Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

ΜΕΡΟΣ Δ' --Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ! Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΝΙΚΟΥ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ.....

 


ΜΕΡΟΣ Δ΄

*Φ.Αφού σας συστήσω ανεπιφύλακτα,στην πρωτη ευκαιρία που θα σας δοθεί να διαβάσετε την "Πολιτεία του Ηλιου",του "δικού μας",εθνολόγου Π.ΛΕΚΑΤΣΑ,σας παρουσιάζω και δυό ενδεικτικές οραματιστικές μυθογραφίες και κλεινει αυτή η ενδιαφέρουσα ενότητα!!

Η ΟΥΤΟΠΙΑ τουΤόμας Μορ (1478-1535) πρωτοκυκλοφόρησε, τον Ιανουάριο του 1517, ο συγγραφέας της ήταν ήδη ένας διακεκριμένος λόγιος, γνώστης της αρχαιοελληνικής και της λατινικής γραμματείας, φίλος του Εράσμου, καθώς και εξέχων νομομαθής που είχε διαπρέψει ως διαπραγματευτής και διπλωμάτης. Το μικρό αυτό αλλά περιώνυμο πόνημά του, καθαρά μυθοπλαστικό αλλά με πολλές αναφορές σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα της εποχής που του προσδίδουν μια κάποια αληθοφάνεια, αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο, γραμμένο έναν χρόνο μετά το δεύτερο, ο συγγραφέας αφηγείται τη γνωριμία του στην Αμβέρσα με έναν πολυταξιδεμένο και εξαιρετικά μορφωμένο Πορτογάλο ναυτικό, τον Ραφαήλ Υθλοδαίο, τον οποίο του σύστησε ο φίλος του Πέτρος Αιγίδιος. Στη συζήτηση που είχαν οι τρεις τους, ο Ραφαήλ σχολιάζει τα δεινά της συγκαιρινής τους Ευρώπης: την κοινωνική ανισότητα, την απληστία των ευγενών και των πλούσιων αστών, τις αδυναμίες των βασιλέων και την ανηθικότητα των ανακτορικών συμβούλων. Στο δεύτερο μέρος, ο Ραφαήλ περιγράφει τους παράδοξους αλλά δίκαιους και φιλάνθρωπους κοινωνικοπολιτικούς θεσμούς που ισχύουν στην επικράτεια ενός νησιού τού νότιου ημισφαιρίου στο οποίο βρέθηκε με συντρόφους του, έχοντας διακόψει το τρίτο από τα ταξίδια του με τον Αμέριγκο Βεσπούτσι.


Το 1515 ο Μορ, σε διπλωματική του αποστολή στη Φλάνδρα, είχε πράγματι επισκεφθεί την Αμβέρσα και είχε συναντηθεί με τον γενικό γραμματέα της πόλης και φίλο του Πέτερ Γκίλς, τον Αιγίδιο του κειμένου. Από την άλλη μεριά, οι ελληνομαθείς λόγιοι της εποχής του, για τους οποίους προοριζόταν κυρίως το πόνημά του, δεν θα δυσκολεύονταν να ερμηνεύσουν το επώνυμο του Ραφαήλ ως εκείνου που διανέμει ανοησίες (ύθλη δαίει), την ονομασία Ουτοπία που είχε το άγνωστο νησί ως ανύπαρκτη χώρα και, συνακόλουθα, το όλο αφήγημα ως φανταστικό. Το βέβαιο είναι πως το βιβλίο γνώρισε εξαρχής μεγάλη επιτυχία. Μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα επανεκδόθηκε δέκα φορές στα λατινικά και κυκλοφόρησε μεταφρασμένο στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα γερμανικά, στα ιταλικά και στα ολλανδικά. Χάρη σε αυτό, αργότερα το ουσιαστικό «ουτοπία» και το επίθετο «ουτοπικός» καθιερώθηκαν στις ευρωπαϊκές γλώσσες ως χαρακτηρισμοί κάθε σχεδίου που δεν έχει πιθανότητες να πραγματοποιηθεί. Προπάντων όμως στάθηκε το πρότυπο για πολυάριθμη σειρά ανάλογων συγγραμμάτων που εμφανίστηκαν έκτοτε ως περιγραφές φανταστικών αλλά σοφά οργανωμένων κοινωνιών, με γνωστότερα ανάμεσά τους την Πολιτεία του Ήλιου του Τομμάζο Καμπανέλλα (1623), τη Νέα Ατλαντίδα του Φράνσις Μπέικον (1627), το Έτος δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα του Σεμπαστιέν Μερσιέ (1772), το Ταξίδι στην Ικαρία του Ετιέν Καμπέ (1840), το Κοιτάζοντας πίσω του Έντουαρντ Μπέλλαμυ (1888), το Νέα από το πουθενά του Ουίλλιαμ Μόρρις (1890), τη Μοντέρνα Ουτοπία του Χ.Τζ. Ουέλς (1905) και το Ουώλντεν Δύο του Μπ.Φ. Σκίννερ (1948). Ουτοπικά θεωρήθηκαν εξάλλου και τα σοσιαλιστικά συστήματα που προδιέγραψαν ο Σαιν-Σιμόν, ο Φουριέ και ο Όουεν τις πρώτες δεκαετίες τού 19ου αιώνα.

Τα ουτοπικού χαρακτήρα συγγράμματα ήδη από τον 19ο αιώνα αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης και κριτικού σχολιασμού για πολλούς φιλοσόφους, φιλολόγους και ιστορικούς των ιδεών, με αποτέλεσμα να έχει σχηματιστεί τεράστια βιβλιογραφία. Μόνο όμως στην περίπτωση της Ουτοπίας η κριτική υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει ένα βασικό ερώτημα: εάν και κατά πόσον ο συγγραφέας της θεωρούσε ιδεώδες το πολίτευμα που περιγράφεται στο δεύτερο μέρος της. Λαβή για μια τέτοια απορία δίνει καταρχάς το ίδιο το έργο. Σε ένα εξάστιχο επίγραμμα που προτάσσεται εν είδει προοιμίου, η ουτοπία αυτοσυστήνεται ως «εφάμιλλη και ίσως ανώτερη της πλατωνικής πολιτείας» (civitatis aemula platonicae fortasse victrix) και αξιώνει να ονομάζεται Ευτοπία, χώρα δηλαδή που ευημερεί. Στον διάλογο όμως που ακολουθεί, τόσο η αμείλικτη καταγγελία της αδικίας και της φαυλότητας των καθεστώτων της εποχής όσο και η εύγλωττη υπεράσπιση των θεσμών της Ουτοπίας εκφέρεται από τον Υθλοδαίο, ενώ ο Μορ ως συνομιλητής δεν παραλείπει να διατυπώσει ορισμένες αντιρρήσεις. Πρόκειται μήπως για τέχνασμα το οποίο, σε συνδυασμό με τον εμφανώς μυθοπλαστικό χαρακτήρα του έργου, θα προφύλασσε τον συγγραφέα από τη λογοκρισία; Δεν αποκλείεται. Τους περισσότερους, ωστόσο, από τους νεότερους σχολιαστές της Ουτοπίας προβλημάτισε η διαπίστωση ότι οι απόψεις του Υθλοδαίου δεν συνάδουν με όσα γνωρίζουμε για τη ζωή, το ήθος και τις πεποιθήσεις του Μορ. Μεταξύ άλλων έχουν επισημανθεί οι ακόλουθες ασυμφων

Στο πρώτο μέρος τού βιβλίου ο Μορ, εντυπωσιασμένος από τη σοφία του Υθλοδαίου, του υπενθυμίζει την πλατωνική ρήση ότι η ευτυχία μιας κοινωνίας δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο αν γίνουν οι φιλόσοφοι βασιλείς ή οι βασιλείς φιλόσοφοι και προσπαθεί να τον πείσει να ασχοληθεί με την πολιτική ως σύμβουλος κάποιου βασιλιά. Εκείνος, με διάφορα υποθετικά παραδείγματα, του εξηγεί για ποιους λόγους οι συνετές συμβουλές του θα απορρίπτονταν και καταλήγει λέγοντας πως δεν υπάρχουν περιθώρια για φιλοσοφία στις βασιλικές αυλές. Μια τέτοια γνώμη δεν πρέπει να ήταν ξένη για έναν διανοούμενο με ιστορικές γνώσεις και εμπειρίες δημόσιας ζωής όπως ο Μορ. Εντούτοις, έναν μόλις χρόνο μετά την έκδοση της Ουτοπίας, ο συγγραφέας της, έχοντας κερδίσει την εύνοια του Ερρίκου Η’, έγινε μέλος του βασιλικού συμβουλίου, αργότερα πρόεδρος της Βουλής, και τελικά, το 1529, λόρδος καγκελάριος της Αγγλίας. Από το αξίωμα αυτό παραιτήθηκε τρία χρόνια αργότερα, προφασιζόμενος λόγους υγείας, για να μην αναγκαστεί να συναινέσει στην ακύρωση του γάμου του Ερρίκου με την Αικατερίνη της Αραγωνίας και στη νομιμοποίηση της σχέσης του με την Άννα Μπόλεϋν. Η άρνησή του όμως το 1534 να υπογράψει τον προβλεπόμενο όρκο πίστης στην Πράξη Διαδοχής που αναγνώριζε την Άννα και τα τέκνα της ως νόμιμους διαδόχους του θρόνου οδήγησε στη σύλληψή του, στον εγκλεισμό του στον Πύργο του Λονδίνου και, τον επόμενο χρόνο, στην καταδίκη του σε αποκεφαλισμό. Τα τελευταία λόγια του στο ικρίωμα ήταν ότι πεθαίνει ως «καλός υπηρέτης του βασιλιά αλλά πρωτίστως του Θεού». Το 1935 ο πάπας Πίος Θ’ τον ανακήρυξε άγιο.

Η άρνηση του Μορ να προσχωρήσει στο σχίσμα που είχε αποφασίσει ο Ερρίκος οφειλόταν αποκλειστικά στη βαθιά χριστιανική του πίστη, απόλυτα προσηλωμένη στα δόγματα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Ως νέος είχε ζήσει τέσσερα χρόνια σε καρθουσιανό μοναστήρι, χωρίς να γίνει μοναχός, γιατί προτίμησε να νυμφευθεί, αλλά και ως οικογενειάρχης παρέμεινε πρότυπο ευσέβειας. Με τα θεολογικά του συγγράμματα άσκησε δριμύτατη κριτική στις θέσεις του Λούθηρου και, κατά τη διάρκεια της καγκελαρίας του, υπήρξε αμείλικτος διώκτης των αιρετικών. Παραδόξως όμως, στην ιδανική πολιτεία της Ουτοπίας του επικρατεί απόλυτη ανεξιθρησκεία. Η επικρατούσα θρησκεία πρεσβεύει ως μόνα έλλογα δόγματα την ύπαρξη ενός αγαθού δημιουργικού Θεού, που λίγο πολύ ταυτίζεται με τη Φύση, και την αθανασία της ψυχής, που συνεπάγεται την κρίση της στον άλλο κόσμο. Κατά τα άλλα, οι ουτοπιανοί είναι ελεύθεροι να προσδίδουν στο υπέρτατο ον όποια μορφή θέλουν, αλλά όλοι προσεύχονται στους ίδιους ναούς με προεξάρχοντες αιρετούς ιερείς. Μόνο οι άθεοι περιφρονούνται και αποκλείονται από αξιώματα, χωρίς όμως και να διώκονται. Ως ασύμβατες επίσης με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του Μορ και τα ήθη της εποχής του θεωρήθηκαν δύο άλλες ιδιορρυθμίες της ουτοπιανής κοινωνίας: σε περίπτωση διαπιστωμένης ασυμφωνίας χαρακτήρων επιτρέπει το συναινετικό διαζύγιο και σε περίπτωση αθεράπευτης και οδυνηρής ασθένειας ευνοεί την εθελούσια ευθανασία.

Τις περισσότερες, ωστόσο, συζητήσεις είχε προκαλέσει το βασικότερο γνώρισμα της ουτοπιανής πολιτείας: η ανυπαρξία ατομικής ιδιοκτησίας τόσο στα μέσα παραγωγής όσο και στα παραγόμενα αγαθά. Η κοινοκτημοσύνη, που ο Πλάτων προέβλεπε μόνο για τις ανώτερες τάξεις των φυλάκων και των επικούρων, ισχύει για όλους τους πολίτες, συνδυασμένη με μια σχεδόν απόλυτη ισότητα υποχρεώσεων, δικαιωμάτων και συνθηκών διαβίωσης. Μετά τη σχολική τους εκπαίδευση, κοινή και για τα δύο φύλα, όλοι εργάζονται υποχρεωτικά για δυο χρόνια σε αγροκτήματα και έπειτα για έξι ώρες την ημέρα σε διάφορα τεχνικά επαγγέλματα, με αποτέλεσμα να υπάρχει υπερεπάρκεια αγαθών και οι χρηματικές συναλλαγές στο εσωτερικό της χώρας να είναι άγνωστες. Επιπλέον, το πολίτευμα μπορεί να χαρακτηριστεί δημοκρατικό, καθώς όλα τα αξιώματα είναι αιρετά. Τίποτε όμως μέσα στο κείμενο δεν δείχνει τον Μορ να συμφωνεί με την εξύμνηση του ουτοπιανού καθεστώτος από τον Υθλοδαίο και, ειδικά για την κοινοκτημοσύνη χωρίς χρήμα, δεν διστάζει να εκφράσει τις αντιρρήσεις του. Άλλωστε, και στο τελευταίο πόνημά του, τον Διάλογο παρηγορίας κατά της συμφοράς, γραμμένο κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, είχε δικαιολογήσει την ύπαρξη ιδιωτικού πλούτου και την κοινωνική ανισότητα.

Η ασυμφωνία των πεποιθήσεων του Μορ με τις θέσεις του Υθλοδαίου δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει τους σχολιαστές τής Ουτοπίας σε διχογνωμίες ως προς τον χαρακτήρα του έργου και τις προθέσεις του συγγραφέα του. Πρώτος ο Καρλ Κάουτσκυ στο δοκίμιό του Ο Τόμας Μορ και η Ουτοπία του (1888) επιχείρησε, επικαλούμενος διάφορα τεκμήρια, να αμβλύνει αυτή την ασυμφωνία για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι διά στόματος Υθλοδαίου μιλάει ο ίδιος ο Μορ. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι ο Άγγλος ουμανιστής, αν και πιστός στην Καθολική εκκλησία και στο μοναρχικό πολίτευμα, είχε πλήρη επίγνωση των καταχρήσεων του κλήρου, της αλόγιστης πολιτικής των βασιλέων και της αθλιότητας στην οποία είχε καταδικάσει τις κατώτερες τάξεις ο πρώιμος καπιταλισμός, έτσι που κατόρθωσε, υπερβαίνοντας χάρη στην οξύνοιά του την ιδεολογία της εποχής του, να συλλάβει το ιδεώδες ενός κοινοκτημονικού συστήματος. Γι’ αυτό και ο Κάουτσκυ έσπευσε να αναγορεύσει τον Μορ πατέρα των ουτοπικών σοσιαλιστών και προάγγελο του επιστημονικού σοσιαλισμού. Με την άποψη αυτή συντάχθηκε αργότερα κι ένας άλλος μαρξιστής, ο Άγγλος ιστορικός Α.Λ. Μόρτον, στο έργο του Η αγγλική ουτοπία (1952).


Εντελώς αντίθετη είναι η άποψη του Κ.Σ. Λιούις. Σε επισκόπησή του της αγγλικής λογοτεχνίας του 16ου αιώνα (1954), χαρακτήρισε το δεύτερο μέρος της Ουτοπίας «πνευματώδες παίγνιο», προορισμένο να τέρψει τον κύκλο των ουμανιστών. Αργότερα, και ο Τ.Σ. Ντορς, σε άρθρο του (1967,) υποστήριξε πως πρέπει να διαβάζεται όπως η Αληθής ιστορία του Λουκιανού, καθόσον ο Μορ μάλλον απεχθανόταν τους θεσμούς τού ουτοπιανού κράτους. Υπέρ μιας τέτοιας ερμηνείας συνηγορούν τα παραδοξολογήματα που απαντούν στο κείμενο, η ιδιαίτερη εκτίμηση που έτρεφε ο Μορ για τον Λουκιανό, καθώς και οι μαρτυρίες φίλων του ότι ο ίδιος διακρινόταν για το χιούμορ του και τους αστεϊσμούς του. Ωστόσο, σε κάθε αναγνώστη της Ουτοπίας γίνεται φανερό ότι ο συγγραφέας της στο πρόσωπο του Υθλοδαίου δεν επινοεί έναν ευτράπελο μωρολόγο, αλλά έναν συνομιλητή εύστοχο στις κρίσεις και την επιχειρηματολογία του. Αξίζει εν προκειμένω να παρατεθεί ένα απόσπασμα από τα τελευταία λόγια με τα οποία δικαιολογεί τον θαυμασμό του για το ουτοπιανό καθεστώς, λόγια που ισχύουν ακόμη και ως κριτική του σημερινού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού: «Στ’ αλήθεια, όταν σκέφτομαι οποιοδήποτε κοινωνικό σύστημα που υπάρχει στην εποχή μας, δεν μπορώ, μα το Θεό, να το δω αλλιώς παρά σαν συνωμοσία των πλούσιων να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους με το πρόσχημα πως οργανώνουν την κοινωνία. Ψάχνουν και βρίσκουν κάθε είδους τεχνάσματα και απατεωνιές, πρώτα για να διατηρήσουν τα άνομα κέρδη τους και μετά για να εκμεταλλευτούν τους φτωχούς αγοράζοντας τη δουλειά τους όσο πιο φτηνά γίνεται. Μόλις οι πλούσιοι αποφασίσουν πως αυτά τα τεχνάσματα και οι απατεωνιές πρέπει επίσημα να αναγνωριστούν από την κοινωνία –που περιέχει τόσο τους φτωχούς όσο και τους πλούσιους–, αμέσως αυτά αποκτούν ισχύ νόμου. Έτσι μια αδίστακτη μειοψηφία, οδηγημένη από την ακόρεστη λαιμαργία της, μονοπωλεί αυτά που θα ήταν αρκετά να καλύπτουν τις ανάγκες όλης της ανθρωπότητας».

Περισσότερο πειστική είναι η ερμηνεία που πρότεινε ο Ρ.Ου. Τσέιμπερς, στη βιογραφία του για τον Μορ (1935). Κατά τη γνώμη του, που έγινε αποδεκτή και από άλλους μελετητές, ο Μορ με τον Υθλοδαίο ως alter ego προβάλλει την έλλογα οργανωμένη σύμφωνα με ένα σύστημα «φυσικής» θρησκείας και ηθικής ουτοπιανή πολιτεία ως υποθετικό παράδειγμα πολύ ανώτερο από τη φαύλη κοινωνία τής εποχής του, αλλά κατώτερο από εκείνη που θα όφειλαν να οικοδομήσουν λαοί φωτισμένοι από τη χριστιανική θρησκεία. Πιθανότατα όμως, η κοινοκτημοσύνη και η ανεξιθρησκεία, θεωρητικά αποδεκτές για έναν ανοιχτόμυαλο ουμανιστή, να ήταν πλέον αδιανόητες για τον ύστερο Μορ, που δήλωσε ότι δεν θα δίσταζε να κάψει το βιβλίο του ως επικίνδυνο. Μια τέτοια μεταστροφή φρονήματος, όπως επισήμαναν οι Φ.Ε. Μάνιουελ και Φ.Π. Μάνιουελ στην πραγματεία τους Η ουτοπική σκέψη στον Δυτικό κόσμο (1979), μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι ως καγκελάριος βρέθηκε αντιμέτωπος με τους οπαδούς του Λούθηρου και πληροφορήθηκε πως οι αιρετικοί ηγέτες της εξέγερσης των χωρικών στη Γερμανία επικαλούνταν την Ουτοπία του στα κοινοκτημονικά τους κηρύγματα.

Σύμφωνα πάντως με τις επικρατέστερες ερμηνείες, το πολίτευμα της Ουτοπίας μπορεί να μην απηχεί τις βαθύτερες πεποιθήσεις του Μορ, αποτελούσε όμως γι’ αυτόν εύλογο θεωρητικό υπόδειγμα, που άξιζε να προβληθεί και να συζητηθεί ως υπόθεση εργασίας στο πλαίσιο μιας κριτικής τού υπαρκτού καθεστώτος. Στο κείμενό του άλλωστε, έχοντας ακούσει την αφήγηση του Υθλοδαίου, καταλήγει γράφοντας: «…δεν μπορώ να συμφωνήσω με όλα όσα είπε, παρά την αναμφισβήτητη μόρφωση και πείρα που έχει. Μα ελεύθερα παραδέχομαι πως η Ουτοπιανή Δημοκρατία έχει πολλά χαρακτηριστικά που θα μου άρεσε –αν και δεν το πιστεύω– να τα δω θεσπισμένα στην Ευρώπη». Στις μέρες μας ωστόσο, πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά είτε έχουν ενσωματωθεί ήδη στο δίκαιο των ευρωπαϊκών και άλλων κρατών είτε παραμένουν ως διεκδικήσεις σε πολιτικά προγράμματα μεταρρύθμισης ή ριζικού μετασχηματισμού του κοινωνικού συστήματος.

Υπάρχουν όμως και ορισμένα γνωρίσματα της Ουτοπιανής Δημοκρατίας που σήμερα, έπειτα και από τις εμπειρίες των ολοκληρωτικών καθεστώτων του 20ού αιώνα, μας είναι μάλλον απεχθή. Η ζωή των πολιτών της παρουσιάζεται αυστηρά ρυθμισμένη και επιτηρούμενη. Η ισότητα που απολαμβάνουν εκτείνεται σε μια εξισωτική ομοιομορφία στην κατοίκηση, στη σίτιση και στην ένδυσή τους. Η ελευθερία που τους παρέχεται είναι αρκετά περιορισμένη. Ακόμη και για να επισκεφθούν μια άλλη πόλη της χώρας τους χρειάζονται ειδική άδεια. Η εκπαίδευση των παιδιών και των εφήβων πρώτιστο σκοπό έχει να τους εθίσει σε ιδέες που θα συντελούν στη «διατήρηση της δομής της κοινωνίας τους». Όποιος τυχόν ως ενήλικος έχει ιδέες αποκλίνουσες από τις παραδεδεγμένες μπορεί να τις συζητήσει κατ’ ιδίαν με ιερείς ή άλλους ικανούς να τον φρονηματίσουν, αλλά του απαγορεύεται να τις εκθέσει και να τις υπερασπιστεί δημόσια. Ανάλογες βέβαια ρυθμίσεις προβλέπονται από όλους σχεδόν τους συγγραφείς κοινωνικών ουτοπιών ως αναγκαίες για την προφύλαξη της ιδανικής πολιτείας τους από ανεπιθύμητες μεταπτώσεις. Και ομολογουμένως ως προς αυτές ο Μορ εμφανίζεται κατά πολύ ηπιότερος από τον Πλάτωνα ή τον συγκαιρινό μας Σκίννερ.

Όπως κι αν διαβαστεί, η Ουτοπία δεν παύει να είναι ένα από τα κορυφαία έργα τής ουμανιστικής γραμματείας. Παρά τους πέντε αιώνες που διέρρευσαν από τη δημοσίευσή του, εξακολουθεί να θέλγει με τη ζωντάνια της γραφής του, να προβληματίζει με τις αμφισημίες του, να εντυπωσιάζει με τον ριζοσπαστισμό του και να εμπνέει όσους οραματίζονται μια δικαιότερη κοινωνία. Σε αυτό άλλωστε οφείλει κυρίως την υστεροφημία του ο συγγραφέας του, του οποίου τον χαρακτήρα και το τραγικό τέλος γνώρισε στο ευρύτερο κοινό η ταινία τού Φρεντ Τσίννεμαν Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές, βασισμένη στο ομότιτλο θεατρικό έργο τού Ρόμπερτ Μπολτ.

Σημείωση: Στη γλώσσα μας έχουν κυκλοφορήσει αρκετές μεταφράσεις της Ουτοπίας. Τα παραθέματά μου είναι από τη μετάφραση του Γιώργου Καραγιάννη (εκδόσεις Κάλβος, 1970), βασισμένη στην αγγλική μετάφραση του Paul Turner (1965), που είναι αρκετά πιστή στο λατινικό πρωτότυπο.

Σάββας Κονταράτος

Ομότ. καθηγητής της Α.Σ.Κ.Τ.   --πηγή ΑΥΓΗ

Τ.ΚΑΜΠΑΝΕΛΑ

Η Πόλη του Ήλιου (ιταλικά: La città del Sole‎; λατινικά: Civitas Solis‎) είναι φιλοσοφικό έργο του Ιταλού Δομινικανού μοναχού και φιλόσοφου Τομάζο Καμπανέλα. Είναι ένα σημαντικό πρώιμο ουτοπικό έργο. Το έργο γράφτηκε στα ιταλικά το 1602, λίγο μετά τη φυλάκιση του Καμπανέλα με κατηγορίες για αίρεση και προδοσία. Η λατινική έκδοση γράφτηκε το 1613 - 1614 και δημοσιεύθηκε στη Φρανκφούρτη το 1623.

Σύνοψη

Το βιβλίο παρουσιάζεται ως διάλογος μεταξύ ενός "Μεγάλου Δασκάλου" των Οσπιταλίων Ιπποτών και του Γενοβέζου καπετάνιου. Εμπνευσμένο από τη Πολιτεία του Πλάτωνα και την περιγραφή της Ατλαντίδας στον Τίμαιο, περιγράφει μια θεοκρατική κοινωνία όπου τα αγαθά, οι γυναίκες και τα παιδιά κρατούνται κοινά. Στο τελευταίο μέρος του έργου, ο Καμπανέλα προφητεύει — στη μυστική γλώσσα της αστρολογίας — ότι οι Ισπανοί βασιλιάδες, σε συμμαχία με τον Πάπα, προορίζονται να γίνουν τα όργανα ενός θεϊκού σχεδίου: της τελικής νίκης της "Αληθινής Πίστης" και της διάδοσή της σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ενώ κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ο Καμπανέλα σκέφτηκε απλώς την κατάκτηση του Νέου Κόσμου, φαίνεται ότι αυτή η προφητεία πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως ενός έργου που γράφτηκε λίγο πριν από την «Πόλη του Ήλιου», τη «Μοναρχία στην Ισπανία», στην οποία ο Καμπανέλα εκθέτει όραμα ενός ενιαίου, ειρηνικού κόσμου που θα διέπεται από μια θεοκρατική μοναρχία.

Η πόλη

Προστατευόμενη και υπερασπισμένη από επτά κύκλους τειχών, με παλάτια που χρησιμεύουν ως κατοικίες για τους πολίτες, η πόλη βρίσκεται σε ένα μέρος με ιδανικό κλίμα, ευνοϊκό για τη σωματική υγεία -στην πλαγιά ενός λόφου, επειδή ο αέρας εκεί είναι ελαφρύτερος και πιο καθαρός. Μία από τις πιο σημαντικές πτυχές αυτής της κοινότητας είναι η κατανομή της εργασίας. Για άλλη μια φορά ο Καμπανέλα εμπλέκεται σε πολεμική κατά του Αριστοτέλη, ο οποίος είχε αποκλείσει τεχνίτες, αγρότες και όσους ασχολούνται με τη χειρωνακτική εργασία από την κατηγορία της πλήρους ιθαγένειας και από τα υψηλότερα επίπεδα αρετής.

Στην Πόλη του Ήλιου, η ισότητα ενώπιον του νόμου είναι πραγματικότητα, ενώ εκείνοι οι εργαζόμενοι που απαιτείται να καταβάλουν μεγαλύτερη προσπάθεια, όπως τεχνίτες και οικοδόμοι, λαμβάνουν περισσότερους επαίνους. Ο καθένας πρέπει να εξοικειωθεί με όλες τις γραμμές εργασίας και έπειτα κάθε άτομο ασκεί αυτήν για την οποία δείχνει τη μεγαλύτερη ικανότητα. Δεν έχουν υπαλλήλους και καμία υπηρεσία δεν θεωρείται ανάρμοστη. Το μόνο πράγμα που θεωρούν απερίσκεπτο είναι η αδράνεια, και με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύουν την αξιοπρέπεια της εργασίας και να ανατρέψουν μια παράλογη έννοια της ευγένειας, που συνδέεται με την αδράνεια και την κακία.

Χάρη στον ισότιμο καταμερισμό εργασίας, αρκεί κάθε άτομο να ξοδεύει μόνο τέσσερις ώρες την ημέρα δουλεύοντας. αλλά είναι σημαντικό να λειτουργούν όλοι, γιατί η αδράνεια κάποιου θα έχει επιπτώσεις στο κέρδος και στην προσπάθεια των άλλων. Οι πολίτες δεν έχουν τίποτα. Αντίθετα, όλα γίνονται κοινά, από φαγητό σε σπίτια, από την απόκτηση γνώσεων έως την άσκηση δραστηριοτήτων, από τιμές έως διασκεδαστικά, από τις γυναίκες έως τα παιδιά.

Υπάρχουν «αξιωματούχοι» υπεύθυνοι για τη διανομή κάθε πράγματος, οι οποίοι παρακολουθούν και φροντίζουν να συμβεί αυτό δίκαια, αλλά κανείς δεν μπορεί να πάρει τίποτα για τον εαυτό του. Σύμφωνα με αυτούς, η κατοχή ενός σπιτιού ή μιας οικογένειας ενισχύει την «αυτο-αγάπη», με όλες τις τρομερές συνέπειες που δημιουργεί αυτό. Ζουν «σαν κοινοί φιλόσοφοι» επειδή γνωρίζουν τον αρνητικό αντίκτυπο, όχι μόνο στο κοινωνικό αλλά και στο ηθικό επίπεδο, μιας άνισης κατανομής αγαθών.

Μία από τις πιο θεαματικές και ευφάνταστες πτυχές της Πόλης του Ήλιου, που εξέπληξε αμέσως τους αναγνώστες της, είναι οι ζωγραφισμένοι τοίχοι της πόλης. Εκτός από την περίφραξη και την προστασία της πόλης, τα τείχη είναι επίσης οι κουρτίνες ενός εξαιρετικού θεάτρου και οι σελίδες μιας εικονογραφημένης εγκυκλοπαίδειας της γνώσης. Οι τοίχοι των παλατιών είναι βαμμένοι με εικόνες όλων των τεχνών και των επιστημών.

Ξεκινώντας με το τείχος που κρατά ψηλά τις στήλες του ναού και κατεβαίνει σταδιακά σε μεγάλους κύκλους, ακολουθώντας τη σειρά των πλανητών από τον Ερμή έως τον Κρόνο, συναντάμε απεικονίσεις των ουρανών και των αστεριών, μαθηματικών μορφών, κάθε χώρας στη γη και όλων των θαυμάτων και των μυστικών των ορυκτών, λαχανικών και ζωικών κόσμων, μέχρι να φτάσουμε στην ανθρωπότητα: στον εσωτερικό τοίχο του έκτου κύκλου οι μηχανικές τέχνες και οι εφευρέτες τους αντιπροσωπεύονται.

Ο Καμπανέλα ενδιαφερόταν πολύ για όλες τις έξυπνες ανακαλύψεις και στην Πόλη του Ήλιου παρέχει πολλά παραδείγματα περίεργων εφευρέσεων, όπως σκάφη που μπορούν να πλοηγηθούν χωρίς άνεμο και χωρίς πανιά, και αναβολείς που καθιστούν δυνατή την καθοδήγηση ενός αλόγου χρησιμοποιώντας μόνο τα πόδια του, αφήνοντας τα χέρια ελεύθερα. Στον εξωτερικό τοίχο απεικονίζονται νομοθέτες. και είναι εδώ, σε έναν «τόπο μεγάλης τιμής» - αλλά μαζί με τον Μωυσή, τον Όσιρις, τον Ιωβέ, τον Ερμή και τον Μωάμεθ - ο Γενουάτης ναυτικός αναγνωρίζει τον Χριστό και τους δώδεκα αποστόλους. Η γνώση δεν περικλείεται σε βιβλία που διατηρούνται σε ξεχωριστά μέρη, όπως βιβλιοθήκες, αλλά είναι ανοιχτά στα μάτια όλων. Η οπτικοποίηση με αυτόν τον τρόπο προωθεί μια ταχύτερη, ευκολότερη και πιο αποτελεσματική μορφή μάθησης, καθώς συνδέεται με την τέχνη της μνήμης, η οποία υπογραμμίζει την υποβλητική και συναισθηματική δύναμη των εικόνων. Από μια τρυφερή ηλικία τα παιδιά τρέχουν σε αυτό το θέατρο της γνώσης, καθοδηγούμενοι κατάλληλα και ακολουθώντας σωστά δρομολόγια, έτσι ώστε να μαθαίνουν χαρούμενα, σαν να παίζουν ένα παιχνίδι, χωρίς προσπάθεια ή πόνο.

Εκτός από την κοινοκτημοσύνη και τους βαμμένους τοίχους, ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Πόλης του Ήλιου, αυτό που είναι πιο δύσκολο και ανησυχητικό και το οποίο ο ίδιος ο Καμπανέλα περιγράφει ως «σκληρή και επίπονη», είναι η κοινοκτημοσύνη των συζύγων. Αυτή είναι η λύση που υιοθέτησαν οι πολίτες στο πρόβλημα της γενιάς. Αντικατοπτρίζοντας τη διδασκαλία του Πυθαγόρειου Ώκελλου, ο Καμπανέλα λέει ότι είναι έκπληκτοι που οι άνθρωποι απασχολούνται από την αναπαραγωγή αλόγων και σκύλων, ενώ παραμελούν την δικια τους γενια. Η πράξη της γενιάς συνεπάγεται μεγάλη ευθύνη του μέρους των γονέων. και εάν ασκείται με λανθασμένο τρόπο, μπορεί να οδηγήσει σε μια μακρά αλυσίδα πόνου.

Επιπλέον, υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της φυσικής "επιδερμίδας" ή του χαρακτήρα ενός ατόμου, η οποία είναι εγγενής και όχι αργότερα τροποποιήσιμη, και ηθική αρετή, η οποία χρειάζεται ένα κατάλληλο έδαφος για να ριζώσει και να ευημερήσει. Η γενιά πρέπει επομένως να σέβεται τους ακριβείς κανόνες και να μην εμπιστεύεται τυχαία ούτε ατομικά αισθήματα. Οι πολίτες διακρίνουν μεταξύ αγάπης και ερωτά. Η στοργή μεταξύ ανδρών και γυναικών, που βασίζεται στη φιλία και τον σεβασμό περισσότερο από τη σεξουαλική έλξη, εκφράζεται σε πράξεις που απέχουν πολύ από τη σεξουαλικότητα, όπως ανταλλαγές δώρων, συνομιλία και χορό. Η σεξουαλική γενιά, από την άλλη πλευρά, πρέπει να υπακούει σε αυστηρούς κανόνες σχετικά με τις φυσικές και ηθικές ιδιότητες των γονέων και την επιλογή ενός ευνοϊκού χρόνου για σύλληψη, που καθορίζεται από έναν αστρολόγο. Μια τέτοια ένωση δεν είναι η έκφραση μιας προσωπικής, συναισθηματικής ή παθιασμένης σχέσης, αλλά συνδέεται με την κοινωνική ευθύνη της γενιάς και την αγάπη για τη συλλογική κοινότητα.

Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του πολίτη, παρόλο που περιλαμβάνουν θεμελιώδεις αρχές του Χριστιανισμού (όπως η αθανασία της ψυχής και η θεία πρόνοια), σχηματίζουν μια φυσική θρησκεία που δημιουργεί ένα είδος όσμωσης μεταξύ της πόλης και των αστεριών. Ο ναός είναι ανοιχτός και δεν περιβάλλεται από τείχη. Σε ένα από τα ποιήματά του, ο Καμπανέλλα υπόσχεται: «Θα κάνω τους ουρανούς ναό και τα αστέρια βωμό». Στο θησαυροφυλάκιο του θόλου του ναού απεικονίζονται τα αστέρια μαζί με την επιρροή τους στις επίγειες υποθέσεις. Ο βωμός, στον οποίο τοποθετούνται μια ουράνια και μια επίγεια σφαίρα, έχει τη μορφή του ήλιου. Οι προσευχές κατευθύνονται προς τους ουρανούς. Το καθήκον των είκοσι τεσσάρων ιερέων, που ζουν σε κελιά που βρίσκονται στο υψηλότερο μέρος του ναού, είναι να παρατηρούν τα αστέρια και, χρησιμοποιώντας αστρονομικά όργανα, να λαμβάνουν υπόψη όλες τις κινήσεις τους. Είναι καθήκον τους να δείξουν τις ευνοϊκότερες στιγμές για τη γενιά και για τους γεωργικούς εργάτες, ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο ως μεσάζοντες μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων.

Χειρόγραφο του Τρέντο 1602

Σελίδα χειρόγραφου (Τρέντο) 1602

Ένα χειρόγραφο του 1602 που ανακαλύφθηκε το 1943 από τον Ιταλό ιστορικό Λουίτζι Φίπρο (Luigi Firpo) φυλάσσεται στην δημόσια βιβλιοθήκη του Τρέντο της Ιταλίας. Θεωρείται το αρχαιότερο αντίγραφο χειρόγραφου που έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα. Το χειρόγραφο έφτασε στην βιβλιοθήκη ύστερα από δωρεά των κληρονόμων του κατόχου του, Antonio Mazzetti, βιβλιόφιλου και συλλέκτη βιβλίων, που στη διαθήκη του δώρισε το βιβλίο στην πόλη του Τρέντο.
Το χειρόγραφο αποκαταστάθηκε το 1980. Είναι κατασκευασμένο από περγαμηνή δεμένη σε χαρτόνι. Αποτελείται από δύο κωδικολογικές ενότητες που ενώθηκαν χρόνια μετά το γράψιμό τους: η πρώτη είναι ένα βενετσιάνικο ιστορικό χρονικό από το 1297 έως το 1582, ακολουθούμενο από μια λίστα με το "Hospedali di Venezia" ("Νοσοκομεία στη Βενετία"). Στο κάτω μέρος, είναι ραμμένο σε ένα μικρού μεγέθους φυλλάδιο που απαριθμείται ανεξάρτητα: είναι ένα αντίγραφο από ανώνυμο συγγραφέα του "Η πόλη του ήλιου". Η μεταγραφή είναι σχολαστική και υπάρχουν μόνο μερικά ασήμαντα λάθη.

ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ΤΕΛΟΣ-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου