Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

Γιατί επανέρχονται οι πολεμικές εντάσεις στην ανατολική Ευρώπη....

 


Είναι εντυπωσιακό πόσο βαθιά μπορούν να αλλοιωθούν τα ιστορικά νοήματα από τη δύναμη του κυρίαρχου και πως το δευτερεύον μπορεί να παρουσιαστεί ως πρωτεύον από την ιστοριογραφία των ηγεμονικών δυνάμεων. Η κεντρική γεωγραφία του Μεγάλου Πολέμου του 20ου αιώνα δεν είναι αυτή που ιστοριογραφικά υπερτονίζεται ή η επικέντρωση στην ιστοριογραφικά υπερτονισμένη γεωγραφία του, παραπλανά ως προς τα νοήματα και τα επίδικα του πολέμου, τα οποία ακόμη και σήμερα, έναν αιώνα μετά, εν πολλοίς δεν έχουν επιλυθεί. Εξ ου και τα ζωτικά του μέτωπα επιστρέφουν.


Δύο είναι οι μεγάλες παρανοήσεις που προκύπτουν από την κυρίαρχη και καθεστωτική ανάγνωση και ερμηνεία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η υπέρβαση των οποίων μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε όσα διαδραματίζονται στο παρόν και μας αφορούν άμεσα. Αρχικά, το δυτικό μέτωπο παρουσιάζεται ως το κύριο, έχοντας τα ιστοριογραφικά φώτα στραμμένα πάνω του, ενώ στην πραγματικότητα ήταν δευτερεύον. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν πάνω απ’ όλα ένας πόλεμος της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης, δηλαδή της Ευρώπης της Βαλτικής και του Εύξεινου (περιλαμβάνοντας τα Στενά), και δευτερευόντως του Καυκάσου, της Μεσοποταμίας και ασφαλώς της Ευρώπης του Ρήνου και της Μάγχης. Επιπλέον, η ιστοριογραφία του Μεγάλου Πολέμου, εκτός του ότι έχει μεταβάλει το δευτερεύον μέτωπο σε πρωτεύον, ορίζει στενότατα τη χρονική του διάρκεια μέσω του περιορισμού της γεωγραφίας του (ανάλογα λειτουργεί και η επιλογή της εισβολής της Γερμανίας στην Πολωνία το 1939 ως σημείο έναρξης του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, και όχι π.χ. της εισβολής της Ιαπωνίας στην Κίνα το 1937).

Στην προσέγγιση που εκφράζεται στο παρόν κείμενο, αντιθέτως, το γεωγραφικό πλαίσιο διευρύνεται. Κατά αυτό τον τρόπο φανερώνεται καθαρότερα ένα ιστορικό συνεχές και μια γεωγραφική πορεία από τον Ιταλο-Τουρκικό διακρατικό πόλεμο στην κεντρική βόρεια Αφρική το 1911 (Λιβύη), σε έναν περιφερειακό πόλεμο στα Βαλκάνια τα έτη 1912-1913, που καταλήγει σε έναν ηπειρωτικό πόλεμο στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη και τον Καύκασο, και με την είσοδο της Μεσοποταμίας και του Ρήνου στο κάδρο μετεξελίσσεται σε πανευρωπαϊκό παγκόσμιο πόλεμο.

Επιπροσθέτως, μέσω μιας τέτοιας προσέγγισης δεν φανερώνεται με διαύγεια μόνο η γεωγραφική πορεία από την περιφέρεια προς τον πυρήνα και τα ζωτικά μέτωπα του πολέμου, και η ενίσχυση της έντασης των συγκρούσεων από πλευράς ανθρώπινων απωλειών. Το σημαντικότερο είναι πως διαπιστώνεται μια σταδιακή διαφοροποίηση στο είδος του πολέμου, ξεκινώντας από τον Ιταλο-Τουρκικό διακρατικό πόλεμο, συνεχίζοντας με έναν περιφερειακό πόλεμο στα Βαλκάνια, τον οποίον θα ακολουθήσει ένας ηπειρωτικός πόλεμος στην κεντρική και την ανατολική Ευρώπη, ο οποίος με την είσοδο της Ευρώπης της Μάγχης θα μετεξελιχθεί σε έναν πανευρωπαϊκό παγκόσμιο πόλεμο.

Γαλλία και Βρετανία θα εισέλθουν στον πόλεμο αρνητικά-παθητικά λόγω της ανησυχίας και του φόβου μιας πιθανής γενικής μεταβολής στην ευρωπαϊκή ισορροπία δυνάμεων που θα επηρέαζε και την δική τους ασφάλεια. Γαλλία και Ρωσσία είχαν συνάψει συμμαχία από το 1891 ως αντίδραση στην ενδυνάμωση της πρωτογερμανικής αυτοκρατορίας μετά από την νίκη επί της Γαλλίας στο πόλεμο του 1871 και τη σύναψη της Τριπλής Συμμαχίας μεταξύ Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας το 1882 (δηλαδή 36 χρόνια πριν από την απόπειρα το 1918 δημιουργίας της Δημοκρατίας της Γερμανικής Αυστρίας, 56 έτη πριν από τον Blumenkrieg και την προσάρτηση της Αυστρίας, και 57 χρόνια πριν από την υπογραφή του Χαλύβδινου Σύμφωνου του άξονα Βερολίνου-Ρώμης το 1939).

Ας παραμείνουμε λίγο στο θέμα της διαφοροποίησης του είδους του πολέμου παράλληλα με την πορεία από την περιφέρεια προς το κέντρο, γιατί έχει ιδιαίτερη σημασία. Υπάρχουν διάφορες τυπολογίες και κατηγοριοποιήσεις σε ό,τι αφορά τα είδη του. Ας δούμε ορισμένα: Ο διακρατικός εδαφικός πόλεμος είναι ο πλέον απλοϊκός, χαμηλής έντασης και διάρκειας πόλεμος. Στόχος του μπορεί να είναι ο πολιτικός έλεγχος ή η ενσωμάτωση μιας εδαφικής περιοχής. Ο περιφερειακός πόλεμος επίσης μπορεί να σχετίζεται με τον έλεγχο και τη διοίκηση εδαφών, ωστόσο κατά τη διάρκειά του μπορεί να μεταβληθεί το πλαίσιο πολιτικής, οι σχέσεις ισχύος και το περιφερειακό περιβάλλον μιας ολόκληρης περιοχής. Στον περιφερειακό πόλεμο έχουμε μεγαλύτερη συμμετοχή, πολυπλοκότητα, ένταση και σε ορισμένες περιπτώσεις διάρκεια (η παρατεταμένη διάρκεια ενός εμφυλίου πολέμου, π.χ στη Συρία ή τη Λιβύη, είναι αφύσικη, και οφείλεται στην εμπλοκή εξωτερικών δρώντων, περιφερειακών και παγκόσμιων). Ο κανονιστικός πόλεμος είναι μεγαλύτερης έντασης και επικινδυνότητας και έχει συνήθως ως στόχο τη μεταβολή των κανόνων του συστήματος. Εξαιρετικά σημαντικό γεγονός, στο οποίο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία και προσοχή, είναι ότι ιστορικά όσο μεγαλύτερες είναι οι αφαιρέσεις γύρω από τις οποίες συγκρούονται οι άνθρωποι τόσο μεγαλύτερη είναι η διάδοση και η ένταση του πολέμου. Ο Τριακονταετής Πόλεμος και οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι αποτελούν αρχετυπικά παραδείγματα αυτής της κατηγορίας, ενώ, εάν είχε υπάρξει πόλεμος ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, θα ανήκε επίσης σε αυτή την κατηγορία (στο παρόν, οι ΗΠΑ μέσω ψευδών διλημμάτων και διπολισμών που προωθούν, π.χ. “δημοκρατίες-αυταρχίες”, επιδιώκουν να δώσουν κανονιστική χροιά στην προσπάθεια υπεράσπισης της ηγεμονίας τους και να επαναφέρουν τη λογική των δύο μεγάλων κλειστών μπλοκ, δηλαδή τη ψυχροπολεμική παράνοια).

Στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν διεξήχθησαν αυτοκρατορικοί πόλεμοι (ΗΠΑ) με στοιχεία κανονιστικότητας σε τοπικό-περιφερειακό επίπεδο (εξαγωγή δημοκρατίας). Στη Γεωργία είχαμε διακρατικό πόλεμο με απώτερη στόχευση τον πολιτικό έλεγχο (Ρωσία). Στη Συρία και τη Λιβύη, από πλευράς κλιμάκωσης, η εξέλιξη ήταν εμφύλιος πόλεμος, εξωτερική παρέμβαση, προσπάθεια αλλαγής ή διατήρησης καθεστώτος. Ειδικότερα, στην περίπτωση της Συρίας φτάσαμε ένα σκαλοπάτι πριν από τον περιφερειακό πόλεμο μεταξύ κρατών. Αυτό που είχαμε ήταν ένα είδος περιφερειακού πολέμου δια αντιπροσώπων σε υποκρατικό επίπεδο που περιοριζόταν στο εσωτερικό των εδαφικών ορίων του κράτους (ουσιαστικά των ρευστών συνόρων Συρίας και Ιράκ). Στην Ουκρανία, και ευρύτερα στην Ευρώπη του Εύξεινου και της Βαλτικής, οτιδήποτε και οποτεδήποτε και αν συμβεί, πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί μια πολεμική ενέργεια που θα προσιδιάζει, ή θα μπορεί να μετεξελιχθεί, σε περιφερειακό πόλεμο ή σε είδος του.

Επιστρέφοντας στη συνάφεια του τότε με το σήμερα. Η διαφορά μεταξύ μιας διευρυμένης ματιάς του Μεγάλου Πολέμου, όπως παρουσιάζεται σε αυτό το κείμενο, που ξεκινά από την περιφέρεια με τον πόλεμο στη Λιβύη το 1911, πλησιάζει εγγύτερα με τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-1913, καταλήγοντας στον πυρήνα με την κορύφωση των ετών 1914-1918, και αποκλιμακώνεται μέχρι το 1922 (η Μικρασιατική Εκστρατεία αποτελεί μέρος του σβησίματος του πολέμου), και της σημερινής εποχής έναν αιώνα μετά, είναι ότι μεταψυχροπολεμικά ναι μεν ξαναφουντώνουν όλα τα ζωτικά μέτωπα του πρώτου παγκοσμίου, όμως αυτό συμβαίνει σταδιακά και σποραδικά μέσω ενός πολέμου χαμηλής έντασης και παρατεταμένης διάρκειας, που ξεκινά από τα Βαλκάνια (π.χ. Γιουγκοσλαβία, 1991-1999) συνεχίζεται στη Μεσοποταμία (Ιράκ, 2003 – Συρία, 2011), τον Καύκασο (Γεωργία, 2008) και την κεντρική βόρεια Αφρική (Λιβύη, 2011) για να καταλήξει, από το 2014 και ύστερα, ξανά στην ανατολική Ευρώπη, συγκεκριμένα στο νότιο παρευξείνιο τμήμα της και την Ουκρανία.

Η Ευρώπη του Ρήνου και της Μάγχης, δηλαδή το περίφημο δυτικό μέτωπο, δεν συμμετέχει άμεσα σε αυτές τις εξελίξεις για πέντε βασικούς λόγους: Πρώτα και κύρια, και πριν από οτιδήποτε άλλο, επειδή ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, στον πυρήνα του και τα βασικά του επίδικα, υπήρξε ένας πόλεμος της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης. Παρόλες τις ανθρώπινες απώλειες και παρότι το τέλος του πολέμου λαμβάνει χώρα στη Δύση, το ζωτικό του μέτωπο δεν ήταν το δυτικό (κάτι τέτοιο ισχύει μόνο από γαλλοκεντρική σκοπιά). Αυτό αποδεικνύεται και από δύο ακόμη γεγονότα: πρώτον, από την κατάρρευση της μεταπολεμικής τάξης των Βερσαλλιών, καθώς ήταν αδύνατον να οικοδομηθεί και να διατηρηθεί «ευρωπαϊκή» ισορροπία και τάξη δίχως τη Γερμανία και τη Ρωσία, και τον πυρήνα του πολέμου, που ήταν η κεντροανατολική Ευρώπη (Στην πράξη η Ρωσία πολέμησε δύο φορές τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, μια το 1914 και μια το 1941). Δεύτερον, από το γεγονός ότι τελικά η νίκη της Γερμανίας στο δυτικό μέτωπο και η κατάληψη της Γαλλίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ουσιαστικά δεν άλλαξε τίποτα. Επιπλέον, οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες (Ε.Ο.Κ, Ε.Κ.Α.Χ, Ε.Κ.Α.Ε), και η μετέπειτα ιδρυθείσα Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορούν να ειδωθούν ως άτυπες συνθήκες ειρήνης του πυρήνα του ευρωπαϊκού συστήματος, όχι όμως της ηπείρου στο σύνολο της, όπως αποδεικνύεται συνεχώς άλλωστε μεταψυχροπολεμικά. Επιπροσθέτως, η κεντρική Ευρώπη γενικά (με εξαίρεση την Ουγγαρία) και η Γερμανία ειδικότερα, δεν χαρακτηρίζεται από κίνητρα, εδαφικές επιδιώξεις, σκληρές αναθεωρητικές τάσεις, στρατιωτική ισχύ πρώτου επιπέδου κ.λπ. Για να το θέσουμε διαφορετικά, πιο πιθανή είναι μια συμμετοχή της Γαλλίας σε έναν πόλεμο μεγάλης κλίμακας παρά της Γερμανίας, υπό τις παρούσες συνθήκες. Συν τοις άλλοις, ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) αποτελεί έναν θεσμικό, δεσμευτικό και νομιμοποιημένο τρόπο που κρατά “τους Αμερικανούς μέσα, τους Γερμανούς κάτω και τους Ρώσους έξω”. Τέλος, υπάρχει εξάρτηση σε επίπεδο ασφάλειας, και μελλοντικά σε επίπεδο ενέργειας, των κρατών της παλαιάς Ε.Ο.Κ από τις ΗΠΑ.

Αυτοί είναι οι κύριοι λόγοι που τα πράγματα στην Ευρώπη του Ρήνου δεν θυμίζουν μια επαναφορά του Μεγάλου Πολέμου, και όχι ότι οι κάτοικοί της είναι πολιτισμένοι, ενώ οι άλλοι είναι απολίτιστοι (πάντως το Brexit έχει συνάφεια με το πλαίσιο που εξετάζουμε εδώ). Οι βασικοί αυτοί λόγοι συνοδεύονται και από ορισμένους ακόμη παράγοντες, είτε ενδογενείς και δευτερεύοντες (π.χ δημογραφικούς), είτε εξωγενείς: όχι μόνο έχει αποχωρήσει το κέντρο ισχύος από την Ευρώπη του Ρήνου και της Μάγχης, αλλά ούτε καν σπουδαία επίδικα μπορεί να ανακαλύψει κανείς εξετάζοντας τον συγκεκριμένο χώρο. Αντιθέτως, τα επίδικα στον άξονα Βαλτική-Εύξεινος-Μεσόγειος-Περσικός-Κασπία και ανατολική Ευρώπη-Καύκασος-Μεσοποταμία, όχι απλώς παραμένουν πολιτικά, ιστορικά και θεσμικά ανεπίλυτα (εξ ου και επιστρέφουν), αλλά επιπλέον η σημασία και η βαρύτητά τους εμπλουτίζεται με το πέρασμα του χρόνου, π.χ. με την προσθήκη της κεντρικής Ασίας στην εξίσωση, και ιδιαίτερα με την μετακίνηση του παγκόσμιου εκκρεμούς από το ευρωαμερικανικό διατλαντικό κέντρο, προς το βαρυτικό πεδίο ενός ογκόλιθου που από την πολιτική και ιστορική του φύση και σύσταση είναι ασύμμετρα πολυκεντρικός και πολυμερής και ακούει στο όνομα «Ασία».

Επίλογος

Το χάος που επικρατούσε στα κέντρα λήψης αποφάσεων την περίοδο πριν από το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, οι απόψεις ιστορικών που εκτιμούν στη θεωρία και με μεγάλη χρονική απόσταση από τα γεγονότα ότι η πιθανότητα μιας μεγάλης πανευρωπαϊκής σύγκρουσης απομακρυνόταν μετά από το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων (και ότι δίχως τη λεγόμενη κρίση του Ιουλίου και την αφορμή της δολοφονίας ίσως να μην είχε ξεσπάσει πόλεμος το 1914), και οι καταιγιστικές εξελίξεις στην πράξη και σε άμεση επαφή και χρονική εγγύτητα με τις συνθήκες όπως διαμορφώθηκαν μετά από την κήρυξη πόλεμου εναντίον της Σερβίας από την Αυστροουγγαρία και το βομβαρδισμό του Βελιγραδίου, φέρνουν στο μυαλό τη ματιά του Τολστόι για το πως αυξάνεται και μειώνεται η αντίληψή μας για την ελευθερία και την ανάγκη, ανάλογα με τον τρόπο που εξετάζουμε μια ενέργεια (αρκετοί πόλεμοι πριν από το ξέσπασμά τους χαρακτηρίζονται αδύνατοι, ενώ μετά από το τέλος τους αναπόφευκτοι) και κυρίως την περίφημη φράση του:

Εξετάζοντας μονάχα εκείνες τις εκφράσεις της θέλησης των ιστορικών προσώπων που θα μπορούσαν να αναφερθούν σε γεγονότα, σα διαταγές, οι ιστορικοί υπέθεταν ότι τα γεγονότα εξαρτώνται από τις διαταγές. Εξετάζοντας όμως τα ίδια τα γεγονότα και τη σχέση εκείνη των ιστορικών προσώπων με τις μάζες, εμείς βρήκαμε πως τα ιστορικά πρόσωπα και οι διαταγές τους εξαρτώνται από τα γεγονότα.
https://kosmodromio.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου