον αέρα και στη φωτιά, που ήτανε συμβολικά ο όφις, ο ιχθύς, η περιστερά κι ο λέων. Εδώ επίσης γινότανε κι η μύηση της κατασκευής του συμβολικού μίτου της Αριάδνης, που σήμαινε το υφάδι της ζωής ή και τη παρθενική ζώνη.
Στα Μεγάλα Μυστήρια λειτουργούσαν βαθμοί μυστικών τελετουργιών προς τη θεά των όφεων, που συμβόλιζε τη Μεγάλη Μητέρα Θεά.
Προκαταρκτικοί της τελικής μυστηριακής ιερουργίας ήταν οι ιεροί χοροί. Αλλά εκτός απ' αυτούς γινόταν ακόμη συμβολικές λιτανείες ιερειών κι ιερέων, μυστικές συνεστιάσεις, λατρευτικές προσφορές και θυσίες μέσα σε σπονδικές φιάλες και ρυτά*, που προσφέρονταν στο Ιερό Δέντρο και στη Στήλη του Διπλού Πέλεκυ. Ο Διπλός Πέλεκυς βρισκόταν πάντοτε στο κέντρο του ιερού και στην Αίθουσα του Θρόνου, για να φανερώνει την ιερότητα και το "άβατο" του μέρους αυτού. Ο διπλός πέλεκυς συμβόλιζε τη δημιουργική ένωση των δυο δυνάμεων της Φύσεως, της παραγωγικής και της γονιμοποιού. Σε έναν ανώτερο πνευματικό βαθμό οι μύστες της Κρητομινωικής θρησκείας, γνώριζαν ότι τίποτα δε μπορεί να κατορθωθεί για τη πνευματική αναγέννηση και τη πνευματική απελευθέρωση των ανθρώπων, χωρίς τη διπλή ιερή ένωση, με τις ενωμένες δυνάμεις της στον καρπό τους, στο θεό δηλαδή του πνευματικού φωτός, που προσφέρεται σαν Θεία Δωρεά για έναν τέτοιο σκοπό.
-------------------------------------
* Το ρυτό πληθ. ρυτά από το αρχαιοελληνικό ῥυτόν είναι δοχείο για πόσιμα υγρά ή χοές κατά τη διάρκεια σχετικών τελετουργιών. Εισηγμένα στην Ελλάδα μετά τους περσικούς πολέμους, τα ρυτά ήτανε γνωστά στην αρχαία Περσία, όπου ονομάζονταν τακούκ (تکوک). Η λέξη αναφέρεται ότι προέρχεται από το ρήμα ρειν, και πιθανώς προέρχεται από Πρωτοϊνδοευρωπαϊκό sreu-. Στη τυπολογία του αγγείου ανήκουνε χαρακτηριστικά όπως το ανοικτό στόμιο κι η οπή κοντά στον πυθμένα που πιθανώς χρησίμευε στη διάχυση του υγρού. Η λέξη ρυτόν δεν υπάρχει στη μυκηναϊκή Ελληνική, αλλά το ταυρόμορφο μινωικό ρυτόν, αναφέρεται σε πινακίδες της Κνωσού, όπως για παράδειγμα η πινακίδα 231 (K872), ως Κε-ρα-α, με το ιδεόγραμμα του ταύρου.
_________________________
Στα μυστήρια του Κρηταγενή Ιδαίου Δία, λειτουργούσανε σε 1η τάξη τα Μυστήρια των Ιδαίων Δακτύλων ή τα Κορυβαντικά. Τα Κορυβαντικά χαρακτήριζαν οι εξωτερικές τους τελετές στις οποίες έπαιρναν μέρος όλοι οι μυημένοι των πρώτων βαθμών, που παρασκευάζονταν για τις ανώτερες μυήσεις. Το Ιερό Δέντρο και το Ιερό Σπήλαιο το διαδέχεται στις ιερουργίες, η λατρεία του Ιερού Λαβύρινθου με τον μέσα σ' αυτόν Μινώταυρο. Εδώ τώρα δίνεται έμφαση στη γονιμοποιό αρσενική ενέργεια, με τη παρουσία του Μινώταυρου, χωρίς να παραμερίζει, την απαραίτητη άλλωστε αναπαραγωγική δύναμή , που συμβολίζεται από την Ιερή Μητέρα. Κι αυτό γιατί λειτουργούσε κι άλλη τάξη των ίδιων Μυστηρίων του Ιδαίου Δία, Τα Λαβυρινθικά ή του Ιερού Διπλού Πέλεκυ. Στη τάξη αυτή, στις ιεροπραξίες της πρωτοστατούσαν οι άνδρες ιερείς του Θεού Δία, όπως στα Μυστήρια της Μεγάλης Μητέρας Ρέας-Γης, πρωτοστατούσαν οι ιέρειές της, αν κι όπως προαναφέρθηκε και στις δυο περιπτώσεις έπαιρναν μέρος γυναίκες κι άνδρες. Σύμφωνα με τις μινωικές παραδόσεις, οι Ιδαίοι Δάκτυλοι, οι Κορύβαντες κι οι Κουρήτες, ήταν οι συνοδοί της Ρέας στο νησί της Κρήτης κι οι προστάτες του νεαρού κούρου της Δία, γιατί αυτοί τον ανέθρεψαν και τον προστάτεψαν από νεογέννητο ακόμη.
Στα Κορυβαντικά Μυστήρια γίνονταν η μύηση σε κάποιο ανώτερο βαθμό με το λεγόμενο "Κορυβαντισμό", κάθαρση δηλαδή κι αγιασμό με κορυβαντικές ιερουργίες και τελετές που κατά κάποιο τρόπο γιάτρευαν τους μυούμενους από του παλιού εαυτού τους τα πάθη. Εδώ διαδραματίζονταν τα Ταυροκαθάψια κι η πυρρίχη, ο ένοπλος ενθουσιαστικός χορός, που έφερνε τους χορευτές σε ενθουσιαστική έκσταση, τους έκανε δηλαδή σαν "μαινόμενους. Ο στόχος της μυητικής κορυβαντικής ιερουργίας και τελετής των Κορυβαντικών Μυστηρίων, ήταν να αξιωθούν οι μυηθέντες να γίνουν Κουρήτες, δηλαδή οι νεοφώτιστοι να γίνουν φωτισμένοι μύστες του Ιδαίου Δία. Να γίνουνε κατά συνέπειαν άξιοι για την εισδοχή τους σε ανώτερο βαθμό, στο βαθμό των "Βάκχων-Ιερέων", που τους έδινε το δικαίωμα μετά της εισόδου στη τάξη των Λαβυρινθικών Μυστηρίων. Αυτό όμως για να γίνει έπρεπε ύστερα από τον ιερό χορό και την αναγνώριση της αξιοσύνης τους μετά την ολοκλήρωση της μυητικής τελετής, να ακολουθήσει η θεία Μετάληψη "της σάρκας και του αίματος" του Διόνυσου Ζαγρέα. Την ανακήρυξη των μεμυημένων στα Κορυβαντικά ως ιερέων-βάκχων, ακολουθούσε η τελετή της Θρονώσεως ή του Θρονισμού. Τα Κορυβαντικά είχαν το σκοπό της προπαρασκευής των νεαρών μυημένων για την ανώτερη τάξη, με την επαφή τους με τις θεϊκές δυνάμεις και της προσφοράς σ' αυτούς της θείας Δωρεάς με τη μετάληψη του πνευματικού φωτός και την καθιέρωσή τους στο βαθμό των ιερέων του θεού Δία.
Παρόμοια με τα δρώμενα των Κορυβαντικών Μυστηρίων, ήταν τα Λαβυρινθικά. Σ' αυτά οι μυήσεις ήτανε προορισμένες για τους λίγους δοκιμασμένους, εκείνους που είχανε περάσει από τη τελευταία μύηση των Κορυβαντικών, εκείνους δηλαδή που είχαν γίνει βάκχοι-ιερείς κι είχαν υποστεί τη λεγόμενη Θρόνωση ή Θρονισμό. Στις ιεροπραξίες τους λάβαιναν μέρος μόνο ιερείς του Θεού Δία και της Μεγάλης Μητέρας Ρέας-Γης. Οι ιεροπραξίες που γίνονταν σ' αυτά είχαν τον ίδιο σκοπό και την ίδια Τεχνική με τις ιεροπραξίες της εσωτερικής λατρείας της Μεγάλης Μητέρας. Εδώ πρωταγωνιστές ήταν οι άντρες σαν αντιπρόσωποι του ηλιακού στοιχείου της γονιμότητας, που συμβολιζόταν με τον Ηλιακό Ταύρο.
Βαθμοί μυήσεως στα Λαβυρινθικά που θεωρούνται κι εσωτερικοί βαθμοί των Κρητικών Μυστηρίων του Ιδαίου Δία, ήταν: ο Λαβυρινθικός Χορός, ο του ιερού Γάμου ή του Ιερού Διπλού Πέλεκυ κι ο Βαθμός των Ιεροφάντων μυσταγωγών. Ο Λαβύρινθος ήτανε κυρίως μεγάλο πολύπλοκο υπόγειο σπήλαιο με πολλές και καμπυλωτές διόδους. Οι Λαβύρινθοι είναι οι τόποι χορού που συνδέονται με έναν χορό Λαβυρινθικού Τύπου. Στους χορευτικούς λαβύρινθους ξεχωρίζει πάντα μια γυναικεία μορφή, που πρέπει να κατακτήσει ο Κορυφαίος του χορού. Η κατάκτησή της επομένως είναι ένας ιερός Γάμος, μια ιερή ένωση του νικητή, του Ιερέα με τη Θεά του -βασίλισσα που στη προκειμένη περίπτωση του Κρητομινωικού Λαβύρινθου είναι η Αριάδνη. Γιατί στην Αριάδνη, στη θυγατέρα του Μίνωα και της Πασιφάης, που ήτανε πολύ στενά συνδεδεμένη με το Διόνυσο από την αρχή, για να γίνει σύζυγός του έπειτα, στη μεγάλη τούτη θεά, ανήκαν στα πανάρχαια χρόνια οι Λαβυρινθικοί χοροί της Κρήτης και των άλλων κέντρων της λατρείας της. Έχουμε δηλαδή τη τέλεση του Ιερού Γάμου που είναι ο βαθμός εκείνος της μυητικής ιερουργίας των Λαβυρινθικών που προσφέρει στους Μύστες της τη θεία Δωρεά, τις ενωμένες δηλαδή δυνάμεις του ζεύγους των Μεγάλων Θεών, στη μορφή του Διόνυσου Ελευθερέα, που είναι σε ανώτερη μυσταγωγική βαθμίδα η μεταμόρφωση του Ζαγρέα των Κορυβαντικών. Η θεία αυτή Χάρη, η κάθοδος της ενωμένης πνευματικής δύναμης του ζεύγους των Μεγάλων θεών, που προσφέρεται με τη νέα μορφή του Διόνυσου των Λαβυρινθικών, είναι το αίμα κι η σάρκα του θυσιαζόμενου Ιερού Ταύρου, του Μινώταυρου, για να αναστηθεί με τη συμπαράσταση της Αριάδνης, στη νέα μορφή του αγωνιστή κορυφαίου. Για να αναστηθεί δηλαδή στον νέο Ιεροφάντη Μυσταγωγό, στο γήινο αντιπρόσωπο της θεότητας, στον Ιερέα-Βασιλιά, τον ιερό δηλαδή Κρητικό Ταύρο. Σύμβολό του τότε γίνεται ο Χρυσός Διπλός Πέλεκυς-Ιερή ποιμαντορική Ράβδος-λάφυρο της νίκης του, ιερό φυλακτό του, που κέρδισε στη λαβυρινθική δοκιμασία. Στα χρόνια της ακμής του Μινωικού πολιτισμού οι πιστοί παραδέχονταν ότι κι άνθρωποι ικανοί κι ανώτεροι μπορούσαν να ενσαρκώσουν παροδικά ή να δέχονται τη θεότητα. Κάτι παρόμοιο που κι εμείς σήμερα το λέμε Θεοφάνεια, επικοινωνία πνευματική, έμπνευση και θεία χάρη δοσμένη από το Θεό. Υπήρχαν όμως κι οραματικά Θεοφάνεια. Ιερείς κι Ιέρειες, πέφτοντας σ' έκσταση μ' έναν οργιαστικό χορό, βλέπανε τη Θεά να κατεβαίνει για μια στιγμή κοντά στο μικρό ιερό ή στο βωμό της. Ο μινωικός πολιτισμός αισθανότανε τη θεότητα σαν κάτι μυστηριακό, φευγαλέο κι άπιαστο, που μόνο στιγμιαία παρουσιαζόταν με ανθρώπινη μορφή ή με διάφορες μορφές ιερών ζώων.
Στη Κρήτη ο ταύρος ταυτίζεται με τον ουρανό και τον ήλιο, που γονιμοποιούν τη γη με τη ζέστη και τις βροχές, ενώ το θηλυκό στοιχείο, η θεϊκή αγελάδα, συσχετίζεται με τη Σελήνη, που το σχήμα της θυμίζει τα κέρατα. Έτσι ο γάμος του ταύρου με την αγελάδα είναι μαζί γάμος του ήλιου και του φεγγαριού, των 2 ουράνιων σωμάτων που ρυθμίζουν τη ζωή πάνω στον πλανήτη. Αργότερα τα πρόσωπα του ιερού αυτού γάμου τα υποδύεται ο βασιλιάς κι η βασίλισσα της Κνωσσού, που το όνομα της Πασιφάης, δηλαδή ολόφωτη, δείχνει ακριβώς τη σχέση της βασίλισσας-Θεάς με τη Σελήνη. Ο γιος της ο Μινώταυρος, άνθρωπος με κεφάλι ταύρου, λέγεται κι Αστερίων, γιατί κι αυτός όπως κι ο πατέρας του, ταυτίζεται με τον έναστρο ουρανό. Αυτός λοιπόν ο Μινώταυρος μυθεύεται ότι φονεύεται από το νικητή της Λαβυρινθικής ιερουργίας. Η θυσία ή ο φόνος του Ταύρου, συμβόλιζε τη σκοπιμότητα της ιεροπραξίας των Λαβυρινθικών για την αναγέννηση από το αίμα του, του νέου Ιεροφάντη μυσταγωγού. Η θυσία του ταύρου όμως και ξεχωριστά η θυσία του Μινώταυρου και το "ταυρείο αίμα" του, που προσφερόταν ως θεία δωρεά στους ιερείς κι ιέρειες των Λαβυρινθικών, για να αναστηθεί από τον πιο άξιο ο νέος Ιεροφάντης, είναι κάτι συμβολικό που δύσκολα μπορούσε να ερμηνευθεί από τους αμύητους.
Κεντρικά στοιχεία των μυητικών τελετών είναι ο πλασματικός θάνατος κι η πλασματική αναβίωση του μύστη, που πεθαίνει στη παλιά του κατάσταση κι ανασταίνεται σε μια υψηλότερη σφαίρα. Ο/η μυούμενος/η, "πεθαίνει" για να "ξαναγεννηθεί", αποποιείται την άγνοια κι ασκείται στη γνώση, στην ουσία "εκπαιδεύεται". Η προσφορά του Ζαγρέα Διόνυσου στα Κορυβαντικά κι η θυσία του Μινώταυρου-Ιερού Ταύρου Διονύσου στα Λαβυρινθικά, ήταν η θεία Δωρεά-κάθοδος της πνευματικής δύναμης, του συμβολικού ταυρείου αίματος, που αφού πέρασε από διάφορα στάδια και στα άλλα ελληνικά Μυστήρια των ιστορικών χρόνων, όπως και στα Μιθραϊκά των Περσών κ.λ.π. πέρασε και στα Χριστιανικά στους μετέπειτα αιώνες. Έγινε δηλαδή το "Αίμα κι η Σάρκα του Χριστού", θεία δωρεά επίσης για τη ψυχοπνευματική ανάσταση των ανθρώπων της Χριστιανικής θρησκείας.
Η αντίστοιχη αλληγορία του μυστικού δείπνου και της θείας ευχαριστίας στον Χριστιανισμό, συμβολίζει τη μεταμόρφωση της ανθρώπινης φύσης σε θεία. Ο τεμαχιζόμενος άρτος συμβολίζει τη θεία ουσία του σύμπαντος, ενώ ο οίνος δηλώνει το πνεύμα που ενώνεται με την ουσία , έτσι ώστε ο άνθρωπος να μετάσχει της Θεότητας. Το πνεύμα απορροφάται από την ουσία και παράγεται η ύλη, που αποτελεί το φαινομενικό σύμπαν. Η ουσία του παντός βαπτισμένη στο αγνό πυρ, δηλαδή το πνεύμα κι έχοντας το απορροφά γεμίζοντας από αυτό. Κάθε ατομικότητα του πυρός αυτού μετέχει και γονιμοποιείται από αυτό. Από εδώ παράγεται η ψυχή.
Τα Καβείρια Μυστήρια πιθανολογείται να ήτανε πελασγικής, Φρυγικής ή Φοινικικής προέλευσης κι υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες. Τελούνταν στη Σαμοθράκη, τη Λήμνο την Ίμβρο και τη Θράκη. Σύμφωνα με το μύθο ο Δίας δίδαξε τις τελετές των Καβειρίων στον Ιάσονα. Κατά τον Ηρόδοτο όμως οι Πελασγοί οι 1οι κάτοικοι της Σαμοθράκης ήταν οι ιδρυτές των μυστηρίων, ενώ κατά τον Διόδωρο τον Σικελιώτη ο Ορφέας ήταν ο πρώτος που δίδαξε τις τελετές και τα μυστήρια. Το σίγουρο είναι ότι όταν οι πρώτοι Αχαιοί το 2200 π.χ κατέγραψαν στον κατάλογο των θεοτήτων τα ονόματα του Δία, της Εκάτης, του Απόλλωνα και των Καβείρων.
Οι Έλληνες Κάβειροι ήτανε 4: ο Αξίερος, η Αξιόκερσα, ο Αξιόκερσος κι ο Κάσμιλος, (στους Φοίνικες ήταν 7 που μάλλον αντιστοιχούσανε στους 7 πλανήτες) και κατά το ρήτορα Αριστείδη ήτανε πρεσβύτεροι δαίμoνες και θεωρούνταν όπως οι Τιτάνες ως τέκνα του Ουρανού. Στη λατρεία των Καβείριων μυστηρίων πρωτεύοντα ρόλο έπαιζε το Πυρ, από όπου φαίνεται ότι πήραν και το όνομα τους από την ρίζα της λέξης κάειν-καίω ΚάFειροι. Η λατρεία των Καβείρων σχετίζονταν με τον Ήφαιστο τον Θεό της φωτιάς, αλλά και των τεχνών από τον οποίο ο Προμηθέας έκλεψε το πυρ για να το παραδώσει στους ανθρώπους. Ό Διόδωρος ο Σικελιώτης μας αναφέρει ότι οι επιφανέστεροι των αρχαίων ηρώων είχαν μυηθεί στα Καβείρια όπως ο Ιάσονας, οι Διόσκουροι, ο Ηρακλής , ο Ορφέας.
Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο κάθε χρόνο και σε ορισμένο χρονικό σημείο στη Λήμνο (που κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Αιθαλιά) κατά τη διάρκεια των εορτών των τελετών, έσβηναν όλα τα Φώτα στο νησί 9 μέρες, μέχρι να έρθει με πλοίο από τη Δήλο το νέο πυρ. Γι' αυτό το λόγο κι η λαμπάδα ήτανε το σύμβολο των Καβείρων. Συνήθως η γιορτή γινόταν από τον Μάη ως το Σεπτέμβρη και δεν είχανε τον αυστηρό χαρακτήρα του απόρρητου όπως συνέβαινε στα Ελευσίνια, αλλά υπήρχε υποχρεωτική εξομολόγηση από ειδικό ιερέα που ονομαζόταν Κόης.
Κατά τη μύηση ο μυούμενος καθόταν σε θρόνο, για αυτό κι η μύηση λεγότανε και θρονισμός. Στο κεφάλι του μυημένου τοποθετούσαν στεφάνι ελιάς, ενώ στη κοιλιά του περνούσανε πορφυρή ταινία και κατόπιν ακολουθούσε χορός γύρω του. Εκτός του ιερέα εξομολογητή υπήρχε και το δικαστήριο των Ανακτοτελεστών ή κατηχητών ιερέων, που κρίναν αν ο υποψήφιος άξιζε να μυηθεί ή όχι. Αν κι η λατρεία τους ήτανε σχεδόν εξαπλωμένη σ' όλη την Ελλάδα όπως και στην Μ. Ασία, έχουμε τα λιγότερα στοιχεία γι' αυτά τα Μυστήρια.
Κατά τον Ηρόδοτο οι Πελασγοί ιδρύσανε τα Καβείρια. Ο ίδιος όπως κι ο βασιλιάς της Σπάρτης Λύσανδρος είχαν μυηθεί στα μυστήρια της Σαμοθράκης. Ο Στησίμβροτος από τη Θάσο, που τον αναφέρει κι ο Στράβων, υποστήριζε πως οι Κάβειροι προέρχονταν από το βουνό Κάβειρο της Φρυγίας όπου επίσης υπάρχει και πόλη Καβειρία και Κάβειρα στον Πόντο. Επίσης άλλοι υποστηρίζουν ότι οι δαίμονες αυτοί ήρθαν από τη Φοινίκη (απ' όπου είχε έρθει κατά μία εκδοχή ο Κάδμος). Τέλος άλλοι λένε πως οι Κάβειροι είναι θεότητες που έρχονται από την Αίγυπτο με τον Κάδμο που έζησε στη Μέμφιδα κι ύστερα στην Τύρο της Φοινίκης. Το καβίρ στις σημιτικές γλώσσες σημαίνει μεγάλος, στην αραβική γράφεται Kebir ενώ στα σανσκριτικά το Kawiras σημαίνει επίσης μεγάλος. Από την άλλη πλευρά όμως κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό το όνομα είναι ελληνικό και φαίνεται από το ρήμα καίω (καίειν - ΚαFeiροι) εφόσον κι οι Κάβειροι έχουνε σχέση με τη φωτιά εφόσον ήταν παιδιά του Ήφαιστου. Κατά τον Ηρόδοτο που επισκέφθηκε την Αίγυπτο ο μεγάλος θεός της Μέμφιδας ήταν ο Φθά ή Πτά που αποδίδεται στα ελληνικά με το όνομα Ήφαιστος.
Στην ελληνική μυθολογία οι Κάβειροι αλλά κι οι θηλυκές Καβειρίδες είναι παιδιά του Ηφαίστου και της Καβειρώς. Σ' άλλη παραλλαγή του μύθου ο Ήφαιστος κι η Καβειρώ απέκτησαν τον Κάδμιλο και παιδιά του είναι οι Κάβειροι και οι Καβειρίδες. Οι Κάβειροι είναι στην ουσία δαίμονες της γονιμικής μαγείας κάτι που προσδιορίζεται με τα όρθια αιδοία που αναπαριστάνονται. Τον ίδιο ρόλο άλλωστε έχουν οι Σάτυροι και οι Σειληνοί στα Διονυσιακά Μυστήρια. Αναφορές του Ομήρου τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια μας δείχνουν ότι ο Αγαμέμνονας κι ο Οδυσσέας, ανήκανε στον κύκλο των μυημένων αυτών των μυστηρίων. Ο Φίλιππος ο Β' γνώρισε την μελλοντική του γυναίκα την Ολυμπιάδα (μητέρα του Μ. Αλέξανδρου) ενώ ήταν ιέρεια στα Μυστήρια της Σαμοθράκης, όταν αυτός πήγε να μυηθεί. Η διαφορά από τα άλλα μεγάλα τοπικά κέντρα Μυστηρίων της Ελλάδος ήταν η μεγάλη εμβέλεια που είχαν αλλά και τ' ότι σ' αυτά μπορούσαν να συμμετέχουν άνθρωποι χωρίς διάκριση φυλής, κοινωνικής τάξης και φύλου. Κι αυτά τα Μυστήρια αποτελούνταν από διάφορους βαθμούς μύησης και διαιρούνταν σε Μικρά και Μεγάλα Μυστήρια. Έχουμε κι εδώ τη λατρεία της Μεγάλης Θεάς που συσχετιζόταν με ιερούς βράχους πάνω στους οποίους γίνονταν προσφορές ή θυσίες. Το όνομα της μεγάλης θεάς ήταν Αξίερος Αργότερα οι Έλληνες τη ταύτισαν με τη Δήμητρα. Την έλεγαν επίσης Ηλέκτρα ή Αλέκτρα , Οδηγήτρια (Αλέκ σημαίνει προστάτης και στη δωρική διάλεκτο έχει σχέση με το φως, όπως την ίδια ρίζα έχει και το όνομα του Αλέξανδρου).
Ο αντίστοιχος αρσενικός θεός ήταν ο Κάδμιλος που αργότερα κι αυτός ταυτίστηκε με τον Ερμή. Ο Κάδμιλος σε στήλη κρατά το κηρύκειο όπου μέσα υπάρχουν 2 μεγάλα φίδια που συμβολίζανε τα 2 κοσμικά πνεύματα ,τους Καβείρους που τους αναπαριστούσαν σα δίδυμους αδελφούς, ιθυφαλλικούς και γυμνούς. Οι Έλληνες τους ταύτισαν με τους Διόσκουρους, τους Δίδυμους γιους του Δία τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη. Οι 2 πρώτες θεότητες είχανε κυρίως χθόνιο κι υπόγειο χαρακτήρα. Η μία είναι ο θεός του κάτω κόσμου κι η άλλη η σύζυγός του που οι Έλληνες αργότερα ταύτισαν με τον Άδη και τη Περσεφόνη. Στη προελληνική γλώσσα λέγονται Αξιόκερσος κι Αξιόκερσα. Οι χαρακτήρες όμως των Καβείρων αλλά κι ο αριθμός τους είναι διαφορετικοί από τόπο σε τόπο. (Π.χ σε Λήμνο και Μακεδονία λατρευότανε 3άδα, ενώ στη Θήβα ζεύγος αρσενικών θεών, ο Κάβειρος κι ο Παις ). Τα ονόματά τους όμως οι πιστοί δεν τα πρόφεραν, αλλά απλώς τους ονόμαζαν "Άνακτες", όπως στην Ελευσίνα οι "Θεοί" . Το δε πρόθεμα "άξιος" σήμαινε "άγιος".
Η μεγαλύτερη εξάπλωση αυτών των Μυστηρίων άρχισε τον 3ο π.Χ αι. όπου ευνοήθηκαν από τη Μακεδονική πολιτική. Στην Όλυνθο της Χαλκιδικής βρέθηκε επιγραφή που συνηγορεί στο γεγονός ότι εκεί υπήρχε ναός των Καβείρων. Επίσης νομίσματα της Θεσσαλονίκης έφεραν την επιγραφή ΚΑΒΕΙΡΟΣ, ενώ άλλα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΚΑΒΕΙΡΟΙ. Επίσης στη Θεσσαλονίκη γίνονταν γιορτές κι αγώνες με τα ονόματα Καβείρια Πύθια και Καβείρια επινίκια. Η συμμετοχή στα μυστήρια δεν ήταν αναγκαστική για όσους πήγαιναν στο ιερό των Μεγάλων Θεών, όπως συνέβαινε στην Ελευσίνα. Το ιερό ήταν ανοιχτό στον καθένα για τη λατρεία των θεών σε όλες τις δημόσιες εκδηλώσεις. Ο Θέωνας ο Σμυρναίος συγγραφέας του 2ου μ.Χ αι. υποστηρίζει πως η μύηση στα Καβείρια αποτελούνταν από 5 μέρη που είναι τα εξής:
1) Καθαρμός,
2) Παράδοση της τελετής,
3) Εποπτεία
4) Ανάδεση στεφάνων,
5) Τελειοποίηση και ευδαιμονία.
Η λειτουργία των Καβειρίων άρχιζε με τη δοκιμασία της προηγούμενης διαγωγής τους. Η εξομολόγηση ήταν υποχρεωτική καθαρίζοντας ψυχικά τους υποψήφιους. Κατά τη μύηση βάζανε τον υποψήφιο πάνω σε θρόνο γι' αυτό κι η μύηση ονομαζόταν θρονισμός. Στο κεφάλι του μυούμενου έβαζαν στεφάνι ελιάς και γύρω από τη κοιλιά μία κόκκινη λωρίδα που θα τον προφύλαγε από κάθε κίνδυνο. Μετά ακολουθούσε ο ιερός χορός, όπου οι μυημένοι χόρευαν γύρω του. Στο ιερατείο των Καβειρίων υπήρχαν οι εξής: Ο Κόης ή Κοίης που ήταν ο εξομολογητής ιερέας, οι Ανακτοτελεστές που αποφάσιζαν ποιοι απ' αυτούς που προσέρχονταν ήταν άξιοι να μυηθούν κι η Λουτροφόρος που ήταν ιέρεια που ήταν υπεύθυνη για τους καθαρμούς των υποψηφίων. Οι μυήσεις γίνονταν σε ορισμένη εποχή του χρόνου και διαρκούσαν 9 ημέρες. Σ' αυτή τη χρονική διάρκεια έσβηναν όλα τα φώτα στο νησί και πένθος απλωνόταν σε όλο το νησί. Νηστεία και θρήνος ήταν οι εκδηλώσεις του πένθους μέχρι να έρθει το καινούριο φως από το ιερό νησί της Δήλου.
Το φως το έφερναν με πλοίο. Αν το πλοίο έρχονταν νωρίτερα περιφερόταν ανοιχτά του νησιού. Όταν έφτανε η στιγμή το πλοίο έμπαινε στο λιμάνι, οι άνθρωποι έπαιρναν το φως πιστεύοντας ότι έτσι καθαρμένοι από κάθε κακό μπαίνανε σε καινούρια ζωή, αναγεννιόντουσαν κάνοντας μια νέα αρχή. Στη συμβολική τέλεση των μυστηρίων έχουμε τη θυσία κι ανάσταση του Καδμίλου που αργότερα νυμφεύεται τη χαμένη Κόρη. Αναστημένος πια τελεί τον ιερό γάμο που είναι και το μεγάλο μυστήριο. Σε ετρουσκικά αγγεία τη θυσία του Καδμίλου τη κάνουν τ' αδέλφια του οι Κάβειροι και στην ανάσταση που τη κάνει ο Ερμής παρευρίσκονται μόνο τα αδέλφια του. Στα Καβείρια θάβεται το αρσενικό όπως σε όλα τα μυστήρια της Μέσης Ανατολής ενώ στην Ελευσίνα θάβεται η Περσεφόνη. Στα Καβείρια ο θνήσκων θεός είναι αρσενικός που συμβολίζει τον σπόρο κι ανασταίνεται για να δώσει νέα ζωή κάτι που επικράτησε και στη δική μας θρησκεία.
Γενικώς τα Καβείρια Μυστήρια στη λειτουργία τους είχανε το θεμελιώδη σκοπό στο να επιδιώκουνε την ηθικοποίηση των ανθρώπων όπως το αναφέρει κι ο Διόδωρος Σικελιώτης λέγοντας "..οι μυούμενοι γίνονταν ευσεβέστεροι, δικαιότεροι και κατά πάντον καλλίτεροι". Επίσης σε αυτά γίνονταν και διδασκαλίες για τη γέννηση του κόσμου και του ανθρώπου. Δηλαδή πέρα από τη λατρεία τους και τη θρησκευτική τους υπόσταση είχανε και το χαρακτήρα της κοινωνικής αρετής όπως άλλωστε όλα τα μυστήρια (είτε ήταν μικρά ή τοπικά είτε ήταν μεγάλα) της αρχαίας Ελλάδας.
Τα Διονυσιακά Μυστήρια τελούνταν στην Αττική κι είχανε χαρακτήρα τόσο κοσμικό, όσο και μυστηριακό. Τα μικρά Διονύσια τελούνταν τον μήνα Ποσειδεώνα (τέλη Δεκέμβρη, αρχές Γενάρη), διακρίνονταν δε στα "κατά αγρούς", και στα "κατά άστυ". Τα μεγάλα Διονύσια τελούνταν κατά τον μήνα Ανθεστηρίωνα (τέλος Φλεβάρη, αρχές Μάρτη) και τον Ελαφηβίωνα (28 Μάρτη ως 2 Απρίλη). Κατά τον Ανθεστηρίωνα εορτάζανε τα Ανθεστήρια, που διαρκούσανε 3 μέρες. Τη 1η μέρα άνοιγαν οι ασκοί και δοκιμάζοταν το κρασί δωρεάν. Οι επιβαίνοντες σε άμαξα ξεστομίζανε τολμηρά αστεία -από τότε έχει μείνει η φράση "άκουσε τα εξ αμάξης". Τη 2η λαμβάνανε χώρα τα Χόεια, όπου κάθε δόκιμος πέρναγε τον καθαρμό του πυρός του ύδατος και του αέρος. Και τη 3η γιορτάζονταν οι Χύτροι, τα πήλινα δοχεία εντός των οποίων ψήνονταν κάθε είδους σπόροι τους οποίους πρόσφεραν στον Διόνυσο και τον Ερμή. Κατά την διάρκεια των Διονυσιακών τελετών ψέλναν οι ύμνοι ή οι διθύραμβοι, που μετεξελίχθησαν σε αναπαραστάσεις, αναπαραστάσεις σε θεατρικά έργα και τραγωδίες ή κωμωδίες. Έτσι στην Αθήνα υπό την Αιγίδα του Βάκχου, γεννήθηκε το Θέατρο κι η ποίηση.
======================
ΟΙ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ των αρχαίων Ελλήνων χαρακτηρίζονταν από λιτότητα, κάτι που αντικατόπτριζε τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγετο η ελληνική γεωργική δραστηριότητα. Θεμέλιό τους ήταν η λεγόμενη «μεσογειακή τριάδα»: σιτάρι, λάδι και κρασί. Στη βάση της διατροφής των αρχαίων Ελλήνων συναντάμε τα δημητριακά σιτάρι και, σε περιπτώσεις ανάγκης, μείγμα κριθαριού με σιτάρι, από το οποίο παρασκευαζόταν ο άρτος. Τα δημητριακά συνοδεύονταν συνήθως από οπωροκηπευτικά (λάχανα, κρεμμύδια, φακές και ρεβύθια). Η κατανάλωση κρέατος και θαλασσινών σχετιζόταν με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, αλλά και με το αν κατοικούσε στη πόλη, στην ύπαιθρο ή κοντά στη θάλασσα. Οι Έλληνες κατανάλωναν ιδιαιτέρως τα γαλακτοκομικά και κυρίως το τυρί. Το βούτυρο ήτανε γνωστό, αλλ' αντ' αυτού γινότανε χρήση κυρίως ελαιόλαδου. Το φαγητό συνόδευε κρασί (κόκκινο, λευκό ή ροζέ) αναμεμειγμένο με νερό. Πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων παρέχουν τόσον οι γραπτές μαρτυρίες όσο και διάφορες καλλιτεχνικές απεικονίσεις: οι κωμωδίες του Αριστοφάνη και το έργο του γραμματικού Αθήναιου από τη μία πλευρά, τα κεραμικά αγγεία και τα αγαλματίδια από ψημένο πηλό από την άλλη.
Για τους αρχαίους τα γεύματα της μέρας ήτανε 3. Το 1ο (ἀκρατισμός) το πρωί, αποτελείτο από κριθαρένιο ψωμί βουτηγμένο σε κρασί (ἄκρατος), συνοδευόμενο από σύκα ή ελιές. Το 2ο (ἄριστον) το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα. Το 3ο (δεῖπνον), που ήτανε και το σημαντικότερο, σε γενικές γραμμές καταναλωνόταν αφού η νύχτα είχε πέσει. Σε αυτά μπορεί να προστεθεί ένα επιπλέον ελαφρύ γεύμα (ἑσπέρισμα) αργά το απόγευμα. Τέλος το ἀριστόδειπνον ήτανε κανονικό γεύμα που μπορούσε να σερβιριστεί αργά το απόγευμα στη θέση του δείπνου. Φαίνεται πως, στις περισσότερες περιστάσεις, οι γυναίκες γευματίζανε χωριστά από τους άνδρες. Αν το μέγεθος του σπιτιού το καθιστούσε αδύνατο, οι άνδρες κάθονταν στο τραπέζι πρώτοι, με τις γυναίκες να τους ακολουθούν μόνο αφού οι τελευταίοι είχαν ολοκληρώσει το γεύμα τους. Ρόλο υπηρετών διατηρούσαν οι δούλοι. Στις φτωχές οικογένειες, σύμφωνα με τον φιλόσοφο Αριστοτέλη, τις υπηρεσίες τους προσέφεραν οι γυναίκες και τα παιδιά, καλύπτοντας την απουσία δούλων.
Χάρις στο έθιμο της τοποθέτησης στους τάφους μικρών μοντέλων επίπλων από ψημένο πηλό, σήμερα κατέχουμε σημαντικές πληροφορίες για το πώς έμοιαζαν. Οι Έλληνες τρώγανε καθιστοί, ενώ οι πάγκοι χρησιμοποιούνταν κυρίως στα συμπόσια. Τα τραπέζια, υψηλά για καθημερινή χρήση και χαμηλά για τα συμπόσια, είχανε συνήθως ορθογώνιο σχήμα. Κατά τον 4ο αι. π.Χ. ιδιαίτερα διαδεδομένα ήτανε τα στρογγυλά τραπέζια, συχνά με ζωόμορφα πόδια. Κομμάτια πεπλατυσμένου ψωμιού μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πιάτα, ωστόσο τα πήλινα δοχεία ήταν και τα πιο διαδεδομένα. Τα πιάτα με τη πάροδο του χρόνου κατασκευάζονταν με περισσότερο γούστο κι επιμέλεια, με αποτέλεσμα να συναντά κανείς κατά τη ρωμαϊκή περίοδο πιάτα από πολύτιμα μέταλλα ή ακόμη και γυαλί. Η χρήση μαχαιροπίρουνων δεν ήταν και πολύ συχνή: η χρήση του πιρουνιού ήταν άγνωστη κι ο σύνηθης τρόπος λήψης του φαγητού ήταν με τα δάχτυλα. Εντούτοις μαχαίρια χρησιμοποιούνταν για τη κοπή του κρέατος, καθώς και κάποια μορφή κουταλιών για σούπες και ζωμούς. Κομμάτια ψωμιού (ἀπομαγδαλία) μπορούσαν να χρησιμεύσουν για τη λήψη τροφής ή ακόμη κι ως πετσέτα για τα δάχτυλα
Στην ελληνική αρχαιότητα εκτός από το καθημερινό δείπνο υπήρχε και το δειπνούμενο γεύμα με φίλους ή γνωστούς που ονομάζονταν συμπόσιο ή εστίαση που σήμερα λέγεται συνεστίαση. Υπήρχανε και δείπνα όπου οι συμμετέχοντες συνεισέφεραν ή οικονομικά, ή με τρόφιμα, τα οποία και λέγονταν συμβολές. Ο Όμηρος τα αποκαλεί εράνους, ενώ γνωστές είναι οι αρχαίες σχετικές φράσεις «δειπνείν από συμβολών», ή «δείπνον από σπυρίδος». Το συμπόσιον (λέξη που σημαίνει «συνάθροιση ανθρώπων που πίνουν») αποτελούσε έναν από τους πιο αγαπημένους τρόπους διασκέδασης των Ελλήνων. Περιελάμβανε 2 στάδια: το 1ο ήταν αφιερωμένο στο φαγητό, που σε γενικές γραμμές ήτανε λιτό, ενώ το 2ο στη κατανάλωση ποτού. Στη πραγματικότητα, οι αρχαίοι πίνανε κρασί και μαζί με το γεύμα, ενώ τα διάφορα ποτά συνοδεύονταν από μεζέδες (τραγήματα): κάστανα, κουκκιά, ψημένοι κόκκοι σίτου ή ακόμη γλυκίσματα από μέλι, που είχανε στόχο την απορρόφηση του οινοπνεύματος ώστε να επιμηκυνθεί ο χρόνος της συνάθροισης. Το 2ο μέρος ξεκινούσε με σπονδή, τις περισσότερες φορές προς τιμή του Διονύσου. Κατόπιν οι παριστάμενοι συζητούσαν ή παίζανε διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια, όπως ο κότταβος*. Συνεπώς τα άτομα έμεναν ξαπλωμένα σε ανάκλιντρα (κλίναι), ενώ χαμηλά τραπέζια φιλοξενούσαν τα φαγώσιμα και τα παιχνίδια. Χορεύτριες, ακροβάτες και μουσικοί συμπλήρωναν τη ψυχαγωγία των παρευρισκομένων. Ένας «βασιλιάς του συμποσίου» που εκλεγότανε στη τύχη αναλάμβανε να υποδεικνύει στους δούλους την αναλογία κρασιού και νερού κατά τη προετοιμασία των ποτών.
_________________
* Ο κότταβος ήτανε παιχνίδι επιδεξιότητας που έπαιζαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νυχτερινά συμπόσια για διασκέδαση και για να περνά η ώρα. Η προέλευσή του τοποθετείται στη Σικελία. Σκοπός του παιχνιδιού αυτού ήταν να πετύχουν ένα στόχο. Σαν βολή χρησιμοποιούσαν κρασί που το εκσφενδόνιζαν με το στόμα ή το πετούσαν με το χέρι κρατώντας ένα ρηχό πιάτο. Στόχος ήταν η πλάστιγγα, μια πιατέλα που ήταν προσαρμοσμένη ψηλά σε ένα ραβδί, ή έπλεε σε μια λεκάνη με νερό. Η πλάστιγγα έπρεπε να πέσει κάτω ή να βυθιστεί ή πέφτοντας να γίνει "καπέλο" σε ένα αγαλματάκι που ήταν στημένο από κάτω. Ανάλογα με την περίπτωση το χρησιμοποιούσαν κι ως μαντείο, ερμηνεύοντας τη τροχιά του κρασιού ή της πλάστιγγας κατά την ελεύθερη πτώση. Για ανταμοιβή έβαζαν την πλάστιγγα, ή διάφορα άλλα δώρα. Σημασία είχε όχι μόνο να πετύχουν το στόχο, αλλά και η καλαισθησία της κίνησης και της τροχιάς του βλήματος κατά το παιχνίδι. Το παιχνίδι ήταν τόσο δημοφιλές, που κάποιος ονόματι Αθηναίος λένε ότι είχε συγκεντρώσει πλούσια συλλογή βραβείων.
Αναπαράσταση σκηνής κότταβου σε αρχαίο ελληνικό αγγείο.
Η πλάστιγγα είναι προσαρμοσμένη επάνω σε ένα μακρύ ραβδί,
ενώ ο παίκτης σκοπεύει κρατώντας έναν δίσκο
Σε ένα ποίημα ο Έρωτας κι ο Υμέναιος παίζουν κότταβο, ενώ ο Γανυμήδης με ένα στεφάνι στα χέρια είναι διαιτητής. Ανταμοιβή είναι ένα αγαλματάκι της Ήβης σε έναν αργυρό δίσκο. Ο Υμέναιος έριξε πρώτος, αλλά δεν πέτυχε. Τότε ο Έρως με την σειρά του σημάδεψε, και πριν ρίξει, έκανε από μέσα του προσευχή στην μητέρα του.
_________________________
Εντελώς απαγορευμένο στις γυναίκες, με εξαίρεση τις χορεύτριες και τις εταίρες, το συμπόσιο ήταν ένα σημαντικότατο μέσο κοινωνικοποίησης στην Αρχαία Ελλάδα. Μπορούσε να διοργανωθεί από ιδιώτη για φίλους ή για τα μέλη της οικογένειάς του, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα με τις προσκλήσεις σε δείπνο. Μπορούσε επίσης ν' αφορά τη μάζωξη μελών μιας θρησκευτικής ομάδας ή μιας εταιρείας, ενός είδος κλειστού κλαμπ για αριστοκράτες. Τα πολυτελή συμπόσια προφανώς προορίζονταν για τους πλούσιους, ωστόσο στα περισσότερα σπιτικά θρησκευτικές ή οικογενειακές γιορτές αποτελούσαν αφορμή για δείπνο, έστω και μετριοπαθέστερο. Το συμπόσιο ως πρακτική εισήγαγε κι ένα πραγματικό λογοτεχνικό ρεύμα: το Συμπόσιον του Πλάτωνα, το ομώνυμο του Ξενοφώντα, Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον του Πλουτάρχου κι οι Δειπνοσοφισταί του Αθήναιου αποτελούν χαρακτηριστικά έργα.
Τα συσσίτια ήτανε κοινά γεύματα πο συμμετείχαν υποχρεωτικά άνδρες κάθε ηλικίας στα πλαίσια κοινωνικού ή θρησκευτικού εθιμοτυπικού. Οι χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις εντοπίζονται στη Κρήτη και τη Σπάρτη, αν κι ορισμένες πηγές κάνουν αναφορά σε ανάλογες πρακτικές και σε άλλα μέρη. Άλλες γνωστές ονομασίες της πρακτικής αυτής είναι φειδίτια κι ἀνδρεῖα. Συγκεκριμένα στην Αρχαία Σπάρτη, η συμμετοχή στα συσσίτια ήταν υποχρεωτική. Ανάμεσα στις υποχρεώσεις των Ομοίων, δηλαδή των μελών της σπαρτιατικής κοινωνίας με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ήταν η συνεισφορά τροφίμων (ή έτερης αποζημίωσης) για τη διατροφή που τους παρείχε το κράτος. Η αποτυχία ανταπόκρισης στον κανόνα αυτό ήταν ατιμωτική. Αντίθετα με τα συμπόσια, τα συσσίτια χαρακτήριζε η λιτότητα κι η μετριοπάθεια.
Τα δημητριακά αποτελούσαν τη βάση της διατροφής των αρχαίων, κατά τη μινωική, τη μυκηναϊκή και τη κλασσική περίοδο. Χαρακτηριστικό είναι πως η Αθήνα του Περικλή, ήτανε ο μεγαλύτερος εισαγωγέας σιτηρών του αρχαίου κόσμου: τα φορτία που κατέφθαναν από τη Μαύρη Θάλασσα και τον Ελλήσποντο ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε 17.000 τόνους ετησίως. Κύρια προϊόντα ήταν το σκληρό σιτάρι (πύρος), η όλυρα (ζειά) και το κριθάρι (κριθαί). Το σιτάρι μουσκευότανε προκειμένου να γίνει μαλακό και κατόπιν επεξεργαζόταν με 2 πιθανούς τρόπους: 1ον ήταν το άλεσμά του προκειμένου να γίνει χυλός, ώστε να γίνει λαπάς. 2ον ήταν να μετατραπεί σε αλεύρι (ἀλείατα) από το οποίο προέκυπτε το ψωμί (ἄρτος) ή διάφορες πίττες, σκέτες ή γεμιστές με τυρί ή μέλι. Η μέθοδος φουσκώματος του ψωμιού ήτανε γνωστή. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι Έλληνες χρησιμοποίησαν κάποιο αλκαλικό συστατικό ή μαγιά σα καταλύτη της διαδικασίας.
Τα δημητριακά κατείχαν εξέχουσα θέση στη διατροφή των Αρχαίων Ελλήνων. Ήδη από την ομηρική εποχή ήταν γνωστός ο τρόπος καλλιέργειας σίτου, κριθαριού κι όλυρας. Η ζύμη ψηνότανε στο σπίτι σε υπερυψωμένους φούρνους από άργιλο (ἰπνός). Μια απλούστερη μέθοδος προέβλεπε τοποθέτηση αναμμένων κάρβουνων στο έδαφος και κάλυψη του σκεύους με καπάκι σε σχήμα θόλου (πνιγεὐς). Όταν το έδαφος ήταν αρκετά ζεστό, τα κάρβουνα απομακρύνονταν και στη θέση τους τοποθετούταν η ζύμη, που καλυπτόταν και πάλι από το καπάκι. Κατόπιν τα κάρβουνα αποθέτονταν πάνω ή γύρω από το καπάκι για διατήρηση της θερμοκρασίας. Οι πέτρινοι φούρνοι κάνανε την εμφάνισή τους στη ρωμαϊκή πια περίοδο. Ο Σόλων, ο Αθηναίος, νομοθέτης του 6ου αι. π.Χ., όρισε πως το ψωμί από σιτάρι έπρεπε να καταναλώνεται μόνο κατά τις εορτές. Από τη κλασσική εποχή κι έπειτα, μόνο για κείνους που είχανε τα οικονομικά μέσα, το εν λόγω ψωμί ήτανε διαθέσιμο καθημερινά στα αρτοπωλεία.
Το κριθάρι ήταν απλούστερο στη παραγωγή, μα αρκετά πιο δύσχρηστο στη παραγωγή ψωμιού. Το ψωμί που προκύπτει από το κριθάρι είναι θρεπτικό αλλά και βαρύτερο. Συνεπώς συνήθως ψηνότανε προτού αλεστεί για να προκύψει αλεύρι (ἄλφιτα), που χρησίμευε στη παραγωγή (τις περισσότερες φορές άνευ ψησίματος καθώς οι σπόροι ήταν ήδη ψημμένοι) του βασικού πιάτου της ελληνικής κουζίνας, που ονομαζόταν μᾶζα.
Γενικά το σιταρένιο ψωμί λεγόταν άρτος, το κριθαρένιο άλφιτον, το προερχόμενο με ζύμη που ψηνότανε σε χαμηλούς κλιβάνους (είδος γάστρας) λεγότανε ζυμίτης, ενώ το προερχόμενο χωρίς ζύμη που ψηνότανε σ' ανθρακιά λεγόταν άζυμος κι ιδιαίτερα σποδίτης. Οτιδήποτε τρώγονταν με ψωμί (προσφάγιο) λεγόταν όψον. Ο άρτος ή το άλφιτο που τρώγοτανε βουτηγμένο σε άκρατο οίνο (= ανέρωτο) λεγόταν ακράτισμα, -κυρίως το πρωί- εξ ου και το πρωινό γεύμα λέγονταν ομοίως ακράτισμα. Οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν τους Έλληνες κριθαροφάγους, ενώ στη κωμωδία Ειρήνη ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τη φράση «ἐσθίειν κριθὰς μόνας», που μεταφράζεται «το να ζει κανείς μόνο με κριθάρι» ή κατά τη νεοελληνική έκφραση «τη βγάζω με νερό και ψωμί». Στις μέρες μας επιβιώνουνε διάφορες συνταγές για τη παρασκευή μάζας. Σερβιριζόταν ψημένη ή ωμή, με τη μορφή χυλού ή ζυμαρικών ή ακόμη και πίττας. Επίσης μπορούσε να νοστιμίσει με τυρί ή μέλι.
Τα δημητριακά σερβίρονταν συνήθως με ένα συνοδευτικό γνωστό με τη γενική ονομασία ὄψον. Αρχικά η ονομασία αναφερόταν σε ό,τι μαγειρευόταν στη φωτιά, και, κατ' επέκταση, σε ο,τιδήποτε συνόδευε το ψωμί. Από τη κλασσική εποχή και μετά, πρόκειται για ψάρι και λαχανικά: λάχανα, κρεμμύδια (κρόμμυον), γλυκομπίζελα, πράσα, βολβούς, μαρούλια, βλίτα, ραδίκια κ.ά. Σερβίρονταν ως σούπα, βραστά ή πολτοποιημένα (ἔτνος), καρυκευμένα με ελαιόλαδο, ξύδι, χόρτα ή μια σάλτσα ψαριού γνωστή με την ονομασία γάρον. Αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη, ο πουρές ήταν ένα από τα αγαπημένα πιάτα του Ηρακλή, που στις κωμωδίες πάντα παρουσιαζόταν ως μεγάλος λιχούδης. Οι πιο φτωχές οικογένειες κατανάλωναν βελανίδια (βάλανοι). Οι ελιές ήταν πολύ συνηθισμένο συνοδευτικό, ωμές ή συντηρημένες. Ειδικά οι λαϊκές τάξεις καταναλώνανε πολύ κι όσπρια. Προτιμούσαν τους φασίολους, τις φακές, τα ρεβύθια, τα κουκκιά (κύαμοι) και τους θέρμους (λούπινα).
Για τους κατοίκους των πόλεων τα φρέσκα οπωροκηπευτικά ήτανε πολύ ακριβά κι έτσι καταναλώνονταν σπάνια. Οι φτωχότεροι πολίτες προτιμούσαν τα ξηρά λαχανικά. Το τυπικό φαγητό του μέσου εργάτη ήταν η φακή. Μια τυπική στρατιωτική μερίδα περιλάμβανε τυρί, σκόρδο και κρεμμύδια. Ο Αριστοφάνης συχνά συνδέει την κατανάλωση κρεμμυδιών με τους στρατιώτες, για παράδειγμα στην Ειρήνη, ο χορός που πανηγυρίζει για τη λήξη των πολέμων εκφράζει τη χαρά του που απαλλάχτηκε πλέον «από το κράνος, το τυρί και τα κρεμμύδια». Ο πικρός βίκος θεωρούταν φαγητό λιμού. Τα φρούτα, φρέσκα ή ξηρά, τρώγονταν ως επιδόρπιο. Πρόκειται κυρίως για σύκα, σταφίδες, καρύδια και φουντούκια. Τα ξερά σύκα χρησίμευαν επίσης ως ορεκτικό, πίνοντας παράλληλα κρασί. Στη περίπτωση αυτή, συνοδεύονταν συχνά από ψητά κάστανα, στραγάλια ή ψημένους καρπούς οξιάς.
Η κατανάλωση ψαριών και κρεατικών σχετίζεται με την οικονομική επιφάνεια του σπιτικού αλλά και τη γεωγραφική του θέση: οι αγροτικές οικογένειες μέσω του κυνηγιού και της τοποθέτησης μικροπαγίδων είχανε πρόσβαση σε πτηνά και λαγούς, ενώ μπορούσαν να μεγαλώνουν πουλερικά και χήνες στις αυλές τους. Οι ελαφρώς πλουσιότεροι μπορούσαν να διατηρούν κοπάδια με πρόβατα, κατσίκες και γουρούνια. Στις πόλεις το κρέας κόστιζε πάρα πολύ με εξαίρεση το χοιρινό: κατά την εποχή τού Αριστοφάνη, ένα γουρουνάκι γάλακτος κόστιζε 3 δραχμές, ποσό που αντιστοιχεί σε 3 ημερομίσθια ενός δημοσίου υπαλλήλου. Στη κλασσική Αθήνα, οι περισσότεροι έτρωγαν κρέας, αρνίσιο ή κατσικίσιο, μονάχα στις γιορτές. Μολαταύτα, τόσον οι πλούσιοι όσο κι οι φτωχοί κατανάλωναν λουκάνικα. Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο είναι γνωστό πως κατανάλωναν αρνίσιο, βοδινό και μοσχαρίσιο κρέας. Κατά τον 8ο αι. π.Χ. ο Ησίοδος, περιγράφει στο Έργα & Ημέραι την ιδανική αγροτική γιορτή:
«...εἴη πετραίη τε σκιὴ καὶ Βίβλινος οἶνος, μάζα τ᾽ ἀμολγαίη γάλα τ᾽ αἰγῶν σβεννυμενάων, καὶ βοὸς ὑλοφάγοιο κρέας μή πω τετοκυίης πρωτογόνων τ᾽ ἐρίφων·»
«...θα μπορούσα να έχω τη σκιά ενός βράχου και Βίβλινο κρασί, πέτσα και γάλα από κατσίκες που έχουν στερέψει και κρέας δαμάλιδος η οποία τράφηκε στα δάση και που δεν γέννησε ποτέ ή εριφίων από πρώτη γέννα...»
Το κρέας αναφέρεται πολύ λιγότερο στα κείμενα της κλασσικής εποχής σε σύγκριση με τη ποίηση της αρχαϊκής εποχής. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό δεν οφείλεται σε αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, μα μόνο στους άτυπους κανόνες που διέπουνε τα 2 αυτά είδη γραμματείας. Η κατανάλωση κρέατος έχει εξέχοντα ρόλο στα πλαίσια θρησκευτικών εθιμοτυπικών: η μερίδα των θεών (λίπη κι οστά) παραδίδονται στις φλόγες, ενώ η μερίδα των ανθρώπων (το ψαχνό κρέας) μοιράζεται στους παρευρισκομένους. Παράλληλα παρατηρούμε την ακμή ενός εμπορικού κλάδου, εκείνου των ψημένων ή παστών κρεάτων, που φαίνονται επίσης να σχετίζονται με θρησκευτικές τελετές και θυσίες. Χαρακτηριστικό της τεχνικής του Έλληνα χασάπη είναι πως το σφάγιο δεν διαμελιζόταν ανάλογα με τον τύπο των μελών του, μα σε κομμάτια ίσου βάρους. Στη Κρήτη τα καλλίτερα απ' αυτά αποδίδονταν στους φρονιμότερους πολίτες ή στους καλύτερους πολεμιστές. Σε άλλες περιοχές όπως στη Χαιρώνεια, οι μερίδες μοιράζονταν τυχαία με αποτέλεσμα να είναι θέμα τύχης για τον καθένα το αν θα λάμβανε καλό ή κακό κομμάτι.
Κύρια τροφή των Σπαρτιατών πολεμιστών ήταν ένας ζωμός από χοιρινό, γνωστός με την ονομασία μέλας ζωμός. Ο Πλούταρχος υποστηρίζει πως «ανάμεσα στα πιάτα, αυτό που έχαιρε της μεγαλύτερης εκτίμησης ήταν ο μέλας ζωμός, μάλιστα σε τέτοιο σημείο που οι ηλικιωμένοι δεν αναζητούσαν καθόλου το κρέας. Το άφηναν για τους νεότερους και δειπνούσαν μονάχα με το ζωμό που τους παρείχαν». Για τους υπόλοιπους Έλληνες πρόκειται για αξιοπερίεργο φαινόμενο. «Φυσικά κι οι Σπαρτιάτες είναι οι γενναιότεροι ανάμεσα σε όλους», αστειεύεται ένας Συβαρίτης, «ο οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θα προτιμούσε να πεθάνει χίλιους θανάτους παρά να διάγει τόσο λιτό βίο». Το πιάτο αυτό αποτελείτο από χοιρινό, αλάτι, ξύδι κι αίμα. Συνοδευόταν από τη γνωστή μάζα, σύκα, τυρί και καμία φορά από θηράματα ή ψάρι. Ο Αιλιανός, συγγραφέας του 2ου & 3ου αι. μ.Χ., υποστηρίζει πως στους Λακεδαιμόνιους μάγειρες απαγορευόταν να προετοιμάζουν ο,τιδήποτε άλλο εκτός από κρέας.
Η στάση των Ελλήνων απέναντι στο ψάρι ποικίλλει ανάλογα με την εποχή. Στο έπος της Ιλιάδας δεν γίνεται κατανάλωση ιχθύων παρά μόνο ψητού κρέατος. Ο Πλάτων το αποδίδει στην αυστηρότητα των εθίμων της εποχής, εντούτοις μοιάζει πως το ψάρι θεωρούνταν φαγητό για φτωχούς. Στην Οδύσσεια αναφέρεται πως οι σύντροφοι του Οδυσσέα κατέφυγαν στο ψάρι, αλλά μόνο γιατί υπέφεραν από την πείνα αφού πέρασαν από τα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης κι έτσι αναγκάστηκαν να φάνε ό,τι υπήρχε διαθέσιμο. Αντιθέτως, κατά τη κλασσικήν εποχή, το ψάρι μετατρέπεται σε προϊόν πολυτελείας, το οποίο αναζητούνε για το τραπέζι τους οι γευσιγνώστες. Μάλιστα κατά την ελληνιστική περίοδο συναντούμε και σχετική βιβλιογραφία, όπως ένα σύγγραμμα του Λυγκέως από τη Σάμο που πραγματεύεται τη τέχνη του να αγοράζει κανείς ψάρι σε χαμηλές τιμές. Άλλα ειδικά συγγράμματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με έξοχες και λεπτομερείς περιγραφές ψαριών είναι: το Περί Ιχθύων του Αριστοτέλη, ο Αλιευτικός του Νουμηνίου, η Αλιευομένη, του Αντιφάνους, ο Ιχθύς του Αρχίππου. Πάντως όλα τα προϊόντα αλιείας δεν κοστίζανε το ίδιο. Μια στήλη που ανάγεται στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. και που προέρχεται από τη βοιωτική πόλη Ακραιφνία, στη λίμνη της Κωπαΐδας, εμπεριέχει τιμοκατάλογο ψαριών, ίσως για τη προστασία των καταναλωτών από τη κερδοσκοπία. Οικονομικότεροι όλων είναι οι σκάροι, ενώ η κοιλιά του κόκκινου τόννου κοστίζει 3 φορές περισσότερο. Οι σαρδέλλες, οι αντζούγιες κι οι μαρίδες είναι οικονομικές κι είναι φαγητά καθημερινότητας για τους αρχαίους Αθηναίους. Επίσης στην ίδια κατηγορία μπορούν να αναφερθούν ο λευκός τόνος, το λυθρίνι, το σαλάχι, ο ξιφίας κι ο οξύρρυγχος, που καταναλώνεται αλατισμένος. Η λίμνη Κωπαΐδα φημιζότανε για τα χέλια της, ξακουστά σ' ολόκληρη την Ελλάδα, που εξαίρονται και στους Αχαρνής. Ανάμεσα στα ψάρια του γλυκού νερού μπορούν να σημειωθούνε το λαβράκι, ο κυπρίνος και το υποτιμημένο γατόψαρο.
Οι Έλληνες απολάμβαναν εξ ίσου και τα υπόλοιπα θαλασσινά. Σουπιές (σηπία), χταπόδια (πολύπους) και καλαμάρια (τευθίς), μαγειρεύονταν ψητά ή τηγανητά και σερβίρονταν ως ορεκτικά, ως συνοδευτικά ή ακόμη και στα συμπόσια, αν ήταν μικρού μεγέθους. Τα θαλασσινά μεγαλύτερου μεγέθους συγκαταλέγονταν στα πιάτα της υψηλής μαγειρικής. Ο ποιητής Έριφος κατατάσσει τις σουπιές, τη κοιλιά του τόνου και τον γόγγρο στα εδέσματα των θεών, απλησίαστα για τους θνητούς με περιορισμένα οικονομικά μέσα. Οι σουπιές και τα χταπόδια αποτελούσανε παραδοσιακά δώρα κατά τον εορτασμό των Αμφιδρομίων, όταν οι γονείς έδιναν ονόματα στα παιδιά τους. Όσον αφορά στα οστρακοειδή, οι αρχαίες πηγές αναφέρουνε τη κατανάλωση σπειροειδών κοχυλιών, μυδιών, πίννας, αυτιών της θάλασσας, αχιβάδων, πεταλίδων και χτενιών. Ο Γαληνός είναι ο 1ος που αναφέρει τη κατανάλωση ψητών στρειδιών (ὄστρεον). Τέλος εκτίμησης έχαιραν τα καβούρια (καρκίνος), οι αστακοί (ἀστακός), οι αχινοί (ἐχῖνος) κι οι καραβίδες (κάραϐος). Οι ψαράδες στη πλειοψηφία των περιπτώσεων έβγαιναν στη θάλασσα μόνοι και παρέμεναν κοντά στην ακτή. Χρησιμοποιούσαν άγκιστρα, κυρίως χάλκινα, τα οποία έδεναν με ορμιά (πετονιά), φτιαγμένη από τρίχες ζώων ή φυτικές ίνες. Για να βυθίζεται τ' άγκιστρο, του δέναν μολύβδινο βαρίδι. Συνηθισμένο ήτανε το ψάρεμα με δίχτυα διαφόρων ειδών ανάλογα με το είδος των ψαριών, εφοδιασμένα με φελλούς και βαρίδια, αλλά και το ψάρεμα με καμάκι (κάμαξ) ή τρίαινα. Χρησιμοποιούσαν επίσης κύρτους πλεγμένους από βέργες. Πιο κατάλληλες ώρες για ψάρεμα θεωρούσανε το σούρουπο και το χάραμα. Ψάρευαν επίσης τη νύχτα με φως πυρσών. Το μεγαλύτερο μέρος της ψαριάς πρέπει να πωλείτο στις αγορές των πόλεων σε ειδικούς χώρους. Το ψάρι εμφανίζεται συχνά διατηρημένο στην άλμη. Πρόκειται για μια διαδικασία πολύ διαδεδομένη στα ψάρια μικρού μεγέθους, ωστόσο απαντάται και σε μεγαλύτερα όπως η παλαμίδα, ο τόνος, το σκουμπρί, η πεσκανδρίτσα κι ο οξύρρυγχος, ακόμη στα καβούρια και τους αχινούς.
Οι Έλληνες ανέτρεφαν πάπιες, χήνες, ορτύκια και κότες για να εξασφαλίζουν αυγά. Ορισμένοι συγγραφείς κάνουν ακόμη αναφορά σε αυγά φασιανού κι αιγυπτιακής χήνας, εντούτοις μπορούμε να υποθέσουμε πως επρόκειτο για σπάνια εδέσματα. Τα αυγά καταναλώνονταν είτε μελάτα είτε σφιχτά ως ορεκτικό ή επιδόρπιο. Επιπλέον τόσον ο κρόκος όσο και το ασπράδι του αυγού γίνονταν, όπως και στις μέρες μας, συστατικά διάφορων συνταγών. Άλλα εδέσματα των αρχαίων ήτανε γλυκά όπως η «σησαμίς» (είτε με τη μορφή που έχει το σημερινό παστέλι, είτε σε σφαιροειδή μορφή), οι «πλακούντες», η «άμμιλος» (τούρτα), η «μελιττούτα» (είδος γαλατόπιττας) καθώς και τα «αρτοκρέατα» (κρεατόπιττες), οι «τηγανίτες» ή τα «τήγανα» (τηγανίτες ή λουκουμάδες). Στη πόση των δε, με την ευρύτερη κατανάλωση ήταν προφανώς το νερό. Η αναζήτηση νερού υπαγότανε στις εργασίες που έπρεπε να διεκπεραιώσουν καθημερινά οι γυναίκες. Αν κι η χρήση πηγαδιού συχνά ήταν αναπόφευκτη, όπως είναι φυσικό υπήρχε προτίμηση σε νερό από πηγή πάντα ρέουσα και αναβλύζουσα. Το νερό θεωρείται θρεπτικό- κάνει τα δέντρα και τα φυτά να αναπτύσσονται- αλλά και επιθυμητό. Ο Πίνδαρος ονομάζει το νερό μιας πηγής ευχάριστο σαν μέλι. Οι πηγές περιγράφουνε κατά καιρούς το νερό ως βαρύ (βαρυσταθμότερος), ξηρό (κατάξηρος), όξινο (Ὀξύς), να θυμίζει κρασί (Οἰνώδης) κ.ά. Ένας από τους χαρακτήρες του κωμικού ποιητή Αντιφάνη υποστηρίζει πως θα μπορούσε να αναγνωρίσει ανάμεσα σε όλο το νερό του κόσμου εκείνο της Αττικής από την καλή του γεύση. Τέλος, ο Αθήναιος αναφέρει μια σειρά από φιλοσόφους που κατανάλωναν παρά μόνο νερό, συνήθεια που συνοδεύεται συνήθως από αυστηρή χορτοφαγία. Άλλα ποτά που καταναλώνονται συχνότατα ήταν το γάλα κατσίκας και το υδρόμελι. Το σκεύος που χρησιμοποιούσαν για τη πόση ήταν ο σκύφος, κατασκευασμένος από ξύλο, πηλό ή μέταλλο. Ο Κριτίας αναφέρει δια μέσου του έργου του Πλουτάρχου ένα λακωνικής καταγωγής κυκλικό αγγείο, που ονομαζόταν κώθων. Θεωρούνταν από τους αρχαίους το πιο κατάλληλο για στρατιωτική χρήση, γιατί λόγω του χρώματος του δοχείου εμποδίζονταν εκείνος που έπινε να αντιληφθεί τις τυχόν ακαθαρσίες του νερού και χώματα, ενώ παράλληλα είχε αρκετά γυριστό χείλος, ώστε να μένουν σε αυτό οι ακαθαρσίες κατά την πόση. Άλλο διαδεδομένο σκεύος ήταν η κύλιξ, ποτήρι κυκλικού σχήματος, βαθύ, αλλά τελείως ανοιχτό, με βάση και 2 λαβές. Επίσης, ο κάνθαρος, αγγείο με 2, συνήθως ψηλές, κάθετες λαβές και το ρυτόν που ήταν συχνά ζωόμορφο και που χρησιμοποιούταν συνήθως ως κρασοπότηρο σε συμπόσια.
Κατά την αρχαιότητα υπήρχανε πολλά είδη κρασιού: λευκό, κόκκινο, ροζέ. Υπάρχουν μαρτυρίες για όλα τα είδη καλλιέργειας, από το καθημερινό κρασί μέχρι εκλεκτές ποικιλίες. Ξακουστοί αμπελώνες υπήρχανε στη Νάξο, τη Θάσο, τη Λέσβο και τη Χίο. Δευτερεύον κρασί παραγόταν από νερό και μούστο, αναμεμειγμένο με κατακάθια, που διατηρούσαν οι χωρικοί για προσωπική τους χρήση. Ορισμένες φορές το κρασί γινότανε γλυκύτερο με μέλι, ενώ μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για φαρμακευτικούς σκοπούς αν ανακατευόταν με θυμάρι, κανέλλα κι άλλα βότανα. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ίσως και λίγο νωρίτερα, ήτανε γνωστός ένας πρόγονος της σημερινής ρετσίνας και του βερμούτ. Ο Αιλιανός επίσης αναφέρει έναν οίνο που αναμιγνυόταν με άρωμα. Επίσης παρασκευαζότανε και ζεστό κρασί, ενώ στη Θάσο ένα είδος γλυκού κρασιού. Το κρασί στις περισσότερες περιπτώσεις αραιωνόταν με νερό, καθώς ο άκρατος δεν ενδεικνυότανε για καθημερινή χρήση. Το κρασί αναμιγνυότανε σε κρατήρα απ' όπου οι δούλοι γεμίζανε τα ποτήρια με τη βοήθεια μιας οινοχόης. Το κρασί επίσης είχε θέση και στη γενική ιατρική, καθώς του αποδίδονταν φαρμακευτικές ιδιότητες. Ο Αιλιανός αναφέρει πως το κρασί της Ηραίας στην Αρκαδία μπορεί να επιφέρει τρέλλα στους άντρες, αλλά και πως καθιστούσε τις γυναίκες γόνιμες. Αντιθέτως ένα κρασί από την Αχαΐα είχε τη φήμη πως μπορούσε να επιφέρει αποβολή. Εκτός από τις ιατρικές περιστάσεις, η ελληνική κοινωνία αποδοκίμαζε τις γυναίκες που πίνανε κρασί. Σύμφωνα με τον Αιλιανό ένας νόμος στη Μασσαλία απαγόρευε στις γυναίκες να πίνουν ο,τιδήποτε εκτός από νερό. Η Σπάρτη ήταν η μοναδική πόλη όπου επιτρεπόταν στις γυναίκες να καταναλώνουν ό,τι ήθελαν.
Τα κρασιά που προορίζονταν για τοπική χρήση διατηρούνταν σε ασκιά. Εκείνα που επρόκειτο να πουληθούνε τοποθετούνταν σε πίθους, μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία από πηλό. Κατόπιν μεταφέρονταν σε σφραγισμένους αμφορείς για να πωληθούν ανεξάρτητα, είτε στον ίδιο τόπο, είτε σε άλλο, μεταφερόμενοι με πλοία. Τα επώνυμα κρασιά φέραν ετικέτες με τ' όνομα του παραγωγού ή των αρχόντων μιας πόλης που εγγυόντουσαν τη καταγωγή του. Είναι το 1ο παράδειγμα στην ιστορία μιας πρακτικής που επιβιώνει ως τις μέρες μας. Ο Έλληνες παρασκεύαζαν επίσης ένα τρόφιμο ανάμεσα στο φαγητό και το ποτό που ονομαζόταν κυκεών (προέρχεται από το ρήμα κυκάω που σημαίνει ανακατεύω). Πρόκειται για πλιγούρι κριθαριού που πρόσθεταν νερό και βότανα. Στην Ιλιάδα περιελάμβανε επίσης τριμμένο κατσικίσιο τυρί. Στην Οδύσσεια, η μάγισσα Κίρκη του προσέθεσε μέλι κι ένα μαγικό φίλτρο. Στον Ομηρικό Ύμνο της Δήμητρας, η θεά απορρίπτει το κόκκινο κρασί, ωστόσο δέχεται κυκεώνα από νερό, αλεύρι και βλήχονα. Χρήσιμος κι ως ιερό ποτό στα Ελευσίνια Μυστήρια, ο κυκεώνας είναι και λαϊκή τροφή ιδίως στην ύπαιθρο: ο Θεόφραστος στους Χαρακτήρες του παρουσιάζει έναν αγρότη που ήπιε δυνατό κυκεώνα προκαλώντας δυσφορία στους διπλανούς στην Εκκλησία του Δήμου με την αναπνοή του. Το ποτό αυτό είναι επίσης φημισμένο για την ιδιότητά του να βοηθά στη πέψη. Έτσι, στην Ειρήνη, ο θεός Ερμής το συνιστά στον πρωταγωνιστή που το παράκανε τρώγοντας ξηρά φρούτα. Στην ίδια λογική, η πτισάνη ήταν ένα αφέψημα από κριθάρι που χρησίμευε ως τροφή για αρρώστους. Ο Ιπποκράτης το συνιστά σε ασθενείς που υποφέρουν από οξείες παθήσεις.
Κατά την αρχαϊκή και κλασσικήν εποχή, η λιτότητα, που επέβαλλαν οι φυσικές και κλιματικές συνθήκες της Ελλάδας, αναγνωρίζεται ως αρετή. Οι Έλληνες δεν αγνοούνε τη καθαρή απόλαυση που μπορεί να προσφέρει το φαγητό, εντούτοις το τελευταίο ώφειλε να παραμένει απλό. Ο Ησίοδος, ως άνθρωπος της υπαίθρου, θεωρεί πραγματικό τσιμπούσι μια μερίδα κρέατος ψημμένη στη σχάρα, το γάλα και τις γαλέττες, όλα αυτά στα πλαίσια μιας ηλιόλουστης μέρας. Ακόμη καλύτερο γεύμα θεωρείται το δωρεάν γεύμα: «ξεφάντωμα χωρίς πληρωμή είναι κάτι που δεν πρέπει να αφήνει κανείς να πάει χαμένο», σημειώνει ο φιλόσοφος Χρύσιππος. Η επιδίωξη της γαστρονομικής υπερβολής θεωρείτο, αντίθετα, απαράδεκτη, το δίχως άλλο σημάδι ανατολίτικης μαλθακότητας: οι Πέρσες ήτανε πρότυπο παρακμής εξαιτίας της αγάπης τους για τη πολυτέλεια, που εκδηλώνεται φυσικά και στο τραπέζι. Οι αρχαίοι συγγραφείς αρέσκονταν στο να περιγράφουνε το γεύμα του Μεγάλου Βασιλέως των Αχαιμενιδών: ο Ηρόδοτος, ο Κλέαρχος ο Σολεύς, ο Στράβων κι ακόμη περισσότερο ο Κτησίας συμφωνούν στις περιγραφές τους.
Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες τόνιζαν με περηφάνεια την αυστηρότητα των διατροφικών τους συνηθειών. Ο Πλούταρχος αφηγείται πως ένας από τους βασιλείς του Πόντου, περίεργος να δοκιμάσει τον περίφημο μέλανα ζωμό των Λακεδαιμονίων, αγόρασε έναν μάγειρα από τη Λακωνία. Δοκιμάζοντάς το διαπίστωσε πως ήταν πολύ άνοστο για τα γούστα του. Ο μάγειράς του, ωστόσο, απεφάνθη: «Ω βασιλιά, για να εκτιμήσει κάποιος αυτό το ζωμό, πρέπει αρχικά να κολυμπήσει στον ποταμό Ευρώτα». Σύμφωνα με τον Πολύαινο, ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ανακαλύπτοντας την αίθουσα όπου δίνονταν τα γεύματα της περσικής αυλής, ειρωνεύτηκε το γούστο τους στο φαγητό και σε αυτό απέδωσε την ήττα τους. Ο Παυσανίας από τη Σπάρτη, μαθαίνοντας τις διατροφικές συνήθειες του Πέρση Μαρδόνιου, ειρωνεύτηκε τους Πέρσες που επιθυμούσαν να κατακτήσουνε τους Έλληνες τη στιγμή που ζούσανε τόσο απλά. Αποτέλεσμα αυτής της λατρείας για την αυστηρότητα, ήταν η κουζίνα να παραμένει για αιώνιες βασίλειο των γυναικών, είτε ελεύθερων είτε δούλων. Μολαταύτα, στη κλασσική περίοδο κάνουνε την εμφάνισή τους στην αρχαία γραμματεία ειδικοί στη μαγειρική. Τόσο ο Αιλιανός, όσο κι ο Αθήναιος αναφέρουνε τους 1000 μάγειρες που συνοδεύανε τον Σμινδυρίδη από τη Σύβαρη στο ταξίδι του στην Αθήνα κατά την εποχή του Κλεισθένη, αν και με αποδοκιμασία. Ο Πλάτων στο Γοργία αναφέρει το Θεαρίωνα τον αρτοποιό, τον Μίθαικο που συνέγραψε πραγματεία για τη μαγειρική των Σικελών και τον Σάραμβο που πωλούσε κρασιά. 3 εξέχοντες γνώστες των γλυκισμάτων, της κουζίνας κα του οίνου. Και διάφοροι άλλοι μάγειρες συνέγραψαν έργα σχετικά με την τέχνη τους.
Με το πέρασμα του χρόνου, οι Έλληνες όλο και πιο πολύ εξελίσσονται σε καλοφαγάδες. Ο Αιλιανός σημειώνει: «στη Ρόδο, εκείνος που προσέχει ιδιαίτερα τα ψάρια και τα εκτιμά κι εκείνος που ξεπερνά τους πάντες σε γευσιγνωσία εγκωμιάζεται, θα λέγαμε, από τους συμπολίτες του ως ευγενικό πνεύμα». Στην ελληνιστική και κατόπιν στη ρωμαϊκή περίοδο, οι Έλληνες -τουλάχιστον οι εύποροι- χάνουνε σιγά-σιγά την εμμονή στη λιτότητα. Οι συνδαιτημόνες του συμποσίου το οποίο αφηγείται ο Αθήναιος κατά το 2ο-3ο αι. μ.Χ. αφιερώνουν μεγάλο μέρος της συζήτησής τους σε απόψεις για το κρασί και τη γαστρονομία. Αναφέρονται στις ιδιότητες κάποιων ποικιλιών κρασιού, λαχανικών και κρεάτων, καθώς και σε ξακουστά πιάτα (γεμιστό καλαμάρι, κοιλιά κόκκινου τόνου, καραβίδες, μαρούλια ποτισμένα με οίνο και μέλι). Επικαλούνται ακόμη μεγάλους μάγειρες όπως ο Σωτηρίδης, σεφ του βασιλέως Νικομήδη Α' της Βιθυνίας. Όταν ο αφέντης του Σωτηρίδη βρισκότανε βαθιά στην ενδοχώρα πεθύμησε να φάει αντζούγιες. Εκείνος τότε προσομοίασε τη γεύση τους χρησιμοποιώντας ραπανάκια προσεκτικά τυλιγμένα ώστε να θυμίζουν αντζούγιες, λαδωμένα κι αλατισμένα, πασπαλισμένα με σπόρους παπαρούνας. Το κατόρθωμα αυτό η Σουίδα, το αποδίδει λανθασμένα στο διάσημο Ρωμαίο γευσιγνώστη Απίκιο (1ος αι. π.Χ.), απόδειξη πως οι Έλληνες δεν υπολείπονταν πλέον σε τίποτα από τους Ρωμαίους.
Ο ορφισμός κι ο πυθαγορισμός, αρχαιοελληνικά θρησκευτικά ρεύματα, πρότειναν ένα διαφοροποιημένο τρόπο ζωής, βασισμένο στην αγνότητα και τη κάθαρση -στη πραγματικότητα πρόκειται για μορφή άσκησης. Στο πλαίσιο αυτό η χορτοφαγία αποτελεί κεντρικό σημείο στην ιδεολογία του ορφισμού, καθώς και σε μερικές από τις παραλλαγές του πυθαγορισμού. Ο Εμπεδοκλής τον 5ο αι. π.Χ. πλαισιώνει τη χορτοφαγία στη πεποίθηση της μετεμψύχωσης: ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι ένα ζώο που θανατώνεται δεν αποτελεί το καταφύγιο μιας ανθρώπινης ψυχής; Οφείλουμε να παρατηρήσουμε, ωστόσο, πως αν ήθελε να είναι συνεπής με την ίδια του τη λογική, θα έπρεπε να αρνείται επίσης να καταναλώνει και φυτά για τον ίδιο λόγο. Η χορτοφαγία πιθανώς επίσης εκπορεύεται από την απέχθεια προς τη θανάτωση ζωντανών οργανισμών, καθώς ο ορφισμός δίδασκε την αποχή από αιματοχυσίες. Η διδασκαλία του Πυθαγόρα τον 4ο αι. π.Χ. είναι ακόμη δυσκολώτερο να οριοθετηθεί με ακρίβεια. Οι ποιητές της Μέσης Κωμωδίας, όπως ο Άλεξις ή ο Αριστοφών, περιγράφουνε τους πυθαγόρειους ως αυστηρά χορτοφάγους: μάλιστα ορισμένοι περιορίζονταν μόνο στη κατανάλωση ψωμιού και νερού. Ωστόσο, άλλα ρεύματα περιορίζονταν στην απαγόρευση συγκεκριμένων φυτικών τροφών όπως τα κουκκιά ή ιερών ζώων όπως ο λευκός κόκκορας ή ακόμη συγκεκριμένων σημείων του σώματος των ζώων. Τέλος, ακόμη κι οι οπαδοί της χορτοφαγίας σε συγκεκριμένες θρησκευτικές περιστάσεις κατανάλωναν θυσιασμένα ζώα, κατά την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.
Η χορτοφαγία κι η ιδέα της αγνότητας παρέμειναν στενά συνδεδεμένες κι ορισμένες φορές συνοδεύονταν κι από την αποχή από τη σεξουαλική πράξη. Στο Περί Σαρκοφαγίας ο Πλούταρχος αναβιώνει την αντίληψη πως η αιματοχυσία αποτελεί βάρβαρη πράξη και ζητά από τον άνθρωπο που καταναλώνει σάρκα να δικαιολογήσει τη προτίμησή του. Ο νεοπλατωνικός Πορφύριος από την Τύρο (3ος αι.) στο έργο του De abstinentia ab esu animalium συνδέει τη χορτοφαγία με τα κρητικά μυστήρια και παρέχει κατάλογο με διάσημους χορτοφάγους του παρελθόντος, ξεκινώντας από τον Επιμενίδη. Για κείνον, είναι ο ήρωας Τριπτόλεμος, που δέχτηκε από τη θεά Δήμητρα ένα στάχυ ως δώρο, κείνος που εισήγαγε τη χορτοφαγία. Οι 3 εντολές του ήταν: Τίμα τους γονείς σου, Τίμα τους θεούς με καρπούς & Δείξε οίκτο στα ζώα.
Οι αρχαίοι Έλληνες ιατροί συμφωνούν για την αναγκαιότητα ιδιαίτερης διατροφής για τους αρρώστους, εντούτοις οι απόψεις τους για το ποια τρόφιμα πρέπει να περιλαμβάνει δεν συμφωνούν. Στο Περί Διαίτης Οξέων ο Ιπποκράτης αναφέρεται στις ευεργετικές ιδιότητες της πτισάνης, που αφομοιώνεται εύκολα από τον οργανισμό και προκαλεί πτώση του πυρετού. Εντούτοις, άλλοι τη θεωρούνε βαρειά, καθώς εμπεριέχει σπόρους κριθαριού, ενώ άλλοι την συνιστούν με τη προϋπόθεση να μη τοποθετούνται οι σπόροι αυτοί κατά τη προετοιμασία της. Ορισμένοι ιατροί δεν επιτρέπουν παρά μόνο υγρές τροφές μέχρι και την 7η μέρα, και μετά επιτρέπουνε τη πτισάνη. Τέλος μερίδα εξ αυτών υποστηρίζει πως δεν θα πρέπει να καταναλώνονται στερεές τροφές καθ' όλη τη διάρκεια της ασθένειας. Οι ίδιες μέθοδοι του Ιπποκράτη είναι αντικείμενο διχογνωμίας ανάμεσα στους διάφορους ιατρούς: άλλοι κατηγορούνε το μεγάλο ιατρό πως υποσιτίζει τους ασθενείς του, ενώ άλλοι πως τους τρέφει υπερβολικά. Κατά την ελληνιστική εποχή, ο Αλεξανδρινός Ερασίστρατος προσάπτει στον Ιπποκράτη ότι απαγόρευε στους αρρώστους να τρώνε ο,τιδήποτε παρά λίγο νερό, χωρίς να λαμβάνουνε κανέν άλλο θρεπτικό στοιχείο: πρόκειται πράγματι για τη πρακτική των μεθοδικών που δεν επέτρεπαν στους ασθενείς τη λήψη τροφής κατά το πρώτο 48ωρο. Αντίθετα, κάποιος Πετρονάς συνιστά τη κατανάλωση χοιρινού και τη λήψη ανόθευτου οίνου.
Αν θεωρήσουμε τον Αιλιανό αξιόπιστη πηγή, ο 1ος αθλητής που ακολούθησε ποτέ ειδική διατροφή ήταν ο Ίκκος από τον Τάραντα, που έζησε τον 5ο αι.π.Χ. Ο Πλάτων επιβεβαιώνει πως ακολουθούσε πολύ πειθαρχημένο πρόγραμμα, με την έκφραση «γεύμα του Ίκκου» να γίνεται παροιμιώδης. Ωστόσο, ο Μίλων από τον Κρότωνα, ολυμπιονίκης της πάλης, κατείχε τη φήμη πως κατανάλωνε 7,5 λίτρα κρασιού, 9 κιλά ψωμί και κάμποσο κρέας καθημερινά. Πριν από αυτόν, οι αθλητές της κλασσικής εποχής ακολουθούσανε δίαιτα στηριγμένη στις ξηρές τροφές (ξηροφαγία), όπως για παράδειγμα στα ξηρά σύκα, το τυρί και το ψωμί. Ο Πυθαγόρας (είτε ο γνωστός φιλόσοφος είτε κάποιος προπονητής αθλητών) είναι ο 1ος που συμβουλεύει τους αθλητές να καταναλώνουν κρέας. Ακολούθως, οι προπονητές συνιστούνε προκαθορισμένη διατροφή: για να κατακτήσει κάποιος έναν ολυμπιακό τίτλο «πρέπει να ακολουθεί ιδιαίτερη διατροφή, να μην τρώει επιδόρπια (…), να μην πίνει παγωμένο νερό και να μην καταναλώνει ποτήρια κρασιού όποτε του κάνει κέφι». Η διατροφή αυτή πρέπει να είχε σα βάση το κρέας, πληροφορία που επιβεβαιώνει ο Παυσανίας. Ο Γαληνός αποδοκιμάζει τους σύγχρονούς του αθλητές επειδή καταναλώνουν ωμό κρέας που ακόμη στάζει αίμα. Θεωρεί πως η συνήθεια αυτή προκάλεί πύκνωση της σαρκικής μάζας εξαφανίζοντας την εσωτερική θερμότητα του σώματος, οδηγώντας σταδιακά τον αθλητή στο θάνατο. Αντίθετα, υποστηρίζει πως η διατροφή πρέπει να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε αθλητή και να βασίζεται στις συμβουλές εξειδικευμένου ιατρού.
Για τις τροφές και τις διατροφικές συνήθειες των Αρχαίων Ελλήνων, αντλούμε πληροφορίες από διαφορετικές πηγές, ανάλογα με την εκάστοτε εποχή. Ειδικά, για τις πρώτες χιλιετίες, σημαντική θεωρείται η συμβολή της αρχαιολογίας. Έτσι, από πινακίδες της Πύλου και της Κνωσσού πληροφορούμαστε για τη διατροφή των Μυκηναίων και των Μινωιτών. Για τη Γεωμετρική εποχή (1100-800 π.Χ.) χρησιμοποιούνται τα έπη του Ομήρου, που κι απεικονίζουνε τη πραγματικότητα. Αντίθετα, ωστόσο, με τις προηγούμενες περιόδους, για τη Κλασσική εποχή η σπουδαιότερη πηγή είναι η αρχαία ελληνική γραμματεία, όπως οι κωμωδίες του Αριστοφάνη και τα έργα του Αθήναιου. Σε γενικές γραμμές, πάντως, πληροφορίες μας παρέχουν και τα αγγεία και τα αγαλματίδια.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ: https://www.peri-grafis.net
Οταν επιτρεπετο να γνωρισεις τον ανωτερο Εαυτον ΣΟΥ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΓνωθι σ Εαυτον .. ινα τον κοσμον .. και τους Θεους .. γνωσεσθαι.......
Σημερα δυστηχως μας ΒΙΑΖΟΥΝ να παρακολουθουμε το διαβολαρεστο εργο των κασε λακεδων .....
Οσοι δεν βλεπουν TV νοειτο.