Ο ΘΕΟΣ ΗΛΙΟΣ
ΓΡΑΦΕΙ Ο Δημήτριος Μάρκου
Ένας από τους πιο σεβάσμιους θεούς στην αρχαιότητα ήταν ο Ήλιος. Ο Ήλιος κατά την “Θεογονία” του Ησίοδου, ήταν γιος του Τιτάνα Υπερίωνα και της Τιτανίδας Θείας. Τούτοι ήσαν παιδιά του Ουρανού και της Γης. Αδέλφια, λοιπόν και σύζυγοι ο Υπερίωνας και η Θεία είχαν την ευτυχία να γίνουν οι γονείς του «μεγάλου και υπέρλαμπρου» Ήλιου, της «λαμπερής» Σελήνης και της Ηώς ή Αυγής.
Ο Βοιωτός ποιητής γράφει:
[[ Κι η Θεία τον Ήλιο το μεγάλο γέννησε και τη λαμπρή Σελήνη
και την Ηώ που δίνει φως σε όλους όσους κατοικούν πάνω στη γη
και στους αθάνατους θεούς που τον πλατύ τον ουρανό κατέχουν.
Τους γέννησε αφού υποτάχθηκε στον έρωτα του Υπερίονα.]] (Ησίοδος, Θεογονία, 371- 374)
Σε έναν Ομηρικό ύμνο, έχουμε την πληροφορία πως μητέρα του Ήλιου ήταν η Ευρυφάεσσα, όπου, όμως, δεν αφήνεται το περιθώριο να εννοήσουμε ότι πρόκειται για διαφορετικό πρόσωπο, γιατί την ονομάζει όμαιμη του Υπερίωνα και ότι γέννησε ακριβώς τα ίδια παιδιά:
[[ Πάλι, παιδί του Δία, Μούσα Καλλιόπη, άρχισε να εξυμνείς
τον ήλιο που ακτινοβολεί που η Ευρυφάεσσα, βοϊδομάτη
γέννησε για το παιδί της Γαίας και του Ουρανού μ’ αστέρια.
Γιατί ο Υπερίωνας πήρε την ξακουστή Ευρυφάεσσα, την όμαιμη
που του γέννησε ωραιότατα παιδιά και την Ηώ
με ροδόχροους βραχίονες και τη Σελήνη με την όμορφη κόμη
και τον ακαταπόνητο Ήλιο, παρόμοιο με τους αθάνατους,
που φωτίζει τους θνητούς και τους αθάνατους θεούς
ανεβασμένος στους ίππους του. Βέβαια φρικαλέοι οι οφθαλμοί
διακρίνουν απ’ τη χρυσή περικεφαλαία του. Και λαμπερές ακτίνες
απ’ αυτόν γυαλίζουν φωτεινές στους κροτάφους κι η λαμπρή
χαίτη τους απ’ το χαριτωμένο κεφάλι εκτείνεται στην όψη
την περίοπτη. Και λάμπει γύρω απ’ την επιδερμίδα του όμορφο
ένδυμα λεπτοδουλεμένο μα το φύσημα του ανέμου. Κάτω οι αρσενικοί
ίπποι. Συνεπώς, αφού έστησε το άρμα του με το χρυσό ζυγό κι άλογα
[εκεί αναπαύεται στην άκρη τ’ ουρανού έως ότου αμέσως]
κατευθύνεται θαυμάσιος μέσω του ορίζοντα προς τον Ωκεανό.
Χαίρε, βασιλιά, πρότασσε την ευχαρίστησή μας με μια ζωή ευμενή.
Αφού μάλιστα αρχίσω από σένα, θα εγκωμιάσω το γένος
των προικισμένων με φωνή θνητών
ημιθέων που οι θεοί έδειξαν τα έργα τους στους θνητούς. ]] (Ομηρικοί Ύμνοι, Εις Ήλιον)
Σε ακόμη πιο παλιά παράδοση ο Ήλιος και ο Υπερίωνας ταυτίζονται, και δεν είναι γιος και πατέρας. Αυτή μας μεταφέρει ο Όμηρος στην “Ιλιάδα” και στην “Οδύσσεια”, όπως λ.χ.:
[[ δυο νύμφες καλοπλέξουδες επιστατούν εκείνα,
Φαέθουσα και Λαμπετιά, και θυγατέρες είναι
του Ηλίου του Υπερίονα και της καλής Νεαίρας ]]
Οι πρόγονοί μας φαντάστηκαν τον Ήλιο, ή καλύτερα τον ηλιακό δίσκο σαν ένα μάτι του ουρανού, που από ψηλά επιτηρεί κάθε μορφή ζωής πάνω στη γη. Άλλοτε τον φαντάζονταν σαν ένα ολόκληρο πρόσωπο, με πλούσια χρυσόξανθα μαλλιά, ή με ένα στεφάνι ή με ένα στέμμα, που ήσαν οι ακτίνες του. Αφού αυτό το πρόσωπο ήταν αναγκασμένο καθημερινά να κάνει το μεγάλο ταξίδι του στον ουρανό για να ακτινοβολεί και να θερμαίνει, φαντάζονταν τον ημεροδρόμο με φτερά.
Αργότερα ο ακούραστος ημεροδρόμος έγινε ένας ηνίοχος και πολεμιστής, πάνω σε ένα λαμπρό άρμα, που το ‘σερναν φτερωτά άλογα. Ο Ήλιος φορούσε χιτώνα από φως και στο κεφάλι φορούσε αστραφτερή περικεφαλαία. Στο χέρι του κρατούσε τόξο και εκτόξευε τα βέλη του, που ήσαν οι ηλιαχτίδες. Αυτό το όμορφο και λαμπρό παλικάρι μαχόταν με τα δαιμονικά του σκοταδιού, της ομίχλης και της συννεφιάς και πάντα ήταν αυτός ο νικητής! Το άρμα του ήταν από φωτιά και το ‘σερναν δυο ή τέσσερα άλογα. Τους έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες διάφορα ονόματα: Ερυθραίος (κόκκινος)- Ξάνθος (ξανθός)- Πυρόεις (πύρινος)- Φλέγων (φλογερός)- Στεροπή (αστραπή)- Βροντή- Λάμπος (λάμψη)- Φαέθων (φωτεινός)- Αίθων (λαμπρός)- Αιθίοψ (μαύρος)- Ηώος (αυγινός)- Ακταίων (μετέωρος)- Χρόνος- Φιλόγαιος (φίλος της γης). Κάποια απ’ αυτά τα άλογα είχε χαρίσει τον γιο του Αιήτη, και στην εγγονή του Μήδεια. Ακόμη και στον Ηρακλή είχε χαρίσει. Τα άλογα του Ήλιου ήσαν αθάνατα και καθημερινά τα τάιζε μ’ ένα μαγικό βοτάνι, που μόνο στα νησιά των Μακάρων φύτρωνε την εποχή της Άνοιξης, κι ήταν παρόμοιο με την αμβροσία.
Κάθε πρωί, για να κάνει την ημερήσια διαδρομή του στον ουρανό, ο Ήλιος σηκώνεται από τη μια μεριά του μεγάλου Ωκεανού, αφήνει πίσω του την χώρα του, την Αία, υψώνεται πάνω από την Ερυθρά θάλασσα και των Αιθιόπων τη χώρα, όπου περνά τον περισσότερο χρόνο τον χειμώνα, και κατευθύνεται προς του ουρανού το κέντρο, πάνω απ’ όλες τις χώρες, στις οποίες χαρίζει θερμότητα και φως. Μετά αρχίζει να κατηφορίζει προς τα βουνά για να καταλήξει στην άλλη άκρη του Ωκεανού, την Ερύθεια, όπου βρίσκονται και τα ιερά του κοπάδια με τα κατακόκκινα βόδια. Στο ξεκίνημα και στην επιστροφή του έχει την βοήθεια των Ωρών και των Νηρηίδων. Αυτές τον χαιρετούν και τον παραστέκουν. Κάθε πρωί η Θέτιδα του ανοίγει την πόρτα του αμαξοστάσιου, ενώ το βράδυ ο Ποσειδώνας τον περιμένει στην άκρη του Ωκεανού, όπου ο Φωσφόρος παίρνει τα κουρασμένα από τον ουράνιο δρόμο άλογα για να τα καθαρίσει από τον ιδρώτα, να τα ταΐσει και να τα ξεκουράσει.
Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του “Ίων”, περιγράφει την ανατολή του Ήλιου:
[[ Να, το λαμπρό τετράλογο άρμα·
ο ήλιος που τη γη φωτίζει κιόλας
και τα’ άστρα που, διωγμένα από τη φλόγα
του αιθέρα, μες στη νύχτα
φεύγουν την ιερή.
Του Παρνασσού τα κορφοβούνια
τ’ απάτητα, λαμποκοπώντας
το δίσκο τον ολόφωτο υποδέχονται
για χάρη των θνητών. ]] (Ευριπίδης, Ίων, 82-88)
ενώ ο Στησίχορος περιγράφει την δύση του Ήλιου, όπου σαν καλός οικογενειάρχης επιστρέφει στο σπίτι του::
[[ Κι ο Ήλιος εκατέβαινε σε χρυσαφένιο τάσι,
ο γιός του Υπερίωνα, τον Ωκεανό περνώντας,
να φτάσει μέσα στης νυχτός της ιερής τα βάθη
στη μάνα, στη γυναίκα, στ’ αγαπητά παιδιά του. ]]
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται κι ο τραγικός μας ποιητής Αισχύλος:
[[ το ιερό της θάλασσας της κόκκινης το ρέμα,
τον πορφυρένιο το βυθό, την παντοτρόφο λίμνη
των Αιθιόπων τη λαμπρή, στου ωκεανού την άκρη,
όπου τ’ αθάνατο κορμί ο παντεπόπτης Ήλιος
και των ατιών τον κάματο πάντα σ’ αυτό τον τόπο
χύνοντας απ’ το μαλακό θερμό νερό αναπαύει. ]]
Πριν να ξεφύγουν από το γεωκεντρικό σύστημα οι πρόγονοί μας, έπρεπε να δικαιολογήσουν πως από τη δύση, το επόμενο πρωινό ο Ήλιος βρίσκεται πάλι στην ανατολή. Ο Μίμνερμος περιγράφει, λοιπόν, ένα χρυσό φτερωτό κρεβάτι που κατά τη διάρκεια της νύχτας μεταφέρει τον κοιμισμένο θεό στην αφετηρία του:
[[ Κι αυτόν, μέσ’ απ’ τα κύματα το ζηλευτό κρεβάτι,
το πλουμιστό, στου Ήφαιστου τα χέρια δουλεμένο,
κι από χρυσάφι ακριβό και με φτερά αποκάτω,
πάνω στην άκρη του νερού γλυκά αποκοιμισμένον,
στων Αιθιόπων απ’ τη γη των Εσπερίδων,
όπου το άρμα το ταχύ και τ’ άλογά του στέκουν,
ευθύς ως η Αυγή θα ‘ρθει, του πρωινού η κόρη·
κι ο γιος του Υπερίωνα σ’ άρμα άλλο ανεβαίνει. ]]
Ο Στησίχορος αναφέρεται σε ένα χρυσαφένιο τάσι, που ταξιδεύει στον Ωκεανό, σαν να ήταν σχεδία, κάνοντας τον αντίστροφο δρόμο από το άρμα, δηλαδή από τη δύση στην ανατολή. Είναι το ίδιο τάσι που ο Ήλιος δάνεισε στον Ηρακλή για να φτάσει στη μακρινή Ερύθεια, να πάρει τα βόδια του Γηρυόνη. Η μυθολογική μας παράδοση αναφέρει πως καθώς βάδιζε ο Θηβαίος ήρωας, θύμωσε από το κάμα του Ήλιου, και όντας κουρασμένος και διψασμένος σήκωσε το τόξο του κατά του Ήλιου κι άρχισε να του ρίχνει βέλη. Ο θεός θαύμασε την τόλμη του Ηρακλή και προθυμοποιήθηκε να του δανείσει το χρυσαφένιο τάσι του για να τον μεταφέρει στον προορισμό του και να τον βοηθήσει μετά στην επιστροφή.
Από τη θέση του Ήλιου στον ουρανό, μπορούσε να βλέπει τα πάντα. Καμία ανθρώπινη πράξη δεν του ξέφευγε. Ακόμη και οι πράξεις των θεών δεν ήταν κρυφές από τον παντεπόπτη οφθαλμό του. Είδε τον παγαπόντη Άρη, όταν πήγε στο κρεβάτι της Αφροδίτης, και το φανέρωσε στον άντρα της τον Ήφαιστο. Γράφει, λοιπόν ο Όμηρος:
[[ ο Άρης πώς την εύμορφην αγάπησε Αφροδίτη,
όταν πρωτόσμιξαν κρυφά στου Ηφαίστου τον κοιτώνα.
πολλά 'δωσε και ατίμασε το νυμφικά κρεβάτι
του Ηφαίστου· κι ήλθε μηνυτής και αμέσως το 'πε κείνου,
ο Ήλιος, που στον έρωτα τους είδε αγκαλιασμένους. ]] (Όμηρος, Οδύσεια, κ΄, 267- 271)
Ο Ήλιος είδε την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα και το φανέρωσε στην μάνα της, τη Δήμητρα, που την έψαχνε. Στον Ομηρικό ύμνο περιγράφεται πως η απελπισμένη μάνα συνάντησε την Εκάτη, κι αυτή της είπε πως άκουσε μεν φωνές, αλλά δεν είδε τον άρπαγα. Μα ό Ήλιος, που όλα τα βλέπει, δεν μπορεί, σίγουρα θα τον είδε:
[[Και φτάσανε στον Ήλιο τον φρουρό θεών και ανθρώπων,
μπροστά στους ίππους στάθηκαν και η πάνσεπτη θεά τον ρώτησε,
Ήλιε, σεβάσου εμένα τη θεά, αν κάποτε εγώ
με λόγο ή μ’ έργο επράϋνα την καρδιά και την ψυχή σου.
Την κόρη αυτή τη γέννησα γλυκό φυντάνι με θωριά καμαρωτή
Άκουσα τον παντέρημο αιθέρα τη γοερή κραυγή της,
σαν να την εξανάγκαζαν, αλλ’ όμως με τα μάτια μου δεν είδα.
Όμως εσύ τον πόντο, κι όλη τη στεριά και τον αιθέρα
από ψηλά με τις αχτίδες που εποπτεύεις,
πες μου στ’ αλήθεια αν έχεις δει κάπου το προσφιλές μου τέκνο
που κάποιος μακριά μου αθέλητα της άρπαξε και πάει
κάποιος απ’ τους θεούς ή απ’ τους θνητούς ανθρώπους.
Έτσι, είπε, και σ΄ αυτήν ο γιός του Υπερίωνος αποκρίθη,
Της καλλίκομης Ρέας θυγατέρα ω Δήμητρα άνασσα
Θα μάθεις, γιατί σέβομαι πολύ και συμπονώ
Την βαριολυπημένη εσέ για το καλλίσφυρο παιδί σου, άλλος κανείς
απ’ τους αθάνατους δεν είναι ο αίτιος πάρεξ ο νεφεληγερέτης Ζευς,
που την παρέδωσε στον αδερφό του Άδη θαλερή του ομόκλινη
να του είναι, αυτός μες στ’ ομιχλώδες σκότος
αφού την άρπαξε την πήγαινε με τ’ άλογα ενώ εκείνη δυνατά ξεφώνιζε.
Αλλά θεά πάψε τον μέγα θρήνο, ούτε σου πρέπει
Ανώφελα έτσι να εξοργίζεσαι, μήτε για σένα ανάξιος
είναι ο γαμπρός μες στους αθάνατους ο άρχων των νεκρών ο Αϊδωνεύς
ο αδερφός και ομόσπορός σου, του έλαχε η τιμή
πρώτη φορά όταν έγινε η μοιρασιά στα τρία,
σε κείνους που μαζί τους κατοικεί του έλαχε ναναι ο άρχοντας τους.
Σαν μίλησε έτσι τ’ άλογα του κάλεσε κι αυτά στην πρoσταγή του
γοργόσυραν πλατύφτερα το ευκίνητο άρμα ως όρνεα ]] (Ομηρικός Ύμνος, Εις Δήμητρα, 62- 90)
Αφού ο Ήλιος γνώριζε τα πάντα, στις δύσκολες στιγμές τους οι άνθρωποι επικαλούνταν την μαρτυρία του κι ορκίζονταν στο όνομά του. Όσοι είχαν κάνει κακό, έτρεμαν την εκδίκησή του. Έτσι, ο μεγάλος ήρωας του Τρωικού πολέμου ο Αίας ο Τελαμώνιος, λίγο πριν την αυτοκτονία του ζήτησε από τον Ήλιο να σταθεί λίγο πάνω από το σπιτικό του στη Σαλαμίνα και να τους μαρτυρήσει το πόσο είχε αδικηθεί. Η Κασσάνδρα με δάκρυα στα μάτια ζητάει από τον Ήλιο να εκδικηθεί τους Αχαιούς για την αδικία τους. Ο Ορέστης, εκδικούμενος τον θάνατο του πατέρα του Αγαμέμνονα από την γυναίκα του Κλυταιμήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, καθώς σκότωνε τη μητέρα του για το ανόσιο φονικό, κάλεσε μάρτυρα τον Ήλιο, που με αποτροπιασμό είχε γυρίσει αλλού το πρόσωπό του.ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.....
ΓΡΑΦΕΙ Ο Δημήτριος Μάρκου
Ένας από τους πιο σεβάσμιους θεούς στην αρχαιότητα ήταν ο Ήλιος. Ο Ήλιος κατά την “Θεογονία” του Ησίοδου, ήταν γιος του Τιτάνα Υπερίωνα και της Τιτανίδας Θείας. Τούτοι ήσαν παιδιά του Ουρανού και της Γης. Αδέλφια, λοιπόν και σύζυγοι ο Υπερίωνας και η Θεία είχαν την ευτυχία να γίνουν οι γονείς του «μεγάλου και υπέρλαμπρου» Ήλιου, της «λαμπερής» Σελήνης και της Ηώς ή Αυγής.
Ο Βοιωτός ποιητής γράφει:
[[ Κι η Θεία τον Ήλιο το μεγάλο γέννησε και τη λαμπρή Σελήνη
και την Ηώ που δίνει φως σε όλους όσους κατοικούν πάνω στη γη
και στους αθάνατους θεούς που τον πλατύ τον ουρανό κατέχουν.
Τους γέννησε αφού υποτάχθηκε στον έρωτα του Υπερίονα.]] (Ησίοδος, Θεογονία, 371- 374)
Σε έναν Ομηρικό ύμνο, έχουμε την πληροφορία πως μητέρα του Ήλιου ήταν η Ευρυφάεσσα, όπου, όμως, δεν αφήνεται το περιθώριο να εννοήσουμε ότι πρόκειται για διαφορετικό πρόσωπο, γιατί την ονομάζει όμαιμη του Υπερίωνα και ότι γέννησε ακριβώς τα ίδια παιδιά:
[[ Πάλι, παιδί του Δία, Μούσα Καλλιόπη, άρχισε να εξυμνείς
τον ήλιο που ακτινοβολεί που η Ευρυφάεσσα, βοϊδομάτη
γέννησε για το παιδί της Γαίας και του Ουρανού μ’ αστέρια.
Γιατί ο Υπερίωνας πήρε την ξακουστή Ευρυφάεσσα, την όμαιμη
που του γέννησε ωραιότατα παιδιά και την Ηώ
με ροδόχροους βραχίονες και τη Σελήνη με την όμορφη κόμη
και τον ακαταπόνητο Ήλιο, παρόμοιο με τους αθάνατους,
που φωτίζει τους θνητούς και τους αθάνατους θεούς
ανεβασμένος στους ίππους του. Βέβαια φρικαλέοι οι οφθαλμοί
διακρίνουν απ’ τη χρυσή περικεφαλαία του. Και λαμπερές ακτίνες
απ’ αυτόν γυαλίζουν φωτεινές στους κροτάφους κι η λαμπρή
χαίτη τους απ’ το χαριτωμένο κεφάλι εκτείνεται στην όψη
την περίοπτη. Και λάμπει γύρω απ’ την επιδερμίδα του όμορφο
ένδυμα λεπτοδουλεμένο μα το φύσημα του ανέμου. Κάτω οι αρσενικοί
ίπποι. Συνεπώς, αφού έστησε το άρμα του με το χρυσό ζυγό κι άλογα
[εκεί αναπαύεται στην άκρη τ’ ουρανού έως ότου αμέσως]
κατευθύνεται θαυμάσιος μέσω του ορίζοντα προς τον Ωκεανό.
Χαίρε, βασιλιά, πρότασσε την ευχαρίστησή μας με μια ζωή ευμενή.
Αφού μάλιστα αρχίσω από σένα, θα εγκωμιάσω το γένος
των προικισμένων με φωνή θνητών
ημιθέων που οι θεοί έδειξαν τα έργα τους στους θνητούς. ]] (Ομηρικοί Ύμνοι, Εις Ήλιον)
Σε ακόμη πιο παλιά παράδοση ο Ήλιος και ο Υπερίωνας ταυτίζονται, και δεν είναι γιος και πατέρας. Αυτή μας μεταφέρει ο Όμηρος στην “Ιλιάδα” και στην “Οδύσσεια”, όπως λ.χ.:
[[ δυο νύμφες καλοπλέξουδες επιστατούν εκείνα,
Φαέθουσα και Λαμπετιά, και θυγατέρες είναι
του Ηλίου του Υπερίονα και της καλής Νεαίρας ]]
Οι πρόγονοί μας φαντάστηκαν τον Ήλιο, ή καλύτερα τον ηλιακό δίσκο σαν ένα μάτι του ουρανού, που από ψηλά επιτηρεί κάθε μορφή ζωής πάνω στη γη. Άλλοτε τον φαντάζονταν σαν ένα ολόκληρο πρόσωπο, με πλούσια χρυσόξανθα μαλλιά, ή με ένα στεφάνι ή με ένα στέμμα, που ήσαν οι ακτίνες του. Αφού αυτό το πρόσωπο ήταν αναγκασμένο καθημερινά να κάνει το μεγάλο ταξίδι του στον ουρανό για να ακτινοβολεί και να θερμαίνει, φαντάζονταν τον ημεροδρόμο με φτερά.
Αργότερα ο ακούραστος ημεροδρόμος έγινε ένας ηνίοχος και πολεμιστής, πάνω σε ένα λαμπρό άρμα, που το ‘σερναν φτερωτά άλογα. Ο Ήλιος φορούσε χιτώνα από φως και στο κεφάλι φορούσε αστραφτερή περικεφαλαία. Στο χέρι του κρατούσε τόξο και εκτόξευε τα βέλη του, που ήσαν οι ηλιαχτίδες. Αυτό το όμορφο και λαμπρό παλικάρι μαχόταν με τα δαιμονικά του σκοταδιού, της ομίχλης και της συννεφιάς και πάντα ήταν αυτός ο νικητής! Το άρμα του ήταν από φωτιά και το ‘σερναν δυο ή τέσσερα άλογα. Τους έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες διάφορα ονόματα: Ερυθραίος (κόκκινος)- Ξάνθος (ξανθός)- Πυρόεις (πύρινος)- Φλέγων (φλογερός)- Στεροπή (αστραπή)- Βροντή- Λάμπος (λάμψη)- Φαέθων (φωτεινός)- Αίθων (λαμπρός)- Αιθίοψ (μαύρος)- Ηώος (αυγινός)- Ακταίων (μετέωρος)- Χρόνος- Φιλόγαιος (φίλος της γης). Κάποια απ’ αυτά τα άλογα είχε χαρίσει τον γιο του Αιήτη, και στην εγγονή του Μήδεια. Ακόμη και στον Ηρακλή είχε χαρίσει. Τα άλογα του Ήλιου ήσαν αθάνατα και καθημερινά τα τάιζε μ’ ένα μαγικό βοτάνι, που μόνο στα νησιά των Μακάρων φύτρωνε την εποχή της Άνοιξης, κι ήταν παρόμοιο με την αμβροσία.
Κάθε πρωί, για να κάνει την ημερήσια διαδρομή του στον ουρανό, ο Ήλιος σηκώνεται από τη μια μεριά του μεγάλου Ωκεανού, αφήνει πίσω του την χώρα του, την Αία, υψώνεται πάνω από την Ερυθρά θάλασσα και των Αιθιόπων τη χώρα, όπου περνά τον περισσότερο χρόνο τον χειμώνα, και κατευθύνεται προς του ουρανού το κέντρο, πάνω απ’ όλες τις χώρες, στις οποίες χαρίζει θερμότητα και φως. Μετά αρχίζει να κατηφορίζει προς τα βουνά για να καταλήξει στην άλλη άκρη του Ωκεανού, την Ερύθεια, όπου βρίσκονται και τα ιερά του κοπάδια με τα κατακόκκινα βόδια. Στο ξεκίνημα και στην επιστροφή του έχει την βοήθεια των Ωρών και των Νηρηίδων. Αυτές τον χαιρετούν και τον παραστέκουν. Κάθε πρωί η Θέτιδα του ανοίγει την πόρτα του αμαξοστάσιου, ενώ το βράδυ ο Ποσειδώνας τον περιμένει στην άκρη του Ωκεανού, όπου ο Φωσφόρος παίρνει τα κουρασμένα από τον ουράνιο δρόμο άλογα για να τα καθαρίσει από τον ιδρώτα, να τα ταΐσει και να τα ξεκουράσει.
Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του “Ίων”, περιγράφει την ανατολή του Ήλιου:
[[ Να, το λαμπρό τετράλογο άρμα·
ο ήλιος που τη γη φωτίζει κιόλας
και τα’ άστρα που, διωγμένα από τη φλόγα
του αιθέρα, μες στη νύχτα
φεύγουν την ιερή.
Του Παρνασσού τα κορφοβούνια
τ’ απάτητα, λαμποκοπώντας
το δίσκο τον ολόφωτο υποδέχονται
για χάρη των θνητών. ]] (Ευριπίδης, Ίων, 82-88)
ενώ ο Στησίχορος περιγράφει την δύση του Ήλιου, όπου σαν καλός οικογενειάρχης επιστρέφει στο σπίτι του::
[[ Κι ο Ήλιος εκατέβαινε σε χρυσαφένιο τάσι,
ο γιός του Υπερίωνα, τον Ωκεανό περνώντας,
να φτάσει μέσα στης νυχτός της ιερής τα βάθη
στη μάνα, στη γυναίκα, στ’ αγαπητά παιδιά του. ]]
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται κι ο τραγικός μας ποιητής Αισχύλος:
[[ το ιερό της θάλασσας της κόκκινης το ρέμα,
τον πορφυρένιο το βυθό, την παντοτρόφο λίμνη
των Αιθιόπων τη λαμπρή, στου ωκεανού την άκρη,
όπου τ’ αθάνατο κορμί ο παντεπόπτης Ήλιος
και των ατιών τον κάματο πάντα σ’ αυτό τον τόπο
χύνοντας απ’ το μαλακό θερμό νερό αναπαύει. ]]
Πριν να ξεφύγουν από το γεωκεντρικό σύστημα οι πρόγονοί μας, έπρεπε να δικαιολογήσουν πως από τη δύση, το επόμενο πρωινό ο Ήλιος βρίσκεται πάλι στην ανατολή. Ο Μίμνερμος περιγράφει, λοιπόν, ένα χρυσό φτερωτό κρεβάτι που κατά τη διάρκεια της νύχτας μεταφέρει τον κοιμισμένο θεό στην αφετηρία του:
[[ Κι αυτόν, μέσ’ απ’ τα κύματα το ζηλευτό κρεβάτι,
το πλουμιστό, στου Ήφαιστου τα χέρια δουλεμένο,
κι από χρυσάφι ακριβό και με φτερά αποκάτω,
πάνω στην άκρη του νερού γλυκά αποκοιμισμένον,
στων Αιθιόπων απ’ τη γη των Εσπερίδων,
όπου το άρμα το ταχύ και τ’ άλογά του στέκουν,
ευθύς ως η Αυγή θα ‘ρθει, του πρωινού η κόρη·
κι ο γιος του Υπερίωνα σ’ άρμα άλλο ανεβαίνει. ]]
Ο Στησίχορος αναφέρεται σε ένα χρυσαφένιο τάσι, που ταξιδεύει στον Ωκεανό, σαν να ήταν σχεδία, κάνοντας τον αντίστροφο δρόμο από το άρμα, δηλαδή από τη δύση στην ανατολή. Είναι το ίδιο τάσι που ο Ήλιος δάνεισε στον Ηρακλή για να φτάσει στη μακρινή Ερύθεια, να πάρει τα βόδια του Γηρυόνη. Η μυθολογική μας παράδοση αναφέρει πως καθώς βάδιζε ο Θηβαίος ήρωας, θύμωσε από το κάμα του Ήλιου, και όντας κουρασμένος και διψασμένος σήκωσε το τόξο του κατά του Ήλιου κι άρχισε να του ρίχνει βέλη. Ο θεός θαύμασε την τόλμη του Ηρακλή και προθυμοποιήθηκε να του δανείσει το χρυσαφένιο τάσι του για να τον μεταφέρει στον προορισμό του και να τον βοηθήσει μετά στην επιστροφή.
Από τη θέση του Ήλιου στον ουρανό, μπορούσε να βλέπει τα πάντα. Καμία ανθρώπινη πράξη δεν του ξέφευγε. Ακόμη και οι πράξεις των θεών δεν ήταν κρυφές από τον παντεπόπτη οφθαλμό του. Είδε τον παγαπόντη Άρη, όταν πήγε στο κρεβάτι της Αφροδίτης, και το φανέρωσε στον άντρα της τον Ήφαιστο. Γράφει, λοιπόν ο Όμηρος:
[[ ο Άρης πώς την εύμορφην αγάπησε Αφροδίτη,
όταν πρωτόσμιξαν κρυφά στου Ηφαίστου τον κοιτώνα.
πολλά 'δωσε και ατίμασε το νυμφικά κρεβάτι
του Ηφαίστου· κι ήλθε μηνυτής και αμέσως το 'πε κείνου,
ο Ήλιος, που στον έρωτα τους είδε αγκαλιασμένους. ]] (Όμηρος, Οδύσεια, κ΄, 267- 271)
Ο Ήλιος είδε την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα και το φανέρωσε στην μάνα της, τη Δήμητρα, που την έψαχνε. Στον Ομηρικό ύμνο περιγράφεται πως η απελπισμένη μάνα συνάντησε την Εκάτη, κι αυτή της είπε πως άκουσε μεν φωνές, αλλά δεν είδε τον άρπαγα. Μα ό Ήλιος, που όλα τα βλέπει, δεν μπορεί, σίγουρα θα τον είδε:
[[Και φτάσανε στον Ήλιο τον φρουρό θεών και ανθρώπων,
μπροστά στους ίππους στάθηκαν και η πάνσεπτη θεά τον ρώτησε,
Ήλιε, σεβάσου εμένα τη θεά, αν κάποτε εγώ
με λόγο ή μ’ έργο επράϋνα την καρδιά και την ψυχή σου.
Την κόρη αυτή τη γέννησα γλυκό φυντάνι με θωριά καμαρωτή
Άκουσα τον παντέρημο αιθέρα τη γοερή κραυγή της,
σαν να την εξανάγκαζαν, αλλ’ όμως με τα μάτια μου δεν είδα.
Όμως εσύ τον πόντο, κι όλη τη στεριά και τον αιθέρα
από ψηλά με τις αχτίδες που εποπτεύεις,
πες μου στ’ αλήθεια αν έχεις δει κάπου το προσφιλές μου τέκνο
που κάποιος μακριά μου αθέλητα της άρπαξε και πάει
κάποιος απ’ τους θεούς ή απ’ τους θνητούς ανθρώπους.
Έτσι, είπε, και σ΄ αυτήν ο γιός του Υπερίωνος αποκρίθη,
Της καλλίκομης Ρέας θυγατέρα ω Δήμητρα άνασσα
Θα μάθεις, γιατί σέβομαι πολύ και συμπονώ
Την βαριολυπημένη εσέ για το καλλίσφυρο παιδί σου, άλλος κανείς
απ’ τους αθάνατους δεν είναι ο αίτιος πάρεξ ο νεφεληγερέτης Ζευς,
που την παρέδωσε στον αδερφό του Άδη θαλερή του ομόκλινη
να του είναι, αυτός μες στ’ ομιχλώδες σκότος
αφού την άρπαξε την πήγαινε με τ’ άλογα ενώ εκείνη δυνατά ξεφώνιζε.
Αλλά θεά πάψε τον μέγα θρήνο, ούτε σου πρέπει
Ανώφελα έτσι να εξοργίζεσαι, μήτε για σένα ανάξιος
είναι ο γαμπρός μες στους αθάνατους ο άρχων των νεκρών ο Αϊδωνεύς
ο αδερφός και ομόσπορός σου, του έλαχε η τιμή
πρώτη φορά όταν έγινε η μοιρασιά στα τρία,
σε κείνους που μαζί τους κατοικεί του έλαχε ναναι ο άρχοντας τους.
Σαν μίλησε έτσι τ’ άλογα του κάλεσε κι αυτά στην πρoσταγή του
γοργόσυραν πλατύφτερα το ευκίνητο άρμα ως όρνεα ]] (Ομηρικός Ύμνος, Εις Δήμητρα, 62- 90)
Αφού ο Ήλιος γνώριζε τα πάντα, στις δύσκολες στιγμές τους οι άνθρωποι επικαλούνταν την μαρτυρία του κι ορκίζονταν στο όνομά του. Όσοι είχαν κάνει κακό, έτρεμαν την εκδίκησή του. Έτσι, ο μεγάλος ήρωας του Τρωικού πολέμου ο Αίας ο Τελαμώνιος, λίγο πριν την αυτοκτονία του ζήτησε από τον Ήλιο να σταθεί λίγο πάνω από το σπιτικό του στη Σαλαμίνα και να τους μαρτυρήσει το πόσο είχε αδικηθεί. Η Κασσάνδρα με δάκρυα στα μάτια ζητάει από τον Ήλιο να εκδικηθεί τους Αχαιούς για την αδικία τους. Ο Ορέστης, εκδικούμενος τον θάνατο του πατέρα του Αγαμέμνονα από την γυναίκα του Κλυταιμήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, καθώς σκότωνε τη μητέρα του για το ανόσιο φονικό, κάλεσε μάρτυρα τον Ήλιο, που με αποτροπιασμό είχε γυρίσει αλλού το πρόσωπό του.ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου