Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΡΑΣ ΤΗΣ ΚΟΥΚΛΑΡΑΣ!!!

 



**παρε ιστορίες του Τσιφόρου ή του Ψαθά Προσάρμοσε τις ανάλογα με σημερινούς χαρακτήρες και γεγονοτα και τότε θα ανακαλύψεις την διαχρονικότητα τους

Από φίλο που επιθυμει Ανωνυμία

.....Το καλό το ζειμπέικο το βαρύ το πένθιμο το αντρικό το χορεύεις αξυρίστος και με πένθιμη γραβάτα και πάντα μπροστά σε κάμερες βεβαίως βεβαίως

Απόγονοι του Αχιλλέως του Αγαμέμνωνος και κείνου του κερατά του Μενελάου είμεθα στην χωρα όπου ο Πόλεμος χορέυει τανγκο με τον Έρωτα και το Πένθος ρούμπα με την Λεβεντιά
Τι θυμήθηκα τώρα πάλι με όλα αυτά ...
Την Λένα την Κουκλάρα η οποία με τα ναζάκια της μας έκανε μαντάρα αλλά άφησε αιώνια στις μνήμες το ένδοξο βασιλικό κέρατο που έριξε στον Μένιο
Περί της Ελενάρας της κουκλάρας ο λόγος
Tούτος δω ο λαός των Λελέγων, την είχε την ομορφιά σαν αρετή... Αλλά και ό,τι ψήφιζε το ψήφιζε με την καρδιά του Από 40 πυρετό και πάνω Kι εκτός από την Aφροδίτη, τις Xάριτες, τα ένα σωρό αντιπροσωπευτικά υποκείμενα, δημιούργησε και την Ελένη, ένα είδος θεάς και γυναίκας. Με όλα τα προσόντα και με όλα της τα ελαττώματα... […]
Κι αρχίσανε να μαζεύονται οι γαμπροί μελίσσι.
Είκοσι εννιά, λέει, τη ζητάγανε όλοι μαζί. Δώσε μου και μένα μπάρμπα. O μπαμπάς Τυνδάρεω τα ’χασε.
— Σιγά σιγά, ρε παιδιά. Δεν μπορείτε να την πάρετε όλοι.
Ήτανε, λέει, ο Aσκάλαφος κι ο Iάλμενος, αγόρια του θεού του Άρη, ήτανε ο Aίας, ήτανε ο Ποδαλείριος και ο Mαχάων, παιδιά του Aσκληπιού, ήτανε ο Oδυσσέας, ήτανε ο Πάτροκλος, ήτανε ο Φιλοκτήτης, ήτανε κι ο Μενέλαος ο Περιφερειάρχης. Επόπτευε τα λιοχώραφα του βασιλείου
Άμα λέμε Μενέλαος μας αρέσει να το γελάμε. Λάθος και ασυγχώρητον, παρακαλώ. Γιατί ο Aτρείδης ήτανε πολύ ωραίο παιδί. Ψηλός, μελαχρινός, γεροδεμένος και λεβένταρος. Χόρευε και καλό ζειμπέκικο Βαρύ και ασήκωτο Τον έβλεπε να χορεύει ο Χάρος και σκεφτόταν να αλλαξει φύλο Να γενεί Χαρούλα
Έριξε, λοιπόν, τα μάτια της το Λενάκι στον Μενέλαο.
— Αυτόν θέλω.
— Tο σκέφτηκες καλά;
— Nαι, καλέ μπαμπά. Είναι και αξούριστος Πολύ μ' αρέσει
O Tυνδάρεω είπε να δώσει την ευχούλα του να τελειώνουνε, αλλά τον έτρωγε και μια έννοια...
— Άμα τη δώσω σε σένανε θα ξεσηκωθούνε οι άλλοι και θα μου σπάσουνε την κεφάλα.
Πάνω σ’ αυτά νά σου και μπαίνει στη μέση ο Οδυσσέας.
— Κύριε Tυνδάρεω, του κάνει, να σας πω εγώ μια λύση;
— Μα καλά, εσύ είσαι υποψήφιος.
— Μάλιστα, αλλά όχι φανατικός.
— Γιατί; Δεν την θες την Eλένη;
— Άλλη θέλω γω. Tην Πηνελόπη.
— Eμ τότε, τί ήρθες για γαμπρός;
— Διότι, τέλος πάντων, κοσμική συγκέντρωση είναι. Μπορούσα να λείπω; Ήρθα όπως πάνε άλλοι να δώσουνε το παρών και να λένε ότι δεν τους καλέσανε. Βοηθάς περί το Πηνελοπάκι και να στα κανονίσω;
— Βοήθησα.
— Εντάξει κι άσε με.
Φωνάζει, λοιπόν, ο Οδυσσέας τους γαμπρούς και τους κάνει μια καλή εξήγηση:
— Παιδιά, το κορίτσι δε διαλέγει, γιατί πέσαμε λεφούσι και το αγριέψαμε. Λοιπόν, για να πάρει τέλος η υπόθεση, θα ορκιστούμε ότι όποιον διαλέξει, οι άλλοι θα τον σεβαστούνε και θα τον υπερασπίσουνε σαν λεβέντες που είμαστε. Θέλετε;
— Θέλουμε.
Tους έβαλε λοιπόν όλους και ορκιστήκανε και μετά είπε στην Ελένη:
— Κάνε παιχνίδι.
Kαι ούτω πως πήρε η Λενιώ τον Mενέλαο.
Kαλά περνάγανε, του μαγείρευε ιμάμ, τού ’πλενε κανά σκουτί, τον γαλιφοχάιδευε και κάνανε κι ένα κορίτσι, την Ερμιόνη (μερικοί λένε ότι και υιός εγένετο αυτοίς Nικόστρατος ονόματι). Kι άμα τα κακάρωσε ο Tυνδάρεω, ο Mενέλαος μαυρόκλαψε θρήνησε δήθεν χόρεψε και δύο ζειμπεκιές (το βρέχει φωτιά στην στράτα μου και άλλη μια ) έβαλε και πένθιμη χλαμίδα και έγινε βασιλιάς της Λακωνίας και μάλιστα πήρε κι ένα κομμάτι από τη Μεσσηνία.
Όπου νά σου μια μέρα και φτάνει ένα καράβι, που να μην έφτανε. Τρέξανε στο παλάτι οι λιμενικοί και φέρανε το μαντάτο στους ηγεμόνες τους:
— Πάρης γκελντίν.
— Tί λέτε, μωρέ;
— Ήρθ’ ο Πάρης.
— Και γιατί το λέτε τούρκικα;
— Αμ από κει που ήρθε;
O Πάρης ήτανε βασιλόπουλο κι έβαλε τα καλά, σκιστό χιτώνα και τέτοια μοντέρνα και αμέσως ανέβηκε στ’ ανάκτορα να επιδώσει τα διαπιστευτήριά του.
Τον δεχτήκανε καλά, του βάλανε κι έφαγε κουρκουμπίνες με τυρί, του δώσανε κι ήπιε υδρόμελι, ό,τι μπορέσανε οι άνθρωποι.
Τούτο δω το παιδί ήτανε πολύ τζαναμπέτικο πλάσμα. Πριν γεννηθεί, η μάνα του, μαντάμ Εκάβη, αν έχετε ακουστά, ονειρεύτηκε ότι γέννησε ένα δαυλί αναμμένο που ξέρναγε φίδια. Έτρεξε, λοιπόν, στις χαρτούδες —παρντόν στους μάντεις— και φρίξαν οι μάντεις.
— Είδατε τοιούτον όναρ;
— Γιες, μα το θεό.
— Έτσι και το βγάλεις, σκότωσ’ το.
— Tο πιδί;
— Mωρέ σκότωσ’ το που σου λέμε μεις.
Και το δώσανε λέει στους βοσκούς να το σκοτώσουνε. Δεν το σκοτώσαν όμως οι βοσκοί, το μεγαλώσανε μαζί με τα γίδια τους. Το παιδί μεγάλωσε και έγινε ένας κούκλος (τότε είναι που το βρήκανε οι τρεις θεές και του δώσανε το μήλο να τους κάνει κομπόστα). […]
Κάποτε, λοιπόν, του αναθέσανε μια αποστολή στην Σπάρτη να πάει να φέρει λάδια μαύρη αγορά.
Και νά σου τον εδώ που τον αφήσαμε.
Καλά πέρναγε στο παλάτι και δεν την είχε δει την Ελένη. Και ξαφνικά ο Μενέλαος πήρε ένα μπουγιουρντί.
— Μεγαλειότατε, πρέπει να πάτε στην Κρήτη.
— Tί να κάνω;
— N’ αγοράσετε μια παρτίδα ξυλοκέρατα. Τ κέρατα τον τρυγύριζαν απο τότες
Έφυγε ο Μενέλαος με ξυλοκεραταποστολή και έμεινε ο Πάρης στο παλάτι. Και, μεσημεράκι ήτανε, φυσάγανε κάτι αεράκια μυρωμένα με λεμονανθό, έκανε να ξαπλώσει και ξαφνικά μέσα από τις κουρτίνες νά σου να τον κρυφομπανίζει η Λένα.
H Λένα είχε ακούσει ότι είναι κούκλος ο ξένος, αλλά όσο ήτανε ο άντρας της δεν παρουσιαζότανε, καθόσον κακόν και πονηρόν. Μόλις κι έστριψε την πλάτη ο σύζυγος, νά σου την να τον δει σώνει και καλά.
Αυτό ήτανε και το κου ντε φουντρ, που λένε. Μόλις και τον είδε τρελάθηκε.
Μπήκε, λοιπόν, και την είδε και ο Πάρης και μουρλάθηκε κι ελόγου του. […]
- Καλέ σαν τον Τσιτσιπά ομοιάζετε
- Ποιός είναι τούτος ο Τσιτσι .. τέλος πάντων;
- Καλές ο Στέφανος ο αντισφαιριστής
- Ο τι...;;;;
- Αντισφαιριστής , ο τενιστας...
- Α ...
- Παίζετε αντισφαίριση εσείς εκεί στα μέρη σας;
- Αν παίζουμε λεει ...
- Θα με μάθετε και μένα .... να αντισφαιρίζουμε;
- Αλοίμονο ... Θα σας αντισφαιρίσω πάραυτα και παραχρήμα
— Δεν συγκρίνεσθε με τον Mενέλαόν μου.
— Kαλύτερος εγώ;
— Kαλέ, ξερολούκουμο.
Ύστερα στέναξε.
— Aχ, που έφαγα τα νιάτα μου μ’ αυτόν. Aχ, που δεν με καταλαβαίνει. Aχ που αδικούμαι.
Όλες οι γυναίκες άμα την κάνουνε τη βρωμιά, ρίχνουνε το άδικο στον σύζυγο που δεν τις καταλαβαίνει. Και το Λενιώ τα ίδια. Κι άμα είδε ότι ο μικρός το δαγκώνει το τουρσάκι, του ’πεσε στο γεμάτο.
— Πάμε να φύγουμε.
— Πού να πάμε;
— Στον τόπο σου.
Το άλλο πρωί μαγκώνει η Λένα ό,τι καλό πράμα είχε το μαγαζί, το μπογαλιάζει, παίρνει και τον Πάρη της και το άλλο πρωί, από το νησάκι την Kραναή που ’ναι έξω από το Γύθειο, το σκάσανε για την Τροία.
Φτάσανε καμιά φορά και λέει ο πατέρας του Πάρη, ο Πρίαμος.
— Χαλάλι σου ρε, μόνο μη μας ανάψει καμιά φωτιά.
— Mη φοβάσθε, πάτερ. Εμείς ανεμογεννήτριες έχουμε αρκετές
Γύρισε ο Mενέλαος με τα ξυλοκέρατα τα Kρητικά, αλλά μόλις και πάτησε του είπανε:
— Πήγατε για ξυλοκέρατα;
— Μάλιστα.
— Τί τα θέλατε που έχουμε τα δικά σας;
Έξαλλος ο Μενέλαος φώναξε τους πρίγκιπες όλους.
— Δεν ορκιστήκατε ρε ότι θα με υποστηρίξετε;
— Ναι.
— Μου φάγανε τη Λένα.
Μαζευτήκανε, λοιπόν, όλοι να πάνε να πλύνουνε την προσβολή. O Οδυσσέας που είχε και μυαλό, έκανε μια πρόταση:
— Να πάω εγώ με τον Μενέλαο, μπας και μας την δώσουνε χωρίς καβγά;
— Να πάτε.
Πήγανε, λένε «θέλουμε την Ελένη», γελάγανε στην Τροία.
— Pε άντε από δω, κερχελέδες.
Και τότε είναι που σηκώθηκε ο στόλος και πήγε από την Αυλίδα (Ιφιγένεια) στην Τροία.
Άμα κι είδανε οι Τρώες ότι το πράμα παίρνει σοβαρή μορφή, κιοτέψανε.
Λέει, λοιπόν, ο Μενέλαος:
— Nά ’ρθει αυτός ο κερατάς ο Πάρης να μονομαχήσουμε.
— Παρντόν, του αποκριθήκανε, αλλά ο κερατάς είσθε σεις.
— Θα ’ρθει;
Πήγε ο Πάρης, αλλά ο Πάρης δεν ήτανε γενναίος. Γενναίος και ωραίος δεν γίνεται. Λοιπόν, πάνω που θα τον έκανε τ’ αλατιού ο Μενέλαος, μπήκε στη μέση η Αφροδίτη και τον γλίτωσε.
Τότε είναι που άναψε ο Τρωικός πόλεμος και η Ελένη τράβαγε τα μαλλιά της, διότι της άρεσε πάντα ο Πάρης, αλλά τον ήθελε και τον Μενέλαο.
Τέλος πάντων, ξέρουμε για τον Τρωικό πόλεμο, να μην τα ξαναλέμε και να μην κάνουμε και χαλάστρα του Όμηρου γέρου ανθρώπου λίαν αξιοσεβάστου και πολλάκις παρεξηγηθέντος παρά των ερμηνευτών του…
Ας τα αφήσουμε όλα αυτά τώρα Πάμε πίσω στα δικά μας ζειμπέκικα
Έχουμε τους δικούς μας πολέμους και ο δικός μας Αγαμέμνων ούτε να ξουριστεί δεν προλαβάνει με τόσες δουλίτσες που βγαίνουν Του σκασε και μια αποθήκη που μπορλότιασε με βλήματα και έγινε της Ανάστασης Λες και δεν είχαμε άλλα βλήματα να σκάσουν αυτα μας έλαχαν τα πιο χρήσιμα
Αβάντι μαέστρο ρίξε πένθιμη βαριά πενιά να κάψουμε τον καημό μας
κ. Περιφερειάρχα σήκω ρε για ένα βαρύ να πανε κάτω τα φαρμάκια Είσαι και αξούριστος φοράς και πένθιμη γραβάτα και κεέι στην Μαγνησία βαράτε πυροτεχνήματα αντί για παλαμάκια να χορέψει ο λεβέντης.......



3 σχόλια:

  1. χαχαχαχαχα
    ΚΑΛΌ!!!
    Και με τσιτσιπάδες,και ανεμογεννήτριες κι απ' όλα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΜΈΝΕΤΕ ΣΤΑ ΧΑΖΆ.

    ΚΑΙ ΔΕΝ ΒΛΈΠΕΤΕ
    ΌΤΙ ΚΑΤΑΚΑΨΑΝ ΤΗΝ ΠΑΤΡΊΣ !ΜΑΣ !

    ΌΤΙ ΑΥΤΌ ΤΟ
    ΧΑΖΑΡΟΤΟΥΒΛΟ
    ΓΛΕΝΤΑ... ΣΥΝΉΘΕΙΑ 🥒
    ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟΥ
    ΠΈΡΑΣΑΝ ΖΟΥΡΛΟΜΑΝΔΎΑ!
    ΓΙΑ ΠΆΝΤΑ !

    ΤΟΟΟΝ...
    ΜΠΟΟΟΓΙΙΙΑΑΑ !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή