Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Ο ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ...

 
Από τα δεκάξι του στα βαπόρια ο Χαρής, έφαγε τη θάλασσα με το κουτάλι.
Ναυτόπαις καναδυό χρόνια στην αρχή, ναύτης στα δεκαοχτώ,
βοηθός θερμαστή σε γκαζάδικο και θερμαστής μετά, στα φορτηγά.
Άντρας σωματώδης, κρεμανταλάς κι ασουλούπωτος,
βλέμμα βοϊδίσιο και σαν αρκούδα δυνατός,
μα από μυαλό… παρά κάτι τετρακόσα,
καθότι… αναποδογεννημένος είχε πει τότε η μαμή,
που τρόμαξε να τονε βγάλει και «ο θεός να φυλάει και να γλιτώνει».
Και ο μεν θεός φύλαξε και γλίτωσε,
ο δε Χαρίλαος τρόμαξε να βγάλει το σχολείο.
Κατά τ’άλλα, ο πατέρας άφαντος και αγνώστων στοιχείων,
η μάνα, ανύπαντρη - κορίτσι του ορφανοτροφείου -
μόλις έπιασε καθαρίστρια στο ναυτιλιακό γραφείο,
τον μάζεψε από τη μπάλα στις αλάνες της Αμφιάλης
και του’ βγαλε φυλλάδιο στα καράβια του Καρρά.
Θέλεις η αγαθοσύνη του κεφαλιού του, θέλεις η έμφυτη καλοσύνη του,
όπου και να μπαρκάρισε, ήτανε το παιδί για όλες τις δουλειές.
Φαϊ δώστου κι άστονε…
Υπάκουος, γελαστός, χαζοχαρούμενος ένα πράμα,
αλλά προσηλωμένος σε ό,τι έκανε,
ακούραστος και ποτέ θυμωμένος, ποτέ με αγανάκτηση, ποτέ βλαστήμια,
εξόν καμιά βρισιά καραβίσια και κείνη χωρίς κακία.
Και θερμαστής, μιλάμε, όχι παίξε γέλασε.
Γιατί το στόκολο δεν είναι πόστο για τον καθένα.
Κάτω στα βαθιά του πλοίου ώρες πολλές, με αέρα βαρύ, με αναθυμιάσεις,
με θερμοκρασίες κόλαση και βουητά που σε κουφαίνουν,
ν’ ανεβαίνεις μετά στην κουβέρτα σκάντζα βάρδια
και να κολυμπάς σ’ έναν ιδρώτα
μουτζούρικο από την κορφή ως τα νύχια
και να μην έχεις ανάκαρα ούτε να μιλήσεις.
Αυτά για άλλους. Γιατί ο «κύκλωπας» - παρατσούκλι να σου πετύχει-
με τραγούδι «άντε σαν πεθάνω στο καράβι…» κατέβαινε τη σκάλα,
με τραγούδι «ο θερμαστής στο στόκολο μ’έξι φωτιές μαλώνει…»
ανέβαινε στο τέλος της βάρδιας.
Το παρωνύμιο, του το’χε κολλήσει ο Δεύτερος στο ΑΙΑΣ μια φορά,
γιατί του’ πεφτε το μαντίλι που είχε δεμένο στο κούτελο
και του σκέπαζε το ένα μάτι.
Και κείνος, καλόκαρδος με όλους κι απαραξήγητος…
«γειά σου αφεντικό» του’λεγε «εσένα θα σε φάω τελευταίο»
και του’δειχνε τα δόντια του τα φαφούτικα από πέσιμο,
τότε που τους χτύπησε το βουβό κύμα στον Ατλαντικό,
σαν τριώροφη πολυκατοικία ψηλό και φτηνά τη γλιτώσανε
πάνω από είκοσι νοματαίοι πλήρωμα.
Το σήμα για τη μάνα του τον βρήκε με αρόδο το καράβι στον Ινδικό
και του’ κοψε τα ήπατα.
Το’ στειλε ο παπάς του Αϊ - Παντελεήμονα της γειτονιάς,
γιατί «δεν τους έπιαναν στον ασύρματο»
και γιατί δεν υπήρχε συγγενής άλλος κανένας.
«Τη χτύπησε μηχανάκι και συχωρέθηκε» έγραφε
και «συλλυπητήρια παιδί μου»
και «αν είναι να στείλεις τίποτε για τον τάφο και τα υπόλοιπα,
στην τάδε διεύθυνση».
Έστειλε, μόλις μπόρεσε, όμως από κείνη την ημέρα…
ναυαγισμένος ο Χαρής.
Η συνειδητοποίηση τού…«χωρίς κανένα στον κόσμο»,
του μαύρισε την ψυχή.
Έναν άνθρωπο είχε να τηλεφωνιέται πότε - πότε ,
έναν άνθρωπο να τον περιμένει στο νοικιασμένο τους δυάρι,
πάει κι αυτός.
Φίλους… σταθερούς δεν έκανε στην πατρίδα,
τόσο μικρός που μπαρκάρισε
ούτε κι αγάπη με γυναίκα.
Μονάχα στα μπουρδέλα των λιμανιών μαζί με τους άλλους…
«για ν’αλλάξουμε λάδια»,
το οποίον... μια δυστυχία κι αυτό στην παλιοζωή.
Σπίτι του τώρα το βαπόρι και άνθρωποί του το πλήρωμα.
Μόνο που τα βαπόρια πουλιούνται κι αγοράζονται
κι αλλάζουνε χέρια.
Αλλάζουνε και θερμαστές κι ο κύκλωπας βρέθηκε ένα βράδυ,
ξένος μέσα σε ξένους, στο ΕΥΓΕΝΙΑ, κοντέινερ-ψυγεία.
Της ίδιας εταιρείας, αλλά τι να το κάνεις... οι μισοί αλλοδαποί.
Ο λοστρόμος ίσα-ίσα που του έλαχε Φαληριώτης,
ο μαρκόνης από τα μέρη της Μονεμβασιάς,
ο λαδάς Θεσσαλονικιός και δυο αξιωματικοί της ηλικίας του.
Οι υπόλοιποι, νέοι οι περισσότεροι,
άντε να καταλάβουν την περίπτωση «Χαρής».
Μαζεύτηκε στο καβούκι του.
Και το χειρότερο, άρχισε να ζηλεύει, που όλοι μιλούσαν για γκόμενες,
για αδέρφια και για παρέες φιλικές.
Και κείνος ο λαδάς... «ο παλιομπινές», λες κι ήτανε βαλτός,
καλοκαίρι ακόμη κι άρχισε...
«πότε θα’ρθούνε τα Χριστούγεννα να το κάψουμε με τα καρντάσια».
Είχε πέσει...σύρμα ότι μέσα στο Δεκέμβρη
το ΕΥΓΕΝΙΑ θα πιάσει Ευρώπη
και κάποιοι θα κάνουν γιορτές στην Ελλάδα
κι είχαν ξεκινήσει οι συζητήσεις στην τραπεζαρία
«τι δώρα του ζήτησαν τα παιδιά του» του ενός,
«τι έκπληξη ετοιμάζει για τη γυναίκα του» ο άλλος,
τα συνηθισμένα των ναυτικών που γυρίζουνε στο σπίτι.
Άλλο μαρτύριο για το Χαρή.
Όλοι θα δώσουν δώρα, θ’ αγκαλιαστούν με τους αγαπημένους,
θα νιώσουνε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά.
Και κείνος... στα αζήτητα.
Σηκωνόταν από το τραπέζι, μόλις άρχιζαν τέτοια κουβέντα,
άναβε τσιγάρο...«τι θέλω εγώ με τόση αγάπη γύρω...»
και τράβαγε άκρη-άκρη στο πρυμναίο ντεκ.
Ακουμπούσε στα σωληνωτά ρέλια της κουπαστής
και χάζευε κάτω τα νερά, που τα μαχαίρωνε η προπέλα.
- «Άτιμες γιορτές, πώς το μεγαλώνετε έτσι το ‘‘μόνος’’
και πώς... μέχρι τα μπούνια ένα ψυχοπλάκωμα κάθε Χριστού και Πάσχα»!...
Ξεχάστηκε κάπως κάτι μέρες στο Μπουένος Άϊρες,
μέχρι να φορτώσουνε τα φρούτα.
Στο ταξίδι όμως για Ρότερνταμ, κείνες οι κουβέντες τους για τα δώρα,
δεν έλεγαν να φύγουν από το μυαλό του, έτσι και ξάπλωνε στην κουκέτα.
«Γιορτές χωρίς δώρα;...
Μέχρι κι οι Φιλιππινέζοι του βαποριού το έλεγαν».
Του’ γινε σκέψη καθημερινή.
Και μια, δυο, πέντε, δέκα, η σκέψη έγινε «σχέδιο» ένα βράδυ.
- «Ξέρει κανείς σ’ αυτό το βαπόρι τα... οικογενειακά μου;
Όχι, δεν έχω... μιλήσει σε κανένα τους.
Ε, λοιπόν, να βγούμε σε πόρτο» ...και βγήκαμε...
Μεγάλο πράγμα η απόφαση, στον άνθρωπο.
Ηρέμησε καμιά βδομάδα, σαν να’ χε γίνει...το δικό του.
Τη δεύτερη μέρα στο Ρότερνταμ έβαλε τα καλά του
και περίμενε έξω από την μπουκαπόρτα.
Με το που βγήκε για τα ψώνια η ελληνική παρέα,
μαζί τους κι ο Χαρής.
Στα ΜΟΛ, μέσα στην εμπορική μαγεία
του Μέρρυ Κρίστμας και του Σάντα Κλάους,
το «σχέδιο» σε...πλήρη εφαρμογή.
Φόρεμα της αρραβωνιαστικιάς για το ρεβεγιόν ο δόκιμος;
Φόρεμα κι ο Χαρής «της Νίτσας του!...».
Κάμερα για το γιο ο λοστρόμος,
κάμερα και κείνος για «τον μεγάλο του που τελείωνε το Γυμνάσιο!...».
Και δώστου δώρα για τα «ανήψια!...»
και δώστου για «τη βαφτισιμιά!...»
και ό,τι άκουγε να παίρνουν οι άλλοι,
«καλά που μου το θύμισες» φώναζε δυνατά
και αγόραζε και πλήρωνε και χαιρόταν
και το ζούσε σαν απόλυτα αληθινό
και σαν αγαλλίαση χριστουγεννιάτικη και ευτυχία... οικογενειακή!
Κι ύστερα στη μπυραρία «εγώ κερνάω σήμερα»
και τσουγκρίσματα και «άσπρο πάτο»
και «καλές γιορτές με τις φαμίλιες μας»
και μισομεθυσμένος στο τέλος με τα δώρα αγκαλιά, στο ταξί για το ΕΥΓΕΝΙΑ.
Μόνο που οι ψευδαισθήσεις δεν κρατούν πολύ.
Είναι σαν τα παυσίπονα, δε θεραπεύουν.
Ξύπνησε το πρωί μ’ ένα σωρό πακέτα στο δάπεδο απέναντί του
να τον κοροϊδεύουν εν χορώ και να του φωνάζουν
«ψέματα μαλάκα, όλα ψέματα!!».
Έκλεισε τα μάτια, μα χειρότερα.
Άρχισε τώρα να «βλέπει» κάτι δικά του δώρα παιδικά,
τότε στην Πρώτη, Δευτέρα Δημοτικού, που του τα’ φερναν κάτι «θείοι»,
που μπαινόβγαιναν στο υπόγειό τους
κι η μάνα του τον έδιωχνε κάθε φορά
να πάει να παίξει με τ’ άλλα παιδιά στις κούνιες.
Κόμπος έγινε το στομάχι του, το στόμα του στουπέτσι.
Και κείνη η βαριά πέτρα «μόνος κι έρημος»
ήρθε πάλι και του πλάκωνε το στήθος.
Ανακάθισε στην κουκέτα, στήριξε τους αγκώνες στα γόνατα
κι έκρυψε το κεφάλι του ανάμεσα στα δυο του χέρια.
Ένα κλάμα πνιχτό σαν μουγκρητό, ένα κλάμα αντρίσιο,
γεμάτο παράπονο και πίκρα, «πουτάνα ζωή...»,
ανέβηκε από τα σωθικά του και του συντάραξε το κορμί.
Ποιος είπε πως οι γιορτές, φέρνουν χαρά σε όλους;
---------------------------------------------------Παρατατικός
* Otto Griebel – 'Der Schiffsheizer' (Ο θερμαστής) 1920

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου