Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΗΔΟΥΣ ΚΥΚΛΩΝ....ΜΕΡΟΣ Β΄

 ΜΕΡΟΣ Β΄

image

Η περίοδος ευημερίας του Βυζαντίου έληξε με δραματικό τρόπο το 1204. Το έτος αυτό ξεκίνησε, με τις ευλογίες του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’, η Τέταρτη Σταυροφορία, με προορισμό τους Αγιους Τόπους. Στην πορεία όμως οι σταυροφόροι παρεξέ-κλιναν του σκοπού τους, κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και τη λεηλάτησαν βάρβαρα.Ήταν άλλωστε
η πλουσιότερη πόλη της Ευρώπης και η επί επτά αιώνες κύρια κιβωτός των αρχαίων ελληνικών κειμένων. Η λατινική κατοχή διήρκεσε έως το 1261. Στην περίοδο αυτή ο κώδικας με τα έργα του Αρχιμήδη πήρε, όπως και πλήθος άλλων ελληνικών χειρογράφων του Βυζαντίου, το δρόμο προς τη Δύση. Μεταφέρθηκε αρχικά στο Παλέρμο, στην αυλή των Νορμανδών που διοικούσαν το βασίλειο της Σικελίας, και από εκεί στους διαδόχους τους τού γερμανικού οίκου των Χοχενστάουφεν (Hohenstaufen). Την εποχή εκείνη η Σικελία άρχισε να μετατρέπεται σε ανθηρό πνευματικό κέντρο και βασικό μέλημα των κυβερνώντων ήταν να εμπλουτίσουν τις βιβλιοθήκες τους με τους θησαυρούς της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Μετά τη μάχη του Μπενεβέντο, το 1266, όπου ο εκ του οίκου των Χοχενστάουφεν βασιλιάς της Σικελίας Μανφρέδος ηττήθηκε από τον Γάλλο Κάρολο της Ανζού, ολόκληρη η βιβλιοθήκη του Μανφρέδου (μαζί και ο κώδικας με τα έργα του Αρχιμήδη) δωρίστηκε από τον Κάρολο στον Πάπα. Έτσι, κατέληξε στην Παπική Βιβλιοθήκη του Βιτέρμπο (Viterbo).
Η ιστορία του κώδικα στα χρόνια που ακολούθησαν δεν είναι γνωστή σε όλες τις λεπτομέρειες. Αυτά που γνωρίζουμε είναι ότι χρησιμοποιήθηκε από τον Φλαμανδό δομινικανό μοναχό και λόγιο Γουλιέλμο του   Μέρμπερκε (περ. 1215-1297) για τη λατινική μετάφραση των έργων του Αρχιμήδη που εκπόνησε το 1269, όταν βρισκόταν στο Βιτέρμπο, ενώ από τους καταλόγους των βιβλίων της Παπικής Βιβλιοθήκης, που συντάχθηκαν στα έτη 1295 και 1311,προκύπτει ότι μέχρι τότε το χειρόγραφο ανήκε σε αυτή. Αργότερα πέρασε σε ιδιωτικά χέρια (λόγου χάριν, κατά το έτος 1423 ανευρίσκεται στην κατοχή του Ρινούκι, ενός εμπόρου ελληνικών χειρογράφων), ώσπου στα τέλη του 15ου αιώνα περιήλθε στην κατοχή του ουμανιστή λογίου και καθηγητή των ελληνικών στη Βενετία Γεωργίου Βάλλα (t 1501).

Εν τω μεταξύ, το χειρόγραφο είχε αντιγραφεί τέσσερις φορές. Το αρχαιότερο από τα αντίγραφα του που διασώζονται έγινε κατόπιν παραγγελίας του καρδινάλιου Βησσαρίωνα και χρονολογείται μεταξύ των ετών 1455 και 1468. Λίγα χρόνια νωρίτερα, γύρω στο 1450, εκπονήθηκε με βάση τον Κώδικα Α μια δεύτερη λατινική μετάφραση των έργων του Αρχιμήδη και των σχολίων του Ευτόκιου, από τον Ιάκωβο της Κρεμόνα (Jacobus Cremonensis), κατόπιν εντολής του Πάπα Νικολάου του Ε’. Τη μετάφραση αυτή αντέγραψε και βελτίωσε ο  Ρεγιομοντάνος (Regiomontanus, το αληθινό του όνομα ήταν Johannes Miiller, 1436-1476) περί το 1468, κατά τη διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στην Ιταλία.
Μετά το θάνατο του Βάλλα, ο Κώδικας Α, μαζί με πολλά από τα βιβλία της ιδιωτικής συλλογής του, αγοράστηκε έναντι 800 χρυσών νομισμάτων της εποχής εκείνης από τον Αλβέρτο Πιο, πρίγκιπα του Κάρπι (1475-1531). Ο επόμενος ιδιοκτήτης ήταν ο καρδινάλιος Νικκολό Ριντόλ-φι (Niccols Ridolfi, 1550). Από το 1564 το χειρόγραφο εξαφανίστηκε και έκτοτε δεν βρέθηκε ποτέ.

Αναφέραμε ότι ο Κώδικας Α χρησιμοποιήθηκε από τον Γουλιέλμο του Μέρμπεκε για τη λατινική μετάφραση των έργων του Αρχιμήδη που εκπόνησε το 1269. Για τη μετάφραση του, ο Γουλιέλμος χρησιμοποίησε -εκτός από τον Κώδικα Α- και ένα δεύτερο χειρόγραφο (ο Χάιμπεργκ το ονόμασε Κώδικας β), που περιείχε έργα μηχανικής και οπτικής διαφόρων συγγραφέων, από τα οποία μετέφρασε μόνο τα δύο βιβλία του Όχουμένων του Αρχιμήδη, τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στον Κώδικα Α. Ο Κώδικας Β ανήκε και αυτός στην Παπική Βιβλιοθήκη   (αναφέρεται στους καταλόγους του 1295 και του 1311) και δεν διασώθηκε. Χάθηκε, πιθανώς το 14ο αιώνα. Έτσι, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα το Όχουμένων ήταν γνωστό μόνο από τη λατινική μετάφραση του Γουλιέλμου, ενώ ακόμη και σήμερα ένα μέρος του το γνωρίζουμε μόνο χάρη στη μετάφραση αυτή.
Η πρώτη διά του τύπου έκδοση των συγγραμμάτων του Αρχιμήδη έγινε στη Βασιλεία το 1544 από τον Βενατόριους (Thomas Gechauff Venatorius). Περιελάμβανε το ελληνικό κείμενο μαζί με τα σχόλια του Ευτόκιου (από ένα χειρόγραφο του  16ου αιώνα, καταγόμενο από τον Κώδικα Α) και τη λατινική μετάφραση του Ιάκωβου της Κρεμόνας, όπως τη διόρθωσε ο Ρεγιομοντάνος. Το 1558 εμφανίστηκε στη Βενετία μια νέα λατινική μετάφραση -με βάση την έκδοση της Βασιλείας-ενός αριθμού έργων του Αρχιμήδη. Τη μετάφραση εκπόνησε ο Φεντερίκο Κομμαντίνο από το Ούρμπινο (Federico Commandino, 1509-1575), η μεγαλύτερη αυθεντία των αρχαίων ελληνικών μαθηματικών και κορυφαίος μεταφραστής της εποχής εκείνης. Η μετάφραση περιελάμβανε τα έργα Κύκλου μέτρησις. Περί   ελίκων. Τετραγωνισμός ορθογωνίου κώνου τομής. Περί κωνοειδέων και σφαιροειδέων και τον Ψαμμίτη. Λίγο αργότερα, το 1565, ο Κομμα-ντίνο συμπλήρωσε την έκδοση του με τη μετάφραση του Όχουμένων. Προς το τέλος του 16ου αιώνα δημοσιεύθηκε μια νέα λατινική μετάφραση όλων των σωζόμενων έργων του Αρχιμήδη από τον Φραντσέσκο Μαυρόλυκο (Francesco Maurolico, 1494-1575).
Το 17ο και 18ο αιώνα οι γνώσεις μας για το έργο του Αρχιμήδη εμπλουτίστηκαν από δύο νέες ανακαλύψεις. Συγκεκριμένα, το 1659 και  το 1661 δημοσιεύθηκαν δύο λατινικές μεταφράσεις ενός έργου του Αραβα μαθηματικού Τάμπιτ ιμπν Κούρα (Thabit Ibn Qurra, 1901), το οποίο περιείχε μεταξύ άλλων την αραβική απόδοση του Βιβλίου των Λημμάτων (Liber assumptorum) του Αρχιμήδη. Επίσης, το 1773 ο Γερμανός ποιητής Λέσιγκ (G.E. Lessing, 1729-1781) εξέδωσε ένα επίγραμμα, στο οποίο διατυπώνεται το Βοεικόν πρόβλημα, το οποίο οι αρχαίες πηγές αποδίδουν στον Αρχιμήδη. Ο Λέσιγκ ανακάλυψε το επίγραμμα στη βιβλιοθήκη της κωμόπολης Βολφερμπούτελ, όπου εργαζόταν ως βιβλιοθηκάριος.

Οι φιλολογικές έρευνες της χειρόγραφης παράδοσης (ελληνικής, λατινικής, αραβικής) των έργων του Αρχιμήδη, που σκιαγραφήσαμε έως τώρα, ολοκληρώθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Χάιμπεργκ επιμελήθηκε την αρτιότερη και πληρέστερη έως τότε κριτική έκδοση των Απάντων του Αρχιμήδη και των σχολίων του Ευτόκιου. Η έκδοση έγινε σε τρεις τόμους, κατά τα έτη 1880-1881, και δημοσιεύθηκε στην περίφημη Τοϋβνεριανή Βιβλιοθήκη Ελλήνων και Ρωμαίων Συγγραφέων (Bibliotheca Scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana) του οίκου Τόυμπνερ της Λειψίας.

Οι γνώσεις μας για το έργο του Αρχιμήδη διευρύνθηκαν πολύ από νέες ανακαλύψεις που έγιναν στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Η σπουδαιότερη από αυτές ήταν η ανακάλυψη του παλίμψηστου κώδικα των Ιεροσολύμων, ο οποίος περιείχε κάποια κείμενα που έως τότε δεν ήταν γνωστά. Η εξιστόρηση της ανακάλυψης έχει ως εξής:
Το έτος 1899 ο ιστοριοδίφης Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμεύς (1856-1912) σημείωνε στον τέταρτο τόμο του καταλόγου των χειρογράφων τών ανά τον κόσμο βιβλιοθηκών του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων την ύπαρξη ενός παλίμψηστου χειρογράφου  μαθηματικού περιεχομένου, το οποίο ανήκε στη βιβλιοθήκη του μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν καταχωρισμένο ως Κώδιξ ίεροσολυμιτικός, υπ’ αριθ. 355. Παρέθεσε μάλιστα και ένα μικρό δείγμα του μαθηματικού κειμένου που μπόρεσε να διαβάσει. Ο Παπαδόπουλος πρόσθεσε επίσης την πληροφορία ότι το χειρόγραφο περιέχει μια επιγραφή του 16ου αιώνα, η οποία αναφέρει ότι ανήκε στη μονή του Αγίου Σάββα. Η επιγραφή αυτή δεν διασώζεται σήμερα.
Παλίμψηστα λέγονται τα χειρόγραφα των οποίων έχει αποξεσθεί το αρχικώς γραμμένο κείμενο για να γραφεί νέο. Στο εν λόγω παλίμψηστο είχε γραφεί λειτουργικό ευχολόγιο (δηλαδή ένα λειτουργικό βιβλίο της ορθόδοξης εκκλησίας, που περιέχει το τελετουργικό τυπικό των διαφόρων ακολουθιών και τις ανάλογες κατά περίσταση ευχές)’ κάτω όμως από αυτό διακρίνονταν τα ίχνη γραφής κάποιου μαθηματικού συγγράμματος. Σήμερα γνωρίζουμε ότι το χειρόγραφο βρισκόταν στο μετόχιο τουλάχιστον από το 1846, δεδομένου ότι μνημονεύεται σε περιηγητικό βιβλίο με τίτλο Ταξίδια στην Ανατολή (Reise in der Orient), που εκδόθηκε εκείνο το έτος στη Λειψία από τον Γερμανό λόγιο και μελετητή της Βίβλου Κονσταντίν φον Τίσε-ντορφ (Konstantin von Tischendorf, 1815-1874), ο οποίος είναι γνωστός    κυρίως για την ανακάλυψη του περίφημου Σιναϊτικού κώδικα (Codex Sinaiticus) της Βίβλου. Ο Τίσεντορφ είχε επισκεφθεί την Πατριαρχική Βιβλιοθήκη, όπως αναφέρει τη βιβλιοθήκη του μετοχίου, όπου εντόπισε το παλίμψηστο χειρόγραφο, από το οποίο μάλιστα αφαίρεσε ένα φύλλο που πουλήθηκε αργότερα από τους κληρονόμους του και ανήκει σήμερα στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Φαίνεται ότι πρόθεση του ήταν από το φύλλο αυτό να ταυτοποιήσει το μαθηματικό περιεχόμενο του παλίμψηστου χειρογράφου προκειμένου να το πουλήσει σε  ενδιαφερόμενους αγοραστές – ένας σκοπός που δύσκολα συμβιβάζεται με τις θεολογικές ανησυχίες του. Πάντως, ούτε ο Τίσεντορφ ούτε μισό αιώνα αργότερα ο Παπαδόπουλος-Κεραμεύς μπόρεσαν να αναγνωρίσουν το κείμενο του Αρχιμήδη που περιείχε το χειρόγραφο.
Τη δημοσίευση του Παπαδόπουλου παρατήρησε ο Γερμανός ιστορικός των μαθηματικών Χέρμαν Σένε (Hermann Schone), ο οποίος είναι γνωστός από τις εκδόσεις έργων του Ήρωνα στον οίκο Τόυμπνερ. Ο Σένε την ανακοίνωσε στον Χάιμπεργκ, ο οποίος αναγνώρισε αμέσως (από  το δείγμα που είχε δημοσιευτεί) ότι πρόκειται για κείμενο του Αρχιμήδη. Ο Χάιμπεργκ προσπάθησε αρχικά να επιτύχει διά της διπλωματικής οδού τη μεταφορά του χειρογράφου στην Κοπεγχάγη. Επειδή όμως τα διαβήματα του δεν τελεσφόρησαν, αναγκάστηκε να μεταβεί ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη. Πράγματι, το 1906 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου μελέτησε το χειρόγραφο, διαπίστωσε ότι περιείχε έργα του Αρχιμήδη και αποκρυπτογράφησε μεγάλο μέρος του κειμένου χρησιμοποιώντας έναν απλό μεγεθυντικό φακό.

Τα κείμενα που  αναγνώρισε ο Χάιμπεργκ ότι περιείχε ο κώδικας ήταν το Περί σφαίρας και κυλίνδρου, το Περί ελίκων, τμήματα από το Κύκλου μέτρησις και το ‘Επιπέδων ισορροπιών, τμήματα από το δεύτερο βιβλίο του Όχουμένων, τα οποία μέχρι τότε ήσαν γνωστά μόνο από τη λατινική μετάφραση του Γουλιέλμου του Μέρμπεκε, καθώς και τη μέχρι τότε άγνωστη αρχή του Στομαχιού. Όμως, το σπουδαιότατο εύρημα που ήλθε στο φως με το Παλίμψηστο ήταν η πραγματεία Περί των μηχανικών θεωρημάτων, πρός’Ερατοσθένη έφοδος, την ύπαρξη της οποίας γνωρίζαμε έως τότε  απο δυο μόνο πηγές: απο το λήμμα για τον μαθηματικό και αστρονόμο της Υστερης Ελληνιστικής Περιόδου Θεοδόσιο (περιέχεται στο βυζαντινό λεξικό της Σούδας, όπου αναφέρεται ότι ο Θεοδόσιος έγραψε ένα σχόλιο στην πραγματεία αυτή), καθώς και από τρεις αναφορές που περιέχονται στα Μετρικά του Ηρωνα. Η ανακάλυψη του Χάιμπεργκ έκανε γνωστή για πρώτη φορά την ίδια την πραγματεία του Αρχιμήδη, έστω κι αν στο χειρόγραφο δεν περιέχεται ολόκληρο το κείμενο της.
Καρπός αυτής της πρώτης επαφής του Χάιμπεργκ με το χειρόγραφο ήταν ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε το 1907 στο γερμανικό περιοδικό Hermes. Ο Χάιμπεργκ εξέτασε εκ νέου το χειρόγραφο το 1908. Κατόπιν, επιμελήθηκε τη νέα βελτιωμένη -και θεωρούμενη μέχρι πρόσφατα οριστική- κριτική έκδοση των έργων του Αρχιμήδη.
Η έρευνα που γίνεται αυτόν τον καιρό γύρω από τον κώδικα έχει φέρει στο φως μερικά άκρως εντυπωσιακά στοιχεία για την ιστορία του. Ο κώδικας γράφτηκε κατά το τρίτο τέταρτο του 10ου αιώνα, πιθανώς στην Κωνσταντινούπολη. Περιείχε τουλάχιστον τα επτά έργα του Αρχιμήδη που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Αργότερα, ο κώδικας μετατράπηκε σε παλίμψηστο. Πότε και πού έγινε αυτό; Ποιος ήταν ο υπεύθυνος γι’ αυτή την πράξη; Στα    ερωτήματα αυτά μέχρι πρότινος δεν υπήρχε απάντηση. Όμως, το Μάρτιο του τρέχοντος έτους μια ομάδα επιστημόνων του Synchrotron Radiation Laboratory (SSRL) του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ κατόρθωσε να διαβάσει σε μια σελίδα του χειρογράφου κάτι που κανείς έως τότε δεν είχε κατορθώσει: την ταυτότητα του μοναχού που έσβησε το κείμενο του Αρχιμήδη και έγραψε επάνω από αυτό το λειτουργικό ευχολόγιο. Το όνομα του μοναχού ήταν Ιωάννης Μύρωνας. Ο Μύρωνας ολοκλήρωσε το έργο της μετατροπής του χειρογράφου του Αρχιμήδη σε εκκλησιαστικό κείμενο στις 14 Απριλίου 1229 στην Ιερουσαλήμ.
Μετά τη μετατροπή του σε λειτουργικό βιβλίο, ο κώδικας μεταφέρθηκε στη μονή του Αγίου Σάββα (Λαύρα του Αγίου Σάββα), το ελληνορθόδοξο μοναστήρι που, κατά την παράδοση, ιδρύθηκε το έτος 483 από τον Αγιο Σάββα και αναδείχθηκε γρήγορα σ’ ένα πολύ σημαντικό πνευματικό κέντρο. Βρίσκεται στην έρημο της Ιουδαίας, μεταξύ της Βηθλεέμ και της Νεκράς Θάλασσας. Η μονή είχε ένα πολύ καλά οργανωμένο βιβλιογραφικό εργαστήριο (scriptorium) και η βιβλιοθήκη της, το έτος 1834, περιείχε περισσότερα από 1.000 χειρόγραφα. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς το χειρόγραφο του Αρχιμήδη μεταφέρθηκε στη μονή του Αγίου Σάββα. Θεωρείται βέβαιο ότι αυτό έγινε πριν από το 16ο αιώνα.

image

Είναι βέβαιο επίσης ότι έως τα μέσα της δεκαετίας του 1840 το χειρόγραφο είχε μεταφερθεί στο μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη, όπου το βρήκε ο Τίσεντορφ.
Ακόμη πιο σκοτεινή είναι η ιστορία του χειρογράφου από την εποχή που το μελέτησε ο Χάιμπεργκ και μετά. Ιδιαιτέρως, πλήρες σκοτάδι καλύπτει την περίοδο έως τα πρώτα χρόνια  της δεκαετίας 1920-1930, οπότε, κάτω από άγνωστες συνθήκες, πέρασε σ’ έναν Γάλλο ιδιώτη. Το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων ισχυρίζεται βάσιμα ότι το χειρόγραφο εκλάπη, δεδομένου ότι το μετόχι δεν είχε καμία αρμοδιότητα να εκποιεί χειρόγραφα της βιβλιοθήκης του χωρίς άδεια από τον ίδιο τον Πατριάρχη, και τέτοια άδεια για πώληση του κώδικα του Αρχιμήδη δεν δόθηκε ποτέ.Έκτοτε, το χειρόγραφο παρέμενε στη συλλογή της γαλλικής οικογένειας, ώσπου στα τέλη του 1998 δόθηκε προς δημοπρασία στον οίκο δημοπρασιών Κρίστις (Christie’s). Η δημοπρασία έγινε στις 29 Οκτωβρίου 1998 στη Νέα Υόρκη και το χειρόγραφο πωλήθηκε έναντι 2.200.050 δολαρίων  σε Αμερικανό συλλέκτη, του οποίου η ταυτότητα παραμένει άγνωστη.
Τον Ιανουάριο του 1999 ο νέος ίδιο- κτήτης παρέδωσε το χειρόγραφο στο  Μουσείο Τεχνών Βάλτερς (Walters   Art Museum) της Βαλτιμόρης  για   συντήρηση, επεξεργασία και επιστημονική μελέτη/Εκτοτε, έχει αρχίσει   ένα πολύ σημαντικό έργο -χρηματοδοτούμενο εν μέρει από τον ίδιο τον  ιδιοκτήτη- γύρω από το χειρόγραφο, με θεαματικά και ανέλπιστα, θα  έλεγε κανείς, αποτελέσματα. Για τα  αποτελέσματα αυτά, ο αναγνώστης μπορεί να ενημερωθεί σε άλλες σε-λίδες της παρούσας έκδοσης.

Ιωάννης Χριστιανίδης

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
The Archimedes Palimpsest.
Νέα Υόρκη, 1988 (Κατάλογος της δημοπρασίας, έκδοση του οίκου Christie’s). * Αρχιμήδους Άπαντα, 3 τόμοι, επιμ. Ε. Σ. Σταμάτης. Αθήνα, 1970-1974. * Γ. Χριστιανίδης: Θέματα από την ιστορία των Μαθηματικών. Ηράκλειο, 2003. * Ε. J. Dijksterhuis: Archimedes. Αγγλική μτφρ. C. Dikshoorn. Πρίνστον, ΝΙ, 1987. (Πρώτη έκδοση, στα ολλανδικά, 1938) * S. Ι. Β. Gray: «The Archimedes Palimpsest». BSHM Newsletter 39 (Summer 1999), 21-31. * J. L. Heiberg (επιμ.): Archimedis opera omnia, cum commentariis Euticii, 3 τόμοι. Λειψία, 1880-1881. * J. L. Heiberg (επιμ.): Archimedis opera omnia, cum commentariis Euticii, 3 τόμοι. Λειψία, 1910-1915. * J. L. Heiberg: «Eine neue Archimedeshandschrift». Hermes 42 (1907), 234-303. * R. Netz: «Archimedes in Mar Saba: A Preliminary Notice». Περιέχεται στο J. Patrich (επιμ.), The Sabaite Heritage in the Orthodox Church from the Fifth Century to Present. Λουβαίν, 2001, 195-199. * A. Papadopoulos-Kerameus: Ίεροσολυμιτική βιβλιοθήκη, ήτοι κατάλογος των έν ταις βιβλωθήκαις του άγιωτάτου αποστολικού τε και καθολικού ορθοδόξου πατριαρχικού θρόνου τών Ιεροσολύμων και πάσης Παλαιστίνης άποκειμένων ελληνικών κωδίκων, τ. IV. Αγία Πετρούπολη, 1899. * Ν. G. Wilson: «Archimedes: The Palimpsest and the Tradition», Byzantinische Zeitschrift 92 (1999), 89-101. ♦ Δ. Διαλέτης, Γ. Χριστιανίδης (επιμ.): To παλίμψηστο χειρόγραφο του Αρχιμήδη – Νέες όψεις των αρχαίων ελληνικών μαθηματικών. Αθήνα, 2007 (υπό έκδοση). *

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

https://spacezilotes.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου