Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

ΠΟΤΑΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ -ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ[Μέρος Ζ΄]

ΜΕΡΟΣ Ζ΄
Η Εμφάνιση του Τζένγκις Χαν στην Ιστορία
Σε ένα έμπορο που ζούσε το 1200 μ.Χ., θα μπορούσε να φαίνεται, εάν το σκεφτόταν για λίγο, ότι το χρυσό αποκορύφωμα των χερσαίων εμπορικών δρόμων στα βάθη της Ασίας, κατά πάσα πιθανότητα, έλαβε οριστικό τέλος. Για να είμαστε όμως κάπως ακριβείς, οι άνθρωποι και τα εμπορεύματα εξακολουθούσαν να μετακινούνται κατά μήκος αυτών των διαδρομών, αλλά όχι στον τεράστιο όγκο και συχνότητα που γινόταν κάποτε.
Ποιος όμως μπορούσε να φανταστεί το 1200, ότι λίγα χρόνια αργότερα, το 1206, ένας Μογγόλος οπλαρχηγός, σπουδαίος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης, θα ένωνε όλες τις φυλές των Μογγόλων, θα έπαιρνε το όνομα Τζένγκις Χαν (1162 – 1227), που παραπέμπει σε καθολικό και παγκόσμιο κυβερνήτη και θα ξεκινούσε μια σειρά αποστολών που θα οδηγούσε στη δημιουργία της μεγαλύτερης Αυτοκρατορίας στην ιστορία αυτού του πλανήτη, της Αυτοκρατορίας των Μογγόλων (1206 – 1227); Οι Μογγόλοι υπό τον Τζένγκις Χαν και των άμεσων διαδόχων του, απεδείχθησαν αιμοδιψείς προσωπικότητες οι οποίες πολεμούσαν και νικούσαν για τη χαρά της νίκης, αυτής καθεαυτής.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Τεμουζίν, και σε ηλικία δεκατριών χρονών έγινε αρχηγός τριάντα μογγολικών φυλών, μετά το θάνατο του πατέρα του. Συνάντησε βίαιη αντίδραση από το μέρος των υποτελών του φυλών, αλλά όταν παντρεύτηκε την κόρη του μεγάλου Χαν των Κοραϊτών Μογγόλων Ουνγκ και πήρε βοήθεια και υποστήριξη από αυτόν, γρήγορα επιβλήθηκε κι απέδειξε τις έξοχες στρατιωτικές του ικανότητες. Τόση μεγάλη ήταν η δύναμη που απέκτησε, ώστε ο πεθερός του άρχισε να φοβάται για την αρχή του και διέταξε να τον σκοτώσουν. Ο Τζένγκις Χαν όμως δραπέτευσε και κατόρθωσε μετά από πολλές συγκρούσεις να ανακηρυχθεί Χαν και να στραφεί ενάντια στην Κίνα.
Κατέλαβε το Πεκίνο κι ύστερα τη Μπουχάρα και τη Σαμαρκάνδη και έφτασε μέχρι τη Ρωσία. Πέθανε αφού νίκησε ολοκληρωτικά το βασιλιά της βορειοδυτικής Κίνας. Λόγω της έλλειψης γραπτών αρχείων, υπάρχουν λίγα στοιχεία σχετικά με την πρόωρη ζωή του Τεμουζίν. Οι λίγες πηγές που παρέχουν πληροφορίες σε αυτό το χρονικό διάστημα είναι συχνά συγκρουόμενες. Ο Τεμουζίν γεννήθηκε το 1162 ή το 1155 στο Delüün Boldog κοντά στο όρος Burkhan Khaldun και τα ποτάμια Onon και Kherlen στη σύγχρονη βόρεια Μογγολία, που δεν απέχει πολύ από την σημερινή πρωτεύουσα, Ουλάν Μπατόρ. Στο έργο Η Μυστική Ιστορία των Μογγόλων αναφέρεται ότι ο Τεμουζίν γεννήθηκε με έναν θρόμβο αίματος στη γροθιά του, ένα παραδοσιακό σημάδι ότι αυτός έμελλε να γίνει ένας μεγάλος ηγέτης.
Ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος γιος του πατέρα Yesügei, ο μεγάλος επικεφαλής μιας φυλής Μογγόλων της Kiyad και σύμμαχος της Toghrul Khan της φυλής Kerait, και ο μεγαλύτερος γιος της Hoelun, της μητέρας του.Σύμφωνα με τη Μυστική Ιστορία ο Τεμουζίν πήρε το όνομά του από ένα οπλαρχηγό, Temujin-UGG, τον οποίο ο πατέρας του είχε μόλις αιχμαλωτίσει. Το όνομα υποδηλώνει, επίσης, ότι μπορεί να έχουν καταγωγή από οικογένεια σιδηρουργών. Η φυλή του Yesukhei, του πατέρα του, ονομαζόταν Borjigin και η Hoelun, η μητέρα του, ήταν από την φυλή Olkhunut, κλάδο της φυλής Khongirad. Όπως και οι άλλες φυλές, ήταν νομάδες. Επειδή ο πατέρας του ήταν οπλαρχηγός, όπως και οι προκάτοχοί του, ο Τεμουζίν είχε ευγενή καταγωγή.
Αυτή η υψηλότερη κοινωνική θέση κατέστησε ευκολότερο να ζητήσει βοήθεια και τελικά να συγχωνεύσει τις άλλες φυλές Μογγόλων. Ο Τεμουζίν είχε τρία αδέλφια που ονομάζονταν Hasar, Hachiun και Temüge, μια αδελφή που ονομαζόταν Temülen, καθώς και δύο ετεροθαλείς αδελφούς που ονομάζονταν Behter και Belgutei. Όπως για πολλούς από τους νομάδες της Μογγολίας, τα παιδικά χρόνια του Τεμουζίν ήταν δύσκολα. Ο πατέρας του κανόνισε γάμο γι’αυτόν , και σε εννέα ετών, είχε παραδοθεί στην οικογένεια της μελλοντικής του συζύγου Börte, η οποία ήταν μέλος της φυλής Onggirat. Ο Τεμουζίν θα ζούσε εκεί μέχρι να φθάσει στην ηλικία γάμου των 12.
Ενώ κατευθυνόταν στο σπίτι, ο πατέρας του συνάντησε τη γειτονική φυλή, τους Τάταρους, οι οποίοι ήταν από καιρό εχθροί των Μογγόλων, και δηλητηριάστηκε από τα τρόφιμα που του προσέφεραν. Μόλις το έμαθε αυτό ο Τεμουζίν, επέστρεψε στο σπίτι για να διεκδικήσει τη θέση του πατέρα του ως αρχηγός της φυλής. Ωστόσο,η φυλή του πατέρα του αρνήθηκε να καθοδηγείται από ένα αγόρι τόσο νέο. Έτσι εγκατέλειψαν την Hoelun και τα παιδιά της, αφήνοντας τους χωρίς προστασία. Για τα επόμενα χρόνια, η Hoelun και τα παιδιά της ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας, επιβιώνοντας κυρίως με άγρια φρούτα καικουφάρια βοδιών και άλλα μικρά θηράματα τα οποία έπιαναν ο Τεμουζίν και τα αδέρφια του.
Σε μια κυνηγετική εξόρμηση ο δεκατετράχρονος Τεμουζίν σκότωσε τον ετεροθαλή αδελφό του Behter σε τσακωμό που προέκυψε από μια διαφωνία για την μοιρασιά της λείας. Το περιστατικό αυτό εδραίωσε τη θέση του. Σε ένα άλλο περιστατικό, γύρω στο 1177, συνελήφθη σε μια επιδρομή από τους πρώην συμμάχους του πατέρα του και κρατήθηκε αιχμάλωτος. Όμως με την βοήθεια ενός φρουρού (και μελλοντικού στρατηγού) ο Τεμουζίν κατάφερε να δραπετεύσει μέσα στην νύχτα και να κρυφτεί σε έναν ποταμό.Ήταν σε αυτό το διάστημα που οι Jelme και Bo’orchu, δύο από τους μελλοντικούς στρατηγούς του Τζένγκις Χαν, ένωσαν τις δυνάμεις τους μαζί του.
Εκείνη την εποχή, καμία από τις φυλές της Μογγολίας δεν ήταν ενωμένες πολιτικά και γάμοι κανονίζονταν για να δημιουργηθούν προσωρινές συμμαχίες. Ο Τεμουζίν μεγάλωσε παρατηρώντας το σκληρό πολιτικό κλίμα της Μογγολίας, το οποίο περιελάμβανε φυλετικές διαμάχες, κλεψιά, επιδρομές, τη διαφθορά και τις συνεχόμενες πράξεις εκδίκησης που πραγματοποιούνται μεταξύ των διαφόρων φυλών, με όλα να επιδεινώνονται με παρεμβολές από ξένες δυνάμεις, όπως από την Κινέζικη δυναστεία στο νότο. Η μητέρα του Τεμουζίν, η Hoelun, του δίδαξε πολλά μαθήματα για το ασταθές πολιτικό κλίμα της Μογγολίας, ιδιαίτερα για την ανάγκη για συμμαχίες.
Οι Μογγόλοι υπό τον Τζένγκις Χαν και των άμεσων διαδόχων του, από τα μέσα του 13ου αιώνα άρχισαν να εγκαθίστανται και να προσπαθούν κατά κάποιο τρόπο, να κυβερνήσουν την τεράστια Αυτοκρατορία που είχαν δημιουργήσει όλες εκείνες τις δεκαετίες. Αν και μπορεί όμως για πολλούς να φαίνεται ακραία οξύμωρο, από περίπου το 1260 έως περίπου το 1360, η Ευρασία βίωσε ένα φαινόμενο που οι ιστορικοί αποκαλούν Pax Mongolica, όπερ εστί μεθερμηνευόμενο »Ειρήνητων Μογγόλων». Για να εξασφαλισθεί όμως η πολυπόθητη ειρήνη, σταθερότητα και η συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων όλων των πολυποίκιλων φυλών που ένωσε, ο Τζένγκις Χαν εγκατέστησε μια στρατιωτική δομή η οποία είχε ως αντικειμενικό σκοπό την ενσωμάτωση όλων των λαών της Αυτοκρατορίας του.
Ο πληθυσμός χωρίστηκε σε μικρότερες μονάδες που ήταν υπεύθυνες για τη διατήρηση ενός ορισμένου αριθμού πολεμιστών έτοιμων ανά πάσα στιγμή ή όταν αυτό κρινόταν απαραίτητο, καταργώντας έτσι κάθε προηγούμενη φυλετική οργάνωση με τους δικούς της, η κάθε μία, άγραφους αλλά αυστηρούς, ως επί το πλείστον, νόμους. Επιπλέον, με διάταγμά του μπήκαν σε ισχύ πολλοί λεπτομερέστεροι νόμοι και δημιουργήθηκε μια αποτελεσματική διοικητική ιεραρχία. Έτσι ο Τζένγκις Χαν δημιούργησε την πιο εξελιγμένη κυβέρνηση από κάθε έθνος της στέπας μέχρι εκείνη την ιστορική στιγμή. Οι ορδές του αποδείχτηκαν οι πιο πειθαρχημένες, οι πιο ισχυρές και πιο φοβερές για τους αντιπάλους μέσα στις στέπες.
Όλα τ’ άλλα βεβαίως ανήκουν στην Ιστορία και λίγο πολύ, είναι γνωστά. Οι μάχες, οι κατακτήσεις εδαφών, οι συλλήψεις, οι θανατώσεις και οι πάσης φύσεως εξευτελισμοί των αντιπάλων, κ.ο.κ. Τον Αύγουστο του 1227, ο Τζένγκις Χαν πέθανε στην ηλικία των εξήντα ετών. Ο λόγος του θανάτου του παραμένει γενικώς άγνωστος, με τις σχετικές θεωρίες που κυμαίνονται από εσωτερικά τραύματα μετά από ένα ατύχημα σε κάποιο κυνήγι, μέχρι και την ελονοσία. Την εποχή του θανάτου του όμως, η Μογγολική Αυτοκρατορία εκτεινόταν από την Κίτρινη μέχρι την Κασπία Θάλασσα. Δεν υπάρχει άλλη Αυτοκρατορία στην ιστορία που να βίωσε τέτοια τρομακτική επέκταση στη διάρκειας ζωής ενός μόνον ανθρώπου.
Ο Τεμουζίν παντρεύτηκε την Μπόρτε όταν ήταν περίπου 16, προκειμένου να παγιώσει την συμμαχία μεταξύ των αντίστοιχων φυλών τους. Λίγο μετά το γάμο,η Börte απήχθη από τους Merkits. Ο Τεμουζίν την έσωσε με τη βοήθεια του φίλου του και μελλοντικού εχθρού του, Jamukha, της φυλής Kerait. Εννέα μήνες αργότερα, γέννησε έναν γιο, τον Jochi (1185 – 1226). Λόγω του γιου της, η Börte θα είναι η μόνο Αυτοκράτειρα του Τεμουζίν, αν και ο ίδιος θα ακολουθήσει την παράδοση με το να έχει πολλές συζύγους. Η Börte είχε τρεις γιους, τον Chagatai (1187 – 1241), τον Ögedei (1189 – 1241), και τον Tolui (1190 – 1232). Ο Τζένγκις Χαν είχε επίσης πολλά άλλα παιδιά με τις άλλες συζύγους του, αλλά αποκλείστηκαν από τη διαδοχή.
Ενώ τα ονόματα των γιων ήταν καταγεγραμμένα, από τις κόρες του δεν ήταν. Τα ονόματα τουλάχιστον έξι κορών είναι γνωστά, και ενώ έπαιξαν σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της ζωής του, δεν έχουν επιζήσει έγγραφα που παρέχουν οριστικά τον αριθμό ή τα ονόματα από τις κόρες που γεννήθηκαν από τις συζύγους του Τζένγκις Χαν. Ο Τεμουζίν ήταν πιστός πάνω απ ‘όλα, αλλά και έδινε αξία στην αδελφότητα. Ο Jamukha ήταν ένας από τους καλύτερους φίλους του Τεμουζίν όταν μεγάλωνε. Αλλά η φιλία τους δοκιμάστηκε αργότερα στη ζωή τους, όταν ο Τεμουζίν πάλευε να γίνει Χαν.Ο Jamukha είπε αυτό στον Τεμουζίν πριν πεθάνει:
«Τι σκοπιμότητα θα είχα να γινόμουν σύντροφός σου; Αντιθέτως, ορκισμένε αδερφέ, στη μαύρη νύχτα θα στοίχειωνα τα όνειρά σου, στη φωτεινή μέρα θα προβλημάτιζα την καρδιά σου. Θα ήμουν η ψείρα στο γιακά σου, θα γινόμουν η σκλήθρα στην πόρτα σου, όπως υπήρχε χώρος μόνο για έναν ήλιο στον ουρανό, υπήρχε χώρος μόνο για έναν Μογγόλο άρχοντα » .
Ήταν ανεξίθρησκος και ενδιαφερόταν να μάθει φιλοσοφικά και ηθικά διδάγματα από άλλες θρησκείες. Για να το καταφέρει, συμβουλεύτηκε Βουδιστές μοναχούς, Μουσουλμάνους, Χριστιανούς ιεραπόστολους, και τον Ταοϊστή μοναχό Qiu Chuji. Η Μυστική Ιστορία των Μογγόλων εξιστορεί τον Τζένγκις να προσεύχεται στο βουνό Burhan Haldun. Το όνειρό του ήταν πάντοτε η κατάκτηση νέων εδαφών και κάθε φορά που οι αντίπαλοί του παραδίνονταν, η αιματοχυσία αποφεύγονταν. Έδειχνε εξαιρετικό σεβασμό σε αυτούς που τον υποστήριζαν, και δεν ήταν ασυνήθιστο για αυτόν να συναναστρέφεται τους εχθρούς του που αυτομόλησαν.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ήταν ένας λαμπρός στρατιωτικός ηγέτης, ένας εξαιρετικά προικισμένος άνθρωπος, από τις πλέον ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της Ιστορίας οι οποίες άφησαν το προσωπικό τους στίγμα πάνω στο Μεγάλο Δρόμο του Μεταξιού.
Pax Mongolica
Η τέταρτη χρυσή εποχή του Δρόμου του Μεταξιού, ήταν αυτή η εποχή που ονομάζεται Pax Mongolica, όταν μία μεγάλη Μογγολική Αυτοκρατορία διατηρούσε και παρείχε ένα τεράστιο δίκτυο Ευρασιατικών δομών, που εκτεινόταν από την Κίνα προς τη Ρωσία και που επέτρεψε σε ταξιδιώτες όπως ο Marco Polo, να περιπλανηθούν σε μακρινούς πολιτισμούς και εδάφη. Εκτός από τον Μάρκο Πόλο, τα ταξίδια του οποίου διήρκεσαν από το 1271 έως το 1295, πολλοί άλλοι έμποροι δυτικών χωρών, ιδιαίτερα οι Ιταλοί, ταξίδεψαν και εγκαταστάθηκαν στην Κίνα σε αναζήτηση πλούτου και οτιδήποτε άλλου τους προσέφεραν τα ταξίδια εκείνη την εποχή και σε εκείνα τα εδάφη.
Πράγματι, τα ταξίδια σε μακρινές τοποθεσίες της Κίνας, Cathay όπως χαρακτηριστικά ονομαζόταν, έγιναν αρκετά σημαντικά, έτσι ώστε περίπου στα 1340, ο Francesco Pegolotti, ένας τραπεζίτης της Φλωρεντίας, συνέθεσε ένα εγχειρίδιο για όσους σκοπεύουν να ταξιδέψουν προς την Κίνα, το αποκαλούμενο »Pratica del la Mercatura» (Η πρακτική του εμπορίου, The Practice of Commerce). Σ’ αυτό το βιβλίο, ο Pegolotti έπαιρνε τον έμπορο που ήθελε να ταξιδέψει στην Κίνα, βήμα προς βήμα μέσα από τη σχετική διαδικασία, εξηγώντας του ποια δρομολόγια ήταν ασφαλέστερα, τις προμήθειες που θα πρέπει να πάρει μαζί του, τι θα μπορούσε να αγοράσει κατά μήκος του δρόμου αυτού.
Τι θα μπορούσε να αναμένει και αντιμετωπίσει και βεβαίως σε ποιες περιοχές, και τέλος τι είδους υπηρέτες και βοηθούς θα έπρεπε να προσλάβει και απασχολήσει όλο το χρονικό αυτό διάστημα. Ο Pegolotti ακόμα έδινε λεπτομερείς πίνακες νομισματικής ισοτιμίας και βαρών, όλα υπολογισμένα σύμφωνα με τα Πρότυπα των Γενουατών. Το εκπληκτικό βεβαίως στην όλη υπόθεση είναι ότι ο Pegolotti, στο βαθμό που γνωρίζουμε, δεν ταξίδεψε ποτέ πέρα από την Ανατολική Μεσόγειο. Η λεπτομερής γνώση του Δρόμου του Μεταξιού που παρουσιάζει στο βιβλίο του, βασίστηκε στις αφηγήσεις των Ευρωπαίων εμπόρων και πάσης φύσεως τυχοδιωκτών οι οποίοι είχαν επισκεφτεί την Κίνα και γύρισαν στη συνέχεια πίσω.
Η ιστορία δέχτηκε όμως στοργικά τις πολυποίκιλες περιπλανήσεις του τις οποίες και φιλοξενεί στα σπλάχνα της. Ο Francesco Balducc Pegolotti (1310 – 1347), ήταν ένας έμπορος της Φλωρεντίας και συνάμα πολιτικός. Ο πατέρας του, Balduccio Pegolotti, εκπροσώπησε την πόλη της Φλωρεντίας στις εμπορικές διαπραγματεύσεις με τη Σιένα, το 1311, και ο αδελφός του, Rinieri di Balduccio, ήταν ύποπτος για συμμετοχή και συνενοχή στην εξαφάνιση μιας αποστολής χρυσού το 1332. Ο Francesco Pegolotti τώρα, ήταν επιχειρηματίας στην υπηρεσία της Compagnia dei Bardi, και με αυτή την ιδιότητα τον βρίσκουμε στην Αμβέρσα από το 1315 ή ίσως και νωρίτερα, μέχρι το έτος 1317.
Ήταν διευθυντής του γραφείου του Λονδίνου το διάστημα 1317 – 1321 όπου είχε καταγραφεί ως Balduch, ενώ είχε άμεση επαφή με τον βασιλιά Edward II. Το διάστημα 1324 – 1327, βρέθηκε στην Κύπρο, και πάλι εκεί λίγα χρόνια αργότερα, το 1335. Το 1324 στην Αμμόχωστο διαπραγματεύτηκε μείωση των δασμών για την εταιρεία του, Compagnia dei Bardi, και για εκείνους που προσδιορίζονταν ως Φλωρεντιανοί έμποροι από τον εκπρόσωπο της Bardi στην προαναφερθείσα πόλη. Το 1335 έλαβε από το βασιλιά της Αρμενίας εγκωμιαστικά προνόμια για εμπόριο της Φλωρεντίας. Το 1331 και ξανά το 1342 ασχολήθηκε με την πολιτική της Φλωρεντίας ως Gonfalionere di Compagnia, ενώ το 1346 κατέλαβε υψηλότερη θέση, την Gonfalionere di Giustizia.
Το 1347, όταν η Compagnia dei Bardi κατέρρευσε, ο Pegolotti ήταν μεταξύ εκείνων που ασχολήθηκαν με τις συνέπειες της πτώχευσης. Μεταξύ 1335 και 1343 σύνταξε το έργο για το οποίο έγινε και έμεινε γνωστός στην ιστορία, αυτού που σήμερα είναι κοινώς γνωστό ως »Pratica della mercatura». Ξεκινώντας με ένα γλωσσάριο Ιταλικών και ξένων όρων οι οποίοι τότε ήταν σε χρήση στη γλώσσα του εμπορίου, η Pratica περιγράφει στη συνέχεια σχεδόν όλες τις μεγάλες πόλεις που έως τότε ήταν γνωστές στους Ιταλούς εμπόρους, το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο των διαφόρων περιοχών, τις συνήθεις πρακτικές των επιχειρήσεων που επικρατούσαν στον απαιτητικό κόσμο του εμπορίου σε καθεμία από αυτές τις περιοχές, και τη συγκριτική αξία των βαρών, των νομισμάτων και των μέτρων.
Η πιο μακρινή εμπορική διαδρομή και προορισμοί που περιγράφονται από τον Pegolotti είναι εκείνη από την Αζοφική μέσω του Αστραχάν, η Χίβα, η Otrar και η Kulja στην Κίνα. Η Otrar ή Utrar, είναι σήμερα μια πόλη-φάντασμα της Κεντρικής Ασίας, κάποτε ανθηρή πόλη που βρισκόταν κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού στο Καζακστάν. Ήταν σημαντική πόλη στην ιστορία της Κεντρικής Ασίας, γιατί βρισκόταν στα σύνορα ήδη εγκαταστημένων αλλά και γεωργικών πολιτισμών. Ήταν το κέντρο μιας μεγάλης όασης και πολιτικής περιοχής, που διοικούσε και ήλεγχε ένα σημείο – κλειδί που συνέδεε το Καζακστάν με την Κίνα, την Ευρώπη, την Εγγύς και Μέση Ανατολή και τη Σιβηρία.
Στο βιβλίο του ανέλυσε επίσης τη διαδρομή από την Ayas της Τουρκίας μέσω της Σίβας, Erzingan και Ερζερούμ, προς την Ταμπρίζ της Περσίας. Επιπλέον, μεταξύ του 1245 και του τέλους της δεκαετίας του 14ου αιώνα, Ρωμαίοι καθολικοί μοναχοί που υπηρετούσαν ως διπλωμάτες στον Χαν των Μογγόλων και ως ιεραπόστολοι σε όλους τους μη καθολικούς λαούς τους οποίους συνάντησαν, ταξίδευαν στη Μογγολία, Ινδία και Κίνα κατά μήκος των διαδρομών του Δρόμου του Μεταξιού.
Πράγματι, περίπου στα 1294 μια εκκλησία αποστολής ιδρύθηκε στην Κίνα από τον Friar John του Monte Corvino, ο οποίος κατάφερε να κρατήσει την απαραίτητη επαφή με τους Φραγκισκανούς ανωτέρους του στην Ευρώπη μέσω επιστολών που πήγαιναν και έφερναν οι Ιταλοί έμποροι του Δρόμου αυτού. Στα 1307, ο Πάπας Clement V τοποθέτησε τον Friar John αρχιεπίσκοπο της Κίνας, με κέντρο των δραστηριοτήτων του την πρωτεύουσα των Μογγόλων, Khanbaliq (Η πόλη του Χαν), το σύγχρονο δηλαδή Πεκίνο. Αλλά και άλλοι όμως ιεραπόστολοι εστάλησαν εκεί και ίδρυσαν εκκλησίες στη νότια Κίνα.
Οι περισσότεροι βέβαια από αυτούς που προσηλυτίστηκαν στον Ρωμαιοκαθολικό Χριστιανισμό, φαίνεται ότι προέρχονταν από τις τάξεις των Νεστοριανών Χριστιανών των περιοχών και όχι από τους πληθυσμούς των Κινέζων και των Μογγόλων. Φυσικά αυτοί οι ιεραποστολικοί μοναχοί υπηρετούσαν ταυτόχρονα και τις πνευματικές ανάγκες των Ευρωπαίων εμπόρων που βρίσκονταν για μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην Κίνα. Παρά την αποδεδειγμένη θέρμη, ικανότητα και ζήλο στο έργο τους, ο μικρός αριθμός και η αντίσταση των γηγενών στα θρησκευτικά τους μηνύματα, η επίδραση και επιπτώσεις που είχαν στην Κινεζική και Μογγολική κουλτούρα, ήταν σχετικά ανεπαίσθητες.
Οι ιεραποστολές αυτές εργάζονταν αργά αλλά σταθερά μέχρι τα τέλη του 14ου ή στις αρχές του 15ου αιώνα, οπότε και εξαφανίστηκαν. Μετά τα μέσα του 14ου αιώνα, αρκετοί πολιτικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, είχαν ως αποτέλεσμα να περιορισθούν τα ταξίδια από τη Δύση προς την Άπω Ανατολή και αντίστροφα, και οι Ευρωπαίοι δεν είχαν πλέον την άμεση επαφή με την Κίνα στο βαθμό που απολάμβαναν κατά τη διάρκεια της Pax Mongolica. Κατά τα μέσα αυτού του αιώνα η μογγολική αυτοκρατορία, κατακερματίστηκε. Το 1368 οι Μογγόλοι εδιώχθησαν από την Κίνα και μια πολύ γνωστή εθνική δυναστεία, αυτή των Μινγκ ανέλαβε τα ηνία της απέραντης χώρας.
Επιπλέον, την ίδια χρονική στιγμή μια δολοφονική ασθένεια πηγαινοερχόταν από το ένα άκρο του Δρόμου του Μεταξιού στο άλλο, που από κάποια άποψη ομοιάζει με τις τελευταίες ημέρες της πρώτης χρυσής εποχής του Δρόμου του Μεταξιού. Ο δολοφόνος τώρα ήταν η πανούκλα, στη βουβωνική και πνευμονική μορφή της. Η επιδημία ίσως φούντωσε στην Κεντρική Ασία το 1331 – 1332, και από εκεί εξαπλώθηκε προς τα έξω σε όλες τις κατευθύνσεις, την Κίνα, την Ινδία και δυτικά προς τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Έφθασε στη νότια Ρωσία το 1345 – 1346, μεταφέρθηκε από τη Μαύρη Θάλασσα στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στην Ιταλία από τους Γενουάτες, το 1347.
Το Μάιο του 1348, έφθασε και στη Σκανδιναβική χερσόνησο. Σύμφωνα με τις καλύτερες εκτιμήσεις μας, μέχρι το έτος 1350 περίπου, ο μισός συνολικά πληθυσμός στην Ευρώπη είχε πεθάνει από την επιδημία, και ακόμα εκτιμάται ότι και τα ποσοστά θνητότητας για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, ήταν κατά πάσα πιθανότητα, περίπου τα ίδια. Αυτή η πανδημία όμως, η οποία έγινε γνωστή στην Ευρώπη ως Μαύρος Θάνατος, δεν έκλεισε εντελώς τις διαδρομές κατά μήκος των οποίων κινείτο. Άλλωστε δεν ήταν ο μοναδικός παράγοντας που επιβράδυνε το εμπόριο και τα ταξίδια κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού. Παρόλα αυτά ήταν ένα σημαντικό πλήγμα για το Δρόμο του Μεταξιού, και ποτέ ξανά ο Δρόμος του Μεταξιού δεν θα γινόταν τόσο σημαντικός, όπως ήταν κάποτε.
Ωστόσο, εάν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, οι Μουσουλμάνοι έμποροι της Εσωτερικής Ασίας συνέχισαν να διακινούν εμπορεύματα από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Περίπου στο γύρισμα της χιλιετίας, δηλαδή στα 1000 μ.Χ., οι πληθυσμοί της δυτικής Κεντρικής Ασίας, ιδίως οι Τουρκικοί λαοί, εγκατέλειπαν τον Βουδισμό και ασπάζονταν μαζικά το Ισλάμ. Το Ισλάμ, καθώς περνούσαν τα χρόνια, ήταν μια παγκόσμια κοινότητα, η οποία ενωνόταν με κοινή πίστη και κοινή ιερή γλώσσα. Οι έμποροι λοιπόν και εδώ στην παγκόσμια καινούργια αυτή κοινότητα, κατείχαν υψηλή θέση στην ισλαμική κοινωνία, εν μέρει ίσως γιατί και ο Προφήτης του Ισλάμ, ο Μωάμεθ, ήταν ένας επιτυχημένος έμπορος.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες ενθάρρυναν τη συνέχιση του εμπορίου μεταξύ των λαών της Κεντρικής Ασίας και των γύρω περιοχών. Επιπλέον υπήρχαν σημαντικές κοινότητες της διασποράς των Ινδών που άσκησαν σημαντικό ρόλο στο εμπόριο, ιδιαίτερα στο εμπόριο των αλόγων της Κεντρικής Ασίας. Παρά το γεγονός αυτής της δραστηριότητας, φαίνεται ότι ο όγκος του χερσαίου εμπορίου κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού μειώθηκε σημαντικά κατά την περίοδο από το 1368 έως το 1500, λόγω της αυξημένης εξάρτησής του από τις θαλάσσιες διαδρομές μέσω του Ινδικού Ωκεανού.
Η επιθυμία της Δυτικής Ευρώπης να ανοίξει εκ νέου άμεσες συνδέσεις με την Ανατολική Ασία, τώρα πλέον μέσω της θάλασσας, ήταν μια σημαντική κινητήρια δύναμη πίσω από τις Πορτογαλικές και Ισπανικές ωκεάνιες αποστολές του 15ου αιώνα που οδήγησαν τελικά στην ανακάλυψη της Αμερικής από τους Ισπανούς, την Πορτογαλική στρογγυλοποίηση της Αφρικής και την πλεύση του Ινδικού Ωκεανού και ακόμα πιο πέρα. Κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα, μόλις οι Πορτογάλοι άνοιξαν άμεσους θαλάσσιους δρόμους που συνέδεαν την Ευρώπη και την Ανατολική Ασία, ο Δρόμος του Μεταξιού και οι πόλεις – οάσεις που τον υποστήριζαν, άρχισαν να χάνουν τη σημασία τους και να οδηγούνται στην παρακμή.
ΤΑ ΚΑΡΑΒΑΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ 
Ως καραβάνι γενικώς, θα μπορούσε κάποιος να ορίσει μια μορφή μαζικής και συλλογικής μεταφοράς ανθρώπων, εμπορευμάτων και αγαθών, οργανωμένη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η άμυνα εναντίον τυχόν ένοπλης επίθεσης και η ασφάλεια των παραπάνω, σε προκαθορισμένο βεβαίως δρομολόγιο. Στην Εγγύς Ανατολή τα ζώα που συνηθέστερα χρησιμοποιούνταν ήταν οι καμήλες, αλλά μερικές φορές υπήρχαν και γαϊδούρια, μουλάρια, άλογα και ακόμη τα βόδια. Το καραβάνι αναπτύχθηκε βασικά ως απάντηση σε δύο βασικές απαιτήσεις εκείνων των καιρών.
Πρώτα-πρώτα υπήρχε μεγάλη ζήτηση για μεταφορά εμπορικών προϊόντων σε μεγάλες αποστάσεις και δεύτερον η μεγάλους μήκους χερσαία διαδρομή έπρεπε να περάσει συνήθως από αραιοκατοικημένες περιοχές, ερημικές τοποθεσίες, αφιλόξενες ερήμους, με αποτέλεσμα να καθίσταται επιτακτική η ασφάλεια κατά της ένοπλης ή βίαιης ληστείας, από ορισμένα μέλη του προσωπικού του καραβανιού που έπρεπε απαραιτήτως να είναι οπλισμένα και εκπαιδευμένα στη χρήση των απαραίτητων όπλων.
Εκτός από την ασφάλεια ανθρώπων και αγαθών, εξ ίσου σοβαρή ήταν η καλή κατάσταση των ζώων του καραβανιού και η κατάλληλη πρόβλεψη για τις ζωοτροφές που έπρεπε να κουβαληθούν μαζί ή που θα αγοράζονταν σε μικρές αγορές κατά μήκος της διαδρομής, στις μικρές πόλεις και τις οάσεις που βρίσκονταν κατά μήκος της διαδρομής, όπως επίσης και για νερό. Η κάθε μονάδα, αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε έτσι, του καραβανιού, αποτελείτο συνήθως από δέκα έως είκοσι περίπου ζώα συνδεδεμένων μεταξύ τους υπό την επίβλεψη ενός έμπειρου, στις ιδιορρυθμίες της περιοχής, αρχηγού.
Τα μεμονωμένα άτομα, οι ταξιδιώτες και οι περιηγητές οι οποίοι προτιμούσαν να ταξιδέψουν μαζί με το καραβάνι, για λόγους κυρίως ασφάλειας, κατέβαλαν ένα χρηματικό ποσό για κάθε ζώο που χρησιμοποιούσαν, ενώ αποκλειστικό καθήκον του αρχηγού ήταν η προστασία ανδρών και εμπορευμάτων, τα καταλύματα και όλων των σχετικών παραμέτρων. Οι καιρικές συνθήκες του ταξιδιού και η γεωγραφία του δρομολογίου, ήταν οι κυριότερες παράμετροι που καθόριζαν σε γενικές γραμμές τις ώρες του ταξιδιού. Στις ορεινές περιοχές του δυτικού Ιράν και τις παράκτιες περιοχές της Κασπίας Θάλασσας, ήταν σύνηθες να ταξιδεύουν κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Στις δύστροπες στέπες όμως και στις ερημικές περιοχές του κεντρικού Ιράν και της Κεντρικής Ασίας, τα καραβάνια ταξίδευαν τη νύχτα και αναπαύονταν την ημέρα, λόγω φυσικά των ιδιόρρυθμων θερμοκρασιακών κυρίως συνθηκών. Ήταν επίσης σύνηθες και κανόνας να αναπαύονται όλοι, άνθρωποι και ζώα, προσωπικό και προσκολλημένοι ταξιδευτές, μια ημέρα ή κάποιες ώρες αν κρινόταν σκόπιμο από τον αρχηγό, ιδιαίτερα μετά από μια κουραστική και επίπονη διαδρομή. Τα καραβάνια, όπως ήδη είπαμε, ακολουθούσαν πάντα προκαθορισμένη διαδρομή, τα διάφορα στάδια της οποίας καθορίζονταν από το συγκεκριμένο μέρος που θα έβρισκαν νερό, φαγητό, άλλα απαραίτητα αγαθά και κατάλληλους χώρους ανάπαυσης.
Δηλαδή στα πάντοτε φιλόξενα καραβανσεράγια πάνω στις γραμμές του Δρόμου του Μεταξιού. Αυτές οι επιμέρους διαδρομές του Δρόμου του Μεταξιού, θα πρέπει να αναπτύχτηκαν σταδιακά από τις παραδοσιακές συνήθειες των ταξιδιωτών των επιμέρους κοινωνιών και πολιτισμικών ομάδων οι οποίες εμπλέκονταν τόσο στα καραβάνια, όσο και στα εμπορικά κέντρα, τα προϊόντα και τα αγαθά των πόλεων – οάσεων. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές και αρχαιολογικά ευρήματα, από την ύστερη αρχαιότητα, οι πολιτικές αρχές κάθε χώρου τις περισσότερες φορές έπαιρναν την ευθύνη για τη δημιουργία και διατήρηση της καλής λειτουργίας των καραβανιών, κρατώντας τα πηγάδια και τις πηγές νερού σε καλή κατάσταση.
Ιδρύοντας τόπους ανάπαυσης σε αποστάσεις συνήθως μιας ημέρας ταξιδιού, κατασκευάζοντας οχυρωματικά έργα κατά μήκος των δύσκολων διαδρομών με την απαραίτητη παροχή εργατικού δυναμικού και φροντίζοντας για την επάνδρωσή τους με έμπειρους πολεμιστές, την κατασκευή γεφυρών και αναχωμάτων για να συγκρατήσουν τις εποχιακές πλημμύρες και λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα για την ασφαλή διέλευση των καραβανιών από δύσκολα και δυσπρόσιτα ορεινά περάσματα. Σε ιδανικές πάντοτε συνθήκες οι ταξιδιώτες και τα καραβάνια έβρισκαν ένα καραβανσεράι κατά μήκος της διαδρομής τους.
Μετά την καταβολή κάποιου αντιτίμου, είχαν προστασία οι ίδιοι, τα εμπορεύματα και τα ζώα τους από ειδικούς φρουρούς κι ακόμα δωμάτια να κοιμηθούν οι άνθρωποι και στάβλους για τα ζώα, τροφή για όλους και νερό. Επιπλέον, εκεί μερικές φορές γινόντουσαν οι απαραίτητες μικροεπισκευές, ενώ ήταν δυνατόν σε καλύτερα οργανωμένα και μεγαλύτερα καραβανσεράγια να βρουν ακόμα και ιατρική περίθαλψη. Το ενδιαφέρον των αρχών για την προστασία και την ενθάρρυνση της διέλευσης καραβανιών, υποκινήθηκε από την προοπτική της συλλογής διοδίων και φόρων με τη μορφή των δασμών, ιδίως όταν οι δρόμοι των καραβανιών περνούσαν μέσα από πόλεις. Από την εποχή των Αμπασιδών ήδη, η ασφάλεια της κάθε διαδρομής ήταν ευθύνη ενός συγκεκριμένου υπαλλήλου που ονομάζονταν HamiTariq.
Τα εμπορικά καραβάνια αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος αυτών, αλλά στην Περσία υπήρχαν επίσης και άλλα είδη, με πιο ενδιαφέροντα αυτά των Σιιτών προσκυνητών που ταξίδευαν για τις ιερές πόλεις Μασάντ και Κομ, κι ακόμα τέτοια καραβάνια προσκυνητών συχνά διέσχιζαν τα σύνορα με την οθωμανική αυτοκρατορία για να επισκεφτούν τις ιερές πόλεις Νατζάφ και Κερμπάλα στο Ιράκ. Ένας ειδικός τύπος καραβανιού ήταν επίσης σε λειτουργία, για την »μεταφορά των σορών», ιδίως στον 19ο αιώνα, αφού το να είναι κανείς θαμμένος στις ιερές πόλεις που βρισκόταν θαμμένοι ο Αλί και ο Χουσεΐν, εθεωρείτο ιδιαίτερα ευλογημένο.
Η πρακτική αυτή είχε αναπτυχθεί παράλληλα με την μακραίωνη συνήθεια των πολύ ευσεβών Μουσουλμάνων που επεδίωκαν να ταφούν στη Μεδίνα, όπου βρίσκεται ο τάφος του ίδιου του Προφήτη. Στην Κεντρική Ασία μέχρι και τη δεκαετία του 1920, οι μουσουλμάνοι ζητούσαν να ταφούν στα νεκροταφεία των παρυφών της Μπουχάρα, όπου βρίσκονταν πολλά μαυσωλεία των Σούφι. Συχνά ήταν απαραίτητο να καταβληθούν μεγάλα χρηματικά ποσά για τους χώρους ταφής αλλά και τις μεταφορές των νεκρών από κάποιο συγκεκριμένο καραβάνι, για την οποία διαδικασία έπρεπε να ακολουθηθούν ειδικοί κανονισμοί διέλευσης από τα σύνορα. Η επιρροή της σύγχρονης πολιτικής και της διοίκησης και ιδιαίτερα η εξελισσόμενη κατανόηση της σημασίας της υγιεινής, οδήγησε στην εξαφάνιση αυτού του τύπου καραβανιού στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Μέχρι την εισαγωγή του δυτικού τραπεζικού συστήματος στην Περσία κατά το δεύτερο ήμισυ του δέκατου ένατου αιώνα, οι μεταφορές χρηματικών ποσών έπρεπε να λάβουν χώρα με τη μεταφορά των πραγματικών κερμάτων-νομισμάτων από το ένα μέρος στο άλλο. Τα ασημένια νομίσματα τοποθετούνταν σε δερμάτινους σάκους και έφταναν στους προορισμούς τους με εξαιρετικά καλά φυλαγμένα καραβάνια που ταξίδευαν σε προδιαγεγραμμένες διαδρομές, αφού ήταν ένας ιδιαίτερα ελκυστικός στόχος για τους ένοπλους ληστές.
Τα καραβάνια από την αρχαιότητα ταξίδευαν σε όλες τις ερήμους και στέπες της Βόρειας Αφρικής, μέσω της Εγγύς Ανατολής στην Ινδία και μέσω του Δρόμου του Μεταξιού σε όλες τις τεράστιες εκτάσεις της Κεντρικής και της Ανατολικής Ασίας που διαχώριζαν τα περσικά οροπέδια από την Κίνα. Η καλή και απρόσκοπτη κίνηση στους Δρόμους του Μεταξιού εξαρτιόταν όχι μόνο από την αποτελεσματικότητα και εγρήγορση των Περσικών πολιτικών αρχών, αλλά και των άλλων περιοχών της Κεντρικής Ασίας από τις οποίες περνούσαν τα καραβάνια, συμπεριλαμβανομένων των επαρχιών οι οποίες τελούσαν υπό Κινεζική διοίκηση.
Αρχίζοντας από το δέκατο αιώνα, η πραγματική δύναμη των διαφόρων κυβερνήσεων θα μπορούσαν να υπολογιστούν με βάση την δυναμικότητα με την οποία παρακολουθούσαν τις διαδρομές των καραβανιών, την επέκταση των διαδρομών τους, την συχνότητα των τόπων ανάπαυσης και των δυνατοτήτων που παρείχαν στους ταξιδιώτες, καθώς και με τη διατήρηση στρατιωτικής ασφάλειας κατά μήκος των δρόμων. Το Περσικό σύστημα διακίνησης καραβανιών, έφτασε στο υψηλότερο σημείο τον ενδέκατο και δωδέκατο αιώνα με τους Σελτζούκους. Η δύναμη των πρώτων κυβερνητών αυτής της δυναστείας επεκτείνονταν όχι μόνο στην Περσία, αλλά και στο Ιράκ, τη Συρία, την κεντρική και ανατολική Ανατολία και ένα μεγάλο μέρος του Αφγανιστάν.
Το Περσικό οροπέδιο έτσι λειτούργησε ως ένα σταυροδρόμι στην κίνηση των καραβανιών μεταξύ της Ισλαμικής Εγγύς Ανατολής, του Βυζαντίου και του Καυκάσου, αφενός και αφετέρου της Κεντρικής Ασίας και της Κίνας. Μέχρι το τέλος της περιόδου των Μογγόλων, η πόλη του Ρέι (Ray), ήταν το σημαντικότερο σημείο αναφοράς και γεωμετρικός τόπος των διαδρομών των καραβανιών, αφού βρισκόταν στο σημείο όπου συνδέονταν η Βαγδάτη και η Μοσούλη με τις πόλεις Σάβα, Χαμαντάν και Κερμανσάχ. Η κύρια διαδρομή συνέχιζε ανατολικά κατά μήκος της βάσης των βουνών Έλμπουρτζ προς τη Νισαπούρ, τη Μέρβ, τη Μπουχάρα και την Σαμαρκάνδη, την Φεργκάνα και στο Ξιάν (Xinjiang) στην Κίνα.
Ένας άλλος δρόμος οδηγούσε από τη Νισαπούρ, μέσω της Μασάντ, προς τη Χεράτ και από εκεί μακρύτερα προς τα ανατολικά είτε με βόρεια ή νότια διαδρομή. Ένας δρόμος από το Ρέυ περνούσε από το Ισφαχάν προς τη Γιαζντ, Κερμάν και τη Μπαμ αφενός, και προς τη Σιράζ αφετέρου. Στα βορειοδυτικά το Ρέυ συνδέονταν με την Ταμπρίζ, από την οποία μια βόρεια σύνδεση οδηγούσε μέσω της Ναχιτσεβάν στην Αρμενία, τη Γεωργία και τον Καύκασο και μια δεύτερη για το Ερζερούμ και την Τραπεζούντα στην Ανατολία. Από την Ταμπρίζ επίσης, ξεκινούσε ένας άλλος δρόμος για την περιοχή του Χαλεπίου, διαδρομή εξαιρετικά σημαντική κατά την περίοδο Σαφαβιδών.
Ως συνέπεια της κατάκτησης της Περσίας από τους Μογγόλους, περίπου στα 1256, η Περσία συνδέθηκε στενότερα με την Κεντρική Ασία και την Κίνα και ο Δρόμος του Μεταξιού συνέχισε να ακμάζει και στην περίοδο των Τιμουριδών που ακολούθησε (1370 – 1500). Οι διαδρομές των καραβανιών πολλαπλασιάστηκαν, και η κίνηση αυξήθηκε. Με την κατάρρευση όμως της Αυτοκρατορίας των Τιμουριδών κατά την έναρξη του 16ου αιώνα και τον κατακερματισμό της πολιτικής εξουσίας στην Περσία, την Τρανσοξανία (Transoxania) και την Κεντρική Ασία, οι διασυνδέσεις μέσω των καραβανιών μεταξύ της Περσίας και Τρανσοξανίας, διαταράχτηκαν, προς όφελος του σύγχρονου Ευρωπαϊκού θαλασσίου εμπορίου μεταξύ του Ινδικού Ωκεανού και του Περσικού Κόλπου.
Στις αρχές του 16ου αιώνα, οι διαδρομές των καραβανιών γίνονταν περισσότερο οργανωμένα, με την έννοια ότι κάθε τόπος και περιφέρεια, σε κάθε μεγάλη αυτοκρατορία διατηρούσε σε λειτουργία το δικό της ξεχωριστό δίκτυο διαδρομών των καραβανιών. Στην Περσία, οι δρόμοι, τα καραβάνια, τα καραβανσεράγια και οι άλλες σχετικές δομές, έφτασαν στο υψηλότερο σημείο ανάπτυξης και ποιότητας συγκριτικά με τις προηγούμενες περιόδους, ιδιαίτερα όταν η πρωτεύουσα μετακινήθηκε στο Ισφαχάν, στα χρόνια 1596 – 1597. Ακόμα κι αν το κέντρο του περσικού εμπορίου μετατοπίστηκε προς τα νότια, από το Ρέυ στο Ισφαχάν, λίγα μόνο νέα δρομολόγια καραβανιών έπρεπε να δημιουργηθούν και δρομολογηθούν εκ νέου.
Την εποχή εκείνη κυρίως βελτιώθηκαν και επεκτάθηκαν ήδη υπάρχοντες δευτερεύοντες δρόμοι και διαδρομές. Στον 17ο αιώνα, το σύστημα καραβανιών των Σαφαβιδών ήταν συνδεδεμένο με εκείνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μόνο σε τρία βασικά σημεία: Την Τραπεζούντα, τη Μοσούλη και από εκεί προς το Χαλέπι, το πιο σημαντικό κέντρο για το εμπόριο της Περσίας με τη Μεσόγειο και τέλος τη Βαγδάτη. Η Ινδία των Μεγάλων Μογγόλων ήταν συνδεδεμένη με το δίκτυο καραβανιών των Σαφαβιδών σχεδόν αποκλειστικά μέσω του Κανταχάρ και λίγο πιο νότια μέσω της διαδρομής Μπαμ – Ζαχεντάν – Κουέτα. Από την Περσία, τα περισσότερα καραβάνια προσκυνητών για το ετήσιο προσκύνημα στη Μέκκα, ταξίδευαν είτε μέσω του Ιράκ, είτε ακολουθούσαν τη διαδρομή μέσω Χαλεπίου και Δαμασκού.
Προς το τέλος του 19ου αιώνα μια παραλλαγή της προηγούμενης διαδρομής έγινε δημοφιλής, αν και ήταν πιο ακριβή. Ακολουθώντας τον καινούργιο αυτοκινητόδρομο που κατασκευάστηκε από τη ρωσική κυβέρνηση, οι προσκυνητές ταξίδευαν από την Ταμπρίζ μέσω του Γιερεβάν και της Τιφλίδας για τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας σε άμαξες με μεγάλους τροχούς, γνωστές ως τάραντας (tarantas). Συνέχιζαν με πλοίο στην Κωνσταντινούπολη, όπου ενώνονταν με τους άλλους προσκυνητές και με τραίνα πήγαιναν στο Χαλέπι και τη Δαμασκό, όπου συναντιόντουσαν με τους άλλους συμπατριώτες τους που ταξίδεψαν εκεί με τον συνήθη γνωστό παραδοσιακό τρόπο.
Μέσα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τα καραβάνια των προσκυνητών στο Μασάντ, είτε από το Ισφαχάν, την Κασάν ή Τεχεράνη ήταν ιδιαίτερα συχνά, αν και έπρεπε να φυλάσσονται επιμελώς από τις επιδρομές των διαφόρων φυλών των Τουρκμένων που αναζητούσαν εναγωνίως αιχμαλώτους για τα απαιτητικά τότε σκλαβοπάζαρα της Χίβα και της Μπουχάρα. Κι αυτό γιατί στη Σουνιτική Κεντρική Ασία, οι Σιίτες θεωρούνταν άπιστοι, κάτι που τους έδινε μερικώς το επιθυμητό άλλοθι να τους συλλάβουν και να τους οδηγήσουν στα σκλαβοπάζαρα.
Προς το τέλος του 19ου αιώνα το εσωτερικό εμπόριο με καραβάνια στη Περσία απομονώθηκε σταδιακά όλο και περισσότερο από εκείνο των γειτονικών χωρών, καθώς η κυβέρνηση άρχισε να αναπτύσσει ένα σύγχρονο σύστημα μεταφορών, παρακάμπτοντας σε μεγάλο βαθμό αυτό των παλιών καραβανιών. Το πρώτο βήμα ήταν να κατασκευάσει αυτοκινητοδρόμους, αρχικά χωματόδρομων και αργότερα ως επί το πλείστον επιστρωμένους με πίσσα, για τη μεταφορά βαρέων οχημάτων μεταφοράς, κυρίως ρωσικής προέλευσης και κατασκευής. Με την είσοδο στον εικοστό αιώνα, οι στρατιωτικές κυρίως ανάγκες της χώρας, οδήγησαν στην εισαγωγή των ελαφρών και βαρέων φορτηγών, χερσαίων οχημάτων παρόμοιων με τζιπ, και τελικώς των λεωφορείων.
Ταυτόχρονα, τα καραβανσεράγια αντικαταστάθηκαν από στάσεις ανάπαυσης για γρήγορο φαγητό των ταξιδιωτών, συνεργεία αυτοκινήτων, καθώς και αποθήκες, ειδικά στα προάστια των πόλεων. Καμήλες και μουλάρια υπάρχουν ακόμα σε χωριά για τη μεταφορά εμπορευμάτων των χωρικών σε μικρές αποστάσεις, αλλά τα καραβάνια με τη μορφή που τα ξέραμε δεν υφίστανται πλέον στο σημερινό Ιράν. Η Σαμαρκάνδη ήταν το κέντρο των δρομολογίων των καραβανιών της Τρανσοξανίας και της Βακτριανής, καθώς και τμημάτων της Χορασάν και της Μπουχάρα μέχρι τη Ρωσική κατάκτηση κατά το δεύτερο εξάμηνο του 19ου αιώνα. Στα νότια συνδεόταν με τη Μέρβ, τη Χεράτ και τη Μπάλκ.
Μια διαδρομή οδηγούσε δυτικά και μια άλλη στις εκβολές του Βόλγα στην Κασπία Θάλασσα. Μαζί με τον εκσυγχρονισμό των Ιρανικών δικτύων δρόμων, ακολούθησαν και οι παραπάνω περιοχές, αλλά κάπως αργότερα. Το 1883 – 1888 ήρθαν οι σιδηρόδρομοι της Κασπίας και το 1930 οι σιδηρόδρομοι Τουρκεστάν – Σιβηρίας. Με την ανάπτυξη της Τασκένδης στο γύρισμα του αιώνα και μπαίνοντας στον εικοστό, η σημασία της Σαμαρκάνδης και της Μπουχάρας έφτασαν σε οριακό επίπεδο, και λόγω των πολιτικών αλλαγών που επισυνέβησαν, όλες οι διασυνδέσεις μεταξύ του ιρανικού οροπεδίου και της Κεντρικής Ασίας κατά μήκος του παλιού Δρόμου του Μεταξιού τελικά σταμάτησαν να υφίστανται και να λειτουργούν.
ΠΟΤΑΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ (1838 – 1903)
Ένας Μεγάλος αλλά Ξεχασμένος Γιατρός – Εξερευνητής
Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα μεγάλο άντρα, ιατρό, γεωγράφο, ιατροφιλόσοφο, περιηγητή και εξερευνητή των νεώτερων Ελληνικών χρόνων, αλλά δυστυχώς ξεχασμένο από την επίσημη πολιτεία. Γεννήθηκε στη Βυτίνα της Αρκαδίας το 1838 και πέθανε στις Νυμφές της Κέρκυρας το 1903. Ανάμεσα στα έτη 1867 και 1883, πραγματοποίησε ταξίδια αρκετά δύσκολα για την εποχή εκείνη. Οι παρατηρήσεις και μελέτες του οι οποίες εκδόθηκαν από τη Γαλλική Ακαδημία, αποτελούν μέχρι σήμερα μια από τις πλέον βασικές και αξιόπιστες πηγές βιβλιογραφίας για τους ιστορικούς, μελετητές και λαογράφους των παραπάνω χωρών. Ίσως ακόμα να είναι ο μόνος Έλληνας ο οποίος δικαιούται να φέρει επάξια τον τίτλο του εξερευνητή.
Πολλοί λίγοι όμως σήμερα στη χώρα μας και δυστυχώς και ελάχιστοι συνάδελφοί του, γνωρίζουν για τον ίδιο και τη μεγάλη, σχεδόν μυθιστορηματική, προσωπικότητά του. Ο Παναγιώτης Ποταγός κυριολεκτικά μόνος του, χωρίς καμία συμπαράσταση ή οικονομική ενίσχυση, κρατική ή ιδιωτική, ξεκίνησε το 1867 από τη γενέτειρά του Βυτίνα και μέχρι το 1883 διέσχισε, με άλογα και πεζός, το μεγαλύτερο τμήμα της Ασίας, περνώντας αρχικά από την Μέση Ανατολή, το Ιράκ, την Περσία, το Αφγανιστάν, την Κίνα και την Μογγολία, φτάνοντας ως τα Ιμαλάια και τη Σιβηρία.
Ακολούθησε η εξερεύνηση της Αφρικής, στα άγνωστα μέχρι τότε βάθη της Μαύρης Ηπείρου και στη ζούγκλα του Κονγκό όπου ανακάλυψε το παραποτάμιο δίκτυο του ποταμού Κόνγκο της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας (1875), ενώ σε ένα άλλο ταξίδι του στο Αφγανιστάν σταμάτησε, με το εγνωσμένο του κύρος, τον εμφύλιο πόλεμο στη χώρα. Αναλυτικότερα, στο πρώτο του ταξίδι, ο Ποταγός ξεκίνησε το 1867 από τη Συρία και διέσχισε το Ιράκ, το μυθικό Ιράν και διέσχισε με άλογο το Αφγανιστάν, όπου φιλοξενήθηκε από τους κρατούντες χαλίφηδες της περιοχής. Έμεινε ενθουσιασμένος από τις συναναστροφές του γιατί ως απόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου έχαιρε από τον ντόπιο πληθυσμό, μεγάλης εκτίμησης.
Στην ένδοξη Χεράτ του Αφγανιστάν, σε αυτή την πόλη που βρίσκεται πάνω στον αρχαίο δρόμο της Μέσης Ανατολής προς το Πακιστάν, την Ινδία και την Κίνα, διαπίστωσε ιδίοις όμασι, ότι στο λεξιλόγιο των κατοίκων της βρισκόντουσαν ακόμα, μεταξύ των άλλων, και κάποιες Ελληνικές λέξεις, που όλα ήταν χειροπιαστή απόδειξη της ελληνικής παρουσίας εκεί, αλλά περισσότερο κάποιων πολιτιστικών στοιχείων που κληροδότησαν στη χώρα και την περιοχή. Πέρασε από τη σημερινή γη των Καλάς, το Καφιριστάν (τη γη των απίστων), περιγράφοντας τις συνήθειες τους που έμοιαζαν τόσο με των αρχαίων Ελλήνων. Από εκεί πέρασε στην οροσειρά του Παμίρ και του Ινδοκαύκασου (Ινδοκούς), για να καταλήξει στις επαρχίες Κασγκάρ και Χάμια της Κίνας.
Κι απ’ εκεί, πάνω στο άλογό του πάντοτε, περνώντας στις αφιλόξενες και δύστροπες ερήμους της Μογγολίας, εξερευνώντας και θαυμάζοντας τα εναλλασσόμενα τοπία των ερήμων και τους σκληροτράχηλους κατοίκους της περιοχής. Κατέληξε στη Σιβηρία, που ήταν το τέλος του ταξιδιού του στην Ασία, αλλά αναχώρησε για την Αγία Πετρούπολη για να καταλήξει στην Κωνσταντινούπολη το 1873, όπου για έναν χρόνο άσκησε την ιατρική. Μετά από αυτή την απίθανη περιπέτεια, το μυαλό του ήταν καθηλωμένο στα ταξίδια και στην περιπέτεια. Έτσι μοιραία σχεδίασε το δεύτερο επικό του ταξίδι.
Αυτό ξεκινάει το 1875 από το Σουέζ της Αιγύπτου, διέσχισε τη Συρία, τη νότιο τμήμα του Ιράν και ξαναπέρασε από το Αφγανιστάν, όπου διάφορες φατρίες ήταν έτοιμες να ξεκινήσουν εμφύλιο πόλεμο, αλλά ο Παναγιώτης Ποταγός χάρις το κύρος του κατάφερε να τον σταματήσει εν τη γενέσει του, συμφιλιώνοντας τις αντίπαλες παρατάξεις. Οι πληροφορίες που μας έδωσε είναι μοναδικές γιατί επισκέφτηκε τις περιοχές εκείνες είκοσι περίπου χρόνια πριν από τον υποχρεωτικό εξισλαμισμό τους που έλαβε χώρα το 1896, ο οποίος πρέπει να πούμε ότι εξαφάνισε δυστυχώς το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στοιχείου που ακόμα, έστω και μερικώς, επιβίωνε.
Ταξίδεψε στην βορειοδυτική Ινδία καταγράφοντας το φυσικό τοπίο και τους ανθρώπους της, κι από εκεί ξαναγύρισε στο Κάιρο, δρομολογώντας το τρίτο του ταξίδι. Στο τρίτο του ταξίδι, με αρχή το Κάϊρο, τον Ιανουάριο του 1876, κατευθύνθηκε νότια προς την αρχαία Νουβία (Σουδάν) και από εκεί έφτασε στο βόρειο Κονγκό (Ζαΐρ) και προχώρησε πιο πέρα από κάθε προηγούμενο εξερευνητή και ανάμεσα σ’ όλα τα άλλα ανακάλυψε τον μεγάλο ποταμό Μπόμου το 1877. Η μεγάλη εδώ συμβολή του είναι ότι αυτός παρατήρησε για πρώτη φορά, ότι δεν χύνεται στο Νείλο όπως πιστευόταν έως τότε, αλλά στον ποταμό Κόνγκο ο οποίος τελικά εκβάλλει στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Το έργο του Ποταγού μπορεί να μην αναγνωρίστηκε επίσημα από τη χώρα μας, αλλά το έπραξε η Γεωγραφική Εταιρία της Γαλλίας, η σημαντικότερη της εποχής, και η οποία τον κατέταξε δίπλα στους μεγαλύτερους γεωγράφους Stanley και Livingston. Κι όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Φώτης Κόντογλου, »Ο καινούργιος Οδυσσέας, ο Παναγιώτης Ποταγός – περπατώντας μήνες και χρόνια για να ‘βρει κείνον τον ξεχασμένο Λίθινον Πύργο του Πτολεμαίου, μέσα στα άσπλαχνα Iμαλάγια ή τα όρη της Σελήνης μέσα στο καμίνι της Αφρικής». Ο ίδιος πέθανε πάμφτωχος στο χωριό Νυμφές της Κέρκυρας, όπου πέρασε τα δεκαεφτά τελευταία χρόνια της ζωής του, προσφέροντας δωρεάν τις ιατρικές του υπηρεσίες στους απλούς ανθρώπους της περιοχής.
Η μοναδική του φωτογραφία βρέθηκε και σώθηκε από τον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος και διέσωσε τη μνήμη του γράφοντας σχετικά γι’ αυτόν και ζωγραφίζοντάς τον καθισμένο σταυροπόδι και φορώντας ανατολίτικη φορεσιά, στο βιβλίο του »Φημισμένοι άντρες και Λησμονημένοι». Στο βιβλίο αυτό ο Ποταγός περιγράφει τα τρία κύρια ταξίδια του, τα δύο στην Ασία και το τρίτο στην Αφρική:
»Έφιππος επί του ίππου μου Mουνσίμπαση, και ακολουθούμενος υπό του ετέρου μου ίππου Kουσούλ προυχώρουν εν τη λεωφόρω μόνος, προωρισμένος ίνα κολυμβήσω εις κινδύνους, οι κίνδυνοι περιγραφόμενοι δεν έχουσι σκοπόν να τέρψωσιν αναγνώστας. Διότι δεν διεκινδύνευσα χάριν τούτου, αλλά ίνα ανερευνήσω τας αληθείας περιδιαβαίνοντας τας κεντρικάς της Ασίας χώρας και, ει δυνατόν, προς τας περιγραφάς των αρχαίων μας Γεωγράφων». Το πρωτότυπο έργο του, αποτελείται από εφτακόσιες περίπου σελίδες και φέρει τον τίτλο »Περίληψις Περιηγήσεων», γιατί αποτελεί μια συμπυκνωμένη καταγραφή των περιηγήσεων, μελετών και καταγραφών του μεγάλου Παναγιώτη Ποταγού.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, είχε θέσει ως σκοπό και την έκδοση σε τόμους κάποιων άλλων σημειώσεων που είχε κρατήσει με αναλυτικές πληροφορίες για την καθημερινή ζωή, την ιστορία, τα ήθη και έθιμα των λαών τα χώματα των οποίων επισκέφτηκε και εξερεύνησε. Προσέκρουσε στην αδιαφορία του Ελληνικού Κράτους παρά τις επίμονες συστάσεις της Γαλλικής Ακαδημίας προς αυτό, να σταθεί αρωγός στην εκτύπωση του έργου του Ποταγού. Μέσα από τις σελίδες του, μας δίνει ένα βασικό κίνητρο που τον οδήγησε στην απόφαση της πραγματοποίησης των ταξιδιωτικών του περιηγήσεων.
Κι αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο, κατά τα λεγόμενά του πάντοτε, από την ανάγκη φυγής από τη μίζερη Ελληνική πολιτική πραγματικότητα που τον απογοήτευε και τον έθλιβε βαθιά και που δεν έπαψε να καυτηριάζει, με αποκορύφωμα την σκληρή αντιπαλότητά του λίγα χρόνια αργότερα με την κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη και φυσικά τον ίδιο. Πέρα όμως από την αντιπαλότητα με το συγκεκριμένο καθεστώς, έδειχνε και μεγάλη απέχθεια για τον τρόπο που λειτουργούσαν τα πολιτικά κόμματα της εποχής του και βεβαίως για το χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο του λαού.
Όμως δεν μπορούμε να συμπεράνουμε αβίαστα ότι το βαθύ κίνητρο της μετέπειτα ζωής του ήταν η απογοήτευση και η φυγή από την οικτρή Ελληνική πραγματικότητα, ούτε η αναζήτηση της περιπέτειας που παραπέμπει σε άλλες μεθόδους και ενέργειες. Στα κείμενά του, βρίσκεται μεγάλος και σημαντικός όγκος πληροφοριών για τους λαούς που συνάντησε στο διάβα του, την ιστορία, τα ήθη και έθιμά τους. Διασταυρώνει επίμονα τις πληροφορίες πριν τις μεταφέρει και αποτυπώσει στο χαρτί, συμβουλεύεται αρχαίους γεωγράφους, τον Στράβωνα, τον Πλούταρχο, τον Νέαρχο, αλλά και οποιαδήποτε αναφορά υπάρχει στα κείμενα του Ομήρου, του Ησιόδου και άλλων μορφών.
Προεκτείνεται λίγο πιο πέρα από τις περιγραφές του, διεισδύει σε άλλα πεδία, κάνει τις δικές του υποθέσεις, διατυπώνει τις δικές του θεωρίες και εξάγει τα προσωπικά του συμπεράσματα για τον κόσμο και τα φαινόμενα πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Μπορεί και εντοπίζει τον ακριβό χρόνο μιας σειράς μεγάλων ιστορικών γεγονότων, όπως ο Τρωικός πόλεμος, η έξοδος των Ιουδαίων από την Αίγυπτο, με βάση το δικό μας ημερολόγιο, αφού μελετήσει και συσχετίσει ενδελεχώς τα υπάρχοντα, χριστιανικό, ιουδαϊκό κλπ.
Παίρνει πολιτική σίγουρα θέση απέναντι στο σύγχρονο πολιτισμό και τους αποικιοκράτες τους οποίους στηλιτεύει και καταγγέλλει άγρια λέγοντας ότι αντί να εκπολιτίσουν τους πρωτόγονους και υπανάπτυκτους λαούς στα χώματα των οποίων βρέθηκαν απρόσκλητοι, τελικά τους καταδυναστεύουν. Δυστυχώς ο Παναγιώτης Ποταγός μπόρεσε να εκδώσει μόνο τον πρώτο τόμο των »Περιηγήσεών» του, που περιλαμβάνει την εξιστόρηση των ταξιδιών του. Ο δεύτερος τόμος εάν υπήρχε σήμερα, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί στον πρόλογο του πρώτου, θα περιείχε πολύτιμες λεπτομέρειες των ηθών, των εθίμων, των θρησκειών και τις ιστορίες των λαών που γνώρισε στις πορείες του.
Άνθρωποι μικρόψυχοι, ανεπαρκέστατοι, ανίδεοι, μικρόνοες, αδιάφοροι, σε καίριες και επιτελικές θέσεις στο δημόσιο μηχανισμό του ελληνικού κράτους, παρά τις επίμονες προσπάθειες τόσο από το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό της χώρας, βρέθηκαν απέναντι σε αυτή την προσπάθεια και στέρησαν από την νεοελληνική βιβλιογραφία κι απ’ όλες τις επόμενες γενιές, έναν πολύτιμο και μοναδικό θησαυρό. Σύμφωνα με τον Φώτη Κόντογλου ο οποίος στο έργο του »Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι», επιχείρησε μία βιογραφική προσέγγιση του Ποταγού, τα ανέκδοτα χειρόγραφα που βρίσκονταν στο σπίτι του Ποταγού, στις Νυφές της Κέρκυρας, καταστράφηκαν από τους κληρονόμους του.
»Γύρεψα να βρω τίποτα τετράδια γραμμένα από το χέρι του, μα μου ‘πανε πως δεν υπάρχουνε, γιατί, σα μάθανε οι συγγενείς του από τη Βυτίνα πως πέθανε, πήγανε στις Νυφές για να τον κληρονομήσουνε, και μη βρίσκοντας τα πετράδια και τα πλούτη, που νομίζανε πως είχε κρυμμένα, ξεσκίσανε από τη μανία τους ότι χαρτιά πέσανε στα χέρια τους». Για την συνολική ανεκτίμητη προσφορά του, τιμήθηκε από Γαλλική κυβέρνηση, τη Γεωγραφική Εταιρεία της Γαλλίας και το βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδο Β’, ο οποίος τότε ήταν Πρόεδρος της Παγκόσμιας Γεωγραφικής Εταιρείας.
Ο τελευταίος έδωσε το όνομα »Λεωφόρος Ποταγού» σε κεντρική αρτηρία της πόλης Ισίρο (Παουλίς) του Βελγικού Κονγκό, κι όταν του ζήτησε να υπογράψει στη χρυσή βίβλο των περιηγητών, εκείνος έγραψε μόνο δυο λέξεις: »Εις Έλλην». Δεν νομίζω να είναι δύσκολο να φαντασθεί κάποιος την κατάσταση της Ελλάδας το χρόνο που γεννήθηκε ο Παναγιώτης Ποταγός. Το 1838, λίγα μόλις χρόνια μετά την επανάσταση του 1821, η Ελλάδα ήταν μικρή και φτωχή χώρα, πλήρως αποδιοργανωμένη και χωρίς βασικές οργανωτικές δομές, καμία σχέση έχουσα, στα μάτια Ελλήνων και ξένων, με την αρχαία της μεγαλοπρέπεια. Έτσι δεν ήταν παράξενο που πολλοί κάτοικοι έφευγαν αλλαχού σε αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Σε εκείνο το περιβάλλον και εποχή γεννήθηκε στην Βυτίνα της Αρκαδίας, ο Παναγιώτης Ποταγός. Μεγάλωσε με τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τα κείμενα των οποίων του έδωσαν τα απαραίτητα κίνητρα για εξερεύνηση άλλων κόσμων και τόπων, μακριά από τον δικό του. Παράλληλα με όλα αυτά αποφάσισε να σπουδάσει και ακολουθήσει την επιστήμη της ιατρικής προσφέροντας τις γνώσεις στους συνανθρώπους του. Οι πανταχού παρούσες πολιτικές έριδες στη νεοσύστατη χώρα οι οποίες αποσκοπούσαν στη νομή της εξουσίας, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε την υπομονή του νεαρού Ποταγού. Η Ελληνική πολιτική πραγματικότητα, μαζί με όλα τα προηγούμενα, τον οδήγησαν στο Παρίσι για σπουδές ιατρικής.
Εκείνη την εποχή στο Παρίσι βρισκόταν σε εξέλιξη επιδημία χολέρας και μοιραία, παράλληλα με τις σπουδές του, ενεπλάκη ενεργά στην αντιμετώπισή της για την οποία προσφορά και βραβεύτηκε. Παρά τη φήμη του ως γιατρός αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα, να ταξιδέψει μακριά στα χνάρια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τολμώντας έτσι το 1867 και σε ηλικία τριάντα περίπου ετών, το πρώτο του ταξίδι στα βάθη της Ασίας. Μετά τα ταξίδια του όπως είπαμε, αποσύρθηκε σ’ ένα μικρό χωριουδάκι της Κέρκυρας, στις Νύμφες, όπου άσκησε την ιατρική επί 17 συναπτά έτη και πέθανε το 1903 σε ηλικία 65 ετών, αναλογιζόμενος πάντα την περιπέτεια και τα ταξίδια που είχε κάνει, όπως κι αυτά που δεν πρόλαβε να κάνει.
Όπως έλεγε ο ίδιος για τον λόγο που τον έκανε να ταξιδεύει, »Διακινδύνευσα την ζωή μου για την τιμή της χώρας μου, που δεν πρέπει να αντιπροσωπεύεται μόνο από το έδαφός μας και τα ένδοξα ερείπιά μας, αλλά από εμάς τους ίδιους στην προσπάθειά μας να γίνουμε αντάξιοι των προγόνων μας».
ΤΟ ΜΕΤΑΞΙ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ 
Για αρκετούς αιώνες η εκτροφή του µεταξοσκώληκα αποτελούσε παραδοσιακή απασχόληση των κατοίκων της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, παρόλο που µέχρι της αρχές του 19ου αιώνα η σηµασία της για την οικονοµική ζωή της περιοχής ήταν µικρή. Όµως το 1823 – 1824 ένας Αγγλικός εµπορικός οίκος έδειξε ενδιαφέρον για την αγορά του άτεχνα επεξεργασµένου ντόπιου µεταξιού εκτινάζοντας την τιµή του στα ύψη. Ταυτόχρονα εµφανίστηκε η ασθένεια της πιπερίτιδας στη Γαλλία και Ιταλία και η µεγάλη ζήτηση κουκουλιών έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της σηροτροφίας της περιοχής. Στην Ελλάδα µέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα µόνο οικοτεχνίες υπήρχαν στις σηροτροφικές περιοχές.
Γύρω στα 1900 εµφανίζονται τα πρώτα νηµατουργία και υφαντήρια στην Αθήνα, Βόλο και κυρίως στο Σουφλί. Το Σουφλί µέχρι το 1870 δεν περιλαµβάνεται στα σηµαντικότερα σηροτροφικά κέντρα της περιοχής. Όµως στις αρχές της δεκαετίας του 1880 εµφανίζεται, σύµφωνα µε έγγραφα του Ελληνικού προξενείου της Ανδριανούπολης, ως σηµαντικό σηροτροφικό κέντρο που παράγει µόνο του το 40% των χλωρών κουκουλιών της περιοχής του βιλαετίου της Ανδριανούπολης. Έτσι στις αρχές του 20ου αιώνα χτίζονται, στο Σουφλί, οργανωµένες µονάδες – εργοστάσια επεξεργασίας µεταξιού, που απασχολούν αρκετές εργάτριες και εργάτες.
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ ΜΕΤΑΞΙΟΥ (16ος – 19ος ΑΙΩΝΑΣ)
Από τις αρχές του 16ου αιώνα η επεξεργασία του μεταξοσκώληκα και η παραγωγή μεταξιού παίρνει πλέον βιομηχανική μορφή και γνωρίζει μια συνεχή τεχνολογική ανάπτυξη κατά τον 18ο αιώνα. Το μετάξι αποτέλεσε ένα εξαιρετικό Γαλλικό προϊόν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Η Λυών έγινε το βιομηχανικό κέντρο του μεταξιού. Τα σημαντικότερα κέντρα επεξεργασίας και εμπορίας του μεταξιού που υπήρχαν την εποχή αυτή ήταν εκτός της Λυών, η Τουρ και η Αβινιόν της Γαλλίας καθώς και η Γένοβα, η Βενετία, η Φλωρεντία και το Κόμο της Ιταλίας. Το 1822 η παρουσίαση της συνθετικής ίνας στην διεθνή εμπορική έκθεση του Παρισιού αποτέλεσε καθοριστικό γεγονός που μείωσε την παραγωγή μεταξιού στην Ευρώπη τις επόμενες δεκαετίες.
Επίσης στη μείωση της παραγωγής του μεταξιού στη Γαλλία συντέλεσε και η μεγάλη επιδημία της πιπερίτιδας που έπληξε τους μεταξοσκώληκες (1820 – 1825). Αρχικά το ακατέργαστο μετάξι συλλεγόταν στη νότια Γαλλία, μέχρι που σιγά-σιγά το παράγγελναν από την Ιταλία, από την Ισπανία, από την Αυστρία, από τον Καύκασο και από την Ιαπωνία, για την κατασκευή των μεταξωτών προϊόντων. Στο 1875, από πέντε εκατομμύρια κιλά ακατέργαστου μεταξιού, υπήρχαν μόνο τετρακόσιες χιλιάδες κιλά Γαλλικού μεταξιού. Αλλά αν η Λυών χρησιμοποιούσε εισαγόμενο μετάξι, γιατί να μην έκανε το ίδιο και η Ελβετία, η Γερμανία, η Ρωσία; Η ύφανση μεταξιού πράγματι αναπτύχθηκε στα χωριά γύρω από τη Ζυρίχη.
Το Bâle έγινε μεγάλο κέντρο του εμπορίου του μεταξιού. Η Καυκάσια διοίκηση μίσθωσε γυναίκες από τη Μασσαλία και εργάτες από την Λυών για να διδάξουν στους Γεωργιανούς την τέλεια εκτροφή των μεταξοσκωλήκων και την τέχνη της μετατροπής του μεταξιού σε βιομηχανικά προϊόντα στους Καυκάσιους χωρικούς. Η Αυστρία ακολούθησε. Τότε η Γερμανία, με την βοήθεια Λυωνέζων εργατών, έχτισε μεγάλα εργοστάσια μεταξιού. Στις Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν το ίδιο στο Πάτερσον. Το εμπόριο μεταξιού δεν είναι πια Γαλλικό μονοπώλιο. Μεταξωτά φτιάχνονται στη Γερμανία, την Αυστρία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αγγλία.
Το χειμώνα, Καυκάσιοι χωρικοί υφαίνουν μεταξωτά μαντήλια με μισθό που θα σήμαινε πείνα στους υφαντές μεταξιού της Λυών. Στον Ελλαδικό χώρο, όπου ευνοείται η καλλιέργεια της μουριάς, η σηροτροφία αναπτύχθηκε από τον 16ο – 19ο αιώνα από τη Λακωνία ως τη Θράκη, η χρυσή εποχή όμως ήταν η περίοδος 1920 – 1940.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μετάξι, πορσελάνες, γούνες, πολύτιμα μέταλλα, πολύτιμοι λίθοι, μπαχαρικά, γυαλί ταξίδευαν για εκατοντάδες χρόνια στο μεγαλύτερο δίκτυο εμπορικών δρόμων μεταξύ της Κίνας και των περιοχών που βρίσκονται στα δυτικά και στα νότια αυτής. Ο Δρόμος του Μεταξιού άρχισε να δημιουργείται τον 3ο π.Χ. αιώνα. Δύο αιώνες μετά επεκτάθηκε στην Κεντρική Ασία. Έως και το 1453 με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, που το δίκτυο έπεσε σε παρακμή, είχε εξαπλωθεί σε όλη την Ασία. Περνούσε από την Ινδία, την Περσία και κατέληγε στη Μεσόγειο, ενώ μέσω του Ινδικού Ωκεανού έβγαινε στην Ινδοκίνα, στην Αραβική Χερσόνησο και στην ανατολική Αφρική.
Ο καταλυτικός ρόλος που έπαιξε το μετάξι στη θεμελίωση και εδραίωση των πολυδιάστατων σχέσεων Ανατολής – Δύσης οδήγησε στα τέλη του 19ου αιώνα τον Γερμανό γεωλόγο Φερδινάνδο φον Ριχτχόφεν να ονομάσει τον πανάρχαιο εμπορικό άξονα «Δρόμο του Μεταξιού». Όλα ξεκίνησαν την περίοδο της Δυναστείας των Χαν, τον 3ο π.Χ. αιώνα, όταν ο Αυτοκράτορας έστειλε τον ερευνητή Τσανγκ Τσιάν σε μια φυλή της κεντρικής Ασίας. Η φυλή κράτησε αιχμάλωτο τον Τσιάν, ο οποίος τελικά κατάφερε να ελευθερωθεί. Με την επιστροφή του στην Κίνα αναφέρθηκε μεταξύ άλλων, στα υπέροχα Αραβικά άλογα που είχε συναντήσει.
Οι Κινεζικές αρχές ήταν πρόθυμες να αποκτήσουν αυτά τα άλογα και έτσι ξεκίνησαν οι εμπορικές συναλλαγές με τις περιοχές της Κεντρικής Ασίας, που είχαν ήδη έρθει σε επαφή με τον πολιτισμό της Ευρώπης, αρχικά μέσω των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αργότερα μέσω της εξάπλωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ένα Μυστικό Χιλιετιών
Την εποχή εκείνη οι Κινέζοι ήταν οι μόνοι που γνώριζαν, ήδη από την τρίτη χιλιετία π.Χ., πώς να κατασκευάζουν το μετάξι, που είχε μεγάλη ζήτηση στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κι έτσι έγινε ένα από τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα της Κίνας. Σύμβολο κοινωνικής ανωτερότητας και καταξίωσης, το μετάξι αποτελούσε το σημαντικότερο προϊόν διακίνησης του διηπειρωτικού εμπορικού άξονα. Φυσικά δεν ήταν το μόνο αγαθό που διακινούνταν μέσω του εμπορικού δικτύου. Δεκάδες είδη πολυτελείας ταξίδευαν χιλιάδες χιλιόμετρα για να φτάσουν στον προορισμό τους, ενώ από το σημαντικότερο εμπορικό δίκτυο της εποχής πέρασε στην Ευρώπη το χαρτί και η πυρίτιδα.
Ο Δρόμος του Μεταξιού εκτεινόταν σε περίπου 6.500 χιλιόμετρα και πολύ λίγοι είχαν την ευκαιρία να κάνουν ολόκληρο το ταξίδι. Τα αγαθά μεταφέρονταν από ομάδες εμπόρων σε άλλες ομάδες, πάνω σε καμήλες, σε άλογα, σε πλοία, ακόμα και με τα πόδια. Οι δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν οι έμποροι ήταν πολλές: ληστείες, ακραίες κλιματολογικές συνθήκες, εδαφικές ιδιαιτερότητες. Τα καραβάνια περνούσαν μέσα από την έρημο, από βουνά, στέπες, από υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες, χιόνια, βροχές και ό,τι παρεμβάλλεται ανάμεσα στην Κίνα και την Ευρώπη σε εδάφη που σήμερα βρίσκονται το Κιργιστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν, το Ιράν, η Τουρκία, αλλά και το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, η Συρία, ακόμα και το Νεπάλ.
Οι Κινέζοι κράτησαν μυστικό τον τρόπο κατασκευής του μεταξιού και μαζί και το μονοπώλιο έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. Εκείνη την εποχή, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έστειλε στην Κίνα δύο μοναχούς, οι οποίοι επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη με μεταξόσπορο, κρυμμένο μέσα στα κούφια μπαστούνια τους. Σταδιακά, η μεταξουργία αναπτύχθηκε σε όλο τον Ελλαδικό χώρο και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που κατά μία εκδοχή ονομάστηκε από τότε Μοριάς -εξαιτίας της καλλιέργειας της μουριάς που προτιμούν οι μεταξοσκώληκες. Τον 8ο αιώνα η μεταξουργία διαδόθηκε στους Άραβες, ύστερα από επιδρομή που έκαναν στην Πελοπόννησο.
Το 1130 διαδόθηκε στη Σικελία και από εκεί στην Ιταλία, όπου δημιουργήθηκαν μεγάλα κέντρα βιοτεχνίας μεταξιού (Φλωρεντία, Βενετία, Γένουα, Λούκα, Μιλάνο). Στην Αβινιόν κατά το 14ο αιώνα η μεταξουργία υποστηρίχτηκε από τους πάπες και γενικά σ’ όλα τα κράτη οι ηγεμόνες φρόντισαν να την αναπτύξουν με κάθε τρόπο.
Ο Μάρκο Πόλο στο Πεκίνο
Ο Μάρκο Πόλο στα απομνημονεύματά του (Τα Ταξίδια του Μάρκο Πόλο) κατά την παραμονή του στην Κίνα τον 13ο αιώνα, αναφέρθηκε σε άγνωστους πολιτισμούς με τεράστιο πλούτο και αφθονία αγαθών που θεωρούνταν περιζήτητα από τους εμπόρους της Δύσης. Αν και έχει αμφισβητηθεί ότι όντως έφτασε στην Κίνα -ιστορικοί υποστηρίζουν ότι βασίστηκε σε περιγραφές άλλων- περιγράφει με εκπληκτικό τρόπο μεγαλουπόλεις με αμύθητο πλούτο, καθώς και πρωτόγνωρα έθιμα που ανήκαν σε έναν κόσμο εντελώς άγνωστο για τη Δύση ή γνωστό μόνο μέσα από μύθους και διαδόσεις. Το παλάτι του Μεγάλου Χαν ήταν «το μεγαλύτερο Παλάτι που υπήρξε ποτέ».
«Το κτίριο είναι τόσο τεράστιο, τόσο πλούσιο και τόσο όμορφο ώστε κανένας άνθρωπος πάνω στη γη δεν θα μπορούσε να σχεδιάσει κάτι ανώτερο». Οι τοίχοι του ήταν επενδυμένοι με χρυσάφι και ασήμι, με σκαλισμένους και επιχρυσωμένους δράκους, θηρία και πουλιά, ιππότες και είδωλα. Σε αντίθεση με τα ελικοειδή και δρομάκια της Μεσαιωνικής Ευρώπης, το Χανμπαλίκ (το σημερινό Πεκίνο) είχε τόσο ευθείς και φαρδείς δρόμους, ώστε μπορούσε κανείς να δει από το ένα τείχος της πόλης ως το άλλο.
«Δεν περνάει ούτε μία μέρα το χρόνο που να μην μπαίνουν στην πόλη 1.000 άμαξες φορτωμένες μόνο με μετάξι» γράφει ο Μάρκο Πόλο, σύμφωνα με τον οποίο το λιμάνι Σιντσού, στον ποταμό Γιανγκτσέ, θα πρέπει να είχε εξυπηρετήσει γύρω στα 15.000 πλοία.
Σταυροδρόμι Πολιτισμών
Η μόνιμη εμπορική σχέση της Αυτοκρατορικής Κίνας με την Ευρώπη κράτησε εκατοντάδες χρόνια. Ο «Δρόμος του Μεταξιού» όμως δεν εξυπηρετούσε αποκλειστικά εμπορικούς σκοπούς, αλλά στήριξε έναν μακραίωνο διάλογο πολιτισμών. Αποτέλεσε δίοδο για την εξάπλωση του Βουδισμού στην Κίνα και την Ιαπωνία και του Χριστιανισμού στις ανατολικές περιοχές καθώς και την εξάπλωση του Ισλάμ. Υπήρξε ένας σταυροδρόμι πολιτισμών, γλωσσών, παραδόσεων, εθίμων και ανακαλύψεων. Με την εδραίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρατηρήθηκε απότομη μείωση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η ανάγκη για εμπορική -και όχι μόνο- επέκταση οδήγησε στην ανακάλυψη του Νέου Κόσμου.
Στις μέρες μας πλέον το μετάξι δεν κρύβει κάποιο φοβερό μυστικό. Ωστόσο χαρίζει το όνομά του στο νέο Δρόμο του Μεταξιού, μια ιδέα που είχε πρωτοεμφανιστεί μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Η Κίνα εκείνης της εποχής δεν είχε τη δυνατότητα, τόσο πολιτική όσο κυρίως οικονομική, να προωθήσει ένα τέτοιο εγχείρημα. Σήμερα όπως φαίνεται, τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου