Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ![ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ!ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ:ΓΟΥΝΕΛΑΣ-ΣΚΕΥΟΦΥΛΑΞ]

 



Στις αρχές του 1973 το χάσμα μεταξύ κράτους και φοιτητών μεγαλώνει, ενώ η κόντρα μεταξύ τους εντείνεται. Η Χούντα των Συνταγματαρχών στην προσπάθεια της να περιορίσει τους φοιτητές βάζει σε εφαρμογή το διάταγμα 1347, που επιτρέπει την άρση της αναβολής στράτευσης για τους φοιτητές που απέχουν από τα μαθήματα ή προτρέπουν συναδέλφους τους σε αποχή. Ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά. Η φοιτητική ανησυχία αρχίζει να μεγαλώνει και στις 21 Φεβρουαρίου πραγματοποιούνται στο κτίριο της Νομικής φοιτητικές συνελεύσεις, με κύριο αίτημα την κατάργηση του μέτρου της στράτευσης, ενώ στις 14 Μαρτίου ακολουθεί και δεύτερη. Σημαντικό ρόλο στην κλιμάκωση της κατάστασης είχε και το μνημόσυνο του «Γέρου της Δημοκρατίας», Γεωργίου Παπανδρέου. Όλα έδειχναν ότι κάτι θα συνέβαινε και τελικά αποδείχτηκε αληθές.

14 Νοεμβρίου 1973.
Χιλιάδες φοιτητές έχουν συγκεντρωθεί από το πρωί στο κτήριο της Νομικής Σχολής και ετοιμάζονται να κάνουν συνέλευση. Στο τέλος της συνέλευσης πραγματοποιούν πορεία στην οδό Σόλωνος και Πατησίων. Το απόγευμα και ενώ οι φοιτητές παραμένουν στο Πολυτεχνείο, ο αστυνομικός διευθυντής Δασκαλόπουλος και ο εισαγγελέας Σαμήτας διατάζουν τους φοιτητές να διαλυθούν. Οι φοιτητές βρίσκονται σε δίλημμα. Δημιουργείται συντονιστική επιτροπή η οποία και αποφασίζει στις 8.30 μ.μ. την κατάληψη του Πολυτεχνείου.
Σύνθημά τους: ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ-ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ.

Ώρα 7 μ.μ.
Από 1500 φοιτητές πάρθηκε η απόφαση «να μείνουμε απόψε στο Πολυτεχνείο». Συγκροτείται Συντονιστική Επιτροπή απ΄ όλες τις σχολές και επιβάλλει έλεγχο σε ανεύθυνα συνθήματα και μεταδίδει τα δικά της από μεγάφωνα και το μικρό πομπό, αλλά και συγκεντρώνει τρόφιμα, φάρμακα κ.λπ. Γύρω στο Πολυτεχνείο και χιλιάδες Έλληνες τούς συμπαραστέκονται.

Ο Παπαδόπουλος παραμένει μάλλον ψύχραιμος. Σύμφωνα με την μαρτυρία του υπ’ αριθμόν 2 στην κυβέρνηση των Συνταγματαρχών, Στυλιανού Παττακού, σχολίασε τις κινητοποιήσεις των φοιτητών με την φράση «Άσ’ τα παιδιά να κλάνουνε…».

15 Νοεμβρίου 1973.
Γέμισαν τα κτίρια του Πολυτεχνείου και το προαύλιο από φοιτητές και απ’ έξω δεκάδες χιλιάδες λαού και μαθητών, που έρχονται κατευθείαν από τα σχολεία τους, φέρνοντας στους φοιτητές όλο και περισσότερα τρόφιμα, φάρμακα κλπ.

Εκλέγεται Συντονιστική Επιτροπή που συμμετέχουν και δυο εργάτες, και σε ανακοίνωση της λέει: «H εκδήλωση του Πολυτεχνείου είναι αντιφασιστική και αντιιμπεριαλιστική».

Λειτουργεί νέος πομπός, που τώρα ακούγεται σ’ όλη την Αττική:
«Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλά ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Κάτω η χούντα, κάτω ο Παπαδόπουλος, έξω οι Αμερικάνοι, κάτω ο φασισμός, η χούντα θα πέσει από το λαό…
Λαέ, κατέβα στο πεζοδρόμιο, έλα να μας συμπαρασταθείς, τη λευτεριά σου για να δεις…».

Η τότε άγνωστη φωνή ανήκει στην μετέπειτα πολιτικό της Αριστεράς, Μαρία Δαμανάκη.

Στη Θεσσαλονίκη και Πάτρα οι φοιτητές καταλαμβάνουν τα πανεπιστημιακά κτίρια. Οι αγρότες από τα Μέγαρα ξεκινούν για την Αθήνα. Στο Αιγάλεω γίνονται επαναστατικές εκδηλώσεις και ακολουθούν τέτοιες στις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά.

16 Νοεμβρίου 1973.
Χιλιάδες άνθρωποι είναι γύρω από το Πολυτεχνείο και φωνάζουν με τους ελεύθερους φοιτητές «Κάτω η χούντα, η χούντα θα πέσει απ’ τον λαό».

Ώρα 7 και μισή μ.μ.
Ο δικτάτορας δίνει διαταγή να χτυπηθεί πρώτα η λαοθάλασσα, που είναι γύρω στο Πολυτεχνείο. Δακρυγόνα πέφτουν συνεχώς και κάνουν αφόρητη την ατμόσφαιρα. Ο λαός ανάβει φωτιές και τα εξουδετερώνει. Τώρα σφυρίζουν σφαίρες και οι πρώτοι νεκροί πέφτουν. Ο λαός στήνει οδοφράγματα, δεν υποχωρεί, παλεύει άοπλος, παραμένει στη θέση του.

Ώρα 12 τη νύχτα μπαίνει στην Αθήνα στρατός και τανκ και καταλαμβάνουν επίκαιρες θέσεις.

17 Νοεμβρίου 1973, ώρα 2 πρωινή.
Τα τανκ πλησιάζουν το Πολυτεχνείο. Εκείνη τη νύχτα ένας νεαρός ονόματι Κωνσταντίνος Λαλιώτης και μετέπειτα υπουργός του ΠΑΣΟΚ, μπαίνει μπροστά στο άρμα και καθυστερεί την εισβολή του στο εκπαιδευτικό συγκρότημα.

«Φαντάροι, είμαστε άοπλοι, είμαστε αδέλφια, μη μας χτυπήσετε, ελάτε μαζί μας» φωνάζει ο μετέπειτα δημοσιογράφος του Έθνους, τραπεζικός υπάλληλος και παραγωγός εκπομπών, Δημήτρης Παπαχρήστος και συνεχίζει με την απαγγελία του εθνικού ύμνου.

17 Νοεμβρίου 1973, ώρα 2:58 πρωινή.
Το τανκ γκρεμίζει τη σιδερένια πόρτα του Πολυτεχνείου. Στρατός και αστυνομικοί μπαίνουν στο προαύλιο. Οι φοιτητές προσπαθούν να φύγουν, αλλά δέχονται άγριες επιθέσεις. Πολλοί φαντάροι προστατεύουν και βοηθούν τους φοιτητές να φύγουν. Πολλοί συλλαμβάνονται και οδηγούνται στην Ε.Σ.Α. Οι οδομαχίες συνεχίζονται γύρω από το Πολυτεχνείο μέχρι το πρωί.

Ώρα 11 π.μ. επαναφέρεται στρατιωτικός νόμος.

Το τέλος της δικτατορίας, θα επέλθει μερικούς μήνες αργότερα με τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου. Στο μεταξύ όμως διάστημα, καθώς και στην συνέχεια, γεννιέται ένα θέμα που στην μακρόχρονη πορεία του, παίρνει διαστάσεις αστικού μύθου: «Οι νεκροί του Πολυτεχνείου»

Ο ρόλος του Λαλιώτη και η συνέντευξη του υπίλαρχου Γουνελά
Καλό θα είναι εδώ να θυμίσουμε ότι ουσιαστικά η πολιτική καριέρα του Λαλιώτη, που αναφέρθηκε πιο πάνω, ξεκίνησε με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 όταν σαν μέλος τότε της επιτροπής των φοιτητών ήταν εκείνος που υπέδειξε στον επί κεφαλής των τεθωρακισμένων αρμάτων υπίλαρχο Μιχάλη Γουνελά «να πέσει η πύλη και να εγγυηθούν οι στρατιώτες την ομαλή έξοδο των φοιτητών από το χώρο του Πολυτεχνείου τους οποίους φοιτητές είχαν εγκλωβίσει μέσα σ’ αυτό και παρά τη θέληση τους να παραμείνουν εκεί διάφορα εξωφοιτητικά στοιχεία τα οποία είχαν εισέλθει παράνομα».
Αυτά -τα πασίγνωστα- τα είπε και σε συνέντευξη που έδωσε στην ΕΡΤ ο επικεφαλής του πληρώματος του περιβόητου άρματος, που γκρέμισε την Πύλη.

Τη συνέντευξη την πήρε το 1984 από τον Υπίλαρχο (του ’73) Μιχάλη Γουνελά η ΕΡΤ, η οποία όμως δεν μετέδωσε.

Η πλήρης συνέντευξη του Γουνελά -του είχαν πάρει και άλλη την οποία, επίσης, δεν μετέδωσαν!- είναι η παρακάτω:

Μιχάλης ΓουνελάςΕΡ.: Πέρασαν δέκα χρόνια από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Είσασταν ο αξιωματικός που οδήγησε το άρμα στην πύλη του Πολυτεχνείου. Τι έχετε να πείτε σήμερα;

ΑΠ.: Ομολογώ πως ήθελα να μιλήσω, γιατί επί 10 χρόνια τώρα, ακούγεται πάντα η άλλη πλευρά. Και θα ήθελα να μιλήσω για δύο λόγους: Και προσωπικά, επειδή πρέπει να διασαφηνίσω ορισμένα σημεία σχετικά με το ρόλο μου σε όλη αυτή την υπόθεση, που λέγεται Πολυτεχνείο, αλλά και εκ μέρους των συναδέλφων εκείνων που βρέθηκαν εκείνη τη συγκεκριμένη νύχτα σε εκείνο το συγκεκριμένο χώρο, χωρίς βέβαια να τους εκπροσωπώ. Πιστεύω να μην έχουν αντίρρηση. Όσα έχουν λεχθεί μας αδικούν. Μας παρουσιάζουν σαν εγκληματίες, σαν ανθρώπους που δεν έχουν ηθικές αναστολές. Σαν τέλος πάντων, ανθρώπους που μόλις τους βγάλεις από τα στρατόπεδα πρέπει να τους κρατάς για να μην σκοτώνουν, κακοποιήσουν ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο να κάνουν.

 

ΕΡ.: Ποιος ήταν ο δικός σας ρόλος, λοιπόν;

ΑΠ.: Όπως ξέρετε, τ’ όνομα μου σχετίζεται με την κατάρριψη της πύλης του Πολυτεχνείου. Και η πύλη είναι ένα από τα σημεία εκείνα που έχει συμπυκνωθεί όλη η εκμετάλλευση. Διότι δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος λογικός άνθρωπος που να πιστεύει ότι δεν υπάρχει εκμετάλλευση σε όλη αυτή την υπόθεση. Η πύλη προσφέρεται για να γίνει σύμβολο. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός συμβόλου. Παρ’ όλα τα χαρακτηριστικά ενός συμβόλου. Παρ’ όλα ταύτα, όμως, εις την πύλη δεν υπήρξε ουδείς νεκρός όπως και σε ολόκληρο το χώρο του Πολυτεχνείο, πέραν του τραυματισμού της Ρηγόπουλου ο οποίος είναι και γνωστός. Ο τραυματισμός αυτός έγινε εξ αμελείας και δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί. Η Ρηγόπουλου έπεσε σε μια απόσταση γύρω στα 15 μέτρα.

 

ΕΡ.: Ανεξάρτητα από αυτό, ποιος ήταν ο δικός σας ρόλος;

ΑΠ.: Ο ρόλος ο δικός μας, ήταν ρόλος διαιτητού. Εμείς κατεβήκαμε -και αυτό είχε γίνει συνείδηση απ’ όλους τους συναδέλφους που ήταν διοικητές τμημάτων- στο χώρο, για να παρέχουμε εγγυήσεις, σχετικά με την ζωή και την ασφάλεια, μεταξύ των φοιτητών και της Αστυνομίας.

 

ΕΡ.: Αυτό, ποιος το είχε ζητήσει;

ΑΠ.: Δεν ξέρω. Νομίζω οι φοιτητές. Ζητάγανε ορισμένες εγγυήσεις. Σχετικά με την ανάγκη να εκκενωθεί το Πολυτεχνείο δεν υπήρχε καμία αμφισβήτηση. Και η μια πλευρά και η άλλη, το ήθελε. Με τη διαφορά ότι οι φοιτητές είχαν ζητήσει να αποχωρήσουν το πρωί. Όμως, εγώ πιστεύω ότι η ατμόσφαιρα ήταν ήδη φορτισμένη και έπρεπε κάτι να γίνει.

 

ΕΡ.: Ποιες ήταν οι δικές σας εντολές και πόσο κατοχυρωμένος ήσασταν συνταγματικά;

ΑΠ.: Συνταγματικά πιστεύω ότι ήμασταν κατοχυρωμένοι, αλλά ανεξάρτητα από αυτό εγώ, δεν στέκομαι εδώ. Μπήκα στο Πολυτεχνείο, γιατί πίστευα ότι ο Πολυτεχνείο έπρεπε να εκκενωθεί σύντομα. Γιατί αν δεν συνέβαινε αυτό, οι καταστάσεις που θα επακολουθούσαν θα ήταν χειρότερες και οι νεκροί πολύ περισσότεροι.

 

ΕΡ.: Κύριε Γουνελά, δώστε μας μία εικόνα εκείνης της νύχτας μπροστά από την πύλη του Πολυτεχνείου, όπως την είδατε εσείς.

ΑΠ.: Οι φοιτητές μιλούσαν και διαπραγματευόντουσαν ελεύθερα με τους αστυνομικούς, χωρίς να υπάρχει κανένας ψυχολογικός καταναγκασμός.

 

ΕΡ.: Το ότι βρίσκονταν πίσω από το άρμα δεν νομίζετε ότι ήταν αρκετό;

ΑΠ.: Δεν το νομίζω. Διότι εκείνη τη στιγμή το άρμα δεν ήταν ακριβώς στην πύλη.

 

ΕΡ.: Πότε φέρατε το άρμα στην πύλη;

ΑΠ.: Όταν απεφασίσθει ότι η διάνοιξη θα γινόταν με το άρμα, εγώ μεν έφερα το άρμα στην πύλη και ο Λαλιώτης ή ο Σταμέλος ειδοποιούσαν με τον τηλεβόα, να απομακρυνθούν από την πύλη διότι η πύλη θα έπεφτε.

 

ΕΡ.: Τα συνθήματα που φώναζαν εκείνη τη στιγμή, είχαν ανταπόκριση σε σας;

ΑΠ.: Θα είχαν αν είχαμε κάποια ανθρωποκτόνο πρόθεση.

 

ΕΡ.: Αφού μπήκατε, πώς σας υποδέχτηκαν οι φοιτητές που ήταν μέσα;

ΑΠ.: Όχι άσχημα! Είχαν βέβαια κάποια ανησυχία. Όταν όμως τους διαβεβαίωσα ότι δεν πρόκειται να κακοποιηθούν ηρέμησαν.

 

ΕΡ.: Όταν φτάσατε στην πύλη, τα παιδιά πίστευαν και το έλεγαν ότι θα σμίγατε μαζί τους και δεν θα μπαίνατε;

ΑΠ.: Δεν το θυμάμαι. Πάντως, να ξέρετε ότι όσο μίσος κι αν αισθανόμασταν, αν πιστεύαμε ότι κάποιος θα σκοτωνόταν, όσο σκληρός και να ‘σαι, αυτό δεν μπορείς να το κάνεις. Πρέπει να σημειωθεί, πως η πύλη συμφωνήθηκε μεταξύ Στρατού και «Επιτροπής», να γκρεμιστεί με το τανκ, γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να ανοίξει αμέσως. Πίσω της είχαν τοποθετηθεί σιδηροδοκοί, ξύλα κ.λπ. -καθώς και δύο αυτοκίνητα- για να μην την «παραβιάσουν» οι αστυνομικοί, κι όλα αυτά τα υλικά ήταν δύσκολο να μετακινηθούν.

Ο Γουνελάς συνεχίζει σε άλλη του συνέντευξη (ολόκληρη εδώ) και πάλι στην κρατική τηλεόραση, της οποίας ελάχιστα αποσπάσματα εμφανίστηκαν στην εκπομπή «Ρεπορτάζ χωρίς σύνορα» (2005, «Η αληθινή ιστορία της 17 Νοέμβρη»):

[…]
ΕΡ.: Υπήρξε συμφωνία των εκπροσώπων των φοιτητών για να πέσει η πύλη ;

ΑΠ.: Βεβαίως! Συναποφασίστηκε. Εκρίθη ως η πλέον πρόσφορη λύση και συναποφασίστηκε. Δεν θυμάμαι ποια πλευρά το πρότεινε. Δεν το θυμάμαι. Αλλά εκρίθη ως η πλέον πρόσφορη και η πλέον ακίνδυνη λύση.

 

ΕΡ.: Γιατί έπρεπε να γίνει; Γιατί δεν μπορούσε να ανοίξει η πόρτα ή οι πλαϊνές πόρτες;

ΑΠ.: Όταν φτάσαμε στο Πολυτεχνείο, εκείνη την ώρα είχε γίνει κάποια συμφωνία με κάποιους άλλους, πιθανόν με την Αστυνομία και είχε ανοίξει μια παράπλευρη πόρτα από την οποία βγήκε ένας αριθμός εγκλείστων, εκατό – διακόσιοι, δεν ξέρω πόσοι. Αλλά κάποιοι από το εσωτερικό του Πολυτεχνείου αντέδρασαν, την έκλεισαν την πύλη και εν συνεχεία δεν επέτραπαν σε κανέναν να βγει. Γι΄ αυτό λοιπόν, έπρεπε να ανοίξει κάποια δίοδος απέξω. Δεν υπήρχε άλλη λύση να εκτονωθεί η κατάσταση και να φύγουν από μέσα.

 

ΕΡ.: Αλλά η πύλη αυτή εκ των υστέρων χρησιμοποιήθηκε για να βγει ο κόσμος;

ΑΠ.: Όχι, γιατί έπεσε η κεντρική. Βγήκαν όλοι από την κεντρική. Από κει βγήκαν όλοι, από την κεντρική πύλη, διότι κατέρρευσε. Έπεσε, άνοιξε. Και από κει βγήκαν εν συνεχεία όλοι όσοι ήσαν μέσα.

 

ΕΡ.: Γιατί δεν μπορούσαν οι φοιτητές να την ανοίξουν την πόρτα;

ΑΠ.: Γιατί κάποιοι αντιδρούσαν από μέσα. Υπήρχαν ομάδες περιφρούρησης οι οποίοι δεν ήθελαν, δεν ξέρω για ποιους λόγους, αλλά δεν ήθελαν να εκτονωθεί η κατάσταση δηλαδή. Και τους εμπόδιζαν δια της βίας να βγουν.

 

ΕΡ.: Πείτε μου κάτι, εσείς είχατε την ευθύνη, δίνατε διαταγές για τα άρματα; Ποια ήταν η δική σας αρμοδιότητα;

ΑΠ.: Εγώ ήμουν επικεφαλής των αρμάτων, των πέντε αρμάτων τα οποία πήγαν στο Πολυτεχνείο.

 

ΕΡ.: Όταν φτάνατε στο Πολυτεχνείο υπάρχουν πυροβολισμοί, ποιο είναι το κλίμα;

ΑΠ.: Όχι. Δεν υπήρχαν πυροβολισμοί. Αντιθέτως αυτές τις δυο-τρεις ώρες που μείναμε εκεί απ’ έξω από το Πολυτεχνείο, μέχρι να αποφασιστεί να πέσει η πύλη, συζητούσαμε από τα κάγκελα με τον κόσμο που ήταν μέσα. Και συζητούσαμε σε φιλικό κλίμα. Αλλά και από τις καταθέσεις, εάν πάρετε και διαβάσετε τις καταθέσεις της δίκης, θα δείτε ότι παράπονο με τον στρατό δεν είχε κανείς από εκείνους οι οποίοι ευρίσκοντο μέσα. Ο στρατός τήρησε την υπόσχεση την οποία έδωσε. Ότι θα βγει ο κόσμος έξω χωρίς να πειραχθεί κανένας. Και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι τουλάχιστον εκεί μπροστά στην πύλη του Πολυτεχνείου και όπου υπήρχε παρουσία στρατού, δεν υπήρξε καμία βιαιοπραγία.

 

ΕΡ.: Το κλίμα μέσα στο στρατό πώς ήταν απέναντι στους φοιτητές; Είχε γίνει κάποια προσπάθεια φανατισμού των αξιωματικών;

ΑΠ.: Όχι, καμία. Καμία προσπάθεια. Κατεβήκαμε για να παίξουμε το ρόλο του διαιτητού μεταξύ φοιτητών και Αστυνομίας. Δεν υπήρξε κανένας φανατισμός, ούτε και καμία βέβαια ανθρωποκτόνος πρόθεσις. Διότι εάν υπήρχε, καταλαβαίνετε ότι θα υπήρχαν εκατόμβες θυμάτων.

 

ΕΡ.: Εσείς από ποιον παίρνατε διαταγές;

ΑΠ.: Από τον κ. Γιοβάνη.

 

ΕΡ.: Ποια ήταν ακριβώς η διαταγή;

ΑΠ.: Η διαταγή ήταν να ανοίξουμε δίοδο για να μπορέσουν να βγουν έξω οι φοιτητές. Όταν λέμε διαταγή μη φανταστείτε ότι εδόθη διαταγή όπως δίνεται στις επιχειρήσεις. Διάλογο κάναμε.

 

ΕΡ.: Οι φοιτητές ήρθαν και σας ζητήσανε να γίνουν διαπραγματεύσεις;

ΑΠ.: Είχε προηγηθεί, δεν ξέρω. Όταν πήγαμε εμείς αυτά είχαν όλα ήδη συμφωνηθεί και δεν το ζητήσανε από μας. Δεν ξέρω ποιοι συμφώνησαν και με ποιους έγινε η συμφωνία να βγουν οι τρεις εκπρόσωποι έξω προκειμένου να βρεθεί κάποια λύση.

 

ΕΡ.: Στις διαπραγματεύσεις είναι οι εκπρόσωποι των φοιτητών, εσείς και ποιοι άλλοι ακόμα;

ΑΠ.: Και η Αστυνομία, δεν θυμάμαι να υπήρχαν άλλοι. Στον προθάλαμο του ΑΚΡΟΠΟΛ.

 

[…]

 

ΕΡ.: Στη δίκη γιατί νομίζετε ότι σας κατηγόρησαν;

ΑΠ.: Εγώ πήγα κατηγορούμενος για τρεις ανθρωποκτονίες. Διότι κάποιος κατέθεσε και είπε ότι σε ένα από τα αυτοκίνητα τα οποία ευρίσκοντο πίσω από την πύλη και το οποίο κατεστράφη, ευρίσκοντο μέσα τρεις άνθρωποι. Ως απεδείχθη, δεν υπήρχε κανείς. Ο εισαγγελέας πρότεινε επτά μήνες φυλάκιση, το δικαστήριο μου επέβαλε δέκα οκτώ και ο Άρειος Πάγος μετά από αναίρεση έκανε την ποινή επτά ή οκτώ μήνες, δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή ακριβώς.

 

[…]

Πάνω λοιπόν σ’ αυτή τη «φαεινή» ιδέα του Λαλιώτη στήθηκε ο μεταπολιτευτικός «μύθος» του Πολυτεχνείου και πάνω σε μια απίστευτη προπαγανδιστική απάτη οικοδομήθηκε η συντεχνία του κόμματος των πολιτικών κομμάτων. Με απλά λόγια, το πολιτικό κατεστημένο οφείλει πολλά στην «ιδέα» Λαλιώτη και κατ’ επέκταση στον μετέπειτα μύθο των «χιλιάδων», «εκατοντάδων» και τελικά 12-23 νεκρών…εκτός Πολυτεχνείου…

Οι νεκροί του Πολυτεχνείου
Μετά τη μεταπολίτευση λοιπόν, ξεσπάει ένας «πόλεμος» ανακοινώσεων για τους υποτιθέμενους νεκρούς του Πολυτεχνείου.
59 νεκροί το ένα «ίδρυμα»!
75 νεκροί ο άλλος «φορέας»!
154 νεκροί (ΝΑΙ τόσους βρήκανε) μια άλλη εφημερίδα!

Ανάμεσα στις σοβαροφανείς «πηγές» ξεχωρίζει κανείς την εφημερίδα «Έθνος», την «Ένωση Δημοκρατικών Μητέρων», τον γραφικό πρόεδρο ενός κόμματος-σφραγίδα, τον θρυλικό ΜΠΑΜΠΗ Κωνσταντόπουλο (έδινε συνεντεύξεις λέγοντας ότι μιλάει με εξωγήινους) και άλλους φορείς γραφικούς και μη.

Η πολιτεία, λογικό ήταν, επηρεάστηκε από αυτό το κυνήγι μαγισσών.
Θα γίνει μια αναφορά σε έναν απ’ τους πιο γραφικούς κατάλογους νεκρών.
Σε εφημερίδα των Αθηνών εμφανίζεται κατάλογος με 82 ονόματα ανθρώπων που πέθαναν στις 16 και 17 Νοεμβρίου. Τα λαγωνικά ψάχνουν και βρίσκουν ότι οι άνθρωποι αυτοί πέθαναν πραγματικά, αλλά ΑΠΟ ΑΛΛΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ στα νοσοκομεία της Αθήνας.
Κάποιος «δημοσιογράφος» δηλαδή, πήγε στο Ληξιαρχείο Αθηνών έδωσε «λαδάκι» στον υπάλληλο και αυτός του έδωσε λίστα με ονόματα πεθαμένων εκείνες τις μέρες. Ο «δημοσιογράφος» τους έβαλε σαν νεκρούς του Πολυτεχνείου.
Εμβρόντητη η εφημερίδα μαθαίνει αργότερα ότι τα ονόματα των «ηρωικών νεκρών» που δημοσίευσε ήταν μια γριούλα 81 χρονών που πέθανε από ανακοπή καρδιάς, ένας παππούς 75 χρονών που πέθανε από καρκίνο και άλλοι.

Στο βιβλίο («Μαρτυρία απ’ το ματωμένο φοιτητικό κίνημα 1967-1974». σ. 156-157) του φοιτητή και μετέπειτα βουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ, Λουκά Θ. Αποστολίδη, παρουσιάζεται ένας ακόμα κατάλογος με νεκρούς, σύνολο: 60 και 2 αγνοούμενοι. (Ο πίνακας των νεκρών αυτών δόθηκε στο Λονδίνο από την «Κίνηση για την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα).

Ένας άλλος κατάλογος νεκρών (κι απ’ τους πιο περίφημους μάλιστα), ήταν αυτός του Μπάμπη Γεωργούλα, στελέχους της οργάνωσης «Ρήγας Φεραίος» (ΚΚΕ).
Ο Γεωργούλας αναφέρει 77 ονόματα νεκρών (τα περισσότερα, χωρίς το μικρό όνομα, άρα μη ταυτοποιήσιμα):
1. Αναγνωστόπουλος Νίκος
2. Αντάρογλου
3. Αργυρίου
4. Ασημακοπούλου
5. Βυθούλκας
6. Βρυώνης Απόστολος
7. Γερακίδης Γεώργιος
8. Γελιάλης Μ.
9. Γιαννόπουλος Γεώργ.
10. Γρέλος Γιάννης
11. Δαζαβίδης Ι.
12. Δεστήρης
13. Δημητρίου Α.
14. Δημόπουλος Αντρέας
15. Διαμαντάκη Μαρία
16. Τόρις Μαργκρέττε
17. Έγκελον Γκούλια
18. Ευαγγελινός Γιάννης
19. Ηλιόπουλος
20. Θεοδώρου Δημ.
21. Ιωαννίδης
22. Ιωάννου Καίτη
23. Κάγκος Γιάννης
24. Κάππος Γ.
25. Καράκας Μπαλσάν
26. Καραγεώργης Στέλιος
27. Καραγεωργίου Αντρ.
28. Καραμάνης Μάρκος
29. Κομνηνός Διομήδης
30. Κουμούλος Γιάννης
31. Κούμπος
32. Κοντομάρης
33. Κουτουμάρης Σπ.
34. Κανιωτάκης
35. Κόκκινος Δημ.
36. Κρητικάκη
37. Κυριακόπουλος Δημ.
38. Καρδίκας
39. Λαζαρίδης
40. Λαζαριώτης Παν.
41. Μαλικάκης
42. Μαζαράκης
43. Ματζώρος
44. Μανωλόπουλος
45. Μαρκουλής Νίκος
46. Μπεκιάρη Βασιλική
47. Μυρογιάννης Μιχάλης
48. Μέξης
49. Μικρώνης Κώστας
50. Μιχαηλίδης
51. Μπέτσας
52. Μπότης
53. Μώμος Στέλιος
54. Παντελεάκης Κυρ.
55. Παπαγεωργίου Χρ.
56. Παμέπης
57. Παπαροδόπουλος Χ.
58. Παπαδόπουλος Χαρ.
59. Πολυζωίδης Γ.
60. Παλέμος Β.
61. Σπαρτίδης Αλ.
62. Σαμούρης Γεώργιος
63. Σορμαλής
64. Σάζιος Ε.
65. Σχίζας
66. Σταυροπούλου
67. Ταϊνης
68. Τουρίλ Έκλέκ
69. Τσιγκούνης
70. Τουλούπας Δημήτριος (λοχίας πού αρνήθηκε να πυροβολήσει εναντίον των φοιτητών και σκοτώθηκε επί τόπου από ίλαρχο)
71. Φαμέλλος Βασ.
72. Φιλίνης Ιωάννης
73. Χανιωτάκης
74. Χρηστακέα Μαρία
75. Χαραλαμπίδης Νικ.
76. Χαλκιαδάκης
77. Ψαρά Ελένη

Ο κατάλογος αυτός καθίσταται άμεσα αναξιόπιστος, καθώς στον αριθμό 4, αναγράφεται το όνομα της νεκρής «μαϊμού» Ηλένιας Ασημακοπούλου (λεπτομέρειες παρακάτω).

Βεβαίως και δυστυχώς υπάρχουν νεκροί των γεγονότων του Νοεμβρίου 1973. Ο αριθμός τους κυμαίνεται μεταξύ 23 και 12. Όμως όλοι σκοτώθηκαν έξω και μακριά από το Πολυτεχνείο, όπως διαπιστώθηκε και επιβεβαιώθηκε από το υπ’ αριθμόν 677/1975 παραπεμπτικό βούλευμα και την υπ’ αριθμόν 723/1975 απόφαση του πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ενώ κανένας απ’ τους νεκρούς δεν ήταν φοιτητής του Πολυτεχνείου. Το πιο αξιοσημείωτο περιστατικό που συνέβη εντός του χώρου του Πολυτεχνείου, ήταν ο σοβαρός τραυματισμός μιας φοιτήτριας, της Πέπης Ρηγοπούλου, μετέπειτα καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών, όταν μια κολώνα καταπλάκωσε τα πόδια της (αναφέρεται παρακάτω, στην συνέντευξη του χειριστή του τανκ, που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο, Ανδρέα Σκευοφύλακα).

Προηγουμένως, η τότε κυβέρνηση της ΝΔ είχε αναθέσει στον εισαγγελέα Τσεβά να βρει επί τέλους πόσοι πεθάναν την ημέρα εκείνη. Ο Τσεβάς ψάχνει και βρίσκει ΜΟΝΟ 15 ονόματα. Προσθέτει όμως στο πόρισμα του και άλλους τρεις που πέθαναν αργότερα, ενώ αναφέρει και έμμεσες μαρτυρίες.

Επισήμως ανακοινωθέντες νεκροί, σύμφωνα με το επίσημο πόρισμα Τσεβά, είναι οι ακόλουθοι:
Διομήδης Κομνηνός1. Διομήδης Ιωάννου Κομνηνός, ετών 17, μαθητής. Εφονεύθη έξωθι του Πολυτεχνείου περί ώρα 22.15′ της 16.11.73. Βασίμως πιθανολογείται ότι δράστης του φόνου τούτου είναι ο προεκτεθείς Συνταγματάρχης.

2. Βασίλειος Παναγιώτου Φαμέλλος, ετών 26. Εφονεύθη εγγύς του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως περί ώρα 22.30′ της 16.11.73, βληθείς προφανώς υπό τίνος των εκ του υπουργείου πυροβολούντων.

3. Toril Engelend, σπουδάστρια, Νορβηγίς. Εφονεύθη εις την πλατείαν Αιγύπτου περί ώρα 23.30′ της 16.11.1973 παρ’ αγνώστου δράστου.

4. Γεώργιος Ανδρέου Σαμούρης, σπουδαστής, ετών 22. Εφονεύθη υπ’ αγνώστου εις άγνωστον σημείον εξ επαφής περί το μεσονύκτιον της 16.11.1973 και το πτώμα του μετεφέρθη και απερρίφθη εις την διασταύρωσιν των οδών Καλλιδρομίου και Ζωσιμάδων (Κατάθεσις υπ’ αριθμ. 137).

5. Αλέξανδρος Ευστρατίου Σπαρτίδης, ετών 16, μαθητής. Εφονεύθη επί της οδού Κότσικα (παρόδου Πατησίων) την 10.20 ώραν της 17.11.1973, βληθείς υπό στρατιωτών εκ του κτιρίου του ΟΤΕ.

6. Μάρκος Δημητρίου Καραμάνης, ετών 23. Εφονεύθη ευρισκόμενος εις την επί της οδού Πατησίων και Αιγύπτου 1 πολυκατοικίαν την 10.30 ώραν της 17.11.1973, βληθείς ομοίως υπό στρατιωτών εκ του κτιρίου του ΟΤΕ.

7. Βασίλειος Καράκας, Τούρκος υπήκοος, ετών 43. Εφονεύθη εις την πλατείαν Αιγύπτου περί ώραν 13.00′ της 17.11.1973, βληθείς εκ διερχομένου άρματος μάχης.

8. Δημήτριος Θεοφ. Θεοδώρας, ετών 6. Εφονεύθη επί της οδού Ορεινής Ταξιαρχίας Ζωγράφου περί ώραν 13.30 της 17.11.1973, βληθείς υπό στρατιώτου ευρισκομένου έμπροσθεν του Ναού του Αγίου Θεράποντος.

9. Βασιλική Φωτίου Μπεκιάρη, ετών 17. Εφονεύθη ευρισκομένη εις την ταράτσα της επί της οδού Μεταγένους 8 – Νέος Κόσμος οικίας της περί ώρα 12.30′ της 17.11.1973, δεχθείσα εις την κεφαλήν της βλήμα αδέσποτον άρματος.

10. Γεώργιος Αλεξάνδρου Γεριτσίδης, ετών 48, εφοριακός υπάλληλος. Εφονεύθη ευρισκόμενος εν Ν. Λιοσίοις προς εκτέλεσιν υπηρεσίας περί ώραν 12.15′ της 17.11.1973 δεχθείς ομοίως βλήμα αδέσποτον άρματος μάχης εις την κεφαλήν.

11. Νικόλαος Πέτρου Μαρκουλής, ετών 25. Εφονεύθη παρά την πλατείαν Βάθης περί ώραν 11.00′της 17.11.1973, βληθείς εκ διερχομένου άρματος μάχης.

12. Στυλιανός Αγαμ. Καραγεώργης, ετών 19, εργάτης. Ετραυματίσθη θανασίμως επί της οδού Πατησίων, έμπροσθεν του κινηματογράφου ΕΛΛΗΝΙΣ, περί ώρα 10.00′της 17.11.1973, βληθείς εκ διερχομένου άρματος και απεβίωσεν εις το ΚΑΤ την 30.11.1973.

13. Ανδρέας Στεργίου Κούμπος, ετών 63. Ετραυματίσθη σοβαρώς διερχόμενος την οδό Καποδιστρίου περί ώρα 14.00′ της 18.11.1973, βληθείς εκ διερχομένου άρματος και απεβίωσε την 30.1.1974.

14. Μιχαήλ Δημήτριου Μυρογιάννης, ετών 20. Εφονεύθη εις την διασταύρωσιν των οδών Πατησίων και Στουρνάρα περί ώραν 13.30′ της 18.11.73, βληθείς δια περιστρόφου εις την κεφαλήν και

15. Κυριάκος Δημητρίου Παντελάκης, ετών 45, δικηγόρος. Ετραυματίσθη σοβαρώς επί της οδού Γλάδστωνος περί ώραν 12.40′ της 18.11.1973, βληθείς εκ διερχομένου επί της οδού Πατησίων άρματος και απεβίωσεν την 18.12.1973.

Σε σχέση με τους υποτιθέμενους νεκρούς, εντός του χώρου του Πολυτεχνείου, κατατοπιστικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από το πόρισμα (το οποίο παρατίθεται ολόκληρο στην συνέχεια του άρθρου) και στο οποίο δεν γίνεται λόγος για κάτι τέτοιο:

…Και εις το αγωνιώδες ερώτημα περί του εάν συνεθλίβησαν ή ετραυματίσθησαν άνθρωποι εκ της εισόδου του άρματος διάφορα και αντίθετα προέκυψαν εκ της ερεύνης στοιχεία. Οι παριστάμενοι τότε επικεφαλής των δυνάμεων, στρατιωτικών και αστυνομικών, αρνητικήν, μετά κατηγορηματικότητος μάλιστα, δίδουν εις το ερώτημα τούτο απάντησιν (οράτε καταθέσεις), έτερος όμως αυτόπτης, δημοσιογράφος αυτός, καταθέτει τα εξής:
«Προσποιούμενος τον αδιάφορον ρώτησα έναν αστυνομικόν: Τι έγινε; Πατήσαμε πολλούς; Μου απήντησε: Δεν βαριέσει μόνον δύο – τρεις αλήτες».
Και εις έτερον σημείον της καταθέσεως του προσθέτει: «Καθώς προχωρούσα σαστισμένος, λίγο έλειψε να σκοντάψω πάνω σε ένα σώμα που ήταν πεσμένο δίπλα από την Μερσεντές. Δύο μέτρα πιο πέρα ήταν πεσμένος άλλος ένας φοιτητής» (Κατάθεσις υπ’ αριθ. 218 και 81 και 82).

Αι τελευταίοι αύται καταθέσεις έχουν βεβαίως υπέρ αυτών την λογικότητα των πραγμάτων, όταν ληφθή υπ’ όψιν, ότι το άρμα εκινήθη αιφνιδίως και μετά δυνάμεως, καθ’ ον χρόνον συνεχίζοντα αι διαπραγματεύσεις και πλήθος σπουδαστών ευρίσκοντο επί των κιγκλιδωμάτων ή όπισθεν αυτών και εν επαφή σχεδόν προς την πύλην. Παραμένει, όμως, μόνον λίαν πιθανή και ανεπιβεβαίωτος…Περί πάντων τούτων, όμως, αναλυτικώτερον, ως ακολούθως, αφού προηγουμένως τονισθεί ότι ουδείς απολύτως εκ των σπουδαστών του Πολυτεχνείου εφονεύθη κατά το ανωτέρω τριήμερον (οράτε υπ’ αριθμ. 33437 /11.10.74 έγγραφον της Συγκλήτου του Πολυτεχνείου προς υμάς).

Μετά το 1981, η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου θέλοντας να «αποκαταστήσει» την αλήθεια του Πολυτεχνείου, κατόπιν εντολής του τότε υπουργού Δημόσιας τάξεως Γ. Σκουλαρίκη, επαναφέρθη στην ενεργό υπηρεσία με τα εύσημα του αντιστασιακού και ανέλαβε αστυνομικός διευθυντής ο Γεώργιος Σαμπάνης (είχε αποταχθεί από το καθεστώς Παπαδόπουλου), ο οποίος αναλαμβάνει να βρει τους νεκρούς-φαντάσματα του Πολυτεχνείου. Το πόρισμα είναι κυριολεκτικά καταπέλτης: Κανένας νεκρός μέσα στο πολυτεχνείο (όπως ομοίως και στο πόρισμα Τσεβά αναφέρεται) και μόνο δώδεκα γύρω από αυτό από αδέσποτες σφαίρες.

Ονόματα νεκρών, σύμφωνα με το πόρισμα Σαμπάνη και μέρος που σκοτώθηκαν.



Η ίδια κατάσταση καθαρογραμμένη.



Το πόρισμα αυτό η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το κρύβει πανικόβλητη, για να διαρρεύσει όμως και να δημοσιευθεί στον τύπο της εποχής και να φθάσει τελικά σε εσάς. Το πόρισμα Σαμπάνη θεωρείται πιο έγκυρο, γιατί συντάχθηκε το 1982, οπότε το κυνήγι των μαγισσών είχε μειωθεί και μπορούσαν να ζυγιστούν καταστάσεις πιο ψύχραιμα. Όμως αναφέρονται οι διαφορές των δύο πορισμάτων για τους σκεπτόμενους αναγνώστες.

Μια ακόμα επίσημη έρευνα για το Πολυτεχνείο πραγματοποιήθηκε το 2003 από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, για τον ακριβή αριθμό των θυμάτων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Την έρευνα παρουσίασε το περιοδικό «Ταχυδρόμος». Με βάση την έρευνα, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, οι επώνυμοι νεκροί ανέρχονται σε 23, ενώ υπάρχουν και άλλοι 16 των οποίων τα στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Στην έρευνα του διευθυντή του Ιδρύματος Λεωνίδα Καλλιβρετάκη γίνεται για πρώτη φορά προσπάθεια καταγραφής του χώρου και των συνθηκών κάτω από τις οποίες έχασαν τη ζωή τους τα θύματα της εξέγερσης. Όπως αναφέρθηκε, οι πρώτες (δημοσιογραφικές) προσπάθειες για την καταγραφή των γεγονότων μιλούσαν για 59 νεκρούς ή και 79 θύματα, με βάση τον κατάλογο Γεωργούλα. Η έρευνα του κ. Καλλιβρετάκη απαντά και σε ένα ακόμα ερώτημα. Αν υπήρχαν νεκροί μέσα ή έξω από το ΕΜΠ. Όπως προκύπτει, νεκροί υπήρχαν, αλλά είχαν χτυπηθεί στους γύρω δρόμους και μεταφέρονταν στο πρόχειρο ιατρείο που είχε στηθεί από τους φοιτητές.

Σύμφωνα μ’ αυτή την έρευνα, οι νεκροί είναι οι εξής:

16 Νοεμβρίου 1973
1. Σπυρίδων Κοντομάρης (ετών 57, 20.30)
2. Διομίδης Κομνηνός (ετών 17, 21.30)
3. Σωκράτης Μιχαήλ (ετών 57, μεταξύ 22.30 & 23.00)
4. Βασίλειος Φάμελλος (ετών 26, 23.30)
5. Torill Engeland Magrette (ετών 22, 23.30)
6. Γεώργιος Σαμούρης (ετών 22, 24.00)
7. Δημήτριος Κυριακόπουλος (βραδυνή ώρα – κατέληξε 19/11/73)
8. Σπύρος Μαρίνος (Γεωργαράς) (ετών 35, βραδυνή ώρα)

17 Νοεμβρίου 1973
9. Νικόλαος Μαρκούλης (ετών 24 , πρωινή ώρα, κατέληξε 19/11/73)
10. Αικατερίνη Αργυροπούλου (ετών 76, 10.00, κατέληξε Μάιο ’74)
11. Στυλιανός Καραγεωργής (ετών 19, 10.15)
12. Μάρκος Καραμανής (ετών 23, 10.30)
13. Αλέξανδρος Σπαρτίδης (ετών 16, 10.30-11.00)
14. Δημήτριος Παπαϊωάννου (ετών 60, 11.30)
15. Γεώργιος Γερτζίδης (ετών 48, 11.30)
16. Βασιλική Μπεκιάρη (ετών 17, 12.00)
17. Δημήτρης Θεοδωράς (ετών 5 1/2, 13.00)
18. Αλέξανδρος Βασίλειος (Μπασρί) Καράκας (ετών 43, 13.00)

18 Νοεμβρίου 1973
19. Αλέξανδρος Παπαθανασίου (ετών 59, 10.00)
20. Ανδρέας Κούμπος (ετών 63, 11.00, κατέληξε στις 30/1/1974)
21. Μιχαήλ Μυρογιάννης (ετών 20, 12.00)
22. Κυριάκος Παντελεάκης (ετών 43, 12.00-12.30)
23. Ευστάθιος Κολινιάτης (κατέληξε στις 21/11/73)

Μια ακόμα μαρτυρία, παρ’ ότι μπορεί να χαρακτηριστεί ως «μειωμένης αξιοπιστίας», δώθηκε 30 χρόνια μετά, το 2003 από τον χειριστή του τανκ που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο, Ανδρέα Σκευοφύλακα (ολόκληρη η συνέντευξή του στην συνέχεια του άρθρου):

«H καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. H αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ από το άρμα και μπήκα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί»

Οι μαρτυρίες και τα στοιχεία όμως δεν σταματούν εδώ:
1. Η υπ’ αριθμόν 33437 αναφορά της συγκλήτου του Πολυτεχνείου της 11/10/1975, προς τον εισαγγελέα Δ. Τσεβά, που επιβεβαιώνει ότι κανένας σπουδαστής δεν σκοτώθηκε κατά το τριήμερο

2. Η μαρτυρία του πρυτάνεως του Ε.Μ.Π. Κωνσταντίνου Κονοφάγου στις 20/1/1975, στο πενταμελές εφετείο Αθηνών, ότι μέσα στο πολυτεχνείο δεν σκοτώθηκε κανείς φοιτητής και τα ίδια βεβαιώνει και στο βιβλίο του «Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου» 1982 με την προσθήκη ότι ούτε κανείς άλλος πολίτης έχασε την ζωή του μέσα στο Πολυτεχνείο.

3. Μολονότι το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος απεφάσισε, κατόπιν εντολών του τότε υπουργού Δημοσίων Έργων και μετέπειτα Δικαιοσύνης, Γεώργιου Αλέξανδρου Μαγκάκη, να απονείμει «τιμητική σύνταξη» στις οικογένειες των σπουδαστών που «έχασαν την ζωή τους στο Πολυτεχνείο», ουδείς δικαιούμενος ή μαυροφορεμένη μητέρα ανευρέθη ή έλαβε την ανωτέρω σύνταξιν, που παρέμεινε τελικώς αζήτητη.

Θα αναλογιστεί κάποιος βεβαίως, τι σημασία έχει αν δολοφονήθηκαν ή έφαγαν αδέσποτες, εντός ή εκτός του Πολυτεχνείου; Τι σημασία έχει αν ήταν 15 ή 105; Ελάχιστη ίσως. Το αίμα είναι αίμα, ασχέτως αν σε κάποιες από τις καταστάσεις που κυκλοφορούν, προστέθηκαν κι άτομα που δεν είχαν καμία σχέση με τα γεγονότα και είχαν αποβιώσει από άλλα αίτια, μέσα στα νοσοκομεία. Κάποιοι όμως, πάνω σ’ αυτό το αίμα, δημιούργησαν κι έναν μύθο και πατώντας σ’ αυτόν, το καπηλεύτηκαν. Ονόματα δεν λέμε…

Ξεπερνώντας μάλιστα και τους πιθήκους σε θράσος, οκτώ βουλευτές της «Νέας Δημοκρατίας», του κόμματος, δηλαδή, που καθιέρωσε το «γιορτασμό» του Πολυτεχνείου», υπέβαλαν το 1984 στη Βουλή, ερώτηση, ζητώντας από τους «πράσινους» να τους πουν «πόσοι και ποιοι είναι οι νεκροί του Πολυτεχνείου». Φυσικά, η κυβέρνηση δεν απάντησε και το θέμα «πνίγηκε», γιατί «δεξιοί και αριστεροί» κατάλαβαν πως η αλήθεια πάνω σ’ αυτό θα τους έκαιγε όλους, μιας και θα γκρέμιζε το μύθο που τόσο τους εξυπηρέτησε όλα αυτά τα χρόνια. Την «ερώτηση» την κατέθεσαν οι Ν. Κλείτος, Α. Κονταξής, Γ. Μάνικας, Α. Μπάλκος, Γ. Ζούρλας, Δ. Φράγκου, Δ. Χατζηδημητρίου και Π. Χατζηνικολάου και πήραν την «πληρωμένη» απάντηση από τον τότε υπουργό Σκουλαρίκη, που τους είπε: «Τιμούμε αυτούς που τιμούσε το κόμμα σας όταν ήταν κυβέρνηση!».

Προηγουμένως, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής -θέλοντας να φανεί «εθνικός ηγέτης» για να περάσει στην Προεδρία της Δημοκρατίας- έκανε κάτι θλιβερό και πρωτοφανές στα παγκόσμια χρονικά: Έβαλε τον τότε πρόεδρο της Βουλής Παπασπύρου (τον περιβόητο Παλάντζα) να οδηγήσει το Σώμα των βουλευτών στον «ηρωικό τόπο», όπου και «έλυσε τη συνεδρίαση της Βουλής»!

Σε εφημερίδα της εποχής, διαβάζουμε τα εξής σχετικά:

Μετά τις ομιλίες (στη Βουλή) τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή και αμέσως ύστερα, ώρα μία το μεσημέρι, σχηματίστηκε η πορεία με επικεφαλής το προεδρείο. Δια των οδών Αμαλίας, Πανεπιστημίου και Πατησίων έφθασαν στο Πολυτεχνείο, όπου χιλιάδες λαού υποδέχθηκαν με παρατεταμένα χειροκροτήματα τους αντιπροσώπους του έθνους.

 

Επικεφαλής της πορείας ήταν ο πρόεδρος της Βουλής κ. Δ. Παπασπύρου και ο αντιπρόεδρος κ. Μπουρνιάς. Πήραν μέρος οι βουλευτές όλων των κομμάτων που βρίσκονταν στην αίθουσα την ώρα που αποφασίστηκε. Μεταξύ άλλων, οι κ.κ. Παν. Κανελλόπουλος και βουλευτές της Ν.Δ. Ι. Αλευράς, Ι. Χαραλαμπόπουλος (κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ) και πολλοί βουλευτές του κόμματος, ο αρχηγός της ΕΔΗΚ κ. Ι. Ζίγδης και βουλευτές του κόμματος, οι βουλευτές του ΚΚΕ κ.κ. Κάππος, Βασάλος, Δαμανάκη, ο κ. Κύρκος του ΚΚΕ εσ. και οι ανεξάρτητοι κ.κ. Αλαβάνος, Τσουδερού. Ο πρόεδρος της Βουλής κ. Δ. Παπασπύρου, καταθέτοντας στεφάνι είπε και τα εξής:

 

«Τον Νοέμβρη του 1973 γράφτηκε το έπος του Πολυτεχνείου που έχει καταγραφεί στις ένδοξες σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Και τη νύχτα της τελευταίας ημέρας, είχαμε τις ώρες της ντροπής και της καταισχύνης, όταν Έλληνες με στρατιωτικές στολές επάνω στα τανκς παρεβίαζαν το πανεπιστημιακό άσυλο σπέρνοντας ταυτόχρονα τον θάνατο σε πολλούς αγωνιστές που είχαν συγκεντρωθεί εκεί για να εκδηλώσουν την αγάπη και την αφοσίωση τους προς την Ελευθερία και τη Δημοκρατία». Και αυτή η καταισχνύνη που γράφηκε το βράδυ εκείνο από την απαράδεκτη επιδρομή που έγινε στο Ανώτατο αυτό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα…».

Και όλα τα παραπάνω για αγωνιστές που τους σκότωσαν τα τανκς κ.λπ. κ.λπ., την ώρα που ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ που ήταν μέσα δηλώνουν πως το τανκ (ένα ήταν) μπήκε κατόπιν συνεννοήσεως μεταξύ αυτών και Στρατού! Ο πολιτικαντισμός -που δεν νοιάζεται για το τι μπορεί να ανατινάξει στον αέρα- σε όλο το μεγαλείο του.

Ο μύθος της Ηλένιας Ασημακοπούλου
Η «θλιβερή» ιστορία της Ηλένιας -για όσους δεν την ξέρουν ή δεν την θυμούνται- έχει ως εξής:
Την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, το 1974, ανάμεσα στα λουλούδια και τις φωτογραφίες υπαρκτών και ανύπαρκτων «νεκρών» (σύγχρονων και παλαιότερων, μια και είχαν βάλει φωτογραφίες σκοτωμένων του 1944, του 1950 κλπ.) που γέμισαν το πολυπαθές κτίριο, τις μάντρες, τις αυλές και τα κάγκελα του, ήταν και το σκίτσο μιας ωραιότατης κοπέλας. Δίπλα, στο ίδιο κάγκελο υπήρχε ένα σημείωμα με τα εξής δακρύβρεχτα: «Την λένε Ηλένια Ασημακοπούλου. Είναι το κορίτσι μου. Χάθηκε το βράδυ της σφαγής. Κανένας δεν την ξανάδε. Πήγα σπίτι της αλλά έχουν χαθεί και οι γονείς της. Όποιος ξέρει για το μαρτυρικό τέλος της ας με πληροφορήσει».

Το «δράμα» το πήραν οι εφημερίδες και μία από αυτές, η «Αυγή», έγραψε κατά λέξη, τα εξής κάτω από το σπαραξικάρδιο τίτλο: «ΤΙ ΑΠΟΓΙΝΕ Η ΗΛΕΝΙΑ ΜΟΥ; Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΕΝΟΣ ΑΓΟΡΙΟΥ ΠΟΥ ΨΑΧΝΕΙ ΑΚΟΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ» και τον υπότιτλο: «Ηλένια Ασημακοπούλου. Χτυπήθηκε στις 17 Νοέμβρη στη Στουρνάρη οπό σφαίρα. Τι απόγινε;».

Στην συνέχεια το «αγόρι» της «Ηλένιας Ασημακοπούλου», αφηγείται την «τραγωδία»:

Ήμασταν μαζί με την Ηλένια μέσα στο Πολυτεχνείο. Μετά την εισβολή, βγήκαμε δίπλα δίπλα οπό την έξοδο της Στουρνάρη. Ένας οπλισμένος τη σημάδεψε εν ψυχρώ και οι σφαίρες τη βρήκαν στην πλάτη. Ακούμπησε πάνω μου βγάζοντας αίμα από το στόμα κι έπειτα έπεσε. Με συλλάβανε και στην Ασφάλεια μου πήραν το πουλόβερ μου που ήταν κόκκινο από το αίμα της. Δεν τους μίλησα καθόλου για την Ηλένια, για να την προφυλάξω, αν ζούσε… Όταν με άφησαν, το Φλεβάρη του ’74. πήγα στο Χαλάνδρι όπου έμενε με την οικογένεια της. Μα οι γονείς της με τον μικρότερο αδερφό της είχαν εξαφανιστεί και στο σπίτι έμεναν άγνωστοι. Όσο κι αν ρώτησα δεν ήξεραν τίποτα. Ούτε κι από το σχολείο της. το Κολέγιο Αγ. Παρασκευής, έβγαλα άκρη. Ίσως οι γονείς της φοβήθηκαν για το δεύτερο παιδί τους κι εξαφανίστηκαν. Όλα αυτά δεν τα κατέθεσα στον κ. Τσεβά γιατί φοβόμουν.

Το όνομα του νέου, ήταν Γιάννης Ηλιόπουλος και ήταν μαθητής της Ιδιωτικής Σχολής Ηλεκτρονικών «ΑΤΟΜ», στην οδό Πατησίων.

Σε λίγο όμως αποκαλύφθηκε πως το σκίτσο της «δολοφονημένης» Ηλένιας -στο οποίο τόσοι φοιτητές και τόσες φοιτήτριες γονυπέτησαν δακρυσμένοι- ήταν παρμένο από διαφήμιση σαμπουάν της αγγλικής εταιρίας «ΜΠΡΕΚ» και είχε δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά και στην αγγλική έκδοση του τριμηνιαίου «Βογκ» (το σκίτσο της διαφημίσεως -είναι «παστέλ»- το φιλοτέχνησε ο Άγγλος ζωγράφος Νίκολας Ίγκον και ως μοντέλο ποζάρισε η Νεοζηλανδή Νάνσι Κρίντλαντ, γνωστό και πανάκριβο φωτομοντέλο, που από ηλικίας 4 χρονών ζούσε στο Λονδίνο). Μετά τη διαπίστωση της απάτης, πανικόβλητοι οι διοργανωτές του πανηγυριού έσπευσαν να παραπέμψουν σε δίκη τον Ηλιόπουλο -από το όνομα του φαίνεται «γέννησε» την Ηλένια- ο οποίος καταδικάστηκε (άρον άρον στις 18/2/75) σε φυλάκιση οκτώ μηνών. Πάντως, μπορεί να καταδικάστηκε και όλοι οι κουλτουριαραίοι να έριξαν σ’ αυτόν όλες τις κατάρες του «απάνω κόσμου», αλλά εκείνος είχε κερδίσει: Το όνομα της Ηλένιας εκφωνήθηκε πρώτο στον πίνακα των νεκρών και σε αυτήν, κατατέθηκαν τα περισσότερα στεφάνια, με πρώτο και καλύτερο εκείνο της Ιωάννας Τσάτσου -συζύγου του τότε προέδρου της Δημοκρατίας- η οποία μάλιστα, γονάτισε μπροστά, στο σκίτσο και δάκρυσε. Ο πανίσχυρος δε, τότε Καραμανλής, ζήτησε φωτογραφία του σκίτσου.

Αριστερά η φωτογραφία της «Ηλένιας» στο χώρο του Πολυτεχνείου και δεξιά η αυθεντική φωτογραφία…




Η περίπτωση όμως έχει και ένα δίδαγμα. Και στο θέμα αυτό την «πλήρωσε» ένα απλό ανθρωπάκι, ενώ ολόκληρα χρόνια τώρα οι βιαστές της μνήμης του Έθνους -με τους ψιθύρους και τις «διαβεβαιώσεις» τους για «εκατόμβες» (ο τότε δήμαρχος Ζωγράφου μάλιστα, Δ. Μπέης, μετά από κατάθεση που έδωσε στον ανακριτή Τσεβά ο δημοσιογράφος και «Σαμαρείτης του Σταθμού Πρώτων Βοηθειών» Γρηγόρης Παπαδάτος, βεβαίωνε με μεγαλειώδη σοβαρότητα ότι οι νεκροί ήταν τόσο πολλοί ώστε η χούντα τους έθαψε σε ομαδικούς τάφους με μπουλντόζες έξω από το νεκροταφείο του Ζωγράφου) κ.λπ.- κλονίζουν την εμπιστοσύνη του λαού στη δικαιοσύνη και με τα ολέθρια ψέματα τους αναμοχλεύουν πάθη και μίση, χωρίς να πάθουν τίποτα. Οι ίδιοι, μάλιστα, κάθε φορά «παράγοντες» με υποκρισία -αφού ξέρουν ποια είναι η αλήθεια!- μετέχουν στις παραπλανητικές τελετές, θεατρινίζουν και κάνουν το κάθε τι για «να τους πιάσει ο φακός» και να φιγουράρουν «θλιμμένοι προσκυνητές» στις εφημερίδες και την τηλεόραση. Και φτάσαμε σε σημείο να πάει «εν σώματι» η Βουλή, πριν από λίγα χρόνια, εκεί και να αφιερώσει ο αλήστου μνήμης Παπασπύρου τη συνεδρίαση «σε εκείνους που θυσίασαν ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟ ΧΩΡΟ τη ζωή τους», χωρίς να τον «τσιμπήσει» ο Εισαγγελέας για τη βάναυση προσβολή της Δικαιοσύνης που διάπραττε, αφού εκείνος -καθώς και οι άλλοι που τον συνόδευαν- γνώριζε ότι το δικαστήριο είχε δεχτεί πως κανένας δεν είχε σκοτωθεί στο Πολυτεχνείο.

Η διαφιλονικούμενη αιματοβαμμένη σημαία του Πολυτεχνείου και τα βασανιστικά ερωτήματα…Η αιματοβαμμένη σημαία του Πολυτεχνείου


Τις επόμενες ώρες, από την ημέρα της εισβολής του τανκ στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, βρέθηκε εκεί μια αιματοβαμμένη ελληνική σημαία. Αυτή η σημαία έμελλε να γίνει το σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.

Πως όμως βρέθηκαν αίματα στη σημαία αυτή, καθώς αποδεδειγμένα, νεκροί και αιματηρές συμπλοκές μεταξύ φοιτητών και στρατιωτών δεν υπήρχαν εκείνη ημέρα στον χώρο του Πολυτεχνείου; Η μόνη τραυματίας, ήταν η φοιτήτρια Πέπη Ριγοπούλου (τραυματίστηκε στο πόδι από τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου του πρυτάνεως που εκτοξεύθηκε εναντίον της, όταν το τανκ έριξε την πύλη).

Αν επρόκειτο για κάποιον τραυματία, γιατί δεν βγήκε ποτέ να δώσει λίγο φως σ’ αυτό το μυστήριο; Αλλά κι έτσι να γινόταν, από πότε το αίμα ενός τραυματία γίνεται σύμβολο αγώνων; Των νεκρών, τι πρέπει να γίνεται τότε;

Το αίμα και η σημαία ανήκουν όντως σε νεκρό; Και τότε πως βρέθηκε η σημαία στον χώρο του Πολυτεχνείου, αφού όπως προαναφέρθηκε, νεκρός εκεί δεν υπήρξε;

Δίπλα ή κοντά στην σημαία, δεν θα έπρεπε να υπάρχει και ο νεκρός; Που ‘ν ‘τος;

Τα ερωτήματα είναι ουσιαστικά και πειστική απάντηση δεν έχουν λάβει, αφήνοντας έτσι να αιωρείται η σκέψη που κάνει ο κάθε καχύποπτος: Ότι η αιματοβαμμενη σημαία, δεν αποτελεί τίποτε άλλο από ένα κατασκευασμένο σύμβολο, αντάξιο των κατασκευασμένων ηρώων της εποχής αυτής (οι οποίοι «ήρωες», έφτασαν να κοσμούν και πολλές οδούς με την επιγραφή «Ηρώων Πολυτεχνείου»).

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ιστορία αυτής της σημαίας, στα χρόνια που ακολούθησαν, εξελίχτηκε σε μια φαρσοκωμωδία…

Μετά την ανεύρεσή της, η σημαία φυγαδεύτηκε στα γραφεία της εφημερίδας «Βραδυνή» στην Ομόνοια. Την παρέδωσαν μάλιστα στα χέρια του τότε εκδότη της εφημερίδας Τζώρτζη Αθανασιάδη.

Ο τρόπος διαφυγής της σημαίας από το Πολυτεχνείο παραμένει άγνωστος. Εκείνο που έχει γίνει γνωστό είναι ότι το 1974 (με τη μεταπολίτευση) η σημαία έφθασε στην ΕΦΕΕ και στον πρώτο πρόεδρό της Γ. Σταματάκη της ΚΝΕ. Στην πορεία της πρώτης επετείου του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1975, τη σημαία κρατούσαν οι Στέφανος Τζουμάκας, Σταματάκης και Χρύσανθος Λαζαρίδης (ΚΚΕ Εσωτερικού τότε). Το 1976 η σημαία πέρασε στα χέρια του Σ. Τζουμάκα της ΠΑΣΠ, προέδρου στην ΕΦΕΕ. Από τον Σ. Τζουμάκα η σημαία πέρασε στον Χρήστο Παπουτσή, ο οποίος παρέμεινε πρόεδρος της ΕΦΕΕ ως το 1980, όντας μάλιστα τελευταίος που θήτευσε σε αυτή τη θέση. Εν συνεχεία το Κεντρικό Συμβούλιο της ΕΦΕΕ αδυνατούσε να συγκροτήσει προεδρείο, ώσπου να περιπέσει σε οριστική απραξία το 1995. Μετά τον Χ. Παπουτσή η σημαία πέρασε στα χέρια (και στη φύλαξη πια) του Φ. Χατζημιχάλη, ο οποίος με τη σειρά του την παρέδωσε στα χέρια του Ι. Τσαμπουργκέλη. Από το 1982 η σημαία «έφυγε» από τα γραφεία της ΕΦΕΕ στην οδό Ιπποκράτους και πέρασε στην…παρανομία, στη μυστική φύλαξή της δηλαδή σε σπίτια στελεχών της ΠΑΣΠ.

Οι καβγάδες μεταξύ των παρατάξεων ήταν ομηρικοί, αλλά πάντοτε στο τέλος το ΠΑΣΟΚ κατάφερνε να την κρατήσει και να την κληρονομεί από στέλεχος σε στέλεχος. Από ένα σημείο και μετά μάλιστα, η σημαία βρίσκεται στα χέρια κάποιου ή κάποιων τους οποίους δεν γνωρίζει ακόμη και η επίσημη ηγεσία του κόμματος, προφανώς γιατί δεν ασχολήθηκε ποτέ σοβαρά για να το μάθει. Η σημαία που όλον τον χρόνο είναι άφαντη, το μεσημέρι της 17ης Νοεμβρίου κατεβαίνει στην οδό Πατησίων για να τεθεί επικεφαλής της πορείας προς την αμερικανική πρεσβεία. Ενώ μόλις ολοκληρωθεί η πορεία, η σημαία περνάει στα χέρια της ΠΑΣΠ, τυλίγεται προσεχτικά και από τότε οι πάντες αγνοούν την τύχη της.

Το καλύτερο από όλα, είναι το γεγονός ότι η σημαία έχει πλυθεί στο πλυντήριο για να φύγουν τα αίματα! Παρά το γεγονός, ότι αυτό έχει συμβεί πριν από αρκετά χρόνια κρατείται ως μυστικό για λίγους μυημένους. Συγκεκριμένα την έπλυνε η μητέρα ενός φοιτητή όταν την ανακάλυψε κρυμμένη σε ένα μπαούλο ερχόμενη στην Αθήνα για να δει τι κάνει ο γιος της και να του συγυρίσει την γκαρσονιέρα στην οποία έμενε.

To KKE και το μυστήριο της «Πανσπουδαστικής Νο 8»
Δεν υπάρχει «ζύμωση» στα αμφιθέατρα, κάθε φορά που συζητείται το Πολυτεχνείο, που να μη «χτυπά κόκκινο» στο άκουσμα μιας φράσης: «Πανσπουδαστική Νο 8». Πρόκειται για το αντιστασιακό φοιτητικό φυλλάδιο του ΚΚΕ «Πανσπουδαστική», τεύχος οκτώ, που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του ’74. Επιχείρησε να αποτιμήσει την εξέγερση και να απαντήσει στις συκοφαντίες της ΕΣΑ περί «αναρχικών στοιχείων» που εισέβαλαν και έδρασαν στο Πολυτεχνείο. Όμως, από τη μία όχθη πέρασε στην άλλη: Αφού κατήγγειλε «τις αφηνιασμένες προσπάθειες της χουντικής ΚΥΠ και των πληρωμένων πρακτόρων της να διαστρέψουν την πορεία και το περιεχόμενο της εξέγερσης», φοβούμενο εκτροπή του αγώνα, συνέχισε: «Καταγγέλλουμε τη προσχεδιασμένη εισβολή στο χώρο του Πολυτεχνείου την Τετάρτη, 14 του Νοέμβρη, 350 περίπου οργανωμένων πρακτόρων της ΚΥΠ (…) με σκοπό να προβάλλουν με κάθε μέσο τραμπουκισμού και προβοκάτσιας γελοία και αναρχικά συνθήματα που δεν εκφράζανε τη στιγμή και τις συγκεκριμένες δυνάμεις». Παρέπεμπε -κατά γενική παραδοχή- στους 350 περίπου φοιτητές της Νομικής που διέκοψαν τη δική τους συνέλευση και με παρότρυνση του συναδέλφου τους από τη Φαρμακευτική (και μέλους της ΑΑΣΠΕ) Δ. Μαυρογένη έφθασαν, όλοι μαζί, από τη Σόλωνος στο Πολυτεχνείο. Σε άλλη σελίδα ο Δ. Μαυρογένης καταγγέλλεται ως «πράκτορας».

Το κείμενο δεν έχει αποκηρυχθεί επισήμως από το ΚΚΕ. Τα τότε στελέχη της ΚΝΕ, στην πλειονότητά τους, έχουν αποχωρήσει από το ΚΚΕ, ενώ το κόμμα δεν πήρε ποτέ θέση.

Το επίμαχο απόσπασμα:



Κι εδώ ολόκληρο το φυλλάδιο.

Η καταγγελία της «Πανσπουδαστικής» έπεσε σαν βόμβα στους πρωταγωνιστές του Πολυτεχνείου κι αμφισβητήθηκε τόσο η γνησιότητά της, όσο και συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες εκδόθηκε. Έτσι, η πρώτη μεταπολιτευτική ενέργεια 16 μελών της Συντονιστικής Επιτροπής, από όλες τις παρατάξεις, ήταν να συγκεντρωθούν (28 Σεπτεμβρίου 1974) και να εκδώσουν «τη μία και μοναδική ανακοίνωση εκτίμησης της εξέγερσης», ώστε να γίνει σαφές ότι «η άλλη» ήταν πλαστή.

Το Πολυτεχνείο, η χούντα και ο Κίσινγκερ
Σύμφωνα με επιστολή που απέστειλε στο «Βήμα» (2-7-2011), ο πρέσβης της Ελλάδος στην Αίγυπτο, κατά την περίοδο της δικτατορίας, Αντώνιος Κοραντής, η ανατροπή του Παπαδόπουλου, οφείλεται καθαρά στους Αμερικανούς, λόγω της άρνησής του να επιτρέψει την διέλευση και τον ανεφοδιασμό των αμερικανικών αεροπλάνων, που είχαν σαν στόχο την παροχή βοήθειας στο Ισραήλ, κατά τον «Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ» (ή αλλιώς Δ’ αραβοϊσραηλινός πόλεμος), τον Οκτώβριο του 1973…

[…] Κατά την εποχή του τέταρτου Αραβοϊσραηλινού Πολέμου ή, όπως αποκλήθηκε, του «Γιομ Κιπούρ» ή του «Ραμαντάν» -πριν και μετά- ήμουν πρέσβης της Ελλάδας στο Κάιρο, την μεγαλύτερη ελληνική πρεσβεία, τουλάχιστον, κατά τους τότε ιθύνοντας, στη Μέση Ανατολή, στον αραβικό κόσμο και στην Αφρική γενικότερα.

 

Ο πόλεμος εξερράγη με πρωτοβουλία αποκλειστικά του Σαντάτ -διαφωνώ πλήρως με τον χαρακτηρισμό του ως ανδρός «μετρίου σχήματος»-, όπως προκύπτει από το βιβλίο του «Ιn search of identity» κ.λπ. Και αφού ο λόγος περί του αειμνήστου, άκρως φιλέλληνα, προέδρου Ανουάρ ελ Σαντάτ, κρίνω σκόπιμο να υπενθυμίσω ότι σ΄ αυτόν, κατ΄ εμέ, οφείλει ο πολύ Κίσινγκερ το βραβείο Νομπέλ της Ειρήνης και οι ΗΠΑ ίσως τη μεγαλύτερη επιτυχία τους στη μεταπολεμική εξωτερική πολιτική τους.

 

Λίγες ημέρες μετά την έκρηξη του πολέμου, που κατέλαβε εξαπίνης τους Ισραηλινούς -λόγω της Μεγάλης Εορτής των οποίων, του «Γιομ Κιπούρ», ήσαν υποχρεωμένοι σε ακινησία-, με κάλεσε στο γραφείο του επειγόντως ο τότε υπουργός Εξωτερικών και ισχυρός άνδρας του καθεστώτος Ισμαήλ Φάχμι και με παρεκάλεσε να παρέμβω στην Αθήνα για να βρεθεί Έλληνας εφοπλιστής να διαθέσει πετρελαιοφόρα για τη μεταφορά υγρών καυσίμων από Βεγγάζη στην Αλεξάνδρεια, καθ΄ όσον ήταν αδύνατος, λόγω των πολεμικών γεγονότων, ο ανεφοδιασμός της τελευταίας από τα διυλιστήρια του Πορτ Σουέζ. Η Αθήνα αποδέχθηκε το αιγυπτιακό αίτημα και η Αλεξάνδρεια -η περί αυτήν περιοχή είχε κηρυχθεί από τους Ισραηλινούς «πολεμική ζώνη» και όλα τα εμπορικά πλοία που μετέφεραν κυρίως σιτηρά, τα οποία εστερείτο τότε η Αίγυπτος, ανέστρεφαν πρύμναν- ανεφοδιάστηκε πλήρως σε πετρέλαιο. Δεν πρόκειται να αναφέρω το όνομα του διαθέσαντος τα πετρελαιοφόρα εφοπλιστού δι΄ ευνοήτους λόγους. Πάντως, η ενέργειά του έσωσε, κατά κάποιον τρόπο, την Αίγυπτο, πράγμα που η τότε κυβέρνησή της ανεγνώρισε, όπως είμαι σε θέση να γνωρίζω.

 

Μετά μία εβδομάδα περίπου, αν πάντοτε δεν με απατά η μνήμη μου, μου τηλεφώνησαν γύρω στις 11 (23.00) τη νύχτα να μεταβώ τα μεσάνυχτα στο γραφείο του Σαντάτ «για κάτι το κατεπείγον». Πράγματι, πήγα στα Ανάκτορα και ο Σαντάτ μού είπε, χωρίς περιστροφές, τα εξής -τα αναφέρω, κατ΄ ανάγκην, περιφραστικά: «Πείτε στον ομόλογό μου και συνάδελφον εν όπλοις ότι ο Κίσινγκερ προτίθεται να στείλει αεροπορικώς μεγάλη βοήθεια σε υπερσύγχρονο πολεμικό υλικό στο κινδυνεύον Ισραήλ, και θα ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση την άδεια υπερπτήσεως και προσγειώσεως σε ελληνικά αεροδρόμια των μεταφερόντων το υλικό τούτο αμερικανικών αεροπλάνων. Εμείς οι στρατιωτικοί είμεθα τίμιοι άνθρωποι, γι΄ αυτό πιστεύω ότι και ο συνάδελφός μου Έλληνας πρόεδρος θα συγκατανεύσει. Όπως βλέπετε, ο αραβικός κόσμος είναι τώρα ενωμένος στον κοινόν αγώνα και ο πρόεδρός σας πρέπει να λάβει τούτο σοβαρά υπόψη και να απορρίψει το αίτημα Κίσινγκερ, άλλως ξεχάστε τον κόσμον αυτόν, με όλες τις δυσάρεστες συνέπειες για τον Ελληνισμό» κ.λπ.

 

Επιστρέψας στην πρεσβεία συνέταξα ένα άκρως απόρρητο τηλεγράφημα -διπλής κρυπτογραφήσεως- και το έδωσα γύρω στις δύο το πρωί στους συνεργάτες μου για τα περαιτέρω. Ομολογώ ότι βρέθηκα ενώπιον του μεγαλύτερου διλήμματος της καριέρας μου: «Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα»! Τελικώς, αναλογιζόμενος τους Έλληνες στις αραβικές χώρες, εισηγήθηκα την αποδοχή του αιτήματος του Αιγυπτίου προέδρου. Το τηλεγράφημα είχε πρώτο παραλήπτη τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Γ. Παπαδόπουλο, με κοινοποίηση στους Σπ. Μαρκεζίνη και Χ. Ξανθόπουλο-Παλαμά, αντιστοίχως πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών.

 

[…] Όπως πληροφορήθηκα τότε, και οι τρεις προαναφερθέντες συμφώνησαν με την εισήγησή μου και απαγορεύθηκε η διέλευση κ.λπ. Στη συνέχεια, έσπευσα να γνωστοποιήσω στον Αιγύπτιο πρόεδρο τη θετική απάντηση της Αθήνας. Παραλείπω τα λοιπά περί της ευγνώμονης στάσεως του Σαντάτ υπέρ ημών, που ήλθε δυστυχώς να ανακόψει η δολοφονία του (6.10.1981).

 

Μετά την ανάκλησή μου στην κεντρική υπηρεσία, ζήτησε να με δει στο σπίτι του ο μακαρίτης πρέσβης Σπύρος Τετενές, στενότατος φίλος μου. Με υποδέχθηκε με τις λέξεις: «Αντώνη, ξέρεις ότι εσύ έριξες τον Παπαδόπουλο; Μου το είπε ο Παλαμάς σοβαρολογώντας!». Και μου εξήγησε τι είχε συμβεί: «Στην πρόσφατη Σύνοδο του Συμβουλίου των ΥΠΕΞ του ΝΑΤΟ και κατά την έξοδο από την αίθουσα συνεδριάσεων ο Αμερικανός ΥΠΕΞ κ. Χένρι Κίσινγκερ επλησίασε τον Έλληνα ομόλογό του και κινώντας απειλητικά τον αντίχειρά του είπε υψηλόφωνα: “Αυτό που κάνατε με τα αμερικανικά αεροπλάνα, θα το πληρώσετε πολύ ακριβά”».

 

Τα ίδια μου επανέλαβε ο μακαρίτης υπουργός μου σε τυχαία συνάντηση -και λίγους μήνας προ του θανάτου του- στο γνωστό καφέ της Γενεύης «Αux Αmbassadeurs», προσθέσας τα ακόλουθα: «Κατόπιν των όσων σας ανέφερα,τι γνώμη έχετε για την εξέγερση του Πολυτεχνείου που έλαβε χώρα μερικές εβδομάδες αργότερα;». Σε απάντησή μου ότι δεν μπορούσα να αποκριθώ, εφάνη εκνευριζόμενος λέγοντάς μου: «Λυπάμαι, γιατί διπλωμάτης με την εμπειρία σας, δεν αντελήφθη ποίος ήταν όπισθεν της εξεγέρσεως κάτι το ολοφάνερο». Προφανέστατα, υπονοούσε τον αμερικανικό παράγοντα.

 

[…] Ευελπιστώ, λοιπόν, ότι όσα αποκαλύπτω ανωτέρω θα γίνουν πιστευτά και θα τεθεί τέρμα στην εκμετάλλευση της εξεγέρσεως του Πολυτεχνείου από ορισμένους που συμμετέσχον σε αυτήν, αλλά δεν τη διοργάνωσαν.

 

Μετά πάσης τιμής,
Α. Ι. Κοραντής
Πρέσβης ε.τ.

Τί προσφέρει ο εορτασμός του Πολυτεχνείου;
Ένας μύθος, που συνεχίζει να συντηρείται έντεχνα απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα και πάνω κάτω αυτό μαθαίνουν σήμερα τα Ελληνόπουλα, είναι ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου έριξε την Χούντα. Φυσικά, η Χούντα δεν έπεσε απ’ τους φοιτητές (έπεσε μόνο ο Παπαδόπουλος, τον οποίο ανέτρεψε ο επίσης δικτάτορας Ιωαννίδης), αλλά κατέρρευσε σχεδόν μόνη της με τα γεγονότα της Κύπρου τον Ιούλιο του 1974. Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ηρεμία επικρατούσε παντού λόγω του στρατιωτικού νόμου και στις 25 του μηνός γίνεται νέο στρατιωτικό κίνημα που ρίχνει τον Παπαδόπουλο και φέρνει στην εξουσία τον ταξίαρχο Ιωαννίδη. Συνεπώς η κατάληψη του Πολυτεχνείου ουδεμία επίδραση δεν είχε στην αποκατάσταση της δημοκρατίας, αντίθετα έφερε μια πιο σκληρή δικτατορική διακυβέρνηση.

Κάθε καθεστώς χρειάζεται έναν ιδρυτικό μύθο, ένα ιδεολόγημα, ώστε να διαιωνίζει την πολιτική του κυριαρχία.

Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία είχε ως ιδεολόγημα τη συντριβή του κομμουνισμού, αντίληψη στην οποία συμμετείχαν το Κέντρο και η Δεξιά, δηλαδή το 80% του πολιτικού σώματος. Το ιδεολόγημα αυτό, χρήσιμο επί πολλές δεκαετίες, αποτελούσε αυτονόητη επιλογή για ένα κράτος ενταγμένο στο δυτικό στρατόπεδο, το οποίο περιβαλλόταν από εχθρικά κράτη με κομουνιστικό καθεστώς και εδαφικές διεκδικήσεις.

Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία έχει ως ιδεολόγημα το Πολυτεχνείο, καθώς το πολιτικό σώμα και η καθεστωτική διανόηση μετακινήθηκαν εμφανώς προς τα αριστερά μετά το 1974, εξέλιξη που εξακολουθεί και σήμερα.

Η κεφάλα του Νικόλαου Σβορώνου στο ΠολυτεχνείοΗ ανύπαρκτη νεκρή Ηλένια Ασημακοπούλου, η οποία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αποδείχθηκε μοντέλο σε διαφήμιση σαμπουάν, οι φημολογίες για το «τανκ που πάτησε τα παιδιά», οι ανασκαφές στο νεκροταφείο Ζωγράφου, ώστε να εντοπιστούν οι «εκατοντάδες νεκροί», η απότιση λουλουδιών στο κεφάλι του (μαρξιστή) ιστορικού Νικόλαου Σβορώνου (το οποίο τίμησε κι ο…ίδιος ο Σβορώνος, όντας ζωντανός τότε!), από παιδιά που νομίζουν ότι είναι μνημείο του Πολυτεχνείου, η βαμμένη «ματωμένη» σημαία που γίνεται αντικείμενο περιφοράς κάθε χρόνο, οι αναφορές στους «εκατοντάδες ή δεκάδες νεκρούς», η εθιμοτυπική πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία, όλα αποτελούν τελετουργικές εκδηλώσεις της καθεστωτικής ιδεολογίας, η οποία κρατάει την Ελλάδα δέσμια ενός παρωχημένου και εν πολλοίς κατασκευασμένου παρελθόντος.

Η στήλη στον χώρο του Πολυτεχνείου, αφορά τους νεκρούς φοιτητές κατά την Κατοχή (1941-44) και όχι τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και η οποία ανεγέρθηκε το 1988 ελλείψει νεκρών φοιτητών στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Στην μαρμάρινη πλάκα έχουν αναγραφεί δεκαοκτώ ονόματα με την μισοσβησμένη, πλην όμως αναγνώσιμη, διευκρινιστική περιγραφή, «Φοιτητές του Ε. Μ. Πολυτεχνείου που έδωσαν τη ζωή τους για τα ιδανικά της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944». Δηλαδή ελλείψει, ευτυχώς, θυμάτων, στον αποκαλούμενο «ιερό χώρο» θυσίας, της λογικής και της αλήθειας μάλλον ή φανταστικών νεκρών αγωνιστών, επιστρατεύθησαν οι φοιτητές του 1941-1944!



Όπως είναι γνωστό, η Χούντα είχε παραδώσει την εξουσία από την 8η Οκτωβρίου 1973, όταν είχε αναλάβει η Κυβέρνηση Μαρκεζίνη για να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, στις 10 Φεβρουαρίου του 1974. Ή εξέγερση του Πολυτεχνείου έγινε 16-18 Νοεμβρίου 1973, όταν ή «Χούντα» είχε παραδώσει την εξουσία. Εναντίον ποιας Χούντας εορτάζουμε την εξέγερση; Άλλο ένα ανακριβές αιτιολογικό εορτασμού.

Ο Ευάγγελος Αβέρωφ Υπουργός Εθνικής Αμύνης, δηλώνει στο περιοδικό Επίκαιρα, τεύχος 562, την 10η Μαΐου 1979:

Το Πολυτεχνείο υπήρξε μία ευγενική θαρραλέα δημοκρατική εκδήλωση της νεολαίας. Μόλις όμως εκδηλώθηκε και στέριωσε, κατά την τακτική που δίδαξε ο Λένιν, υπερφαλαγγίστηκε από το ΚΚΕ και τα συνθήματα από συνθήματα Δημοκρατίας έγιναν συνθήματα κομμουνισμού.

Το Πολυτεχνείο όχι μόνο δεν έριξε την δικτατορία αλλά τη δυνάμωσε.
Γιατί αυτό ήταν το έναυσμα που ώθησε πολλούς νέους αξιωματικούς λίγο πολύ απογοητευμένους από την δικτατορία, να συσπειρωθούν γύρω από τον Ιωαννίδη που ετοίμαζε συνωμοσία αλλά δεν μπορούσε να την κάνει πράξη. Και έτσι επιβλήθηκε μια χειρότερη δικτατορία…

Τιμώ λοιπόν ειλικρινά και βαθύτατα την πρωτοβουλία και τον ηρωισμό των νέων που ξεκίνησαν αυτό το κτύπημα. Αλλά για να το τιμήσω, νομίζω πως πρέπει να πω αυτό που πιστεύω οι είναι αλήθεια. Δεν είμαι διατεθειμένος λόγω επιμόνου συνθηματολογίας, λόγω ανύπαρκτων «πολυαρίθμων νεκρών», να βοηθήσω και εγώ στην θεσμοποίηση μια ψεύτικης ιστορίας…

Εξ ίσου αποκαλυπτικός ο αείμνηστος Κ. Τσάτσος (Ακαδημαϊκός, Καθηγητής Πανεπιστημίου, Φιλόσοφος και Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά τα έτη 1974-1980) στο βιβλίο του «Λογοδοσία μιας ζωής» όπου γράφει:

Όταν έγινε το Πολυτεχνείο, ούτε πήγα επί τόπου, ούτε συγκινήθηκα. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι αυτά τα πεζοδρομιακά ξεσπάσματα δεν κλόνιζαν την δικτατορία και ότι όπως στα χρόνια της κατοχής, υποκρύπτανε κομμουνιστικές επιδιώξεις επικίνδυνες για το μέλλον.

Έχω την συνείδηση μου ήσυχη ότι δεν συνήργησα στην κατασκευή του μύθου του Πολυτεχνείου. Λυπάμαι τα 5-6 παιδιά που σκοτώθησαν έξω και μακριά, διότι μέσα στο Πολυτεχνείο δεν σκοτώθηκε κανείς. Η σκληρότερη δικτατορία που ακολούθησε, θα διαρκούσε πού ακόμη, αν δεν την έριχνε η εγκληματική ηλιθιότητα της αποπείρας κατά του Μακαρίου…

Τι, λοιπόν, εορτάζουμε στην επέτειο του Πολυτεχνείου; Αν εξετάσει κάποιος τα συνθήματα και τα πανό, τα οποία αναρτώνται σε κάθε επέτειο στα χώρο του Πολυτεχνείου, θα αντιληφθεί ότι μόνο ιδανικά για την νεολαία δεν εκφράζουν. Κυριαρχούν πάντα αναρχικά και κομμουνιστικά συνθήματα και λάβαρα. Αυτά είναι τα ιδανικά του Πολυτεχνείου; Τα «κάτω» και τα «έξω» αποτελούν τις επιδιώξεις της νέας γενεάς; Ο αναρχισμός και οι απαιτήσεις είναι ο αντικειμενικός σκοπός της νεολαίας; Δεν αρμόζει μια τέτοια συμπεριφορά σε ένα Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα. Αν θέλαμε να καθιερώσουμε μα μέρα εορτασμού της Αναρχίας, δεν είναι η καταλληλότερα ή επέτειος του Πολυτεχνείου, θα μπορούσε να βρεθεί κάποια άλλη, ώστε να μη σπιλώνονται οι όποιοι αγνοί αγωνιστές.

Δυστυχώς, ο μύθος του Πολυτεχνείου, ενισχύεται εντέχνως και μέσα από την σχολική προπαγάνδα. Ο ακόλουθος σχολιασμός της φωτογραφίας, προέρχεται από το βιβλίο Ιστορίας της Γ’ Λυκείου (έκδοση 1990), όπου παρ’ ότι υπάρχουν επίσημα πορίσματα και έχει γίνει γνωστή η συμφωνία φοιτητών και στρατού για το γκρέμισμα της πύλης του Πολυτεχνείου, οι συγγραφείς επιμένουν, αρκετά χρόνια μετά, να μιλούν για «πολλούς νεκρούς φοιτητές», φωλιάζοντας έτσι αυτή την προπαγάνδα ως κάτι αυτονόητο και δεδομένο στο μυαλό των παιδιών και διαιωνίζοντας κατά συνέπεια την ιστορική απάτη…

https://www.pare-dose.net/245

Η συνέντευξη του Ανδρέα Σκευοφύλακα στο «ΒΗΜΑ», το 2003

O ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ-ΟΔΗΓΟΣ TOY TANK που γκρέμισε την πύλη του Πολυτεχνείου σπάει τη σιωπή του και μιλάει πρώτη φορά για τα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου 1973.

«ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ ΓΙ’ AYTO ΠΟΥ HMOYN, ΓΙ’ AYTO ΠΟΥ EKANA. Τότε αισθανόμουν ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Στους «μαυροσκούφηδες», στο Γουδί, είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα «παλιοκουμμούνια», όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα. Τι περιμένεις!.. Ούτε μια εφημερίδα δεν είχα διαβάσει μέχρι τότε. Είχα γίνει και εγώ φασίστας. Μέχρι που μπήκα μέσα, πίστευα αυτό που έκανα. Στη συνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής μου. »

1973-2003. Ο Aνδρέας Σκευοφύλαξ, ο έφεδρος στρατιώτης του τεθωρακισμένου άρματος που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο, σπάει την τριαντάχρονη σιωπή του και αποκαλύπτει όσα συνέβησαν τη μαύρη νύχτα που σημάδεψε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και στιγμάτισε για πάντα τη ζωή του. «Ντρέπομαι γι’ αυτό που ήμουν, γι’ αυτό που έκανα» λέει στην εκ βαθέων εξομολόγησή του. Μια στιγμή, μια ζωή. Στη «μία και μοναδική φορά» που δέχθηκε να ξύσει «τις πληγές του παρελθόντος», όπως λέει σε μια αποστροφή του λόγου του ο κ. Σκευοφύλαξ, περιγράφει λεπτό προς λεπτό τη στρατιωτική επιχείρηση της χούντας, η οποία ξεκίνησε λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 16ης Νοεμβρίου με την έξοδο των τανκς στους δρόμους της Αθήνας και ολοκληρώθηκε στις 3.30 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου, με την αιματοβαμμένη εισβολή στο Πολυτεχνείο. Στη σπάνια μαρτυρία του ο κ. Σκευοφύλαξ μνημονεύει τις δραματικές στιγμές που εκτυλίχθηκαν στους δρόμους της Αθήνας, τις ειρηνικές εκκλήσεις των φοιτητών που ηχούσαν στα αφτιά του σαν «κραυγές εχθρών της πατρίδας». Τις διαταγές των αδίστακτων στρατιωτικών που πίστεψε ότι ήταν «πατριώτες». Θυμάται – τότε με χαρά, τώρα με θλίψη – τον πόνο των φοιτητών που είδαν το όνειρό τους να τσαλακώνεται κάτω από τις ερπύστριες που ο ίδιος έθεσε σε κίνηση, τον τρόμο που ακολούθησε από τις λυσσαλέες επιθέσεις των αστυνομικών. Το απαράμιλλο θάρρος του φοιτητή που γύρισε και του είπε: «Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες μέσα;». Την οργή που του προκάλεσε και λίγο έλειψε να τον οδηγήσει σε εν ψυχρώ δολοφονία. «Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή… Αν έλεγε μια κουβέντα ακόμη, θα τον σκότωνα»!

Οι λέξεις βγαίνουν με δυσκολία. Σε αυτή τη συνέντευξη του κ. A. Σκευοφύλακος μιλούν δύο πρόσωπα: ο 20χρονος έφεδρος στρατιώτης και ο 50χρονος βιοπαλαιστής. Αυτό είναι το τίμημα που πληρώνει, ακόμη και σήμερα, για μια ενέργεια που τον κατέστησε αρνητικό πρωταγωνιστή στην κρισιμότερη στιγμή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Μια στιγμή, μια αιωνιότητα. Μετά την απόλυσή του από τον στρατό, ο A. Σκευοφύλαξ θα μοχθήσει για να ζήσει. «Στο μεροκάματο η ζωή μου άλλαξε 180 μοίρες. Εμένα που μου έμαθαν να μισώ τους κομμουνιστές, ψήφισα δύο φορές το KKE». Στα 30 του θα παντρευτεί, θα αποκτήσει παιδιά. Ζώντας σε μια γειτονιά των νοτίων προαστίων, όλα αυτά τα χρόνια αποφεύγει να μιλάει για τα γεγονότα εκείνης της νύχτας. Οσες φορές θα τον ρωτήσουν «τι σχέση έχεις με τον «πορτάκια» του Πολυτεχνείου;», θα μιλήσει για «μακρινό ξάδελφο που σκοτώθηκε σε τροχαίο»! Στη γυναίκα του θα ανοίξει την καρδιά του ύστερα από χρόνια. Στα τρία παιδιά του δεν το έχει αποφασίσει ακόμη. «Είμαι ένας άνθρωπος που δεν υπήρξε ποτέ 20 χρόνων. Ο έφεδρος στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο»!

1973-2003. Τριάντα χρόνια μετά, ο άνθρωπος που γκρέμισε την πύλη του Πολυτεχνείου θα πει για τους φοιτητές, τους νέους και τους εργαζομένους που αγωνίστηκαν για την πτώση της χούντας: «Είχαν μεγάλη ψυχή. Ηταν παλικάρια». Ο κ. Σκευοφύλαξ δεν θα ξεχάσει τη φοιτήτρια που τραυματίστηκε κατά την εισβολή του τανκ, την καθηγήτρια σήμερα του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Πέπη Ρηγοπούλου. «Θα ήθελα να τη δω, να της πω… Δεν τολμάω όμως. Τα λόγια δεν σβήνουν τις πράξεις».

«O στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο»

«Στο μεροκάματο η ζωή μου άλλαξε 180 μοίρες. Εργάτης κατάλαβα ότι δεν μπορώ να έχω τα ίδια αιτήματα με τους εργοδότες. Εμένα που μου έμαθαν να μισώ τους κομμουνιστές, ψήφισα δύο φορές KKE»!

«Την ημέρα εκείνη ήμουν υπηρεσία. Στον στρατό είχα δέκα μήνες. Ημουν εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισμένων, στο Γουδί. Τότε οι «μαυροσκούφηδες» ήταν σώμα επιλέκτων. Πήγα εθελοντικά. Μόλις άρχισαν τα επεισόδια, μπήκαμε επιφυλακή. «Οι κομμουνιστές καίνε την Αθήνα» μας έλεγαν και εμείς τους πιστεύαμε. Θυμάμαι στο στρατόπεδο κάποιοι είχαν ραδιοφωνάκια και ακούγαμε στα κρυφά τον σταθμό του Πολυτεχνείου. «Παλιοκουμμούνια» θα καλοπεράσετε!» λέγαμε».

Στα 20 χρόνια του ο A. Σκευοφύλαξ βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα, στην επίλεκτη ομάδα του Σώματος των Τεθωρακισμένων κατέπνιξε την εξέγερση των φοιτητών. «Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 16ης Νοεμβρίου, η ίλη μου πήρε εντολή να ετοιμαστεί για έξοδο. Αποφασίστηκε να βγουν πέντε δικά μας άρματα, κάτι γαλλικά AMX30. Εγώ ήμουν οδηγός στο πρώτο άρμα που βγήκε στον δρόμο». Στο ίδιο άρμα βρίσκονταν ο αξιωματικός Μιχάλης Γουνελάς, ως επικεφαλής, ο ανθυπασπιστής Λάμπρος Κωνσταντέλλος, ως οδηγός εδάφους, ο λοχίας Στέλιος Εμβαλωμένος και ο Γιάννης Τίρπας.

«Στη 1.15 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου φτάσαμε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαμε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του IKA, στη στάση Σόνια, σταματήσαμε γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγματα, φωτιές και ακινητοποιημένα λεωφορεία. Με διάφορες μανούβρες αριστερά – δεξιά, μπρος πίσω, άνοιξα τον δρόμο και προχωρήσαμε» θυμάται ο κ. Σκευοφύλαξ. Ο δρόμος για τα τανκς ήταν ανοιχτός πλέον προς το Πολυτεχνείο. «Οταν φτάσαμε στη διασταύρωση της λεωφ. Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, μας έδωσαν εντολή να σταματήσουμε. Εκεί, στην πλατεία Αιγύπτου, μείναμε περίπου μία ώρα. Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε «είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια». Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα»!

Την έξοδο των τανκς από το Γουδί θα πληροφορηθούν οι Αθηναίοι από τον εκφωνητή του Πολυτεχνείου, τον Δημήτρη Παπαχρήστο. Παρά τις παρεμβολές της ΚΥΠ, το ραδιόφωνο των εξεγερμένων φοιτητών θα μεταφέρει στους Αθηναίους τον ανατριχιαστικό συριγμό από τις ερπύστριες των τανκς. Ο εκφωνητής απευθύνει έκκληση στα «στρατευμένα νιάτα» να μη χτυπήσουν. «Δεν θα χτυπήσουν τα παιδιά, τα αδέλφια μας οι φαντάροι, το φρούριο της ελευθερίας, το μόνο μέρος της Ελλάδας που είναι ελεύθερο. Δεν έχουμε όπλα. Προτάσσουμε μόνο ανοιχτά τα στήθη μας. Λαέ της Αθήνας, όλοι μαζί το σύνθημα: λαός και στρατός μαζί. Δεν θα χτυπήσει ο στρατός!».

Με νεότερη εντολή των στρατιωτικών που κατευθύνουν την επιχείρηση «Εκκένωσις του Πολυτεχνείου» τα πέντε τανκς προωθούνται προς το Μουσείο. H ώρα της αιματοβαμμένης επέμβασης πλησιάζει. «Μας είπαν να πάμε κοντά στο Πολυτεχνείο, αλλά όχι μπροστά στην πόρτα. Αυτό κάναμε. Σταματήσαμε λίγα μέτρα πιο πέρα». Στη θέα των τανκς εκατοντάδες φοιτητές πλησιάζουν στην πύλη, ανεβαίνουν στα κάγκελα, φωνάζουν συνθήματα συναδέλφωσης.

Με διάφορους απειλητικούς ελιγμούς και μαρσαρίσματα που ακούγονται σαν κανονιές, οι οδηγοί των τανκς προσπαθούν να κάμψουν το ηθικό των φοιτητών. Ο εκφωνητής του Πολυτεχνείου απευθύνει νέα έκκληση να αποφευχθεί η αιματοχυσία. «Οι φαντάροι δεν ανήκουν στη χούντα. H χούντα στηρίζεται στο μέταλλο, στηρίζεται στα τανκς, στο σίδερο. H καρδιά των φαντάρων έχει τον ίδιο παλμό με τη δικιά μας. Αγαπάτε τους φαντάρους. Ελληνικά στρατευμένα νιάτα, ο λαός δεν σας κρατάει κακία. Ξέρει ότι είστε μαζί μας».

H ώρα έχει πάει 2 το πρωί. «Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, έστριψα το άρμα προς το Πολυτεχνείο, με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από τη θέση μου και εγώ και το άλλο πλήρωμα. Δεκάδες φοιτητές κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Εδειχναν πανικόβλητοι». Ο κ. Σκευοφύλαξ φέρνει στη μνήμη του τα φοβισμένα πρόσωπα των συνομηλίκων του που ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο. Χαμηλώνει το βλέμμα του. «Και εγώ, να σκεφτείς ότι τους έβλεπα σαν μαμούνια που ήθελα να τα φάω»!

Με ολοένα μεγαλύτερη ένταση και αγωνία οι φοιτητές φωνάζουν προς τους στρατιώτες «είμαστε αδέλφια, αφήστε τα άρματα», ενώ ο εκφωνητής του Πολυτεχνείου καλεί το πλήθος να δείξει αυτοσυγκράτηση. «Απομονώστε τους προβοκάτορες. Δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα με το στρατό. Δεν θέλουμε να χυθεί ελληνικό αίμα». Ο Δημήτρης Παπαχρήστος ψάλλει τον εθνικό ύμνο. Το ίδιο κάνουν και οι χιλιάδες νέοι που βρίσκονται στο Πολυτεχνείο.

Ενα τέταρτο πριν από τις 3 το πρωί οι στρατιωτικοί δίνουν προθεσμία λίγων λεπτών στους φοιτητές για να αποχωρήσουν από το Πολυτεχνείο, να παραδοθούν. Κάποιοι από τους φοιτητές που θέλουν να αποχωρήσουν δοκιμάζουν να απασφαλίσουν την κεντρική πύλη. Δεν τα καταφέρνουν. Πίσω από την πύλη είναι σταθμευμένο ένα αυτοκίνητο Μερτσέντες που μπλοκάρει το άνοιγμά της. Ο επικεφαλής των τεθωρακισμένων αρμάτων εκνευρίζεται. Οργισμένος φωνάζει: «Τσογλάνια, ρεζιλεύετε το στράτευμα!» και δίνει σήμα για την επέλαση του άρματος.

«Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρματος και μου λέει: «Θα μπούμε μέσα, θα ρίξουμε την πύλη. Ετοιμάσου!» λέει ο κ. Σκευοφύλαξ. «Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγματα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο, γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρματος. Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα, σταμάτησα. Σταμάτησα σκόπιμα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισμα, οι φοιτητές τρομαγμένοι έφυγαν προς τα πίσω. Αν έμπαινα με ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτομα που εκείνη τη στιγμή ήταν κρεμασμένα στα κάγκελα».

Λίγα λεπτά αργότερα ο A. Σκευοφύλαξ θα μαρσάρει δυνατά. Ο δυνατός προβολέας του τανκ σκοπεύει την πύλη. «H καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. H αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ από το άρμα και μπήκα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί» λέει με μοναδική ειλικρίνεια.

Στο εσωτερικό του Πολυτεχνείου επικρατεί πανδαιμόνιο. Διαφωτιστική είναι η περιγραφή που δίνει ο εισαγγελέας Δημήτρης Τσεβάς στην έκθεση που συνέταξε το 1974 για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου: «Εντρομοι και εμβρόντητοι οι σπουδασταί κυριεύονται από την ενώπιον του εσχάτου κινδύνου φοβεράν αγωνίαν. Υπό την πίεσιν πλήθους ανθρώπων καταρρίπτεται τμήμα των προς την οδόν Στουρνάρη κιγκλιδωμάτων. Και διά του δημιουργηθέντος ανοίγματος εξέρχονται οι σπουδασταί κατά μάζας. Νέον, όμως, δι’ αυτούς αρχίζει μαρτύριον. Υβρεις κατ’ αυτών εκτοξεύονται και καταδιωκόμενοι βαναύσως κακοποιούνται».

Οπως αναφέρει ο κ. Σκευοφύλαξ, «αστυνομικοί κυνηγούσαν και χτυπούσαν τους φοιτητές όπου τους έβρισκαν. Αν δεν ήταν οι ΛΟΚατζήδες να τους σταματήσουν – θυμάμαι ότι πολλές φορές πιάστηκαν στα χέρια μαζί τους – δεν ξέρω και γω τι θα γινόταν». Λίγο αργότερα οι στρατιώτες σχηματίζουν έναν διάδρομο για να περάσουν ασφαλείς οι φοιτητές. Για το θέμα αυτό, στο πόρισμα Τσεβά υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά: «Εμπροσθεν μεν της πύλης του Πολυτεχνείου δημιουργείται διάδρομος υπό των στρατιωτών μέσω του οποίου διέρχονται οι εξερχόμενοι, κατευθυνόμενοι προς την οδόν Τοσίτσα, εντός δε του Πολυτεχνείου βοηθούν, προστατεύουν και εις τους ώμους των πολλούς αδυνάτους κρατούν διά να δυνηθούν να υπερπηδήσουν το υψηλόν κιγκλίδωμα. Και επεισόδια μεταξύ στρατιωτικών και αστυνομικών λαμβάνουν χώραν εν τη προσπαθεία των πρώτων να προστατεύσουν τους φοιτητάς από το διωκτικόν μένος των άλλων».

Μέσα στο Πολυτεχνείο ο A. Σκευοφύλαξ είδε πολλούς τραυματίες και ίσως, όπως λέει, και νεκρούς. «Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολύ χτυπημένοι, θυμάμαι ότι είδα πολλούς τραυματίες, ενώ τρεις-τέσσερις ήταν σωριασμένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγμή ένας φοιτητής όρμησε κατά πάνω μου και μου είπε: «Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες;». Αφήνιασα. Εβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντάς το γύρισα και του είπα ουρλιάζοντας: «Σκάσε, ρε κωλόπαιδο, μη σε καθαρίσω». Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή… Αν έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Τέτοιος ήμουν. Ενας φασίστας».

Παρά τον πόνο τους, οι φοιτητές θα δείξουν μεγαλείο ψυχής απέναντι στον στρατιώτη που ισοπέδωσε το όνειρό τους. Αδιάψευστη απόδειξη, η μαρτυρία του κ. Σκευοφύλακα: «Οπως περνούσαν οι φοιτητές θυμάμαι ότι έριχναν μέσα στο τανκ πακέτα τσιγάρα και ό,τι προμήθειες είχαν μαζί τους. Οταν γυρίσαμε στο Γουδί, το άρμα έμοιαζε με περίπτερο. Οσο σκέφτομαι ότι οι φοιτητές μας έδιναν σάντουιτς και τσιγάρα, μετά απ’ όσα τους κάναμε… Δεν μπορώ να το συχωρέσω αυτό το πράγμα στον εαυτό μου. Σκέφτομαι τι πήγα και έκανα!..».

Την αναγνώριση των φοιτητών για ορισμένους από τους αξιωματικούς του στρατού και τους έφεδρους στρατιώτες θα διαπιστώσει αργότερα και ο εισαγγελέας: «Πολλοί αξιωματικοί και στρατιώται παρεμβαίνουν προς προστασίαν των φοιτητών. Και υπήρξε πηγαία και βαθειά η ευγνωμοσύνη πολλών εξ αυτών προς τους αγνώστους σωτήρας των, ως εις τας καταθέσεις των τούς αποκαλούν με συγκίνησιν»!

Εκατοντάδες φοιτητές καταφέρνουν να βγουν έξω από το Πολυτεχνείο, ξεχύνονται στους γύρω δρόμους, τρέχουν να φύγουν, να γλιτώσουν τη ζωή τους, καθώς γίνονται στόχος ελεύθερων σκοπευτών. «Απομακρυνόμενοι όμως του Πολυτεχνείου αγωνιώδεις τούς αναμένουν εκπλήξεις. Από παντού τους καταδιώκουν και τους χτυπούν. Εις την γωνίαν των οδών Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας άνδρες της ΚΥΠ εν πολιτική περιβολή τους χτυπούν ανηλεώς και πυροβολούν κατ’ αυτών, ενώ εις την ταράτσαν ενός των αυτόθι κτιρίων έχουν εγκαταστήσει πολυβόλον. Εις τας ταράτσας των γύρω κτιρίων επισημαίνονται ελεύθεροι σκοπευταί υπό του ιδίου Διευθυντού της Αστυνομίας να επιτελούν το φονικόν έργον των»!

Την ίδια στιγμή, όπως επισημαίνεται στην ίδια έκθεση, «ομάδες τραμπούκων και επικινδύνων τρωκτικών της γαλήνης του τόπου εκδηλώνουν το εγκληματικόν μένος των κατά των ατυχών σπουδαστών που κατά μάζας εξέρχονται του Πολυτεχνείου». Οι τραμπούκοι είναι άνδρες της ΕΣΑ, οι οποίοι δεν διστάζουν, μάλιστα, να κακοποιήσουν ακόμη και πανεπιστημιακό γιατρό, ο οποίος, μαζί με τη σύζυγό του, είχε σπεύσει να βοηθήσει τους ανυπεράσπιστους φοιτητές.

Στη συμβολή των οδών Πατησίων και Στουρνάρη «άνδρες εν πολιτική περιβολή, κραδαίνοντες ρόπαλα, εξήλθον από ομάδα αυτόθι ευρισκομένων αστυνομικών και εκακοποίησαν σεβάσμιον καθηγητή Πανεπιστημίου, την σύζυγόν του και νεαρόν σπουδαστήν, διότι εξήρχοντο του Πολυτεχνείου, ένθα ο καθηγητής-ιατρός και η σύζυγός του είχον μεταβή προς εκπλήρωσιν του ανθρωπιστικού και ιατρικού των καθήκοντος. Και οι ροπαλοφόροι ούτοι ήσαν άνδρες της ΕΣΑ εν πολιτική περιβολή. Εις το πανδαιμόνιον τούτο της εξόδου των φωνών, των κραυγών, των οιμωγών, των καταδιώξεων και των πυροβολισμών έπεσαν οι περισσότεροι εκ του πλήθους των τραυματιών».

Οταν επέστρεψε στο Γουδί, στη βάση των Τεθωρακισμένων, ο κ. Σκευοφύλαξ έγινε δεκτός με ζητωκραυγές. Ηταν το τιμώμενο πρόσωπο. «Οταν γυρίσαμε στο στρατόπεδο, έγινα ήρωας. Οι στρατιωτικοί μου έδιναν συγχαρητήρια. Τότε αισθανόμουν ότι ήμουν κάποιος, ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα «παλιοκουμμούνια», όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα. Ενιωθα περήφανος. Ημουν και εγώ φασίστας».

Οκτώ ημέρες αργότερα, κάτι θα σπάσει μέσα του. Το φρόνημά του θα κλονισθεί, όταν θα δει τον «εθνοσωτήρα» να καθαιρείται και να περιφρονείται από τους συνοδοιπόρους του, αυτούς που πιο πριν ορκίζονταν στο όνομά του. «Την επόμενη εβδομάδα έγινε η στάση του Ιωαννίδη. Ημουν πάλι σε επιφυλακή. Μας πάνε στο ΓΕΣ. Στο προαύλιο λάβαμε θέσεις. Δεν ξέραμε γιατί πήγαμε εκεί. Δεν μας είπαν. Γυρνώντας στο Γουδί μάθαμε ότι «έριξαν» τον Παπαδόπουλο» αναφέρει ο κ. Σκευοφύλαξ. «Τότε μέσα μου κάτι άλλαξε. Αυτοί που τον παρουσίαζαν σαν θεό, τώρα τον έβριζαν. Δεν μπορούσα να το καταλάβω αυτό. «Μα είναι τόσο πουλημένοι όλοι τους;» αναρωτήθηκα. Αυτοί πάνε όπου φυσάει ο βοριάς. «Πουλημένα τομάρια» είπα μέσα μου. Θυμάμαι ότι ο Μιχάλης Γουνελάς παρέδωσε τα γαλόνια του στους άνδρες της ΕΣΑ, που ήρθαν στο Κέντρο και τον συνέλαβαν».

Με τη Μεταπολίτευση ο στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ θα βρεθεί στα σύνορα. «Ο Καραμανλής είχε πει «τα άρματα στα σύνορα». Ηταν τα γεγονότα της Κύπρου. Πήγαμε Αλεξανδρούπολη. Μετά από έξι μήνες πήρα άδεια. Αντί να απολυθώ στους 22 μήνες, έφτασα στους 30. Εφεδρεία στην εφεδρεία. Οταν απολύθηκα, όλα είχαν αλλάξει μέσα μου».

Στη Δυτική Αθήνα, όπου κατοικούσε με τους γονείς και τα δύο αδέλφια του, θα αναζητήσει δουλειά. «Στο μεροκάματο η ζωή μου άλλαξε 180 μοίρες. Εκανα όποια δουλειά μπορείς να φανταστείς. Εργάτης κατάλαβα ότι δεν μπορώ να έχω τα ίδια αιτήματα με τους εργοδότες. Εμένα που μου έμαθαν να μισώ τους κομμουνιστές, ψήφισα δύο φορές KKE»!

Ολα αυτά τα χρόνια ο κ. Σκευοφύλαξ θα κάνει μια ήρεμη ζωή. Σπίτι – δουλειά, δουλειά – σπίτι. Ποτέ δεν θα μιλήσει για το Πολυτεχνείο. Δεν θα αισθανθεί να τον ενοχλούν. Μόνο μία φορά το επώνυμό του τον έφερε σε δύσκολη θέση. «Στη δουλειά πριν από χρόνια κάποιος άκουσε πώς με λένε και ρώτησε αν έχω κάποια σχέση με τον «πορτάκια», όπως είπε, του Πολυτεχνείου. «Ξάδελφός μου είναι, μακρινός. Σκοτώθηκε σε τροχαίο» απάντησα. Είμαι ένα άνθρωπος που δεν υπήρξε ποτέ 20 χρονών. Ο έφεδρος στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο! Οι φίλοι μου δεν ξέρουν ποιος είμαι ούτε κανείς στη γειτονιά. Μόνο η γυναίκα μου το ξέρει. Της το είπα ύστερα από χρόνια. Στα παιδιά μου δεν το είπα ακόμη».

1973-2003. Με μια αυτοκριτική διάθεση που σπανίζει, ο κ. Σκευοφύλαξ δεν θα διστάσει να πει: «Ντρέπομαι γι’ αυτό που ήμουν, γι’ αυτό που έκανα. Στη θέση μου θα μπορούσε να βρεθεί ο καθένας, έφεδρος στρατιώτης ήμουν άλλωστε. Δεν με απαλλάσσει όμως αυτό. Μέχρι που μπήκα μέσα, πίστευα αυτό που έκανα. Στη συνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής μου».

Για τους ανθρώπους που αντιστάθηκαν στη χούντα, ο κ. Σκευοφύλαξ θα μιλήσει με κολακευτικά λόγια. «Είχαν μεγάλη ψυχή. Ηταν παλικάρια. Δεν ξέρω αν έχει νόημα, αλλά θα ήθελα να τους πω μια μεγάλη συγγνώμη». Ο οδηγός του τανκ που μπήκε στο Πολυτεχνείο δεν θα ξεχάσει τη νεαρή φοιτήτρια που τραυματίστηκε σοβαρά κατά την εισβολή του τανκ, την καθηγήτρια – σήμερα – του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Πέπη Ρηγοπούλου. «Πιστεύω ότι αν τη δω σήμερα, δεν θα ξέρω τι να της πω. Πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια πέρασε από το μυαλό μου να τη συναντήσω, αλλά σταματούσα. Θα ήθελα να τη δω, να της πω… Δεν τολμάω όμως. Τα λόγια δεν σβήνουν τις πράξεις»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου