Δεν ξέρω τι θα γινόταν στις ΗΠΑ, αναφέρονταν τόσο τακτικά στον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα σε Βόρειους και Νότιους και αν οι απόγονοι των αντιπάλων τότε στρατοπέδων, συνέχιζαν τις προστριβές. Δεν ξέρω επίσης τι θα γινόταν αν στην Γαλλία , συζητούσαν μόνιμα για την επανάσταση του 1789 και αν υπήρχαν γι αυτή έριδες, ανάμεσα σε αστούς και πληβείους και φιλομοναρχικούς.
Ξέρω όμως ότι στην χώρα μας, οι πληγές ενός εμφυλίου 70 και χρόνια πίσω, δεν έχουν κλείσει, επειδή σε κάποιους δεν ...συμφέρει να κλείσουν. Την ιστορία την γράφουνε οι νικητές και πάντα παρουσιάζονται στο τέλος ως η δύναμη του καλού, αποκρύπτοντας την δική τους φρίκη . Οι ηττημένοι έγραψαν κι αυτοί την εκδοχή τους, στην οποία αποσιώπησαν τα δικά τους λάθη και τις δικές τους εσωτερικές προδοσίες. Μόνο που τελικά, η αλήθεια είναι πως ο πραγματικός ηττημένος, ήταν ο Ελληνικός λαός στο σύνολό του.
Τόσο καιρό και ακόμα οι αναφορές στον εμφύλιο και τα ένθεν κακείθεν, ανάμεσα στους κακούς( ή καλούς) κομμουνιστές και τους καλούς(ή κακούς) δεξιούς πατριώτες καλά κρατούν. Δεν θάβεται με τίποτα το ρημάδι το τσεκούρι του πολέμου. Γιατί αν θαφτεί θα πρέπει να βρεθούν νέες αφορμές αντιπαράθεσης και τσακωμών, από του ς Βενιζελικούς και τους Βασιλικούς, μέχρι την εικονομαχία στο Βυζάντιο ή τους πολέμους Αθήνας Σπάρτης.
Ξέρω όμως ότι στην χώρα μας, οι πληγές ενός εμφυλίου 70 και χρόνια πίσω, δεν έχουν κλείσει, επειδή σε κάποιους δεν ...συμφέρει να κλείσουν. Την ιστορία την γράφουνε οι νικητές και πάντα παρουσιάζονται στο τέλος ως η δύναμη του καλού, αποκρύπτοντας την δική τους φρίκη . Οι ηττημένοι έγραψαν κι αυτοί την εκδοχή τους, στην οποία αποσιώπησαν τα δικά τους λάθη και τις δικές τους εσωτερικές προδοσίες. Μόνο που τελικά, η αλήθεια είναι πως ο πραγματικός ηττημένος, ήταν ο Ελληνικός λαός στο σύνολό του.
Τόσο καιρό και ακόμα οι αναφορές στον εμφύλιο και τα ένθεν κακείθεν, ανάμεσα στους κακούς( ή καλούς) κομμουνιστές και τους καλούς(ή κακούς) δεξιούς πατριώτες καλά κρατούν. Δεν θάβεται με τίποτα το ρημάδι το τσεκούρι του πολέμου. Γιατί αν θαφτεί θα πρέπει να βρεθούν νέες αφορμές αντιπαράθεσης και τσακωμών, από του ς Βενιζελικούς και τους Βασιλικούς, μέχρι την εικονομαχία στο Βυζάντιο ή τους πολέμους Αθήνας Σπάρτης.
Στην ταινία ‘’Ψυχή βαθειά’’, ο Θανάσης Βέγγος υποδύεται τον παππού ενός σκοτωμένου στρατιώτη, το σώμα του οποίου πάει να παραλάβει. Όταν ο Ταγματάρχης του λέει πως ο εγγονός του πέθανε με δόξα και τιμή… η απάντηση είναι συκλονιστική: ποια τιμή κύριε Ταγματάρχα, ποια δόξα. Έλληνες να τουφεκάνε Έλληνες….
«Ψυχή βαθιά» είναι μια έκφραση που, παρότι έγινε γνωστή από την ταινία του Βούλγαρη, καμιά σχέση δεν είχε με τον εμφύλιο. Αλλά και η σχέση που είχε με τον ΕΛΑΣ και την αντίσταση αμαυρώθηκε από τον εμπνευστή της.
Ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε και καθιέρωσε (σε μικρή ομως κλίμακα) τη φράση ήταν ο ταγματάρχης Μιχάλης Παπαζήσης από την Κοζάνη, που είχε αναλάβει την διοίκηση του 5ου Ανεξάρτητου Τάγματος Παρνασσίδας του ΕΛΑΣ. Ο άνθρωπος αυτός (που αρκετοί τον έλεγαν «Ψυχηβαθιάς») στον κρίσιμο Δεκέμβρη του 44, μετά από προσωπική συναλλαγή, παρέδωσε στους Άγγλους το τάγμα αύτανδρο και με όλο τον οπλισμό του στο Ψυχικό. Το μόνο τάγμα του κανονικού (μπαρουτοκαπνισμένου) κι όχι του εφεδρικού ΕΛΑΣ που είχε μπει στη μάχη της Αθήνας.
Μετά η φράση έπεσε σε δυσμένεια γιατί ταυτίστηκε με τον Παπαζήση. Στον εμφύλιο δε, στον ΔΣΕ, απαγορεύτηκε, όπως άλλωστε και οτιδήποτε θύμιζε το «πρώτο αντάρτικο» (μούσια, φυσεκλίκια, κ.λπ.) από τον Ζαχαριάδη.Γρηγόρη Καραγρηγορίου https://dimartblog.com/
------------------------------------------------------------------
Η Ψυχή Βαθιά είναι ελληνική δραματική πολεμική ταινία του 2009, σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη. Η ταινία διαδραματίζεται την εποχή του Ελληνικού Εμφυλίου και ακολουθεί την ιστορία δύο αδελφών οι οποίοι κατατάσσονται σε διαφορετικά στρατόπεδα.
Η ταινία εξελίσσεται το 1949, τους τελευταίους μήνες τουΕμφυλίου Πολέμου, στον Γράμμο και στο Βίτσι. Ο Ανέστης, 17 ετών, έχει επιστρατευθεί από τον ανθυπολοχαγό Τριαντάφυλλο του Εθνικού Στρατού, και ο αδελφός του Βλάσης, 15 ετών, από τον Καπετάν Ντούλα του Δημοκρατικού Στρατού ως οδηγοί καθώς μεγάλωσαν και ξέρουν την περιοχή. Μαζί με άλλους στρατιώτες και αντάρτες, όπως η πολυβολήτρια Γιαννούλα, ο Καλαματιανός δεκανέας, ο ταξίαρχος Τσαγκλής, η 14χρονη αντάρτισσα Φούλα, συμμετέχουν στον πόλεμο στον οποίο σκοτώνονται πολλοί νέοι. Τα δύο αδέλφια μέσα στη φρίκη του πολέμου καταφέρνουν να συναντηθούν κρυφά τρεις φορές. Στην τελευταία φορά, ο Ανέστης προσπαθεί να πείσει τον Βλάση να έρθει με το μέρος του, όπως ο Βλάσης έχει γίνει πολυβολητής, γνωστός ως συναγωνιστής Φλόγας, και έχει τιμηθεί με το παράσημο του Γράμμου
Η ταινία γυρίστηκε στη Δυτική Μακεδονία. Γυρίσματα γίνανε στον Γράμμο, το Μάνκοβιτς και στο Βίτσι, καθώς και στην Καστοριά και στα χωριά Απόσκεπος, Γράμος, Βυσσινιά, Καζάνι, Κορέστεια, Κρανιώνα, Λιθιά, Μαύροβο, Μαυρόκαμπος, Νεστόριο, Οξυά, Πολυκάρπι, Πολυκέρασο, Σιδηροχώρι, Τοιχιό, Χαλάρα και Χάρο. Βοηθοί σκηνοθέτη ήταν οι Κώστας Αθουσάκης και Ντάνυ Μπόλντα. Τα κουστούμια της ταινίας επιμελήθηκε η Λουκία Χατζέλου και το μακιγιάζ η Κυριακή Μελλίδου. Τα ειδικά εφέ ανέλαβε η βουλγαρική εταιρία Alpha Stunts.[1]
Η ταινία έλαβε θετικές κριτικές όσον αφορά την τεχνική της ποιότητα, τις πολεμικές σκηνές, τη φωτογραφία, το μοντάζ, την ερμηνευτική καθοδήγηση, τη μουσική επιμέλεια του Αγγελάκα και την ηχοληψία,[6] αλλά έλαβε αρνητικές κριτικές που επικεντρώθηκαν στην μη ανάπτυξη του ιστορικού σκέλους[6] και επειδή η ταινία δεν διάλεξε στρατόπεδο.[7] Ο Ριζοσπάστης κατηγόρησε την ταινία ότι σκοπίμως αποκρύπτει τον ταξικό χαρακτήρα του πολέμου ώστε να επέλθει η συμφιλίωση[8] και ο Τάσος Κωστόπουλος στην εφημερίδα Αυγή έγραψε ότι από την ταινία απουσιάζουν δύο από τα κύρια χαρακτηριστικά του εμφυλίου πολέμου, το μίσος για τον πολιτικό αντίπαλο και ο φόβος για τον διπλανό σου, ενώ αναφέρει ότι οι δύο πλευρές δεν παρουσιάζονται ισότιμα.[9] Ιστορική άγνοια καταλόγισε στην ταινία και ο Δημήτρης Δανίκας στα Νέα, ο οποίος έδωσε στην ταινία 4/10, ενώ ανέφερε ότι καταφεύγει σε εύκολους συναισθηματισμούς, αλλά όταν η ταινία επικεντρώνεται στο προσωπικό δράμα, η ταινία απογειώνεται.[10] Ο Κουτσογιανόπουλος στη Lifo ανέφερε ότι η ταινία χειρίζεται πολύ καλά τους περιφερειακούς χαρακτήρες, όπως η Γιαννούλα, αλλά η ιστορία των δύο αδελφών είναι δραματικά ελλιπής, και χαρακτήρισε την ταινία με 3/5 αστεράκια.[11]
Η ταινία ήταν υποψήφια για 10 βραβεία στα βραβεία στα Βραβεία Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για το 2010,[12] κερδίζοντας τελικά δύο, το βραβείο πρωτότυπης μουσικής, το οποίο απονεμήθηκε στον Γιάννη Αγγελάκα, και το βραβείο ήχου. ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ..
---
*Αν δεν εχετε δεί την ταινία,αφιερωστε 3 λεπτά για το παρακάτω βιντεάκι,,,είναι συγκλονιστική η σκηνή και η ερμηνεία τού Βέγγου…"Ελληνες να τουφεκάνε Ελληνες;;" "΄το σπίτι μου κάηκε...να εχω τουλάχιστον ένα τάφο..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου