Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

Αμείλικτα ερωτήματα για τη συνεργασία της αμερικανικής “Palantir” με το ελληνικό κράτος – Γιατί κρύβουν τη συμφωνία;.....

 Στο «πιάτο» μιας αμερικανικής πολυεθνικής, της «Palantir», που έχει «δεσμούς αίματος» με τη CIA, παραδίνονται μια σειρά από ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα εργαζομένων και λαϊκών στρωμάτων, στο όνομα της διαχείρισης της πανδημίας. Η ελληνική κυβέρνηση, σύμφωνα με ανακοινώσεις της ίδιας της εταιρείας και του Αμερικανού πρέσβη, αξιοποιεί ένα εξελιγμένο λογισμικό της συγκεκριμένης εταιρείας για τη σύνδεση, ανάλυση και οπτικοποίηση μεγάλου όγκου προσωπικών δεδομένων που έχουν να κάνουν ευρύτερα με την πανδημία.

Η κυβέρνηση, βέβαια, δεν έχει αναφέρει ποτέ μέχρι σήμερα τη συνεργασία της με την «Palantir». Η σχέση της με το ελληνικό κράτος αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά από το «Bloomberg», τον περασμένο Απρίλη, όπου αναφέρθηκε ότι «περισσότερες από δώδεκα χώρες χρησιμοποιούν λογισμικό εξόρυξης δεδομένων που παρέχεται από την “Palantir” για την αντιμετώπιση του κορονοϊού».

Ανώνυμη πηγή, που υποστήριξε πως δεν είχε άδεια να μιλήσει δημόσια για το ζήτημα, ανέφερε πως μετά τις ΗΠΑ και την Βρετανία, το λογισμικό της εταιρείας άρχισαν να αξιοποιούν χώρες όπως η Αυστρία, ο Καναδάς, η Ελλάδα και η Ισπανία.

Τι ακριβώς κάνει η «Palantir»;


Τι υπηρεσίες προσφέρει όμως η «Palantir» στο ελληνικό κράτος; Η ίδια η εταιρεία τις περιγράφει ως εξής: «Η “Palantir” είναι μια εταιρεία λογισμικού που δημιουργεί πλατφόρμες δεδομένων για χρήση από οργανισμούς με πολύπλοκα και ευαίσθητα περιβάλλοντα δεδομένων. Από την κατασκευή ασφαλέστερων αυτοκινήτων και αεροπλάνων, μέχρι την ανακάλυψη νέων ναρκωτικών και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η “Palantir” βοηθά τους πελάτες (…) να μετασχηματίσουν τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν τα δεδομένα τους».

Η κυβέρνηση αξιοποιεί την πλατφόρμα λογισμικού «Foundry», με ιδιαίτερη υπηρεσία την «ανάπτυξη ενός πίνακα εργαλείων κέντρου ελέγχου κρίσεων για τον πρωθυπουργό, το οποίο παρουσιάζει μια ολιστική επισκόπηση της κατάστασης της πανδημίας COVID-19 στην Ελλάδα σε πραγματικό χρόνο».

Δημόσια αναφέρεται ότι το λογισμικό προσφέρθηκε από την εταιρεία δωρεάν για όσο διάστημα διαρκεί η πανδημία. Η προθυμία της αυτή να προσφέρει «αφιλοκερδώς» τις υπηρεσίες σε έναν τόσο ευαίσθητο τομέα, μόνο υποψίες μπορεί να γεννά. Ιδίως όταν μιλάμε για μια εταιρεία με το ιστορικό της «Palantir».

Οσον αφορά τα δεδομένα που τροφοδοτούν το λογισμικό, αφορούν κατά πρώτο λόγο τα αποτελέσματα των τεστ, τις διαθέσιμες κλίνες ΜΕΘ και την κατανάλωση οξυγόνου κ.λπ. Ανεπίσημες αναφορές κάνουν επίσης λόγο για δεδομένα σχετικά με την κίνηση, όπως διόδια, λιμάνια και πρατήρια καυσίμων, διαμορφώνοντας, για παράδειγμα, μια εικόνα για το πόση βενζίνη καταναλώθηκε σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Οι κατηγορίες δεδομένων δεν περιορίζονται σε αυτές, ωστόσο δεν έχουν ακόμα αποκαλυφθεί. Είναι αποκαλυπτικό να ανατρέξει κανείς σε παλιότερες δηλώσεις του υφυπουργού Πολιτικής Προστασίας, Ν. Χαρδαλιά, ο οποίος προειδοποιούσε με βεβαιότητα ότι «η ελληνική πολιτεία και γνώριζε και γνωρίζει και θα συνεχίσει να γνωρίζει ποια οχήματα περνούν τα διόδια», απευθυνόμενος σε όσους σκόπευαν να ταξιδέψουν προς τα χωριά τους στις αρχές της πρώτης καραντίνας το Μάρτη, απειλώντας τους ότι θα εντοπιστούν. Κάτι παραπάνω θα ήξερε προφανώς η Πολιτική Προστασία…

Αντίστοιχη «εμπειρία» έρχεται και από τη Βρετανία, όπου, σύμφωνα με τον «Guardian», αξιοποιώντας τις υπηρεσίες της «Palantir», η διοίκηση του συστήματος Υγείας, το υπουργικό συμβούλιο και το γραφείο του πρωθυπουργού λαμβάνουν μια ζωντανή ροή των συγκεντρωτικών στατιστικών για τις νοσηλείες, τη διαθεσιμότητα των κλινών ΜΕΘ, παραγγελίες αναπνευστήρων, προμήθειες οξυγόνου κ.λπ.

Η πλατφόρμα περιλαμβάνει επίσης μεγάλους όγκους προσωπικών δεδομένων, ευαίσθητων πληροφοριών για την υγεία, τα αποτελέσματα εξετάσεων κορονοϊού, το περιεχόμενο των κλήσεων ασθενών στη γραμμή συμβουλών υγείας, ακόμα και κλινικές πληροφορίες σχετικά με τους νοσηλευόμενους στις ΜΕΘ.

Γιατί κρύβουν τη συμφωνία;


Η πρώτη επίσημη αναφορά της συνεργασίας ανάμεσα στην αμερικανική εταιρεία και την κυβέρνηση καταγράφεται στη Συμφωνία για την Επιστήμη και την Τεχνολογία ΗΠΑ – Ελλάδας που υπέγραψαν στις 28 Σεπτέμβρη στη Θεσσαλονίκη ο ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Μ. Πομπέο, και ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Αδωνις Γεωργιάδης.

Στην τελευταία γραμμή του εγγράφου αναφέρεται πως «τεχνολογικές εταιρείες, όπως η “Google”, η “Cisco”, η “Microsoft”, η “Apple”, η “Abbott” και η “Palantir”, συνέβαλαν στην ενίσχυση των προσπαθειών αντιμετώπισης της πανδημίας στην Ελλάδα».

Εναν περίπου μήνα μετά, σε ανάρτηση του πρέσβη των ΗΠΑ, Τζ. Πάιατ στο Twitter για τη συζήτησή του με τον υπουργό Υγείας, Βασίλη Κικίλια, με θέμα τη συνεργασία ΗΠΑ – Ελλάδας κατά του κορονοϊού, ανέφερε πως «η φαρμακευτική και τεχνολογική καινοτομία των ΗΠΑ (Pfizer, LillyPad, AbbottNews, PalantirTech & άλλων) θα βοηθήσουν στη μείωση της πίεσης στο σύστημα Υγείας στην Ελλάδα και τελικά θα τερματίσουν την πανδημία».

Στις 3 Δεκέμβρη, σύμφωνα με δελτίο Τύπου της ίδιας της «Palantir», με τίτλο «Η ελληνική κυβέρνηση και η “Palantir” επιβεβαιώνουν τη συνεργασία ψηφιακού μετασχηματισμού», αναφέρεται πως ο πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, μίλησε μέσω τηλεδιάσκεψης με τον συνιδρυτή και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, Αλεξ Καρπ, «για την συνεχώς διευρυνόμενη συνεργασία της “Palantir” με την κυβέρνηση της Ελλάδας για την υποστήριξη των προσπαθειών αντιμετώπισης του Covid-19».

Ο Καρπ, μάλιστα, δήλωσε πως η εμπειρία της συνεργασίας του με την Ελλάδα «ήταν μία από τις καλύτερες στον κόσμο, και ανυπομονούμε να διευρύνουμε αυτή τη συνεργασία για τα επόμενα χρόνια». Στο ίδιο δελτίο Τύπου επιβεβαιώνεται πως η «Palantir» έχει συνεργαστεί με την ελληνική κυβέρνηση από την αρχή της πανδημίας για «να βοηθήσει να καταστεί δυνατή η λήψη αποφάσεων με γνώμονα τα δεδομένα στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημίας COVID-19».

Ανεπίσημες πηγές αναφέρουν ότι η συμφωνία έγινε από την «ανάγκη να υπάρχουν πολλά δεδομένα σε πραγματικό χρόνο για να μπορεί να προχωρά η Επιτροπή Λοιμωξιολόγων σε εισηγήσεις και η κυβέρνηση σε αποφάσεις». Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως η συμφωνία είναι εξαφανισμένη ακόμα και από τη «Διαύγεια»…


«Γέννημα – θρέμμα» της CIA


Για να ρίξουμε όμως μια ματιά στην ιστορία της συγκεκριμένης εταιρείας: Ιδρύθηκε το 2003, με βασικούς συντελεστές τον Αμερικανό Αλεξ Καρπ και τον Γερμανοαμερικανό Πίτερ Τιλ, που είναι πρόεδρος της εταιρείας, συνιδρυτής της «PayPal», αλλά και ο πρώτος εξωτερικός επενδυτής του Facebook, στου οποίου το ΔΣ παραμένει και σήμερα.

Ο Τιλ έχει χρηματοδοτήσει ακόμα μία αμφιλεγόμενη εταιρεία τεχνολογίας, την «Clearview AI», έχοντας την ιδέα πως οι «αλγόριθμοι καταπολέμησης απάτης» της «PayPal» θα μπορούσαν να βοηθήσουν την κυβέρνηση των ΗΠΑ «στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας».

Πολύ σύντομα, την εταιρεία χρηματοδότησε με περίπου 2 εκατ. δολάρια η περίφημη «In-Q-Tel», επενδυτικός βραχίονας της CIA. Σκοπός λειτουργίας της «In-Q-Tel» είναι οι επενδύσεις σε νεοφυείς (start-up) εταιρείες τεχνολογίας, ώστε οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ να αποκτούν πρόσβαση σε τεχνολογία αιχμής που αναπτύσσεται από ιδιώτες.

Μέχρι σήμερα, η CIA έχει επενδύσει συνολικά πάνω από 300 εκατ. δολάρια στην «Palantir» και για χρόνια παρέμενε ο μοναδικός της πελάτης. Από τη σχέση αυτή ο πρώην διευθυντής της CIA Τζορτζ Τένετ απέκτησε θέση συμβούλου στην εταιρεία, ιδιότητα που κατέχει μαζί με την πρώην ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Κοντολίζα Ράις.

Στη συνέχεια, η «Palantir» άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες της στον στρατό των ΗΠΑ. Μέχρι το τέλος του 2011 πάνω από 30 μονάδες του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ και το Αφγανιστάν αξιοποιούσαν το λογισμικό της, ενώ έχει υπογράψει συμβόλαια δισεκατομμυρίων με το αμερικανικό Πεντάγωνο.

Ανάμεσα στα προγράμματα που χρησιμοποιούν οι αμερικανικές Ενοπλες Δυνάμεις είναι τα «Vantage» και «Μaven», που αφορούν στην ανάπτυξη και χρήση τεχνητής νοημοσύνης σε μη επανδρωμένα αεροσκάφη για βομβαρδισμούς ακριβείας και συλλογή πληροφοριών.

Το δεύτερο από αυτά τα προγράμματα χαρακτηρίζεται από τον πρόεδρο της «Palantir» «Σχέδιο Μανχάταν (το σχέδιο ανάπτυξης της πρώτης ατομικής βόμβας) του 21ου αιώνα». Η εταιρεία το ανέλαβε το 2019, όταν η «Google» ακύρωσε τη συμφωνία της με την αμερικανική κυβέρνηση, μετά τις αντιδράσεις για την είσοδο της εταιρείας στη «βιομηχανία του πολέμου».

Οι «δουλειές» επεκτείνονται


Στενή συνεργασία έχει αναπτυχθεί και με διάφορα Σώματα Ασφαλείας των ΗΠΑ, όπως την Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνειακής Επιβολής (ICE). Οι υπηρεσίες της «Palantir», που άρχισαν να προσφέρονται στην ICE από το 2014, μετά την υπογραφή ενός συμβολαίου αξίας 41 εκατ. δολαρίων, χαρακτηρίστηκαν «κινητήρια δύναμη» της μηχανής απελάσεων των ΗΠΑ.

Η ICE έχει αναλάβει την υλοποίηση της σκληρής αντιμεταναστευτικής πολιτικής των ΗΠΑ. Με την εποπτεία της, απελάθηκαν περίπου 3,2 εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες την περίοδο της διακυβέρνησης Ομπάμα και άλλοι περίπου 800.000 κατά την τετραετία Τραμπ. Πολλοί από αυτούς είχαν προηγουμένως κρατηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και είχαν χωριστεί από τις οικογένειές τους.

Το λογισμικό που ανέπτυξε η «Palantir» για την ICE επιτρέπει στους πράκτορές της να έχουν πρόσβαση σε ένα τεράστιο «οικοσύστημα» δεδομένων, το οποίο διευκολύνει την ανακάλυψη και παρακολούθηση «στόχων». Στη συνέχεια, συμβάλλει στο στήσιμο των δικαστικών υποθέσεων εναντίον τους και τη διαχείρισή τους.

Το σύστημα παρέχει στους «χρήστες» του πρόσβαση σε πλατφόρμες πληροφοριών που διατηρούνται από διάφορες κρατικές υπηρεσίες και ιδιωτικούς οργανισμούς ασφάλειας. Παρέχει στους πράκτορες της ICE πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με την εκπαίδευση ενός «στόχου», τις οικογενειακές του σχέσεις, τις ασχολίες του, τα τηλεφωνικά αρχεία, το ιστορικό μετανάστευσης, τις προσωπικές συνδέσεις, τα βιομετρικά χαρακτηριστικά, το ποινικό μητρώο, τις διευθύνσεις σπιτιού και εργασίας.

Μιλάμε δηλαδή για κανονικό «φακέλωμα» που βρίσκει εφαρμογή και στη λεγόμενη «προληπτική αστυνόμευση», στην οποία χρησιμοποιούνται ποσοτικές αναλύσεις για τον εντοπισμό περιοχών που παρουσιάζουν «ροπή» προς το έγκλημα, ή ατόμων που θεωρείται πιθανό να διαπράξουν ή να πέσουν θύματα εγκλήματος.

Για παράδειγμα, με την εφαρμογή της συγκεκριμένης τεχνολογίας, η αστυνομία του Λος Αντζελες είχε τη δυνατότητα να «επικεντρώσει» σε ένα άτομο και στη συνέχεια να προσδιορίσει τους φίλους του, τους συγγενείς, τους συναδέλφους και τις άλλες σχέσεις του.

Αλλες εφαρμογές της εταιρείας αξιοποιήθηκαν για την αποκάλυψη δύο επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας κατασκοπείας στον κυβερνοχώρο, της «Ghost Net» και της «Shadow Network», όπως και την παρακολούθηση της συμφωνίας για τα πυρηνικά, που είχε υπογράψει το Ιράν το 2015, από τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας.

Το 2019 η εταιρεία είχε στον κατάλογό της 125 πελάτες, από τους οποίους σχεδόν οι μισοί είναι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι. Πλέον, η αγορά στην οποία στοχεύει η «Palantir» είναι κυβερνήσεις και κρατικοί οργανισμοί, όπως και «οι 6.000 εταιρείες που έχουν 500 εκατ. δολάρια ή περισσότερο σε ετήσια έσοδα». Τα ενεργά συμβόλαια της εταιρείας με κυβερνητικούς φορείς σε όλο τον κόσμο, στα τέλη Σεπτέμβρη, ανέρχονταν σε συνολική αξία 1,3 δισ. δολαρίων.

«Πυλώνας» σε επικίνδυνους σχεδιασμούς


Τα δύο κύρια προγράμματα της εταιρείας, το «Gotham» και το «Foundry», συλλέγουν και επεξεργάζονται τεράστιες ποσότητες δεδομένων, προκειμένου να εντοπιστούν οι συνδέσεις, τα πρότυπα και οι τάσεις που θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τους ανθρώπινους αναλυτές. Ο στόχος όλης αυτής της «ενσωμάτωσης δεδομένων» είναι η βελτίωση της ικανότητας λήψης αποφάσεων.

«Η βασική αποστολή της εταιρείας μας ήταν πάντα να κάνει τη Δύση και ειδικά την Αμερική την ισχυρότερη στον κόσμο», είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Καρπ, προσθέτοντας πως «συνεργαζόμαστε με τους περισσότερους ειδικούς φορείς στον δυτικό κόσμο. Συνεργαζόμαστε με τις περισσότερες μυστικές υπηρεσίες. Εχουμε παρουσία σε πάνω από 40 χώρες».

Ανάμεσα σε αυτές, η μητροπολιτική αστυνομία του Λονδίνου, οι αστυνομικές αρχές της Γερμανίας, όπως και οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες στράφηκαν στην «Palantir» μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του Νοέμβρη του 2015 στο Παρίσι.

Από το 2016, η Europol χρησιμοποιεί το λογισμικό «Gotham» για «επιχειρησιακούς» σκοπούς, για την ανάλυση και την απεικόνιση των σχέσεων μεταξύ προσώπων, αντικειμένων ή την πορεία των γεγονότων. Τα «δομημένα δεδομένα», όπως λίστες επαφών και ιστορικό ταξιδιού, συνδέονται με «μη δομημένα δεδομένα», όπως φωτογραφίες ή δεδομένα τοποθεσίας. Αυτή η ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων έχει ως στόχο να δημιουργήσει «ερευνητικές υποδείξεις».

Οι αναρίθμητοι τρόποι με τους οποίους αξιοποιείται το λογισμικό της, δείχνουν τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρει σε κράτη και πολυεθνικές η ανάλυση μεγάλων δεδομένων (Mega Data).

Η «Airbus», για παράδειγμα, αξιοποίησε το «Foundry» για να μειώσει τον χρόνο που απαιτούν ο εντοπισμός και η επίλυση σφαλμάτων στη διαδικασία παραγωγής. Ο περιορισμός του μέσου όρου των 24 ημερών που απαιτούσε η διαδικασία αυτή σε 17, συνέβαλε στο να εξοικονομηθούν εκατοντάδες εκατομμύρια.

Η επενδυτική τράπεζα Credit Suisse το χρησιμοποιεί για την αντιμετώπιση του «ξεπλύματος» χρήματος. Η φαρμακευτική «Merck» για την επιτάχυνση της ανάπτυξης νέων φαρμάκων, ενώ η «Ferrari Scuderia» για τη βελτίωση των μονοθέσιών της. Αλλες εταιρείες το αξιοποίησαν διαφορετικά, όπως η «JP Morgan» για να παρακολουθεί υπαλλήλους της.

Επομένως, δεν προκαλεί καθόλου έκπληξη ότι η «Palantir» συνδέθηκε με το σκάνδαλο της «Cambridge Analytica». Οι αποκαλύψεις έδειξαν πως υπάλληλος της «Palantir» ήταν αυτός που πρόσφερε την τεχνογνωσία για να «εξορύξει» μέσω του «Facebook» η «Cambridge Analytica» τις τεράστιες ποσότητες προσωπικών δεδομένων που αξιοποίησε στη συνέχεια για να επιδράσει στην εκλογική συμπεριφορά, στις προηγούμενες αμερικανικές εκλογές.

Αμείλικτα ερωτήματα


Αναφορά στην υπόθεση της συνεργασίας της «Palantir» με την κυβέρνηση έκανε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ Νίκος Καραθανασόπουλος σε τοποθέτησή του στην Ολομέλεια της Βουλής, θέτοντας ερωτήματα για τη σύμβασή της με την κυβέρνηση.

Οπως είπε ο Ν. Καραθανασόπουλος, ο όμιλος αυτός «δεν είναι αθώος αλλά είναι πολύ στενά συνδεδεμένος με τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, με τις αρχές καταστολής των ΗΠΑ και ο βασικός άξονας λειτουργίας του είναι η συγκέντρωση μεγάλου όγκου από πληροφορίες από όλο τον κόσμο και η επεξεργασία τους με διάφορες μεθόδους. Οι δραστηριότητες μάλιστα του ομίλου αυτού έχουν αποτελέσει αντικείμενο κριτικής τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ».

Ανέδειξε επίσης ότι η συμφωνία συνεργασίας έχει γίνει με διαδικασίες που η κυβέρνηση έχει χρησιμοποιήσει και με άλλες αντίστοιχες συμφωνίες, όπως για παράδειγμα για την τηλεκπαίδευση. «Δηλαδή, με κλειστές, κατ’ ιδίαν συνομιλίες, χωρίς κανενός είδους διαγωνιστική διαδικασία».

«Με βάση τα παραπάνω ζητήματα – επισήμανε ο Ν. Καραθανασόπουλος – γεννιούνται μια σειρά από ερωτήματα: Ποια, για παράδειγμα, είναι τα χαρακτηριστικά της συνεργασίας με την εν λόγω εταιρεία; Πότε ξεκίνησαν τη συνεργασία; Ποιο είναι το αντίτιμο; Ποιο είναι αναλυτικά το αντικείμενο αυτής της συνεργασίας και της συλλογής και επεξεργασίας των στοιχείων και γιατί δεν έγινε διαγωνιστική διαδικασία;».

Ακόμα, «σε ποια δεδομένα, αναλυτικά, έχει πρόσβαση η εν λόγω εταιρεία; Περιλαμβάνονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των Ελλήνων πολιτών; Εχει η εταιρεία πρόσβαση σε δεδομένα που αφορούν την υγειονομική κατάσταση των ασθενών Covid και των επαφών τους; Πώς διασφαλίζεται το απόρρητο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγει το υπουργείο και αφορούν την πανδημία;

Και εφόσον θέλατε να επεξεργαστείτε τέτοιου είδους δεδομένα, γιατί δεν φροντίσατε να καλυφθούν οι όποιες πληροφοριακές ανάγκες από προσωπικό του κρατικού τομέα; Για ψηφιακό κράτος μιλάτε…». Απάντηση, βέβαια, δεν υπήρξε ποτέ.
http://sioualtec.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου