Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ 21

 


ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ 21
Με την επιστροφή στην Ελλάδα του Πέτρου Ρούσου και έχοντας πλέον υπόψη την έκθεσή του η οποία ανέφερε όσα προαναφέραμε για τη σοβιετική στάση, έστω και ανεπίσημη, οι πολύ δύσκολες και αγωνιώδεις συζητήσεις εντός της ηγεσίας του ΚΚΕ για το αν τελικά θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή η Συμφωνία του Λιβάνου και να στείλει το ΕΑΜ τους υπουργούς του στην κυβέρνηση Παπανδρέου, πήραν νέα τροπή.
Όλες οι προτάσεις που είχε κάνει το ΕΑΜ για την αναθεώρηση της Συμφωνίας είχαν απορριφθεί από τον Παπανδρέου χωρίς συζήτηση. Η αποστολή του Θανάση Χατζή, του Γραμματέα του ΕΑΜ, στη Μέση Ανατολή με σκοπό να επαναδιαπραγματευθεί τη Συμφωνία, όπως είδαμε ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή (ενώ το αεροπλάνο τον περίμενε για να τον παραλάβει) με επέμβαση του Γιάννη Ιωαννίδη. Ο Σβώλος, ο πρόεδρος της ΠΕΕΑ, ο οποίος ασκούσε μια «μαγική», σχεδόν μεταφυσική επίδραση πάνω στον Σιάντο και στον Ιωαννίδη, οι οποίοι δεν τολμούσαν να έρθουν σε ρήξη μαζί του, πίεζε αφόρητα να τελειώνει η εκκρεμότητα, δηλαδή να γίνει δεκτή η Συμφωνία ως είχε.
Σιγά – σιγά ο αρχικά προσεκτικός Γιάννης Ιωαννίδης, ενισχυμένος σίγουρα (κι ας μην το παραδέχεται ο Θανάσης Χατζής στο βιβλίο του) από την έκθεση του Ρούσου έπαιρνε θάρρος και περνούσε στην αντεπίθεση, με κατεύθυνση την αποδοχή της Συμφωνίας - ενώ ο Γιώργης Σιάντος, ο Γραμματέας του ΚΚΕ, παρά το θεωρητικά υψηλότερο αξίωμά του έναντι του Ιωαννίδη, δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί του.
Διότι ο Ιωαννίδης, πέρα από τις σπουδές του στη σοβιετική κομματική σχολή πριν από τον πόλεμο, η οποία του έδινε το κύρος του «ειδικού στη μαρξιστική θεωρία» (που ανάθεμα αν ήταν… ωστόσο είχε κατορθώσει να θεωρείται σαν τέτοιος), ήταν κι εκείνος που επί της δικτατορίας Γεωργίου Β΄ και Μεταξά είχε αναδειχθεί σε ηγέτη των εκατοντάδων φυλακισμένων κομμουνιστών στην Ακροναυπλία – και οι συγκεκριμένοι φυλακισμένοι ήταν τα πιο «βαριά» σε όνομα και σε επιρροή στελέχη του ΚΚΕ και συνήθως οι πιο «σκληροί» εσωκομματικά. Όσοι απ’ αυτούς είχαν απελευθερωθεί και δεν είχαν παραδοθεί στους Γερμανούς και τώρα δρούσαν μέσα στο ΚΚΕ και στο ΕΑΜ υπάκουαν στον Ιωαννίδη ακόμα και αν μέσα τους διαφωνούσαν με τη γραμμή του. Και ο Σιάντος δεν ήταν εξαίρεση, δηλαδή κι εκείνος ένιωθε ένα δέος απέναντι στον Ιωαννίδη.
Στο μεταξύ, ενώ οι περισσότερες οργανώσεις του ΕΑΜ της Ελεύθερης Ελλάδας, δηλαδή της επαρχίας, ήταν αντίθετες στη Συμφωνία του Λιβάνου, οι οργανώσεις της Αθήνας άρχισαν να στέλνουν μηνύματα προβληματισμού, τα οποία έλεγαν ότι αντιμετώπιζαν μεγάλες δυσκολίες από την κατοχική κυβέρνηση, από τις δυνάμεις καταστολής της και από τις ουσιαστικά συνεργαζόμενες με την κυβέρνηση Ράλλη (ακόμα κι αν στα λόγια την καταδίκαζαν) «εθνικές», δηλαδή δεξιές – αστικές οργανώσεις, οι οποίες άλλωστε, όπως είδαμε, είχαν πετύχει να εκπροσωπηθούν στο Συνέδριο του Λιβάνου χωρίς οι αντιπρόσωποι του ΚΚΕ – ΕΑΜ – ΠΕΕΑ να αποχωρήσουν δίχως άλλη συζήτηση. Οι «Αθηναίοι» λοιπόν αντιμετωπίζοντας όλα αυτά τα προβλήματα και το ανελέητο κυνηγητό φοβόντουσαν πολύ περισσότερο την απομόνωση του ΕΑΜ από τα «δημοκρατικά αστικά στοιχεία» του απ’ όσο οι αγωνιζόμενοι στην Ελεύθερη Ελλάδα.
Αυτό το γεγονός έδειχνε ότι τώρα που πλησίαζε το τέλος της Κατοχής ο καθένας πλέον έπαιρνε θέση όχι βάσει των αναγκών της αντίστασης στους Γερμανούς, οι οποίοι ήταν θέμα χρόνου να αποχωρήσουν και πλέον το γνώριζαν όλοι (άλλο αν οι Γερμανοί ως την τελευταία μέρα όχι μόνο δεν «μαλάκωναν» αλλά γίνονταν όλο και πιο θηριώδεις) αλλά βάσει των επιθυμιών του για το ποιος θα έπρεπε να είχε την εξουσία μετά από την Κατοχή. Και ασφαλώς, αν και το ΕΑΜ διατηρούσε μεγάλο μέρος της λαϊκής του απήχησης και σίγουρα αν γίνονταν ελεύθερες εκλογές θα ερχόταν πρώτο κόμμα (αν και πιθανότατα όχι με απόλυτη πλειοψηφία), οι δυνάμεις της Δεξιάς δεν ήταν αμελητέες και χρησιμοποιούσαν εννοείται τον κρατικό μηχανισμό και τις κατοχικές δυνάμεις προς όφελός τους. Ενώ δεν πρέπει καθόλου να παραβλέπουμε την πάντα μεγάλη σε αριθμό «κυμαινόμενη μάζα», που τελικά ακολουθεί τους δυναμικότερους που θα επικρατήσουν.
Όπως και νάχει, πάντα υπήρχαν οι «τελικοί όροι» που όπως είπαμε είχαν σταλεί από το ΚΚΕ – ΕΑΜ – ΠΕΕΑ προς την κυβέρνηση Παπανδρέου στις 2 Ιουλίου του 1944. Αλλά εντελώς απροσδόκητα, χωρίς να προκύπτει ότι έγινε κάποια εκτεταμένη συζήτηση μέσα στην ηγεσία του ΚΚΕ γι’ αυτό το θέμα (ο Χατζής που γράφει τόσες λεπτομέρειες για τόσα άλλα περιέργως δεν το ξεκαθαρίζει) στις 29 Ιουλίου του 1944 η ομάδα ΚΚΕ – ΕΑΜ - ΠΕΕΑ έστειλε νέο τηλεγράφημα που ανέτρεπε ουσιαστικά το προηγούμενο, δηλαδή δεν επέμενε στους «τελικούς όρους» αλλά έλεγε ότι γινόταν δεκτή η συμμετοχή στην «κυβέρνησιν εθνικής ενότητος» αρκεί να άλλαζε το πρόσωπο του πρωθυπουργού, δηλαδή του Παπανδρέου! Προφανώς η απόφαση για να συμβεί αυτό θα λήφθηκε σε πολύ στενό κύκλο, δηλαδή από τον Ιωαννίδη, από τον Σιάντο ο οποίος πάντα τελικά υποχωρούσε στις πιέσεις του και από τον αιώνιο κήρυκα της συνθηκολόγησης, δηλαδή από τον Σβώλο.
Ασφαλώς ο Παπανδρέου, με την αδιάλλακτη αντικομμουνιστική και αντιεαμική στάση του δικαιολογημένα ήταν κόκκινο πανί - όμως ήταν απερίγραπτα αφελές να πιστεύει κάποιος ότι ακόμα και να γινόταν δεκτή η αντικατάσταση του Παπανδρέου με έναν άλλον αστό πολιτικό θα άλλαζε κάτι, αφού τα νήματα της κυβέρνησης του Καϊρου τα κινούσαν οι Βρετανοί και η κυβέρνηση αυτή δεν είχε καμιά δική της εξουσία. Και αυτό που είχε σημασία ήταν ότι η ηγεσία του ΚΚΕ – ΕΑΜ – ΠΕΕΑ άφηνε στην άκρη τις αντιρρήσεις της και ουσιαστικά δεχόταν τη Συμφωνία του Λιβάνου ως είχε! Δηλαδή συνθηκολογούσε πλήρως… και τα περί Παπανδρέου ήταν το τελευταίο φύλλο συκής.
Το πώς αντιμετωπίστηκε αυτός ο νέος όρος, να αντικατασταθεί δηλαδή ο Παπανδρέου, θα το δούμε παρακάτω, διότι χρονικά προηγείται ένα άλλο σημαντικό γεγονός, δηλαδή η άφιξη της σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα στις 28 Ιουλίου του 1944.
Πριν όμως μιλήσουμε για τη σοβιετική στρατιωτική αποστολή, πρέπει να «λύσουμε» ένα άλλο ζήτημα: δηλαδή αν το παραπάνω τηλεγράφημα της 29ης Ιουλίου του 1944 οφείλεται σε επέμβαση των ανθρώπων της αποστολής αυτής.
Όπως όλα δείχνουν και όπως επίμονα υποστηρίζει και ο καλύτερος «αυτόπτης μάρτυρας», δηλαδή ο Θανάσης Χατζής, κάτι τέτοιο πρέπει να αποκλειστεί, διότι η σοβιετική στρατιωτική αποστολή ήρθε στην Ελλάδα το βράδυ της 28ης Ιουλίου. Έτσι ήταν αδύνατον και από την άποψη του χρόνου που διέθετε να προλάβει να επέμβει για την αποστολή ενός τέτοιου τηλεγραφήματος ενώ καλά – καλά ακόμα δεν είχε εγκατασταθεί. Και να μην ξεχνάμε ότι τότε τα μέσα επικοινωνίας δεν ήταν ίδια με τα σημερινά και δεν υπήρχε η ακαριαία αμεσότητα που υπάρχει σήμερα με το διαδίκτυο, με τα κινητά τηλέφωνα κλπ.
Συνεπώς ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΩΡΗΣΕ Η ΗΓΕΣΙΑ ΤΟΥ ΚΚΕ και συνακόλουθα το ΕΑΜ και η ΠΕΕΑ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η σοβιετική στάση δεν την επηρέασε – ήδη μιλήσαμε για την έκθεση του Ρούσου, που αποκλείεται να μην έπαιξε ρόλο, τουλάχιστον στο μυαλό του Ιωαννίδη αλλά και του πιο «αδιάλλακτου» (αλλά όχι σταθερού στις αποφάσεις του… ) Σιάντου.
Η σοβιετική στρατιωτική αποστολή λοιπόν, είχε επικεφαλής τον συνταγματάρχη Γκριγκόρι Ποπώφ, μέλη τους αντισυνταγματάρχες Τσερνίτσεφ και Τρόγιαν και διάφορους άλλους κατώτερους αξιωματικούς.
Από την πρώτη στιγμή δυο πράγματα έγιναν ολοφάνερα: το πρώτο ήταν ότι όχι μόνο απέφυγαν να υποσχεθούν την οποιαδήποτε σοβιετική στρατιωτική βοήθεια προς το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ αλλά ουσιαστικά την απέκλεισαν, παρ’ όλο που από στρατιωτική άποψη δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο για τον Κόκκινο Στρατό που ήδη προέλαυνε στα Βαλκάνια να «στρίψει αριστερά» για να κατεβεί και στην Ελλάδα. Έτσι, όποιος είχε στοιχειώδες πολιτικό κριτήριο μπορούσε να καταλάβει ότι η Ελλάδα είχε συμφωνηθεί να περάσει στο «χώρο ευθύνης» των Βρετανών με τις ανάλογες πολιτικές και στρατιωτικές συνέπειες. Κάτι που θα γινόταν και «επίσημο» τον Οκτώβρη του 1944 με τη γνωστή συμφωνία Στάλιν και Τσώρτσιλ, για την οποία θα μιλήσουμε στην ώρα της.
Το δεύτερο που σιγά – σιγά φάνηκε ήταν ότι οι Σοβιετικοί απεσταλμένοι «μέτρησαν» γρήγορα τον ΕΛΑΣ και δεν φάνηκε να εντυπωσιάζονται από τη μαχητική του δύναμη και γενικά από τη στρατιωτική του οργάνωση. Ήταν κλασσική περίπτωση «σνομπισμού» του μεγάλου προς τον μικρό και αν εξαιρέσουμε τις εκδηλώσεις αγάπης αργότερα του Χρουστσώφ προς τον Μανώλη Γλέζο, που έφθασαν να ενοχλούν την ηγεσία του ΚΚΕ της δεκαετίας του 1960, η υποβάθμιση της σημασίας της Ελληνικής Εθνικής Αντίστασης εκ μέρους τους κράτησε… όσο κράτησε και η Σοβιετική Ένωση! Ίσως τον σύγκριναν με τους παρτιζάνους της Γιουγκοσλαβίας ή και της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης (των κατεχόμενων τμημάτων της) αλλά η ουσία είναι ότι σχημάτισαν τη γνώμη ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια βρετανική επέμβαση. Ανεξάρτητα από αυτή τη γνώμη τους, το θέμα αυτό θα το συζητήσουμε στις επόμενες συνέχειες.
Όπως και ο Σοβιετικός πρεσβευτής στο Λίβανο, το ίδιο και οι συγκεκριμένοι Σοβιετικοί απεσταλμένοι είχαν αυστηρές οδηγίες να μην εκφέρουν καμιά επίσημη γνώμη που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα είδος επέμβασης στην κατάσταση στην Ελλάδα και αυτό το τήρησαν με… απολύτως εκνευριστική συνέπεια ακόμα και «βαθιά» μέσα στα Δεκεμβριανά. Άλλο ωστόσο η επίσημη γνώμη και άλλο η «ανεπίσημη» και ουσιαστική, όπως θα δούμε!
Αυτά όλα όμως δεν τα γνώριζαν τότε οι αγωνιστές και τα μέλη του ΕΑΜ… έτσι στην αρχή επικράτησε μεγάλος ενθουσιασμός όταν μαθεύτηκε η άφιξη των Σοβιετικών και πολλοί θεώρησαν ότι «τώρα οι Εγγλέζοι δεν θα μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν». Όμως όχι μόνο διαψεύστηκαν αλλά όπως αμέσως τώρα θα δούμε μάλλον οι Σοβιετικοί συνέβαλαν στο να κάνουν τελικά οι Βρετανοί «ό,τι ήθελαν»!
Παρά λοιπόν το γεγονός της διακηρυγμένης «ουδετερότητας» της σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής, αυτοί δεν ήταν καθόλου αδιάφοροι για τις ελληνικές εξελίξεις και παρ’ όλο που ο Ιωαννίδης στη συνέντευξή του που έδωσε μετά από περισσότερα από είκοσι χρόνια στον Αλέκο Παπαπαναγιώτου και στη συνέχεια αυτή εκδόθηκε σε βιβλίο με τίτλο «Γιάννης Ιωαννίδης – Αναμνήσεις» αναφέρει ότι «ήταν σφίγγες» και απέφευγαν να διατυπώσουν γνώμη, τελικά… διατύπωσαν. Αφήνουμε τον ίδιο τον Ιωαννίδη να μιλήσει:
«… μας θέσαν αυτοί το ζήτημα γιατί ανακαλέσαμε τους αντιπροσώπους μας από το Λίβανο. Εγώ με τη φόρα που είχα τους απάντησα ότι ανακαλέσαμε τους αντιπροσώπους μας γιατί άλλα τους είπαμε να κάνουν κι άλλα έκαναν.
ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ: Αυτοί θέσαν αυτό το ζήτημα;» - όπως βλέπουμε ο Αλέκος Παπαπαναγιώτου έπιασε αμέσως το θέμα, δηλαδή ότι ΠΡΩΤΟΙ οι Σοβιετικοί απεσταλμένοι «έβαλαν χέρι» στο ΚΚΕ για τη διάθεσή του να μην αποδεχθεί τη Συμφωνία του Λιβάνου! Ο Θανάσης Χατζής, αν και είχε στη διάθεσή του το κείμενο των «Αναμνήσεων» του Ιωαννίδη, δεν παρουσιάζει τη σχετική περικοπή με την απαιτούμενη ακρίβεια προσπαθώντας να «δικαιολογήσει» τη σοβιετική στάση. Μάλιστα γράφει ότι ο Ιωαννίδης «γλίστρησε μια νύχτα στο σπίτι που καθόταν ο Σοβιετικός αξιωματικός (ο Τσερνίτσεφ) και ζήτησε να μάθει τη γνώμη του ΚΚΣΕ για τη συμφωνία του Λιβάνου» - όμως από τις «Αναμνήσεις» προκύπτει ότι κάθε άλλο παρά «γλίστρησε» αλλά συζήτησε με τους Σοβιετικούς παρουσία και του επικεφαλής τους, του Ποπώφ και τουλάχιστον και του Πέτρου Ρούσου από τη μεριά της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Συνεχίζει λοιπόν ο Ιωαννίδης: «Αυτοί βέβαια. Ήταν ενημερωμένοι καλά και για τη Μέση Ανατολή και γι’ αυτά που είπε η πρεσβεία τους στον Πετρή. Και ο Πετρής ήταν εκεί παρών, μας κάνει τον μεταφραστή»!!!
Ο «Πετρής» ήταν ο Πέτρος Ρούσσος όπως ήδη θα έχετε καταλάβει. Και οι Σοβιετικοί «ήταν καλά ενημερωμένοι»!
Συνεχίζει λοιπόν ο Ιωαννίδης: «Τους είπα λοιπόν, ότι εμείς είπαμε στους αντιπροσώπους μας να κάνουν αυτό κι αυτοί κάναν εκείνο κι εκείνο και επί πλέον αποκήρυξαν και τις δυνάμεις μας στη Μέση Ανατολή. Γι’ αυτό τους ανακαλέσαμε και οι σχέσεις μας με τους Εγγλέζους επιδεινώθηκαν».
Τα περί «ανάκλησης» δεν ήταν βέβαια ακριβή, διότι δεν είχε γίνει κάποια επίσημη ανάκληση της αντιπροσωπείας. Όμως προφανώς ο Ιωαννίδης κι ο Σοβιετικός συνομιλητής του εννοούσαν τη διάθεση να μην αποδεχθεί το ΚΚΕ τα πεπραγμένα της αντιπροσωπείας, δηλαδή τη συμφωνία του Λιβάνου.
Συνεχίζει ο Ιωαννίδης: «Τότε ο Τσερνίτσεφ, όχι ο Ποπώφ, που ήταν στρατιωτικός αλλά ο Τσερνίτσεφ που είχε το ψευδώνυμο Νικολάεφ και παλιότερα δούλευε στη σοβιετική πρεσβεία της Αθήνας μου λέει: “Και τι έχετε υπόψη σας, να πολεμήσετε ενάντια στους Εγγλέζους;” Του λέω ότι αν παρουσιαστεί ανάγκη φυσικά θα πολεμήσουμε και με τους Εγγλέζους. Μου κάνει ένα μορφασμό πολύ χαρακτηριστικό. Τι εσήμαινε αυτό; Αποδοκιμασία της απάντησής μου. Εγώ εκείνη τη στιγμή τα έχασα. Είδα ότι αποδοκιμάζομαι. Ο Τσερνίτσεφ δεν μπορούσε να σου πει κάνε αυτό ή εκείνο. Σε καμιά περίπτωση. Αλλά ο μορφασμός του έλεγε καθαρά: Τι μου λες τώρα εσύ. Στραπάτσο. Και ήταν παραμονές της συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής… Κι αυτοί δεν είχαν σκοπό να συγκρουστούν με τους Εγγλέζους. Σε καμιά περίπτωση… Αυτός ο μορφασμός εμένα με έκανε άνω κάτω. Και αυτό κατά κύριο λόγο μας εξανάγκασε να αποδεχτούμε τη Συμφωνία του Λιβάνου και να στείλουμε τους υπουργούς μας στην κυβέρνηση…»!
Βεβαίως και ο Ιωαννίδης δεν τα λέει όλα. Του ήταν βολικό στις «Αναμνήσεις» του να ρίξει ολόκληρη την ευθύνη για τη συνθηκολόγηση του ΚΚΕ στους Σοβιετικούς,, ενώ όπως έχουμε δει, η διαδικασία της συνθηκολόγησης είχε αρχίσει και προχωρήσει πριν από οποιαδήποτε σοβιετική επέμβαση – στο κάτω –κάτω η Συμφωνία του Λιβάνου υπογράφηκε πριν γίνει οποιαδήποτε συζήτηση με τους Σοβιετικούς και η «επιδοκιμασία» του Σοβιετικού πρεσβευτή που αναφέρει ο Πέτρος Ρούσσος ήρθε ένα μήνα αργότερα, αφού το κακό είχε πλέον συμβεί! Όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η στάση της σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής μέτρησε στην τελική απόφαση.
Η καθοριστική λοιπόν συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ που αναφέρει ο Ιωαννίδης άρχισε στις 2 Αυγούστου του 1944. Ο Θανάσης Χατζής ήταν παρών και αναφέρει τη στάση του κάθε μέλους… τονίζοντας ιδιαίτερα τις απαισιόδοξες αναφορές από την Αθήνα για τις οποίες μιλήσαμε προηγουμένως. Στέκεται στη στάση του Ιωαννίδη, ο οποίος επέμενε ότι δεν μπορούσε το ΚΚΕ να τα βάλει με τους Άγγλους επαναλαμβάνοντας μάλιστα την ατάκα «δυο υπερντρέντνοτ στον Πειραιά και πάει η Ψωροκώσταινα»! Όμως αυτά που έλεγε ο Ιωαννίδης δεν γίνονταν αποδεκτά απ’ όλους, υπήρχαν κι αρκετοί που αντιστέκονταν.
Σε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, η συνεδρίαση διήρκεσε ως τη νύχτα, όταν ξαφνικά η Δόμνα Ιωαννίδη (η σύζυγος δηλαδή του Ιωαννίδη) μπήκε μέσα και κάτι ψιθύρισε στο αυτί του Γιάννη Ζεύγου (σημαντικού στελέχους της Κεντρικής Επιτροπής) και αμέσως μετά ο Σιάντος διέκοψε τη συνεδρίαση «για λίγα λεπτά».
Όμως τα «λίγα λεπτά» έγιναν δυο ώρες και όταν ξανάρχισε η συνεδρίαση, όπως γράφει ο Χατζής «είδαμε να φεύγουν τρεις αξιωματικοί της σοβιετικής αποστολής»! Για τους οποίους ο Σιάντος διαβεβαίωσε ότι «δεν είπαν τη γνώμη τους» - αλλά ποιος μπορεί να πιστέψει ότι «δεν έλεγαν τη γνώμη τους» επί τόση ώρα; Και ότι χρειάστηκε να διακοπεί η συνεδρίαση «για να μην πουν τη γνώμη τους»;
Η συνεδρίαση συνεχίστηκε στο ίδιο κλίμα και την επόμενη μέρα μέχρι αργά το βράδυ «όταν ξανά κατά τις 10 η ώρα τη νύκτα έφτασαν στο σπίτι που συνεδριάζαμε οι ίδιοι τρεις Σοβιετικοί αξιωματικοί. Νέα πολύωρη διακοπή», όπως γράφει πάλι ο Θανάσης Χατζής!
Πάλι δόθηκε η διαβεβαίωση περί «ουδετερότητας» και «μη ανάμιξης» των Σοβιετικών αλλά είναι ολοφάνερο ότι αλλιώς είχαν τα πράγματα.
Τελικά η απόφαση που λήφθηκε ήταν να σταλούν σαν εκπρόσωποι του ΚΚΕ στην κυβέρνηση ο Γιάννης Ζεύγος κι ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης (ήταν πάρα πολύ χαρακτηριστικό ότι επιλέχθηκε ο Πορφυρογένης που τα είχε κάνει τόσο θάλασσα στον Λίβανο!) αλλά να επιμείνουν στον όρο να παραιτηθεί ο Παπανδρέου από την πρωθυπουργία. Και πιο σημαντικό: να χειρίζονται στο εξής το ζήτημα με δική τους ευθύνη ο Σιάντος με τον Ιωαννίδη, δηλαδή στην πράξη ο Ιωαννίδης!
Αυτή η κατάσταση και η διαφωνία του Θανάση Χατζή με τις αποφάσεις αυτές προκάλεσε την απομάκρυνση – παραίτησή του από τη θέση του Γραμματέα του ΕΑΜ και την αντικατάστασή του με τον «αιώνιο αναθεωρητή» του ΚΚΕ Μήτσο Παρτσαλίδη.
Η απαίτηση του ΚΚΕ, ΕΑΜ και ΠΕΕΑ για παραίτηση του Παπανδρέου έφτασε ασφαλώς και στην έδρα της κυβέρνησης της Μέσης Ανατολής. Αρχικά ο Παπανδρέου δήλωσε «διπλωματικά» ότι «δεν θα αποτελέσει εμπόδιον το πρόσωπον του προέδρου της κυβερνήσεως» δημιουργώντας την εντύπωση ότι σκεπτόταν να παραιτηθεί για να διευκολύνει τις εξελίξεις και διαρρέοντας ότι θα παρέμενε στην κυβέρνηση ως αντιπρόεδρος και υπουργός εξωτερικών. Και ίσως πραγματικά να το σκεπτόταν, όμως τότε επενέβησαν εντελώς απροκάλυπτα πλέον οι Βρετανοί (ενώ ο Τσώρτσιλ στις συνομιλίες του με τους υπουργούς του για το θέμα της Ελλάδας χαρακτήριζε τους Έλληνες «άθλιους ληστές» και μάλωνε τους υπουργούς του για τις σκέψεις τους να εγκαταλείψουν τον «δικό τους άνθρωπο» δηλώνοντας ότι «αν υποχωρήσουμε πρέπει να ξεχάσουμε την Ελλάδα») και ξέκοψαν κάθε τέτοιο ενδεχόμενο. Δεν το ξέκοψαν μόνο από το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την ΠΕΕΑ αλλά και από κάποιους παλαιοδημοκρατικούς των παλιών βενιζελικών κομμάτων της κυβέρνησης Παπανδρέου, οι οποίοι θεωρούσαν τον τελευταίο «παρείσακτο» και φοβόντουσαν ότι θα τον έβρισκαν ενισχυμένο μπροστά τους στην πολιτική ζωή της «απελευθερωμένης» Ελλάδας και έτσι ευχαρίστως κι εκείνοι θα ήθελαν να αντικατασταθεί!
Αλλά εννοείται ότι μπροστά στην επιμονή ή μάλλον μπροστά στη διαταγή των Βρετανών έβαλαν την ουρά στα σκέλια και μάλιστα έστειλαν τηλεγράφημα στην ΠΕΕΑ στις 14 Αυγούστου του 1944 υπογεγραμμένο από τον Σοφοκλή Βενιζέλο (που σίγουρα φιλοδοξούσε να αντικαταστήσει αυτός τον Παπανδρέου και παρέμεινε σε μια κατάσταση «λυκοφιλίας» με αυτόν ως το τέλος της ζωής του, το 1964) και τους υπουργούς Μυλωνά, Σακαλή και Ρέντη (τον ίδιο Ρέντη που αναμίχθηκε με τόσο αισχρό τρόπο στην εκτέλεση του Μπάτση, του συναγωνιστή του Μπελογιάννη…), με το οποίο την «εξόρκιζαν» να μην επιμείνει και να στείλει άμεσα τους υπουργούς της για να συμπληρωθεί η κυβέρνηση.
Έτσι έπεσε και το φύλλο συκής. Μπροστά στην άκαμπτη στάση των Βρετανών, στις έμμεσες ή και άμεσες παρασκηνιακά υποδείξεις των Σοβιετικών αλλά κυρίως μπροστά στη δική της αναποφασιστικότητα και φόβο, η ηγεσία του ΚΚΕ συνθηκολόγησε πλήρως και οριστικά και απέσυρε και την τελευταία απαίτησή της για αντικατάσταση του Παπανδρέου. Και έστειλε τους υπουργούς της στην «κυβέρνησιν εθνικής ενότητος». Ούτε ένας από τους όρους που είχε θέσει έγινε δεκτός τελικά!
Είχε λοιπόν απόλυτο δίκιο από τη μεριά του ο Γεώργιος Παπανδρέου να θριαμβολογεί αργότερα στο βιβλίο του «Η απελευθέρωσις της Ελλάδος» γράφοντας τα εξής, τα οποία ήταν η ωμή αλήθεια: «Είναι επομένως προφανές ότι η πολιτική της Εθνικής Ενώσεως με την συμμετοχήν του ΕΑΜ εις την Κυβέρνησιν, μας ήνοιξε τας πύλας της Ελλάδος εις τρόπον ώστε την 3 Δεκεμβρίου 1944, αντί να είμεθα ημείς εξόριστοι και το ΕΑΜ Κράτος, να είμεθα ημείς Κράτος και το ΕΑΜ Στάσις».
Δηλαδή, όπως ήδη έχουμε προαναφέρει, οι Βρετανοί είχαν πλέον κατακτήσει ΤΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ. Με τη υποβοήθηση των Σοβιετικών! Όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται από τα λόγια του ίδιου του Στάλιν αργότερα, μετά από τα Δεκεμβριανά! Όλα όμως όσα επακολούθησαν θα τα δούμε στις επόμενες συνέχειες.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ..

9 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή