Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

«Τα όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται»Μια εναλλακτική κριτική της σερβικής ταινίας:!!

 


Η εν λόγω ταινία είναι μια ταινία σταθμός για τους Σέρβους γύρω από τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Δεν λέω εμφύλιος διότι κακά τα ψέμματα εντός της Γιουγκοσλαβίας συνυπήρχαν πολλές εθνότητες και θρησκείες που η καθεμία διεκδικούσε την ταυτότητα της, είτε υπήρχε είτε δεν υπήρχε. Ακόμα και ομοεθνεία να υπήρχε γύρω από κάποιους λαούς (π.χ. Σέρβοι και Κροάτες) στην ουσία υπήρχε εθνοτική και πολιτισμική αντιπαράθεση γύρω από την ταυτότητα και την θρησκεία. Οι Σέρβοι Ορθόδοξοι στο δόγμα οι Κροάτες Ρωμαιοκαθολικοί, οι Κροάτες δυτικοί στην νοοτροπία επειδή υπήρξαν κομμάτι της Αυστροουγγαρίας, οι Σέρβοι πιο μυστικιστές, λόγω της γεωγραφικής θέσης τους και της σχετικά γρήγορης ανεξαρτησίας τους από τους Οθωμανούς κλπ. Όποτε παρότι Σλάβοι γενετικά, ταυτοτικά διέφεραν αναμεταξύ τους και αυτό φάνηκε εν τέλει. Ας προχωρήσουμε στην ταινιοκριτική μας όμως, η οποία δεν θα είναι η συνηθισμένη »ειρηνιστική» προσέγγιση κάποιων radical chic αριστερών και φιλελεύθερων, αλλά η επί της ουσίας οπτική γύρω από το μήνυμα της ταινίας. «Τα όμορφα χωριά όμορφα καίγονται» είναι ταινία του 1995 σε σκηνοθεσία Srdan Dragojevic και σενάριο Vanja Bullic, Srdan Dragojevic και Nikola Pejacovic.

Πλοκή :

Ο Μίλαν και ο Χαλίλ είναι δύο φίλοι από ένα χωριό της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης. Και οι δύο λάτρεις των αυτοκινήτων, λίγες μέρες πριν την έναρξη του πολέμου στην Βοσνία ανοίγουν ένα συνεργείο. Ο Μίλαν είναι Σερβοβόσνιος Χριστιανός Ορθόδοξος και ο Χαλίλ μουσουλμάνος Βόσνιος. Όταν ξεσπά ο πόλεμος ο Μίλαν εντάσσεται σε μια ομάδα Σέρβων Τσέτνικ, που επιχειρούν για τον Σερβικό Στρατό, ενώ ο Χαλίλ κατατάσσεται και πολεμά στο πλευρό των μουτζαχεντίν Βόσνιων.

   Η ομάδα του Μίλαν υπό τις διαταγές του σκληροτράχηλου Σέρβου αξιωματικού Γκβόζντεν Μαξίμοβιτς, καίει τα χωριά των Μουσουλμάνων το ένα μετά το άλλο, σε αντίποινα οι μουσουλμάνοι σκοτώνουν κάποιους Σέρβους και ανάμεσα σε αυτούς είναι και η μάνα του Μίλαν. Ο Μίλαν παρόλα αυτά, δεν θέλει να δεχθεί πως κάποιος από τον λόχο του φίλου του έσφαξε την μάνα του. Κατά την διάρκεια μιας επίθεσης των Βόσνιων στον λόχο των Σέρβων, ο Μίλαν παροτρύνει τον λοχαγό του να κρυφτούν σε μια σήραγγα (στο Τούνελ της Ειρήνης μια σήραγγα που εγκαινιάστηκε από τον κομμουνιστή έπαρχο της περιοχής το 1971), στην οποία έπαιζε μικρός με τον Χαλίλ. Τελικά το αποτέλεσμα είναι να εγκλωβιστούν μέσα σε αυτή μαζί με μια Αμερικανίδα πολεμική ανταποκρίτρια. Μετά από αλλεπάλληλες μάχες με τους Βόσνιους Μουντζαχεντίν, οι ομάδα των Τσέτνικ αποδεκατίζετε και ο μόνος επιζών είναι ο Μίλαν, όπου μετά από μια σύντομη (συμβολική) συνομιλία με τον Χαλίλ, ο δεύτερος πεθαίνει στα χέρια του παιδικού του φίλου.

Οι χαρακτήρες της ταινίας :

Η επιτυχία του Dragojevic είναι πως η ταινία είναι γεμάτη από έξυπνες και στοχευμένες αλληγορίες, οι οποίες θίγουν τα κακώς κείμενα τις υποτιθέμενης »συναδέλφωσης», η οποία ήταν η κυρία πολιτική του κομμουνιστή Γιόζεφ – Μπροζ Τίτο. Οι χαρακτήρες της ταινίας, εκπροσωπούν και από μια νοοτροπία μέσα στην Γιουγκοσλαβία και πως ο καθένας για τους δικούς του λόγους κατατάχθηκε ή κλήθηκε να πολεμήσει.

Μίλαν : Ο Μίλαν εκπροσωπεί τον Σερβοβόσνιο χωρικό, ο οποίος κατατάσσεται στις δυνάμεις του Σερβικού Στράτου προκειμένου να σταθεί όρθιος απέναντι σε αυτή την παράνοια. Ο σκηνοθέτης μας δίνει να καταλάβουμε πως στην ουσία δεν ξέρει γιατί πολεμάει, απλώς πολεμάει γιατί το ένστικτο του του λέει να επιβιώσει, μήνυμα αντι-νεωτερικό, καθώς προτάσσει το αρχέγονο ένστικτο του πολεμιστή όπου σύμφωνα με τον Ιούλιο Έβολα σε μια οργανική κοινωνία, ο πολεμιστής έχει αυστηρή αποστολή. Άλλωστε παρότι πρωταγωνιστής κατά τη διάρκεια της μάχης και της πολυήμερης διαμονής της Σέρβικης διμοιρίας στην σήραγγα ο Μίλαν διακρίνεται από μια στωικότητα, η οποία συνοδεύεται με αρκετή περισυλλογή. Είναι περισσότερο ένας λυρικός χαρακτήρας που ενώ αντιλαμβάνεται την θέση του, προσπαθεί να κατανοήσει τι είναι αυτό που από έναν απλό χωρικό, τον έκανε πολεμιστή. Οι αναμνήσεις του με την ζωή του πριν τον πόλεμο πολλές, όπου μπορεί ο ίδιος να νόμιζε πως ήταν όλα καλά πριν, όμως με μια γλαφυρότητα ο σκηνοθέτης μας δείχνει πως στην πραγματικότητα, την φιλία του Μίλαν με τον Χαλίλ, την επισκίαζε η ταυτοτική διαφορά – για παράδειγμα η ανάμνηση του Μίλαν που δεν μπορεί να κατανοήσει για ποιο λόγο ο Χαλίλ έκανε περιτομή, καταλήγοντας να δέρνονται και να ζητά ο ένας από τον άλλο να παραδοθεί, λίγα χρόνια αργότερα αυτό έγινε πραγματικότητα και οι δύο άνδρες βρέθηκαν αντιμέτωποι.

  Βέλια : Ο Βέλια εκπροσωπεί τον φτωχοδιάβολο Σέρβο μετανάστη, ο οποίος πήγε στην Γερμανία και κατέληξε να κλέβει πορτοφόλια και κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων σε όποιο σπίτι μπεί, θα προσπαθήσει να βρει αντικείμενα αξίας. Ο Βέλια κατατάχθηκε στον Σερβικό Στρατό κατά την διάρκεια της επιστροφής του στην Σερβία πηγαίνοντας στην θέση του αδερφού του, όταν η στρατονομία επιχείρησε να τον στρατολογήσει. Πιθανότατα να είχε και μπλεξίματα με τον νόμο και να πήγε τυχοδιωκτικά. Αφοπλιστική ήταν η σκηνή όπου ο Βέλια, επικρίνει τον Λοχαγό Γκβόζντεν λέγοντας του πως «μας πουλάς εντιμότητα ενώ ήσουν ένας άνθρωπος του κομματικού σωλήνα και αφού απόλαυσες τα πάντα, όταν όλοι δεν είχαμε τίποτα, τώρα μας πουλάς πατριωτισμό, χέζω και εσένα και την γενιά σου και αφού οι λογαριασμοί ήταν ανοιχτοί από τότε γιατί δεν τους κλείσαμε;», θέλοντας να του πει πως ενώ τόσα χρόνια τους μιλούσε το κομμουνιστικό καθεστώς για αδελφότητα, στην ουσία υπέβοσκε το εθνικιστικό αντανακλαστικό όλων των λαών που υπήρχαν εντός της Γιουγκοσλαβίας. Άλλωστε την ίδια κριτική που ασκεί ο ήρωας στην ταινία, την έχει κάνει ανοιχτά και ο ηγέτης των σερβοβοσνιων Ραντοβαν Κάρατζις, λέγοντας πως ‘ «ο κομμουνισμός έθαψε πολλά προβλήματα και δημιούργησε περισσότερα».

Δάσκαλος : Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας ίσως να είναι και ο πιο κομβικός, διότι συμβολίζει τον διανοούμενο Σέρβο ο οποίος προσπαθεί να εξηγήσει γιατί γίνεται όλο αυτό, όμως και αυτός κάπου χάνεται στην μετάφραση. Χαρακτηριστική είναι η φράση του αναφερόμενος σε μια προφητεία λέγοντας πως «οι Σέρβοι που θα μείνουν θα χωρούν κάτω από μια αχλαδιά», προβλέποντας ουσιαστικά αυτό που έρχεται, δηλαδή τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας. Ο Δάσκαλος είναι ο χαρακτήρας που εξισορροπεί την αγριότητα του πολέμου με την ευγενή μόρφωση, η οποία θυμίζει το απόφθεγμα του Miyamoto Musashi πως «χωρίς τον πόλεμο δεν θα υπήρχε ποίηση και χωρίς την ποίηση δεν θα υπήρχε έπος». Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας λοιπόν είναι ένας επικός ήρωας, ο οποίος έχει την οξυδέρκεια να αναλύσει τα τεκταινόμενα άσχετα αν πολεμάει συνειδητά. Άλλωστε στο κράνος του έχει ζωγραφισμένο τον σταυρό των Τσετνικ, υποδηλώνοντας με αυτό τον τρόπο την βαθειά του πίστη σε μεταφυσικές αρετές του έθνους του. Σε όποιο χωριό επιτίθενται οι Τσέτνικ, ο δάσκαλος μετά την μάχη προσπαθεί να βρει βιβλία ούτως ώστε να τα πάρει ως λάφυρα, θέλοντας με αυτή την αλληγορία να μας δείξει ο σκηνοθέτης πως η μάχη και το αίσθημα του πολέμου, γεννά πνευματικές αρετές μέσα στην παράνοια που επικρατεί.

   Λαζα και Πιρούνης : Ο Λάζα και ο Πιρούνης εκπροσωπούν την νέα γενιά των Σέρβων πατριωτών, οι οποίοι είναι θύματα της τηλεόρασης και της προπαγάνδας, έχοντας περισσότερο έναν ανεδαφικό  επαρχιώτικο πατριωτισμό, ο οποίος φείδεται γνώσης και εκφράζεται με γκροτέσκα χαρακτηριστικά. Και οι δύο τους λάτρεις των Τσέτνικ και αυτό φαίνεται και από τα πηλήκια τους, τα οποία φέρουν τον σερβικό αετό στο δίκοχο. Η περίπτωση των δύο αυτών χαρακτήρων συμβολίζει την Σερβία που θέλει να αποτάξει τον κομμουνισμό από πάνω της και να επαναπροσδιορίσει τις εθνικιστικές αξίες γύρω από το έθνος. Χαρακτηριστική είναι η καταγγελτική δήλωση του Πιρούνη στην κάμερα, μετά τον θάνατο του Λάζα, όπου λέει πως «μας είπαν στην τηλεόραση πως οι Σέρβοι είμαστε το παλαιότερο έθνος, όταν οι Γερμανοί έτρωγαν με τα χέρια εμείς τσιμπούσαμε ιπποτικά στην σερβική αυλή».

Σβέλτος : Ο χαρακτήρας αυτός εκπροσωπεί την ηθική παρακμή της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας. Υιός πρώην αξιωματικού του γιουγκοσλαβικού στρατού, μπλέκει με διαφορά πρεζόνια στο Βελιγράδι ως »επανάσταση», απέναντι στον γραφειοκράτη πατέρα του. Ο Σβέλτος πολεμά χωρίς κάποια ιδιαίτερη συνείδηση και μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, από μια αερογέφυρα, βρέθηκε σε ένα καμιόνι του σερβικού στρατού με κατεύθυνση προς την Κροατία. Αργότερα έκανε χρέη οδηγού στο μέτωπο της Βοσνίας, κάνοντας »πολεμοθεραπεία» προκειμένου να κόψει την ηρωίνη.

Γκβόζντεν : Ο λοχαγός Γκβόζντεν ( που στα σερβικά σημαίνει σιδερένιος), συμβολίζει τον νοσταλγό της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας η οποία διαλύεται, όμως ο ίδιος δεν θέλει να το παραδεχθεί και πολεμά για κάτι που είναι χαμένο. Παρόλα αυτά, επιλέγει να πέσει κάτω από τα ερείπια της παλιάς του πατρίδας. Η νοοτροπία του Γκβόζντεν συμβολίζει την μεταφυσική του έθνους, που όταν εξαφανιστεί ένας κρατικός μηχανισμός που περικλείει μέσα του την εθνική ψυχή, τότε γεννιέται κάτι άλλο. Θα μπορούσε να θεωρηθεί μια νιτσεική φιγούρα, διότι ο δρόμος του προς τον θάνατο θυμίζει το ρητό του Νίτσε «πως όπου υπάρχουν μνήματα υπάρχει και ζωή». Οι συνομιλίες του διά του ασυρμάτου με τον συνάδελφο του Σουμαντίνατς, μόνο γέλιο προκαλούν. Ενώ ο Γκβόζντεν αναμένει διαταγή από το αρχηγείο, ο Σουμαντίνατς είναι εξαφανισμένος. Πανέξυπνη αλληγορία διότι θέλει να δείξει πως το κράτος δεν συμμεριζόταν την αγωνία του απλού πολεμιστή, που έχυνε το αίμα του για τις αξίες του έθνους του.

      Ανάλυση της ταινίας :

Η ταινία την περίοδο του πολέμου αλλά και πιο μετά, δηλαδή κατά την λήξη του, έγινε σύμβολο του »αριστερού χώρου» ως αντιπολεμική και φιλειρηνική. Είναι όμως μια αντιπολεμική και φιλειρηνική ταινία; Η απάντηση είναι όχι, διότι δείχνει πως ο πόλεμος δεν ήταν κάτι που ήρθε ξαφνικά, αλλά ήταν το αποτέλεσμα μέσα στην πολυπολιτισμική και παρηκμασμένη κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία, η οποία συγκάλυπτε τα πληθυσμιακά προβλήματα στο όνομα μιας συναδέλφωσης κομμουνιστικού τύπου (την λες και αντικομμουνιστική την ταινία). Στην πρώτη σκηνή της ταινίας όταν ο κομισάριος του Τίτο κόβει την κορδέλα στο λεγόμενο Τούνελ της συναδέλφωσης, αντί της κορδέλας κόβει μερικώς το δάχτυλο του με το αίμα να πετάγεται στα πρόσωπα των πιονιέρων. Τότε ένας κομματικός σπεύδει κατευθείαν να  κουκουλώσει με ένα πανί το τραύμα, συμβολίζοντας με αυτή την σκηνή πως ενώ η Γιουγκοσλαβία μάτωνε ο κομμουνισμός κάλυπτε τον πολυφυλετισμό, ούτως ώστε να συντηρηθεί η »μπανανία» του Τίτο και των γραφειοκρατών του κόμματος.

Μετά από χρόνια αυτή η σήραγγα θα γίνει πεδίο μάχης για Σέρβους και Βόσνιους. Η ταινία λοιπόν είναι πέρα για πέρα πολεμική, καθώς μας παρουσιάζει τους ήρωες της ταινίας ως τους κατεξοχήν πολεμιστές, οι οποίοι έχουν σηκώσει το βάρος της Σερβίας στις πλάτες τους ακόμα και αν οι ξιπασμένοι Βελιγραδιώτες δεν έχουν καταλάβει καν τι γίνεται στην Βοσνία. Η σκηνή που δίνει γροθιά στο στομάχι του κάθε »αοριστολόγου» πασιφιστή, είναι όταν οι βολεμένοι »αγωνιστές» του καναπέ που μαζεύονται έξω από το νοσοκομείο όπου είναι τραυματίες οι Σέρβοι μαχητές και τους φωνάζουν από τις ντουντούκες«’μην πέφτετε θύματα των πολεμοκάπηλων», τραγουδώντας παράλληλα και με μια φωνή το τραγούδι του  Lenon »GIVE PEACE A CHANCE». Ο Μίλαν όντας κλινήρης, τους δίνει ως απάντηση την μπουκάλα με το αίμα, εκσφενδονίζοντας την από το παράθυρο. Η αλληγορία αυτή έδειχνε πως το αίμα σιγά σιγά μεταφερόταν και στην κυρίως Σερβία με την κάλυψη των ΗΠΑ. Αυτό που αξίζει επίσης να σημειωθεί, είναι πως  ο Μίλαν δεν μετανιώνει για τις πράξεις, του αντιθέτως εξοργίζεται όλο και περισσότερο με τον χαρτογιακά γιατρό που του κάνει μαθήματα ανθρωπισμού «πως όλοι οι τραυματίες είναι το ίδιο», ενώ ο Μίλαν θέλει να εκδικηθεί για τον θάνατο των συμπολεμιστών του. Στην σκηνή της εξόδου από την σήραγγα, η Αμερικανίδα πολεμική ανταποκρίτρια, συμβολίζει την νατοική παρέμβαση που θέλει μέσο του ρεπορτάζ της να παρουσιάσει ως εγκληματίες τους Σέρβους.Η θεία δική όμως και η «μεταφυσική του δικαίου» κατά Σπένγκλερ, βρίσκει την δημοσιογράφο νεκρή από διασταυρούμενα πυρά. 

   Η «αντιπασιφιστική» φύση του έργου φαίνεται έντονα στην προτελευταία σκηνή όπου ο Μίλαν πηγαίνει έρποντας προς τον θάλαμο των Βόσνιων, θέλοντας να σκοτώσει τον αντίπαλο του με ένα πιρούνι, ενώ ο μουσουλμάνος έτοιμος να δεχθεί τον θάνατο του, τον προστάζει να το κάνει. Τότε οι αδιάφορες νοσοκόμες που κοιτούσαν υποτιμητικά τους τραυματίες Τσέντικ,  συνειδητοποιούν το πρόβλημα που υπάρχει. Δηλαδή πως ο πόλεμος πλέον είναι γενικευμένος και όχι περιφερειακός. 

Η τελευταία σκηνή που σφραγίζει την ταινία είναι όλο το νόημα. Το »Τούνελ της συναδέλφωσης» πλέον ονομάζεται »Τούνελ της Ειρήνης», θέλοντας να επουλώσει τα τραύματα του πολέμου όπως αναφέρει και ο εκφωνητής της τηλεόρασης, ανακοινώνοντας πως αυτή την φορά την κορδέλα την κόβουν οι δυτικοί εταίροι. Το μήνυμα της ταινίας είναι βαθιά αντινεωτερικό και πολεμικό. Ουσιαστικά υπογραμμίζει – υπενθυμίζει πως, όσο προλεταριακό ή κοσμοπολίτικο βερνίκι βάλει κάποιος στις πολιτισμικές διαφορές, αυτό που θα καταφέρει θα είναι να τις αυξήσει. Διότι καμιά υλική ευδαιμονία δεν μπορεί να καλύψει την ταυτοτική αυθυπαρξία ενός λαού, όπου στην λαϊκή του βάση (Volchish), μετουσιώνεται σε έθνος και σε κοινότητα.

Το μήνυμα της ταινίας είναι καθαρά υποτασσόμενο στο ρητό του Ηράκλειτου «πόλεμος πατήρ πάντων», καθώς ο σκηνοθέτης δεν ξεφεύγει δευτερόλεπτο από το νόημα του πολέμου, κάνοντας έναν έξυπνο συγκρητισμό με τον καιρό της ειρήνης. Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι πως η »φιλία» είναι κάτι που υποτάσσεται στον πόλεμο και όχι ο πόλεμος στην φιλία. Συνεπώς το φυσιοκρατικό αίσθημα της μάχης επισκιάζει τα πάντα μπροστά στην εθνική επιβίωση. Διότι καμιά ειρήνη δεν είναι θέσφατη, αντιθέτως καθορίζεται μέσα από την ομοιογένεια που έχει ως επακόλουθο την κοινή ταυτότητα, η οποία αποσκοπεί στην διαμόρφωση του μέλλοντος. Σαφώς και δεν είναι μια μιλιταριστική ταινία, καθώς καυτηριάζει τα κακώς κείμενα των γραφειοκρατών του στρατού, όμως το επίκεντρο της ταινίας είναι η μάχη που υφίσταται ανάμεσα στους διαφορετικούς πολιτισμούς που »συνυπάρχουν»είτε από επιλογή είτε όχι.

   Επίλογος :

H ταινία είναι μια βαλκανική «όπερα της πεντάρας», όπου εάν κάποιος δεν είναι σε επαφή με τα γεγονότα του σερβοβοσνιακού πολέμου, σαφώς και δεν θα την κατανοήσει. Χρειάζεται αρκετή πολιτική κατάρτιση και ιδεολογική, ούτως ώστε να ληφθούν από τον θεατή τα μηνύματα του σκηνοθέτη. Το εθνικιστικό στοιχείο είναι έντονο τόσο με τα συνθήματα, «Σερβία μέχρι το Τόκιο», όσο και με την επιθυμία του κάθε μαχητή ξεχωριστά να πολεμήσει για την αρετή του μέσω του υποκειμένου που λέγεται έθνος. Συμπερασματικά και κλείνοντας, θα έλεγα πως η φαντασιόπληκτη αριστερά αδίκως  οικειοποιείται την ταινία, διότι ενώ οι πασιφιστές φίλοι τους τραγουδούσαν John Lennon και Θεοδωράκη στο σύνταγμα τον καιρό των νατοικών βομβαρδισμών, οι Σέρβοι μαχητές τραγουδούσαν «ο πατέρας μου είναι εγκληματίας πολέμου», χλευάζοντας το ΝΑΤΟ και εξυμνώντας τα κατορθώματα της Σερβικής Εθελοντικής Φρουράς, των Πανθήρων και γενικά του Σερβικού στρατού.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Srdan Dragojevic, ξέροντας καλά λοιπόν τους λόγους που οδήγησαν σε αυτόν τον πόλεμο, αποτυπώνει την νοοτροπία του πολέμου μέσα από τις σκηνές, οι οποίες είναι αρκετά σκληρές, θέλοντας να βάλει τον θεατή στην πραγματικότητα του πολέμου.


Τάσος Σοφούλης. https://samuraithsdyshs.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου