Έχουμε ήδη εισέλθει σε μια νέα πραγματικότητα ζωής, την οποία ακολουθούμε είτε την ανεχόμαστε / συμφωνούμε με αυτή (με τη ρητή ή υπόρρητη παραδοχή ότι είναι προσωρινή, άρα δεν χρειάζονται και πολλές-πολλές γκρίνιες, αφού στο τέλος θα επανέλθουμε, υποτίθεται, στη ζωή που ξέραμε) είτε διαφωνούμε με αυτή (ακριβώς διότι μας βγάζει “με το έτσι θέλω” από τη ζωή που ξέραμε, χωρίς να δεσμεύεται ρητά πότε –και, κυρίως, αν– πρόκειται να επιστρέψουμε σε αυτό που ξέραμε ως τρόπο ζωής από τότε που γεννηθήκαμε). Όσο περνάει ο καιρός, όσο το ένα δεκαπενθήμερο καραντίνας διαδέχεται το άλλο χωρίς τελειωμό και χωρίς θετικό αποτέλεσμα στην πραγματικότητα –το αντίθετο μάλιστα, αφού ο αριθμός των φορέων και των θυμάτων δεν μειώνεται ριζικά, η κατάσταση δεν αντιστρέφεται, και κανείς απ’ όλον αυτόν τον περίεργο όμιλο των ειδικών δεν μπαίνει στον κόπο να (μας) δώσει κάποια πειστική εξήγηση γι’ αυτό το παράδοξο…–, η ανοχή/συμφωνία των πρώτων τόσο και θα χαλαρώνει, ζητώντας με το δίκιο της εξηγήσεις για το αλυσιτελές των περιορισμών, ενώ και τα εμβόλια, ακόμα και στην ιδανική περίπτωση που πετύχουν τον σκοπό τους χωρίς ιδιαίτερες παρενέργειες (κάτι το οποίο αμφισβητείται βάσιμα από πολλούς), δεν θα σημάνουν την αυτόματη άρση των μέτρων, κάτι που έχει συνειδητοποιηθεί πια απ’ όλους… Έτσι, οι παραζαλισμένες από τα ατελείωτα μέτρα κοινωνίες, ιδίως εκείνες του δυτικού τύπου, ζουν έναν παραλογισμό που όμοιόν του δεν έχουν ξανασυναντήσει ποτέ μέχρι τώρα σε καιρό ειρήνης, ένα πρωτόγνωρο αλαλούμ που τείνει να αμφισβητήσει και να ακυρώσει κάθε μορφή κοινωνικής ζωής, ακόμα και την πιο στοιχειώδη, όπως είναι η οικογενειακή.
Δεν έχουμε ίσως συνειδητοποιήσει ότι αυτή η τελευταία, η οικογενειακή ζωή, έχει εξίσου πληγεί από όλη αυτή την ιστορία, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη πτυχή της κοινωνικής ζωής, ακριβώς διότι αποτελεί τον πυρήνα της ζωής για κάθε κοινωνία, είτε κανείς το (παρα)δέχεται αυτό είτε όχι. Δεν είναι μόνο ότι τα παιδιά κάθονται για διψήφιο αριθμό ωρών ημερησίως μπροστά σε μια οθόνη, βιώνοντας στο πετσί τους τον ορισμό της καθιστικής ζωής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ψυχική τους ισορροπία, αντί να εκτονώνουν την εξωστρέφεια και την ενεργητικότητά τους μακριά από καρέκλες, πολυθρόνες και κρεβάτια... Αυτή η διαδικασία βέβαια είχε ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες, δεν εμφανίστηκε ξαφνικά τώρα, όμως τώρα είναι που έπιασε κορυφή – ή μάλλον πάτο… Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, είπαμε. Είναι ότι, όχι μόνο μία φορά, ακούστηκε από χείλη ειδικών ότι πρέπει να αποφεύγεται (και όταν λένε αυτοί «αποφεύγεται», ουσιαστικά θεσπίζουν το «απαγορεύεται»…) η επαφή γονέων και παιδιών, ενώ συνιστάται (ουσιαστικά επιβάλλεται) η χρήση μάσκας μέσα στο σπίτι! Δεν ξέρω αν υπάρχει γονιός που να τηρεί τέτοια μέτρα, δεν ξέρω αν τα πιστεύουν και τα εφαρμόζουν στα σπίτια τους οι ίδιοι που τα εισηγούνται (θα άξιζε να μας το πουν κάποια στιγμή και να μη σφυρίζουν αδιάφορα σε αυτονόητα ερωτήματα…), αυτό που ξέρω είναι ότι, και μόνο που ακούγονται τέτοιες “συστάσεις”-εντολές-διαταγές, ακόμα κι αν κανείς δεν τις τηρεί, η αντίστροφη μέτρηση για τον ανθρώπινο πολιτισμό έχει ήδη ξεκινήσει (αθόρυβα και ανεπαίσθητα μεν, αλλά σταθερά και μάλλον χωρίς επιστροφή…). Και, για να μιλάμε χωρίς μισόλογα, στο πισωγύρισμα αυτό των κοινωνιών φέρουν ακέραια την ευθύνη οι ενήλικες, που ανέχονται να έχουν τα ίδια τους τα παιδιά ως πρότυπη γονεϊκή εικόνα τους τον… μασκοφόρο γονιό που τηρεί αποστάσεις από αυτά αντί να τ’ αγκαλιάσει, να τα φιλήσει και να δείξει σ’ αυτά όλη του τη στοργή – διαμορφώνεται δηλαδή μπροστά στα μάτια μας ό,τι πιο αφύσικο έχει παρουσιαστεί μέχρι τώρα στην ανθρώπινη ιστορία, ένας παραλογισμός στο απόγειό του… Οι ειδικοί είναι ειδικοί (όσο είναι…), οι πολιτικοί είναι πολιτικοί (αυτοί κι αν είναι…), οι δημοσιογράφοι μπορεί να λένε ό,τι λένε (άνευ σχολίων αυτό…), όμως και ο γονιός είναι γονιός, οπότε κόντρα σε όλους και σε όλα πρέπει να υπερασπιστεί με κάθε τρόπο το παιδί του – τίποτα λιγότερο, τελεία και παύλα…
Τη διαχρονική αυτή ανάγκη γονιού και παιδιού να βαδίζουν πιασμένοι χέρι-χέρι (κυριολεκτικά, όχι μόνο μεταφορικά) εκφράζει λυρικά και ένα διάσημο τρίο της δεκαετίας του 1960 που άφησε το διακριτό στίγμα του στη μουσική σκηνή της εποχής του: οι Peter, Paul and Mary (Peter Yarrow, Paul Stookey, Mary Travers). Οι Peter, Paul and Mary ερμήνευσαν με τον δικό τους μελωδικό τρόπο μεγάλες επιτυχίες της εμβληματικής εκείνης εποχής (τραγούδια των Woody Guthrie, Pete Seeger, Bob Dylan, John Denver κ.ά.), τραγούδησαν όμως και δικές τους συνθέσεις, με επιβλητικότερη το τραγούδι “Day is done” (“Στο τέλος της μέρας”), του Peter Yarrow (1969), ενός από το τρίο. Όλο το “Day is done” είναι εστιασμένο στο παιδί και τον μοναδικό του κόσμο, αλλά και στην ανάγκη του να είναι σταθερά πιασμένο από το χέρι του γονιού του (“ψιλά γράμματα”, θα πει κανείς, εν έτει 2020…).
Το “Day is done” γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ερμηνεύτηκε τόσο στα αγγλικά όσο και στα γαλλικά (ως “Mon enfant”) από τη δική μας Νάνα Μούσχουρη.
Οι στίχοι του θα μπορούσαν να αποδοθούν στα ελληνικά (σε μετάφραση του υποφαινομένου) ως εξής:
Πες μου γιατί κλαις, παιδί μου
[μεταφράζουμε πιο ελεύθερα το “my son” ως “παιδί μου”]
Γνωρίζω ότι είσαι τρομαγμένο, όπως όλοι.
Είναι η καταιγίδα της απόστασης [!!!] αυτό που φοβάσαι;
Θα βοηθούσε αν στεκόμουν πολύ κοντά; Είμαι εδώ.
Ρεφραίν:
Κι αν πάρεις το χέρι μου, παιδί μου,
Τα πάντα θα είναι καλά στο τέλος της μέρας,
στο τέλος της μέρας, στο τέλος της μέρας…
Ρωτάς γιατί αναστενάζω, παιδί μου;
Θα κληρονομήσεις ό,τι έχει κάνει το ανθρώπινο γένος.
Σ’ έναν κόσμο γεμάτο λύπη και συμφορές,
αν με ρωτήσεις γιατί είναι έτσι, πραγματικά δεν ξέρω.
Πες μου γιατί χαμογελάς, παιδί μου.
Υπάρχει κάποιο μυστικό που μπορείς σε όλους να το πεις;
Γνωρίζεις περισσότερα από τους ανθρώπους που είναι σοφοί;
Μπορείς να δεις μέσα από τα τρυφερά σου μάτια αυτό που όλοι
πρέπει να κρύψουμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου