Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

ΕΛΛΗΝΑ!!!ΠΑΡΕ ΕΝΑ ΣΒΩΛΟ ΚΑΙ ΔΙΩΞΕ ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΠΟΥ ΣΟΥ ΧΑΛΟΥΝ ΤΟ ΦΥΤΡΟ......

 


     Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΑΡΚΟΥ   Δημήτριος Μάρκου




Ζούμε στην πιο παράλογη εποχή από τότε που απελευθερωθήκαμε από τους Τούρκους. Η χώρα μας βρίσκεται σε μια ιδιότυπη κατοχή με δημοκρατικό προσωπείο. Το Σύνταγμα έχει ποδοπατηθεί. Τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των Ελλήνων έχουν τεθεί στον παπαδοπουλικό γύψο. Νιώσαμε το ζυγό των κατακτητών το 1941 και τις μαύρες μέρες της κατοχής. Δυνάστες μας, όμως, ήσαν οι Γερμανοί. Στα κυβερνητικά κτήρια κυμάτισε άλλη σημαία. Η σημαία με τη σβάστικα. Οι Έλληνες γνώριζαν πως έχασαν σε έναν άνισο πόλεμο, κι αφού είχαν την εθνική ικανοποίηση της νίκης κατά των Ιταλών και της αντίστασης στα οχυρά του Ρούπελ κατά των Γερμανών. Το αγωνιστικό φρόνημα δεν κατάφεραν οι κατακτητές να το υποδουλώσουν. Και γνώρισαν την αντίσταση στις πόλεις και στα βουνά.
Σήμερα όμως το αγωνιστικό φρόνημα των Ελλήνων είναι στο ναδίρ. Έχει εκλείψει κάθε διάθεση για αντίσταση. Σκύψαμε το κεφάλι και δεχτήκαμε, σαν να ‘ταν γραφτό από τη μοίρα μας, την εθνική υποτέλεια και τον ευτελισμό που επέβαλαν Έλληνες δωσίλογοι σε Έλληνες ραγιάδες. Το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο, για να περισώσει όσα παράνομα και κλεμμένα απόχτησε, υπέγραψε τη γενοκτονία του λαού μας και κάθε χρόνο υπογράφει νέους, απαιχθέστερους όρους υποτέλειας και παράδοσης εθνικής κυριαρχίας. Στο μέλλον οι ιστορικοί εκτός από τις γενοκτονίες των Ποντίων και Αρμενίων από τους βάρβαρους Τούρκους, τη γενοκτονία των Ιρακινών από τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές, των Συρίων από τους ισλαμοφασίστες, θα αναφέρουν και τη γενοκτονία των Ελλήνων από τους γύπες του πολιτικοοικονομικού συστήματος. Κι ενώ ο Επιτάφιος του Περικλέους είχε απήχηση μέχρι τον 20ο αιώνα, ξαφνικά έπαψε να συγκινεί τους Έλληνες του 21ου αιώνα. Οι Εβραιοσιωνιστές πέτυχαν αυτό που επιθυμούσαν. Μας χτύπησαν στον συνδετικό ιστό της φυλής μας: τις πολιτισμικές μας ρίζες. Πριόνισαν κοντά στις ρίζες το φλοιό των δένδρων της γλώσσας, της θρησκείας, των ιστορικών και πνευματικών μας αποθεμάτων. Και τα δένδρα που αποτελούσαν τον κήπο του Ελληνισμού ξεράθηκαν. Οι λέξεις από όσα μας μεταφέρει ο Θουκυδίδης: «Ους νυν υμείς ζηλώσαντες καί τό εύδαιμον τό ελεύθερον το δέ ελεύθερον το εύψυχον κρίναντες, μή περιοράσθε τούς πολεμικούς κινδύνους.» (Θουκυδίδης, “Επιτάφιος Περικλέους”, Β΄ 43) [Μετ.: Αυτούς λοιπόν (που έπεσαν στον πόλεμο) έχοντες εσείς για παράδειγμα και πιστεύοντας ότι η ευτυχία στηρίζεται στην ελευθερία, η δε ελευθερία στην γενναιότητα, μην αποφεύγετε τους κινδύνους του πολέμου.] ηχούν στ’ αυτιά μας σαν να ήσαν κινέζικα, χωρίς νόημα! Τρέμουμε για το αξιοθρήνητο τομάρι μας και ο φόβος μας έχει παραλύσει τα ποδάρια, ενώ η προπαγάνδα από τα πληρωμένα παπαγαλάκια μας έχει στεγνώσει το λαρύγγι και δεν βγαίνει ούτε μια λέξη διαμαρτυρίας, παρά μόνον αναστεναγμοί απόγνωσης. Ούτε καν μούγκρισμα θυμού!
Μας επιβάλλουν δυο ειδών μπολιάσματα και τα δεχόμαστε χωρίς να διαμαρτυρηθούμε. Μας μπολιάζουν με αλλοεθνείς Αφροασιάτες μουσουλμάνους, αλλοιώνοντας τον ελληνισμό, τα ήθη μας, την πίστη μας, την κοινωνία μας, την κουλτούρα μας και μας γεμίζουν ενοχές πως είμαστε ρατσιστές αν φέρουμε αντίρρηση. Επιβάλλουν δικτατορικά ένα αμφίβολης σύνθεσης εμβόλιο κατά του κορωνοϊού, που η Νέα Τάξη χρησιμοποιεί για να μας αποβάλλει την κοινωνικότητα, και εμείς θα το κάνουμε χωρίς εγγυήσεις για την υγεία μας και για την αποτελεσματικότητά του.
Μοιάζουμε με το Μήτρο, το γιο του Φωτεινού, που αναφέρει ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο πάντα επίκαιρο ποίημά του “Φωτεινός ο Ζευγολάτης”. Ο Λευκαδίτης ποιητής σ’ αυτό το επικό του ποίημα, δίνει την αντίδραση του γερο-Φωτεινού, αλλά και τη δειλία του γιου του μπροστά στον κατακτητή. Κατά την ταπεινή μας γνώμη τα γεγονότα του 1350-60 που περιγράφει ο Βαλαωρίτης απεικονίζουν όσα γίνονται στα χρόνια μας. Και επειδή μπορούμε να βγάλουμε πολλά διδάγματα θα συνδέσουμε ιστορικά το ποίημα παραθέτοντας τους στίχους του:
[[ Βρισκόμαστε το 1356 σε ένα κτήμα στο χωριό Σφακιώτες της Λευκάδας. Κυβερνήτης του νησιού ο Βενετσάνος Τζώρτζης Γρατσιάνος. Ο αφέντης, με τη νοοτροπία του κατακτητή που διαφεντεύει σε όλα, έμψυχα και άψυχα, έχει βγει για κυνήγι με τη συνοδεία του. Όλα είναι δικά του. Όλα μπορεί να τα καταπατεί χωρίς να τον νοιάζει ο κόπος των χωρικών. Εξάλλου δούλοι του είναι. Άνθρωποι ενός κατώτερου Θεού! Με τον εγωισμό και την αλαζονεία του κατακτητή περνούν με τ’ άλογα και τα λαγωνικά μέσα από τα χωράφια ποδοπατώντας τον κόπο των χωρικών. Ξεριζώνουν το φυτρωμένο στάρι και καταστρέφουν το ψωμί που θα ταΐσει τους φτωχούς ξωμάχους. Σαν τις ορδές του Αττίλα σκορπούν την καταστροφή στο πέρασμά τους. Το κυνήγι τους φέρνει μέχρι το κτήμα του γερου- Φωτεινού, ενός παλιού πολέμαρχου, όπου δουλεύει με το γιο του Μήτρο. Βλέποντας τα σκυλιά να του οργώνουν το σπαρμένο χωράφι και να του σκορπίζουν το βιός του, προστάζει το γιο του να πετροβολήσει τα σκυλιά και να τα διώξει:
« Πάρ' ένα σβώλο, Mήτρο,
και διώξ' εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο.
O χερουλάτης έφαγε τ' άχαρα δάχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου ελυώσαν τα ήπατά μου.
Δυό μήνες έρρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη
μ' αρρώστια, με γεράματα! Bάσανα, νήστεια, κόποι
γι' αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει
σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει
τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου
με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!...
Eξέχασες και δε μ' ακούς;... εσένα κράζω, Mήτρο,
διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο...»
Όμως ο Μήτρος είναι μικρός, ένα άψητο παιδί ακόμα, που τρέμει μπροστά στη δύναμη του αφέντη. Δεν έχει μοιάσει του πατέρα του, του κλασικού κλέφτη κι αρματωλού. Γι’ αυτό φέρνει αντίρρηση στη προσταγή του κύρη του:
«―Eίναι του Pήγα, δεν κοτώ... Γιά κύτταξ' εκεί πέρα
να ιδής• τί θρως που γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!»
Ο ατρόμητος παλιός πολεμιστής και τώρα περήφανος ξωμάχος δεν καταλαβαίνει από αφεντάδες. Ζητάει το δίκιο του:
«―Tί Pήγας, τί Pηγόπουλα! Eίν' ο καινούριος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό να γένη νοικοκύρης.
Παληόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια,
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
Kαι συ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ' αυτά τα δάχτυλά σου,
πώχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό στα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! O δούλος, είν' αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ' αίμα δεν έχει.»
Αυτό που δεν έκανε το παλικάρι, το κάνει ο γέρο- Φωτεινός. Με πέτρες και με σφεντόνα διώχνει τα σκυλιά. Υπερασπίζεται το βιός του! Τα βάζει με τον κατακτητή! Για τον γέρο πολεμιστή δεν υπάρχουν αφεντάδες και δούλοι. Υπάρχουν άνθρωποι με τιμή και περηφάνια!
« Κι ' ο γέροντας με απίδρομο σαν παλικάρι τρέχει
κι αρπάζει τη σφεντόνα του. Έχει χολή στα μάτια.
Με το σφυρί του ένα γουλί το σπά σε δυο κομμάτια
και το σταφνίζει στο καυκί. Γοργά την ανεμίζει
και τηνε σκάει με δύναμη. Ανοίγει το λιθάρι
και θυμωμένο, ένα σκυλί, πληγώνει στο ποδάρι,
κι ' άλλο χτυπάει στο κούτελο και στο ξαπλώνει χάμου.»
Σαν είδε την αποκοτιά του κύρη του ο Μήτρος, ζαρωμένος από το φόβο για την τιμωρία που σίγουρα ο αφέντης θα επέβαλε σε εκείνους που τόλμησαν να χτυπήσουν τα σκυλιά του- τα σκυλιά που ‘χαν μεγαλύτερη αξία από τους κατακτημένους ανθρώπους- το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει, ήταν:
«Πατέρα, τι 'ναι πόκαμες!»
Μα ο θυμωμένος πατέρας δε μπορεί να βαστάξει τη δειλία του γιού του. Ξεσπάει, λοιπόν, πάνω στον Μήτρο, που έτρεμε σαν το φύλλο:
« Περίδρομος κεφάλα,
μη βλαστημήσω το βυζί που σούδωκε το γάλα.
Δέ νιώθεις πως τούς σχαίνομαι! Όλην αυτήν την Ψώρα
οπ ' όρχεται κάθε φορά και μας δαγκάει τη χώρα
-όπως είν ' ένας ο Θεος κι' εγώ 'μαι Λευκαδίτης-
Τήν έπαιρνα όλη επάνω μου και πνίγομουν μαζί της.
Κι εσύ, του γέρου Φωτεινού μονάκριβο βλαστάρι,
του λύκου του ανυπόταχτου, αγγόνι του Θεοχάρη,
π ' άλλη τροφή δεν έλαβες να φάς και να χορτάσεις
για να σου βάψει την καρδιά και να ριζοδοντιάσεις,
παρά την έχρα την παλιά που' ναι θεμελιωμένη,
σκληρή, πατροπαράδοτη, άφθαρτη, στοιχειωμένη,
για κάθε ξένην αφεντιά βαθειά μέσ ' στη γενιά μας
εσύ θελέσει στέκεσαι και βλέπεις τη σπορά μας
να την πατούν οι αλόφυλλοι και χάσκεις σα λουρίτης...
Ού να χαθείς! Μέ ντροπιασες! Δεν είσαι Λευκαδίτης!»
Ο Μήτρος κατακόκκινος από ντροπή θέλει να δικαιολογηθεί. Λέξη- λέξη βγαίνουν τα λόγια. Ο τρόμος από όσα είχε δει- από τις καταστροφές και τη βία των Βενετσιάνων- του ‘χουν παγώσει τα σωθικά. Αυτοί δεν είναι άνθρωποι. Τα φουσάτα του Χάροντα είναι:
« Μή με προπαίρνεις άδικα Πατέρα μου, είναι τόσοι!
Περνούν σα μαύρος σίφουνας... σφιχτά μας έχουν ζώσει.
Έπιασαν άλλοι τα ριζά κι άλλοι χτυπουν τη λάκκα
ξεθεμελιώνουν σχιναριές: δεν άφησαν ασφάκα•
φωνές και χλιμιντρίσματα, αλαλαγμοί και χτύποι...
Πάνε του γέρου Δημουλά οι παινεμένοι κήποι,
πάνε και φράχτες και λιθιές! Σά να 'ταν λυσσασμένοι,
με τα άλογά τους του ριχτού ορμήσαν μανιωμένοι
να 'φτάσουν ένα δύστυχο πατέρα, μισολάγι
που τ ' άφεραν κυνηγητά οι σκύλοι από το πλάγι.
Λές κι είναι ανεμοστροβιλο! Εμπρός...εμπρός απ ' όλους
ένα άλογο σιδερικό σκορπά λιθάρια, σβόλους,
και στη χρυσή τη σέλλα του βαστά έναν καβαλάρη
όπου πετά σαν αητός κι όπου κρατεί κοντάρι..
Πώ-πω, πατέρα, χαλασμός για μια νεροχελώνα -
δεν είναι μεγαλύτερος... Πήρε τον ψυλλιθρώνα,
και το'χασαν το πάτημα... Ολόγυρα, αλωνίζουν
αμέτρητα λαγωνικά κι ' αναποδογυρίζουν
τ ' αμπελοφύτια του Κτενά, του Κούρτη τα λινάρια.
Πήραν ξελάκου μια κοπή και σφάζουν τα κριάρια...» ]]
Δε θα συνεχίσουμε προς το παρόν το ποίημα. Θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στους στίχους, που έχουμε παραθέσει.
«Πάρε ένα σβώλο Μήτρο,
και διώξ’ εκείνα τα σκυλιά που μου χαλούν το φύτρο».
Σε αυτούς τους δύο στίχους συμπυκνώνεται το δράμα του Έλληνα μέσα σε όλους τους αιώνες. Του Έλληνα που γνωρίζει τη δυναστεία από τους διάφορους κατακτητές. Από τον καιρό της Ρωμαϊκής κυριαρχίας μέχρι τις μέρες μας. Οι ισχυροί του κόσμου με διάφορες προφάσεις λιμπίστηκαν αυτόν τον τόπο. Αυτό το σταυροδρόμι, που ενώνει δύση με ανατολή. Που το λούζει το φως του ήλιου και το στεφανώνει η καταγάλανη θάλασσα. Κι οι αγώνες της φυλής μας ασταμάτητοι. Μύριες οι θυσίες, ποτάμι το χυμένο αίμα, γιατί: - πάντα τα σκυλιά θα της χαλούν το φύτρο, - πάντα τα σκυλιά θα την κρατούν και θα την φέρνουν σε απόγνωση, - πάντα ενάντια σ’ αυτά τα σκυλιά θα αγωνίζεται. Ενάντια στα σκυλιά και τα αφεντικά τους! Κι όμως, ένας σβώλος αρκεί να διώξει τα σκυλιά. Κι αν δεν είναι ένας, αρκούν λίγοι σβώλοι. Γιατί τα σκυλιά φοβούνται τους σβώλους. Η φύση να ‘καμε θρασύδειλα, να φοβούνται τους σβώλους.
Τα σκυλιά έχουν πάντα ένα αφεντικό, έναν προστάτη. Το αφεντικό δίνει το παράγγελμα να κυνηγήσουν. Αυτός τα ταΐζει. Αυτός τα γυμνάζει, αλλά κι απαιτεί υπακοή στις εντολές του. Όσο πιο υπάκουο, όσο πιο πιστό είναι το σκυλί, τόσο περισσότερο το αγαπά το αφεντικό του. Τα αφεντικά, σαν τον Βενετσάνο Τζώρτζη Γρατσιάνο του ποιήματος, δεν δένονται συναισθηματικά με τα σκυλιά, όπως ένας από ‘μας με το οικόσιτο σκυλί του . Τα προσέχουν για όσο καιρό τα σκυλιά κάνουν τη δουλειά τους: να τους φέρνουν κυνήγι και να τους υπακούνε. Αν το σκυλί πάψει να υπακούει το σκοτώνουν. Κι αν τραυματιστεί ή γεράσει και δεν μπορεί να κυνηγήσει, το αφήνουν νηστικό να ψοφήσει. Αυτή είναι η τύχη των σκυλιών που έχουν αφεντικά τους αφεντάδες. Γιατί ο αφέντης είναι σκληρός, απάνθρωπος. Σου δίνει μόνον αν του δίνεις. Σε έχει στη δούλεψή του, στην προστασία του, μόνον αν τον υπηρετείς πιστά.
Στην περίπτωσή μας σκυλιά είναι οι πολιτικοί μας, οι υπάλληλοι του Σόρρος, του Ρότσιλντ και του Γκέιτς, οι γραμματείς και πρόεδροι των μεγάλων διεθνών οργανισμών, οι επίτροποι, οι διοικητές των κατ’ όνομα εθνικών τραπεζών, ο ΟΗΕ, ο ΠΟΥ κλπ. Τα καλοταϊσμένα σκυλιά, που οφείλουν τυφλή υπακοή στα αφεντικά. Μεγάλα αφεντικά είναι οι παγκόσμιες οικονομικές δυναστείες με επικεφαλείς τους μεγιστάνες Rothschild, Rockfeller, Morgan και Warburg, και κατά δεύτερο λόγο οι καινοφανείς Σόρρος, Μπιλ Γκέιτς και οι φαρμακοβιομηχανίες. Λίγοι Εβραιοσιωνιστές τραπεζίτες με τις τράπεζες και τους οίκους τους σπέρνουν την καταστροφή , τον όλεθρο και τον πόλεμο, ρουφάνε καθημερινά το αίμα των ανθρώπων για το χρήμα. Τα αφεντικά, εκτός από αυτούς που αναφέραμε, είναι: Lehman, Goldman Sachs, Kuhn, Loeb, Max, Jacob Schiff, Henry Mann, Rothchild. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι η τράπεζα που κυβερνά την Αμερικανική οικονομία, την οποία εμφανίζουν σαν κεντρική τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών FED, δεν είναι τίποτε άλλο από μια ιδιωτική εταιρία, συμφερόντων Rothschild και Rockfeller, κρυμμένη πίσω από ένα απατηλό τρανταχτό όνομα που κάνει τον κόσμο -ακόμα και τους Αμερικάνους πολίτες- να νομίζουν ότι πρόκειται για μια κρατική τράπεζα.
Αυτοί, με τις ελεγχόμενες λέσχες και επιτροπές- όπως λέσχη Μπίλντερμπεργκ, τριμελής επιτροπή- αποτελούν τη Νέα Τάξη, που έχει σαν στόχο την Παγκόσμια Διακυβέρνηση. Σκυλιά τους όσοι πολιτικοί μας συμμετείχαν στις ετήσιες συνελεύσεις της λέσχης Μπίλντερμπεργκ. Πιστό σκυλί ο Γιώργος Παπανδρέου, που ξεθεμελίωσε τη χώρα οδηγώντας την στο Δ.Ν.Τ. όταν προσπαθούσε να μας πείσει πως έχουμε την ανάγκη μιας Παγκ. Διακυβέρνησης. Άλλο πιστό σκυλί ο Λουκάς Παπαδήμος, μέλος της τριμελούς επιτροπής, που έπαιρνε μέτρα υπέρ των δανειστών και ενάντια στο λαό. Και συνέχισαν το απαίσιο έργο τους ο Σαμαράς, ο Τσίπρας- που επιβαρύνεται και με το ξεπούλημα της Μακεδονίας- για να βάλλει την ταφόπλακα ο γόνος Μητσοτάκη με την διάλυση οτιδήποτε είχε απομείνει με πρόσχημα τον κορωνοϊό και την παράδοση του μισού Αιγαίου και των νησιών μας στον Σουμτάνο Ερντογάν.
Το πρώτο πρωτόκολλο της Ν. Τάξης λέει σαφώς: «Οι άρχοντες, που θα τους εκλέγουμε εμείς από την τάξη του λαού ανάλογα με το δουλικό χαρακτήρα τους, δε θα είναι πρόσωπα προετοιμασμένα για τη διακυβέρνηση της χώρας.» Κανείς από τους τωρινούς πολιτικούς δεν είναι προετοιμασμένος για τη διακυβέρνηση της χώρας με βάση το συμφέρον της. Όλοι τους έχουν επιλεγεί από τη Ν. Τάξη με βάση το δουλικό τους χαρακτήρα και έχουν κατάλληλα επιβληθεί στο λαό! Ο ελεγχόμενος τύπος και η τηλεόραση- μια άλλη ράτσα σκυλιών- έχουν κάνει πολύ καλά τη δουλειά τους. Πληρώθηκαν και επέβαλαν στη μάζα τους αρεστούς στη Ν. Τάξη πολιτικούς, τα πιστά σκυλιά. Τα σκυλιά που εξαγοράζονται, που έχουν μια τιμή αγοραπωλησίας της “τιμής” τους! Εξαθλίωσε τη χώρα ο Γιωργάκης και σ’ αυτή την εξαθλίωση έπαιξαν τζόγο οικονομικοί οίκοι. Τζογάρησε και η οικογένειά του και κέρδισε πολλά. Έτσι βρεθήκαμε στις Συμπληγάδες Δ.Ν.Τ. και Ευρ. Κεντρ. Τράπεζας, ουσιαστικά υποτελείς της Γερμανίας. Η Μέρκελ και ο Σόιμπλε μπορεί να φαίνονται ότι εκπροσωπούν τη Γερμανία, όμως είναι τα μαντρόσκυλα του διεθνούς Σιωνισμού στην Ευρώπη! Το τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας ελέγχεται από τους Εβραιοσιωνιστές! Ουσιαστικά επιβεβαιώνεται ο Μ. Ναπολέων που είχε πει: «Όταν μια χώρα είναι εξαρτημένη για το χρήμα στους τραπεζίτες , αυτοί και όχι οι ηγέτες της κυβερνήσεως ελέγχουν το έθνος». Επομένως ακόμη και ο λεγόμενος πλανητάρχης είναι το αρχιτσοπανόσκυλο της Ν. Τάξης. Τους αντιστάθηκε κάπως ο προτελευταίος ξανθομάλλης Τράμπ, αλλά με την μεγάλη νοθεία των εκλογών του Νοέμβρη τον ξαπόστειλαν για να φέρουν τον έμπλεο γεροντικής ανίας Τζο Μπάιντεν.
Στο 21ο πρωτόκολλο αναφέρεται: «Επωφεληθήκαμε τη διαφθορά των διοικητών και την αμέλεια των κυβερνητών, για να εισπράξουμε ποσά διπλάσια, τριπλάσια και ακόμη μεγαλύτερα, δανείζοντας στις κυβερνήσεις των Χριστιανών χρήμα που δεν ήταν καθόλου αναγκαίο στο Κράτος…» Το χρήμα ήταν αναγκαίο μόνο στα σκυλιά. Το βλέπουμε στις φορολογικές τους δηλώσεις! Τι ωφελήθηκε ο λαός από τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004; Μόνο να βλέπει να ερείπια των ολυμπιακών εγκαταστάσεων και να πληρώνει τα χρέη.
Το 7ο Πρωτόκολλο λέει: «Η αύξηση των εξοπλισμών είναι αναγκαίο συμπλήρωμα του σχεδίου για τη χρεοκοπία των κρατών. Πρέπει να μη υπάρχουν πια τα κράτη, παρά μόνο μάζες απόρων, κάποιοι εκατομμυριούχοι αφοσιωμένοι σε μας, αστυνομικοί και στρατιώτες, για τον έλεγχο των απόρων μαζών.» Μαζί με την ώθηση για εξοπλισμούς επινόησαν και τις μίζες. Έτσι τα αφεντικά αλυσόδεσαν τα σκυλιά και τα σέρνουν άλλοτε στη φυλακή κι άλλοτε στον εξευτελισμό. Οι συγκυρίες καθορίζουν- για να στρέψουν την προσοχή του όχλου όπου επιθυμούν- ποια σκυλιά θα θυσιαστούν στο βωμό των συμφερόντων των αφεντάδων.
Αυτά τα αναλώσιμα σκυλιά έχουν αναλάβει εδώ και χρόνια- με βάση ένα καλομελετημένο σχέδιο- να εξαθλιώσουν το λαό μας και να τον υποτάξουν για πολλές δεκαετίες. Αιτία η γεωστρατηγική θέση της πατρίδας μας και ο ορυκτός θησαυρός της. Μιλάμε για αναλώσιμα σκυλιά, όπως ο Σημιτάκος, ο Κωστάκης ο Καραμανλής, ο Γιωργάκης ο Παπανδρέου, ο Αντωνάκης ο Σαμαράς, ο Αλεξάκης ο Τσίπρας με την Περιστέρα του και τελευταίος ο Κούλης ο Μητσοτάκης με τη Μαρέβα του, ο πλέον επικίνδυνος γιατί είναι συναισθηματικά βραχυκυκλωμένος, αφού δεν ξέρει ποιον έχει πατέρα και ποιαν μάνα.
Αυτά τα σκυλιά μας χαλούν το φύτρο! Μα ο καρπός του φύτρου μας είναι αναγκαίος για να ζήσουμε. Είναι το ψωμί μας, είναι το νερό μας, είναι ο αέρας μας, είναι το χώμα μας. Είναι η ιστορία μας, είναι ο διαχρονικός πολιτισμός μας. Στο χωράφι μας υπάρχουν πολλοί σβώλοι. Αυτό που μετράει είναι η πρόθεσή μας! Θα δείξουμε την αποκοτιά του γερο-Φωτεινού ή τη δειλία του Μήτρου; Μήπως αξίζουμε την παράφραση των στίχων του Γεσένιν:
«Αλίμονο, Ελλάδα. Πώς γίναμε έτσι αστείοι…
Στα ρουφηγμένα μάγουλά μας απόμεινε ένα κόκκινο ξερό.
Σαν ξένη μάς έγινε του συμπολίτη η γλώσσα.
Είμαστε ξένοι μέσα στον ίδιο μας τον τόπο.»
Είναι θλιβερά σκυλιά αυτά που γνωρίζουν πως έχουμε πλούτο αξίας τριεσεκατομμυρίων και τον παραδίδουν στη Νέα Τάξη «έναντι πινακίου φακής». Θα μπορούσε η χώρα μας να γίνει το Ντουμπάι της Ευρώπης. Κι όμως μας κατάντησαν του επαίτες και την ντροπή της Ευρώπης. Μας απαγόρεψαν μετά το 1945 κα βγάλουμε τα πετρέλαιά μας με το «δόγμα Κούπερ», που ίσχυε μέχρι το 2010. Και μόλις έληγε μας επέβαλαν τα μνημόνια. Σημ ίτης, Καραμανλής νεότερος και Παπανδρέου νεότερος αυτό το μέρος του σχεδίου εκτέλεσαν. Να μας εντάξουν στα μνημόνια της Ε.Ε και του Δ.Ν.Τ. και να χάσουμε τον ορυκτό μας πλούτο. Κι έτσι από πλούσιοι της Ευρώπης γίναμε οι ζητιάνοι της Ευρώπης!
Στο ποίημα του Βαλαωρίτη ο Βενετσιάνος Τζώρτζης Γρατσιάνος αντιπροσωπεύει τον δυνατό του κόσμου που καταπατάει κάθε λαϊκό δίκαιο. Αυτόν που δεν αναγνωρίζει ότι όλοι είμαστε παιδιά του ίδιου Θεού. Πως ο ήλιος ανατέλλει για όλους και πως η μητέρα γη παρέχει τα αγαθά της για όλα τα παιδιά της. Η αλαζονεία τον κάνει να θεωρεί τους άλλους σκουλήκια! Έτσι όταν είδε το γερο-Φωτεινό να πετροβολάει τα σκυλιά του, γίνεται έξω φρενών και επιζητεί να ταπεινώσει τον γέροντα. Ο ποιητής μας δίνει με στίχους το διάλογο ανάμεσα στον αλαζόνα αφέντη και τον υπερήφανο ξωμάχο:
« - Πούθε κατάγεσαι μωρέ;
- Εδώθε… Σφακισάνος.
- Κι ' εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Τζώρτζης ο Γρατσιάνος,
αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντας σου,
Αυτό το χώμα που πατώ, οι πέτρες, τα νερά σου,
ήμερο κι ' άγριο κλαρί, το αγέρι σου. η ψυχή σου,
τα ζωντανά σου. Τα παιδιά. το αίμα σου, η τιμή σου,
όλα δικά μου, μάθε το. Βουνού και λόγγου αγρίμι
είτε έχει τρίχα, είτε φτερό, σιχαμερό ψωφίμι,
το διαβατάρικο πουλί σ ' εμέ μονάχα ανήκει,
κι αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο η περδίκι.
Γι ' αυτό, όθε θέλω θα περνώ, κι ' εγώ και τα σκυλιά μου
τίποτε δεν ορίζετε κι ' είναι κι ' αυτή σπορά μου.
Κι ' ούτε άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει
για να πομπεύει τ ' όνομα και την κληρονομιά της!»
Όλη η ξιπασιά του αφέντη! Τίποτα δεν ορίζει ο δούλος. Όχι μόνο η γη αλλά και τα παιδιά, το αίμα, η τιμή του δούλου ανήκουν στον αφέντη! Ο Γρατσιάνος σε κάθε εποχή έτσι σκέφτεται, έτσι αισθάνεται. Γι’ αυτό δεν έχουμε καμιά αξία για τους σύγχρονους αφεντάδες. Αναλώσιμοι είμαστε. Νούμερα, απλοί λογιστικοί αριθμοί. Όπως ο τσοπάνης έχει το κοπάδι του, έτσι και η Ν. Τάξη έχει τις χώρες της που τις αρμέγει. Κι όποτε θέλει να μυρίσει αίμα, οργανώνει έναν πόλεμο. Εξοπλίζει τη μια ομάδα και τη στρέφει ενάντια στην άλλη. Έτσι δημιουργεί τους εμφύλιους. Άλλοτε στρέφει τον ένα λαό ενάντια στον άλλον. Κι αν θεωρήσει ότι ο πληθυσμός του πλανήτη παραέγινε μεγάλος, τότε οργανώνει έναν παγκόσμιο πόλεμο. Εμείς είμαστε η καταραμένη γενιά. Η κάστα των επικυρίαρχων είναι οι εκλεκτοί του Θεού- του φοβερού Γιαχβέ, όπως λέει το Ταλμούδ. Εμείς είμαστε τα υποζύγια, που γεννηθήκαμε για να υπηρετούμε τους Εβραίους.
Ο Βαλαωρίτης μας λέει στη συνέχεια πως δάκρυσε ο Λευκαδίτης γέρος από τα βαριά λόγια του Βενετσάνου κατακτητή. Και συνεχίζει έμμετρα το διάλογο:
« Kαι στα στερνά τα λόγια του ένοιωσε ο ζευγολάτης
ότι ένα δάκρυ ενότιζε τ' ασπράδι του ματιού του
κι ολόρθες αναδεύοντο οι τρίχες του κορμιού του.
―Aν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν' η ρίζα
και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ' ή βρίζα
αυτό το βόιδι το μανό, π' όσο βαθειά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάση το καρίκι
και θα προβάλη με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Tότε, πουλί το σερπετό, ποιός ξέρει πού θα φτάση!...
―Δείξε μου αυτό το λείψανο, που θα βρυκολακιάση.
―Eγώ... ο φτωχός, ο Φωτεινός, ο γέρος, ο ξεσκλιάρης,
που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρης,
εγώ, που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω
για να τρώγη άλλος το ψωμί, που τρέχω και κεντρώνω
την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι
ν' ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον άδη•
εγώ, που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω
το λόγγο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω
με κλήματα, που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω
λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω•
εγ' ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ' αιώνια ζάλη
και παίρνω κέρδος, πληρωμή, προσφάγι την πασπάλη,
που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο
και που δεν βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνη νόμο•
αυτός, αυτός είν' ο Λαός. T' άψυχο το κουφάρι
αυτό 'ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι...
Mη ρίξης άλλο φόρτωμα στην έρμη του την πλάτη...
―Συμμάζωξε τη γλώσσα σου τη φιδινή, χωριάτη,
μη μου ξανάφτης τη χολή. Γονάτισε εμπροστά μου
και ζήτησε συγχώρεση για τα λαγωνικά μου...
Δε θες, αντάρτη, δεν ακούς;...
―Kαλύτερα το βρόχο
παρά τα γόνατα στη γη... Άρα-κατάρα τώχω...
Θά 'φιναν λάκκωμα βαθύ και θά 'ταν μέγα κρίμα,
τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ' αυτό το μνήμα.»
Αν και κινδυνεύει η ζωή του γερο-ζευγολάτη, πάνω από τη ζωή βάζει την τιμή του! Με τίποτα δεν καταδέχεται να γονατίσει μπροστά στον αφέντη για να ζητήσει συχώρεση για το πετροβόλημα των σκυλιών. Το τίμημα της περηφάνιας βαρύ! Αμέσως ο Γρατσιάνος δείνει την εντολή στη συνοδεία του να πληρώσει με πολύ πόνο την αναίδεια ο γέρος:
«―Tώρα θα ιδής, παλληκαρά... Aκούστε με, συντρόφοι,
και μη θυμώστε αν λυπηθώ αυτόν τον άγριον όφι...
Nα μας πλερώση τα σκυλιά με τα καματερά του,
και για την τόλμη πώλαβαν τα πέντε δάχτυλά του
να σφεντονίσουν κατ' εμάς, εκεί στο χερουλάτη
να συντριφτούν με το σφυρί... Σ' αρέσει, ζευγολάτη;
Kαι δυο σκιάδες πάραυτα ωρμήσανε κι αρπάξαν
τα βόιδια πού 'ταν στο ζυγό. Δύο άλλοι τον αδράξαν
κ' εδέσανε το χέρι του στο φοβερό χερούλι
με τη σφεντόνα πωύρανε. Ύστερα με τη σκούλη,
αρχίσαν, του κοντόσπαθου, αργά να πελεκάνε
τ' αντρειωμένα δάχτυλα και να περιγελάνε.
Όλο τ' αλέτρι εβάφηκε• το μαύρο το παιδί του
στο χώμα δίπλα εμούγκριζε, σαν νά 'βγαινε η ψυχή του.
K' εκειός ο γέρο δράκοντας χωρίς ούτε ν' αχνίση
εκύτταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση
τη γη του την ταλαίπωρη, και μέσα στην καρδιά του
με μιας αστράφτουν τα παληά τ' ανδραγαθήματά του,
κ' εσπιθοβόλησε στο νου χρυσόφτερ' η ελπίδα
με τη δική του εκδίκηση να σώση την πατρίδα.
Tο Φραγκολόγι εσκόρπισε βουβό κ' εντροπιασμένο
κι αφίνει εκεί το Φωτεινό στ' αλέτρι του δεμένο.»
Πάνω στον μεγάλο πόνο ο γέρος θυμάται τα νιάτα του, όπου ήταν αρματωλός. Και παίρνει την απόφαση να εκδικηθεί για την τιμωρία που του επέβαλε ο αφέντης και συνάμα να απαλλάξει την πατρίδα του από τους κατακτητές!
Ανατέλλει το 2021. Λίγοι γερο- Φωτεινοί και πολλοί Μήτροι δουλεύουμε, χύνοντας ποτάμια τον ιδρώτα, στο χωράφι, στην πατρίδα μας. Πασχίζουμε για το ψωμί της οικογένειας, για το μέλλον των παιδιών μας. Μια αγέλη σκυλιών εισέβαλε στο χωράφι και πάει να το κάνει όργωμα. Γιατί δεν μπορούν να έχουν ανθρώπινη καρδιά όσοι μας φυλάκισαν στα σπίτια μας στο όνομα μιας δήθεν πανδημίας με θνητότητα μικρότερη του 0,05%, όταν υπάρχουν φάρμακα θεραπείας, αλλά περιμένουν σώνει και καλά τα εμβόλια. Ό,τι σπείραμε έγινε γης μαδιάμ. Πάνε οι κόποι μας χαμένοι. Σβήνουν ηθελημένα την οικονομία για να επιφέρουν την «Μεγάλη Επαναφορά». Να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα με ψαλιδισμένες τις ελευθερίες μας και τα ατομικά μας δικαιώματα. Θα πεινάσουμε, θα πεθάνουν τα παιδιά μας.
Αν θέλουμε να περισώσουμε τα λίγα που έχουν απομείνει, ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε: να πάρουμε ένα σβώλο να διώξουμε τα σκυλιά. Με το που θα πέσει ο σβώλος- ακόμα κι αν δεν τα χτυπήσει- τα σκυλιά θα φοβηθούν και θα σκορπίσουν. Το ζήτημα είναι να διώξουμε το φόβο του αφέντη και να σκύψουμε να πάρουμε το σβώλο- την πέτρα. Το σκύψιμο να μην είναι σκύψιμο υποτέλειας, αλά σκύψιμο αποφασιστικότητας για αγώνα. Είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. Σκύψαμε με την απόφαση να πάρουμε την πέτρα και να παλέψουμε; Θα ζήσουμε! Σκύψαμε με δουλικότητα μπροστά στον αφέντη; Θα πεθάνουμε! Η επιλογή είναι δική μας. Ας δούμε, λοιπόν, την πέτρα κι ας πούμε: «ή ταν ή επί τας». Ο γερο-Φωτεινός είναι ο αγωνιστής, ο ήρωας. Γύρω του δεν υπάρχει ένας Μήτρος. Υπάρχουν πολλοί Μήτροι, πολλοί αντιήρωες. Μα στα σπλάχνα του κάθε αντιήρωα υπάρχει μια σπίθα ήρωα. Το ‘δειξε το 1940, το ‘δειξε η αντίσταση κατά των Γερμανών, το ‘δειξε η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Αρκεί να πέσει η πρώτη πέτρα!
Μας χαλούν το φύτρο! Η καταστροφή είναι οικονομική και κοινωνική, μα το πιο επώδυνο είναι η ψυχολογική καταστροφή! Μελαγχολία, θλίψη, παραίτηση, πίκρα, απαισιοδοξία, κατάθλιψη, αυτοκτονίες. Έσβησε το γέλιο από τα πρόσωπά μας. Και η οργή κοχλάζει! Μόνο που πρέπει αυτή η οργή να μην μας ωθήσει στην αυτοκαταστροφή, αλλά στην αντίδραση. Θέλουμε τη ζωή μας πίσω. Μα φοβόμαστε τους αφεντάδες. Μέσα μας σιγοκαίει η απόφαση: Δε θα αφήσουμε τα σκυλιά να μας χαλάσουν το φύτρο που απόμεινε. Αρκεί να βρούμε τον Φωτεινό, που θα ρίξει φως και θα σκορπίσει το σκοτάδι της αναποφασιστικότητας και του φόβου. Ο ατρόμητος πρώτος τον λίθο βαλέτω…
Σε μια παρόμοια εποχή, εποχή κρίσης και ηθικής κατάπτωσης, το 1896, ο μεγάλος πεζογράφος μας Αλ. Παπαδιαμάντης έγραψε το ακόλουθο σχόλιο:
[[ ΟΙΩΝΟΣ
"Το εκήρυξεν ο θείος Όμηρος προ ετών τρισχιλίων: Είς οιωνός άριστος!...
Εύρεν ευκαιρίαν να βάλη εις το στόμα του Έκτορος όλην την αηδίαν, όσην του ενέπνεον κατά βάθος οιωνοί και οιωνοσκόποι, καίτοι, λόγω του επικού αξιώματος, ήτο αναγκασμένος, ο θεσπέσιος, να περιγράφη μετά μεγάλης σοβαρότητος όλας τας τελετάς και τας ασκήσεις των θυσιών, και των οιωνών και των μαντευμάτων. (.…)
Τί χρειάζεται ο οιωνός :
Μήπως δεν είναι τα πράγματα;
Είς οιωνός άριστος. Αλλά τίς έβαλεν εις πράξιν την συμβουλήν του θειοτάτου αρχαίου ποιητού; Εκ της παρούσης ημών γενεάς τίς ημύνθη περί πάτρης;
Ημύνθησαν περί πάτρης οι άστοργοι πολιτικοί, οι εκ περιτροπής μητρυιοί τού ταλαιπώρου ωρφανισμένου Γένους, του «στειρεύοντος πρίν και ητεκνωμένου δεινώς σήμερον»;
Άμυνα περί πάτρης δεν είναι αι σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και κακοσύντακτοι επιστρατείαι, ουδέ τα σκωριασμένης επιδεικτικότητος θωρηκτά.
Άμυνα πετρί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεωκοπίας.
Τίς ημύνθη περί πάτρης;
Και τί πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος.
Και σήμερον, νέον έτος έρχεται. Και πάλιν τί χρειάζονται οι οιωνοί; Οιωνοί είναι τα πράγματα.
Μόνον ο λαός λέγει. Κάθε πέρσι και καλύτερα.
Ας ευχηθώμεν το ερχόμενον έτος να μή είναι χειρότερον από το έτος το φεύγον”. ]]
Για να μην κάνουμε κι εμείς την ίδια ευχή, δηλαδή το νέο έτος 2021 να μην είναι χειρότερο από αυτό που έφυγε, το 2020, αρκεί να πάρουμε το σβώλο να διώξουμε τα σκυλιά. Θα έχουμε πολλές ευκαιρίες. Μία είναι τον Μάη με τις πολλαπλές εκλογές… Η ψήφος μας από ένα απλό “κουκί” μπορεί να γίνει σβώλος κατά των σκυλιών…
Εκτός κι αν βρεθεί ο Φωτεινός της εποχής μας… Ένας ταπεινός Φωτεινός με φλόγα στην καρδιά πάντα καραδοκεί…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου