Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Οι θεωρητικοί της Realpolitik: Huntington-Toynbee-Falmerayer

Οι θεωρητικοί της Realpolitik: Huntington-Toynbee-Falmerayer

 

images
 ♦ του Γιάννη Ν. Μπεκιάρη
Η πρώτη απόπειρα να περιγραφεί ο νέος μεταδιπολικός κόσμος έγινε από τον Φράνσις Φουκουγιάμα, με το βιβλίο του Το τέλος της Ιστορίας (1989). Σε εκείνο το βιβλίο, υπήρχε μια αισιόδοξη οπτική της εξέλιξης του κόσμου: μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, η οικονομία της αγοράς και η φιλελεύθερη δημοκρατία θα επικρατήσουν σιγά σιγά σε όλον τον κόσμο, οι συγκρουσιακές ιδεολογίες δεν θα έχουν πλέον ακροατήριο, επομένως θα σταματήσουν οι μεγάλες συγκρούσεις και θα περνούν όλοι καλά και ειρηνικά και η οικονομία της αγοράς ακόμα καλύτερα.
Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας του έργου Το τέλος της Ιστορίας αγνόησε την τραγική ειρωνεία, που ίσως είναι και νόμος της Ιστορίας, ότι οι διανοητές όλων των οικουμενικών αυτοκρατοριών, από την αρχαία Κινεζική ως την Ρωμαϊκή και την Βρεταννική, κατέληγαν στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα για την ολοκλήρωση και το τέλος της Ιστορίας στην εποχή τους, ακριβώς την στιγμή που η καμπάνα σήμαινε το τέλος, όχι της Ιστορίας, αλλά της δικής τους οικουμενικής αυτοκρατορίας.
Το βιβλίο του Χάντιγκτον είναι απάντηση σε αυτήν την αισιόδοξη περιγραφή. Η διασπορά της πολιτικής δύναμης και η ραγδαία οικονομική άνοδος μεγάλων χωρών του Τρίτου Κόσμου (Κίνα-Ινδία-Βραζιλία) θα προκαλέσουν πολιτισμικές αναδιπλώσεις. Η Αμερικανική ηγεμονία, και κατ’ επέκτασιν η Δυτική ηγεμονία, δεν βρίσκεται σε επέκταση, αλλά σε υποχώρηση, και στον πλανήτη θα ξεσπάσουν ανταγωνισμοί που θα φθάσουν σε πολεμικές συρράξεις αντιθέτων πολιτισμών. Η Ευρώπη και η Αμερική καλά θα κάνουν να περιχαρακωθούν στον εαυτό τους και στα πολιτισμικά τους όρια, να τα θωρακίσουν εσωτερικά και εξωτερικά, και να μην αναμειγνύονται σε συγκρούσεις στο εσωτερικό άλλων πολιτισμικών ζωνών, όταν δεν διακυβεύονται ζωτικά τους συμφέροντα.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές μια περίληψη των απόψεων του Χάντιγκτον, και επιγραμματικά μπορεί να προστεθεί ότι ο συγγραφέας βλέπει τον 19ο αιώνα να σηματοδοτείται από τους πολέμους των Εθνών, τον 20ό αιώνα από τους πολέμους των ιδεολογιών και στον 21ο αιώνα βλέπε,ι την απαρχή και την εξέλιξη ενός πολέμου των πολιτισμών που θα οδηγήσει σε αναδιαμόρφωση της παγκόσμιας τάξεως πραγμάτων.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε, ότι η σημερινή εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α ακολουθεί πλέον, έστω και με καθυστέρηση 20 ετών, την παραπάνω προτροπή του Χάντιγκτον, και η Υπερδύναμη αποφεύγει να αναμειχθεί άμεσα στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, όπως απέδειξε με την επιλογή της για χρήση διπλωματικών μόνον μέσων, γιατί διαβλέπει σ’ αυτόν όχι την αντιπαράθεση δημοκρατικών δυνάμεων δυτικού τύπου σ’ έναν δικτάτορα αλλά σύγκρουση στο εσωτερικό ενός άλλου πολιτισμού, που μπορεί να οδηγήσει την Συρία στο στρατόπεδο των φονταμενταλιστών ισλαμιστών.
Ένα ενδιαφέρον για μας ζήτημα, τίθεται στο σημείο εκείνο όπου ο Χάντιγκτον φαίνεται να καταλήγει στο συμπέρασμα πως η μελλοντική Δύση-φρούριο και το στρατόπεδό της, το ΝΑΤΟ, πρέπει να προβληματιστούν εάν πρέπει να εξακολουθήσουν ν’ αποτελούν μέλη του ΝΑΤΟ δύο κράτη που αλληλομισούνται και που κατά την γνώμη του δεν ανήκουν στον Δυτικό πολιτισμό. Πρόκειται για την πολυσέλιδη μελαγχολία που προκαλεί στον συγγραφέα η ισλαμική διάβρωση των θεμελίων της Κεμαλικής μεταρρύθμισης, η διόγκωση των μουσουλμανικών κομμάτων και το πολιτιστικά διχασμένο κράτος που εξακολουθεί να είναι η σημερινή Τουρκία όπως αυτό αποδεικνύεται και από τη πρόσφατη αντιπαράθεση της Κοσμικής Κεμαλικής Τουρκίας με τις δυνάμεις του Τουρκικού Ισλαμισμού.
Για το άλλο κράτος, την Ελλάδα, τα συμφραζόμενα του Χάντιγκτον είναι επίσης σαφή. Στην μία μόνον σελίδα που αφιερώνει στην Ελλάδα, ο συγγραφέας δεν τολμά βέβαια να ισχυριστεί ότι η Ελλάδα είναι ένα διχασμένο κράτος. Μπορεί κανείς να διαβάσει στο σύντομο κείμενό του για το εμπάργκο κατά της FYROM, για τους αστερίσκους και τις επιφυλάξεις της Ελληνικής πολιτικής σε σχέση με την πιθανότητα μεταβολής των σημερινών συνόρων στην Βαλκανική και άλλα παρόμοια, που, ακόμα και αθροιζόμενα, όπως και ο ίδιος δείχνει ν’ αντιλαμβάνεται, δεν αιτιολογούν την άποψή του για τη θέση της Ελλάδος εκτός του όποιου «Δυτικού πολιτισμού». Την αιτιολόγησή του, όμως, μας την δίνει παρακάτω με λίγες φράσεις, που συνοψίζονται σε δύο μόνο λέξεις «… λόγω Ορθοδοξίας».
Ποια, λοιπόν μπορεί να είναι η ιστορική δυναμική, που θέτει κατά τον Χάντιγκτον την Ελλάδα εκτός Δυτικού Πολιτισμού λόγω Ορθοδοξίας; Ο ίδιος δεν γράφει κάτι σχετικό και αφήνει στον αναγνώστη του την εντύπωση πως πρόκειται για κάποιον δικό του ή πάντως ιστορικά τυχαίο ισχυρισμό. Είναι όμως έτσι;
Έχει ήδη επισημανθεί η σχέση του έργου του Χάντιγκτον με το έργο του Βρεταννού ιστορικού Άρνολντ Τόϋνμπη. Ο ίδιος ο Αμερικανός συγγραφέας, μέσα στο έργο του, «δείχνει» με εκτίμηση, χωρίς να κατονομάζει, τον Βρεταννό ιστορικό σαν δάσκαλό του. Το γεγονός ότι απουσιάζει από το έργο του Τόϋνμπη οποιοσδήποτε ισχυρισμός ή συμπέρασμα ότι η Νέα Ελλάδα βρίσκεται εκτός Δυτικού πολιτισμού λόγω Ορθοδοξίας, δεν πτοεί τον Χάντιγκτον, αφού υπάρχουν άλλοι συγγραφείς που εξέφρασαν παλαιότερα συγγενικές προς αυτόν απόψεις.
 Ο πρώτος και κυριώτερος θεωρητικός εκφραστής της Realpolitic του 19ου αιώνα, ένας παλαιός γνώριμος της Νεοελληνικής Ιστορικής Γραμματείας, ο Ιάκωβος-Φίλιππος Φαλμεράγιερ, υπήρξε στο σημείο αυτό η πηγή της γνώσης και έμπνευσης του Χάντιγκτον, κάτι που βέβαια ο Αμερικανός συγγραφέας επιμελώς αποκρύπτει.
Δεν είναι αντικείμενο αυτού του σημειώματος οι περιπέτειες και οι ισχυρισμοί του Γερμανού ιστορικού για τον ολικό αφανισμό του γένους των Ελλήνων κατά τον Μεσαίωνα και την αντικατάστασή του από Σλαύους, για την άρνησή του ν’ αναγνωρίσει τα στοιχεία του Έθνους-Κράτους στην Νέα Ελλάδα του 19ου αιώνα και την υπαγωγή των Νεοελλήνων αποκλειστικά στην γενική εννοιολογική κατηγορία της Ορθοδοξίας και των Ορθοδόξων Σλαύων.
Είναι όμως πολύ πιθανό ότι η αναφορά του Χάντιγκτον στην Ορθοδοξία στηρίζεται, αφανώς βέβαια, στο έργο και τις θέσεις αυτού ακριβώς του γνωστού μας Γερμανού ιστορικού. Η δική μας αναφορά γίνεται εδώ για να επισημάνουμε μερικά από τα συμπεράσματα της επιστημονικής έρευνας του 20ου αιώνα για το ζήτημα αυτό, καθώς και μερικές από τις ομοιότητες αλλά και διαφορές των έργων του Φαλμεράγιερ, του Τόϋνμπη και του Χάντιγκτον.
Αυτό που αρχικά θεωρήθηκε ως αμφισβήτηση της φυλετικής συνέχειας του Νεοελληνικού Λαού και στην συνέχεια ως αμφισβήτηση της ιστορικής συνέχειας του Ελληνικού Έθνους, σήμερα θεωρείται κυρίως από την σκοπιά της Ευρωπαϊκής πολιτικής1 και έχει αξιολογηθεί ως η θεωρητική έκφραση των απόψεων της σχολής των Realpolitikers του 19ου αιώνα.
Η μικρή Ελλάδα του 1830 δεν υπήρξε, παρά τα φαινόμενα, κύριος στόχος του Φαλμεράγιερ. Κύριος στόχος του ήταν η Ρωσσία του 19ου αιώνα και οι θεωρήσεις του είχαν σκοπό να εξηγήσουν και να προσδιορίσουν μεγενθυντικά τις συνιστώσες δυνάμεις ενός αντιπάλου δέους. Η Νέα Ελλάδα δεν ήταν τίποτα περισσότερο, για τον Φαλμεράγιερ και τους Realpolitikers, από μία, όπως θα λέγαμε σήμερα, παράπλευρη απώλεια, που επιχειρήθηκε τότε, χωρίς επιτυχία όμως, να γίνει αποδεκτή από το σύνολο της Δυτικής πολιτικοϊστορικής σκέψεως3.
Οι απόψεις της σχολής των Realpolitikers του 19ου αιώνα, εκφρασμένες θεωρητικά από τον Ιάκωβο-Φίλιππο Φαλμεράγιερ, συνέκλιναν τότε σε τρία αλληλοσυμπληρούμενα συμπεράσματα.
Πρώτον: ο θανάσιμος, κατά τον Φαλμεράγιερ, ρωσσικός κίνδυνος προήρχετο από το γεγονός ότι η Ρωσσία αποτελούσε, τρόπον τινά, την μετεμψύχωση και μετενσάρκωση στον 19ο αιώνα του Βυζαντίου, όπου μια Βυζαντινογενής και συνεπώς διαποτισμένη από πολιτικοθρησκευτική αντιπαλότητα προς την Δύση, μια κυριολεκτικά δαιμονοποιημένη από τον συγγραφέα Ορθοδοξία, πολλαπλασίαζε τις δυνατότητες ενός μεγάλου και επικίνδυνου Έθνους4.
Δεύτερον: ότι η διατήρηση της ακεραιότητας της Τουρκίας, λόγω της γεωπολιτικής της αξίας ως αναχώματος του ρωσσικού κινδύνου, ήταν τόσο σημαντική για την Δύση, ώστε η αποδοχή της ιδρύσεως του ανεξάρτητου Νεοελληνικού κράτους, έστω και σε προοπτική συμπλεύσεως με την Τουρκία εναντίον της ρωσσικής απειλής, υπήρξε τότε μια διακινδύνευση την οποία η Δύση κακώς απεδέχθη και πάντως στο μέλλον όφειλε να ελέγχει, να περιστέλλει ή ακόμα και ν’ αναστρέψει5.
Τρίτον: κατά τον Φαλμεράγιερ, η Νέα Ελλάδα ήταν λόγω Βυζαντινού παρελθόντος και Ορθοδοξίας διαποτισμένη σε τέτοιον βαθμό από τις επιδράσεις ενός Ανατολικού Σλαυο-ορθόδοξου κόσμου, ώστε η τελική της σύμπλευση με τον κόσμο αυτόν ήταν απόλυτα ορατή και η αναξιοπιστία της έναντι της Δύσεως δεδομένη.
Για τους Realpolitikers και τον αυτόκλητο τότε θεωρητικό εκφραστή τους, η αποδεικτική δύναμη αυτού του ισχυρισμού απέρρεε όχι τόσο από φυλετικά κριτήρια όσο από το θρησκευτικό-πολιτισμικό κριτήριο της Ορθοδοξίας, γιατί πολύ απλά σε φυλετικό επίπεδο δεν ήταν δυνατόν να διαφύγει της προσοχής τους ότι οι μισοί περίπου από τους κατοίκους της μικρής Ελλάδας του 1830 ήσαν οι Ελληνοϊλλυρικής καταγωγής δίγλωσσοι Χριστιανοί Αρβανίτες, και συνεπώς θα ήταν αδύνατη η σύνδεση της Νέας Ελλάδας στο σύνολό της με την επίφοβη δυναμική του Ρωσσοσλαυικού κόσμου μέσω του φυλετικού μόνο κριτηρίου.
Έτσι, ο σχετικός ισχυρισμός τους ότι οι κάτοικοι της Νέας Ελλάδας ήσαν στην πραγματικότητα Σλαύοι, που κάποτε υποχρεώθηκαν δια της βίας από το Βυζάντιο ν’ αποβάλουν την Σλαυϊκή και να μιλήσουν την Ελληνική γλώσσα, θα έχανε την λειτουργικότητά του και συνεπώς μόνον μια δαιμονοποιημένη Πανορθοδοξία μπορούσε ν’ αποτελεί κοινό κριτήριο για όλους.
Στο ζήτημα αυτό, ο Γερμανός ιστορικός και πολιτικός συγγραφέας υπήρξε τελικά απόλυτα σαφής και στο έργο του γράφει: «Οι ορθόδοξοι Αρβανίτες του Άργους, οι Σλαύοι του Ναυπλίου και της Αρκαδίας, μαζί με τους ομόδοξους Σλαύους της Βαλκανικής, μπορούν να πάρουν φως μόνον από τους Τρούλλους του Κιέβου, γιατί ο Αρβανίτης του Σουλίου και του Άργους, ο Σλαύος του Κιέβου και της Αρκαδίας, ο Βούλγαρος της Τριαδίτσας και ο ορθόδοξος Χριστιανός ληστής του Μαυροβουνίου, έχουν το ίδιο δικαίωμα με τον Σκεντέρμπεη και τον Κολοκοτρώνη πάνω στο όνομα και την τάξη του Νεοέλληνα. Ο δεσμός που τους συνδέει από κοινού είναι ισχυρότερος από τα δεσμά του αίματος, είναι δεσμός θρησκευτικού χαρακτήρα, και αποτελεί το φράγμα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση»6.
Παρ’ όλα αυτά, και παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε ο Φαλμεράγιερ για να συνδέσει αντιθετικά την Ελλάδα με την Ανατολή και την Τουρκία με τη Δύση, ο τροχός της ιστορίας δεν φάνηκε να κινήθηκε προς την κατεύθυνση που υπέδειξε ο Γερμανός σοφός.
ο 20ός αιώνας και η ιστοριογραφία του Arnold Toynbee
Ότι το έργο του Τόϋνμπη υπήρξε μνημειώδες και εντυπωσιακό, δεν αμφισβητείται από κανένα. Είναι χρήσιμο, όμως, και αξίζει να παρατηρήσει κανείς από πιό κοντά, τις ομοιότητες και τις διαφορές ανάμεσα σε Τόϋνμπη και Φαλμεράγιερ στην περιγραφή του «ρωσσικού κινδύνου», και στην αξιολόγηση του γνωστού δίπτυχου με τους τέσσερις πόλους και την αντιθετική σύζευξη Ελλάδα-Τουρκία, Ανατολή-Δύση.
Ο Τόϋνμπη άρχισε την συγγραφή του πολύτομου έργου του περίπου το 1920 και το τελείωσε 20 χρόνια αργότερα, χωρίς όμως να πάψει, σε αλλεπάλληλες επανεκδόσεις, να το συμπληρώνει και να το διορθώνει μέχρι το 1960. Η συγγραφή άρχισε με την ίδρυση της Σοβιετικής Ενώσεως και τελείωσε ουσιαστικά με το αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου. Ήταν μια διαδρομή που συνέπεσε χρονικά με την νέα και αυξημένη δυναμική της Σοβιετικής Ενώσεως σε σχέση με την πρώην Ρωσσική Αυτοκρατορία.
Για τον ιστορικό αλλά και θεωρητικό της Realpolitik της εποχής του Τόϋνμπη, επρόκειτο για μια επικινδυνότητα που έπρεπε να καταγγελθεί με την ίδια τουλάχιστον σφοδρότητα του παρελθόντος όπου όμως η χρήση της δαιμονοποιημένης Ορθοδοξίας του Φαλμεράγιερ ήταν ευθύς εξ αρχής αποκλεισμένη, γιατί η Ορθοδοξία, όπως και τ’ άλλα Χριστιανικά δόγματα, καθώς και όλες οι θρησκείες, τόσο στην εκκοσμικευμένη όσο και την φονταμενταλιστική τους μορφή, έπρεπε να συστρατευθούν και να χρησιμοποιηθούν κατά του Άθεου Κομμουνισμού.
Αυτό, όμως, δεν ήταν αρκετό. Η Σοβιετική Ένωση, όπως προηγουμένως η Τσαρική Ρωσσία, έπρεπε να καταγγελθεί γι’ άλλη μια φορά και να καταδειχθεί σαν ο επικίνδυνος Άλλος, σαν μια διαφορετικότητα που βρίσκεται διαχρονικά σε θεμελιώδη αντίθεση με την Ευρώπη και την Δύση, σαν μια θανατερή Ανατολή και φυσικά για τον ιστορικό Τόϋνμπη αυτό έπρεπε να γίνει με την επίκληση του επιχειρήματος της έρευνας του παρελθόντος.
Γι’ αυτό το τελευταίο, όμως, ας δώσουμε τον λόγο στον ίδιο τον Βρεταννό ιστορικό και στην επιτομή του έργου του από τον Σόμερβελ.
Σύμφωνα με τον Το,ϋνμπη λοιπόν, «το Πανρωσσικό Κομμουνιστικό Κόμμα του Λένιν δεν προήλθε από τις περιστάσεις του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου στην Ευρωπαϊκή ιστορία, ούτε από τις διαφορετικές τάσεις της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας στα πλαίσια της 2ης Διεθνούς, και μόνον συμπτωματική και απατηλή σχέση είχε με το Μαρξισμό. Ένα πανομοιότυπο κόμμα, με ανάλογους σκοπούς, είχε προηγηθεί κατά την εποχή των Οθωμανικών Μουσουλμανικών επιδράσεων στην Ιρανική ιστορία του 13ου και 14ου αιώνα, όταν η Μουσουλμανική Κιζιλμπασική αδελφότητα εδημιούργησε την οργάνωση Σιχ-Χάλσα για να καταπολεμήσει την Ινδουϊστική επικράτηση με τα ίδια της τα όπλα. Το νέου τύπου Πανρωσσικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μηχανιστική αντιγραφή και επανεφεύρεση της οργανώσεως «Σιχ-Χάλσα».
Όλα αυτά, κατά τον Τόϋνμπη, αποτελούν την πάσα αλήθεια, εξηγούνται έτσι, και ανάγονται έως και στην … επανεφεύρεση της Μεσαιωνικής οργανώσεως Σιχ-Χάλσα, δεν είναι όμως λίγοι όσοι μέχρι σήμερα αμφιβάλλουν, μετά λόγου γνώσεως, για την ορθότητα τέτοιων συμπερασμάτων.
Αλλά και ο Χάντιγκτον, άξιος μαθητής του Τόϋνμπη, προσπάθησε να μην υστερεί σε τέτοια ζητήματα και στις σχετικές με αυτά… αποδείξεις.
Η έκρηξη της Ταταρομογγολικής ισχύος κατά τον 12ο αιώνα, μια Μεσαιωνική δηλαδή τραγωδία που είχε κριθεί και λήξει με αποφασιστική ήττα των Ταταρομογγόλων από τους Ρώσσους κατά το 15ο αιώνα, αυτό είναι κατά τον Χάντιγκτον το γεγονός που έχει βάλει την ανεξίτηλη σφραγίδα του στην Ρωσσική ιστορία και παρακολουθεί έκτοτε τόσο την Τσαρική όσο και την Σοβιετική και μετασοβιετική Ρωσσία.
Η ήττα των Μογγόλων ήταν φαινομενική και μια τερατώδης  υποκατάσταση είχε πραγματοποιηθεί πριν από 800 χρόνια. Κάτω από την επιφάνεια κρυβόταν το θηρίο. Ο βάρβαρος μεσαιωνικός ταταρομογγόλος άνθρωπος είχε νικήσει και εξαφανίσει, στα πρώτα κιόλας βήματά της, την πολιτισμική ουσία των εκχριστιανισθέντων από το Βυζάντιο Ρώσσων. Κάτι ακόμα χειρότερο. Αυτός ο Ταταρομογγόλος άνθρωπος έζησε έκτοτε μια λαθραία ζωή κρυμμένος μέσα στο άψυχο κουφάρι του θανατωθέντος πολιτισμού, και δεν έχει κανείς σήμερα παρά να ξύσει λίγο με το νύχι του έναν Ρώσσο του 20ου αιώνα, για ν’ ανακαλύψει, πληγώνοντας κάτω από την λεπτή Ρωσσική επιδερμίδα, τον ζωντανό, κρυμμένο και βρυχώμενο Τάταρο.
Είναι μια περίτεχνη κρυπτοφυλετική και δαιμονολογική κατασκευή, που όμως στο έργο του Χάντιγκτον έχει περισσή λειτουργικότητα, γιατί λειτουργεί συμπληρωματικά με την δαιμονοποιημένη Χριστιανική Ορθοδοξία που χρησιμοποίησε ο Φαλμεράγιερ για να περιγράψει τον εχθρό του Δυτικού κόσμου, τον Ασιάτη Άλλο. Έτσι συνέχισε ο Αμερικανός διανοητής τον δρόμο που χάραξε ο Γερμανός προκάτοχός του, και στην πορεία του αυτή χρησιμοποίησε, και κυρίως κατασκεύασε, παλαιές και νέες ιστορικές πηγές και επί μέρους ιστορικά επιχειρήματα.
Oμοιότητες και διαφορές
Κοινός παρανομαστής και των τριών ιστορικών είναι η μεγιστοποίηση του αντιπάλου δέους. Διαφορά τους αποτελεί η πολιτικο-θρησκευτική δαιμονοποίηση της Ορθοδοξίας από τον Φαλμεράγιερ και η ιστορικοφανής δαιμονολογική επίκληση Μεσαιωνικών Ταταρομογγολικών επιδράσεων και Μουσουλμανικών υποκαταστάσεων από τους Τόϋνμπη και Χάντιγκτον.
Σε άλλο σημείο του έργου του, ο Τόϋνμπη περιγράφει πολύ πιο εύστοχα την διαφορετικότητα της ιστορικής διαδρομής της Ρωσσικής κοινωνίας και επισημαίνει ότι «η ανυπαρξία στην ιστορία της Ρωσσίας των τάξεων εκείνων που στην Δυτική Ευρώπη στήριξαν την κοινωνική της εξέλιξη από την Αναγέννηση μέχρι και την Γαλλική Επανάσταση, παρήγαγε συγκεκριμένο ιστορικό αποτέλεσμα, οδήγησε δηλαδή τον Μεγάλο Πέτρο και τους διαδόχους του τσάρους στο να διορίσουν, κυριολεκτικά με διατάγματα, ένα πλασματικό υποκατάστατο των μεσαίων τάξεων, αποτελούμενο από μέρος της Μεσαιωνικής Ρωσσικής Φεουδαρχίας, σαν intelligentia-διαχειριστή και φορέα της Ευρωπαϊκής μεταρρύθμισης στην Ρωσσία, ένα υποκατάστατο που αργότερα έμελλε να παίξει και τον ρόλο της Κομμουνιστικής πρωτοπορίας.
Τα αισθήματα αυτής της πλασματικής ταξικής κατασκευής απέναντι στην πολιτική κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα της Δυτικής Ευρώπης ήσαν κυριολεκτικά διχασμένα. Ήσαν αισθήματα αγάπης και ταυτόχρονα μίσους, και ο Τόϋνμπη τα περιγράφει περίτεχνα με τους στίχους του Ρωμαίου ποιητού Κάτουλου.
Odi et amo                 Αγάπη και μίσος ταυτόχρονα
quare id faciam                      νοιώθω για σένα μα εσύ
fortasse requiris.                    μη ρωτάς το γιατί.
Nescio, sed fieri sentio          Δεν ξέρω, μα έτσι το νοιώθω
et excruscior.                          με φρίκη μαζί.
(δική μας ελεύθερη απόδοση των λατινικών στίχων.)
Ας μη βιαστεί, όμως, ο αναγνώστης να βγάλει το συμπέρασμα ότι, τουλάχιστον στο έργο του Τόϋνμπη, η Νέα Ελλάδα δεν υπήρξε παράπλευρος στόχος, όπως στον Φαλμεράγιερ, γιατί η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Ο Βρεταννός ιστορικός, αν και δεν αναφέρθηκε ειδικά στην Ελλάδα όπως ο Φαλμεράγιερ, συμπεριέλαβε εν τούτοις στις αξιολογικές του κρίσεις όλους τους Βαλκανικούς Λαούς, σε μια γενική αντιθετική τους σύγκριση με την Οθωμανική και Κεμαλική Τουρκία, και αφού κατονόμασε περιφρονητικά τα Εθνικοαπελευθερωτικά τους Κινήματα σαν «Ενοριακούς Εθνικισμούς», κατέληξε σ’ ένα διάσπαρτο μέσα το έργο του συμπέρασμα ότι: «Οι Ενοριακοί αυτοί Βαλκανικοί Εθνικισμοί, καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνος, αν και αλληλοσυμπλεκόμενοι επεχείρουν εν τούτοις, από κοινού, να καταληστεύσουν τον υποχωρούντα Οθωμανικόν κόσμον, έναν κόσμο ο οποίος αυτομεταρρυθμιζόμενος δια του γενναίου Κεμαλικού εγχειρήματος βάδιζε στην οδό της εκκοσμικευμένης Δύσεως, παρέχων το επιτυχέστερον παράδειγμα εκσυγχρονισμού άμα και εθελοντικής Δυτικοποιήσεως».
Σήμερα, 50 χρόνια μετά τον θάνατο του Τόϋνμπη, μπορεί κανείς, αν ψάξει στην…..Κεμαλική Τουρκία, να βρει, ανάμεσα σε πολλά άλλα, το νομοσχέδιο «Περί υποχρεωτικής γυναικολογικής διακριβώσεως της παρθενίας όσων  γυναικών επιδιώκουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση», δηλαδή την τιμή της Κεμαλικής Τουρκίας χαμένη στην γυναικολογική κλινική ενός αμείλικτου Θεού. Εξ ίσου μελαγχολικό, όμως, εύρημα είναι και η διαχρονικά χαμένη αξιοπιστία του Βρεταννού ιστορικού, αυτή που ο ίδιος θυσίασε στον βωμό της τρέχουσας Realpolitik της εποχής του.
Ας προστεθεί και τούτο, ότι η προσφορά και η συμβολή των τριών Ευρωπαίων διανοητών στην έρευνα της ιστορίας δεν αμφισβητείται από τον γράφοντα αυτό το σημείωμα.
Εδώ πρόκειται μόνον για την υπόδειξη ενός από τα χαρακτηριστικά, όχι του καλύτερου, της Ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας των δύο τελευταίων αιώνων, ότι δηλαδή τόσο στο έργο του Φαλμεράγιερ όσο και σε αυτό του Τόϋνμπη και όχι μόνον, στα ίδια πρόσωπα και στα έργα τους, μέσα από τις αντιφάσεις της εποχής τους συνυπάρχουν και συγκρούονται η αμερόληπτη επιστήμη και η πολιτική τους στράτευση.
Το επιχείρημα του Χάντιγκτον για την Ελλάδα και την Τουρκία είναι εξ ολοκλήρου πολιτικό. Η επίκληση από τον σημερινό Αμερικανό ιστορικό του παλαιού ισχυρισμού του Φαλμεράγιερ, η σκόπιμη απόκρυψη της πηγής του, η συνακόλουθη παράλειψη κάθε αναφοράς στις πολιτικές συνθήκες και περιστάσεις που τον δημιούργησαν, η θεωρητική θεμελίωση ίσων αποστάσεων από τα ανόμοια και άνισα μεγέθη της σημερινής Ελληνικής και Τουρκικής πραγματικότητας, όλα τα επί μέρους, αποδεικνύουν ότι το συνολικό του επιχείρημα αποσκοπεί στην θεωρητική κατοχύρωση και επιβεβαίωση άλλη μία φορά της παλαιάς και γνωστής πορείας πλεύσης των Realpolitikers όλων των εποχών, ότι στο πεδίο των ανθρωπίνων συγκρούσεων υπάρχουν μόνον συμφέροντα που λειτουργούν κατά κανόνα ανεξάρτητα από πολιτισμικές και θρησκευτικές διαφορές.
Αξίζει, επίσης, να παρατηρήσει κανείς ότι απουσιάζει στο έργο του Χάντιγκτον ο ενθουσιασμός και οι ζητωκραυγές με τις οποίες υποδέχθηκε ο Τόϋνμπη την Κεμαλική Τουρκία πριν από εβδομήντα χρόνια. Αυτό οφείλεται στην διαφορά των περιστάσεων των δύο εποχών. Τότε επρόκειτο για συμπαράταξη της Κεμαλικής Τουρκίας στο μέτωπο κατά της «Αυτοκρατορίας του κακού», σήμερα όμως αυτή η μετωπική αντιπαράθεση δεν υπάρχει. Τότε, τον φόβο της Ευρώπης για την Τσαρική Ρωσσία του 19ου αιώνα, είχε διαδεχθεί ο φόβος της Δύσεως για την αυξημένη δυναμική της Σοβιετικής Ενώσεως, σήμερα όμως ο φόβος της Δύσεως και των ΗΠΑ έχει άλλο αντικείμενο και αφορά τον κίνδυνο απωλείας του ελέγχου στον δρόμο ροής του Ρωσσικού και Ασιατικού πετρελαίου προς την Δύση.
Είναι αγωνιώδης, σήμερα, η προσπάθεια Αμερικανών και Ευρωπαίων να αποφύγουν την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από την Ρωσσία, αν και αυτό το τελευταίο δεν εμπόδισε την Γερμανία να είναι ο πρώτος πελάτης των Ρώσσων σε φυσικό αέριο, με τους Ευρωπαίους να ακυρώνουν την αμελητέα, σε σχέση με την Γερμανία, ποσότητα της αγοράς της Δ.Ε.Π.Α από τους Ρώσσους.
Ο προσδιορισμός του Δυτικού πολιτισμού από τον Χάντιγκτον, η προτεινόμενη επιστροφή στην Ελληνική του κληρονομιά, τα δύο κράτη, η Νέα Ελλάδα και η Τουρκία, που δεν έχουν την… τιμή ν’ ανήκουν στον πολιτισμό της Δύσης, όλα βασίζονται εν μέρει και στο γνωστό αξίωμα ότι η Δύση θεμελιώθηκε σε αρχαιοελληνικές ρίζες.
Σχετικά με το ζήτημα αυτό, πληθαίνουν συνεχώς οι άνθρωποι -και είναι αρκετοί οι νεοέλληνες ανάμεσά τους- που υπενθυμίζουν ότι η Δύση θεμελιώθηκε περισσότερο σε μια αντιπαλότητα προς τον Ελληνισμό και ότι η ελληνική της φυσιογνωμία υπήρξε μάλλον μια δική της υπόθεση.
Τι ήσαν, άραγε, και τι είναι σήμερα για την Δύση οι αρχαίοι πολιτισμοί, και κυρίως ο κατ’ εξοχήν καλλιεργημένος αρχαιοελληνικός λαός και ο πολιτισμός του;
Σήμερα δεν είναι λίγοι όσοι ισχυρίζονται, ότι οι Δυτικοί ποτέ δεν επεδίωξαν να τον γνωρίσουν πραγματικά και ότι αντ’ αυτού επινοούσαν κάθε φορά έναν «Ελληνικό Πολιτισμό»… χρήσιμο για τις εκάστοτε ανάγκες τους. Δεν είναι λίγοι, σήμερα, όσοι ανιχνεύουν μια τέτοια διαδρομή κατά τους τελευταίους τρεις αιώνες. Από την εποχή, δηλαδή, της μελέτης, του θαυμασμού και της τυραννικής ταύτισης των Γερμανών με την Αρχαία Ελλάδα για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του Εθνικού τους βίου τον 19ο αιώνα, μέχρι το μελαγχολικό σάλπισμα του Χάντιγκτον για Αμερικανική άμυνα σε Ελληνικά πολιτιστικά χαρακώματα, όπου ο Ελληνικός Πολιτισμός καλείται να χρησιμεύσει ως άλλοθι στην σημερινή υπερδύναμη.
Σήμερα, ό,τι απέμεινε από τις αξίες αυτού του πολιτισμού, είναι μερικές ηχηρές καταλήξεις. Από τα ατομικά δικαιώματα, παραμένει κυρίως το δικαίωμα του επιχειρηματία και δευτερευόντως το δικαίωμα του καταναλωτή. Από το βίωμα της ελευθερίας έχει παραμείνει μόνον η ανάμνησή της. Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του την εφιαλτική ομοιότητα και την ιστορικά διαχρονική συμπληρωματικότητα των δυνάμεων που κατέλυσαν κάποτε τον αρχαιοελληνικό κόσμο, τότε εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι ακόμα και η ανάμνηση της ελευθερίας μπορεί να χαθεί κάπου στην απαρχή των σκοτεινών χρόνων ενός νέου Μεσαίωνα.
μία ιδιότυπη θεολογία
Ότι ο δυτικός Χριστιανισμός, αρχικά ο Καθολικισμός, κατόπιν και ο Προτεσταντισμός, αποτελεί το κύριο και το πιο πολύτιμο χαρακτηριστικό του δυτικού πολιτισμού, αυτό είναι κάτι που ο Χάντιγκτον υπογραμμίζει συνεχώς στο έργο του. Δεν παραλείπει, επίσης, να τονίσει ότι και ιστορικά, κατά την πρώτη χιλιετία, και ιδίως προς το τέλος της, αυτό ακριβώς που σήμερα ονομάζουμε δυτικό πολιτισμό τότε ονομαζόταν Καθολική (παπική) Χριστιανοσύνη, και τα γεωγραφικά της όρια γύρω στο έτος 1100 μ.Χ. συνέπιπταν μ’ αυτά που κατά την άποψή του αποτελούν και σήμερα τα όρια του Δυτικού πολιτισμού.
Σ’ αυτήν την δυτική Χριστιανοσύνη αποδίδει ο Χάντιγκτον ευθύς εξ αρχής, σταθερά και διαχρονικά, ιδιότητες και χαρίσματα που δεν αποκτήθηκαν παρά μόνον στους τελευταίους τρεις αιώνες της ιστορίας της, αργά, εξελικτικά, ακόμα και βασανιστικά, μέσα από ριζικές ανακατατάξεις και αγώνες, όχι από, αλλά εναντίον του Δυτικού Χριστιανισμού και των εκκλησιών του. Στην διάρκεια της ιστορίας του δυτικού Χριστιανισμού, ο χωρισμός του Θεού από τον Καίσαρα, της θρησκευτικής από την κοσμική εξουσία, υπήρξε ο διαρκής σύντροφος του δυτικού κόσμου, υποστηρίζει ο συγγραφέας, με καθόλου ή με ελάχιστη ιστορική δικαίωση.
    Πού οφείλεται, όμως, αυτός ο υπερθεματισμός, όπου η δυτική Χριστιανοσύνη δεν εμφανίζεται απλά ως ένα χαρακτηριστικό του δυτικού πολιτισμού αλλά λειτουργεί ως πηγή ενός ιδιότυπου θεολογικού αυτοθαυμασμού; Δεν είναι εφεύρεση του Χάντιγκτον. Η ύπαρξη και η εξέλιξή της ανιχνεύεται και κατά τον 19ο αιώνα, όπου οι σχετικές απόψεις του Φαλμεράγιερ αποτελούσαν τότε μια επεξεργασμένη υπερβολή.
ο Δυτικός Χριστιανισμός, η Επανάσταση και η μετακένωσή τους στον Ηuntington
Είναι το 1848, όπου οι Ευρωπαϊκοί λαοί βαδίζουν και πάλι στους δρόμους της εξέγερσης, και όπου το φάντασμα της επανάστασης πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, απειλώντας θρόνους, αριστοκρατίες, κληρικαλισμούς αλλά και την ίδια την αστική τάξη.
Ο τραγικός και αντιφατικός Ιάκωβος-Φίλιππος Φαλμεράγιερ, εκλεγμένος πληρεξούσιος της περιφέρειας του Μονάχου στην επαναστατική συνέλευση της Φραγκφούρτης, χωρίς να είναι επαναστάτης αλλά διαρκές θύμα των κληρικαλιστών της εποχής του, αντικληρικός ο ίδιος περισσότερο λόγω του αντιβυζαντινού του συνδρόμου, πάντοτε δαιμονοποιός της Ορθοδοξίας και Βυζαντινοφάγος, θέλοντας να επισημάνει την αντεπαναστατική θέση της Τσαρικής Ρωσσίας, μας παραδίδει τις απόψεις και την εικόνα του για τον Δυτικό Χριστιανισμό, την Δύση και την επανάσταση ως εξής επί λέξει:
«Να θεμελιώση την υπερίσχυση του Σλαυϊκού Βυζαντινισμού σ’ όλη την υδρόγειο και για τον αιώνα τον άπαντα, και να νεκρώσει την επανάσταση, δηλαδή την Δύση και την μορφή και ροή της πνευματικής ζωής των λαών, την ενσαρκωμένη στην Δύση, εκπορευομένη από το πνεύμα της Λατινικής εκκλησίας, ελεύθερη και ανεξέλεγκτη, να την καθυποτάξει παντού στην θέληση του Ενός, ή, αν θέλετε, να την καταπνίξει δια παντός κατά τον Παλαιοβυζαντινό τρόπο -αυτός είναι ο τελικός στόχος, που η Ρωσσική μοναρχία επιδιώκει με απίστευτη ηρεμία, με παγερή ψυχρότητα και με το πιο αναίσθητο πείσμα»7. Μετά απ’ όλα αυτά, πώς ν’ αμφιβάλει κανείς ότι εκεί βρίσκεται η δεξαμενή και η πηγή έμπνευσης απ’ όπου αντλεί ο Χάντιγκτον;
Αν σκεφτεί κανείς ότι στα πρώτα 800 χρόνια της Μεσαιωνικής Δύσης, κανένας δυτικός ηγεμόνας δεν μπόρεσε να σηκώσει με τα χέρια του το αυτοκρατορικό σκήπτρο αν δεν έχριζε ο Πάπας της Ρώμης με μια θεϊκά καθαγιασμένη εξουσία άλλοτε την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους και άλλοτε τους Φράγκους του Καρλομάγνου, παραχωρώντας τους ταυτόχρονα την προσωρινή άσκηση ενός μέρους μόνον της κοσμικής εξουσίας και όχι αυτό καθ’ αυτό το δικαίωμα  που κρατούσε για τον εαυτό του και την Δυτική εκκλησία8.
Αν σκεφτεί κανείς ότι το δικαίωμά του αυτό ο Πάπας το στήριζε στην διαθήκη του Μεγάλου Κωνσταντίνου (Donatio Constantinis), με την οποία υποτίθεται ότι, μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας από την Ιταλία στον Βόσπορο, η κοσμική εξουσία στην Δύση παραχωρήθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο στο Πάπα και ότι χρειάστηκε να φυσήξουν οι άνεμοι της Γαλλικής Επανάστασης 1000 χρόνια αργότερα για να του αφαιρέσουν οι λαοί αυτό το δικαίωμα, και ότι χρειάστηκε να λειτουργήσει κι εδώ η κριτική έρευνα του 19ου αιώνα για να γίνει δεκτή η υπάρχουσα από το 15ο αιώνα απόδειξη του Lorenzo Valla για την πλαστότητά της10.
Αν σκεφτεί κανείς ότι οι δυτικοί λαοί έζησαν από το 400 μ.Χ. και για 700 ολόκληρα χρόνια με την civitas Dei, την πολιτεία του Θεού της Θεολογίας του Αυγουστίνου, που κατά τον Ρωμαιοκαθολικό στοχαστή  Κ. Φλας δεν είχε επαρκή εικόνα ούτε του Πλάτωνος ούτε του Αριστοτέλους. Και ότι η κοσμολογική Θεολογία του Αγίου Θωμά του Ακινάτη του 11ου αιώνα χρειάστηκε άλλα 700 χρόνια για ν’ αναγνωριστεί επίσημα από το Βατικανό στα μέσα του 19ου αιώνα… επαναστατικές πραγματικά ταχύτητες! Αν σκεφτεί κανείς ότι ένα μέρος της Ευρώπης, ο Γερμανικός χώρος, πλήρωσε με το τίμημα δύο αιώνων καταστροφών, ερημώσεων και ταξικοθρησκευτικών πολέμων την έξοδό του από τον καισαροπαπικό μεσαίωνα. Αν σκεφθεί κανείς ότι, στον 11ο αιώνα, ο Δυτικός Χριστιανισμός με τον Hildebrand-κατόπιν Πάπα Γρηγόριο τον VII- έφθασε στο σημείο να θεμελιώσει και θεωρητικά την απορρόφηση της κοσμικής (regnum) από την θρησκευτική εξουσία (sacerdotium)11 – κάτι που μόνο στον Ισλαμικό κόσμο μπορούσε να βρει ανταπόκριση.
Τότε μπορεί κανείς να καταλάβει τι ήταν αυτό στο οποίο ακόμα και οι μεσαιωνικές Ευρωπαϊκές κοινωνίες αντέδρασαν και αργότερα οι λαοί με αγώνες παραμέρισαν οριστικά. Μπορεί επίσης να καταλάβει κανείς ότι η….. εκπόρευση ενός συμπαντικού πνεύματος προόδου, επαναστάσεως και πολιτισμού από την Δυτική Χριστιανοσύνη, είναι απλώς ένα χαρακτηριστικό μιας νοοτροπίας του 19ου αιώνα, που ο Χάντιγκτον μεταφέρει στις μέρες μας κι έχει σχέση με μια ιδιότυπη αυτοδοξαστική θεολογία, ελάχιστη όμως δικαίωση βρίσκει στην ιστορία.
Δεν ήταν ο Δυτικός Χριστιανισμός αλλά η αντίδραση σ’ αυτόν που οδήγησε στον χωρισμό της θρησκευτικής από την κοσμική εξουσία.
Οι θεωρητικοί της Realpolitik δεν είναι θεολόγοι ούτε προφήτες. Ο Ορθολογισμός, η επιστημονική ιστορική έρευνα, σε συνδυασμό με τη πολιτική τους στράτευση και στόχευση, οδηγούσαν πάντα τα βήματά τους. Περιστασιακοί μυστικοσύμβουλοι του ηγεμόνα άλλοτε, σήμερα αποτελούν μέρος του αποθέματος σκέψης (think tank), που βρίσκεται στην διάθεση της πολιτικής εξουσίας των μεγάλων δυνάμεων του 20ου και 21ου αιώνα.
Η πολιτική διάσταση βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο της συλλογιστικής τους και διαπερνά όλες τις άλλες διαστάσεις στα ζητήματα που ερευνούν.
Από την άποψη αυτή, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς την διαφορετική μεταχείριση που η τουρκική πολιτική επεφύλαξε από τα μέσα του 19ου αιώνα και μέχρι σήμερα στον Φαλμεράγιερ και στο έργο του. Το γεγονός ότι ο Γερμανός ιστορικός εμφανίστηκε στο έργο του όχι φιλότουρκος αλλά από επιφυλακτικός έως λοιδωρός-υβριστής για τους Τούρκους της εποχής του, αυτό ποτέ δεν εμπόδισε την τουρκική διπλωματία και διανόηση να τον χρησιμοποιήσει προς όφελός της, γιατί απλούστατα οι Τούρκοι αντίθετα από εμάς διέκριναν ευθύς εξ αρχής, με οξυδέρκεια, την πολιτική διάσταση της θεωρίας του, και ούτε τότε έμειναν ούτε σήμερα μένουν καθηλωμένοι στο πολιτισμικό πεδίο για να την ερμηνεύσουν.
Οι Τούρκοι κάλεσαν τον Γερμανό ιστορικό στην Κωνσταντινούπολη, και ο ίδιος ο σουλτάνος τον τίμησε με ανώτερο τουρκικό παράσημο για το έργο του. Αντίθετα, στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, τα ζητήματα που ερεύνησε και πρόβαλλε με τόση προκλητικότητα ο Φαλμεράγιερ, συνδέθηκαν σχεδόν εξ αρχής με το ζήτημα της διαχρονικής συνέχειας του Ελληνικού Έθνους, γεγονός που οδήγησε σε επικάλυψη της πολιτικής διαστάσεως που είχε η θεωρία του Φαλμεράγιερ για τη Νέα Ελλάδα από την πολιτισμική διάσταση.
Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα Νεοελληνικής αστοχίας το γεγονός ότι ο Εθνικός ιστορικός Κ. Παπαρηγόπουλος μόνον στο τέλος της ζωής του μπόρεσε να υποπτευθεί εντελώς αμυδρά και αόριστα την σύνδεση των απόψεων του Φαλμεράγιερ με το πολιτικό παιγνίδι των Ευρωπαϊκών δυνάμεων στην εποχή του.
επίλογος
Ποιά αξία, όμως, μπορεί να έχουν όλα αυτά σήμερα, πέρα από την αξία μιας φιλολογικής και ιστορικής κριτικής; Έχουν την αξία του παρακάτω συμπεράσματος, ότι δηλαδή στην αρχή του 21ου αιώνα η χειρότερη επιλογή θα ήταν να περιορίσουμε την οπτική μας στην δευτερεύουσα πολιτισμική διάσταση των απόψεων των θεωρητικών της Realpolitik και ν’ αγνοήσουμε την πολιτική διάσταση, αυτή δηλαδή που κυρίως υπάρχει στο έργο τους.
Κάτω από το πρίσμα αυτό, πρέπει να εκτιμηθούν και οι αναφορές του Χάντιγκτον στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Έχει, εξ άλλου, αποδειχθεί πολλές φορές μέχρι σήμερα, ότι είναι η «μοίρα» αυτού του Πανανθρώπινου Πολιτισμού να ανιχνεύεται σ’ αυτόν όχι εκείνο που πραγματικά υπήρξε, αλλά ό,τι κάθε φορά επιθυμούν και επιδιώκουν να ανιχνεύσουν μέσω αυτού για τον εαυτό τους, το παρόν και το μέλλον τους, οι ισχυρές αλλά και ανασφαλείς πολιτικές οντότητες της κάθε εποχής http://neapolitiki.gr/%CE%BF%CE%B9-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%AF-%CF%84%CE%B7%CF%82-realpolitik-huntington-toynbee-falmerayer/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου