Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΡΩΣΙΑ.ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΚΑΙ ΕΠΩΔΥΝΕΣ ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ....

 

Ελληνισμός και Ρωσία: Ιστορικές προσδοκίες και επώδυνες διαψεύσεις


Γιώργος Καραμπελιάς

O ελληνισμός διατηρεί μια πολύ παλιά σχέση με τη Ρωσία, πάνω από χίλια χρόνια, από την εποχή του εκχριστιανισμού των Ρώσων από τον Βλαδίμηρο, το 988 μ.Χ. Έκτοτε οι τύχες των δύο λαών συνδέθηκαν στενά, για το καλύτερο ή το χειρότερο. Και οι δύο αντιμετώπισαν τις εισβολές και την επιθετικότητα τόσο των δυτικών, όσο και, κατ’ εξοχήν, των ανατολικών τους αντιπάλων: Στην Ελλάδα, τους σταυροφόρους, από τα δυτικά, και τα τουρκικά φύλα στα ανατολικά, που μετά από απόπειρες τετρακοσίων χρόνων, με αφετηρία το Ματζικέρτ το 1071, θα επιτύχουν την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.

Οι Ρώσοι θα αντιμετωπίσουν και αυτοί μια ανάλογη διττή επιβουλή. Από τους Τεύτονες ιππότες και τους Σουηδούς στα δυτικά και τους τουρκικής καταγωγής Μογγόλους στα ανατολικά. Και τόσο οι Έλληνες, όσο και οι Ρώσοι, δέθηκαν στενά με την Ορθοδοξία, που ταυτίστηκε οιονεί με την εθνική τους ταυτότητα, ενώ η κοινότητα των αντιπάλων τους διαμόρφωσε μία εθνική ευαισθησία ταυτόχρονα αντιδυτική και αντιισλαμική ή αντιτουρκική. Όμως, οι ιστορικές τύχες των δύο λαών υπήρξαν εντελώς διαφορετικές.

Οι Ρώσοι, στο κέντρο μίας αχανούς πεδιάδας ηπειρωτικών διαστάσεων, θα συγκροτήσουν ένα ανάλογων διαστάσεων κράτος, το οποίο, από τον Ιβάν τον Τρομερό και στο εξής, θα επεκτείνεται, τόσο προς τα δυτικά, όσο και κυρίως προς τα νότια και τα ανατολικά, υποτάσσοντας και έναν μεγάλο αριθμό τουρκόφωνων και ισλαμικών πληθυσμών γενικότερα. Για πολλούς αιώνες, θα βρεθεί σε ανοικτή αντιπαράθεση με τις δύο μεγάλες ισλαμικές αυτοκρατορίες στα νότια σύνορά της, το Ιράν και κυρίως την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία, τη στιγμή της μεγαλύτερης εξάπλωσής της, έφτανε μέχρι τα νότια σύνορα της τότε Πολωνίας.

Από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου και της Μεγάλης Αικατερίνης, στους πολέμους που ξέσπασαν η Ρωσία θα εκδιώξει την Οθωμανική Αυτοκρατορία από τη νότια Ρωσία και τα βόρεια και βορειοανατολικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Την ίδια στιγμή, οι Έλληνες, ζώντας σε μια εντελώς διαφορετική γεωγραφική πραγματικότητα, στον διάσπαρτο χώρο του Αιγαίου και της ελλαδικής χερσονήσου, θα χάσουν, από τον ενδέκατο μέχρι τον δέκατο τρίτο αιώνα, το μόνο ηπειρωτικό βάθος που διέθεταν, δηλαδή τη Μικρά Ασία. Το επίκεντρο του ελληνισμού θα μεταφερθεί στα στενά όρια της ελλαδικής χερσονήσου, δηλαδή της αρχέγονης κοιτίδας του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι κατέστη σχεδόν αναπόφευκτη η υποταγή των Ελλήνων, αρχικώς στους Δυτικούς (μετά το 1204), και στους Οθωμανούς (μετά το 1453).

Πλέον, η σχέση Ρώσων και Ελλήνων θα αντιστραφεί και οι τελευταίοι, μετά τον 18ο αιώνα, θα προσβλέπουν σχεδόν αποκλειστικά στους πρώτους για την απελευθέρωση τους. Οι Δυτικοί, αντίθετα, που συγκρούονταν με τους Τούρκους (αρχικώς η Ισπανία και κυρίως η Βενετία) θα πάψουν να αποτελούν αντίπαλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μπροστά στον “ρωσικό κίνδυνο”, από τον 18ο αιώνα και μετά θα στηρίζουν την ακεραιότητα της τελευταίας. Εξάλλου, η οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων, από τα μέσα του 18ου αιώνα, θα τους μεταβάλει σε άμεσους ανταγωνιστές των Άγγλων και Γάλλων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Υπό αυτές τις συνθήκες, θα διαμορφωθεί η προσδοκία μιας πιθανής απελευθέρωσης των Ελλήνων στηριγμένης στα ρωσικά στρατεύματα, ενώ οι Ρώσοι θα θεωρούν τους Έλληνες προνομιακούς συμμάχους τους στην προσπάθεια καθόδου τους προς τις “θερμές θάλασσες” και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, που θα άνοιγε τον δρόμο γι’ αυτές.


 Από τα Ορλωφικά στην Επανάσταση

Ωστόσο, η σχέση υπήρξε θεμελιωδώς ανισόμετρη. Η Ρωσία ήταν μία μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, με τάσεις επέκτασης, ενώ οι Έλληνες παρέμεναν υποτελείς στους Οθωμανούς και εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και οικονομικά, από τη Ρωσία, όπως φάνηκε και στη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή και στην εγκατάσταση Ελλήνων στη νότια Ρωσία και την Οδησσό.

Αυτή η θεμελιακή ανισότητα μεταξύ των δύο λαών θα καταφανεί στους δύο μεγάλους πολέμους εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που επιχείρησε η Ρωσία με τη συνδρομή των Ελλήνων, επί Μεγάλης Αικατερίνης (τέλη 18ου αιώνα): αρχικώς στα Ορλωφικά (1769-1774) και επιγενέστερα στον “Πόλεμο των τριών Ιμπερίων” (Αυστροουγγαρίας και Ρωσίας εναντίον Οθωμανών, 1788-1792).

Και στις δύο περιπτώσεις, οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν. Μαζικότερα στην πρώτη με την επανάσταση της Πελοποννήσου και του Δασκαλογιάννη στην Κρήτη, αλλά και στη δεύτερη, κυρίως με τον Λάμπρο Κατσώνη. Ωστόσο, και στις δύο, η ρωσική συμμετοχή υπήρξε πολύ μικρή και η Ρωσία, αφού κέρδισε εδάφη στη Μαύρη Θάλασσα, εγκατέλειψε τους Έλληνες στην τύχη τους, οι οποίοι, ιδιαίτερα στη περίπτωση των Ορλωφικών, υπέστησαν μία κυριολεκτική εκατόμβη, με δεκάδες χιλιάδες θύματα και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες.

Κατεδείχθη, λοιπόν, πως ναι μεν οι Ρώσοι αποτελούσαν στρατηγικούς συμμάχους των Ελλήνων, αλλά η σχέση ήταν ανισοβαρής και η συμμαχία έμενε στον αέρα όποτε τα κρατικά συμφέροντα της Ρωσίας το επέβαλλαν. Ακόμα πιο χαρακτηριστική υπήρξε η σχέση Ελλήνων και Ρώσων λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.

Η Ρωσία, ιδιαίτερα η νότια και οι ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας, αποτέλεσαν τη βάση για την αρχική συγκρότηση της Φιλικής Εταιρείας (που, καθόλου τυχαία, ιδρύθηκε στην Οδησσό). Ωστόσο, με βάση τις ευρύτερες ευρωπαϊκές συμμαχίες της Ρωσίας (ιδιαίτερα μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, το 1815), ο τσάρος Αλέξανδρος θα αρνηθεί να υποστηρίξει την Ελληνική Επανάσταση και θα επιτρέψει στα οθωμανικά στρατεύματα να εισέλθουν στη Μολδοβλαχία και να καταστείλουν βίαια τις δυνάμεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη, δεδομένου ότι μόνο με αυτή την άδεια επιτρεπόταν η είσοδος του οθωμανικού στρατού στις ηγεμονίες.


Ο φόβος των Ρώσων

Ο φόβος των Ρώσων να εμπλακούν ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση είχε τρεις βασικές αφετηρίες:

Πρώτον, στα πλαίσια της Ιεράς Συμμαχίας, τον γενικότερο φόβο των επαναστάσεων από τις ευρωπαϊκές αριστοκρατίες, μετά το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων (1815) και τις επαναστατικές εκρήξεις στην Ιταλία, την Ισπανία και αλλού.

Δεύτερον, τη συμμετοχή της Ρωσίας στη πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας και ιδιαίτερα του Μέτερνιχ ενάντια στην αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Τρίτον, στον φόβο της όξυνσης των σχέσεων με τους τουρκόφωνους και μουσουλμανικούς πληθυσμούς στο εσωτερικό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (παράγοντας που συνήθως αγνοείται για την εκτίμηση της ρωσικής πολιτικής από τότε μέχρι σήμερα, και τον οποίο είχε αποκαλύψει ο τσάρος Αλέξανδρος στον Καποδίστρια από το 1815).

Το αποτέλεσμα ήταν ότι, η Ελληνική Επανάσταση, όχι μόνο έμεινε αβοήθητη από τους Ρώσους, αλλά και η στάση της ουδετερότητας, που κράτησε η Ρωσία μέχρι το 1826 και τον θάνατο του τσάρου Αλεξάνδρου, υποχρέωσε σε μεγάλο βαθμό τους Έλληνες να στραφούν προς την Αγγλία για στήριξη, γεγονός που θα οδηγήσει και στο «ψήφισμα της υποτέλειας» του 1825.

Θα χρειαστεί να ανέβει στην εξουσία ο τσάρος Νικόλαος, ώστε η Ρωσία, μπροστά στον κίνδυνο να στραφούν οι Έλληνες οριστικά προς τους Αγγλογάλλους, να μεταβάλει την πολιτική της και να πιέσει προς τη κατεύθυνση μίας ενεργότερης αντιμετώπισης των Οθωμανών, με πρώτο απτό αποτέλεσμα τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και στη συνέχεια τον ρωσοτουρκικό πόλεμο που το 1829 (με τα ρωσικά στρατεύματα στις πόρτες της Αδριανούπολης) θα υποχρεώσει τον σουλτάνο να αναγνωρίσει την ελληνική ανεξαρτησία.


Από τον Κριμαϊκό πόλεμο στον πανσλαβισμό

Για ορισμένες δεκαετίες, η Ρωσία θα λειτουργεί υποστηρικτικά προς τις ελληνικές διεκδικήσεις και ο βασιλιάς Όθωνας θα μετακινηθεί προς τη ρωσική πλευρά, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη μήνιν των Άγγλων και των Γάλλων. Αυτοί θα πραγματοποιήσουν εισβολή και κατοχή στην Ελλάδα (1854-1857) στο πλαίσιο του Κριμαϊκού Πολέμου, υποχρεώνοντας την ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει τις εξεγέρσεις στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Επιπλέον, την υποχρέωσαν να τους ακολουθήσει στη συμμαχία τους με την Οθωμανική Αυτοκρατορία εναντίον της Ρωσίας.

Έκτοτε, η ρωσική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα θα μεταβληθεί άρδην για πολλές δεκαετίες. Στο πλαίσιο του πανσλαβισμού, που πλέον έχει εδραιωθεί, καθώς και της ενίσχυσης των εθνικών ταυτοτήτων των σλαβικών λαών (ιδιαίτερα της Βουλγαρίας), η ρωσική πολιτική θεωρεί τους Έλληνες ταυτισμένους με τη Δύση και υποστηρίζει τον βουλγαρικό εθνικισμό και επεκτατισμό, όχι μόνο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και εναντίον των Ελλήνων.

Τότε και παραχώρησε όλη τη βόρεια Ελλάδα στους Βουλγάρους με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, μετά τη συντριπτική ήττα των Οθωμανών στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878. Παρ’ ότι αυτή η συνθήκη θα αναιρεθεί με τη Συνθήκη του Βερολίνου λίγους μήνες αργότερα, η Βουλγαρία θα ενισχυθεί και η Ρουμανία θα καταστεί ανεξάρτητη. Τα νέα αυτά κράτη, σε συνεργασία με τους Ρώσους, θα εκδιώξουν ή θα περιορίσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς.

Έτσι η Ρωσία, από “προαιώνιος” προστάτης των Ελλήνων και των ορθοδόξων, θα μετακινηθεί προς μία πανσλαβιστική πολιτική, η οποία θα διαρκέσει για αρκετές δεκαετίες, μέχρις ότου οι Βούλγαροι εγκαταλείψουν τη Ρωσία και συμμαχήσουν με τους Γερμανούς (πριν και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου). Με άλλα λόγια, αυτό που καταδείχτηκε ήταν πως η Ρωσία δεν ακολουθούσε μία πολιτική υπαγορευμένη κυρίως από την πολιτιστική και θρησκευτική συνάφεια με τους Έλληνες, αλλά, πολύ περισσότερο, με βάση τα άμεσα κρατικά συμφέροντά της και εν μέρει με τη φυλετική συνάφεια των Ρώσων με άλλους σλαβικούς πληθυσμούς. Αυτό παρ’ ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού παραμένει φιλορωσική.

Οι Ρώσοι δεν ασκούν, όπως συνήθως συμβαίνει με τις μεγάλες δυνάμεις, μία πολιτική στηριγμένη, πρωτίστως, στη πολιτισμική συνάφεια, αλλά στα στενά κρατικά τους συμφέροντα και έτσι δημιουργείται μία παράδοξη συνθήκη, που μοιάζει να συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οι Ρώσοι αντιμετωπίζουν τους Έλληνες ως μία φιλοδυτική κρατική οντότητα, ενώ οι Δυτικοί, από την πλευρά τους, δυσπιστούν απέναντι στους Έλληνες, τους οποίους θεωρούν φιλορώσους και ταυτισμένους μαζί τους, λόγω Ορθοδοξίας!

Γι’ αυτό, ακόμα και μέχρι σήμερα, όλες οι δυτικές πρεσβείες παρακολουθούν με ιδιαίτερη επιμονή τα τεκταινόμενα στο Άγιον Όρος, και όπως ο Χάντιγκτον, θα κατατάσσουν τους Έλληνες πολιτισμικά στον ίδιο χώρο με τη Ρωσία. Η τελευταία μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε η σύγκρουσή τους κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρις ότου η επανάσταση των μπολσεβίκων και η κατάρρευση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας οδηγήσουν σε μία πρόσκαιρη συμμαχία μεταξύ τους και ταυτόχρονα σε αντιπαράθεση με την Ελλάδα, που ήταν σύμμαχος της Αντάντ.

https://slpress.gr/idees/ellinismos-kai-rosia-istorikes-prosdokies-kai-epodynes-diapseyseis/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου