Σάββατο 16 Απριλίου 2022

ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ.Η ΓΙΟΡΤΗ ,ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ...

 



To Σάββατο του Λαζάρου η Ορθοδοξία γιορτάζει το θαύμα της εκ νεκρών έγερσης του Λαζάρου, φίλου και πιστού μαθητού του Ιησού.

Ο Λάζαρος υπήρξε στενός φίλος του Ιησού Χριστού, αδερφός της Μάρθας και της Μαρίας. Κατοικούσε στη Βηθανία, 3 χλμ. περίπου ανατολικά της Ιερουσαλήμ.

Ενώ ο Ιησούς βρισκόταν μακριά από τη Βηθανία, ο Λάζαρος ασθένησε. Οι αδερφές του ειδοποίησαν τον Ιησού για την κατάστασή του, ο Ιησούς όμως καθυστέρησε εσκεμμένα τη μετάβασή του στη Βηθανία.

Όταν έφθασε στο σπίτι μαζί με τους μαθητές Του, ο Λάζαρος ήταν ήδη νεκρός για τέσσερις ημέρες (Ιωάννης 11:17).

Ο Ιησούς όμως αφού προσευχήθηκε, τον ανάστησε λέγοντας την πασίγνωστη φράση: “Λάζαρε, δεύρο έξω”. (Ο Λάζαρος σηκώθηκε, βγήκε έξω από το μνήμα του με δεμένα τα πόδια και τα χέρια, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο με το σουδάριο (Ιωάννης 11:44).

Το θαύμα αυτό του Ιησού έγινε η αιτία ν α πιστέψουν πολλοί από τους Ιουδαίους.

Η ανάσταση του Λαζάρου και η συγκέντρωση του πλήθους θορύβησε τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους, οι οποίοι αποφάσισαν να θανατώσουν τον Ιησού, αλλά και το Λάζαρο.

Δεν κατόρθωσαν όμως να το πράξουν για το Λάζαρο, τον Ιησού όμως αργότερα τον σταύρωσαν. Έξη ημέρες πριν από το Πάσχα, ο Ιησούς κάθισε σε δείπνο το οποίο δόθηκε γι Αυτόν.

Μαζί του ήταν και ο Λάζαρος, ενώ πλήθος κόσμου είχαν πάει για να δουν όχι μόνο τον Ιησού, αλλά και τον αναστημένο Λάζαρο (Ιωάννης 12:9).

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Λάζαρος ήταν 30 ετών όταν ο Κύριος τον ανάστησε και μετά από το γεγονός της ανάστασης έζησε άλλα 30 χρόνια.

Άλλη παράδοση επίσης αναφέρει ότι ο Λάζαρος μετά την ανάστασή του θέλοντας να αποφύγει το μίσος των αρχιερέων κατέφυγε στο Κίτιο της Κύπρου, όπου χειροτονήθηκε από τον Παύλο και το Βαρνάβα ως πρώτος επίσκοπος Κιτίου.

Ο φόβος και ο τρόμος για όσα γνώρισε στον άλλο κόσμο άφησαν τόσο βαθιά σημάδια στην ψυχή του Λάζαρου που, όπως λέει η παράδοση, μετά την Ανάστασή του, δε γέλασε παρά μόνο μια φορά.

Είδε κάποιον χωρικό στο παζάρι να κλέβει μια στάμνα και να φεύγει κρυφά. Βρε τον ταλαίπωρο, είπε. Για ιδές τον πώς φεύγει με το κλεμμένο σταμνί.

Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι έ να κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. Το ‘ένα χώμα κλέβει τ’ άλλο. Μα δεν είναι να γελούν οι πικραμένοι;” και χαμογέλασε.

Πέθανε στην Κύπρο και τον έθαψαν. Στη σαρκοφάγο όπου τοποθετήθηκαν τα λείψανα του, είναι γραμμένο στην εβραϊκή γλώσσα “Λάζαρος, ο τετραήμερος φίλος του Χριστού”.

Τον Οκτώβριο του 890 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ο Σοφός βρήκε στην Κύπρο το λείψανο του Λαζάρου και το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη.

Το τοποθέτησε σε αργυρή θήκη στον ομώνυμο ναό που κτίσθηκε στη βασιλεύουσα.

Η ανακομιδή των λειψάνων του εορτάζεται στις 17 Οκτωβρίου. Ο τάφος του Λαζάρου έχει υποδειχθεί μέσα σε βράχο (διαστάσεων 3×3μ.) στο Όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ.

Λαογραφικά

Ο Λάζαρος έχει εμπνεύσει τη λαϊκή φαντασία. Γνωστές είναι οι παροιμίες:

  • «Με τη φωνή και ο Λάζαρος»
  • «Ξαναζωντάνεψε σαν τον Λάζαρο»
  • «Κέρινος σαν τον Λάζαρο»

Γενικά, η προσωνυμία «Λάζαρος» δίδεται μεταφορικά σε άτομα που σώθηκαν ανέλπιστα από βέβαιο θάνατο, σε άτομα που θεωρούνταν χαμένα και ξαφνικά επέστρεψαν και σε ανθρώπους καχεκτικούς ή διαρκώς κατηφείς.

Το Σάββατο του Λαζάρου σε πολλά μέρη της Ελλάδας οι νοικοκυρές ζυμώνουν ειδικά ψωμάκια, στα οποία δίνουν το σχήμα ανθρώπου και μάλιστα σαβανωμένου, όπως παριστάνεται ο Λάζαρος στη βυζαντινή εικονογραφία.

Τα ψωμάκια αυτά λέγονται λαζάροι, λαζαρούδια, λαζαράκια, λαζόνια, λαζαρέλια κ.α.

“Λάζαρο δεν πλάσεις, ψωμί δεν θα χορτάσεις” έλεγαν, μια και ο αναστημένος φίλος του Χριστού πίστευαν πως είχε παραγγείλει:

“Όποιος ζυμώσει και δε με πλάσει, το φαρμάκι μου να πάρει”.

Όσα παιδιά είχε η οικογένεια τόσους “λαζάρηδες” έπλαθαν και στη θέση των ματιών έβαζαν δυο γαρίφαλα.

Την ίδια ημέρα τα παιδιά (κυρίως τα κορίτσια) γυρίζουν τα σπίτια και τραγουδούν ειδικά κάλαντα, τα λεγόμενα λαζαρικά.

Τα “λαζαρικά” από τόπο σε τόπο έχουν πολλές παραλλαγές. Σε κάποιες περιοχές, στο έθιμο έπαιρναν μέρος μόνο κορίτσια, οι “Λαζαρίνες” ή “Λαζαρίτσες”, έτσι έβρισκαν την ευκαιρία να γίνουν γνωστές και σαν υποψήφιες νύφες. Στην Αιτωλία, στο έθιμο έπαιρναν μέρος και τα αγόρια.

Οι «Λαζαρίνες», φορώντας χρωματιστές παραδοσιακές στολές επισκέπτονται τις γειτονιές των χωριών τους και τραγουδούν τα Λαζαράτικα τραγούδια.

Στην συνέχεια συγκεντρώνονται στις πλατείες των χωριών τους και χορεύουν ένα χορό με την ονομασία «Τσιντσιρό».

Το έθιμο έλκει την καταγωγή του από τα αρχαία «Παρθένεια» των δωρικών πόλεων του Βορρά, ενώ, στα βυζαντινά χρόνια, συνδέθηκε με την Ανάσταση του Λαζάρου.

Στο χωριό Επίσκεψη της βόρειας Κέρκυρας το έθιμο των Καλάντων του Λαζάρου ξεκινάει με την δύση του ηλίου, την παραμονή της εορτής του Λαζάρου, και διαρκεί μέχρι το ξημέρωμα.

Στις γειτονιές του χωριού, από σπίτι σε σπίτι, η τοπική χορωδία, αλλά και πλήθος μικρών και μεγάλων, τραγουδούν τα κάλαντα, που εξιστορούν όλη την ιστορία της νεκρανάστασης του Λαζάρου και κλείνουν με θερμές ευχές.

Στο άκουσμα των καλάντων οι νοικοκυρές κερνάνε ντόπιους, σαρακοστιανούς μεζέδες και τοπικό κόκκινο κρασί.

Ανήμερα της εορτής του Λαζάρου, στην πόλη της Κέρκυρας, από τον ναό του Αγίου Νικολάου των Γερόντων και Αγίου Λαζάρου, που πανηγυρίζει, ξεκινούν χορωδιακά σύνολα και με συνοδεία φιλαρμονικών, ψάλλουν τα Κάλαντα του Λαζάρου, σε διάφορα σημεία του ιστορικού κέντρου της πόλης.

Στο τέλος, όλες οι χορωδίες συναντώνται στο Παλαιό Δημαρχείο και όλες μαζί ψάλλουν τα κάλαντα της ημέρας.

Στο Απόκουρο, τα αγόρια έψελναν τους Αγερμούς του Λαζάρου με ειδική κατασκευή τον Λάζαρο.

Στην Κύπρο συναντάμε το έθιμο της αναπαράστασης, στην αρχαιότερη μορφή του.

Ο Θεός πεθαίνει στην ακμή της νιότης του και αμέσως ανασταίνεται, όπως ο Άδωνις στους αρχαίους Έλληνες. Έντυναν ένα παιδί με κίτρινα λουλούδια, έτσι ώστε ούτε το πρόσωπο του δε φαινόταν.

Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν, όταν άρχιζαν τα άλλα παιδιά να τραγουδούν, ξάπλωνε και υποκρινόταν το νεκρό, όταν όμως έλεγαν το “Λάζαρε δεύρο έξω” σηκωνόταν.

Το ίδιο έθιμο συναντάμε και στην Κω. Το παιδί που αναπαριστούσε το Λάζαρο, τυλιγμένο σε ένα σεντόνι, ήταν και αυτό στολισμένο με κίτρινα λουλούδια. Αμοιβή της παρέας για την αναπαράσταση τα αυγά για το δάσκαλο.

Τα πιο μεγάλα παιδιά, οι “πρωτόσχολοι”, έπαιρναν την εικόνα του Λάζαρου, την έβαζαν πάνω σε μια ειδική κατασκευή που στόλιζαν με δεντρολίβανο – ήταν, λέει, η Βηθανία, η πατρίδα του – και γύριζαν στις στάνες.

Οι βοσκοί τους φίλευαν αυγά, τυριά και μυζήθρες για τις λαμπρόπιτες.

Αυτή τη μέρα δεν γίνονται μνημόσυνα με κόλλυβα, σε ανάγκη μόνο απλό Τρισάγιο.

Σύμφωνα με το Τυπικό και τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας απαγορεύεται η τέλεση Μνημοσύνου ή και απλού Τρισάγιου με κόλυβο από το Σάββατο του Λαζάρου μέχρι και την Κυριακή του Θωμά

Τα κάλαντα του Λαζάρου

Το Σάββατο του Λαζάρου (το Σάββατο πριν από την Κυριακή των Βαΐων) τα παιδιά γυρίζουν τα σπίτια και τραγουδούν τα ειδικά κάλαντα (Λαζαρικά) σε διάφορες παραλλαγές, που εξιστορούν την «εκ νεκρών έγερση» του Λαζάρου.

Τελειώνοντας το τραγούδι τους τα Λαζαράκια, όπως αποκαλούνται οι καλαντιστές της ημέρας, συνεχίζουν με ευχετικούς και επαινετικούς στίχους για το σπίτι και δέχονται ως φιλοδώρημα αυγά που τα τοποθετούν σ’ ένα στολισμένο καλαθάκι (σε κάποιες περιοχές φρούτα ή χρήματα).

Τον Λάζαρο τραγουδούν κυρίως κορίτσια σχολικής ηλικίας, τα οποία αποκαλούνται λαζαρίνες, λαζαρίτσες, λαζαρούδισσες κ.α.

Γενικότερα, το Σάββατο του Λαζάρου λαμβάνει χαρούμενο χαρακτήρα, καθώς η έγερση του Λαζάρου προαναγγέλλει την Ανάσταση του Χριστού.

Τα κάλαντα του Λαζάρου

Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.

Πού ήσουν Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος;
Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος.

Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι,
που ‘ν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι.

Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι,
Που ‘ν’ το στόμα μου, σαν περιβόλι.

Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.

Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την πόλη,
σου ’φέρε χαρτί και κομπολόι.

Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.

Το κοφνάκι μου θέλει αυγά,
κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά.

Βάγια, Βάγια και Βαγιώ.
τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή,
τρώνε το ψητό τ’ αρνί.

Παραλλαγή 1

Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια
Ήρθε κι ο Χριστός να πούμε τ’ Άγια

Ήρθε ο Χριστός απ’ την Καισαρία
Εκεί έβρισκε Μάρθα και Μαρία

Μάρθα, που ’ναι ο Λάζαρος ο αδερφός σας
φίλος του Χριστού και ιδικός μας;

Λένε αφέντη μου, που είναι απεθαμένος
Και με τους νεκρούς ανταμωμένους.

Ας υπάγουμε να τον ιδούμε
και στον τάφο του να λυπηθούμε.

Λέγε Λάζαρε, τι είδες στον Κάτω Κόσμο που επήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.

Όσα φύλλα έχει ο κίσσαρας και η πόλη παραθύρια
Τόσα καλά να δώσει ο Θεός εδώ που τραγουδούμε
και τη Λαμπρή, την Πασχαλιά καλόκαρδοι να βρούμε.

Παραλλαγή 2

Αν είναι με το θέλημα
και με τον ορισμό σας,
Λαζάρου την Ανάσταση
να πω στ’ αρχοντικό σας.

Έβγατε παρακαλούμε,
για να σας διηγηθούμε,
για να μάθετε τι εγίνη,
σήμερα στην Παλαιστίνη.

Σήμερον έρχεται ο Χριστός,
ο επουράνιος Θεός.
Εν τη πόλει Βηθανία,
Μάρθα κλαίει και Μαρία·

Λάζαρον τον αδερφό τους
τον γλυκύ και καρδιακό τους,
τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν.

Την ημέρα την τετάρτη,
κίνησε ο Χριστός για να ’ρθη.
Και εβγήκεν κι η Μαρία
έξω από τη Βηθανία.

Και εμπρός του γόνυ κλει,
και τους πόδες του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θ’ απέθνησκε ο αδερφός μου.

Μα κι εγώ τώρα πιστεύω,
και καλότατα εξεύρω,
ότι δύνασ’ αν θελήσεις
και νεκρούς να αναστήσεις.

-Λέγε, πίστευε, Μαρία
άγωμεν εις τα μνημεία.
’Κείνοι παρευθύς επήγαν
και τον τάφο του εδείξαν.

Τον τάφο να μου δείξετε
και ’γω θε να πηγαίνω.
Τραπέζι να ’τοιμάσετε,
και ’γω τον ανασταίνω.

Επήγαν και του έδειξαν
τον τάφο του Λαζάρου.
Τους είπε και εκύλισαν
τον λίθο, πούχε απάνου.

Τότε κι ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, Τάρταρε και Χάρο.
Λάζαρον θα σου τον πάρω.

Δεύρο έξω Λάζαρέ μου,
φίλε και αγαπητέ μου.

Παρευθύς από τον Άδη,
ως εξαίσιο σημάδι,
Λάζαρος απενεκρώθη,
ανεστήθη και σηκώθη.

Λάζαρος σαβανωμένος
και με το κηρί ζωσμένος.
Εκεί Μάρθα και Μαρία,
εκεί κι όλη η Βηθανία.

Μαθητές και Αποστόλοι
τότε ευρεθήκαν όλοι,
δόξα τω Θεώ φωνάζουν,
και το Λάζαρο εξετάζουν.

Παραλλαγή 3

-Λάζαρε, πες μας τι είδες,
εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.

Δώστε μου λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι.
Της καρδούλας μου το λέω,
και μοιρολογώ και κλαίω.

Του χρόνου πάλι να ’ρθουμε,
με υγεία να σας βρούμε.
Στον οίκο σας χαρούμενοι,
τον Λάζαρο να πούμε.

Σε τούτο τ’ αρχοντόσπιτο
πέτρα να μη ραϊσει.
Και ο νοικοκύρης του σπιτιού,
χρόνια πολλά να ζήσει.

Να ζήσει χρόνια εκατό,
και να τα ξεπεράσει.

Σάββατο του Λαζάρου: Το τραγούδι του Λαζάρου
(Παραδοσιακό Κυπριακό)

Έαρ ημίν επέφανεν, τοις πάσι το μηνύον
την του Λαζάρου έγερσιν, ξένον, φρικτόν σημείον.

Άνθη και ρόδα εύοσμα, κατάνυξις ψυχής τε,
και λέγω σας, ακροαταί, εις την χαράν να είσθε.

Ακούσατε την έγερσιν του τεταρταίου φίλου
και την χαράν, ην έλαβον αι αδελφαί εκείνου,

δια να καταλάβετε τι είναι θεία Αγάπη
και πώς ψυχή λυτρώννεται από πικρόν τον Άδην,

ως και αυτός ο Λάζαρος, όστις είχεν αγάπην
με τον Δεσπότην τον Χριστόν, πολλήν, καθαρωτάτην.

Αρχίζω την διήγησιν κι όλοι ακροασθείτε
με πόθον και με προσοχήν,για να ωφεληθήτε.

Ο Λάζαρος κατήγετο από την Βηθανίαν
και τον Χριστόν εδέχετο με περισσήν φιλίαν.

Είχεν και δύο αδελφάς, την Μάρθαν και Μαρίαν,
είχον αγάπην περισσήν και καθαράν καρδίαν.

Αυτός λοιπόν ησθένησεν ασθένειαν μεγάλην
και πυρετός τον έβαλεν, κι είχεν μεγάλην ζάλην.

Μα ο Χριστός ευρίσκετο εις μίαν άλλην πόλιν
με όχλον πολυάριθμον ομού και αποστόλοι.

Τοις μαθηταίς του έλεγεν με την βραχυλογίαν,
«σηκούτε να υπάγωμεν πάλιν στην Βηθανίαν,
ο Λάζαρος κεκοίμηται και θέλω να κινήσω,
δια να πάγω προς αυτόν και να τον εξυπνήσω.»

Οι μαθηταίς δεν εννοούν το τί ’θελεν να είπη,
ο Λάζαρος απέθανεν, κι είναι μεγάλη λύπη,
ημέρες είναι τέσσερεις, που είναι πεθαμμένος
και εις τον τάφον βρίσκεται κ’ είναι λαζαρωμένος.

Τότε λοιπὸν ξεκίνησαν να παν στην Βηθανίαν
οι αποστόλοι κι ο Χριστός και όλ’ η συνοδεία.

Η Μάρθα τους προϋπαντά με θρήνους και με γόους
και προσκυνούσα τον Χριστόν, λέγει αυτούς τους λόγους:
«Άν ήσο ώδε, Κύριε, o Λάζαρος, ο φίλος
ποτέ δεν θα απέθνησκεν το βέβαιον εκείνος.»

Κι ο Ιησούς μας ο Χριστός τότε συνεκινήθην:
«Μάρθα, Μαρία, μην κλαίτε, μόνον έχετε πίστιν
ο γαρ πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσει.»

Λεγ’ η Μαρία, «Κύριε, ξεύρω, όσ’ αν αιτήσης,
Σου τα χαρίζει ο Θεός, αν θέλης και ορίσης».
Της λέγει «που τεθήκατε τον Λάζαρον τον φίλον,
υπάγετε ουν έμπροσθεν και δείξατέ μοι εκείνον».

Και παρευθύς επρόσταξεν τούτον να ποιήσουν,
τον λίθον εκ του μνήματος να τον αποκυλίσουν.

Επάνωθεν του μνήματος εστάθην και δακρύζει.
Κι ως άνθρωπος εδάκρυσεν με ευσπλαχνίαν,
να δείξει την συμπάθειαν και την επιεικείαν,
και ως Θεός εφώναξεν μίαν φωνήν μεγάλην,
«Λάζαρε, δεύρο έξελθε», κι ηκούσθην εις τον Άδην.

Ο Άδης αναστέναξεν, έτρεμεν, εφοβείτον,
ως ήκουσεν του Ιησού την θεϊκήν φωνήν του
τον Λάζαρον απέλυσεν ευθύς και τον αφίνει
και τον βιάζει μάλιστα μήπως εκεί απομείνη.

Εξήλθεν ουν ο Λάζαρος έξω λαζαρωμένος,
κίτρινος, μαύρος και χλωμός και τεταπεινωμένος.
Επρόσταξεν κι ελύσαν του τας χείρας και τας πόδας,
και πήγεν εις τον oίκον του μονάχος…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου