Όταν ο κομμουνισμός κατέρρευσε μαζί με την ΕΣΣΔ, ο Murray Rothbard συνειδητοποίησε ότι η μεγαλύτερη απειλή για την ελευθερία ήταν η σοσιαλδημοκρατία. Τα γεγονότα των τελευταίων ετών απέδειξαν ότι είχε δίκιο
Άρθρο του Joseph T. Salerno, που δημοσιεύτηκε στις 3 Νοεμβρίου 2022 από το Mises Institute. Απόδοση στα ελληνικά Libertarian Corfu - Νίκος Μαρής.
«Το κοινωνικό και πολιτικό τοπίο σε αυτή τη χώρα έχει αλλάξει ριζικά και όποιος επιθυμεί τη νίκη της ελευθερίας και την ήττα του Λεβιάθαν πρέπει να προσαρμόσει τη στρατηγική του ανάλογα. Οι νέοι καιροί απαιτούν επανεξέταση των παλαιών και ενδεχομένως παρωχημένων στρατηγικών». Murray N. Rothbard [1]
Ο Murray Rothbard έγραψε τα παραπάνω λόγια το 1994, λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατό του. Συνοψίζουν το κύριο θέμα μιας σειράς εξαιρετικών άρθρων που δημοσίευσε τη δεκαετία του 1990, ζητώντας μια ριζική αναπροσαρμογή της λιμπερταριανής (φιλελεύθερης) στρατηγικής στις νέες πολιτικές και κοινωνικές πραγματικότητες που είχαν προκύψει μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση. Σε αυτά τα άρθρα, ο Ρόθμπαρντ αναγνώρισε τόσο την θεωρητική κοινωνική φιλοσοφία όσο και το συγκεκριμένο πολιτικό κίνημα που είχε τότε αναδυθεί ως τη μεγαλύτερη απειλή για την ελευθερία και την κοινωνία. Πρότεινε επίσης μια ριζική αναδιαμόρφωση του πολιτικού φάσματος και ένα αναθεωρημένο πολιτικό λεξιλόγιο για να εκφράσει τη νέα στρατηγική που απαιτούσε το μεταβαλλόμενο ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο.
Πριν προχωρήσω περαιτέρω, θέλω να επισημάνω ότι τα άρθρα του Ρόθμπαρντ, παρά τη βαθιά διορατικότητά τους και τις ριζοσπαστικές επιπτώσεις τους στην ελευθεριακή στρατηγική, έχουν σε μεγάλο βαθμό αγνοηθεί από φίλους και εχθρούς για δύο λόγους. Πρώτον, όταν έγραψε τα άρθρα, ο Ρόθμπαρντ εργαζόταν σκληρά πάνω στη μνημειώδη δίτομη πραγματεία του για την οικονομική σκέψη. Όπως είναι κατανοητό, έγραψε τα άρθρα γρήγορα ως εφ' άπαξ απαντήσεις σε συγκεκριμένα γεγονότα, ιδέες και πολιτικές εξελίξεις κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ραγδαίων αλλαγών, από το 1991 έως το 1994.
Επομένως, οι νέες απόψεις του Ρόθμπαρντ για τη στρατηγική παρουσιάστηκαν αποσπασματικά σε διαφορετικά άρθρα που περιείχαν αναπόφευκτες επαναλήψεις και επικαλύψεις. Αυτό συσκοτίζει το γεγονός ότι στο σύνολό τους τα άρθρα αυτά παρουσίαζαν μια συστηματική και ολοκληρωμένη στρατηγική για ριζοσπαστική κοινωνική και πολιτική αλλαγή. Δεύτερον, τα άρθρα εμφανίστηκαν στο «Rothbard-Rockwell Report», ένα περιοδικό κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών σχολίων. Δυστυχώς, η σπινθηροβόλα πολεμική του περιοδικού και η κάλυψη ενός απίστευτα ευρέος φάσματος θεμάτων μερικές φορές αποπροσανατόλιζαν τον αναγνώστη από τη βαθιά θεωρητική ανάλυση που τροφοδοτούσε πολλά από τα άρθρα του. Ομολογώ ότι δεν είχα εκτιμήσει τη σημασία των άρθρων του Ρόθμπαρντ, καθώς και την ενότητα και το εύρος του οράματός τους, μέχρι πολύ πρόσφατα.
Προσδιορίζοντας τον εχθρό
Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, και με τον ναζισμό και τον φασισμό «νεκρούς και θαμμένους από καιρό» [2] , ο Ρόθμπαρντ υποστήριξε ότι η σοσιαλδημοκρατία ήταν το μόνο εναπομείναν κρατικιστικό πρόγραμμα, και οι υποστηρικτές της ήταν αποφασισμένοι να εκμεταλλευτούν στο έπακρο το ιδεολογικό τους μονοπώλιο. Στον «νέο μετακομμουνιστικό κόσμο», έγραψε ο Ρόθμπαρντ:
«Ο εχθρός της ελευθερίας και της παράδοσης αποκαλύπτεται τώρα σε πλήρη ανάπτυξη: η σοσιαλδημοκρατία. Γιατί η σοσιαλδημοκρατία σε όλες τις μορφές της όχι μόνο είναι ακόμα εδώ, μαζί μας... αλλά τώρα που ο Στάλιν και οι κληρονόμοι του έχουν φύγει από τη μέση, οι σοσιαλδημοκράτες προσπαθούν να φτάσουν στην απόλυτη εξουσία.» [3]
Η σοσιαλδημοκρατία όχι μόνο εξακολουθεί να είναι μαζί μας στις πολλές παραλλαγές της, αλλά έχει καταφέρει να καθορίσει «ολόκληρο το σεβαστό πολιτικό μας φάσμα, από την εξελιγμένη θυματολογία και τον φεμινισμό στα αριστερά, μέχρι τον νεοσυντηρητισμό στα δεξιά». [4] Μην γελιέστε, προειδοποίησε ο Ρόθμπαρντ, «σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα, οι σοσιαλδημοκράτες, όπως κι αν αυτοπροσδιορίζονται, τάσσονται ενάντια στην ελευθερία και την παράδοση, και υπέρ του κρατισμού και του Μεγάλου Κράτους.» Επιπλέον, η σοσιαλδημοκρατία είναι πολύ πιο ύπουλη από άλλες μορφές κρατισμού επειδή ισχυρίζεται ότι «συνδυάζει τον σοσιαλισμό με τις ελκυστικές αρετές της "δημοκρατίας" και της ελευθερίας της διερεύνησης». [5] Ως οξυδερκείς παρατηρητές της πολιτικής σκηνής εδώ και ενάμιση αιώνα, οι σοσιαλδημοκράτες -ή αριστεροί φιλελεύθεροι στο αμερικανικό πολιτικό λεξιλόγιο- είναι πράγματι σοβαρά προσηλωμένοι στη δημοκρατία. Όπως εξήγησε ο Rothbard:
«Η διατήρηση κάποιας δημοκρατικής επιλογής, όσο απατηλή και αν είναι, είναι ζωτικής σημασίας για όλες τις εκδοχές των σοσιαλδημοκρατών. Έχουν από καιρό συνειδητοποιήσει ότι μια μονοκομματική δικτατορία μπορεί και πιθανόν να γίνει λαομίσητη... και τελικά θα ανατραπεί, ενδεχομένως μαζί με ολόκληρη τη δομή της εξουσίας της.» [6]
Ακολουθώντας τη διορατικότητα του σύγχρονου πολιτικού θεωρητικού Paul Gottfried, ο Ρόθμπαρντ σημείωσε ότι η αφοσίωση των σοσιαλδημοκρατών στη δημοκρατία χρησιμεύει επίσης ως πρόσχημα για μια επίθεση εναντίον εκείνων που υποστηρίζουν το απόλυτο απαραβίαστο του δικαιώματος του ελεύθερου λόγου και του ελεύθερου Τύπου. Αυτή η επίθεση στην ελευθερία του λόγου, επεσήμανε ο Rothbard προφητικά το 1991,
«αποτελεί μια ατζέντα για την τελική χρήση της κρατικής εξουσίας με σκοπό τον περιορισμό ή την απαγόρευση του λόγου ή της έκφρασης που [οι νεοσυντηρητικοί και οι σοσιαλδημοκράτες] θεωρούν "αντιδημοκρατική". Αυτή η κατηγορία θα μπορούσε να επεκταθεί επ' αόριστον για να συμπεριλάβει: πραγματικούς ή υποτιθέμενους κομμουνιστές, αριστεριστές, φασίστες, νεοναζί, αποσχιστές, ένοχους για "σκέψεις μίσους", και τελικά... παλαιοσυντηρητικούς, συντηρητικούς και παλαιο-λιμπερταριανούς και αριστερούς ελευθεριακούς.» [7]
Προοδευτισμός: Η κοινωνική φιλοσοφία της σοσιαλδημοκρατίας
Ο Ρόθμπαρντ έψαξε βαθύτερα για να αποκαλύψει την ιδιότυπη κοινωνική φιλοσοφία που βρίσκεται στη ρίζα όλων των ρευμάτων και παραλλαγών της σοσιαλδημοκρατίας, καθώς και του κομμουνισμού. Προσδιόρισε αυτή τη φιλοσοφία ως προοδευτισμό, ο οποίος είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα κοινωνικό και οικονομικό πρόγραμμα για το εδώ και τώρα. Είναι μια ουτοπική κοινωνική φιλοσοφία που προσβλέπει στην εγκαθίδρυση ενός μελλοντικού παραδείσου επί της γης. Η βασική πεποίθηση των προοδευτικών βασίζεται στο μύθο του Διαφωτισμού ότι η ιστορία είναι μια αδυσώπητη και διαρκώς ανοδική πορεία προς την τελείωση της ανθρωπότητας. Στην περίπτωση των σοσιαλδημοκρατών, η τελειότητα ορίζεται ως μια κοινωνία που κυβερνάται και σχεδιάζεται από ένα δίκαιο, αποτελεσματικό και εξισωτικό σοσιαλιστικό κράτος. Επιπλέον, σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς μαρξιστές, οι σοσιαλδημοκράτες προοδευτικοί πιστεύουν ότι η ιστορία δεν εκτυλίσσεται μέσα από την ταξική πάλη και την αιματηρή επανάσταση, αλλά μέσα από την αδυσώπητη πορεία της δημοκρατίας προς τα εμπρός. Με τα λόγια του Ρόθμπαρντ:
«Οι αριστεροί είναι μέσα τους "προοδευτικοί", δηλαδή πιστεύουν με τον τρόπο των Ουίγων ή των Μαρξιστών, ότι η ιστορία αποτελείται από μια αναπόφευκτη πορεία προς τα πάνω, προς το φως, προς τη σοσιαλιστική ουτοπία. Πιστεύουν στο μύθο της αναπόφευκτης προόδου: ότι η Ιστορία είναι με το μέρος τους.» [8]
Ο απώτερος στόχος αυτού του προοδευτικού και αναπόφευκτου μετασχηματισμού της κοινωνίας δεν είναι, όπως συμβαίνει με τους παραδοσιακούς μαρξιστές, η εξάλειψη όλων των ταξικών διακρίσεων και η συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής υπό τη δικτατορία του προλεταριάτου. Αντίθετα, είναι, σύμφωνα με τα λόγια του Ρόθμπαρντ, «ένα σοσιαλιστικό, εξισωτικό κράτος που διοικείται από γραφειοκράτες, διανοούμενους, τεχνοκράτες, "θεραπευτές" και γενικά τη Νέα Τάξη σε συνεργασία με διαπιστευμένες ομάδες πίεσης θυματοποιημένων, που αγωνίζονται για την ισότητα». Η τάξη των καπιταλιστών και των επιχειρηματιών δεν θα εκκαθαριστεί, ούτε θα απαλλοτριωθούν τα μέσα παραγωγής τους. Αντίθετα, η οικονομία της αγοράς θα διατηρηθεί αλλά θα φορολογηθεί σε μεγάλο βαθμό, θα ρυθμιστεί και θα περιοριστεί. Σύμφωνα με τον Ρόθμπαρντ:
«Οι Σοσιαλδημοκράτες αντιλαμβάνονται ότι είναι πολύ καλύτερο για το σοσιαλιστικό κράτος να διατηρήσει τους καπιταλιστές και μια κουτσουρεμένη οικονομία της αγοράς να ρυθμίζεται, να περιορίζεται, να ελέγχεται και να υπόκειται στις εντολές του κράτους. Ο στόχος των Σοσιαλδημοκρατών δεν είναι ο "ταξικός πόλεμος", αλλά ένα είδος "ταξικής αρμονίας", στην οποία οι καπιταλιστές και η αγορά εργάζονται για το καλό της κοινωνίας και του παρασιτικού κρατικού μηχανισμού.» [9]
Η αναθεώρηση του πολιτικού φάσματος
Με τους «νεοσυντηρητικούς» προοδευτικούς να έχουν καταλάβει το συντηρητικό κίνημα, και τον λεγόμενο νεοδημοκράτη Μπιλ Κλίντον να αποκαλύπτει τις σκληρά αριστερές προοδευτικές του τάσεις, ο Ρόθμπαρντ συνειδητοποίησε ότι το πρώτο επείγον βήμα για την καταπολέμηση του προοδευτισμού ήταν να αναθεωρηθεί πλήρως η επικρατούσα αντίληψη για το πολιτικό φάσμα των ΗΠΑ και το λεξιλόγιό του.
Στα αριστερά του ανακατασκευασμένου φάσματος του, ο Ρόθμπαρντ τοποθέτησε όλες τις πολιτικές παρατάξεις που εμπνέονταν από το προοδευτικό-μαρξιστικό όραμα της κοινωνικής αλλαγής. Αυτές οι ομάδες ήταν επίσης φανατικά αφοσιωμένες στη δημοκρατία, όχι απλώς ως το ασφαλέστερο μέσο για τη θεσμοθέτηση της προοδευτικής πολιτικής και οικονομικής ατζέντας, αλλά, σύμφωνα με τα λόγια του Ρόθμπαρντ, «ως σιβυλλικό, απόλυτο ηθικό θέσφατο, που ουσιαστικά αντικαθιστά όλες τις άλλες ηθικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των Δέκα Εντολών και της Επί του Όρους Ομιλίας». [10] Κατά την άποψη του Ρόθμπαρντ, η Αριστερά εκτεινόταν από τους επίσημους συντηρητικούς και τους νεοσυντηρητικούς μέχρι τους αριστερούς φιλελεύθερους και περιελάμβανε τις σύμμαχές τους διανοητικές και δημοσιογραφικές ελίτ και τις επίσημες ομάδες θυματοποιημένων.
Στα δεξιά, ο Ρόθμπαρντ ομαδοποίησε όλους εκείνους που αγαπούσαν τις παραδοσιακές αμερικανικές ελευθερίες και τους κοινωνικούς θεσμούς και που στόχευαν στο να σταματήσουν, να ανατρέψουν και να αναιρέσουν την καταπάτησή τους από τους προοδευτικούς. Ο Ρόθμπαρντ αρχικά προβληματίστηκε σχετικά με την ετικέτα που θα ταίριαζε καλύτερα στον προτεινόμενο από αυτόν μεγάλο συνασπισμό, ή την «συγχώνευση», των ομάδων της δεξιάς αντιπολίτευσης, οι οποίες περιλάμβαναν πολλούς (αλλά όχι όλους) λιμπερταριανούς και διάφορες παλαιο-συντηρητικές και παραδοσιακές συντηρητικές ομάδες. Απέρριψε συνοπτικά το όνομα «συντηρητικοί», προτείνοντας δοκιμαστικά τους όρους «ριζοσπαστικοί αντιδραστικοί», «ριζοσπαστικοί δεξιοί» ή «σκληρή δεξιά». [11] Τελικά κατέληξε στην ονομασία «πολιτικοοικονομικά αντιδραστικοί», ή απλώς «αντιδραστικοί». [12]
Ο όρος «αντιδραστικοί» είναι ιδιαίτερα κατάλληλος για τους αντιπάλους της προοδευτικής ατζέντας. Είναι αλήθεια ότι η λέξη επινοήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης για να χαρακτηρίσει εκείνους που επεδίωκαν την αποκατάσταση του παλαιού καθεστώτος (ancien régime). Ωστόσο, η σύγχρονη χρήση του μπορεί να εντοπιστεί στον Μαρξ, ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο ως υποτιμητικό για να περιγράψει πολλούς από τους προκατόχους και αντιπάλους του στο σοσιαλιστικό κίνημα του 19ου αιώνα, των οποίων τα ουτοπικά οικονομικά σχέδια περιλάμβαναν το «γύρισμα του ρολογιού πίσω» στην προ-καπιταλιστική και προ-βιομηχανική εποχή της φεουδαρχίας και των μεσαιωνικών συντεχνιών. Παίρνοντας αφορμή από τον δάσκαλό τους, οι μεταγενέστεροι κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες χρησιμοποίησαν τον όρο «αντιδραστικός» ως συκοφαντική λέξη εναντίον των υπερασπιστών του καπιταλισμού, επειδή εκείνοι αντιτίθενται στην υποτιθέμενη αναπόφευκτη πορεία της ιστορίας προς τον σοσιαλισμό. Όπως επισήμανε ο Ρόθμπαρντ:
«Γίνονται υστερικοί στις οπισθοδρομήσεις, στις παλινδρομήσεις τους σε αυτή την πορεία, παλινδρομήσεις οι οποίες, φυσικά, ονομάστηκαν "αντιδράσεις". Τόσο στην κομμουνιστική όσο και στη σοσιαλδημοκρατική κοσμοθεωρία, η ύψιστη, αν όχι η μόνη ηθική, είναι να είσαι "προοδευτικός", να είσαι... στο πλευρό της αναπόφευκτης επόμενης φάσης της ιστορίας. Με τον ίδιο τρόπο, η βαθύτερη, αν όχι η μόνη, ανηθικότητα, είναι να είσαι "αντιδραστικός", να είσαι αφοσιωμένος στην εναντίωση στην αναπόφευκτη πρόοδο, ή ακόμη και στη χειρότερη περίπτωση, να εργάζεσαι για να γυρίσεις πίσω την παλίρροια και να επαναφέρεις το παρελθόν, "να γυρίσεις πίσω το ρολόι".» [13]
Η απέχθεια που αποδίδεται σήμερα στον όρο «αντίδραση» ή «αντιδραστικός» οφείλεται, επομένως, αυστηρά στην πολεμική χρήση του από τους μαρξιστές ιδεολόγους. Εκτός πολιτικής, ο όρος έχει θετική χροιά σε πολλές χρήσεις. Συγκεκριμένα, η αντίδραση αντιγόνου-αντισώματος «είναι η θεμελιώδης αντίδραση στο σώμα με την οποία το σώμα προστατεύεται από πολύπλοκα ξένα μόρια, όπως τα παθογόνα και οι χημικές τοξίνες τους». [14] Με άλλα λόγια, το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα είναι αντιδραστικό. Αντιδρά κατά των εισβολέων, τους εξοντώνει και επαναφέρει το ανθρώπινο σώμα στην υγιή του κατάσταση. Το να είσαι πολιτικοοικονομικά αντιδραστικός, λοιπόν, σημαίνει να προσπαθείς να αναιρέσεις τις καταστροφές των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών θεσμών μας, που έχουν προκληθεί από προοδευτικές πολιτικές - να γυρίσεις πίσω το χρόνο, εκδιώκοντας τους εισβολείς από τις θέσεις εξουσίας τους και αποκαθιστώντας το κοινωνικό σώμα στην υγιή του κατάσταση.
Ο Ρόθμπαρντ εφάρμοσε με οξυδέρκεια την ανάλυση του προοδευτισμού για να εξηγήσει το μυστήριο του χολερικού και υστερικού αριστερού μίσους προς τον Φρανσίσκο Φράνκο και τον Αουγκούστο Πινοσέτ, της Ισπανίας και της Χιλής, αντίστοιχα. Η απέχθεια των αριστερών προοδευτικών γι' αυτούς τους άνδρες ήταν ακόμη μεγαλύτερη απ' ό,τι για τον Χίτλερ. Διότι ο Φράνκο και ο Πινοσέτ είχαν ανακόψει την πορεία της ιστορίας, είχαν στην πραγματικότητα γυρίσει το ρολόι πίσω, ηγούμενοι επιτυχημένων αντεπαναστάσεων εναντίον δημοκρατικά εκλεγμένων αριστερών κυβερνήσεων.
Σήμερα γινόμαστε μάρτυρες της ίδιας φρενήρους και ανιστόρητης υβρεολόγησης από τους προοδευτικούς, που επικεντρώνεται σωρηδόν στον Ντόναλντ Τραμπ, τον Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας, τον Ζαΐρ Μπολσονάρου της Βραζιλίας και την Τζόρτζια Μελόνι της Ιταλίας, επειδή αυτοί οι άνδρες και αυτή η γυναίκα έχουν διαπράξει ένα ακόμη πιο σοβαρό αμάρτημα κατά του προοδευτικού δόγματος από ό,τι ο Φράνκο και ο Πινοσέτ: Κατέκτησαν στην πραγματικότητα την εξουσία με δημοκρατικές εκλογές, ενώ χρησιμοποίησαν ρητά αντιπροοδευτική, αντιδραστική ρητορική, εκθέτοντας έτσι τον μύθο ότι η δημοκρατία είναι ο εγγυητής της αναπόφευκτης κοινωνικής προόδου προς ένα εξισωτικό σοσιαλιστικό κράτος.
Το πόσο βαθιά ταρακούνησαν και αποπροσανατόλισαν αυτές οι εκλογές τους προοδευτικούς, αποδεικνύεται από το τρελαμένο tweet του Σουηδού οικονομολόγου Anders Åslund πολύ πριν από τις ουγγρικές εκλογές: «Αν η Ουγγαρία ψηφίσει πραγματικά συντριπτικά κατά της δημοκρατίας και υπέρ της διαφθοράς, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί θα πρέπει να γίνει δεκτή στην ΕΕ.» [15] (η έμφαση προστέθηκε). Κάπως λιγότερο ηλίθιο, αλλά πιο αποκαλυπτικό είναι το ψήφισμα που πέρασε πρόσφατα από το σεβάσμιο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και διαβεβαίωνε ότι η Ουγγαρία δεν είναι πλέον μια πλήρης δημοκρατία αλλά «ένα υβριδικό καθεστώς εκλογικής απολυταρχίας». [16] Ο Ρόθμπαρντ πέτυχε διάνα στην εκτίμησή του για την απόκριση των προοδευτικών στις επιτυχημένες πολιτικές αντιδράσεις με επικεφαλής τον Φράνκο και τον Πινοσέτ: «Αφήστε την (σ.σ. δεξιά) αντίδραση να συμβεί, αφήστε τις (σ.σ. αριστερές) ιδεολογικές φάσεις να ανακληθούν, και αφήστε αυτούς τους ανθρώπους να τρελαθούν, να μπουν σε περιδίνηση, γιατί τότε ίσως η θρησκεία τους να είναι τελικά μια ψεύτικη θρησκεία.» [17]
Το αν οι σημερινοί λαϊκιστές πολιτικοί στις ΗΠΑ και την Ευρώπη πιστεύουν ή όχι τη ρητορική τους και είναι γνήσιοι αντιδραστικοί, δεν έχει σημασία. Η άνοδός τους στην εξουσία με δημοκρατικές εκλογές, παρά τους ατελείωτους χειμάρρους γελοιοποίησης, μίσους και περιφρόνησης που τους εκτοξεύει η δυτική πολιτική, μιντιακή και ακαδημαϊκή ελίτ, αποδεικνύει ότι μια γνήσια αντίδραση θα ήταν δυνατή με τον κατάλληλο ηγέτη. Όπως αναγνώρισε ο Ρόθμπαρντ, ένα αντιδραστικό κίνημα απαιτεί «έναν χαρισματικό ηγέτη που έχει την ικανότητα να βραχυκυκλώνει τις ελίτ των μέσων ενημέρωσης και να προσεγγίζει και να ξεσηκώνει άμεσα τις μάζες». [18]
Σε ένα κείμενο που γράφτηκε το 1954 αλλά δημοσιεύτηκε μετά θάνατον το 2002, ο Ρόθμπαρντ εξήγησε ότι για να είναι αποτελεσματικός, ο ηγέτης ενός αντιδραστικού πολιτικού κινήματος πρέπει να είναι «δημαγωγός». Αυτός ή αυτή πρέπει
«να απευθυνθεί στις μάζες, πάνω από τα κεφάλια του κράτους και της πνευματικής του φρουράς. Και αυτή η έκκληση μπορεί να γίνει πιο αποτελεσματικά από τον δημαγωγό - τον τραχύ, αλουστράριστο άνθρωπο του λαού, ο οποίος μπορεί να παρουσιάσει την αλήθεια σε απλή, αποτελεσματική, αλλά και συναισθηματική γλώσσα. Οι διανοούμενοι το βλέπουν αυτό καθαρά, και γι' αυτό επιτίθενται συνεχώς σε κάθε ένδειξη λιμπερταριανής δημαγωγίας σαν μέρος ενός "ανερχόμενου ρεύματος αντιδιανοητισμού".» [19]
Υπερασπιζόμενος τη δημαγωγία ως πολιτική μέθοδο, ο Ρόθμπαρντ, φυσικά, κατανοούσε ότι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί τόσο από την Αριστερά, όσο και από τη Δεξιά. Παρ' όλα αυτά, όπως προέβλεψε το 1954, από τη στιγμή που ο σοσιαλισμός έχει γίνει η «μοντέρνα και αξιοσέβαστη ιδεολογία ... [οποιαδήποτε] δημαγωγία, οποιαδήποτε διατάραξη της καθεστηκυίας τάξης, θα προέλθει σχεδόν σίγουρα από την ατομικιστική (σ.σ. φιλελεύθερη) αντιπολίτευση». Η Αριστερά το γνωρίζει αυτό ενστικτωδώς, γι' αυτό και «Η αξιοσέβαστη κρατικιστική Αριστερά... φοβάται και μισεί τον δημαγωγό, και περισσότερο από ποτέ άλλοτε, είναι το αντικείμενο της επίθεσής της». [20]
Επαναπροσδιορίζοντας την πολιτική ως πόλεμο
Αφού ανακατασκεύασε το πολιτικό φάσμα ώστε να αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα του μετακομμουνιστικού κόσμου, ο Ρόθμπαρντ παρουσίασε την πολιτική στρατηγική που πρέπει να εφαρμόσουν οι αντιδραστικοί για να ανατρέψουν τον προοδευτισμό. Επισήμανε ότι οι αντιδραστικοί και οι προοδευτικοί είναι και οι δύο μειονότητες, και βρίσκονται σε αντιδιαμετρική αντίθεση μεταξύ τους. Ανάμεσά τους βρίσκεται η πλειονότητα των πολιτών που είναι μπερδεμένοι και «διχασμένοι ανάμεσα σε αντικρουόμενες κοσμοθεωρίες». Αυτοί αποτελούν αυτό που ο Ρόθμπαρντ, ακολουθώντας τον Βλαντιμίρ Λένιν, ονόμασε «βάλτο», το έδαφος πάνω στο οποίο διεξάγονται οι ιδεολογικές μάχες.
Ο Ρόθμπαρντ συνοψίζει εύστοχα το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η δεξιά αντιπολίτευση από την προοδευτική κατάληψη της εξουσίας:
«Το πρόβλημα είναι ότι οι κακοί, οι κυρίαρχες τάξεις, έχουν συγκεντρώσει γύρω τους τις πνευματικές ελίτ και τις ελίτ των μέσων ενημέρωσης, οι οποίες είναι σε θέση να ξεγελάσουν τις μάζες ώστε να συναινέσουν στην κυριαρχία τους, να τις κατηχήσουν, όπως θα έλεγαν οι μαρξιστές, με μια "ψευδή συνείδηση".» [21]
Αυτή η τάξη πραγμάτων υφίσταται επειδή, από τις αρχές του εικοστού αιώνα, οι προοδευτικοί και οι αριστεροί κορπορατιστές πολιτικοί, και οι επιχειρηματικοί και οικονομικοί φίλοι τους, έχουν ωθήσει όλο και περισσότερους διανοούμενους να απολογούνται για λογαριασμό τους και να νομιμοποιούν την εξουσία τους, με αντάλλαγμα επιδοτήσεις από την κεντρική κυβέρνηση ή επικερδείς θέσεις στις συνεχώς επεκτεινόμενες ρυθμιστικές, προνοιακές και πολεμικές υπηρεσίες και τα γραφεία της. Αυτό που ο Ρόθμπαρντ αποκαλεί «μονοπώλιο της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης» στην κοινωνία έχει επομένως παραχωρηθεί σε μια προνομιούχα και χαϊδεμένη τάξη, που σήμερα αποτελείται από «ένα σμήνος διανοουμένων, ακαδημαϊκών, κοινωνικών επιστημόνων, τεχνοκρατών, επιστημόνων της πολιτικής, κοινωνικών λειτουργών, δημοσιογράφων και γενικά των μέσων ενημέρωσης.» [22]
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει για να σπάσει αυτό το τρομερό μονοπώλιο και να καταστραφεί η «ανίερη συμμαχία» του πολιτικού κατεστημένου και των προνομιούχων πνευματικών απολογητών του; Ο Ρόθμπαρντ συνέστησε «μια στρατηγική τόλμης και αντιπαράθεσης, δυναμισμού και ενθουσιασμού, μια στρατηγική, εν ολίγοις, αφύπνισης των μαζών από τον λήθαργο, και αποκάλυψης των αλαζονικών ελίτ που τις κυβερνούν, τις ελέγχουν, τις φορολογούν και τις κατακλέβουν.» [23] Γιατί ένας τέτοιος εξεγερτικός δεξιός λαϊκισμός είναι ακριβώς αυτό που φοβούνται οι κυρίαρχες ελίτ. Προτιμούν μια συνετή, διακομματική συζήτηση των «ζητημάτων», σε μετρημένους και επίσημους τόνους, και χωρίς οξύτητα. Οι προοδευτικοί πολιτικοί φοβούνται ιδιαίτερα και προειδοποιούν για τη λεγόμενη πολιτική της δυσαρέσκειας -ακριβώς επειδή η δυσαρέσκεια θα στρεφόταν εναντίον τους από εκείνους τους οποίους εκμεταλλεύονται. Αντίθετα, ο Ρόθμπαρντ συμβουλεύει τους δεξιούς να επιστρέψουν στην έντονα ιδεολογική και άκρως κομματική πολιτική της Αμερικής του 19ου αιώνα, η οποία χαρακτηριζόταν από ένα σφοδρό και προσωπικό μένος για την αντίπαλη παράταξη και τα μέλη της.
Η στρατηγική της Δεξιάς δεν πρέπει μόνο να είναι συγκρουσιακή σύμφωνα με τον Ρόθμπαρντ, αλλά επίσης «πρέπει να συγχωνεύει το θεωρητικό με το συγκεκριμένο: δεν πρέπει να επιτίθεται στις ελίτ μόνο θεωρητικά, αλλά πρέπει να εστιάζει στο υπάρχον κρατικό σύστημα, σε αυτούς που αυτή τη στιγμή αποτελούν τις κυρίαρχες τάξεις». Αυτό σημαίνει, πάνω απ' όλα, ότι η δεξιά στρατηγική πρέπει να είναι προσωπική, πρέπει να στοχεύει στην αποκάλυψη των ψεμάτων, της διαφθοράς και των σκανδάλων συγκεκριμένων μελών του συνασπισμού που εξουσιάζει. Έτσι, ο Ρόθμπαρντ έγραψε για το κίνημα κατά του Κλίντον, που συσπειρώθηκε γρήγορα κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Κλίντον ως προέδρου:
«Το κίνημα ξέσπασε ως αντίδραση σε όλα τα αντικειμενικά απεχθή χαρακτηριστικά των Κλίντον και των συνεργατών τους - τον ποταμό των ψεμάτων, των υπεκφυγών, των απατεωνιών, των σεξουαλικών σκανδάλων και των μανιασμένων προσπαθειών να υπαγορεύσουν τις ζωές όλων μας. Αλλά γρήγορα το μίσος για τα προσωπικά χαρακτηριστικά του Κλίντον μεταφέρθηκε στο πρόγραμμά του, στην ιδεολογία του. Έτσι είχαμε την πιο ισχυρή "πυρηνική σύντηξη" σε όλη την πολιτική: την έντονη ανάμειξη του προσωπικού και του ιδεολογικού. Η αυξανόμενη συνειδητοποίηση της σοσιαλιστικής τυραννίας που εμπεριείχαν όλα τα προγράμματα του Κλίντον... ενώθηκε με, και πολλαπλασιάστηκε σε μεγάλο βαθμό από, την απέχθεια για τον Κλίντον ως άνθρωπο.» [24]
Το τελευταίο μέρος της Ροθμπαρντιανής στρατηγικής είναι, επομένως, να κάνει τους δεξιούς να κατανοήσουν μια απλή διαπίστωση που έχει αφομοιωθεί εδώ και πολύ καιρό από την αριστερά: ότι η πολιτική είναι πόλεμος. Δηλαδή, στην εγχώρια πολιτική όχι λιγότερο από ό,τι στις διακρατικές στρατιωτικές συγκρούσεις, σύμφωνα με τα λόγια του μεγάλου Γερμανού πολιτικού θεωρητικού Καρλ Σμιτ, «ο αντίπαλος σκοπεύει να αναιρέσει τον τρόπο ζωής του αντιπάλου του και επομένως πρέπει να απωθηθεί ή να πολεμηθεί προκειμένου να διατηρήσει κανείς τη δική του μορφή ύπαρξης». [25]
Επιπλέον, η πολιτική εμπεριέχει από την φύση της αυτό που ο Σμιτ αποκαλεί «εχθροπάθεια» ή τη διάκριση μεταξύ «φίλου και εχθρού», έννοιες «που πρέπει να κατανοηθούν με τη συγκεκριμένη και υπαρξιακή τους έννοια, όχι ως μεταφορές ή σύμβολα». [26] Γιατί, για να αναφέρουμε και πάλι τον Σμιτ: «Ο πόλεμος προκύπτει από την εχθρoπάθεια. Ο πόλεμος είναι η υπαρξιακή άρνηση του εχθρού». [27] Αν και ο Σμιτ εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στις διακρατικές συγκρούσεις, τονίζει την «πάντοτε παρούσα δυνατότητα σύγκρουσης... της μάχης... την πραγματική δυνατότητα φυσικής θανάτωσης ως ουσιώδες χαρακτηριστικό του πολιτικού, είτε στο πλαίσιο "εγχώριων [ή] ξένων ομάδων φίλων και εχθρών".» [28] Από την Ροθμπαρντιανή άποψη του Rothbardian, η σύγκρουση στην εσωτερική πολιτική είναι σίγουρα πόλεμος με την υπαρξιακή έννοια. Οι κυρίαρχες ελίτ, λόγω του ελέγχου του κρατικού μηχανισμού που ασκούν, όχι μόνο απειλούν με σωματική βία, ακόμη και με θάνατο, τους κυβερνώμενους για τη μη υποταγή τους στην φορολόγηση και τα διατάγματά τους, αλλά ασκούν και στην πράξη βία και δολοφονίες εναντίον των διαφωνούντων ή των «εξεγερμένων» μεταξύ των κυβερνωμένων.
Συμπέρασμα
Ο Ρόθμπαρντ αναγνώρισε ότι οποιαδήποτε σοβαρή πολιτική πρόκληση στους προοδευτικούς από ένα ενωμένο και συνειδητοποιημένο συγχωνευτικό-δεξιό κίνημα θα ήταν πόλεμος, και μάλιστα θρησκευτικού τύπου. Θα κλείσω παραθέτοντας εκτενώς ένα εγερτήριο κάλεσμα του Ρόθμπαρντ στα όπλα, προς τη Δεξιά:
«Έχουμε εμπλακεί, με τη βαθύτερη έννοια... σε έναν "θρησκευτικό πόλεμο" και όχι μόνο σε έναν πολιτιστικό, θρησκευτικό, γιατί ο αριστερός προοδευτισμός/κοινωνική δημοκρατία είναι μια παθιασμένη κοσμοθεωρία, θρησκεία με τη βαθύτερη έννοια, με πίστη: η άποψη ότι ο αναπόφευκτος στόχος της ιστορίας είναι ένας τέλειος κόσμος, ένας εξισωτικός σοσιαλιστικός κόσμος, μια Βασιλεία του Θεού στη Γη..... Πρόκειται για μια θρησκευτική κοσμοθεωρία προς την οποία δεν πρέπει να δείξουμε επιείκεια - πρέπει να την αντιτάξουμε και να την καταπολεμήσουμε με κάθε ίνα της ύπαρξής μας.... Και η μεταφορά είναι δεόντως στρατιωτική. Ο διαφαινόμενος αγώνας είναι πολύ ευρύτερος και βαθύτερος από την αναπροσαρμογή των κεφαλαιακών κερδών. Είναι ένας αγώνας ζωής και θανάτου για τις ίδιες τις ψυχές μας και για το μέλλον της Αμερικής.... Ο πόλεμος για την αντίδραση θα απαιτήσει πάνω απ' όλα θάρρος, τα κότσια να μην λυγίσουμε μπροστά στην καθ' όλα προβλέψιμη αντίδραση της λάσπης των ΜΜΕ, των δημοσκόπων και όλων των υπολοίπων.... Και πάνω απ' όλα χρειαζόμαστε αυτό που η αριστερά φοβάται πάνω απ' όλα: Μια προσήλωση στη στρατιωτική μεταφορά, στην έννοια του εμείς εναντίον αυτών, οι καλοί εναντίον των κακών, στο Taking America Back. Πρέπει να στοχεύσουμε, όχι μόνο στο να πάρουν όλα τα μέτρα τους πίσω, όχι μόνο στο να σωθούμε από το κράτος Λεβιάθαν και τη μηδενιστική κουλτούρα, και όχι μόνο στο να αποκαταστήσουμε την Παλαιά Δημοκρατία. Γιατί τελικά, πρέπει να μπήξουμε το ξύλινο καρφί στην καρδιά του Εχθρού, για να σκοτώσουμε μια για πάντα το τερατώδες όνειρο του Τέλειου Κοινωνικοποιημένου Κόσμου.» [29]
Το μάθημα για τους λιμπερταριανούς είναι ότι υπάρχουν μόνο δύο πλευρές στον τρέχοντα πολιτικό αγώνα. Δεν υπάρχει μέση οδός. Είσαι είτε (αριστερός) προοδευτικός, είτε (δεξιός) αντιδραστικός. Είτε συμμετέχεις, ή συναινείς, στην αναγκαστική πορεία προς τον σοσιαλισμό, είτε συμμετέχεις στην αντίδραση - στον αγώνα για να γυρίσεις πίσω το προοδευτικό ρολόι ή, ακόμα καλύτερα, για να το διαλύσεις.
------------------------------------------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου