Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

Η ΕΞΗΓΗΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΡΩΣΟΟΥΚΡΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

 

του ΦΩΤΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ας διακρίνουμε την προσπάθεια εξήγησης από την προσπάθεια δικαιολόγησης ενός πολέμου. «Εξηγώ» πώς προκύπτει ένας (ας πούμε εδώ: διακρατικός) πόλεμος αξιοποιώντας, συνήθως, γενικές παρατηρήσεις για τη φύση των διεθνών σχέσεων, μαζί με ιστορικά ακριβείς περιγραφές των συνθηκών που οδηγούν στο ξέσπασμά του. Όταν η συζήτηση αφορά τη «δικαιολόγηση» ενός πολέμου, καλούμαι κατά κανόνα να λάβω θέση ανάμεσα σε δύο αδρώς διακριτές ηθικές στάσεις: α) τον πασιφισμό, ο οποίος, μέσες-άκρες, τονίζει ότι κανένας πόλεμος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ηθικά (υπάρχει πάντα κάποια ανώτερη, μη-βίαιη, εναλλακτική) ή β) την υποστήριξη του «δίκαιου πολέμου», της ιδέας, δηλαδή, ότι, μερικές φορές, είναι ηθικά επιτρεπτό ένα κράτος να διεξαγάγει πόλεμο με κάποιο άλλο. Χωρίς κανένα σχόλιο, θα προχωρήσω παραβλέποντας την πασιφιστική θέση.

Η εξήγηση και η δικαιολόγηση αποτελούν, οπωσδήποτε, διαφορετικά αντικείμενα εργασίας. Στην πρώτη περίπτωση, ασκώ το δικαίωμα του παρατηρητή των εμπολέμων, στη δεύτερη περίπτωση, εκείνο του θιασώτη. Από τη θέση του παρατηρητή, προσωπικά, αναγνωρίζω την υπεροχή της «ρεαλιστικής» κατανόησης των διεθνών σχέσεων. Σύμφωνα με τη ρεαλιστική σχολή: α) ο πόλεμος και η ηθική δεν έχουν καμία εγγενή σχέση μεταξύ τους και β) το διεθνές περιβάλλον είναι υπό μια έννοια «άναρχο», αφού απουσιάζει μία αξιόπιστη ή αποτελεσματική διεθνής κανονιστική αρχή ικανή (τουλάχιστον επί του παρόντος) να ρυθμίσει τα «αντικειμενικά» δικαιώματα των μεμονωμένων κρατών της γης. Με άλλα λόγια, τα κράτη είναι στην ουσία μόνα τους και σμιλεύουν συμμαχίες ή διεξάγουν πόλεμο με βασικό γνώμονα τα δικά τους λελογισμένα συμφέροντα. Η περιγραφική δύναμη της ρεαλιστικής παράδοσης συνδέεται με τη σταθερή επιτυχία της θεωρητικής θέσης (β) να παρέχει πειστικές εξηγήσεις για το ξέσπασμα ενός πολέμου. Βρίσκω λιγότερο πειστική τη θεωρητική θέση (α). Αυτό αξίζει, ίσως, έναν σύντομο σχολιασμό.

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι, τόσο στην προσπάθεια να εξηγήσει όσο και στην προσπάθεια να δικαιολογήσει κανείς έναν πόλεμο, μπορεί να σφάλει. Πορευόμαστε συλλογιστικά και στις δύο περιπτώσεις. Ο δε συλλογισμός μπορεί να είναι άλλοτε ορθός και άλλοτε όχι. Τα αντίθετα των δύο εννοιών είναι επίσης προφανή: άγνοια στη μία περίπτωση (αποτυγχάνω να εξηγήσω τον πόλεμο), απαξίωση στην άλλη (απορρίπτω/ελέγχω το σκεπτικό της δικαιολόγησης). Τώρα, αν και θα έπρεπε τα δύο επίπεδα επιχειρηματολογίας να είναι διακριτά, παρατηρείται συχνά, ιδίως σε συνθήκες πόλωσης, μια σύγχυση ή/και συνειδητή παράβλεψη της διαφοράς τους, ακόμα και η εξομοίωσή τους. Με άλλα λόγια, ένας παρατηρητής καταλήγει να  εξηγεί συχνά πώς προέκυψε ένας πόλεμος έχοντας ως γνώμονα τις ηθικές ή κανονιστικές του πεποιθήσεις, ή δικαιολογεί τον πόλεμο δίνοντας μια ερμηνεία (ή διαστρέβλωση) των ιστορικών συγκυριών και πραγματικοτήτων τέτοια, ώστε να παρουσιάζεται το ξέσπασμά του ως ηθική αναγκαιότητα. Στην πρώτη περίπτωση, παρουσιάζουμε τον πόλεμο ως αναπόφευκτη εξέλιξη των διαφορετικών ηθικών/κανονιστικών αποφάσεων που καθοδηγούν τα εμπόλεμα μέρη (κατά κανόνα του επιτιθέμενου), δίνοντας σαφές προβάδισμα στις οικείες ηθικές αρχές. Στη δεύτερη περίπτωση, παρουσιάζουμε τον πόλεμο ως «δίκαιη» απόληξη ιστορικών αναγκαιοτήτων.

Η πολυπλοκότητα αυτή δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει. Για να ξεμπλέξουμε όμως το κουβάρι, θα πρέπει πρώτα να βρούμε την άκρη του νήματος. Και τη βρίσκουμε εντοπίζοντας την πρωτεύουσα έννοια. Αυτή, σε έναν πόλεμο, είναι πάντοτε η δικαιολόγηση. Τον πόλεμο κηρύσσει ένα μέρος που επικαλείται μια ηθική/κανονιστική επιταγή (ασφάλεια, ζωτικό ή πανανθρώπινο συμφέρον, παραβίαση πρότερης συμφωνίας -ο κατάλογος είναι αμέτρητος). Κανένας σκεπτικιστής δεν κήρυξε ποτέ κανέναν πόλεμο. Ομοίως, αν και η αλήθεια αυτή ξενίζει, κανένας δεν κάνει πόλεμο επειδή απλώς έχει τη δύναμη και «μπορεί». Η «δύναμη» από μόνη της δεν προκαλεί κανέναν πόλεμο. Η ηθική/κανονιστική ερμηνεία της δύναμης όμως (η ευθύνη της, η ανάγκη διατήρησής της, η αποτροπή της), θα οπλίσει τον δυνατό, όπως συχνά και τον αδύνατο. Τώρα, ακόμα και αν (μεγάλο) μέρος της ηθικής/κανονιστικής επιχειρηματολογίας ενδέχεται να είναι επίπλαστο, ή οι συναφείς συλλογισμοί για γέλια και για κλάματα, πάντοτε είναι ρητή η (συχνότατα ειλικρινής) αναφορά σε κάποιο jus ad bellum. Ακόμα και εκείνος που υφίσταται την επίθεση, παρότι μπορεί να πλειοδοτήσει τελικά στη δικαιολόγηση του πολέμου (αν δεν αρκεστεί, δηλαδή, και μόνον, στο «δίκαιο του αμυνόμενου»), σε κάθε περίπτωση τον δικαιολογεί. Απώτατος στόχος της δικαιολόγησης είναι, φυσικά, η υπόδειξη εκείνου του εμπόλεμου μέρους που πρέπει να θεωρηθεί «υπαίτιο».

Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς το ξέσπασμα ενός πολέμου, χωρίς να αντιληφθεί ότι οι πεποιθήσεις των εμπολέμων γύρω από το Δέον του πολέμου, αποτελούν τελικά μέρος του Είναι του. Και ενώ αποτελεί κλασικό περιγραφικό σφάλμα να συγχέει κανείς την «υπαιτιότητα» με την αιτιολογία, ταυτόχρονα, όμως, η αιτιολόγηση δεν μπορεί να αγνοεί τις πεποιθήσεις των μερών ως προς την υπαιτιότητα.  Απόρροια των παραπάνω είναι ότι, αν θέλει κανείς να εξηγήσει έναν πόλεμο, πρέπει να ανέλθει σε ένα επίπεδο ανάλυσης στο οποίο η ηθική/κανονιστική δικαιολόγηση από την πλευρά των εμπόλεμων μερών, αποτελεί η ίδια αντικείμενο διερεύνησης. Και αυτό είναι ίσως το λάθος του, ας πούμε, «χυδαίου» ρεαλισμού, της αναλυτικής δηλαδή τάσης που  αντιλαμβάνεται την κανονιστική δικαιολόγηση ως προσχηματική/συγκυριακή. Τα εμπόλεμα μέρη αντιλαμβάνονται κατά κανόνα τον εαυτό τους ως τον «καλό» της ιστορίας. Κανένας πόλεμος δεν διεξάγεται «μακριά» από τη σφαίρα των ιδεών και των κανονιστικών αρχών. Η ηθική/κανονιστική σκέψη κινητοποιεί αέναα τους εκάστοτε εμπλεκομένους. (Δυστυχώς, δε, κανένα πανανθρώπινο ιδεώδες δεν φαίνεται να έχει την ικανότητα -ή υπεροπλία- να διαλύσει την αναρχία του διεθνούς συστήματος σχέσεων, και, ως εκ τούτου, τον πόλεμο εν γένει).

Ας εφαρμόσουμε τώρα αυτές τις θεωρητικές παρατηρήσεις στον ουκρανικό πόλεμο. Θα υποστηρίξω ότι η επικρατούσα δυτική εξήγηση: α) συγχέει την εξήγηση με την πίστη σε οικείες ηθικές καταβολές και β) διαστρεβλώνει ή αγνοεί κατάφωρα τη σημαίνουσα κανονιστική δικαιολόγηση. Ως προς το πρώτο σημείο, η κυρίαρχη γραμμή εξήγησης είναι ότι η Ρωσία θέτει σε εφαρμογή ένα σχέδιο ανασύστασης της αυτοκρατορίας της. Τώρα, τυφλούμενος κανείς από την εδαφική έκταση του ρωσικού κράτους, από μύθους σχετικά με το μέγεθος και την αποτελεσματικότητα του στρατού της, και από τον προφανή αυταρχισμό του ηγέτη της, ίσως και να θεωρεί ότι έχει άμεσα τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πρόθεση του επιτιθέμενου είναι να αποκαταστήσει την πρότερη παγκόσμια ηγεμονία του. Αυτό, όμως, αποτελεί –δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς– κλασική περίπτωση αναχρονιστικής πλάνης, βγαλμένης σχεδόν από το εγχειρίδιο: η εξήγηση τοποθετεί μια σύλληψη προηγούμενων αιώνων σε ένα μυθικό και αδύνατο παρόν. Ας μην αναλύσω εδώ πράγματα που θα έπρεπε να είναι γνωστά: την ανεπίστρεπτη εκπαραθύρωση της Ρωσίας από το καθεστώς υπερδύναμης, τη με μεγάλη δυσκολία ανόρθωσή της σε καθεστώς μεγάλης δύναμης ή το γεγονός ότι το καθεστώς αυτό είναι το υψηλότερο επίπεδο στο οποίο μπορεί να προσβλέπει (και το γνωρίζει) για πολλές δεκαετίες (χωρίς αυτό  βέβαια να σημαίνει ότι της λείπει το φρόνημα και η ευθιξία που χαρακτηρίζουν, εν γένει, τις μεγάλες δυνάμεις). Και όσο ανυπόστατo είναι αυτό το σκεπτικό «εξήγησης» της ρωσικής εισβολής, άλλο τόσο άστοχη είναι η επιβολή, στην ανάλυση, οικείων ηθικών θέσεων. Ακούμε ότι η Ρωσία επιτίθεται στην Ουκρανία επειδή απαξιώνει τον παγκόσμιο πολιτισμό: η Ρωσία πολεμά τις δυτικές «αξίες». Σύμφωνοι, είναι εξωπραγματικό να αποκαλεί κανείς την εισβολή «στρατιωτική επιχείρηση» ή να κάνει λόγο για «αποναζιστικοποίηση» μιας χώρας που έχει εκλέξει Εβραίο πρόεδρο. Αλλά η απόλυτη δαιμονοποίηση του Πούτιν ως νέου Χίτλερ, η διαρκής υπόμνηση ότι κάνει όσα κάνει επειδή είναι «ανήθικος», «παράφρων», ή επειδή αποσκοπεί να επιβάλει έναν ολοκληρωτισμό «ασιατικού» τύπου, δεν είναι παρά απόρροια μιας τετριμμένης/βολικής εμμονής σε έναν κακόπιστο ηθικό αναγωγισμό (βλέπε: ο Πούτιν πράττει όσα πράττει «επειδή» είναι -ο- κακός). Και ο αναγωγισμός αυτός λέει περισσότερα για τους θιασώτες της εναντίωσης στον Πούτιν, από όσα καταφέρνει να πει για τον ίδιο τον Πούτιν. Τώρα, το πρόβλημα μεγεθύνεται αν λογαριάσουμε πόσο συστηματικά συμφύρονται οι αδύναμες αυτές αιτιολογικές και αξιολογικές κρίσεις. Και αναρωτιέμαι: είναι δυνατόν να αρκούμαστε να εξηγούμε τον πόλεμο έχοντας ως κύριο γνώμονα τις δικές μας ηθικές τοποθετήσεις, μπολιασμένες με ριζικές παρανοήσεις των ιστορικών και διεθνών συσχετίσεων;

Ας δούμε τώρα πιο προσεκτικά το σκεπτικό της δικαιολόγησης, ένθεν κακείθεν. Το ενδιαφέρον είναι μεγάλο. Από την πλευρά της Δύσης, έχουμε ουσιαστικά το παρακάτω:

Α(i) Οποιαδήποτε χώρα εισβάλλει σε κυρίαρχο (δημοκρατικό)[1] κράτος είναι απολύτως καταδικαστέα

A(ii) Η Ρωσία εισέβαλε σε κυρίαρχο (δημοκρατικό) κράτος

Άρα

A(iii) Η Ρωσία είναι απολύτως καταδικαστέα

Στην τωρινή συζήτηση, η Δύση φαίνεται να έχει συμπυκνώσει με επιτυχία τους όρους της συζήτησης στον ως άνω συλλογισμό (ο οποίος είναι μια παραλλαγή του «δίκαιου του αμυνόμενου»). Το κύριο αντικείμενο διαμφισβήτησης είναι, ασφαλώς, η μείζων προκείμενη. Οι φιλελεύθεροι δημοκράτες απαιτούν ένα «ναι» ή ένα «όχι», και tertium non datur. Οφείλω να αναγνωρίσω την ευφυΐα της στάσης αυτής. Ως φιλελεύθερος δημοκράτης, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τον συλλογισμό. Μάλιστα, όταν τολμώ να ακολουθήσω αποκλίνουσες εκτιμήσεις και ερμηνείες, το 99% των φιλελεύθερων δημοκρατών φίλων μου, σφίγγει τα λουριά και με ρωτά: «δηλαδή, λες ότι η Ρωσία ΔΕΝ είναι καταδικαστέα;». Και όταν απαντώ «Ναι, ΑΛΛΑ…», η αντίδρασή τους με κάνει λίγο-πολύ να αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε καθεστώς δίωξης. Οι πιο κακόπιστοι συνομιλητές (και πάντοτε υπάρχουν καλοί φίλοι που είναι κακόπιστοι συνομιλητές), με τοποθετούν ευθέως στη φιλοπουτινική αρμάδα ή, στην καλύτερη περίπτωση, στην κατηγορία του χρήσιμου ηλίθιου της φιλορωσικής απολογητικής. Φαίνεται ότι, στο τεταμένο κλίμα των ημερών, το να ασκείς κριτική στο στρατόπεδό σου, ισοδυναμεί με αυτομόληση στο αντίπαλο.

Για να αντιληφθεί κανείς ότι ο ως άνω συλλογισμός είναι διαστρεβλωτικός, πρέπει να τον δει ως άλλοθι για τον λανθάνοντα και πραγματικό, ο οποίος κυνικά συγκαλύπτεται:

B(i) Οποιαδήποτε χώρα εισβάλλει σε κυρίαρχο (δημοκρατικό) κράτος φέρει την αποκλειστική υπαιτιότητα

B(ii) Η Ρωσία εισέβαλε σε κυρίαρχο (δημοκρατικό) κράτος

Άρα

B(iii) H Ρωσία φέρει την αποκλειστική υπαιτιότητα

Ε, λοιπόν, η Β(i) είναι ευθέως ψευδής και όποιος αντιλαμβάνεται (αν δεν προωθεί) την Α(i) ως ταυτόσημη με την Β(i), κάνει, απλώς, λάθος. Η Α(i) σε παρασύρει σε μια συζήτηση η οποία επικεντρώνεται στη «στιγμή», την «ημέρα», την «κρίσιμη απόφαση» της εισβολής. Η Β(i), όμως, σε υποχρεώνει να αναλύσεις και τη διαχρονία, την «ιστορία» της. Και η απόδοση ρήτρας ενοχής με βάση τη Β(i) είναι απονενοημένη. Τώρα, στην περίπτωση των ρωσο-ουκρανο-δυτικών σχέσεων, σοβαρή ακαδημαϊκή και δημοσιογραφική έρευνα διαψεύδει την Β(i) επισημαίνοντας, εδώ και χρόνια, τους παταγωδώς λαθεμένους χειρισμούς της βορειοατλαντικής πλευράς, η οποία, όπως και να το κάνουμε, αποτελεί τον κύριο παράγοντα στην εξίσωση. Όποιος έχει την εντύπωση ότι η Ρωσία θα εισέβαλλε κάποια στιγμή «ούτως ή άλλως» στην Ουκρανία, ότι η ουκρανική κρίση θα είχε ξεσπάσει ακόμα και εάν δεν είχε εμπλακεί ποτέ, έμμεσα ή άμεσα, η βορειοατλαντική πλευρά, είναι, λυπάμαι που θα το πω, κάπως αδιάβαστος, και βολεύεται, φυσικά, με το αφήγημα ότι η ιστορία ξεκινά, ως δια μαγείας, με την κατάληψη της Κριμαίας.

Η βασική δικαιολόγηση που προτάσσει η ρωσική πλευρά είναι ότι η πρόσδεση της Ουκρανίας στο βορειοατλαντικό άρμα αποτελεί, για εκείνη, “υπαρξιακή απειλή”. Χάριν γλαφυρότητας, ας δοκιμάσουμε μια παρουσίαση της υπόθεσης σε ένα φανταστικό δικαστήριο, µε βάση το ρητορικό σχήµα των στάσεων [Κ = θέση των κατηγόρων, Υ = θέση της υπεράσπισης, ∆ = τι «εκδικάζεται»]:

Κ1: Η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία.

Υ1: Η εισβολή ήταν επιτρεπτή.

∆1: [ζήτηµα]: Ήταν η εισβολή στην Ουκρανία επιτρεπτή;

Υ2: [αἴτιον]: Η εισβολή ήταν επιτρεπτή διότι πραγματοποιήθηκε για να διαφυλαχθεί η ασφάλεια της χώρας

Κ2: [συνέχον]: Η Ρωσία δεν είχε καµία δικαιοδοσία να εισβάλει στην Ουκρανία για να διαφυλάξει την ασφάλειά της

∆2: [κρινόµενον]: Είχε η Ρωσία τη δικαιοδοσία να εισβάλει στην Ουκρανία εφόσον διακυβευόταν η ασφάλειά της;

«Quid facit causam?», τι δηµιουργεί τη διαμφισβήτηση εδώ; Είναι προφανώς η Υ2. Όπως θα έλεγε ο Κικέρων, «Hoc tolle, causa non erit», «αποµάκρυνε αυτό και δεν προκύπτει καµία υπόθεση». Πράγματι, οποιαδήποτε εξήγηση της ρωσικής εισβολής αποτυγχάνει να λάβει σοβαρά υπόψη την Υ2, είναι αναγκασμένη να αποτύχει, καθώς παραβλέπει τη ραχοκοκαλιά της επιχειρηματολογίας και αυτο-κατανόησης του επιτιθέμενου.

Ότι ο ρωσικός επεμβατισμός στην Ουκρανία είναι αποτέλεσμα λελογισμένης στρατηγικής προσπάθειας προάσπισης της (αίσθησης) ασφάλειας της χώρας (χαρακτηριστικά: μέσω της απομάκρυνσης της «υπαρξιακής» απειλής μιας Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ), είναι μια άβολη και πικρή, αλλά αδιαμφισβήτητη αλήθεια, την οποία επισημαίνουν εδώ και χρόνια κορυφαίοι αναλυτές των διεθνών σχέσεων. Το αν αυτό καθιστά την εισβολή ηθικά επιτρεπτή είναι διαφορετικό ζήτημα, δυστυχώς όμως και αδιάφορο για την κατανόηση της τωρινής ουκρανικής κρίσης. Το σημαντικό είναι ότι η Ρωσία δρα με βάση αυτό. Το πραγματικά ενδιαφέρον ερώτημα, λοιπόν, είναι: εάν γνωρίζεις εδώ και χρόνια ότι η Ρωσία θα δράσει με γνώμονα ένα κανονιστικό σχήμα σαν το Υ2, εάν σου το επαναλαμβάνει σε όλους τους δυνατούς τόνους και σε όλες τις συναντήσεις, τι πρέπει να κάνεις εάν στόχος σου είναι να αποτρέψεις έναν πόλεμο; Υπάρχουν, φαντάζομαι, δύο πιθανές απαντήσεις στο ερώτημα. Α) Δημιουργείς μια πειστική ανταπειλή Β) Επιδιώκεις τη συναίνεση, με τη διάθεση συμβιβασμού που αυτή προϋποθέτει. Προφανώς, και αυτό έχει καίρια σημασία, έπρεπε να επιδιωχθεί η συναίνεση -αυτό, βέβαια, θα απαιτούσε σεβασμό και κατανόηση των «κόκκινων» γραμμών του οιονεί αντιπάλου. Η Δύση όμως (κυρίως οι ΗΠΑ, ως προστάτιδες του δυτικού/φιλελεύθερου κόσμου) δεν έκανε τίποτα από τα δύο. Δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία στο ρωσικό κανονιστικό σκεπτικό και, αντιθέτως, προώθησε μια de facto πρόσδεση της Ουκρανίας στο βορειοατλαντικό άρμα (εξοπλισμοί, στρατιωτικές ασκήσεις, στρατιωτική εκπαίδευση), θεωρώντας ότι έτσι αναχαιτίζει τη ρωσική «επιθετικότητα». Ενώ, φυσικά, στην πραγματικότητα, την ερέθισε. Εδώ έχουμε ένα σφάλμα κρίσης κολοσσιαίων διαστάσεων. Θα δεχθώ ότι ο πόλεμος δεν ήταν ο στόχος της δυτικής πολιτικής: ήταν σίγουρα όμως ένα από τα αποτελέσματα.

Ας συνοψίσουμε. Διαχωρίσαμε τις έννοιες της εξήγησης και της δικαιολόγησης ενός πολέμου. Παρατηρήσαμε ότι αυτές συχνά συμφύρονται καθιστώντας το έργο της εξήγησης δυσχερές. Ωστόσο, ξεπερνά κανείς τη δυσκολία αντιλαμβανόμενος ότι η δικαιολόγηση (η οποία, κατά κανόνα, καταλήγει στην υπόδειξη του αντιπάλου ως «υπαιτίου») αποτελεί τελικά αναπόσπαστο μέρος του πολεμικού φαινομένου. Αν θέλει, λοιπόν, κανείς, να κατανοήσει έναν πόλεμο, πρέπει οπωσδήποτε να λάβει υπόψη την ηθική/κανονιστική αυτοκατανόηση των εμπλεκομένων, ιδίως δε εκείνου που καταφέρνει το πρώτο πλήγμα. Υποστηρίξαμε ότι η δυτική εξήγηση είναι αναχρονιστική και καθοδηγείται αφελώς και απλουστευτικά από οικείες ηθικές/κανονιστικές θέσεις. Στη συνέχεια αποτυπώσαμε το κανονιστικό σκεπτικό τόσο της δυτικής όσο και της ρωσικής πλευράς.  Το πρώτο, καταλήξαμε, είναι παραπλανητικό. Για το δεύτερο, που είναι και πιο σημαντικό για το έργο της εξήγησης, διαπιστώσαμε ότι αγνοήθηκε συστηματικά. Επικεντρωνόμενος δε κανείς, όχι στο ερώτημα εάν δικαιολογεί το ρωσικό κανονιστικό σκεπτικό επαρκώς τον πόλεμο που η Ρωσία ξεκίνησε, αλλά στο ερώτημα εάν η δυτική πλευρά το έλαβε σοβαρά υπόψη ώστε να τον αποτρέψει, πρέπει να απαντήσει αρνητικά.

Σύμφωνα με τον Τζων Μερσχάιμερ, για ό,τι συμβαίνει στην Ουκρανία «φταίει κυρίως η Δύση». Το ερώτημα της κύριας υπαιτιότητας είναι, ίσως, πιο σύνθετο, καθώς προϋποθέτει συμφωνία στα κανονιστικά κριτήρια με βάση τα οποία ένας πόλεμος μπορεί να αξιολογηθεί ως «δίκαιος» ή «άδικος». Και στο πεδίο των διεθνών σχέσεων η διαφωνία είναι, φοβάμαι, ανεπίκριτη. [Τα κριτήρια, από την άλλη, με βάση τα οποία αξιολογείται εάν ένας πόλεμος «διεξάγεται» δίκαια ή άδικα (jus in bello) είναι λιγότερο αμφισβητήσιμα. Και οι ανταποκρίσεις από την Ουκρανία δακτυλοδεικτούν τη Ρωσία.] Ωστόσο, ο Μερσχάιμερ έχει οπωσδήποτε δίκιο να τονίζει ότι οι ενέργειες και η πολιτική των ηγετών του ελεύθερου κόσμου απέναντι στη Ρωσία, συνέβαλαν στο ξέσπασμα του πολέμου, παρά το απομάκρυναν. Αποτελεί αυτή η παρατήρηση την «εξήγηση» του ξεσπάσματος του ρωσοουκρανικού πολέμου; Όχι. Αλλά οποιαδήποτε εξήγηση δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη -και ως λίαν αξιομνημόνευτο αιτιακό παράγοντα- τις δυτικές αστοχίες, είναι εσφαλμένη. It takes two to tango. Η Δύση και η Ρωσία διαμφισβητούσαν την ουδετερότητα της Ουκρανίας. Τώρα, προκαλούν την εκμηδένισή της.

ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

[1] Αντιλαμβάνεται νομίζω ο αναγνώστης ότι, η τοποθέτηση της παρένθεσης «(δημοκρατικό)», είναι παραπάνω από καλοπροαίρετη παραχώρηση, προς όφελος της συνέχισης της συζήτησης.
https://neoplanodion.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου