Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ Γ΄

 


ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ Γ΄

Γράφει ο

Με το θάνατο του Μεταξά στις 29 Ιανουαρίου 1941, όπως προαναφέραμε, δημιουργήθηκε πολύ μεγάλο κενό εξουσίας - κι αυτό συνέβη διότι η δικτατορία του Μεταξά ήταν ένα καθεστώς συνδεμένο με τον «πρώτον εργάτην», «πρώτον αγρότην», «πατέρα» και διάφορα παρόμοια με τα οποία ήθελε ο Μεταξάς και έβαζε να τον εξυμνούν.
Ναι μεν ο έλεγχος του στρατού ανήκε στον βασιλιά κι όχι στον Μεταξά αλλά αυτό συνέβαινε στο παρασκήνιο και ήταν σε γνώση των πιο «μυημένων». Ο λαός τον Μεταξά ήξερε ως «εθνικόν κυβερνήτην», όπως επίσης αρεσκόταν να αποκαλείται ο τελευταίος – εδώ να πούμε, με την ευκαιρία, ότι το καθεστώς του Μεταξά από αυτή την άποψη αλλά κι από άλλες, όπως π.χ. από την άποψη της έλλειψης φυλετικού ρατσισμού, έμοιαζε περισσότερο με εκείνο του Μουσολίνι, που κι αυτός ήταν υπό τον «διακριτικό» έλεγχο του ιταλικού «βαθέως κατεστημένου» (το οποίο όταν ο Μουσολίνι του έγινε άχρηστος το 1943 τον ξεφορτώθηκε με χαρακτηριστική ευκολία), παρά με εκείνο του Χίτλερ.
Άλλη ηγετική προσωπικότητα που θα μπορούσε να συνεχίσει το καθεστώς της 4ης Αυγούστου (ονομάστηκε έτσι από την ημερομηνία, 4 Αυγούστου 1936, που ο Μεταξάς με έγκριση του βασιλιά επέβαλε τη δικτατορία του) δεν υπήρχε – αλλά κι ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ ούτε διατεθειμένος ήταν ούτε έτοιμος να αλλάξει πορεία. Εξάλλου η χώρα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση κι αυτό εμπόδιζε τις εξελίξεις, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ο Γεώργιος Β΄ θα ήθελε να υπάρξουν.
Έτσι, ουσιαστικά ο Γεώργιος Β΄ ανέλαβε μόνος τη διακυβέρνηση της χώρας τοποθετώντας στη θέση του πρωθυπουργού έναν νομικό και οικονομολόγο, τον Αλέξανδρο Κορυζή, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως υπουργός «κρατικής υγιεινής και αντιλήψεως» στα τρία πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του Μεταξά και στη συνέχεια ως διοικητής της Εθνικής Τράπεζας – παλιότερα είχε υπηρετήσει σε σημαντικές οικονομικές θέσεις επί κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ο Κορυζής ήταν πραγματικά τίμιος και ευσυνείδητος στον τομέα του, ένας καλός τεχνοκράτης αλλά σε απολύτως καμιά περίπτωση κατάλληλος για πρωθυπουργός της χώρας σε μια τέτοια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, δηλαδή ενώ συνεχιζόταν ο πόλεμος με την Ιταλία και κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο απειλητικός ο κίνδυνος εισβολής και της Γερμανίας. Φυσικά ο Γεώργιος Β΄ όλα αυτά τα γνώριζε και τον τοποθέτησε ως πρωθυπουργό για να κάνει την τρέχουσα διοικητική δουλειά, ενώ για όλα τα σημαντικά θέματα θα αποφάσιζε ο ίδιος, αφού, εννοείται, «συμβουλευόταν» για όλα τα θέματα τους Άγγλους – άλλωστε περισσότερο Εγγλέζος παρά Έλληνας ένοιωθε κι ο ίδιος!
Όπως και νάχει, εκείνη τη στιγμή στην Ελλάδα κανείς δεν είχε το μυαλό του στην πολιτική κατάσταση και στο αν και πώς θα συνεχιζόταν η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, διότι εκείνο που προείχε ήταν ο πόλεμος με τους Ιταλούς. Κατά εκπληκτικά αξιοθαύμαστο τρόπο την Άνοιξη του 1941 ο ελληνικός στρατός απέκρουσε και την πολυδιαφημισμένη «Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών, οι οποίοι δεν μπόρεσαν τελικά να κερδίσουν το παραμικρό έδαφος, αν και πριν από την έναρξή της ο Μουσολίνι κόμπαζε ότι «θα συνέτριβε» τους Έλληνες. Το μέτωπο παρέμεινε μέσα στην Αλβανία και τελικά σταθεροποιήθηκε – αυτό βέβαια δημιουργούσε άλλο ένα αδιέξοδο, δηλαδή το ερώτημα με ποιον τρόπο θα έληγε ο πόλεμος τελικά.
Στο παρασκήνιο βέβαια γινόταν προσπάθεια να καταστρωθούν διάφορα στρατιωτικά σχέδια για την περίπτωση γερμανικής εισβολής… οι Άγγλοι μάλιστα απαιτούσαν να εγκαταλειφθεί άμεσα η Βόρεια Ελλάδα και να δημιουργηθεί γραμμή άμυνας κι αναχαίτισης των Γερμανών πολύ νοτιότερα, διότι… έτσι βόλευε τις δικές τους στρατιωτικές δυνάμεις που ήδη είχαν αποβιβαστεί στην Ελλάδα – πάρα πολύ σωστά η ελληνική στρατιωτική ηγεσία με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Παπάγο, ο οποίος από τότε άρχισε να μπαίνει στο μάτι των Άγγλων (κάτι που δεν είναι ίσως καθόλου άσχετο με την «μυστηριώδη» ασθένεια που τον οδήγησε στο θάνατο το 1955) απέρριψε αυτά τα σχέδια που σήμαιναν οικειοθελή εγκατάλειψη ελληνικού εδάφους, από την οποία κανείς δεν ήξερε πώς θα μπορούσαν να επωφεληθούν και πώς θα τη χρησιμοποιούσαν και οι ίδιοι οι Άγγλοι στο μέλλον.
Ωστόσο άλλοι στρατιωτικοί και πολιτικοί παράγοντες είχαν άλλα σχέδια: τώρα που έλειπε ο γάτος χόρευαν τα ποντίκια - δηλαδή χωρίς τον Μεταξά ο οποίος τους επιβαλλόταν και τους ανάγκαζε όλους να ακολουθούν την ίδια γραμμή, άρχισαν να «αυτονομούνται». Έτσι άλλοι, ως αγγλόφιλοι, ήταν υπέρ της αντίστασης μέχρις εσχάτων στους Γερμανούς και άλλοι, με συμπάθεια προς το φασισμό και το ναζισμό έβλεπαν με αντίστοιχη συμπάθεια την υπαγωγή της Ελλάδας στη γερμανική σφαίρα επιρροής και στον Άξονα, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη όλο και περισσότερο τον βασιλιά Γεώργιο Β΄.
Η τελική πράξη του δράματος του πολέμου του 1940-41 άρχισε να παίζεται στις 25 Μαρτίου του 1941 όχι στην Ελλάδα αλλά στη Γιουγκοσλαβία! Εκείνη τη μέρα ο αντιβασιλιάς της Γιουγκοσλαβίας Παύλος και η φιλοναζιστική κυβέρνησή του υπέγραψαν την προσχώρηση της χώρας στο «Τριμερές Σύμφωνο», δηλαδή στον Άξονα – καθόλου απίθανο εποφθαλμιώντας μεταξύ άλλων την ελληνική Μακεδονία και ιδίως τη Θεσσαλονίκη ως «δώρο» από τους Γερμανούς.
Αλλά δυο μέρες αργότερα, στις 27 Μαρτίου 1941, ένα πραξικόπημα αγγλόφιλων στρατιωτικών αριστοτεχνικά οργανωμένο από τις αγγλικές μυστικές υπηρεσίες ανέτρεψε τον αντιβασιλιά και την κυβέρνηση, εγκατέστησε στο θρόνο τον 18χρονο Πέτρο Καραγεώργοβιτς και η νέα κυβέρνηση του στρατηγού Σίμοβιτς που ανέλαβε, ακύρωσε τις συμφωνίες που είχε κάνει με τους Γερμανούς η προηγούμενη!
Αν και ο Σίμοβιτς προσπάθησε να εμφανιστεί ως «ουδέτερος», ο Χίτλερ έγινε έξαλλος και επιτάχυνε τα σχέδιά του για εισβολή στα Βαλκάνια, τα οποία άλλωστε είχε καταρτίσει από νωρίτερα (Επιχείρηση Μαρίτα τα είχε ονομάσει). Έτσι στις 5 Απριλίου οι Γερμανοί εισέβαλαν στη χώρα και βομβάρδισαν ανελέητα το Βελιγράδι, με αποτέλεσμα η γιουγκοσλαβική αντίσταση να καταρρεύσει μέσα σε μια μέρα, αφού άλλωστε η χώρα ήταν σε αναταραχή ύστερα από τα γεγονότα που προαναφέρθηκαν. Το γεγονός αυτό στάθηκε καθοριστικό για την Ελλάδα, καθώς η στρατιωτική της ηγεσία υπολόγιζε ότι η Γιουγκοσλαβία θα άντεχε περισσότερο.
Μια μέρα αργότερα, στις 6 Απριλίου 1941, οι Γερμανοί, αφού επέδωσαν για τους τύπους ένα τελεσίγραφο που απαιτούσε την άμεση αποχώρηση των αγγλικών στρατευμάτων από την Ελλάδα, εισέβαλαν στη Μακεδονία και στη Θράκη μέσω Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας.
Ο ελληνικός στρατός αντιστάθηκε αρχικά με ηρωισμό όπου αυτό ήταν δυνατόν, δηλαδή στα οχυρά της «Γραμμής Μεταξά» τα οποία είχαν δημιουργηθεί στη Μακεδονία στα πρότυπα της Γραμμής Μαζινό της Γαλλίας – όμως πλέον το στρατιωτικό δόγμα των οχυρών ήταν ξεπερασμένο, καθώς τα γερμανικά τεθωρακισμένα παρέκαμψαν τα σημεία αντίστασης και ξεχύθηκαν στο εσωτερικό της Μακεδονίας και της Θράκης, όπου ήταν αδύνατον να αντιμετωπιστούν, αφού ο ελληνικός στρατός αλλά και το κακοφτιαγμένο αγγλικό εκστρατευτικό σώμα ούτε δύναμη τεθωρακισμένων άξια λόγου διέθεταν ούτε αεροπορία.
Έτσι μόλις στις 9 Απριλίου καταλήφθηκε από τους Γερμανούς η Θεσσαλονίκη και τα ελληνικά στρατεύματα του μακεδονικού μετώπου αναγκάστηκαν να παραδοθούν.
Έτσι κι αλλιώς ήταν πάνω από τις δυνάμεις της Ελλάδας το να νικούσε ταυτόχρονα δυο υπερδυνάμεις της εποχής, τη Γερμανία και την Ιταλία. Άλλωστε τα γερμανικά στρατεύματα ήταν για την εποχή εκείνη μια φοβερή πολεμική μηχανή που ενέπνεε δέος, ασύγκριτα ανώτερη από τα ιταλικά, ενώ τα γερμανικά στούκας αλώνιζαν ανενόχλητα προκαλώντας τον πανικό. Το ηθικό λοιπόν του ελληνικού στρατού άρχισε να πέφτει – όχι μόνο σε επίπεδο απλών φαντάρων αλλά ακόμα περισσότερο σε επίπεδο ηγεσίας, η οποία διασπάστηκε σε εκείνους που ήθελαν άμεση συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, είτε από συμπάθειες στους ναζί είτε επειδή πραγματικά θεωρούσαν άσκοπη τη συνέχιση του αγώνα και ήθελαν να μη χαθούν μάταια κι άλλοι Έλληνες στρατιώτες και σε εκείνους που πιστοί στον βασιλιά Γεώργιο Β΄ ήθελαν τη συνέχιση του αγώνα μέχρις εσχάτων, κάτι το οποίο μπορεί από πολιτική άποψη να ήταν σωστό αλλά από στρατιωτική άποψη θα οδηγούσε σε απίστευτα μεγάλη καταστροφή –άλλωστε πολλοί υποψιάζονταν και ίσως όχι άδικα ότι η επιμονή του Γεωργίου Β΄ να συνεχίσει τον αγώνα, περισσότερο εξυπηρετούσε την ανάγκη κάλυψης του αγγλικού εκστρατευτικού σώματος που ήθελε να κερδίσει χρόνο για να υποχωρήσει και να εγκαταλείψει την Ελλάδα, παρά τον ελληνικό στρατό. Φυσικά, οι υπέρμαχοι της συνθηκολόγησης όχι μόνο δεν έμειναν στα λόγια αλλά αποδιοργάνωσαν ό,τι είχε απομείνει από τον ελληνικό στρατό δίνοντας μαζικά άδειες στους φαντάρους, δηλαδή προτρέποντάς τους να εγκαταλείψουν ουσιαστικά τον αγώνα.
Ενώ λοιπόν το μέτωπο είχε αρχίσει να καταρρέει, στις 18 Απριλίου 1941 ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής είχε μια συνομιλία με τον βασιλιά, ο οποίος για λόγους που παραμένουν αδιευκρίνιστοι, τον επέπληξε έντονα. Ο Κορυζής συντετριμμένος πήγε στο σπίτι του. Σε λίγο ο βασιλιάς κατάλαβε ότι τον είχε προσβάλει και φοβήθηκε την αντίδρασή του, έτσι έστειλε τον διάδοχο Παύλο να τον βρει «για να του εξηγήσει», όμως ενώ ο Παύλος συνομιλούσε με τη σύζυγο του Κορυζή ακούστηκαν δυο πυροβολισμοί – ο Κορυζής είχε αυτοκτονήσει μέσα στο δωμάτιό του αυτοπυροβολούμενος με δυο σφαίρες στην καρδιά! Αν και υπάρχει και η εκδοχή της δολοφονίας του, καθώς ενώ ήταν δεξιόχειρας πυροβολήθηκε με το αριστερό του χέρι και μάλιστα με δυο σφαίρες, τίποτα τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί. Νεκροψία πάντως δεν έγινε ποτέ.
Ο Γεώργιος Β΄ ανέλαβε προσωρινά ο ίδιος την κυβέρνηση ώσπου να έβρισκε άλλο πρόσωπο για τη θέση του πρωθυπουργού και αρχικά θέλησε να αναθέσει την εντολή στον Κώστα Κοτζιά, έναν από τους πρωτεργάτες του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Τότε όμως επενέβη ο Άγγλος πρεσβευτής Πάλαιρετ και έθεσε βέτο! Μετά από σύντομες παρασκηνιακές διαβουλεύσεις πρωθυπουργός έγινε τελικά άλλος ένας τραπεζίτης, ο Κρητικός Εμμανουήλ Τσουδερός – κάτι το οποίο έδειχνε αλλαγή προσανατολισμού της χώρας ύστερα από αγγλικές υποδείξεις Κι αυτό διότι ο Τσουδερός ανήκε στον βενιζελικό πολιτικό χώρο και είχε μάλιστα εξοριστεί από τον Μεταξά όταν αναμίχθηκε σε μια συνωμοσία για την ανατροπή του ενώ υπηρετούσε ως διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι Άγγλοι έβλεπαν πολύ μπροστά και ήθελαν να ελέγξουν τις μετακατοχικές εξελίξεις!
Στις 20 Απριλίου 1941 οι στρατηγοί Τσολάκογλου, Μπάκος και Δεμέστιχας υπό την έμπνευση και κάλυψη του… μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, ο οποίος μεταπολεμικά έγινε Αρχιεπίσκοπος, συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς παρά τις αντίθετες διαταγές του βασιλιά και του αρχηγού του ελληνικού στρατού Αλέξανδρου Παπάγου. Στις 27 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα, ενώ ο βασιλιάς και η κυβέρνηση διέφυγαν άρον – άρον στην Κρήτη.
Και η τελευταία καταλήφθηκε σύντομα από τους Γερμανούς ένα περίπου μήνα αργότερα, δηλαδή μετά από τη μάχη της Κρήτης που κράτησε από τις 20 Μαϊου ως τις 1 Ιουνίου του 1941. Προσπερνάμε την εξιστόρησή της διότι δεν είναι αντικείμενο αυτού του σημειώματος. Ο βασιλιάς και ο Τσουδερός μετά από περιπετειώδη διαφυγή έφτασαν τελικά στην αγγλοκρατούμενη Αίγυπτο.
Έτσι άρχισε η σκοτεινή περίοδος της Κατοχής – όχι όμως χωρίς να διαπραχθεί πρώτα ένα έγκλημα ιδιαίτερης πολιτικής σημασίας από τις αρχές του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου που κατέρρεε. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από την παράδοση των κρατούμενων κομμουνιστών, ιδιαίτερα των εξακοσίων που κρατούνταν στην Ακροναυπλία, στους Γερμανούς – εδώ να πούμε ότι σύμφωνα με μια πηγή, όχι ασφαλώς επιβεβαιωμένη σε σημείο που να αποτελεί απόδειξη, ο Μεταξάς σκεπτόταν να τους απελευθερώσει!!! και τον Ιανουάριο του 1941 προχώρησε μέσω ενός στρατηγού της Χωροφυλακής σε κάποιες διερευνητικές επαφές – όμως τον ίδιο μήνα πέθανε και δεν δόθηκε συνέχεια. Υπάρχει και η άποψη, επίσης όχι αποδεδειγμένη και ίσως τραβηγμένη, ότι είχαν τη δυνατότητα να δραπετεύσουν αλλά δεν το έπραξαν λόγω δισταγμού της κομματικής καθοδήγησης του στρατοπέδου.
Η ουσία είναι ότι οι μισοί περίπου από τους κρατούμενους αυτούς εκτελέστηκαν αργότερα από τους κατακτητές – οι άλλοι μισοί κατόρθωσαν να απελευθερωθούν αργότερα με διάφορους τρόπους, όπως το κατόρθωσαν κι άλλοι εξόριστοι σε διάφορα νησιά κλπ. Όχι όμως οι εξόριστοι του Αη Στράτη, ενός νησιού του βορείου Αιγαίου, οι οποίοι αφέθηκαν κατά μεγάλο ποσοστό από την εκεί διοίκηση της Χωροφυλακής να πεθάνουν από την πείνα!
Κατά τον συγγραφέα αυτού του σημειώματος αυτή η επαίσχυντη πράξη παράδοσης των κρατούμενων κομμουνιστών της Ακροναυπλίας στους Γερμανούς καθώς και η ουσιαστική δολοφονία εκείνων του Άη Στράτη είναι το πρώτο φυτίλι που άναψε τη φωτιά του μελλοντικού εμφυλίου πολέμου. Το μίσος που δημιούργησε, το οποίο αργότερα «μεταφέρθηκε» κατά των Ελλήνων συνεργατών των Γερμανών, ήταν απροσμέτρητο. Και όχι αδικαιολόγητο βέβαια.
Ποια ήταν η πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε με την έναρξη της Κατοχής θα το εξετάσουμε στο επόμενο μέρος – θα πούμε μόνο ότι από δω και μπρος ο χρόνος γίνεται πολύ «πυκνός». Σε πολύ μικρά χρονικά διαστήματα, μέσα σε μήνες, συνέβαιναν στα χρόνια 1941-1944 πάρα πολλά γεγονότα που ανέτρεπαν τις καταστάσεις που είχαν δημιουργηθεί μόλις προηγουμένως.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου