Γράφει ο ΤΑΣΟΣ ΜΕΡΤΙΚΑΣ
προς Δαφνούλα Ηλείας 1941
Μετά την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου και καθώς ο στρατός μας επέστρεφε πεζή προς την ενδοχώρα,ο θείος μου ο Γιάννης ( αδερφός της γιαγιάς μου Βασιλικής ) μαζί μ' έναν χωριανό του βρεθήκαν μετά από αρκετό καιρό πεζοπορίας απ' την Αλβανία όπου πολεμούσαν, πίσω στα ιδιαίτερα πάτρια εδάφη του Μωρηά,συγκεκριμένα κοντά στο χωριό τους Δαφνούλα Ηλείας...περπατώντας νυχθημερόν,από μονοπάτια επί το πλείστον,καθώς οι γερμανοί είχαν ήδη μπεί στην Ελλάδα και απέφευγαν επαφή με κύριους οδικούς άξονες- όντας ακόμη στρατιωτικά ντυμένοι,και μην ξέροντας τις διαθέσεις των γερμανών,έστω και σε άοπλους πια Έλληνες που τους είχε ανακοινωθεί επίσημα άδεια διαρκείας απ τους κατακτητές βλ- αποστράτευση..
(τις διαθέσεις θα μαθαίναμε τελικά αμέσως σαν λαός,αλλά αυτό ανήκει σ' άλλο εδάφιο άλλου κειμένου) ...
Όπως και να 'χει,περπατώντας οι δυο Αλβανομάχοι,φτάσαν μαζί και μ΄ άλλο κόσμο ντόπιο,που κι εκείνος αγωγιάτης περπατούσε να βγεί σ' άλλα γύρω χωριά για διάφορους λόγους ο καθείς τους..δουλειές,αλλά και εσωτερικές μεταναστεύσεις ένεκα του παραδόξου κλίματος που 'χε φέρει ο πόλεμος...
Όταν νύχτωνε όλοι μαζί οι αγωγιάτες γνωστοί κι άγνωστοι μεταξύ τους,συναθροίζονταν
σε κάποια ''απλωσά'' που 'λεγε η γιαγιά μου,
(η οποία και μεταδιηγήθηκε αυτά που γράφω εδώ)
και περνούσαν την νύχτα....μόνο που κείνη η επερχόμενη νύχτα,έμελλε να 'ναι πολύ πιο αλλιώτικη και τελικά τρομακτική-πέραν των απλοϊκών συνηθισμένων φόβων των αγωγιατών....κάποιο λύκο ,η κάποιον ληστή,και φυσικά τον νεο ανθρωπόμορφο τρόμο που συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά και του λύκου και του ληστή.
Τους γερμανούς ναζί...
Αποσταμένοι βαδίζοντας λοιπόν προς Δαφνούλα, βρίσκονται πάνω σ ένα διάσελο, (που περσότερο έμοιαζε με μικρό οροπέδιο απ' ότι παράσταινε ο μπάρμπα Γιάννης μέσω της γιαγιάς),και αποφασίζουν να περάσουν την νύχτα εκεί..
Όμως ξαφνικά οι δυο νεαροί στρατιώτες και μερικοί άλλοι αγωγιάτες,είδαν να περνά (νύχτα βαθυά πια) μια ...κηδεία....
Η απορία που μισοφάνηκε στα πρόσωπα όλων (αν και πέρασε τελικά υποδόρια σε σχέση με την τελική αντίδραση τους που ήταν ένα μούδιασμα αμηχανίας ) ήταν η εξής συνοπτικά..
..πως πάνω σε οροπέδιο με μονοπάτι και μακρυά απ΄τα χωριά,βρέθηκε κηδεία και νύχτα!
...Και μάλιστα με κάρο,τ οποίο δεν υπήρχε δρόμος δημοσιάς αμαξιτός και φαρδύς ώστε να περάσει προς τ οροπέδιο-διάσελο.! ...πάραυτα,ιστάμενοι άπαντες,βγάζοντας τα καπέλα και αρνούμενοι καταβάθος να πιστέψουν πως είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο,περιμέναν υπομονετικά να περάσει η πομπή....
Η πομπή όμως,- πλήν του ότι δεν είχε κανένα Φως,δεν είχε και...τίποτε το αναλογικά ''μοντέρνο'' με την εποχή...ήταν μια παλιομοδίτικη άμαξα,ακαθόριστης ηλικίας απλοϊκή αλλά πολυτελής! ...χωρίς τζάμια (τα χρόνια εκείνα του '40 οι ζωήλατες νεκροφόρες είχαν τζάμια στο πλάϊ ,αν και στα χωριά κηδεύαν με απλό κάρο εργασίας)...οι δε άνθρωποι της πομπής όλοι τους φορούσαν μακριούς πολύπτυχους χιτώνες -σα ντρίλινες φουστανέλλες παιδί μου- αλλά πιο μακρυές ''αστραγαλάτες'' (όπως ανά-παράσταινε η γιαγιά την διήγηση τους αδερφού της ),
και κοπέλες με λαμπάδες σβηστές,σχεδόν άσπρους χιτώνες
( νομίζω είχε πει σαν ζαχαρί όχι κατάλευκους ) και λόγια ακατανόητα στους -έντρομους πια- χωρικούς που σιγουρεύτηκαν πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά.......
...και τα σαν μαγνητισμένα προσηλωμένα πρόσωπα που ψέλναν κοιτώντας την σβηστή καθένα τους λαμπάδα συνεχίζαν να περνούν αργά αργά...
...και η πομπή πέρναγε και πέρναγε και δεν τελείωνε
( ερχόμενη απο το πουθενά και χανόμενη στο πουθενά)!
αέναα μα εφιαλτικά....
Ο δε μπάρμπας μου Γιάννης, βλέποντας την πομπή να μην τελειώνει, στεκόμενος κι αυτός,
-με όλο το Αλβανικό Έπος στις πλάτες του και ότι αυτό συνεπάγεται από πλευράς φρικτών σκηνών πολέμου-
η θέλεις πάλι με όση χωριάτικη και παιδική αφέλεια του 'χε απομείνει εκεί στα δεκαεννιά του,θέλεις με θράσος και ξεδιαντροπιά,πιάνει και στρίβει ένα τσιγάρο,και το ανάφτει με τσακμάκι μακρύ -που ευτυχώς δεν βραδυφλόγησε ως συνήθως (είχε πει ) γιατί...
..ο τελευταίος της παράδοξης ημι ; φασματικής πομπής σταμάτησε μπροστά του -με τον χιτώνα και την σβηστή λαμπάδα του-
έστρεψε κατά μέρος του και κοιτώντας τον στα μάτια με ένα άδειο από αισθήματα -ατάραχο- σβησμένο θαρρείς από χαρακτηριστικά πρόσωπο ''μια θολούρα σκέτη'' ( είχε πει στην γιαγιά μου ο θείος ) και του είπε -όχι σε ακατανόητα ψαλμώδη λόγια αλλά σε άπταιστα σύγχρονα Ελληνικά
ΕΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΕΣ ΤΗΝ ΦΩΤΙΤΣΑ ΘΑ ΣΕ ΕΦΤΙΑΧΝΑ ΕΓΩ...
...κάνοντας τον Θείο μου ,να κερώσει,κάνοντάς τον να μην απαντήσει,μα απλά έντρομος και ενστικτωδώς να τραβάει δυνατά την ρουφηξιά- θα 'λεγες σε μια υφέρπουσα απόπειρα τροφοδότησης της φλόγας που τον -τους έσωσε
( από τι και γιατί δεν θα μάθουμε ποτέ όπως δεν έμαθε και ο ίδιος ) ..μιας φλόγας που ήταν η σύνδεσή του και η προστασία του) με τον συμβατικό κόσμο μας...;
Ύστερα η όλη πομπή χάθηκε άξαφνα,
( χωρίς ωστόσο να πειραχτεί ουδείς -έχων και μη έχων φλόγα ) και όλοι -αγωγιάτες και στρατιώτες αλληλοκοιταχτήκαν έντρομοι ( μετέχοντες κοινωνοί πια του Αόρατου) ...
Κανείς τους δεν μίλησε συζήτησε επί του τόπου του συμβάντος (καθώς γνωρίσαν πως πέσαν σε ΑΦΩΝΗ ΩΡΑ)
παρά συνεχίσαν βιαστικά στα σκοτεινά προς τα χωριά απ' το μονοπάτι μη έχοντας καμία διάθεση πια για διανυκτέρευση εκεί..μόν έλεγε ο Μπάρμπας μου στην αδερφή του πως
''κοιταχτήκαμε όλοι και γνέψαμε σε όποιον ξέραμε ο καθείς εάν είναι όλοι καλά και άρον άρον συνεχίσαμε )...
Την άλλη που ξημέρωσε κατάκοποι το δίχως άλλο και παντελώς άγρυπνοι ποιός να τους πίστευε
(τόσον πολύν κόσμο που το είδαν) πλήν στο αναμετάξυ τους;
..καθώς γυρίσαν στα χωριά τους
το περιστατικό ίσως ειπώθηκε και αλλού, μα έμεινε μύχια σ' όσους ακούσαν ίσως από φόβο χλευασμού η ρετσινιάς αλαφροίσκιωτου η απλά απο αγνό φόβο
Ίσως η καταγραφή ( η όποια καταγραφή ) που έκανε η μνήμη μου εκεί στα δεκαπέντε μου απ τα λόγια της γιαγιάς -που αναπαράστησε με την σειρά της
( όπως μπόρεσε η μνήμη της )- την περιπέτεια του μπάρμπα μου και των χωρικών
να είναι η μόνη μεταστοιχειωμένη μεταλαμπαδευμένη ανάμνηση από αυτήν την επαφή με το '' 'Αλλο ''...
Ίσως οι λέξεις να μην είναι επακριβώς αυτές που άκουσα,
( και δεν είναι ! βεβαιώνω-καθως δεν μ' αρέσουν τα συγγραφικά ψεύδη ) αλλά βεβαιώνω για την απόλυτη ταυτοσημία της ουσίας τους με το γεγονός με αγαθότητα.
Σαν σπόρος που ρίχτηκε τυχαία,και άνθισε αλλού αλλιώς σ' άλλον αιώνα, σ' άλλη γη σε ψυχή που δεν περίμενε κανείς ν ανθίσει..με τρόπο που δεν φαντάστηκε κανείς η ιστορία μέσα μου άνθισε...
Ήταν Βυζαντινοί;
'Hταν κάποια παράδοξη μυστικιστική αίρεση μεσαιωνική η Ρωμαϊκή των αναρίθμητων φυλών που περάσαν απ' αυτόν τον τόπο;
Ήταν μια κοσμική φάρσα,-μα ποιος να'ναι αλήθεια ο φαρσέρ,
πως στοχοποιεί τα πρόσωπα,με τι κριτήρια;
πως στήνει το σκηνικό,με τι φαντασία
( που ξεπερνα κάθε φαντασία );;
Ήταν αρχαίοι Έλληνες-αστραγαλάτη φουστανέλλα- είχε πει ο θείος στην γιαγιά...
Ήταν αδικοχαμένοι κλέφτες και κόρες ;;
Δερβίσηδες του Αγνώστου;
Δεν θα μάθουμε τίποτε.
Η φωτιά πάντως είναι το αρχαιότερο Δέος όλων των όντων ότι αυτή η δημιουργία του Συμπαντος και εξαγνισμός.
ΠΥΡ ΑΕΙΖΩΟΝ..
................................................................................................................................................
Ωστόσο θα αποτολμήσω μια εικασία -χρόνια υστερόγραφη του κειμένου-
καθώς αναπάντεχα ως Φώτιση
με βρήκε κείνο το πρωί στις τέσσερις Αυγούστου του '23 ώρα 10.35-45 την ώρα που το διόρθωνα ορθογραφικά...
η Πομπή ήταν Ηλείοι Έλληνες της Αρχαιότητος και ήταν η τελευταία Ολυμπιακή πομπή πριν καταργήσει ο Θεοδόσιος το 393 ΜΧΧ τους Ολυμπιακούς αγώνες
η σβηστή λαμπάδα ήταν το Χαμένο πια Φως της Ηλιακής πίστης
( ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΕΣ ΤΗΝ ΦΩΤΙΤΣΑ ΘΑ Σ ΕΦΤΙΑΧΝΑ ΕΓΩ )
πλήν υστερογράφου το κείμενο εγράφη 2017 Ιουλίου 13
ώρα 13:13 -την ώρα που ακριβώς το ΄13 έφυγε η γιαγιά μου
(και το 'χε δει όνειρο...της είχε πει κάποιος εκεί από νέα
τα 13ρια να φοβάσαι)...
αφιερωμένο στην γιαγιά μου πρωτίστως,στον θειό μου Γιάννη επίσης που το βίωσε,( κι έχει φύγει χρόνια πια ),στην τύχη του να το φέρει η κουβέντα να τ΄ ακούσω σαν διήγηση...
Αφιερωμένο σε όποιον σας θέλει να συνεχίσει την μνήμη του γεγονότος ώστε εκείνο σαν παράδοση παράδοξη και Αληθινή Λαϊκή να μην χαθεί μέσα στα δεινά που βρήκαν την Ελλάδα μας.
Τέλος αφιερωμένο και στους άγνωστους προγόνους μας με τις σβηστές λαμπάδες που θρηνούσαν όπως εικάζω την ταφή του Ηλιακού Ελλανικού Απολλωνίου Φωτός
μου θυμίζουν έστω ν ανάβω κανά καντηλάκι στην γιαγιά και στον μπάρμπα,άλλο να μην ξεχνιέμαι ,έτσι πάντοτε έχω μαζί μου ένα παλιακό τσακμάκι με πυριτόλιθο ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου