Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ ΙΒ΄.....

 


ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ ΙΒ΄
Αφήνουμε προς το παρόν την Αθήνα και τις κατοχικές κυβερνήσεις για να πάμε στα γεγονότα που συνέβησαν το 1943 στην Ελεύθερη Ελλάδα των βουνών.
Όπως έχουμε προαναφέρει, από τις αρχές ήδη αυτού του χρόνου άρχισε πλέον να τίθεται επιτακτικά το πρόβλημα της εξουσίας ύστερα από τη λήξη της Κατοχής – η λήξη δεν φαινόταν ότι θα ερχόταν άμεσα, αν και οι φήμες για απόβαση των Συμμάχων, δηλαδή των Άγγλων στην κατεχόμενη Ελλάδα έδιναν κι έπαιρναν (ήταν παραπλανητικές φήμες που έσπερναν οι Βρετανοί για να αποπροσανατολίσουν τους Γερμανούς ως προς τον πραγματικό στόχο της απόβασης που ήταν τελικά η Ιταλία), όμως το μόνο που ήταν αμφίβολο ήταν πια ο χρόνος της απελευθέρωσης, όχι το αν θα συνέβαινε.
Εννοείται ότι αυτή η κατάσταση δεν άφησε ανεπηρέαστο τόσο το ΕΑΜ όσο και τις αστικές μεγάλες αντάρτικες οργανώσεις, δηλαδή τον ΕΔΕΣ και την ΕΚΚΑ.
Η προσωρινή ενότητα που είχε επιτευχθεί για μικρό διάστημα όταν έγινε η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου αποτελούσε παρελθόν και τώρα όλες οι οργανώσεις κοίταζαν πώς θα τις έβρισκε με μεγαλύτερη ισχύ η απελευθέρωση όταν θα γινόταν.
Η πραγματικότητα, όμως, ήταν ότι το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ «έλεγχαν τα 4/5 της χώρας», όπως έγραφε αργότερα ο άσπονδος εχθρός τους Κρις Γουντχάουζ – και ακόμα κι αν όλες οι αντιεαμικές και αντικομμουνιστικές δυνάμεις που διέθεταν στρατιωτική δύναμη ενώνονταν εναντίον τους, δεν είχαν ελπίδα να επικρατήσουν χωρίς ξένη βοήθεια, δηλαδή τη βοήθεια των Βρετανών για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Αλλά η βρετανική αυτή βοήθεια το 1943 δεν υπήρχε, καθώς οι Άγγλοι δεν είχαν και δεν μπορούσαν τότε να στείλουν στρατεύματα στην Ελλάδα. Αυτό που διέθεταν ήταν μόνο οι πράκτορές τους, «σύνδεσμοι» μεταξύ του βρετανικού στρατηγείου της Μέσης Ανατολής και των ανταρτών και οι διπλωματικές τους ικανότητες.
Αυτές ακριβώς οι διπλωματικές τους ικανότητες οδήγησαν τους Άγγλους απεσταλμένους στην Ελλάδα στη σωστή για το συμφέρον τους σκέψη ότι εκείνη τη στιγμή ήταν αδύνατον να συγκρουστούν μετωπικά με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ διακόπτοντας τις σχέσεις μαζί τους και παίρνοντας εντελώς ανοιχτά το μέρος των άλλων οργανώσεων: αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα υπήρχε ο κίνδυνος (γι’ αυτούς) το ΕΑΜ να τους εξουδετέρωνε, να διέλυε τις άλλες οργανώσεις με κάποια μικρή ή μεγάλη αφορμή και να έλυνε το θέμα της εξουσίας μόνο του.
Έτσι οι Βρετανοί επέλεξαν την πολύ γνωστή σε αυτούς πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» ευνοώντας αλλά πάντα «όσο έπρεπε» κι όχι εντελώς απροκάλυπτα τις άλλες οργανώσεις και προσπαθώντας να «συγκρατήσουν» το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο την έλλειψη σχεδίου της ηγεσίας του ΕΑΜ και κυρίως της ηγεσίας του ΚΚΕ για την επόμενη μέρα: η ηγεσία δηλαδή του ΚΚΕ έβλεπε μπροστά της «τη μεγάλη αντιφασιστική συμμαχία» Σοβιετικής Ένωσης, Βρετανίας και ΗΠΑ και συγχρόνως έβλεπε κι ότι οι Άγγλοι όλο και περισσότερο υποστήριζαν τις αντιεαμικές οργανώσεις έχοντας σκοπό να ξαναφέρουν στην Ελλάδα τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ και το παλιό, προπολεμικό αστικό καθεστώς και να αποκλείσουν το ΕΑΜ από την εξουσία. Μη έχοντας όμως συγκεκριμένη γραμμή από τη Σοβιετική Ένωση και φοβούμενη ότι κάθε «πρόκληση» εναντίον των Άγγλων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ενέργεια εχθρική προς «τη μεγάλη αντιφασιστική συμμαχία», ακολούθησε την τακτική της… αντιγραφής: δηλαδή εφάρμοζε «την αντιφασιστική συμμαχία» με τους Άγγλους και στην Ελλάδα πιστεύοντας πιθανότατα ότι όταν θα ερχόταν η ώρα, η Σοβιετική Ένωση «δεν θα μπορούσε να αφήσει το ελληνικό λαϊκό κίνημα έτσι και κάτι θα έκανε για να βοηθήσει».
Ασφαλώς αυτή η αναποφάσιστη πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ δεν έβρισκε σύμφωνο ένα μεγάλο μέρος της ηγεσίας του ΕΛΑΣ και ιδιαίτερα τον Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος με δυσφορία κάθε φορά αναγκαζόταν να διαπραγματεύεται και να «συγκρατείται» από τους Βρετανούς – όμως ο Άρης Βελουχιώτης μπορεί να ήταν ο αναμφισβήτητος ηγέτης του ΕΛΑΣ αλλά δεν είχε καθόλου κομματική δύναμη. Έχοντας και το στίγμα του «δηλωσία» επί Μεταξά ήταν αδύνατο να αντιπαρατεθεί δυναμικά με τους Σιάντο και Ιωαννίδη – και όπως φαίνεται, δεν το ήθελε κιόλας έχοντας επίγνωση ότι μια ενδοεαμική αναμέτρηση θα προκαλούσε ανυπολόγιστη ζημιά στον αγώνα.
Στις 5 Ιουλίου λοιπόν του 1943 οι Βρετανοί είχαν την πρώτη διπλωματική και πολιτική τους επιτυχία: κατόρθωσαν σε μια σύσκεψη στο χωριό Λιάσκοβο (σημερινό Πετρωτό) Καρδίτσας να υπογραφεί μια συμφωνία μεταξύ των ίδιων και του ΕΛΑΣ υπαγωγής του ΕΛΑΣ κι όλων των άλλων αντάρτικων οργανώσεων (ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ που λίγο αργότερα υπέγραψαν κι εκείνες την ίδια συμφωνία) στο βρετανικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής!
Αυτή η συμφωνία όταν τελικά υπογράφηκε απ’ όλους ονομάστηκε «Σύμφωνο των Εθνικών Ομάδων» και πρόβλεπε τον τερματισμό των συγκρούσεων μεταξύ των αντάρτικων οργανώσεων, το συντονισμό της δράσης τους από το βρετανικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής «ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα κατά των κατακτητών», την υλική βοήθεια του στρατηγείου της Μέσης Ανατολής προς τους αντάρτες και τις «σφαίρες επιρροής» της κάθε οργάνωσης, στις οποίες δεν θα έπρεπε να επεμβαίνουν οι άλλες. Για την υλοποίηση της συμφωνίας δημιουργήθηκε ένα «Κοινό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών» με έδρα το Περτούλι Τρικάλων, στο οποίο αντιπροσωπεύονταν όλες οι οργανώσεις.
Η παραπάνω συμφωνία, όσο κι αν σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται «ενωτική» και «πατριωτική» δεν ήταν παρά το πρώτο βήμα εισόδου του ΕΑΜ στο αγγλικό τσουβάλι, διότι:
Α) Ουσιαστικά αναγνωρίστηκε από το ΕΑΜ ότι την «ανώτατη ευθύνη» εκ μέρους των «μεγάλων συμμάχων της αντιφασιστικής συμμαχίας» για την Ελλάδα θα την είχε η Μεγάλη Βρετανία – με ό,τι αυτό σήμαινε. Να σημειώσουμε εδώ ότι αυτό συνέβη πριν αρχίσει η Σοβιετική Ένωση να ασχολείται με το πρόβλημα της Ελλάδας – είδαμε σε προηγούμενη συνέχεια ότι η πρώτη εγγραφή στο ημερολόγιο του Γκιόργκι Δημητρόφ η οποία δείχνει πόσο απληροφόρητοι ήταν τόσο ο ίδιος όσο και οι Σοβιετικοί για το τι συνέβαινε ως τότε στην Ελλάδα χρονολογείται από τις 26 Δεκεμβρίου 1943, δηλαδή πολύ μετά την υπογραφή της παραπάνω συμφωνίας.
Β) Ενώ οι δυνάμεις και η επιρροή του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερες σε σχέση με εκείνες των άλλων οργανώσεων, τώρα το ΕΑΜ υποχρεωνόταν να αντιμετωπίζει τις άλλες οργανώσεις σαν ισοδύναμες, που θα έπρεπε να έχουν τα ίδια «δικαιώματα» στην Ελεύθερη Ελλάδα με εκείνο – αυτό ασφαλώς δεν ήταν καθόλου δείγμα αποφασιστικότητας για κατάληψη της εξουσίας από το ΕΑΜ μόλις θα ερχόταν η απελευθέρωση.
Είναι αλήθεια ότι αυτό το «Κοινό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών» δεν πρόκοψε (άντεξε μόνο για 3-4 μήνες) και τελικά οι συγκρούσεις μεταξύ του ΕΑΜ και των άλλων οργανώσεων όχι μόνο δεν σταμάτησαν αλλά δυνάμωσαν παίρνοντας τη μορφή εμφυλιοπολεμικής αναμέτρησης. Όμως οι Βρετανοί κέρδισαν το χρόνο που ήθελαν και ρίχτηκε ο πρώτος σπόρος της υποταγής του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ σε αυτούς.
Πριν τελειώσουμε με το «Κοινό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών» να αναφέρουμε κι ένα γεγονός στα όρια του ανέκδοτου: ανάμεσα στις άλλες εθνικιστικές/αστικές οργανώσεις που είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια, είχε δημιουργηθεί και μία με την επωνυμία «Στρατιωτική Ιεραρχία» η οποία είχε επικεφαλής τον στρατάρχη Παπάγο, τον γνωστό αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων επί ελληνοϊταλικού πολέμου και αργότερα πρωθυπουργό στα 1952-55. Ο Παπάγος δεν είχε ακολουθήσει τη βασιλική κυβέρνηση στη Μέση Ανατολή. Είχε παραμείνει στην Ελλάδα και αρχικά τηρούσε μια στάση «αξιοπρεπούς αποχής» από τα τεκταινόμενα, αρνούμενος πάντως να έχει κάθε σχέση με τις κατοχικές κυβερνήσεις. Το Μάη του 1943 αποφάσισε κάτι να κάνει και ίδρυσε την παραπάνω οργάνωση, στην οποία συμμετείχαν κι άλλοι στρατηγοί, φίλοι του. Για να καταλάβουμε τους σκοπούς της οργάνωσης αυτής, αρκεί να γράψουμε ότι όπως η ίδια διακήρυσσε ήθελε «να αντιταχθεί κατά πάσης απόπειρας διασαλεύσεως ή ανατροπής του κοινωνικού καθεστώτος», δηλαδή να ξαναφέρει τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ όταν θα ερχόταν η απελευθέρωση.
Η μόνη δραστηριότητα που παρουσίασε η «Στρατιωτική Ιεραρχία» ήταν ότι έστειλε κάποιους αξιωματικούς για να ενισχύσουν τις αστικές αντάρτικες οργανώσεις, μεταξύ των οποίων τον μοιραίο Θύμιο Δεδούση στην ΕΚΚΑ.
Αλλά κατά εντελώς περίεργο τρόπο, που έδειχνε πλήρη έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα, έστειλε έναν ανώτατο αξιωματικό, τον στρατηγό Τσίπουρα, ο οποίος μάλιστα είχε διοριστεί επί Μεταξά και επί της αρχικής φάσης της κυβέρνησης Τσολάκογλου σε κάποια αξιώματα (!!!) στο Κοινό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών που είχε ακριβώς τότε δημιουργηθεί. Μόλις έφτασε εκεί ο Τσίπουρας ζήτησε… να του παραδοθεί η ηγεσία λόγω του ότι εκπροσωπούσε τον ανώτερο στην ιεραρχία του προπολεμικού ελληνικού στρατού Παπάγο!
Θα πρέπει να πέρασαν για τρελό τον Τσίπουρα οι ηγέτες των ανταρτών και ιδιαίτερα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που βρίσκονταν στο Κοινό Στρατηγείο – όταν κατάλαβαν ότι δεν ήταν τρελός και εννοούσε στα σοβαρά αυτά που τους ζητούσε, τον συνέλαβαν… ευγενικά, τον ανέκριναν κι όταν τελικά δεν προέκυψε κάποια κατηγορία για προδοσία σε βάρος του, τον περιόρισαν σε ένα χωριό και αργότερα τον απελευθέρωσαν.
Ένα γεγονός που έχει μεγάλη σημασία είναι ότι την ίδια εποχή που υπογράφηκε η παραπάνω συμφωνία το ΕΑΜ δέχτηκε πιεστικά προτάσεις από τον εκπρόσωπο του Τίτο, Βουκμάνοβιτς - Τέμπο να μην υπαχθεί στο βρετανικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής αλλά σε ένα «Κοινό Βαλκανικό Στρατηγείο» στο οποίο θα συμμετείχαν οι αντάρτες από την Αλβανία, την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη… Μακεδονία, με «δικαίωμα αυτοδιάθεσης του μακεδονικού λαού μετά από την απελευθέρωση»! Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η ιδέα γι’ αυτό το «Κοινό Βαλκανικό Στρατηγείο» εντασσόταν στα επεκτατικά σχέδια του Τίτο, ο οποίος ονειρευόταν (όπως φαίνεται κι από το ημερολόγιο του Δημητρόφ) μια μεγάλη βαλκανική σλαβική ομοσπονδία, δηλαδή στην πραγματικότητα μια μεγάλη Γιουγκοσλαβία υπό τη δική του ηγεσία, η οποία θα περιλάμβανε τη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Μακεδονία – ΟΛΟΚΛΗΡΗ τη Μακεδονία, δηλαδή και την ελληνική! Αν αυτά τα σχέδια του Τίτο δεν πραγματοποιήθηκαν τελικά, είναι διότι τα αντιλήφθηκε ο Στάλιν, ο οποίος κατάλαβε ότι με τον τρόπο αυτό ο Τίτο ήθελε να δημιουργήσει έναν δικό του μεγάλο σλαβικό «πόλο» ανταγωνιστικό προς τη Σοβιετική Ένωση – είναι μνημειώδεις στο ίδιο ημερολόγιο του Δημητρόφ οι «κατσάδες» του Στάλιν προς τον Δημητρόφ διότι υποψιαζόταν ότι θα μπορούσε να παρασυρθεί από τον Τίτο σε αυτά τα σχέδια!
Η ηγεσία του ΚΚΕ και το ΕΑΜ προς τιμήν της κατάλαβε τις επιδιώξεις του Τίτο κι απέρριψε τις προτάσεις του – όμως (και γι’ αυτό το συγκεκριμένο γεγονός δεν φταίει το ΕΑΜ), αυτή η πίεση του Τίτο διευκόλυνε το «μπατάρισμα» προς την άλλη μεριά, δηλαδή προς τους Βρετανούς και το δικό τους στρατηγείο της Μέσης Ανατολής…
Καθώς προχωρούσε το 1943 οι σχέσεις μεταξύ του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ επιδεινώνονταν ραγδαία (για τις σχέσεις ΕΑΜ και ΕΚΚΑ που κατέληξαν σε τραγωδία θα αναφερθούμε σε επόμενη συνέχεια). Σίγουρα δεν βοήθησε καθόλου αυτές τις σχέσεις η διάσπαση του ΕΔΕΣ της Αθήνας και ο καθαρά αντικομμουνιστικός και δοσιλογικός προσανατολισμός της μιας από τις δυο διασπασμένες μερίδες, η οποία μάλιστα επικράτησε πλήρως εξαφανίζοντας την άλλη και δολοφονώντας τον ηγέτη της, Δημήτρη Γιαννακόπουλο. Δεν βοήθησε επίσης το γεγονός ότι ο Ζέρβας άργησε πολύ να αποκηρύξει (με χαρακτηριστική απροθυμία) τη δοσιλογική μερίδα. Δεν βοήθησε και η προσπάθεια για «συντονισμό» όλων των αντιεαμικών οργανώσεων και… των γερμανικών αρχών Κατοχής με σκοπό τον αντικομμουνιστικό αγώνα, την οποία επιχείρησε ο βρετανός Ντον Στοττ – όταν αυτή μαθεύτηκε από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, δημιούργησε πολύ μεγάλη νευρικότητα στις τάξεις του.
Αλλά και χωρίς όλα αυτά, η σύγκρουση μάλλον θα επερχόταν, καθώς οι τριβές μεταξύ ΕΑΜ και ΕΔΕΣ για το ποιος θα έλεγχε τις «αμφισβητούμενες» από πλευράς επιρροής περιοχές της Δυτικής Ελλάδας πήραν ένοπλη μορφή και οι «προκλήσεις» κι απ’ τις δυο μεριές έδιναν κι έπαιρναν.
Στο μεταξύ τον Ιούλιο του 1943 ανατράπηκε στην Ιταλία ο Μουσολίνι και το Σεπτέμβρη του 1943 η Ιταλία συνθηκολόγησε. Τα ιταλικά στρατεύματα που βρίσκονταν στην Ελλάδα παραδόθηκαν στους Γερμανούς ή διαλύθηκαν – για κάποιες μέρες η Αθήνα είχε γίνει ένα μεγάλο παζάρι όπου οι Ιταλοί στρατιώτες, μέχρι να αιχμαλωτισθούν από τους Γερμανούς, πουλούσαν κάθε είδους υλικό σε οποιονδήποτε ήθελε να το αγοράσει! Σε άλλες περιπτώσεις, όπως κυρίως στην Κεφαλονιά, η εξέλιξη ήταν τραγική: εκεί σχεδόν δέκα χιλιάδες Ιταλοί αξιωματικοί και στρατιώτες εξοντώθηκαν αδίστακτα από τους Γερμανούς επειδή αρνήθηκαν να παραδοθούν σε αυτούς. Αλλού οι Ιταλοί που δεν παραδόθηκαν είτε εξουδετερώθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν είτε κατόρθωσαν (στην περίπτωση της Σάμου) να περάσουν στη Μικρά Ασία.
Μία όμως ιταλική μεραρχία, η οποία υπήρχε στην περιοχή της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, η Μεραρχία Πινερόλο, δεν ακολούθησε τους Γερμανούς αλλά άρχισε ένα μαραθώνιο διαπραγματεύσεων μεταξύ της διοίκησής της, του ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ και των Άγγλων με αντικείμενο… σε ποιους θα παραδιδόταν. Μετά από διάφορες διακυμάνσεις, όταν η ηγεσία του ΕΛΑΣ αντιλήφθηκε ότι σκοπός των Άγγλων ήταν να μην περιέλθει ο οπλισμός αυτής της μεραρχίας στα χέρια του, ενήργησε μονομερώς και την αφόπλισε – έτσι με αυτό τον τρόπο ο ΕΛΑΣ ενισχύθηκε αποφασιστικά σε πολεμικό υλικό, το οποίο πλέον του έφτανε για κάθε επιχείρησή του, του έλυσε το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε ως τότε και τον απεξάρτησε εντελώς από την αγγλική βοήθεια! Οι Βρετανοί εξοργίστηκαν αλλά… δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα!
Για την ιστορία πολλοί στρατιώτες της Μεραρχίας Πινερόλο είχαν τραγική τύχη όταν βρέθηκαν άοπλοι στο πεδίο των μαχών μεταξύ ΕΛΑΣ και Γερμανών, για τις οποίες θα γράψουμε λίγο παρακάτω… κανένας δεν ήταν σε θέση να αναλάβει τη διατροφή τους και πέθαναν από τις κακουχίες και από την πείνα – μέχρι που όσους επέζησαν έσωσε ο ΕΛΑΣ όταν έληξαν οι επιχειρήσεις των Γερμανών διασκορπίζοντάς τους σε διάφορα χωριά.
Τον Οκτώβρη λοιπόν του 1943 ξέσπασε πλέον ανοιχτή ένοπλη σύγκρουση μεταξύ ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, η οποία πήρε τη μορφή άγριου εμφυλίου πολέμου – όλα δείχνουν ότι ο ΕΛΑΣ ο οποίος είχε αποκτήσει μεγάλη αυτοπεποίθηση λόγω της ενίσχυσής του με τον οπλισμό της Πινερόλο θεώρησε, με προτροπή του πάντα πιο επαναστατικού Άρη Βελουχιώτη, ότι θα μπορούσε «να ξεμπερδέψει επιτέλους» με τον ΕΔΕΣ.
Αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι… οι μάχες ήταν σκληρές κι ο ΕΔΕΣ, ο οποίος είχε γερά ερείσματα στην περιοχή της Ηπείρου, αντιστάθηκε σθεναρά, ενώ και η ηγεσία του ΕΑΜ υπό την πίεση των διαμαρτυριών των Βρετανών και παρά τις εκκλήσεις του Άρη Βελουχιώτη δεν τον ενίσχυσε αποφασιστικά, δηλαδή στην πραγματικότητα φοβόταν να διαλύσει τον ΕΔΕΣ για να μην προκαλέσει τους Βρετανούς.
Η κατάσταση έγινε πολύ χειρότερη και πιο περίπλοκη από την επέμβαση των Γερμανών, οι οποίοι αφενός ήθελαν να «διορθώσουν» την κατάσταση που είχε δημιουργήσει για τις δυνάμεις κατοχής η έλλειψη θέλησης για πόλεμο και η ανικανότητα των Ιταλών και αφετέρου αντιλήφθηκαν τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει μεταξύ των ανταρτών. Έτσι εξαπέλυσαν μεγάλης έκτασης εκκαθαριστικές επιχειρήσεις επιτιθέμενοι και στον ΕΛΑΣ και στον ΕΔΕΣ και μάλιστα προσπαθώντας με διάφορους τρόπους να δημιουργήσουν και στις δυο οργανώσεις την εντύπωση ότι ευνοούσαν τους αντιπάλους της για να μεγαλώσουν τη διχόνοια μεταξύ τους! Την εντύπωση αυτή μεγάλωσαν και για τον ΕΛΑΣ και για τον ΕΔΕΣ κάποιες περιπτώσεις τοπικών ανακωχών μονάδων και των δυο με τους Γερμανούς για να αποφύγουν τη διάλυση… ακριβώς όπως γινόταν στην Επανάσταση του 1821 με τα «καπάκια», δηλαδή τις συμφωνίες ανακωχής που έκαναν Έλληνες οπλαρχηγοί με τους Τούρκους όταν βρίσκονταν (και λόγω των τότε εμφύλιων διαμαχών μεταξύ των Ελλήνων) σε δύσκολη θέση!
Οι Γερμανοί όμως δεν περιορίστηκαν μόνο στην ανάμιξή τους στις μάχες ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ: οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που εξαπέλυσαν (με δυο μεραρχίες δύναμης 20.000 ανδρών υποστηριζόμενες από τεθωρακισμένα κι αεροπλάνα) ήταν πολύ μεγαλύτερης έκτασης, σε όλη την Ελεύθερη Ελλάδα και δυσκόλεψαν πάρα πολύ τον ΕΛΑΣ, καθώς οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις ήταν ασύγκριτα ανώτερες και με πολύ μεγαλύτερη διάθεση να κάνουν τη «δουλεία» τους απ’ όσο οι ιταλικές. Μάλιστα την 1η Νοέμβρη του 1943 οι Γερμανοί κατέλαβαν το Περτούλι, που ήταν η έδρα του στρατηγείου του ΕΛΑΣ. Το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 1943 κάηκαν άπειρα ελληνικά χωριά στα πλαίσια των επιχειρήσεων αυτών – ωστόσο ο ΕΛΑΣ πετυχαίνοντας ένα σωστό στρατιωτικό αμυντικό θαύμα, κατόρθωσε να επιβιώσει. Δηλαδή οι Γερμανοί παρά τις τρομερές καταστροφές που προκάλεσαν, δεν πέτυχαν ουσιαστικά τίποτα: όταν αποσύρονταν από μια περιοχή που είχαν καταλάβει προσωρινά, ο ΕΛΑΣ επέστρεφε και αποδεικνυόταν «Λερναία Ύδρα» γι’ αυτούς εκμεταλλευόμενος το ότι οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να διατηρούν δυνάμεις για πολύ καιρό σε κάθε ελληνικό χωρίο και σε κάθε ελληνικό βουνό. Τελικά και οι ίδιοι οι Γερμανοί παραιτήθηκαν από την προσπάθειά τους να διαλύσουν τον ΕΛΑΣ και περιορίστηκαν σταδιακά στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ έληξε με ανακωχή στις 4 Φεβρουαρίου του 1944: εξαιτίας του συνδυασμού όλων των γεγονότων που περιγράψαμε μόλις παραπάνω, ο ΕΛΑΣ δεν κατόρθωσε να διαλύσει τον ΕΔΕΣ. Φαίνεται όμως ότι εκτός από τα παραπάνω γεγονότα οι Άγγλοι θα έστειλαν κάποιο μήνυμα και στους Σοβιετικούς: έτσι στις 31 Δεκεμβρίου του 1943 ο ραδιοφωνικός σταθμός της Μόσχας μετέδωσε έκκληση προς τους Έλληνες αντάρτες «για ενότητα και πόλεμο μόνο με τους Γερμανούς». Δεν είναι γνωστό αν η παραπάνω έκκληση επηρέασε την ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ αλλά... έδειχνε με πλάγιο τρόπο τη σοβιετική στάση απέναντι στο ελληνικό πρόβλημα.
Θα τελειώσουμε εδώ αυτό το δωδέκατο μέρος και στο επόμενο θα μπούμε στα πάρα πολλά μεγάλα γεγονότα του 1944, που είναι και το «έτος μηδέν» της Ιστορίας που περιγράφουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου