Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Η ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΝΤΑΔΑΣ ΣΕΡΕΝΑΤΑΣ - ΠΑΤΙΝΑΔΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΡΑΚΛΑΥΣΙΘΥΡΟΝ[ΜΕΡΟΣ Α΄]

Η ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΝΤΑΔΑΣ ΣΕΡΕΝΑΤΑΣ  -  ΠΑΤΙΝΑΔΑΣ  ΑΠΟ  ΤΟΝ  ΚΩΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΡΑΚΛΑΥΣΙΘΥΡΟΝ
ΜΕΡΟΣ Α΄

Συγγραφή & έρευνα Ιωάννης Γ. Βαφίνης

  Στην  Αθήνα,  την  πρωτεύουσα  του  νεοελληνικού κράτους, αναπτύχθηκε  στις  απαρχές του δεύτερου  μισού  του  19ου αιώνος,  ένας  κώδικας συμπεριφοράς  προερχόμενος ακραιφνώς εξ αρχαίου  έθους.  Πρόκειται  περί  του  αστικού  δρώμενου  που ονομάζεται καντάδα που έλκει τις ρίζες του από τις αρχαίες υμνωδίες προς τιμήν του ορφικού θεού Έρωτα. 
  Η  καταγωγή  της  καντάδας  ή  αλλιώς σερενάτας,  χάνεται στην άχλυ  του  μύθου,  τότε που πρωτακούστηκε  η  ερμηνεία  της ερωτικής  θρηνωδίας - ελεγείας  από  το στόμα κάποιου  αρχαίου Έλληνα κιθαρωδού. 
 Κατά μία άλλη πιο λαϊκή εκδοχή, απεκδυόμενη το λυρικό στοιχείο, ή καντάδα υπήρξε προϊόν του αρχαίου λαϊκού άσματος που ονομάζονταν σκόλιον. Τα σκόλια, σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, ετυμολογούνται ως ερωτικά σύντονα, δηλαδή έντονα ερωτικά τραγούδια όπως π.χ οι άριες. Τα σύντονα μουσικά μέλη εκτελούνταν παρά τοις αρχαίοις σε διατονικό τρόπο (ημιτ. - τόνος -τόνος) και χρωματικό (ημιτ. - ημιτ. - τόνος - ημιτ.). 
 Η απαρχή λοιπόν, του μουσικού έθους της καντάδας - σερενάτας αναζητάτε σε προϊστορικές  εποχές  όταν  έζη  ο κιθαρωδός - λυρωδός  Λίνος.  Η  μεταθανάτια  θρηνωδία των Μουσών  προς τιμή  του  αδικοχαμένου  μουσικού  θεωρείται  η πρώιμη φάση του δρωμένου. Επίσημα, ο πρώτος μουσικός  που εμπνεύστηκε μια δραματοποιημένη θρηνωδία,  με  αφορμή  τον θάνατο  του Λίνου  και  τον  θρήνο  της  ερωμένης  του  Μούσας Καλλιόπης, ήταν  ο  Αθηναίος  κιθαρωδός  Πάμφως.  
  Το  ερωτικό  -  θρηνώδες  μελαγχολικό  άσμα  του  Πάμφου ονομάζονταν  Οιτολίνος  και άδονταν  τις  θερμές  έναστρες νύχτες  του  καλοκαιριού, δηλαδή  κατά  την  περίοδο  των κυνικών  καυμάτων.  Όλη  αυτή  η δραστηριότητα  θα  μπορούσε να  ήταν  μια  θρησκευτική τελετουργία  στην  υπαίθρια  δομή της προϊστορικής  πόλης των Αθηνών πέριξ του ιερού βράχου της ακροπόλεως.  
  Ωστόσο,  μεταφερόμενοι  στην  νεότερη  εποχή κατά  το  τέλος του  19ου  και  προς  στις αρχές  του  20ου  αιώνα, αναζητάτε  η παρουσία  ενός  νέου  μουσικού  είδους  που  έμελλε να  γίνει βασικός  συντελεστής  στην  εξέλιξη  του  αθηναϊκού τραγουδιού.  Πρόκειται  για την  καντάδα,  ένα  ερωτικό τραγούδι,  με ρομαντική  διάθεση  και  γλυκό,  εξευγενισμένο ήχο.  Από  τα πρώτα  κιόλας  χρόνια  της  εμφανίσεως  στην Αθήνα,  αυτό  το αρχαίο  είδος λυρικού  τραγουδιού  θα μετονομαστεί σε καντάδα ή σερενάτα. Παράλληλα,  στα  λαϊκά στρώματα  της  υπαίθριας χώρας  και των  νησιών,  συντηρούνταν  εκ  του  πάλαι  το  έθος της πατινάδας  ή  μαντινάδας  ή  μαντινάτας  (κάτω  Ιταλία Γκρεκάνοι)  κυρίως  στα γαμήλια δρώμενα.  
  Η  πατινάδα,  όπως φερειπείν το τραγούδι "Σήμερα γάμος γίνεται", συγκαταλέγεται στα δρομικά  άσματα  και  είναι  συνώνυμη  της καντάδας.  Παρά τοις  αρχαίοις,  η  πατινάδα  ή κώμος, θεωρείται  το  γαμήλιο άσμα  του  Υμεναίου  έχοντας  καθαρά ερωτικό χαρακτήρα όπως κι καντάδα του κλεινόν άστυ.
  Βέβαια,  το  χαρακτηριστικό  σημείο  της  καντάδας  είναι  ότι, ενίοτε  εκτελείτε  από  έναν ή  πολλούς  κιθαρωδούς  κάτω  από το  παράθυρο  της  αγαπημένης  του  έκαστου  εξ  αυτών, κατά τις ώρες  της  νυκτός.  Ιδιαίτερη  σημασία  παρουσιάζουν  τα μουσικά πρόσωπα  της καντάδας, τα οποία ονομάστηκαν εκ του άσματος κανταδόροι/ονομαστική ενικού>κανταδόρος. 
  Η καντάδα εμφανίζεται δυναμικά στα μουσικά δρώμενα τον 19ο αιώνα με δύο διαφορετικούς  πυρήνες  έκφρασης  και δημιουργίας.  Η  μία  όψη  της  συντελέστηκε  στα Επτάνησα  και πιο  συγκεκριμένα  στην  Ζάκυνθο  με  την  ονομασία  αρέκια έχοντας  λαϊκό χαρακτήρα.
   Η  άλλη  μορφή  καντάδας,  που αναπτύχθηκε  στην  Αθήνα, είχε λόγια  -  ποιητική  μορφή. Σ' αυτό το είδος συμπορεύτηκαν οι Αθηναίοι ποιητές  που  είχαν  εισάγει  την ρομαντική ποίηση  στη πολιτιστική  δραστηριότητα  της  πόλης των  Αθηνών.  Οι φιλολογικές αναφορές περί  Αθηναϊκού ρομαντισμού  και  Α' Αθηναϊκής  ποιητικής  σχολής, προσδιορίζουν  την πνευματική κίνηση  μιας  ομάδας  ποιητών κατά την περίοδο  του  1830  με 1880. Εισηγητής του καινοφανούς ποιητικού είδους, με τον λυρικό και δη ελεγειακό τόνο, ήταν ο  Αθηναίος λόγιος, Παναγιώτης Σούτσος.  
  Ο  Σούτσος, γράφοντας το δραματικό ποίημα "Οδοιπόρος", ενέπνευσε  με την  θεματολογία του  την  θρησκεία,  τον πατριωτισμό,  τον έρωτα  και  την  ελευθερία.  Το  κεντρικό  θέμα του  ποιήματος είναι  ο  ανεκπλήρωτος  έρωτας  δύο  νέων ανθρώπων,  του Οδοιπόρου  και της  Ραλλούς.  Ο  θεματικός πυρήνας  του Οδοιπόρου  αλλά  και  το  συλλαβικό  μέτρο  είναι στην  ουσία  ο πρόγονος  της  ποιητικής  δημιουργίας  της καντάδας.  Τα προλεχθέντα επιβεβαιώνουν  την  πανάρχαια προέλευση  του έθους  της  καντάδας  -  σερενάτας  με στοιχεία λυρικής  και ελεγειακή  ποίησης  που  συνήθως  εξέφραζαν  τα προσωπικά βιώματα  θρησκευτικής  πίστεως,  ερωτικής απογοήτευσης, φυγής και περιπλάνησης.
   Ωστόσο,  το  μουσικό  ύφος  της  καντάδας  υποστήριζαν  ότι προέρχονταν  από  την  δύση. Σύμφωνα  λοιπόν  με  την εγκυκλοπαίδεια  του  Ηλίου,  η  καντάδα  ετυμολογείται  ως εξής: «Απλή και εύληπτος μελωδία τρίφωνος ή και δίφωνος με αυτοσχέδιον  εύκολον εναρμόνισιν, κατά  την  οποίαν  η δευτέρα φωνή  συνοδεύει  την  μελωδίαν  εις  τρίτην  ή  έκτην  και η τρίτη εκτελεί  επί  της  τονικής,  της  δεσποζούσης,  ή  της υποδεσποζούσης,  το  μέρος  του βασίμου.  Το  είδος  είναι ιταλικής  καταγωγής,  έχει  την  αρχήν  του  εις  την  καντάταν  και διεδόθει  εις  την  Ελλάδα  δια  της  Επτανήσου,  όπου  κυρίως διατηρείται ακόμη.»(λήμμα καντάδα). 
  Η  καντάτα,  απ'  όπου  μας πληροφορεί  το  λεξικό  ότι  προήλθε η καντάδα,  ξεκίνησε  τον 17ο  αιώνα  ως  ένα  είδος μονοφωνικής μουσικής  μετά συνοδείας  οργάνου  και ολοκληρώθηκε  με  την επιπρόσθετη τοποθέτηση  περισσοτέρων  φωνών(πολυφωνία) [1] κατά τον ερχομό του 18ου αιώνα. 
  Δεδομένου  ότι,  ο  βασικός πυρήνας  της καντάτας  παρέμεινε η μονοφωνία,  γι'  αυτό  κι αποτελούνταν κυρίως  από  άριες  και ρετσιτατίβο,  στην  πορεία της  εξέλιξης της διαχωρίστηκε  σε δύο μέρη:  την εκκλησιαστική  και  την κοσμική  καντάτα.  Το ύφος και  ο τρόπος  του  εκκλησιαστικού  -  θρησκευτικού μέλους μεταβιβάσθηκε  στο  ορατόριο  ενώ το κοσμικό επεξετάθει  στο καινοφανής  είδος  του  μελοδράματος, επινοώντας τη λυρική σκηνή. Παρεμπιπτώντος,  αυτή  τη νοοτροπία,  του  διαμοιρασμού των μουσικών  ειδών  σε θρησκευτικά  και  κοσμικά  μουσικά μέλη, φαίνεται  πως  την κληρονόμησαν  από  την ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία το ξακουστό Βυζάντιο των Ελλήνων.
   Οι  διάφορες  εκφάνσεις  της καντάτας,  που  προήλθαν  από  τις πολυχρόνιες  ζημώσεις της  εισαχθείσας  αρχαίας  ελληνικής μουσικής  προς  την  δύση,  ήταν  οι  εξής:  πένθιμος, γαμήλιος, θριαμβευτική κ.α. Η  πένθιμη  καντάτα  έλκει  τις  ρίζες  της  από το αρχαιοελληνικό Αίλινο ή Οιτολίνο και ούτως μεταγενέστερον κλαυσίθηρον ή παρακλαυσίθηρον άσμα, που άδονταν έμπροσθεν της θύρας της  αγαπημένης υπάρξεως, έχοντας  τις περισσότερες  φορές δραματικό τόνο.  Η  δε γαμήλιος  καντάτα προέρχεται απευθείας από  τον  πανάρχαιο ομηρικό  Υμέναιο  ή επιθαλάμιο  άσμα  ενώ η θριαμβευτική  από τον  διονυσιακό κώμο,  τον  τόσο διαδεδομένο  στο  πανάρχαιο πόλισμα των Αθηνών.
 Με αυτά τα λίγα στοιχεία αποδεικνύεται περίτρανα η αρχαιοελληνική καταγωγή  της καντάδας  -  σερενάτας  σε  όλο της  το  εύρος, τόσο  μουσικά  όσο και ποιητικά αλλά και κατά τον τρόπον εκτελέσεως. Ας  δούμε  όμως  τι  δρώμενο  ήταν  για  τους αρχαίους Έλληνες  ο κώμος.  Διαβάζουμε  λοιπόν  την ετυμολογία από  το διαδικτυακό  Βικιλεξικό που έχει  αναρτήσει  τα  εξής σχόλια:  «κῶμος:  νυχτερινή  έξοδος  των  συμποσιαστών  στους δρόμους με  λαμπάδες  και  προσωπίδες,  μουσικά  όργανα  και άσματα·  νυκτωδία,  καντάδα, το γλέντι.»
  Ο  κώμος  λοιπόν  ήταν για  τους  αρχαίους  Αθηναίους,  και  εν γένει  δια  όλους  τους Έλληνες,  ένα  έθος  ταυτόσημο  με  την σημερινή  καντάδα  ή νυκτωδία  ή  σερενάτα.  Η λέξη  καντάδα, καθώς καταγράφουν τα περισσότερα σύγχρονα λεξικά, συνδέεται με  την ιταλική  λέξη  καντάτα.  Επιπλέον,  οι φιλολογικοί  κύκλοι επισημαίνουν  την  προέλευση της λέξης καντάτα  από  το λατινικό  canto  (κάντο)=  άδω,  τραγουδώ. Εμφανέστατη, φυσικά, είναι και η προέλευση του κάντο από την παραφθορά της αρχαιοελληνικής λέξης  άδω, όπως επισημαίνουν  τα περισσότερα λεξικά  λατινικής  γλώσσας. Επιπλέον,  παράγωγο του ρήματος άδω  είναι  και  το  ρήμα κατάδω.
  Το  κατάδω,  που  εμφανίζει  μια  σκανδαλώδεις  ομοιότητα  με την καντάδα|καντάδω|κανταδώρος, χρησιμοποιούνταν από τους αρχαίους  Έλληνες  όταν  ήθελαν να περιγράψουν τα εξής: Κατάδω:  τραγουδώ  προς,  1.  ως  μεταβατικό  ρήμα  σημαίνει θέλγω ή  κατευνάζω τραγουδώντας  2.στη  δοτική  πτώση, τραγουδώ  ξόρκι  ή  επωδό  (επωδή)  σε κάποιον άλλον 3. ξεκουφαίνω  με  το  τραγούδι  μου  4.  τραγουδώ  ως  επωδή,  ως ρυθμική ή  μελωδική επανάληψη  (Επιτομή  του  μεγάλου λεξικού της  Ελληνικής  γλώσσας  Liddell &  Scott, τόμος  3, λήμμα κατάδω).
 Δια  μέσου  της  λεπτομερούς  ετυμολογίας  του λεξικού μπορούμε  να  κατανοήσουμε  την σημασία  του ρήματος κατάδω, το  οποίον  και  περιέγραφε  το  αρχαίο  έθος των αοιδών που τραγουδούσαν  για  να  θέλξουν  την αγαπημένη τους  ή  να κατευνάσουν  την αντίσταση  που προέβαλαν  ώστε να κατακτήσουν  την  καρδιά  της.
  Πόσο ταυτόσημη  είναι  αυτή η  συμπεριφορά  με  εκείνη  του ρομαντικού  κανταδώρου που συνέθετε  μία  καντάδα,  δηλαδή ένα  κοσμικό  άσμα κατευνασμού και ερωτικής θέλξης για να ζεστάνει την καρδιά της  κοπέλας  που  είχε  ερωτευτεί παράφορα αλλά  ήταν  αγνός ο έρωτας  που  πολλάκις  παρέμενε ανεκπλήρωτος  ή  κατέληγε  σε θάνατο. Μάλιστα,  αυτή η μοιραία εξέλιξη  ενός  ανεκπλήρωτου  έρωτα με  αποτέλεσμα  ο νεαρός κανταδώρος,  έξω από  την  θύρα  του σπιτιού  της άκαρδης κοπέλας,  να  τραγουδεί  θρηνητικές νυκτωδίες γεμάτες δάκρυα κι  απογοήτευση  έχει  αποτυπωθεί και  σε  λογοτεχνικά κείμενα.
  Επί  παραδείγματι,  μια  τέτοια περίπτωση  θρηνωδών κανταδώρων  καταγράφει  ο  λόγιος Παπαδιαμάντης,  στην Παλιά Αθήνα  του  1880  περίπου,  στο διήγημα  του  "αποκριάτικη νυχτιά".  Ιδού  και  ένα  απόσπασμα εκ  του  διηγήματος:   «Έπειτα,  ήσαν  αι  ημέραι  της Απόκρεω, και  ο  κόσμος  έξω διεσκέδαζε.  Μόλις  ενύκτωνε,  και  ο  νέος,  ο μονάζων  εν  τω δωματίω του,  ήκουε  φωνάς,  άσματα, κιθαρισμούς,  έξω  της αυλής.  Και  αν  επ'  ολίγα  λεπτά  έμενεν έρημος εισερχομένων επισκεπτών  ο  μικρός  πρόδρομος,  και  ο άγριος  νέος  ετόλμα  να εξέλθει  έως  τον εξώστην  με  την παλαιάν  λιθίνην  κλίμακα,  τον ζευγνύοντα  την  οικίαν  με  τον τοίχον  της  αυλής, και προέκυπτε την  κεφαλήν  δια  της  αυλείου θυρίδος,  της φραγμένης  με σίδηρα,  ως  θυρίδος ειρκτής,  δια να  κοιτάξει  εις την  οδόν,  θα έβλεπε,  κατά  ζεύγη,  κατά τετρακτύας,  κατά εξάδας, ισταμένους τους  κιθαρωδούς  της νυκτός  κάτωθεν  της θυρίδος,  επί  του όχθου  της  ανωφερούς οδού,  εξαγγέλοντας «εν χορδαίς  και οργάνω»  τα  αιώνια παράπονά  των  κατά  της σκληρότητος των δύο  νεανίδων.  Διότι όλοι  οι  νέοι  της γειτονιάς,  και  όχι  ολίγοι από  άλλας  συνοικίας ήσαν ερωτευμένοι  με  τας  δύο  αδελφάς. Τούτων  τινές  ηγάπων μάλλον  την  Μέλπω,  άλλοι  μάλλον  την Κούλαν·  οι  δε  πλείστοι τας ηγάπων και τας δύο. Πολλοί αυτών ήσαν εκ των γνωρίμων της οικίας, αλλ'  εάν  ήσαν  προς  καιρόν, εκ  μικράς παρεξηγήσεως, εις  δυσμένειαν,  ή  εάν  εκ  του πλήθους των επισκεπτών,  δεν υπήρχε  δι'  αυτούς  χώρος  εν  τη συναναστροφή  μιάς  εσπέρας, έπαιρναν  την κιθάραν  των,  τα μανδολίνα  των,  τες φυσαρμόνικες  των,  και  με  τους  φθόγγους της  μουσικής εζήτουν  ν'  αποκοιμίσωσι  τον  πόνον  της καρδίας...Η  Κούλα εχόρευεν  ως  να  είχε  πτερά  εις  τους πόδας, εκλέγουσα  αυτή δια  νεύματος  τους  συγχορευτάς  της, επιτρέπουσα  ως βασίλισσα  να  την παρακαλέσωσι  να χορεύσει.  Η  Μέλπω εδέχετο  πάσαν  πρόσκλησιν,  συμπονετική, μη θέλουσα ν' απορρίψει κανενός την παράκλησιν. Και η αυλή και  η κλίμαξ εφεγγοβόλει,  και  από  όλα  τα παράθυρα εξήρχοντο  ήχοι μουσικής,  ως  να  ήτο  η  οικία  όλη  γιγαντιαίον κύμβαλον εναρμονίως ηχούν  εκεί  εις  το  ανασηκωμένον κράσπεδον  της παλαιάς  πόλεως.  Και  όταν  επί  μίαν  στιγμήν έπαυον  τυχόν  οι τόνοι  της  μουσικής,  τότε,  έξωθεν  της  αυλής ηκούετο μελαγχολική  καντάδα  των κιθαρωδών  της  γειτονιάς, όσοι  διά τινα  αφορμήν  δεν  ήσαν  δεκτοί  ν’  ανέλθωσιν  εις  την πολυθόρυβον  και  φιλόκοσμον  οικίαν.  Τότε  η  Κούλα  ύψωνε αορίστως  το  υγρόν  όμμα  εις  το κενόν,  ενώ  η  Μέλπω  ηκούετο ψιθυρίζουσα με τους οδόντας της:  «Οι καημένοι!»». 
  Η  περιγραφή  του  Παπαδιαμάντη  ρίχνει  φως  στην παλαιότητα  του  κανταδόρικου τραγουδιού  στην  Παλιά  Αθήνα του  1880.  Είναι,  επίσης  ξεκάθαρο  πως  πρόκειται  για κιθαρωδούς,  δηλαδή  ομάδα  κιθαριστών  που  τραγουδούν μελαγχολική μελωδία, πιθανόν ελάσσονα τρόπου (μινόρε>minore).  Τούτο  δε  προκύπτει  από  την  λέξη  μινόρε που σημαίνει  μικρός  /  θλιβής  εκ  της  ομηρικής  ρίζας  μίνυς εξόν και μινυρίζω= μουρμουρίζω θλιμμένα τραγούδια.
   Περί  των  θρηνητικών  ερωτικών  ασμάτων  είχε  συγγράψει μια επουσιώδη  μελέτη  ο Γεώργιος  Φαίδρος,  αναφερόμενος στην καταγωγή  του  σμυρναϊκού  μανέ  -  αμανέ.  Για το άσμα του μανέ  -  αμανέ,  το  συσχετιζόμενο  με  τον  αρχαίο  ήχο  του Μανέρωτα, παρέδωσε αναλυτικά τις εξής πληροφορίες:  «Άδουσι δε οι σημερινοί Σμυρναίοι τον ήχον τούτο (εννοεί του Μανέρωτος)  όπως  εκφράσωσι  προς  τας ερωμένας  αυτών  ή αυταί  προς  τους  εραστάς  των  το άλγος  και την  αγωνίαν  της εκ του  έρωτος  διαφλεγομένης  και πάσχουσης  καρδιάς  των, και κατά συνέπειαν  τελούσι  τας λεγομένας  Πατεινάδας (serenades). Χρήσις  επίσης  γίνεται 
τούτου  εν  συμποσίοις  και εξοχικαίς  διασκεδάσεις...».
  Διακρίνουμε  λοιπόν,  στα  σχόλια του Φαίδρου, μια  βαθύτατη συγγένεια  των  ειδών  του ερωτικού άσματος  της  πατινάδας  ή αλλιώς  σερενάτας  που  εκτελούνται στις  γαμήλιες  ή και εύχαρες  εκδηλώσεις  του  ανθρώπινου βίου,  μετά  του θρηνώδους  άσματος  που συνδέεται  με  το μοιρολόι,  τον  αμανέ ήτοι  και  τις  μελαγχολικές  καντάδες  - σερενάτες αναγόμενες στο έθος του αρχαίου κλαυσίθυρου ή παρακλαυσίθυρου ή του θυροκοπικού άσματος.
   Μια  βιαστική αναφορά,  περί  του  έθους  των  ερωτευμένων που  περνούσαν έξω  από  τις πόρτες  των  σπιτιών  μετά  από την παρέλευση του συμποσίου τραγουδώντας το παρακλαυσίθυρον άσμα, παραθέτει ο  Πλούταρχος  με  τα  εξής λόγια:  «τίς οὖν  ὁ κωλύων ἐστὶ κωμάζειν  ἐπὶ  θύρας,  ᾁδειν  τὸ παρακλαυσίθυρον, ἀναδεῖν  τὰ εἰκόνια,  παγκρατιάζειν  πρὸς τοὺς ἀντεραστάς; ταῦτα γὰρ ἐρωτικά·»  (Ερωτικός, p. 409).
  Σύμφωνα  με  την  Νεότερη εγκυκλοπαίδεια  του  ΗΛΙΟΥ,  η πατινάδα,  είναι  η επιβίωση της συνήθειας  του  κωμάζειν,  εκ του  διονυσιακού  κώμου.  Από  τον κώμο  προκύπτει  το αρχαίο ρήμα  κωμάζω,  όπου  η εγκυκλοπαίδεια  του  ΗΛΙΟΥ  παραθέτει τα  εξής  σχόλια: «κωμάζω-λαμβάνω  μέρος  εις  την  εορτήν  του κώμου, περιέρχομαι  μετ'  άλλων διασκεδαστών  ορχούμενος και άδων μετά  μουσικής.  Άδω  παρά  την  θύρα  ερωμένης, κοινώς: κάνω πατινάδα.».
  Δια  μέσω  αυτών  των  πληροφοριών  κατανοούμε λοιπόν  την ομοιότητα  της  πατινάδας  με  την  καντάδα  και  την κοινη καταγωγή  αμφότερων  από  τον  κώμο  και  το παρακλαυσίθυρον - θυροκοπικον  άσμα.
  Για  την  γενησιουργό  έκφραση  του ερωτογόνου  στοιχείου  και πάθος  που  προκαλεί, σημειώνει  ο Πλούταρχος  στο  σύγγραμα του,  "Ερωτικός",  τα  εξής  περί  του θυραυλίζειν της  νυκτός: «τὴν δ᾽ ἐρωτικὴν  μανίαν  τἀνθρώπου καθαψαμένην  ἀληθῶς  καὶ διακαύσασαν  οὐ μοῦσά  τις  οὐκ ἐπῳδὴ  θελκτήριος  οὐ  τόπου μεταβολὴ  καθίστησιν  ἀλλὰ  καὶ παρόντες  ἐρῶσι  καὶ ἀπόντες ποθοῦσι  καὶ  μεθ᾽  ἡμέραν διώκουσι καὶ νύκτωρ θυραυλοῦσι, καὶ νήφοντες  καλοῦσι  τοὺς καλοὺς καὶ πίνοντες ᾁδουσι.».
   Επίσης,  ο  Παπαδιαμάντης, σε  μια  άλλη  διάσταση  του χρόνου, εμφανίζει  την περίπτωση  ενός  κανταδώρικου ζακυνθινού τραγουδιού,  στο  διήγημα  του  "Η Νοσταλγός". Ο λόγιος συγγραφέας,  γνωστός  για  τις  ακέραιες  καταγραφές των λαϊκών  δρωμένων, ανάμεσα  στις  διηγηματικές  του πλοκές, φαίνεται  να  αναπολεί  με τους  ρωμαντικούς έρωτας του καιρού εκείνου,  όπου  τα  τραγούδια  γράφονταν  υπό  την μορφή ερωτικών ασμάτων, καντάδας ή σερενάτας.
  Χαρακτηριστικό δείγμα  της  Αθηναϊκής  καντάδας  είναι  η καντάδα  του  Ερμή Πόγγη, "Οι ξενύχτηδες"  που  συνέθεσε  το 1918  σε  στίχους  του  Αιμίλιου  Δραγάτση.  Πρόκειται  για μια νυκτωδία  σε  ελάσσονα  τρόπο  και  οκτασύλλαβο  στίχο  που μεταβάλλεται  σε  μείζονα τρόπο  στην  επωδό  σε  εξασύλλαβο και δεκατετρασύλλαβο μετρικό πόδα. Ιδού και στίχος: 

Οι Ξενύχτηδες
Πώς θες να κλείσω μάτι πια,  
 που η φτωχή μου η καρδιά,   
σαν ξυπνητήρι πια χτυπά,   
για σε που αιώνια θ’ αγαπά. 
Το βλέπω αγάπη μου χρυσή,   
αλλά σ’αυτό τι φταις εσύ,   
ο έρωτας σαν ξαγρυπνά, 
ποιος τον ξενύχτη τον ρωτά.

 Στης νύχτας τη σιγαλιά, σαν γέρνει η ζωή,   
στ’ αστέρια μια φωλιά, ζητoύμ’εμείς ως το πρωί. 
 και σαν χαράζει η αυγή, και ψάλλουν τα πουλιά, 
  και πριν ο ήλιος βγει, θε να βρεθούμε αγκαλιά.

Αχ, για θυμήσου και για πες, 
  πόσες σε γέλασα βραδιές,  
 ίσα με να’ρθω η φτωχιά,   
στο πρώτο μας ξενύχτι πια. 
Μονάχο μ’άφηνες κακιά,
   μεσ’ την τρελή αστροφεγγιά,
   και μες τα ξημερώματα,  
 μου έκανες καμώματα. 

Στης νύχτας τη σιγαλιά, σαν γέρνει η ζωή,   
στ’ αστέρια μια φωλιά, ζητούμ’εμείς ως το πρωί.  
και σαν χαράζ’ η αυγή, και ψάλλουν τα πουλιά,   
και πριν ο ήλιος βγει, θε να βρεθούμε αγκαλιά.

 Πώς ήθελα στα σκοτεινά 
να σ’ είχα πάντα συντροφιά
 μα έλα που κι αυτή η νυχτιά
 θα ξημερώση η κακιά
 Αν ήμουν πλάστης τ’ ουρανού
 κι είχα τη δύναμη εκεινού
 γιά το χατήρι σου καλέ
 δε θα ξημέρωνα ποτέ



Καντάδα-Σερενάτα-Πατινάδα  από  το  κιθαρωδικό  δίδυμο  Παπαδάκη  -Φώτη Πολυμέρη  προς  χάριν  της  ταινίας"Έλα  στο  θείο"  (έτος  1950). 

  Επιπλέον,  η  δομή  των  ερωτικών  ασμάτων  της  δημώδους παραδόσεως,  φαίνεται  ότι ευθύς  εξ  αρχής  συνθέτονταν  πάνω στην  αρμονία  των  εγχόρδων  οργάνων,  όπως  π.χ.  η κιθάρα, το λαούτο,  ο  ταμπουράς  και  το  μαντολίνο. 
 Η  κιθάρα, εμφανίζεται  ήδη  από  το  1846  με  1860  στα δρώμενα  της ερωτικής  μουσικής δημιουργίας,  όπως  είναι  η καντάδα και η πατινάδα. Χαρακτηριστική περιγραφή αποκαλύπτεται  σε  μια πατινάδα  που  τραγουδιούνταν  εκείνα τα  χρόνια,  τα  μετά  της απελευθερώσεως της Ελλάδος. Τα τετράστιχα σε εφτασύλλαβο μέτρο λένε τα εξής:    

ΠΑΤΗΝΑΔΑ 
Μόνος μου με κιθάρα
 Βγήκα να σεργιανίσω, 
Τους πόνους μου ν' αρχήσω 
Που έχω στην καρδιά.

Μα συ γλυκά κοιμάσαι, 
Τίποτας δεν σε μέλει 
Με πλήγωνες τα μέλη,
 Μ' έσφαξες την καρδιά. 

Ξύπνα και μή κοιμάσαι, 
Σήκου από την κλίνη, 
Χρυσό μου καναρίνι
 Ν' ακούσ' πως τραγουδώ. 

Πρόβαλλε ν' αγροικήσης 
Τους πόνους της καρδιάς μου,
 Τα πικροβάσανά μου
 Που γιατ' εσέ περνώ. 
(Βιβλίο "Ρωμαίικα τραγούδια")

  Οι κωμαστές, της άνωθεν εικόνας, είναι μια αποτύπωση αρχαίου αγγείου. Ο χορός με συνοδεία αυλού εκτελεί τον κώμο - πατινάδα. Δύο από τους τρεις χορευτές κρατάνε λαμπάδες, ένδειξη ότι πρόκειται για γαμήλια πομπή κι ο τρίτος φέρει κρόταλα. Ο κώμος, της αρχαίας ελληνικής παραδόσεως είναι ο πρόγονος της σερενάτας - όπως την εκτελούσαν στην Νάπολη το 1221. Μάλιστα, στη Νάπολι, όπως μας πληροφορεί στην ιστοσελίδα του ο Carlo Fedele,  το 1221 ο Manfredi, γιος του Φρειδερίκου Β', βγήκε το βράδυ από το παλάτι για να πάει να τραγουδήσει και να χορέψει κάνοντας σερενάτα στους δρόμους της πόλης. Το δρώμενο πήρε τέτοια διάσταση ώστε να εκδοθεί ένα διάταγμα απαγόρευσης, ύστερα από την καταγγελία των πολιτών που ισχυρίζονταν ότι οι συνεχόμενες μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις των κωμαστών δεν τους άφηναν να κοιμηθούνε.

 ЭIЄ   ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου