Η διπλωματία του ξίφους και το ξίφος της διπλωματίας
«Συμφωνίες, χωρίς ξίφος, είναι λόγια μονάχα, ανίκανα να εξασφαλίσουν τον άνθρωπο. Τα δεσμά των λόγων είναι πολύ εύθραυστα για να χαλιναγωγήσουν τη φιλοδοξία των ανθρώπων, τη φιλοχρηματία τους, την οργή τους και τα άλλα τους πάθη, χωρίς το φόβο μιας δύναμης που μπορεί να εξαναγκάζει». Thomas Hobbes
«Τα λόγια ενός διπλωμάτη δεν πρέπει να έχουν σχέση με τις πράξεις, διαφορετικά τί είδους διπλωματία είναι αυτή; Άλλο πράγμα οι λέξεις και άλλο οι πράξεις. Τα ωραία λόγια είναι η μάσκα για την απόκρυψη των κακών πράξεων. Ο ειλικρινής διπλωμάτης είναι σαν το ξηρό νερό ή το ξύλινο σίδερο». Ιωσήφ Στάλιν
«Τα λόγια ενός διπλωμάτη δεν πρέπει να έχουν σχέση με τις πράξεις, διαφορετικά τί είδους διπλωματία είναι αυτή; Άλλο πράγμα οι λέξεις και άλλο οι πράξεις. Τα ωραία λόγια είναι η μάσκα για την απόκρυψη των κακών πράξεων. Ο ειλικρινής διπλωμάτης είναι σαν το ξηρό νερό ή το ξύλινο σίδερο». Ιωσήφ Στάλιν
Ο όρος διπλωματία έχει ταυτιστεί στο μυαλό πολλών ανθρώπων με μια πολιτισμένη διαδικασία, που αποσκοπεί στην ειρηνική διαχείριση των σχέσεων ανεξάρτητων κρατών και διεθνών οργανισμών. Μ’ άλλα λόγια θεωρείται σε γενικές γραμμές ότι η διπλωματία συνιστά μια λειτουργία, που αποσκοπεί στην επικοινωνία κρατικών αξιωματούχων, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής δίχως την προσφυγή στην βία, είτε μέσω επίσημων συμφωνιών είτε σιωπηρών διευθετήσεων.
Η διπλωματία, λοιπόν, σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη, συντείνει στην αποφυγή «κρίσεων» κατοχυρώνοντας το «αγαθό» πρόσωπο του κράτους. Η εντύπωση αυτή είναι φυσικά λανθασμένη, καθώς, όπως είναι γνωστό, η διπλωματία δεν παύει να υφίσταται σε περιπτώσεις ένοπλων συγκρούσεων ή γενικευμένων ανθρωποσφαγών, όπου συχνότατα χρησιμοποιείται για την κλιμάκωσή τους και όχι για την παύση τους.
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη «πρέπει να έχουμε υπόψη περισσότερο τη δύναμη παρά την όψη μιας πολιτείας». Είναι, επίσης, άξιο προσοχής ότι ο Θουκυδίδης ήδη στην εποχή του ορίζει ως σκληρή ισχύ την οικονομική, την διπλωματική (με την έννοια της σύναψης συμμαχιών η οποία αυξάνει τον πλούτο και τη στρατιωτική ισχύ μίας πολιτείας) και την στρατιωτική δύναμη. Στην αρχαιότητα εξ άλλου, όπως εξηγεί ο Β. Ποτέμκιν στο έργο του Η Ιστορία της Διπλωματίας, η διπλωματία εξυπηρετούσε τους σκοπούς της εξωτερικής πολιτικής των κρατών, που είχαν ως κύρια οικονομική τους βάση την δουλεία: «Επειδή ο βασικός σκοπός της εξωτερικής πολιτικής των στρατοκρατικών και θεοκρατικών κρατών της Ανατολής ήταν η κατάχτηση, η συγκεντρωτική τους διπλωματία ήταν περιορισμένη σ’ ένα στενό κύκλο δράσης. Η πιο δυνατή της πλευρά ήταν η οργάνωση στρατιωτικής και πολιτικής κατασκοπείας, ικανής να διεισδύσει παντού».
Στην αρχαία Ελλάδα η μεγαλύτερη διπλωματική δραστηριότητα ανάμεσα στις πόλεις κράτη αναπτύχθηκε κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, όταν Αθήνα και Σπάρτη πολέμησαν για τριάντα χρόνια, ενώ αργότερα με την ίδια ένταση αναπτύχθηκε διπλωματική δραστηριότητα, όταν στο προσκήνιο εμφανίστηκε μια νέα δύναμη, το Μακεδονικό Βασίλειο με στόχο την επιβολή της ενοποίησης της κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο και την επέκταση στην Ανατολή με την συγκρότηση μιας νέας αυτοκρατορίας.
Και στα πλαίσια, όμως, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας η εξωτερική πολιτική είχε σαν κύριο στόχο τη συγκρότηση ενός παγκόσμιου κράτους, που να περιλαμβάνει όλες τις χώρες του τότε γνωστού «κύκλου γαιών» και φυσικά την άμυνα των συνόρων από τους «βάρβαρους». Είναι χαρακτηριστικό ότι η παρακμή της στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας συνοδεύτηκε από την παρακμή της διπλωματίας της.
Μια εξίσου λανθασμένη εντύπωση θέλει την διπλωματία να ταυτίζεται με την διαπραγμάτευση, η οποία με την σειρά της περικλείει διακριτές δραστηριότητες, όπως η συλλογή πληροφοριών, η αποσαφήνιση προθέσεων και η δημιουργία κλίματος «καλής θέλησης»· διαδικασίες οι οποίες λόγου χάρη την εποχή του Καρδιναλίου Ρισελιέ (1585-1642) ήταν ευρέως γνωστές ως «διαπραγματεύσεις», ενώ ο ίδιος τις χαρακτήριζε ως «διαρκής διαπραγμάτευση» (nιgotiation continuelle). Σ’ όλες αυτές τις δραστηριότητες αποδόθηκε ο όρος «διπλωματία» από τον Ιρλανδό πολιτικό ηγέτη, φιλόσοφο και συγγραφέα Edmund Burke πολύ αργότερα και συγκεκριμένα το 1796.
Είναι, λοιπόν, δύσκολο να ορίσει κάποιος την λειτουργία της διπλωματίας στον καθορισμό των λεγόμενων διεθνών σχέσεων σήμερα, εάν δεν την συσχετίσει άμεσα με την συγκρότηση, επιβολή και διαρκή ανασχηματισμό της παγκόσμιας κυριαρχικής τάξης. Αυτό ακριβώς κάνει ο Henry Kissinger ξεκινώντας το ογκώδες του έργο Διπλωματία (1994):
«Λες και υπάρχει κάποιος φυσικός νόμος, σε κάθε αιώνα αναδύεται μια χώρα που διαθέτει την δύναμη, τη θέληση και την πνευματική και ηθική ορμή για να διαμορφώσει ολόκληρο το διεθνές σύστημα σύμφωνα με τις δικές της αξίες. Τον 17ο αιώνα, η Γαλλία του καρδιναλίου Ρισελιέ εισήγαγε τη σύγχρονη προσέγγιση στις διεθνείς σχέσεις με βάση το κράτος-έθνος και κίνητρο το εθνικό συμφέρον ως υπέρτατο σκοπό της. Τον 18ο αιώνα, η Μεγάλη Βρετανία ανέπτυξε την ιδέα της ισορροπίας των δυνάμεων, που κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή διπλωματία για τα επόμενα 200 χρόνια. Τον 19ο αιώνα η Αυστρία του Μέτερνιχ αναδόμησε τη Συμφωνία της Ευρώπης και η Γερμανία του Μπίσμπαρκ τη διέλυσε για να αναπλάσει την ευρωπαϊκή διπλωματία σε ένα ψυχρό παιχνίδι πολιτικής ισχύος. Τον 20ο αιώνα καμία χώρα δεν έχει επηρεάσει τις διεθνείς σχέσεις τόσο αποφασιστικά και, ταυτόχρονα με τόσο διφορούμενο τρόπο όσο οι ΗΠΑ».
Θα ήταν παράλειψη σ’ αυτό το σημείο να μην τονίσουμε ότι στις μέρες μας η άσκηση διπλωματίας συνδέεται, όχι μόνο με την ύπαρξη των Υπουργείων Εξωτερικών, των πρεσβειών και του προσωπικού τους, αλλά και μ’ ένα ευρύ φάσμα Διεθνών Οργανισμών, Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, ακόμη και Νομικών ή Φυσικών Προσώπων.
Ας δούμε στην συνέχεια κάτι εξίσου ενδιαφέρον.
Το Υπουργείο Εξωτερικών των Η.Π.Α. ορίζει τη δημόσια διπλωματία ως «κυβερνητικά επιχορηγούμενα προγράμματα που έχουν πρόθεση να ενημερώσουν ή να επηρεάσουν την κοινή γνώμη σε άλλα κράτη». Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για πρώτη φορά το 1965 από τον Edmnund Guillon, διπλωμάτη καριέρας και μεταγενέστερα κοσμήτορα στο «Fletcher School of Law and Diplomacy» στο Tufts University, και συγκεκριμένα καθιερώνεται με αφορμή την εγκαθίδρυση στο Fletcher School, του Κέντρου για τη Δημόσια Διπλωματία από τον Αμερικανό δημοσιογράφο Edward R. Murrow (The Edward R. Murrow Center of Public Diplomacy). Εκείνη ακριβώς την περίοδο, στο φυλλάδιο του εν λόγω κέντρου καταγράφονταν τα εξής:
«… η Δημόσια Διπλωματία…ασχολείται με την επιρροή της κοινής γνώμης στο σχεδιασμό και την εκτέλεση της εξωτερικής πολιτικής. Περιλαμβάνει διαστάσεις των διεθνών σχέσεων πέρα από την παραδοσιακή διπλωματία…[συμπεριλαμβανομένης] και της καλλιέργειας από τις κυβερνήσεις, της κοινής γνώμης άλλων κρατών, της αλληλεπίδρασης των ιδιωτικών ομάδων και ενδιαφερόντων μιας χώρας με εκείνα μιας άλλης…και της διακρατικής ροής πληροφοριών και ιδεών».
Προσέξτε τώρα τι υποστηρίζει ο Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων G. R. Berridge: «Η προπαγάνδα που αποβλέπει στο να επηρεάσει μια ξένη κυβέρνηση δεν αποτελεί διπλωματία. Είναι ένα είδος πολιτικής προβολής. Σκοπός της είναι συνήθως να πείσει μία ξένη κυβέρνηση να αποδεχτεί μία συγκεκριμένη άποψη κερδίζοντας τη θετική γνώμη των μέσων ενημέρωσης, των ομάδων πίεσης και των ξένων συμμάχων. Ωστόσο, η προπαγάνδα, που έχει ως άμεσο στόχο την εξωτερική πολιτική ενός ξένου κράτους θεωρείται σε γενικές γραμμές αποδεκτή, και οι μόνιμοι πρεσβευτές είναι ιδιαίτερα αφοσιωμένοι σε αυτό το έργο, που είναι γνωστό ως «Δημόσια Διπλωματία».
Και τι ορίζεται ως προπαγάνδα;
Σύμφωνα με τον Καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας David Welch, ένας ευρύς ορισμός της προπαγάνδας συνίσταται στα εξής: «Η προπαγάνδα είναι η σκόπιμη προσπάθεια επιρροής της γνώμης του κοινού μέσω της μετάδοσης ιδεών και αξιών για συγκεκριμένο σκοπό, συνειδητά σχεδιασμένη να εξυπηρετήσει το συμφέρον και τις πολιτικές αξιώσεις των προπαγανδιστών, με τρόπο τόσο άμεσο όσο και έμμεσο».
Η διαπλοκή, λοιπόν, της λεγόμενης δημόσιας διπλωματίας και της προπαγάνδας είναι τόσο προχωρημένη ώστε στους ορισμούς που δίνονται παραπάνω σχεδόν να συγχέονται η μία με την άλλη.
Ακόμη όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο ζήτημα έχει η άποψη του διεθνολόγου Edward H. Carr σύμφωνα με τον οποίο: «η ισχύς της πειθούς περιορίζεται –και ίσως ακόμη πιο αποτελεσματικά– από τον έμφυτο ουτοπισμό της ανθρώπινης φύσης. Η προπαγάνδα, στην υπηρεσία της στρατιωτικής και της οικονομικής ισχύος, τείνει πάντα να φτάνει σε ένα σημείο το οποίο να ακυρώνει τον σκοπό της υποκινώντας το μυαλό να επαναστατήσει εναντίον αυτής της ισχύος. Μια θεμελιώδης αλήθεια σχετικά με την ανθρώπινη φύση είναι ότι μακροπρόθεσμα οι άνθρωποι απορρίπτουν το δόγμα πως η δύναμη διαμορφώνει τι είναι δίκαιο και τι όχι. Η καταπίεση μερικές φορές έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της θέλησης και την όξυνση της ευφυΐας των θυμάτων της, έτσι ώστε να μην ισχύει καθολικά ή απόλυτα το ότι η προνομιούχα ομάδα μπορεί να ελέγχει την κοινή γνώμη εις βάρος των μη προνομιούχων […] Η ισχύς της πειθούς δεν μπορεί ποτέ να είναι απόλυτη.» Για αυτόν ακριβώς τον λόγο όπως υποστηρίζει, επίσης, εύστοχα ο Carr, η εθνική προπαγάνδα, καλύπτεται πάντοτε πίσω από ιδεολογίες και κοινές ιδέες που τις αποκαλεί, «διεθνή ηθική». (Edward H. Carr, Η Εικοσαετής Κρίση 1919-1939).
Τα λόγια αυτά είναι πράγματι όχι μόνο ενθαρρυντικά αλλά ακούγονται και ιδιαίτερα ελπιδοφόρα σε μια εποχή που το κυριαρχικό σκοτάδι προσδιορίζει πρώτα απ’ όλα μια ζοφερή πραγματικότητα σύγχυσης, αβεβαιότητας, αλλοτρίωσης και πλήρους κατακερματισμού των κοινωνικών αντιστάσεων, που προβάλλονται ως μάταιες ή στην καλύτερη περίπτωση ολοκληρωτικά προβλέψιμες και αφομοιώσιμες από κάθε μορφής εξουσία.
Θα μείνουμε, όμως, στα λόγια αυτά, εξακολουθώντες να θεωρούμε τον ανθρώπινο παράγοντα ανεξέλεγκτο, γιατί πρώτα απ’ όλα οι ιδέες και οι διαθέσεις ασυμβίβαστης πάλης ενάντια στην κυριαρχία δεν κοστολογούνται από εμάς από την ποσότητα αλλά από την επιμονή και την θέληση των ανθρώπων να μην εξαλειφθούν ποτέ…
Συσπείρωση Αναρχικών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου