ΜΕΡΟΣ Β΄
ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΝ ΤΟ ΜΕΤΑΞΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ
Είναι ένα απόλυτα φυσικό προϊόν που παράγεται από ένα ζωικό οργανισμό, χωρίς κανένα απολύτως χημικό. Η τριγωνική δομή της ίνας του την κάνει να λειτουργεί σαν πρίσμα και να αντανακλά ένα πολύ λαμπερό και »καθαρό» χρώμα. Τα παράλληλα στρώματα πρωτεΐνης στην ίνα του το κάνουν πολύ απαλό, έτσι ώστε όχι μόνο να μην ερεθίζει το δέρμα αλλά να είναι και πολύ ευχάριστο στην αφή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι γιατροί συνιστούν μεταξωτά ρούχα, σεντόνια κλπ, σε όσους έχουν δερματολογικά ή αλλεργικά προβλήματα. Έχει πολύ καλή συμπεριφορά στη θερμότητα, όντας άριστο μονωτικό και έτσι τα μεταξωτά ρούχα είναι ζεστά το χειμώνα και δροσερά το καλοκαίρι.
Παραμένει στεγνό ακόμη και αν έχει απορροφήσει το 30% του βάρους του σε νερό, γι’ αυτό και έχει πολύ καλή συμπεριφορά στον ανθρώπινο ιδρώτα.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ
Η ιστορία του μεταξιού χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι συνυφασμένη με Κινέζικους μύθους. Φαίνεται ότι πολλούς αιώνες πριν αρχίσει η κατεργασία του μεταξιού ο μεταξοσκώληκας ζούσε σε άγρια μορφή πάνω στα μορεόδενδρα. Σύμφωνα με τους Κινέζους συγγραφείς, η τέχνη της εκτροφής του μεταξοσκώληκα και η κατεργασία του μεταξιού ανακαλύφθηκε τυχαία από την Αυτοκράτειρα Σι Λιγκ Τσι γύρω στο 2690 π.Χ. Σύμφωνα με το μύθο ένα κουκούλι έπεσε πάνω στο βραστό νερό του τσαγιού της. Στην προσπάθειά της να το βγάλει έξω, τράβηξε μία εξαιρετικά λεπτή αλλά ανθεκτική κλωστή, την πρώτη μεταξωτή ίνα. Η ιστορία εξακριβώνει τους μύθους ότι η Κίνα είναι το πραγματικό λίκνο του μεταξιού.
Ο Κομφούκιος στο «Χρονιά των τεσσάρων πρώτων δυναστειών» αναφέρει πως η Αυτοκράτειρα Σι Λιγκ Τσι, η οποία ονομάστηκε «Θεά των μορέων και του σηρός», έκανε συστηματική εκτροφή του μεταξοσκώληκα στα ανάκτορά της και υποχρέωνε τις Κινέζες να παρακολουθούν μαθήματα σηροτροφίας, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη που ανήκε η κάθε μία. Πρώτη αυτή παρασκεύασε και έβαψε σε ποικίλα χρώματα το μετάξι και κατασκεύασε μεταξωτά υφάσματα για τις ανάγκες του Αυτοκράτορα και των μεγιστάνων της αυλής, που θεωρούνταν ιερά πρόσωπα, όπως ιερό και απόκρυφο ήταν και το μετάξι, πριν γενικευθεί η χρήση του στην Κίνα.
Επίσης έχουν βρεθεί κομμάτια μεταξωτού υφάσματος σε τάφους που βρίσκονται κοντά στο μέρος που θάφτηκε ο Αυτοκράτορας Χοανγκ-Τι. Οι Κινέζοι απαγόρευαν με αυστηρούς νόμους τη διάδοση της σηροτροφίας εκτός Κίνας, ενώ η εξαγωγή των σπόρων του μεταξοσκώληκα τιμωρούνταν με θάνατο. Επιτρεπόταν μόνο η εξαγωγή κατεργασμένων νημάτων και υφασμάτων. Η Ιαπωνία, οι Ινδίες, και η Περσία ήταν κέντρα εμπορίας του εξαγόμενου μεταξιού. Στη διάρκεια της δυναστείας των Τσου (1050 – 247 π.Χ.), οι Κινέζοι γράφουν και ζωγραφίζουν πάνω στο μετάξι και το μεταχειρίζονται στη σύνταξη των ετησίων καταλόγων.
Το Κινεζικό μετάξι ως εμπόρευμα της ανταλλαγής και της διπλωματίας, καθώς και ως υποκατάστατο κάποιου κοινού νομίσματος, ήταν ένα σημαντικό στοιχείο, ίσως το κυριότερο αγαθό, που μεταφερόταν συνεχώς κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού. Η ζήτησή του ήταν μεγάλη, ενώ το μυστικό της διαδικασίας παραγωγής του φυλασσόταν για μεγάλο διάστημα, καλά κρυμμένο. Ήδη από τον 5ο αιώνα μ.Χ. οι μεταξοσκώληκες εκτρέφονταν για το πολύτιμο νήμα τους στο βασίλειο Khotan της Κεντρικής Ασίας. Το Βασίλειο της Khotan ήταν ένα αρχαίο Βουδιστικό βασίλειο που βρισκόταν σε ένα παρακλάδι του Δρόμου του Μεταξιού που έτρεχε κατά μήκος της νότιας άκρης της ερήμου Τακλαμακάν στη λεκάνη Tarim.
Η περιοχή βρίσκεται στη σημερινή Xinjiang της Κίνας. Το βασίλειο, από ιστορικής πλευράς, υπήρχε για πάνω από χίλια χρόνια, μέχρι που κατακτήθηκε από τους Μουσουλμάνους εισβολείς, το 1006. Σύμφωνα με το μύθο λοιπόν, το επτασφράγιστο μυστικό της παραγωγής μεταξιού μεταφέρθηκε στο Khotan από μια Κινέζα πριγκίπισσα. Αρραβωνιασμένη με τον βασιλιά της Khotan, μετέφερε κρυφά αυγά μεταξοσκώληκα στην κόμμωσή της και σπόρους μουριάς ως προίκα. Αργότερα ίδρυσε ένα Βουδιστικό μοναστήρι, όπου εκτρέφονταν οι πρώτοι μεταξοσκώληκες του Khotan,έτσι ώστε η περιοχή να μετατραπεί σε ένα κέντρο παραγωγής μεταξιού και της ανάλογης ύφανσης.
Κάπου στα μέσα του 6ου αιώνα, το μυστικό του μεταξιού έφθασε βεβαίως και στην Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής ή Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και με τον τρόπο αυτό η ιστορία του συνεχίστηκε από τους μοναχούς της Κεντρικής Ασίας. Κι όταν οι Βυζαντινοί έγιναν επιτέλους γνώστες της παραγωγής και όλων των κρυφών μυστικών του μεταξιού, η μεταξουργία έγινε Αυτοκρατορικό μονοπώλιο και απετέλεσε φυσικά σημαντική συνιστώσα της οικονομίας αυτής της Αυτοκρατορίας. Από την Κωνσταντινούπολη, η τεχνική παραγωγής μεταξιού υψηλής ποιότητας αναπόφευκτα ταξίδεψε αργότερα στη Δυτική Ευρώπη, όπου οι Ιταλοί και οι Γάλλοι, αρχικά τουλάχιστον, έγιναν αυθεντίες και συνεχιστές της συγκεκριμένης τέχνης.
Πριν λοιπόν μάθουν οι Βυζαντινοί τα μυστικά της σηροτροφίας, οι Ρωμαίοι διαπραγματεύονταν αχόρταγα για το μετάξι, ένα ύφασμα που παραγόταν από μυστηριώδεις και μακρινούς ανθρώπους τους οποίους ονομάζονταν Seres. Οι τελευταίοι ήταν κάτοικοι της γης Serica, το όνομα της οποίας προήλθε από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους. Η λέξη σήμαινε »του μεταξιού» ή »οι άνθρωποι που προέρχονται από τη γη του μεταξιού», και πιστεύεται ότι προέρχεται από την Κινεζική λέξη για το μετάξι, si. Serica επιπροσθέτως, πρέπει να πούμε, είναι και η λατινική λέξη για τον όρο μετάξι. Οι Seresκαι η χώρα τους φυσικά ονομάστηκαν έτσι από το κεντρικό προϊόν της βιομηχανίας τους, το Ser ή τους μεταξοσκώληκες.
Ορισμένοι κλασικιστές πάντως υποστήριξαν ότι ήταν εξαιρετικά απίθανο πως ένα έθνος έπαιρνε το όνομα ενός εντόμου, ενώ ο Νορβηγός Οριενταλιστής του 19ου αιώνα, Christian Lassen (1800 – 1876), τους προσδιόρισε στα ιερά βιβλία των Ινδουιστών, ως »Caka, Tukhara και Kanka». Η μνεία όμως του λαού αυτού (Seres) ως κατασκευαστών και διανομέων του μεταξιού, είναι προγενέστερη της χώρας Serica. Αυτό έκανε μερικούς ιστορικούς να πιστεύουν ότι οι Έλληνες και Ρωμαίοι ονόμαζαν τους Κινέζους ως Sinae όταν τους προσέγγιζαν από τον Ειρηνικό Ωκεανό, αλλά Seres όταν ερχόντουσαν από τις Ασιατικές στέπες.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι Seres ήταν μια χαλαρή συνομοσπονδία των ανθρώπων Tocharian, οι οποίοι διαπραγματεύονταν και εμπορεύονταν με τους Ινδούς, τους Κινέζους και αργότερα μέσω των Πάρθων και των Σασσανιδών Περσών, με τους Ρωμαίους. Οι Tocharians ή Tokhariansήταν κάτοικοι των Μεσαιωνικών οάσεων και των πόλεων – κράτη στο βόρειο άκρο της λεκάνης Tarim, στη σημερινή Xinjiang της Κίνας. Η γλώσσα τους, ένας κλάδος της Ινδοευρωπαϊκής οικογένειας, είναι γνωστή από τα χειρόγραφα του 6ου έως τον 8ο μ.Χ. αιώνα, ενώ μετά αντικαταστάθηκαν από τις τουρκικές γλώσσες των φυλών των Ουιγούρων.
Μερικοί μελετητές συνέδεσαν τους Tocharians με τον πολιτισμό Afanasevo της Ανατολικής Σιβηρίας (περίπου 3500 έως 2500 π.Χ.), οι περισσότεροι από τους οποίους μετανάστευσαν από το Gansu στην Βακτριανή στο 2ο π.Χ. αιώνα και αργότερα στη βορειοδυτική Ινδία, όπου και ίδρυσαν την Αυτοκρατορία Kushan. Επανερχόμενοι στους Seres, ήταν καθολικά αποδεκτό, ότι αυτοί ήσαν έξυπνοι ειδικά στο εμπόριο, συνετοί, δίκαιοι και συμπονετικοί άνθρωποι, με ευγενική φύση, εθισμένοι περιέργως στην άνεση και κάποιας μορφής πολυτέλεια, την ειρήνη και την αρμονία. Για τους Ρωμαίους, το παλιό και αμοιβαία κερδοφόρο εμπόριο μαζί τους περιήλθε σε κίνδυνο όταν οι μεσάζοντες, τουτέστιν οι Πάρθοι, σφετερίστηκαν από τους Σασσανίδες.
Σύμφωνα με την παράδοση, οι Ρωμαίοι ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με το μετάξι στην ολέθρια μάχη της Carrhae. Η μάχη των Καρρών πραγματοποιήθηκε το 53 π.Χ. ανάμεσα στους Ρωμαίους του Μάρκου Λικίνιου Κράσσου και τους Πάρθους του Σουρένα, στις Κάρρες της Μεσοποταμίας, τη σημερινή Χαρράν της Τουρκίας. Κάποιες μαρτυρίες για τη μάχη ισχυρίζονται ότι ο στρατός των Πάρθων ξεδίπλωσε μαζικές ποσότητες μεταξένιων υφασμάτων και άλλων παρεμφερών αντικειμένων που έλαμπαν σε τέτοια ένταση ώστε η σύγχυση, ο φόβος και το θάμπωμα που επέφερε στις τάξεις των επτά Ρωμαϊκών λεγεώνων, συνέβαλε καθοριστικά στην ήττα τους.
Οι Ρωμαίοι, όμως, σύντομα έμαθαν να αγαπούν κι όχι να φοβούνται το μετάξι, σε τέτοιο βαθμό ώστε το 14 μ.Χ. ο Αυτοκράτορας Τιβέριος προσπάθησε ανεπιτυχώς να απαγορεύσει στους άνδρες του να φορούν ρούχα που γινόντουσαν από αυτό το »παρακμιακό» υλικό το οποίο ήρθε στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μέσω του εμπορίου με τις πόλεις της βόρειας Συρίας και του Ιράκ. Στην αρχή ενώ το δαπανηρό ύφασμα ήταν διαθέσιμο μόνο στους πολύ πλούσιους, αργότερα το μετάξι ήρθε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε τόσο μεγάλη ποσότητα, ώστε το 380 μ. Χ. ένας Ρωμαίος ιστορικός θα μπορούσε να αναφέρει με κάποια δόση υπερβολής ίσως, ότι το μετάξι ήταν άφθονο και ανέξοδο και εξαπλώθηκε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ακόμη και στους φτωχότερους.
Ήταν σίγουρα αρκετά κοινό κατά τον 4ο αιώνα, αφού το χρησιμοποιούσαν και για σάβανα στους ενταφιασμούς. Όσο σημαντικό όμως κι αν ήταν το μετάξι, δεν ήταν το μόνο στοιχείο και αγαθό που αντάλλασσαν, πωλούσαν και αγόραζαν στο Δρόμο του Μεταξιού. Από την Κίνα έρχονταν ο σίδηρος, η λάκα, οι πορσελάνες και βεβαίως πολλά άλλα βιομηχανικά εμπορεύματα. Σε αντάλλαγμα, η Κίνα ελάμβανε από τη Νότια Ασία, βαφές και μπαχαρικά, καθώς και Βουδιστικά κειμήλια και κείμενα, ενώ από την Κεντρική Ασία, δυνατά άλογα και πολύτιμο νεφρίτη. Κατά την διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων, η Δύση έστελνε προς ανατολάς χρωματιστά υαλικά, κεχριμπάρι, χάλκινα αγαλματίδια και ιδίως χρυσό και ασήμι.
Πράγματι, η κύρια μορφή πληρωμής από τη Ρωμαϊκή Δύση για το μετάξι και τα άλλα πολυτελή αγαθά της Ανατολής ήταν ο χρυσός, πράγμα που σημαίνει ότι ο Ρωμαϊκός κόσμος υπέφερε από ένα είδος εμπορικής και οικονομικής ανισορροπίας με την Ανατολή. Ο Ρωμαίος φιλόσοφος, φυσιοδίφης και ιστοριογράφος Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23 – 79 μ.Χ.), αναστατωμένος από όλη τη σπατάλη του πλούτου στην Αυτοκρατορία σημείωνε την επικίνδυνη εκροή συναλλάγματος από τη χώρα του προς την Ινδία. Από τον 3ο αιώνα και μετά, η ανισορροπία του εμπορίου συνέβαλε, κι αυτή με της σειρά της, σε μεγάλο βαθμό στη συνολική κοινωνική και οικονομική μιζέρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Μπορούμε να ισχυρισθούμε λοιπόν, ότι η κλασσική εποχή του Δρόμου του Μεταξιού, εκτεινόταν χρονικά από το 100 π. Χ. έως το 1500 μ.Χ. Μέσα σε αυτό το μεγάλο κομμάτι της ιστορίας, ο Δρόμος βίωσε μερικές περιόδους ιδιαίτερης άνθησης και υψίστης σημασίας. Υπήρχαν έτσι εποχές που το εμπόριο ενθαρρυνόταν στην Κίνα, κυρίως των βιομηχανικών προϊόντων. Πράγματι, στη διάρκεια της μακράς κλασσικής ιστορίας του, ο Δρόμος του Μεταξιού μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύστημα οδών και των απαραίτητων διακλαδώσεων που συνέδεαν τον βιομηχανικό γίγαντα του τότε κόσμου, δηλαδή την Κίνα, με την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή στη συνέχεια.
Η πρώτη χρυσή εποχή, η οποία είδε το πραγματικό άνοιγμα του δρόμου του μεταξιού, εκτεινόταν από το 100 π. Χ. έως το 200 μ.Χ., όταν δύο μεγάλες Αυτοκρατορίες, η Κίνα και η Ρώμη, αγκυροβολημένες στα άκρα του δρόμου του μεταξιού, καθώς και δύο άλλες Αυτοκρατορίες, η Αυτοκρατορία Kushan της βόρειας Ινδίας και του Αφγανιστάν και η Αυτοκρατορία των Πάρθων του Ιράν και του Ιράκ, παρείχαν την πολυπόθητη ασφάλεια για τη διακίνηση εμπορευμάτων και ανθρώπων σε όλη την καρδιά της εσωτερικής Ασίας. Το μετάξι όμως και πολλά άλλα προϊόντα είχαν ταξιδέψει μεγάλες αποστάσεις σε ολόκληρη την Ευρασία και πριν από την κλασσική εποχή του Δρόμου του Μεταξιού.
Η προϊστορική Κίνα εισήγαγε νεφρίτη από την Κεντρική Ασία και πριν από το 2000 π. Χ. Κινέζικο μετάξι που χρονολογείται στα 1500 π. Χ. βρέθηκε επίσης και στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν, ενώ κάποια κομμάτια μεταξιού βρέθηκαν σε Αιγυπτιακούς τάφους που χρονολογούνται περίπου στο μακρινό 1000 π. Χ. Η Κίνα όμως ήταν η κινητήρια δύναμη που οδηγούσε το εμπόριο του Δρόμου του Μεταξιού κατά τη διάρκεια τουλάχιστον τριών από τις τέσσερις χρυσές εποχές του, ενώ ο Δρόμος αυτός δεν θα άνοιγε και άκμαζε ποτέ, εάν δεν αποκτούσε η Κίνα τον έλεγχο της Κανσού (Gansu), περιοχής – κλειδί, βορειοδυτικά της πρωτεύουσας της Τσαγκάν (Chang an), η οποία ορίζεται από τα όρη Qilian στο νότο και την έρημο Γκόμπι (Gobi) στα βόρεια.
Η Τσαγκάν, γνωστή σήμερα ως Ξιάν (Xian), ήταν η αρχαία πρωτεύουσα για πάνω από δέκα δυναστείες στην ιστορία της Κίνας. Στην κυριολεξία σημαίνει »Αιώνια Ειρήνη». Κατά τη διάρκεια της βραχύβιας δυναστείας Xin, η πόλη μετονομάστηκε σε »Σταθερή Ειρήνη». Κατά τη δυναστεία των Μινγκ (Ming) το όνομά της άλλαξε πάλι σε Xian »Δυτική Ειρήνη», το οποίο παραμένει έως σήμερα. Η Κανσού με τη σειρά της, είναι επαρχία προς τα βορειοδυτικά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις Kang (φαρδύς) και su (νερό), και με κάποια ελευθερία στη μετάφραση θα την ονομάζαμε, »Περιοχή των υδάτινων πηγών».
Γεωγραφικά, κάπως πιο αναλυτικά, βρίσκεται ανάμεσα στα οροπέδια Θιβέτ και Χουανγκτού, και συνορεύει με τη Μογγολία στα βόρεια, την αυτόνομη περιφέρεια Ξιντζιάνγκ και την επαρχία Κινγκάι στα δυτικά, την επαρχία Σετσουάν νότια και την επαρχία Σαανξί ανατολικά. Ο Κίτρινος Ποταμός, διέρχεται μέσα από το νότιο τμήμα της επαρχίας. Ένας σκληροτράχηλος Τουρκικός ποιμενικός λαός, τον οποίο οι Κινέζοι ονόμαζαν Xiongnu, ήλεγχε αυτόν το διάδρομο κατά την έναρξη της εποχής των Χαν (202 π.Χ. – 220 μ.Χ.), αλλά κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αυτοκράτορα Han Wudi (βασίλεψε την περίοδο 141 – 87 π.Χ.) οι Κινέζοι απέσπασαν με επιτυχία τον έλεγχο της περιοχής αυτής, με μια σειρά από μάχες που ξεκίνησαν το 121 π.Χ.
Καθώς οι Han κινούνταν δυτικά, άλλο τόσο τα πήλινα αναχώματα και οι πύργοι που αποτελούσαν τις απαρχές δημιουργίας του Σινικού Τείχους συμβάδιζαν με τη δυτική επέκτασή του, τουλάχιστον μέχρι το τέλος της προαναφερθείσας περιοχής, πέρα από την οποία βρίσκονταν η Άγρια Δύση και οι διάφορες διαδρομές και παρακλάδια του Δρόμου του Μεταξιού. Ο υπομονετικός και υποψιασμένος ταξιδιώτης μπορεί και σήμερα να δει κάποια απομεινάρια αυτών των τειχών, δημιούργημα της δυναστείας των Μινγκ, η οποία κυβέρνησε την Κίνα το διάστημα 1368 – 1644.
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων χρυσών περιόδων του Δρόμου του Μεταξιού, αυτό το αποκαλούμενο τείχος, ήταν πολύ πιο μικρό με πεπλατυσμένους πύργους που χρησίμευαν για τον άνετο απρόσκοπτο οπτικό έλεγχο του πέριξ χώρου και την αποστολή μηνυμάτων καπνού με τη δική τους μυστική σημασία, μερικοί από τους οποίους συνδέονταν με πήλινα αναχώματα για την καθυστέρηση της διέλευσης των κτηνοτρόφων της περιοχής. Σε ένα έγγραφο του 8ου αιώνα καταγράφεται ότι τα αναχώματα αυτά είχαν οκτώ πόδια ύψος, ήταν δέκα πόδια φαρδιά στη βάση τους και τέσσερα πόδια σε ολόκληρη στην κορυφή του, γεγονός που υπαινίσσεται με γρήγορους υπολογισμούς, απότομη σχετικά γωνία ανάβασης για όσους εχθρούς επιχειρούσαν κάτι τέτοιο.
Ενώ τα αναχώματα σίγουρα καθυστερούσαν τους νομάδες, οι φρουρές στους πύργους ελέγχου, θα μπορούσαν, όπως είπαμε, να μεταδώσουν μηνύματα για περαιτέρω ενισχύσεις εάν αυτό κρινόταν απαραίτητο για την ασφάλεια. Με την επιτυχία των στρατιωτικών δυνάμεων του Han Wudi στη στενή εκείνη περιοχή, η Αυτοκρατορία αποκτούσε πρόσβαση για σταθερή προμήθεια των ονομαζόμενων »Ουράνιων Αλόγων» (Heavenly Horses ή επίσης γνωστών ως Dragon Horses). Αυτά τα υπέροχα άλογα από τα βοσκοτόπια της κοιλάδας Φεργκάνα (Fergana Valley) του ανατολικού Ουζμπεκιστάν, προσέδιδαν επιθετική δύναμη στο Κινεζικό ιππικό για την καταπολέμηση των νομάδων σε σχεδόν ισότιμη βάση.
Ο Κινέζος Αυτοκράτορας Wudi (βασίλεψε από 141 π.Χ. έως 87 π.Χ.) της δυναστείας Χαν, ήταν αληθινός οπαδός της ιππασίας και είχε ακούσει πολλές φορές γι αυτά τα άλογα που εξέτρεφαν κάποιες φυλές Ινδών και Σκύθων στη σημερινή έκταση της Κεντρικής Ασίας. Οι Ούννοι (Hsiung-nu), Τουρκο-Μογγόλοι νομάδες θεωρούνταν σοβαρή απειλή για την προσφάτως, από το τέλος του τρίτου αιώνα π.Χ., ενωμένη Κίνα. Το Σινικό Τείχος, ειρήσθω εν παρόδω, ολοκληρώθηκε στα 215 π.Χ. προκειμένου να προστατευθεί η Κίνα από τους αιμοδιψείς Hsiungnu, οι οποίοι είχαν τη συνήθεια να πίνουν το αίμα των σκοτωμένων εχθρών τους, από τα κρανία. Εξ ίσου φρικιαστική συνήθεια είχαν οι Ινδοευρωπαίοι νομάδες, όπως οι γνωστοί μας Σκύθες, οι οποίοι έπιναν το αίμα του πρώτου εχθρού που σκότωναν.
Γι αυτό ο Αυτοκράτορας Χαν Wudi (ο Υιός του Ουρανού), σχεδίασε μια μάχη με τους Hsiung-nu, για να τους κατατροπώσει και εκδιώξει μακριά από τα Κινεζικά σύνορα. Ήθελε όμως μαζί του ένα σύμμαχο, τους νομάδες TaYueh-Chih και για το σκοπό αυτό έστειλε εκεί έναν απεσταλμένο. Ο πρεσβευτής του, Chang Chien, καθ’ οδόν όμως συνελήφθη από τους Hsiung-nu, οι οποίοι τον κράτησαν κάπου δέκα χρόνια όμηρο, πριν μπορέσει να εκπληρώσει την αποστολή του. Ωστόσο ούτε οι Yueh-Chih τους οποίους επισκέφτηκε το έτος 128 π.Χ. στη Σογδιανή, στα βόρεια του Όξου (Αμού Νταριά) με πρωτεύουσα την Kienshih (Σαμαρκάνδη), ούτε o βασιλιάς Τα-γιουάν (Ta-yuan) στην κοιλάδα Φεργκάνα, έδειξαν το παραμικρό ενδιαφέρον, αφού δεν είχαν συμφέρον να πολεμήσουν τους Hsiung-nu.
Ο πρεσβευτής επέστρεψε στον Αυτοκράτορά του, αφού φυλακίστηκε όμως ενδιαμέσως πάλι από τους Hsiung-nu, για ένα περίπου χρόνο. Μερικά από τα άλογα που είχε δει στην κοιλάδα Φεργκάνα, τα άλογα Τα-γιουάν, του είχαν κάνει τρομακτική και αξέχαστη εντύπωση, με αποτέλεσμα να διηγηθεί όλες τις εμπειρίες του στον Αυτοκράτορα γι αυτά που ήταν απόγονοι των »Ουράνιων Αλόγων» (Heavenly Horses), με τα οποία σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να νικήσει τον αιώνιο εχθρό του, τους Hsiung-nu. Ο πρώτος πόλεμος στην ιστορία για άλογα, έγινε στα 104 π.Χ. Γύρω στο έτος αυτό λοιπόν, ο διορισμένος πρεσβευτής της Κίνας σκοτώθηκε, αφού οι κάτοικοι της κοιλάδας Φεργκάνα, δεν ήθελαν να δώσουν σε άλλους τα ανώτερα αυτά άλογα τα οποία θεωρούσαν αποκλειστικό θησαυρό της χώρας τους.
Ο Κινεζικός στρατός τότε, υπό τον στρατηγό LiKuang-li επιτέθηκε στον Τα-γιουάν (Ta-yuan) στην κοιλάδα Φεργκάνα, με σκοπό να πάρει βιαίως τα άλογα εκείνα, έχασε όμως τη μάχη και επέστρεψε στην πατρίδα του χωρίς αυτά. Οι ιστορικοί ονόμασαν τη μάχη αυτή ως την πρώτη που έγινε για την απόκτηση αλόγων. Το 102 π.Χ., δύο χρόνια αργότερα, εξήντα χιλιάδες άνδρες πάλι υπό τον στρατηγό Li Kuang-li, βάδισαν εναντίον της Φεργκάνα, στο δεύτερο πλέον πόλεμο για άλογα. Ο πόλεμος έληξε αφού η περιοχή της Φεργκάνα πρόσφερε στον Κινεζικό στρατό μερικές δεκάδες εκλεκτών αλόγων και τρείς χιλιάδες μεσαίας μάλλον κατηγορίας.
Όταν ο Κινέζος στρατηγός γύρισε πίσω, είχε στη διάθεσή του μόνον δέκα χιλιάδες άντρες και μόλις τα χίλια από τις τρεις χιλιάδες άλογα που κατόρθωσαν να επιβιώσουν από το μακρύ δρόμο για την Κίνα. Για να εξασφαλίσουν λοιπόν, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, αυτό το ζωτικό σύνδεσμο με τη γη στα δυτικά, οι Κινέζοι δεν επέκτειναν μόνο τους πύργους ελέγχου, αλλά δημιούργησαν επίσης τέσσερις οχυρωμένες πόλεις κατά μήκος της στενής αυτής περιοχής οι οποίες όπως είναι ευνόητο, παρείχαν αυξημένη ασφάλεια απέναντι στις επιθέσεις και εισβολές των νομάδων από τις στέπες. Ταυτοχρόνως όμως, μετατράπηκαν αναπόφευκτα και σε δημοφιλέστατα εμπορικά κέντρα.
Σε μία από αυτές τις πόλεις, την Zhangye, οι πρέσβεις είκοσι επτά διαφορετικών εδαφών συγκεντρώθηκαν γύρω στα τέλη του 6ου αιώνα, για ένα συνέδριο που αφορούσε τι άλλο από το εμπόριο, γεγονός που υποδήλωνε την εξέχουσα στρατηγική θέση και καθοριστικό ρόλο της Κίνας πάνω στο Δρόμο του Μεταξιού. Η Zhangye, σήμερα μια πόλη στη βορειοδυτική – κεντρική επαρχία της Κανσού (Gansu), της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που συνορεύει με την Εσωτερική Μογγολία προς τα βόρεια και την επαρχία Qinghaiστο νότο, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί το κέντρο του Διαδρόμου Hexi ή Gansu. Για ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της Κίνας, η περιοχή αυτή αποτελούσε μια φυσική δίοδο της Αυτοκρατορίας προς το τμήμα της Κεντρικής Ασίας.
Ενώ βεβαίως ήταν επίσης ένα σημαντικό τμήμα του Δρόμου του Μεταξιού. Στα ταξίδια του, ο Μάρκο Πόλο, περιγράφει ότι πέρασε ένα χρόνο σε μια πόλη που ονομαζόταν Campichu, η οποία έχει ταυτιστεί πλέον με την Γκανζού (Zhangye): »Η Campichu είναι πόλη της Tangut, πολύ μεγάλη και ευγενής. Πράγματι, είναι η θέση της κυβέρνησης του συνόλου της επαρχίας της Tangut. Οι άνθρωποι είναι ειδωλολάτρες, Σαρακηνοί και Χριστιανοί, και οι τελευταίοι έχουν τρεις πολύ όμορφες εκκλησίες στην πόλη, ενώ οι ειδωλολάτρες έχουν πολλούς υπουργούς και μοναστήρια. Μέσα σε αυτά έχουν τεράστιο αριθμό ειδώλων, μικρών και μεγάλων, ορισμένα από αυτά πολύ ψηλά, μερικά από τα οποία είναι από ξύλο, άλλα από πηλό και μερικά άλλα ακόμα κι από πέτρα. Είναι όλα γυαλισμένα και στη συνέχεια καλυμμένα με χρυσό».
Αν και οι πρεσβευτές ήταν υποχρεωμένοι να ταξιδεύουν μακριά κάποιες φορές, εν τούτοις στην αρχική τουλάχιστον φάση, την πρώτη χρυσή εποχή του Δρόμου του Μεταξιού, σχεδόν κανείς δεν κάλυπτε όλη τη διαδρομή, από την Ανατολική Ασία προς την Μεσόγειο ή το αντίστροφο, για προφανείς λόγους. Αντιθέτως, τα εμπορεύματα, οι ιδέες και όλα που προαναφέρθηκαν, περνούσαν μαζί από χέρι σε χέρι, από μυαλό σε μυαλό, κατά μήκος μιας σειράς συνδεδεμένων μεταξύ τους καραβανιών. Πράγματι, οι Πάρθοι ήταν τόσο αποφασισμένοι να επωφεληθούν από τον διερχόμενο και ολοένα αυξανόμενο πλούτο του Δρόμου του Μεταξιού, ώστε απαγόρευαν γενικώς στους εμπόρους να διέρχονται μέσα από τη γη τους, από το ένα άκρο στο άλλο.
Αντίθετα, τους ανάγκαζαν να σταματούν, να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους σε μεγάλες πόλεις, όπως για παράδειγμα τη Hatra στο Ιράκ, να πληρώσουν τα ενδεδειγμένα εμπορικά διόδια και στη συνέχεια να επιστρέψουν πίσω στον προορισμό τους. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που τα εδάφη των Πάρθων στο Ιράν και το Ιράκ έγιναν σπουδαίες περιοχές για τη μετάδοση όχι μόνο εμπορευμάτων, αλλά και ιδεών. Τα αγάλματα που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια των πρώτων πέντε αιώνων μ.Χ. κατά μήκος του δρόμου του μεταξιού, από την Περσία μέσω της Κεντρικής Ασίας έως την Κίνα, δείχνουν την υιοθέτηση και προσαρμογή κάποιων Ελληνορωμαϊκών τεχνικών γλυπτικής και καλλιτεχνικών γενικώς στυλ.
Δηλαδή το ρεαλισμό στην απεικόνιση των σωμάτων, τη χρήση κάποιου υφάσματος με τις απαραίτητες πτυχές για κάλυψη του κορμιού, την τεχνική contrapposto, δηλαδή τη στροφή του ισχίου και του ποδιού μακριά από τους ώμους και το κεφάλι για να μεταδώσει μια αίσθηση δυναμισμού σε ένα κατά τα άλλα στατικό άγαλμα, και τέλος την έμφαση στην έκφραση και τις λεπτομέρειες του προσώπου. Χάρη στις Ελληνορωμαϊκές επιρροές, ιδιαίτερα όπως έχει αποτυπωθεί από καλλιτέχνες της Αυτοκρατορίας Kushan στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν, η Βουδιστική γλυπτική τέχνη έφτασε σε αξιοζήλευτο πράγματι επίπεδο. Κατά παρόμοιο όμως τρόπο, η ζωγραφική στα Βουδιστικά σπήλαια κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, βασίστηκε σε πολλές και διαφορετικές παραδόσεις, όπως Ινδική, Περσική και Δυτική.
Το 1907, κατά τη διάρκεια ανασκαφών, ήρθαν στην επιφάνεια θραύσματα τοιχογραφίας στα ερείπια της πόλης Δρόμου του Μεταξιού Miran, η οποία βρίσκεται δυτικά της Dunhuang. Μέχρι που η πόλη της Miran εξαφανίστηκε κάτω από την άμμο της ερήμου τον 11ο αιώνα, ήταν ένα σημαντικότατο σημείο στάσης κατά μήκος εκείνης της νότιας διαδρομής στη λεκάνη Ταρίμ (Tarim Basin). Λίγα πράγματα παραμένουν από την Miran σήμερα, αλλά η ανακάλυψη των τοιχογραφιών της αποτελεί την καλύτερη μαρτυρία του τρόπου με τον οποίο έγινε ανάμιξη των ανατολικών και δυτικών πολιτισμών, κατά μήκος φυσικά πάντοτε του Δρόμου του Μεταξιού. Οι πίνακες που ανευρέθησαν στη Miran, φαίνεται να είναι όλοι έργο ενός καλλιτέχνη και των μαθητών του.
Σ’ ένα τμήμα τοιχογραφίας, φαίνεται το όνομα του καλλιτέχνη, Tita, που για ορισμένους μελετητές είναι Τουρκική παραλλαγή του Λατινικού ονόματος Titus. Πιθανόν αν κοιτάξουμε κάπως καλύτερα και με κάποια δόση φαντασίας τα κομμάτια, ο καλλιτέχνης να ήταν Ρωμαίος. Οι πίνακες παρουσιάζουν τους νέους θιασώτες του Βουδισμού, τα πρόσωπα των οποίων θυμίζουν την τέχνη Αιγυπτιακών και Ρωμαϊκών ζωγράφων ταφικών πορτρέτων. Κάπου εκείνη την εποχή, αναφερόμαστε στον 3ο και 4ο αιώνα μ.Χ., η ενότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας άρχισε να διαλύεται, και ένας από τους παράγοντες που επιδείνωσαν την κρίση, ήρθε από το Δρόμο του Μεταξιού.
Από τα μέσα του 2ου έως και τον 6ο αιώνα, μια σειρά νέων ασθενειών ταξίδεψαν κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, από την ανατολή προς δυσμάς, οι οποίες κατέστρεψαν την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Κάθε νέα ασθένεια, ιλαρά, ευλογιά και βουβωνική πανώλη, εμφανιζόταν μέσα σε ένα απροστάτευτο και ανύποπτο ανθρώπινο πληθυσμό και οδηγούσε σε αμέτρητους θανάτους και μαζικές εξοντώσεις κοινωνιών και περιοχών. Οι επιπτώσεις των αιφνιδίων θανάτων εκατομμυρίων κατοίκων της Μεσογείου κατά τη διάρκεια αυτών των τεσσάρων και μισού αιώνων, συνέβαλε σημαντικά και αποφασιστικά στον τελικό μετασχηματισμό του Ρωμαϊκού κόσμου.
Ανεξάρτητα των θανάτων αυτών όμως, το εμπόριο σε όλο το μήκος του Δρόμου του Μεταξιού συνεχίστηκε, μερικές φορές όμως κάπως αραιότερα, και μετά βεβαίως από την πτώση της δύναμης των Αυτοκρατοριών της Ρώμης και της Κίνας, που ακολούθησε. Κατά τον 4ο, 5ο και στις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ., το εμπόριο μεταξύ της Άπω Ανατολής και της Δύσης επιβραδύνθηκε μερικώς, αλλά ποτέ δεν εξαφανίστηκε εντελώς. Τα πλούτη που αποκτούσαν και είχαν στη διάθεσή τους οι έμποροι, τους έκαναν πρόθυμους και τους ωθούσαν να αντέξουν τους κινδύνους αυτού του δύσκολου και δύσβατου δικτύου των δρόμων που συνέδεαν την ανατολική με τη δυτική Ευρασία. Ο Δρόμος του Μεταξιού, ήταν πολυποίκιλα ελκυστικός για να τον αγνοήσουν.
Μαζί με όλα τα εμπορικά αγαθά, κατά μήκος αυτών των διαδρομών ταξίδευαν, όπως ήδη είπαμε, καλλιτεχνικά στυλ και φυσικά, θρησκείες. Έτσι βλέπουμε κάποια αποδεικτικά στοιχεία Βουδιστικών επιδρομών από την Ινδία στην δυτική Κίνα ήδη από τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., παρόλο που αρχικά ο Βουδισμός δεν ήταν και πολύ ευπρόσδεκτος εκεί, επειδή η μεταφυσική και κοσμοθεωρία του, ήταν ξένα στοιχεία προς τις βασικά κοσμικές, με οικογενειακό προσανατολισμό, αξίες της Κίνας. Αυτή η αντίσταση στα μηνύματα του Βουδισμού άρχισε να αλλάζει πλέον με την κατάρρευση της αυτοκρατορίας Χαν το 220 μ.Χ., με την Κίνα να εισέρχεται σε μια περίοδο πολιτικού κατακερματισμού που διήρκεσε κάπου τρεισήμισι αιώνες, μέχρι το έτος 589.
Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου πλήρους πολιτικής διχόνοιας, ένας αριθμός τουρκικών λαών διείσδυσε στις δυτικές και βόρειες περιφέρειες της Κίνας, με αποτέλεσμα τη σύσταση βασιλείων που ακολούθησαν Κινέζικα μοντέλα, εισάγοντας ταυτόχρονα μια ποικιλία Βουδιστικών πεποιθήσεων και πρακτικών. Ενώ όμως οι εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ της Μεσογείου και της Κίνας μειώθηκαν αισθητά μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας των Χαν, δεν παρατηρήθηκε το ίδιο κι ούτε υπήρξε καμία αξιόλογη πτώση στις σχέσεις και επαφές μεταξύ Κίνας και Ινδίας.
Αν μη τι άλλο, εντάθηκαν, καθώς η εισβολή του Βουδισμού στην Κίνα, από μια στάλα μετατράπηκε σε πλημμύρα, αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εν προκειμένω αυτή τη μεταφορά, κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων της πολιτικής αποδιάρθρωσης, γνωστού όντος ότι οι περισσότερες βεβαίως βουδιστικές επιρροές ήρθαν τελικά στην Κίνα, μέσω της Κεντρικής Ασίας ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.....
ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΝ ΤΟ ΜΕΤΑΞΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ
Είναι ένα απόλυτα φυσικό προϊόν που παράγεται από ένα ζωικό οργανισμό, χωρίς κανένα απολύτως χημικό. Η τριγωνική δομή της ίνας του την κάνει να λειτουργεί σαν πρίσμα και να αντανακλά ένα πολύ λαμπερό και »καθαρό» χρώμα. Τα παράλληλα στρώματα πρωτεΐνης στην ίνα του το κάνουν πολύ απαλό, έτσι ώστε όχι μόνο να μην ερεθίζει το δέρμα αλλά να είναι και πολύ ευχάριστο στην αφή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι γιατροί συνιστούν μεταξωτά ρούχα, σεντόνια κλπ, σε όσους έχουν δερματολογικά ή αλλεργικά προβλήματα. Έχει πολύ καλή συμπεριφορά στη θερμότητα, όντας άριστο μονωτικό και έτσι τα μεταξωτά ρούχα είναι ζεστά το χειμώνα και δροσερά το καλοκαίρι.
Παραμένει στεγνό ακόμη και αν έχει απορροφήσει το 30% του βάρους του σε νερό, γι’ αυτό και έχει πολύ καλή συμπεριφορά στον ανθρώπινο ιδρώτα.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ
Η ιστορία του μεταξιού χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι συνυφασμένη με Κινέζικους μύθους. Φαίνεται ότι πολλούς αιώνες πριν αρχίσει η κατεργασία του μεταξιού ο μεταξοσκώληκας ζούσε σε άγρια μορφή πάνω στα μορεόδενδρα. Σύμφωνα με τους Κινέζους συγγραφείς, η τέχνη της εκτροφής του μεταξοσκώληκα και η κατεργασία του μεταξιού ανακαλύφθηκε τυχαία από την Αυτοκράτειρα Σι Λιγκ Τσι γύρω στο 2690 π.Χ. Σύμφωνα με το μύθο ένα κουκούλι έπεσε πάνω στο βραστό νερό του τσαγιού της. Στην προσπάθειά της να το βγάλει έξω, τράβηξε μία εξαιρετικά λεπτή αλλά ανθεκτική κλωστή, την πρώτη μεταξωτή ίνα. Η ιστορία εξακριβώνει τους μύθους ότι η Κίνα είναι το πραγματικό λίκνο του μεταξιού.
Ο Κομφούκιος στο «Χρονιά των τεσσάρων πρώτων δυναστειών» αναφέρει πως η Αυτοκράτειρα Σι Λιγκ Τσι, η οποία ονομάστηκε «Θεά των μορέων και του σηρός», έκανε συστηματική εκτροφή του μεταξοσκώληκα στα ανάκτορά της και υποχρέωνε τις Κινέζες να παρακολουθούν μαθήματα σηροτροφίας, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη που ανήκε η κάθε μία. Πρώτη αυτή παρασκεύασε και έβαψε σε ποικίλα χρώματα το μετάξι και κατασκεύασε μεταξωτά υφάσματα για τις ανάγκες του Αυτοκράτορα και των μεγιστάνων της αυλής, που θεωρούνταν ιερά πρόσωπα, όπως ιερό και απόκρυφο ήταν και το μετάξι, πριν γενικευθεί η χρήση του στην Κίνα.
Επίσης έχουν βρεθεί κομμάτια μεταξωτού υφάσματος σε τάφους που βρίσκονται κοντά στο μέρος που θάφτηκε ο Αυτοκράτορας Χοανγκ-Τι. Οι Κινέζοι απαγόρευαν με αυστηρούς νόμους τη διάδοση της σηροτροφίας εκτός Κίνας, ενώ η εξαγωγή των σπόρων του μεταξοσκώληκα τιμωρούνταν με θάνατο. Επιτρεπόταν μόνο η εξαγωγή κατεργασμένων νημάτων και υφασμάτων. Η Ιαπωνία, οι Ινδίες, και η Περσία ήταν κέντρα εμπορίας του εξαγόμενου μεταξιού. Στη διάρκεια της δυναστείας των Τσου (1050 – 247 π.Χ.), οι Κινέζοι γράφουν και ζωγραφίζουν πάνω στο μετάξι και το μεταχειρίζονται στη σύνταξη των ετησίων καταλόγων.
Το Κινεζικό μετάξι ως εμπόρευμα της ανταλλαγής και της διπλωματίας, καθώς και ως υποκατάστατο κάποιου κοινού νομίσματος, ήταν ένα σημαντικό στοιχείο, ίσως το κυριότερο αγαθό, που μεταφερόταν συνεχώς κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού. Η ζήτησή του ήταν μεγάλη, ενώ το μυστικό της διαδικασίας παραγωγής του φυλασσόταν για μεγάλο διάστημα, καλά κρυμμένο. Ήδη από τον 5ο αιώνα μ.Χ. οι μεταξοσκώληκες εκτρέφονταν για το πολύτιμο νήμα τους στο βασίλειο Khotan της Κεντρικής Ασίας. Το Βασίλειο της Khotan ήταν ένα αρχαίο Βουδιστικό βασίλειο που βρισκόταν σε ένα παρακλάδι του Δρόμου του Μεταξιού που έτρεχε κατά μήκος της νότιας άκρης της ερήμου Τακλαμακάν στη λεκάνη Tarim.
Η περιοχή βρίσκεται στη σημερινή Xinjiang της Κίνας. Το βασίλειο, από ιστορικής πλευράς, υπήρχε για πάνω από χίλια χρόνια, μέχρι που κατακτήθηκε από τους Μουσουλμάνους εισβολείς, το 1006. Σύμφωνα με το μύθο λοιπόν, το επτασφράγιστο μυστικό της παραγωγής μεταξιού μεταφέρθηκε στο Khotan από μια Κινέζα πριγκίπισσα. Αρραβωνιασμένη με τον βασιλιά της Khotan, μετέφερε κρυφά αυγά μεταξοσκώληκα στην κόμμωσή της και σπόρους μουριάς ως προίκα. Αργότερα ίδρυσε ένα Βουδιστικό μοναστήρι, όπου εκτρέφονταν οι πρώτοι μεταξοσκώληκες του Khotan,έτσι ώστε η περιοχή να μετατραπεί σε ένα κέντρο παραγωγής μεταξιού και της ανάλογης ύφανσης.
Κάπου στα μέσα του 6ου αιώνα, το μυστικό του μεταξιού έφθασε βεβαίως και στην Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής ή Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και με τον τρόπο αυτό η ιστορία του συνεχίστηκε από τους μοναχούς της Κεντρικής Ασίας. Κι όταν οι Βυζαντινοί έγιναν επιτέλους γνώστες της παραγωγής και όλων των κρυφών μυστικών του μεταξιού, η μεταξουργία έγινε Αυτοκρατορικό μονοπώλιο και απετέλεσε φυσικά σημαντική συνιστώσα της οικονομίας αυτής της Αυτοκρατορίας. Από την Κωνσταντινούπολη, η τεχνική παραγωγής μεταξιού υψηλής ποιότητας αναπόφευκτα ταξίδεψε αργότερα στη Δυτική Ευρώπη, όπου οι Ιταλοί και οι Γάλλοι, αρχικά τουλάχιστον, έγιναν αυθεντίες και συνεχιστές της συγκεκριμένης τέχνης.
Πριν λοιπόν μάθουν οι Βυζαντινοί τα μυστικά της σηροτροφίας, οι Ρωμαίοι διαπραγματεύονταν αχόρταγα για το μετάξι, ένα ύφασμα που παραγόταν από μυστηριώδεις και μακρινούς ανθρώπους τους οποίους ονομάζονταν Seres. Οι τελευταίοι ήταν κάτοικοι της γης Serica, το όνομα της οποίας προήλθε από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους. Η λέξη σήμαινε »του μεταξιού» ή »οι άνθρωποι που προέρχονται από τη γη του μεταξιού», και πιστεύεται ότι προέρχεται από την Κινεζική λέξη για το μετάξι, si. Serica επιπροσθέτως, πρέπει να πούμε, είναι και η λατινική λέξη για τον όρο μετάξι. Οι Seresκαι η χώρα τους φυσικά ονομάστηκαν έτσι από το κεντρικό προϊόν της βιομηχανίας τους, το Ser ή τους μεταξοσκώληκες.
Ορισμένοι κλασικιστές πάντως υποστήριξαν ότι ήταν εξαιρετικά απίθανο πως ένα έθνος έπαιρνε το όνομα ενός εντόμου, ενώ ο Νορβηγός Οριενταλιστής του 19ου αιώνα, Christian Lassen (1800 – 1876), τους προσδιόρισε στα ιερά βιβλία των Ινδουιστών, ως »Caka, Tukhara και Kanka». Η μνεία όμως του λαού αυτού (Seres) ως κατασκευαστών και διανομέων του μεταξιού, είναι προγενέστερη της χώρας Serica. Αυτό έκανε μερικούς ιστορικούς να πιστεύουν ότι οι Έλληνες και Ρωμαίοι ονόμαζαν τους Κινέζους ως Sinae όταν τους προσέγγιζαν από τον Ειρηνικό Ωκεανό, αλλά Seres όταν ερχόντουσαν από τις Ασιατικές στέπες.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι Seres ήταν μια χαλαρή συνομοσπονδία των ανθρώπων Tocharian, οι οποίοι διαπραγματεύονταν και εμπορεύονταν με τους Ινδούς, τους Κινέζους και αργότερα μέσω των Πάρθων και των Σασσανιδών Περσών, με τους Ρωμαίους. Οι Tocharians ή Tokhariansήταν κάτοικοι των Μεσαιωνικών οάσεων και των πόλεων – κράτη στο βόρειο άκρο της λεκάνης Tarim, στη σημερινή Xinjiang της Κίνας. Η γλώσσα τους, ένας κλάδος της Ινδοευρωπαϊκής οικογένειας, είναι γνωστή από τα χειρόγραφα του 6ου έως τον 8ο μ.Χ. αιώνα, ενώ μετά αντικαταστάθηκαν από τις τουρκικές γλώσσες των φυλών των Ουιγούρων.
Μερικοί μελετητές συνέδεσαν τους Tocharians με τον πολιτισμό Afanasevo της Ανατολικής Σιβηρίας (περίπου 3500 έως 2500 π.Χ.), οι περισσότεροι από τους οποίους μετανάστευσαν από το Gansu στην Βακτριανή στο 2ο π.Χ. αιώνα και αργότερα στη βορειοδυτική Ινδία, όπου και ίδρυσαν την Αυτοκρατορία Kushan. Επανερχόμενοι στους Seres, ήταν καθολικά αποδεκτό, ότι αυτοί ήσαν έξυπνοι ειδικά στο εμπόριο, συνετοί, δίκαιοι και συμπονετικοί άνθρωποι, με ευγενική φύση, εθισμένοι περιέργως στην άνεση και κάποιας μορφής πολυτέλεια, την ειρήνη και την αρμονία. Για τους Ρωμαίους, το παλιό και αμοιβαία κερδοφόρο εμπόριο μαζί τους περιήλθε σε κίνδυνο όταν οι μεσάζοντες, τουτέστιν οι Πάρθοι, σφετερίστηκαν από τους Σασσανίδες.
Σύμφωνα με την παράδοση, οι Ρωμαίοι ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με το μετάξι στην ολέθρια μάχη της Carrhae. Η μάχη των Καρρών πραγματοποιήθηκε το 53 π.Χ. ανάμεσα στους Ρωμαίους του Μάρκου Λικίνιου Κράσσου και τους Πάρθους του Σουρένα, στις Κάρρες της Μεσοποταμίας, τη σημερινή Χαρράν της Τουρκίας. Κάποιες μαρτυρίες για τη μάχη ισχυρίζονται ότι ο στρατός των Πάρθων ξεδίπλωσε μαζικές ποσότητες μεταξένιων υφασμάτων και άλλων παρεμφερών αντικειμένων που έλαμπαν σε τέτοια ένταση ώστε η σύγχυση, ο φόβος και το θάμπωμα που επέφερε στις τάξεις των επτά Ρωμαϊκών λεγεώνων, συνέβαλε καθοριστικά στην ήττα τους.
Οι Ρωμαίοι, όμως, σύντομα έμαθαν να αγαπούν κι όχι να φοβούνται το μετάξι, σε τέτοιο βαθμό ώστε το 14 μ.Χ. ο Αυτοκράτορας Τιβέριος προσπάθησε ανεπιτυχώς να απαγορεύσει στους άνδρες του να φορούν ρούχα που γινόντουσαν από αυτό το »παρακμιακό» υλικό το οποίο ήρθε στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μέσω του εμπορίου με τις πόλεις της βόρειας Συρίας και του Ιράκ. Στην αρχή ενώ το δαπανηρό ύφασμα ήταν διαθέσιμο μόνο στους πολύ πλούσιους, αργότερα το μετάξι ήρθε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε τόσο μεγάλη ποσότητα, ώστε το 380 μ. Χ. ένας Ρωμαίος ιστορικός θα μπορούσε να αναφέρει με κάποια δόση υπερβολής ίσως, ότι το μετάξι ήταν άφθονο και ανέξοδο και εξαπλώθηκε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ακόμη και στους φτωχότερους.
Ήταν σίγουρα αρκετά κοινό κατά τον 4ο αιώνα, αφού το χρησιμοποιούσαν και για σάβανα στους ενταφιασμούς. Όσο σημαντικό όμως κι αν ήταν το μετάξι, δεν ήταν το μόνο στοιχείο και αγαθό που αντάλλασσαν, πωλούσαν και αγόραζαν στο Δρόμο του Μεταξιού. Από την Κίνα έρχονταν ο σίδηρος, η λάκα, οι πορσελάνες και βεβαίως πολλά άλλα βιομηχανικά εμπορεύματα. Σε αντάλλαγμα, η Κίνα ελάμβανε από τη Νότια Ασία, βαφές και μπαχαρικά, καθώς και Βουδιστικά κειμήλια και κείμενα, ενώ από την Κεντρική Ασία, δυνατά άλογα και πολύτιμο νεφρίτη. Κατά την διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων, η Δύση έστελνε προς ανατολάς χρωματιστά υαλικά, κεχριμπάρι, χάλκινα αγαλματίδια και ιδίως χρυσό και ασήμι.
Πράγματι, η κύρια μορφή πληρωμής από τη Ρωμαϊκή Δύση για το μετάξι και τα άλλα πολυτελή αγαθά της Ανατολής ήταν ο χρυσός, πράγμα που σημαίνει ότι ο Ρωμαϊκός κόσμος υπέφερε από ένα είδος εμπορικής και οικονομικής ανισορροπίας με την Ανατολή. Ο Ρωμαίος φιλόσοφος, φυσιοδίφης και ιστοριογράφος Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23 – 79 μ.Χ.), αναστατωμένος από όλη τη σπατάλη του πλούτου στην Αυτοκρατορία σημείωνε την επικίνδυνη εκροή συναλλάγματος από τη χώρα του προς την Ινδία. Από τον 3ο αιώνα και μετά, η ανισορροπία του εμπορίου συνέβαλε, κι αυτή με της σειρά της, σε μεγάλο βαθμό στη συνολική κοινωνική και οικονομική μιζέρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Μπορούμε να ισχυρισθούμε λοιπόν, ότι η κλασσική εποχή του Δρόμου του Μεταξιού, εκτεινόταν χρονικά από το 100 π. Χ. έως το 1500 μ.Χ. Μέσα σε αυτό το μεγάλο κομμάτι της ιστορίας, ο Δρόμος βίωσε μερικές περιόδους ιδιαίτερης άνθησης και υψίστης σημασίας. Υπήρχαν έτσι εποχές που το εμπόριο ενθαρρυνόταν στην Κίνα, κυρίως των βιομηχανικών προϊόντων. Πράγματι, στη διάρκεια της μακράς κλασσικής ιστορίας του, ο Δρόμος του Μεταξιού μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύστημα οδών και των απαραίτητων διακλαδώσεων που συνέδεαν τον βιομηχανικό γίγαντα του τότε κόσμου, δηλαδή την Κίνα, με την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή στη συνέχεια.
Η πρώτη χρυσή εποχή, η οποία είδε το πραγματικό άνοιγμα του δρόμου του μεταξιού, εκτεινόταν από το 100 π. Χ. έως το 200 μ.Χ., όταν δύο μεγάλες Αυτοκρατορίες, η Κίνα και η Ρώμη, αγκυροβολημένες στα άκρα του δρόμου του μεταξιού, καθώς και δύο άλλες Αυτοκρατορίες, η Αυτοκρατορία Kushan της βόρειας Ινδίας και του Αφγανιστάν και η Αυτοκρατορία των Πάρθων του Ιράν και του Ιράκ, παρείχαν την πολυπόθητη ασφάλεια για τη διακίνηση εμπορευμάτων και ανθρώπων σε όλη την καρδιά της εσωτερικής Ασίας. Το μετάξι όμως και πολλά άλλα προϊόντα είχαν ταξιδέψει μεγάλες αποστάσεις σε ολόκληρη την Ευρασία και πριν από την κλασσική εποχή του Δρόμου του Μεταξιού.
Η προϊστορική Κίνα εισήγαγε νεφρίτη από την Κεντρική Ασία και πριν από το 2000 π. Χ. Κινέζικο μετάξι που χρονολογείται στα 1500 π. Χ. βρέθηκε επίσης και στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν, ενώ κάποια κομμάτια μεταξιού βρέθηκαν σε Αιγυπτιακούς τάφους που χρονολογούνται περίπου στο μακρινό 1000 π. Χ. Η Κίνα όμως ήταν η κινητήρια δύναμη που οδηγούσε το εμπόριο του Δρόμου του Μεταξιού κατά τη διάρκεια τουλάχιστον τριών από τις τέσσερις χρυσές εποχές του, ενώ ο Δρόμος αυτός δεν θα άνοιγε και άκμαζε ποτέ, εάν δεν αποκτούσε η Κίνα τον έλεγχο της Κανσού (Gansu), περιοχής – κλειδί, βορειοδυτικά της πρωτεύουσας της Τσαγκάν (Chang an), η οποία ορίζεται από τα όρη Qilian στο νότο και την έρημο Γκόμπι (Gobi) στα βόρεια.
Η Τσαγκάν, γνωστή σήμερα ως Ξιάν (Xian), ήταν η αρχαία πρωτεύουσα για πάνω από δέκα δυναστείες στην ιστορία της Κίνας. Στην κυριολεξία σημαίνει »Αιώνια Ειρήνη». Κατά τη διάρκεια της βραχύβιας δυναστείας Xin, η πόλη μετονομάστηκε σε »Σταθερή Ειρήνη». Κατά τη δυναστεία των Μινγκ (Ming) το όνομά της άλλαξε πάλι σε Xian »Δυτική Ειρήνη», το οποίο παραμένει έως σήμερα. Η Κανσού με τη σειρά της, είναι επαρχία προς τα βορειοδυτικά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις Kang (φαρδύς) και su (νερό), και με κάποια ελευθερία στη μετάφραση θα την ονομάζαμε, »Περιοχή των υδάτινων πηγών».
Γεωγραφικά, κάπως πιο αναλυτικά, βρίσκεται ανάμεσα στα οροπέδια Θιβέτ και Χουανγκτού, και συνορεύει με τη Μογγολία στα βόρεια, την αυτόνομη περιφέρεια Ξιντζιάνγκ και την επαρχία Κινγκάι στα δυτικά, την επαρχία Σετσουάν νότια και την επαρχία Σαανξί ανατολικά. Ο Κίτρινος Ποταμός, διέρχεται μέσα από το νότιο τμήμα της επαρχίας. Ένας σκληροτράχηλος Τουρκικός ποιμενικός λαός, τον οποίο οι Κινέζοι ονόμαζαν Xiongnu, ήλεγχε αυτόν το διάδρομο κατά την έναρξη της εποχής των Χαν (202 π.Χ. – 220 μ.Χ.), αλλά κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αυτοκράτορα Han Wudi (βασίλεψε την περίοδο 141 – 87 π.Χ.) οι Κινέζοι απέσπασαν με επιτυχία τον έλεγχο της περιοχής αυτής, με μια σειρά από μάχες που ξεκίνησαν το 121 π.Χ.
Καθώς οι Han κινούνταν δυτικά, άλλο τόσο τα πήλινα αναχώματα και οι πύργοι που αποτελούσαν τις απαρχές δημιουργίας του Σινικού Τείχους συμβάδιζαν με τη δυτική επέκτασή του, τουλάχιστον μέχρι το τέλος της προαναφερθείσας περιοχής, πέρα από την οποία βρίσκονταν η Άγρια Δύση και οι διάφορες διαδρομές και παρακλάδια του Δρόμου του Μεταξιού. Ο υπομονετικός και υποψιασμένος ταξιδιώτης μπορεί και σήμερα να δει κάποια απομεινάρια αυτών των τειχών, δημιούργημα της δυναστείας των Μινγκ, η οποία κυβέρνησε την Κίνα το διάστημα 1368 – 1644.
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων χρυσών περιόδων του Δρόμου του Μεταξιού, αυτό το αποκαλούμενο τείχος, ήταν πολύ πιο μικρό με πεπλατυσμένους πύργους που χρησίμευαν για τον άνετο απρόσκοπτο οπτικό έλεγχο του πέριξ χώρου και την αποστολή μηνυμάτων καπνού με τη δική τους μυστική σημασία, μερικοί από τους οποίους συνδέονταν με πήλινα αναχώματα για την καθυστέρηση της διέλευσης των κτηνοτρόφων της περιοχής. Σε ένα έγγραφο του 8ου αιώνα καταγράφεται ότι τα αναχώματα αυτά είχαν οκτώ πόδια ύψος, ήταν δέκα πόδια φαρδιά στη βάση τους και τέσσερα πόδια σε ολόκληρη στην κορυφή του, γεγονός που υπαινίσσεται με γρήγορους υπολογισμούς, απότομη σχετικά γωνία ανάβασης για όσους εχθρούς επιχειρούσαν κάτι τέτοιο.
Ενώ τα αναχώματα σίγουρα καθυστερούσαν τους νομάδες, οι φρουρές στους πύργους ελέγχου, θα μπορούσαν, όπως είπαμε, να μεταδώσουν μηνύματα για περαιτέρω ενισχύσεις εάν αυτό κρινόταν απαραίτητο για την ασφάλεια. Με την επιτυχία των στρατιωτικών δυνάμεων του Han Wudi στη στενή εκείνη περιοχή, η Αυτοκρατορία αποκτούσε πρόσβαση για σταθερή προμήθεια των ονομαζόμενων »Ουράνιων Αλόγων» (Heavenly Horses ή επίσης γνωστών ως Dragon Horses). Αυτά τα υπέροχα άλογα από τα βοσκοτόπια της κοιλάδας Φεργκάνα (Fergana Valley) του ανατολικού Ουζμπεκιστάν, προσέδιδαν επιθετική δύναμη στο Κινεζικό ιππικό για την καταπολέμηση των νομάδων σε σχεδόν ισότιμη βάση.
Ο Κινέζος Αυτοκράτορας Wudi (βασίλεψε από 141 π.Χ. έως 87 π.Χ.) της δυναστείας Χαν, ήταν αληθινός οπαδός της ιππασίας και είχε ακούσει πολλές φορές γι αυτά τα άλογα που εξέτρεφαν κάποιες φυλές Ινδών και Σκύθων στη σημερινή έκταση της Κεντρικής Ασίας. Οι Ούννοι (Hsiung-nu), Τουρκο-Μογγόλοι νομάδες θεωρούνταν σοβαρή απειλή για την προσφάτως, από το τέλος του τρίτου αιώνα π.Χ., ενωμένη Κίνα. Το Σινικό Τείχος, ειρήσθω εν παρόδω, ολοκληρώθηκε στα 215 π.Χ. προκειμένου να προστατευθεί η Κίνα από τους αιμοδιψείς Hsiungnu, οι οποίοι είχαν τη συνήθεια να πίνουν το αίμα των σκοτωμένων εχθρών τους, από τα κρανία. Εξ ίσου φρικιαστική συνήθεια είχαν οι Ινδοευρωπαίοι νομάδες, όπως οι γνωστοί μας Σκύθες, οι οποίοι έπιναν το αίμα του πρώτου εχθρού που σκότωναν.
Γι αυτό ο Αυτοκράτορας Χαν Wudi (ο Υιός του Ουρανού), σχεδίασε μια μάχη με τους Hsiung-nu, για να τους κατατροπώσει και εκδιώξει μακριά από τα Κινεζικά σύνορα. Ήθελε όμως μαζί του ένα σύμμαχο, τους νομάδες TaYueh-Chih και για το σκοπό αυτό έστειλε εκεί έναν απεσταλμένο. Ο πρεσβευτής του, Chang Chien, καθ’ οδόν όμως συνελήφθη από τους Hsiung-nu, οι οποίοι τον κράτησαν κάπου δέκα χρόνια όμηρο, πριν μπορέσει να εκπληρώσει την αποστολή του. Ωστόσο ούτε οι Yueh-Chih τους οποίους επισκέφτηκε το έτος 128 π.Χ. στη Σογδιανή, στα βόρεια του Όξου (Αμού Νταριά) με πρωτεύουσα την Kienshih (Σαμαρκάνδη), ούτε o βασιλιάς Τα-γιουάν (Ta-yuan) στην κοιλάδα Φεργκάνα, έδειξαν το παραμικρό ενδιαφέρον, αφού δεν είχαν συμφέρον να πολεμήσουν τους Hsiung-nu.
Ο πρεσβευτής επέστρεψε στον Αυτοκράτορά του, αφού φυλακίστηκε όμως ενδιαμέσως πάλι από τους Hsiung-nu, για ένα περίπου χρόνο. Μερικά από τα άλογα που είχε δει στην κοιλάδα Φεργκάνα, τα άλογα Τα-γιουάν, του είχαν κάνει τρομακτική και αξέχαστη εντύπωση, με αποτέλεσμα να διηγηθεί όλες τις εμπειρίες του στον Αυτοκράτορα γι αυτά που ήταν απόγονοι των »Ουράνιων Αλόγων» (Heavenly Horses), με τα οποία σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να νικήσει τον αιώνιο εχθρό του, τους Hsiung-nu. Ο πρώτος πόλεμος στην ιστορία για άλογα, έγινε στα 104 π.Χ. Γύρω στο έτος αυτό λοιπόν, ο διορισμένος πρεσβευτής της Κίνας σκοτώθηκε, αφού οι κάτοικοι της κοιλάδας Φεργκάνα, δεν ήθελαν να δώσουν σε άλλους τα ανώτερα αυτά άλογα τα οποία θεωρούσαν αποκλειστικό θησαυρό της χώρας τους.
Ο Κινεζικός στρατός τότε, υπό τον στρατηγό LiKuang-li επιτέθηκε στον Τα-γιουάν (Ta-yuan) στην κοιλάδα Φεργκάνα, με σκοπό να πάρει βιαίως τα άλογα εκείνα, έχασε όμως τη μάχη και επέστρεψε στην πατρίδα του χωρίς αυτά. Οι ιστορικοί ονόμασαν τη μάχη αυτή ως την πρώτη που έγινε για την απόκτηση αλόγων. Το 102 π.Χ., δύο χρόνια αργότερα, εξήντα χιλιάδες άνδρες πάλι υπό τον στρατηγό Li Kuang-li, βάδισαν εναντίον της Φεργκάνα, στο δεύτερο πλέον πόλεμο για άλογα. Ο πόλεμος έληξε αφού η περιοχή της Φεργκάνα πρόσφερε στον Κινεζικό στρατό μερικές δεκάδες εκλεκτών αλόγων και τρείς χιλιάδες μεσαίας μάλλον κατηγορίας.
Όταν ο Κινέζος στρατηγός γύρισε πίσω, είχε στη διάθεσή του μόνον δέκα χιλιάδες άντρες και μόλις τα χίλια από τις τρεις χιλιάδες άλογα που κατόρθωσαν να επιβιώσουν από το μακρύ δρόμο για την Κίνα. Για να εξασφαλίσουν λοιπόν, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, αυτό το ζωτικό σύνδεσμο με τη γη στα δυτικά, οι Κινέζοι δεν επέκτειναν μόνο τους πύργους ελέγχου, αλλά δημιούργησαν επίσης τέσσερις οχυρωμένες πόλεις κατά μήκος της στενής αυτής περιοχής οι οποίες όπως είναι ευνόητο, παρείχαν αυξημένη ασφάλεια απέναντι στις επιθέσεις και εισβολές των νομάδων από τις στέπες. Ταυτοχρόνως όμως, μετατράπηκαν αναπόφευκτα και σε δημοφιλέστατα εμπορικά κέντρα.
Σε μία από αυτές τις πόλεις, την Zhangye, οι πρέσβεις είκοσι επτά διαφορετικών εδαφών συγκεντρώθηκαν γύρω στα τέλη του 6ου αιώνα, για ένα συνέδριο που αφορούσε τι άλλο από το εμπόριο, γεγονός που υποδήλωνε την εξέχουσα στρατηγική θέση και καθοριστικό ρόλο της Κίνας πάνω στο Δρόμο του Μεταξιού. Η Zhangye, σήμερα μια πόλη στη βορειοδυτική – κεντρική επαρχία της Κανσού (Gansu), της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που συνορεύει με την Εσωτερική Μογγολία προς τα βόρεια και την επαρχία Qinghaiστο νότο, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί το κέντρο του Διαδρόμου Hexi ή Gansu. Για ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της Κίνας, η περιοχή αυτή αποτελούσε μια φυσική δίοδο της Αυτοκρατορίας προς το τμήμα της Κεντρικής Ασίας.
Ενώ βεβαίως ήταν επίσης ένα σημαντικό τμήμα του Δρόμου του Μεταξιού. Στα ταξίδια του, ο Μάρκο Πόλο, περιγράφει ότι πέρασε ένα χρόνο σε μια πόλη που ονομαζόταν Campichu, η οποία έχει ταυτιστεί πλέον με την Γκανζού (Zhangye): »Η Campichu είναι πόλη της Tangut, πολύ μεγάλη και ευγενής. Πράγματι, είναι η θέση της κυβέρνησης του συνόλου της επαρχίας της Tangut. Οι άνθρωποι είναι ειδωλολάτρες, Σαρακηνοί και Χριστιανοί, και οι τελευταίοι έχουν τρεις πολύ όμορφες εκκλησίες στην πόλη, ενώ οι ειδωλολάτρες έχουν πολλούς υπουργούς και μοναστήρια. Μέσα σε αυτά έχουν τεράστιο αριθμό ειδώλων, μικρών και μεγάλων, ορισμένα από αυτά πολύ ψηλά, μερικά από τα οποία είναι από ξύλο, άλλα από πηλό και μερικά άλλα ακόμα κι από πέτρα. Είναι όλα γυαλισμένα και στη συνέχεια καλυμμένα με χρυσό».
Αν και οι πρεσβευτές ήταν υποχρεωμένοι να ταξιδεύουν μακριά κάποιες φορές, εν τούτοις στην αρχική τουλάχιστον φάση, την πρώτη χρυσή εποχή του Δρόμου του Μεταξιού, σχεδόν κανείς δεν κάλυπτε όλη τη διαδρομή, από την Ανατολική Ασία προς την Μεσόγειο ή το αντίστροφο, για προφανείς λόγους. Αντιθέτως, τα εμπορεύματα, οι ιδέες και όλα που προαναφέρθηκαν, περνούσαν μαζί από χέρι σε χέρι, από μυαλό σε μυαλό, κατά μήκος μιας σειράς συνδεδεμένων μεταξύ τους καραβανιών. Πράγματι, οι Πάρθοι ήταν τόσο αποφασισμένοι να επωφεληθούν από τον διερχόμενο και ολοένα αυξανόμενο πλούτο του Δρόμου του Μεταξιού, ώστε απαγόρευαν γενικώς στους εμπόρους να διέρχονται μέσα από τη γη τους, από το ένα άκρο στο άλλο.
Αντίθετα, τους ανάγκαζαν να σταματούν, να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους σε μεγάλες πόλεις, όπως για παράδειγμα τη Hatra στο Ιράκ, να πληρώσουν τα ενδεδειγμένα εμπορικά διόδια και στη συνέχεια να επιστρέψουν πίσω στον προορισμό τους. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που τα εδάφη των Πάρθων στο Ιράν και το Ιράκ έγιναν σπουδαίες περιοχές για τη μετάδοση όχι μόνο εμπορευμάτων, αλλά και ιδεών. Τα αγάλματα που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια των πρώτων πέντε αιώνων μ.Χ. κατά μήκος του δρόμου του μεταξιού, από την Περσία μέσω της Κεντρικής Ασίας έως την Κίνα, δείχνουν την υιοθέτηση και προσαρμογή κάποιων Ελληνορωμαϊκών τεχνικών γλυπτικής και καλλιτεχνικών γενικώς στυλ.
Δηλαδή το ρεαλισμό στην απεικόνιση των σωμάτων, τη χρήση κάποιου υφάσματος με τις απαραίτητες πτυχές για κάλυψη του κορμιού, την τεχνική contrapposto, δηλαδή τη στροφή του ισχίου και του ποδιού μακριά από τους ώμους και το κεφάλι για να μεταδώσει μια αίσθηση δυναμισμού σε ένα κατά τα άλλα στατικό άγαλμα, και τέλος την έμφαση στην έκφραση και τις λεπτομέρειες του προσώπου. Χάρη στις Ελληνορωμαϊκές επιρροές, ιδιαίτερα όπως έχει αποτυπωθεί από καλλιτέχνες της Αυτοκρατορίας Kushan στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν, η Βουδιστική γλυπτική τέχνη έφτασε σε αξιοζήλευτο πράγματι επίπεδο. Κατά παρόμοιο όμως τρόπο, η ζωγραφική στα Βουδιστικά σπήλαια κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, βασίστηκε σε πολλές και διαφορετικές παραδόσεις, όπως Ινδική, Περσική και Δυτική.
Το 1907, κατά τη διάρκεια ανασκαφών, ήρθαν στην επιφάνεια θραύσματα τοιχογραφίας στα ερείπια της πόλης Δρόμου του Μεταξιού Miran, η οποία βρίσκεται δυτικά της Dunhuang. Μέχρι που η πόλη της Miran εξαφανίστηκε κάτω από την άμμο της ερήμου τον 11ο αιώνα, ήταν ένα σημαντικότατο σημείο στάσης κατά μήκος εκείνης της νότιας διαδρομής στη λεκάνη Ταρίμ (Tarim Basin). Λίγα πράγματα παραμένουν από την Miran σήμερα, αλλά η ανακάλυψη των τοιχογραφιών της αποτελεί την καλύτερη μαρτυρία του τρόπου με τον οποίο έγινε ανάμιξη των ανατολικών και δυτικών πολιτισμών, κατά μήκος φυσικά πάντοτε του Δρόμου του Μεταξιού. Οι πίνακες που ανευρέθησαν στη Miran, φαίνεται να είναι όλοι έργο ενός καλλιτέχνη και των μαθητών του.
Σ’ ένα τμήμα τοιχογραφίας, φαίνεται το όνομα του καλλιτέχνη, Tita, που για ορισμένους μελετητές είναι Τουρκική παραλλαγή του Λατινικού ονόματος Titus. Πιθανόν αν κοιτάξουμε κάπως καλύτερα και με κάποια δόση φαντασίας τα κομμάτια, ο καλλιτέχνης να ήταν Ρωμαίος. Οι πίνακες παρουσιάζουν τους νέους θιασώτες του Βουδισμού, τα πρόσωπα των οποίων θυμίζουν την τέχνη Αιγυπτιακών και Ρωμαϊκών ζωγράφων ταφικών πορτρέτων. Κάπου εκείνη την εποχή, αναφερόμαστε στον 3ο και 4ο αιώνα μ.Χ., η ενότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας άρχισε να διαλύεται, και ένας από τους παράγοντες που επιδείνωσαν την κρίση, ήρθε από το Δρόμο του Μεταξιού.
Από τα μέσα του 2ου έως και τον 6ο αιώνα, μια σειρά νέων ασθενειών ταξίδεψαν κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, από την ανατολή προς δυσμάς, οι οποίες κατέστρεψαν την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Κάθε νέα ασθένεια, ιλαρά, ευλογιά και βουβωνική πανώλη, εμφανιζόταν μέσα σε ένα απροστάτευτο και ανύποπτο ανθρώπινο πληθυσμό και οδηγούσε σε αμέτρητους θανάτους και μαζικές εξοντώσεις κοινωνιών και περιοχών. Οι επιπτώσεις των αιφνιδίων θανάτων εκατομμυρίων κατοίκων της Μεσογείου κατά τη διάρκεια αυτών των τεσσάρων και μισού αιώνων, συνέβαλε σημαντικά και αποφασιστικά στον τελικό μετασχηματισμό του Ρωμαϊκού κόσμου.
Ανεξάρτητα των θανάτων αυτών όμως, το εμπόριο σε όλο το μήκος του Δρόμου του Μεταξιού συνεχίστηκε, μερικές φορές όμως κάπως αραιότερα, και μετά βεβαίως από την πτώση της δύναμης των Αυτοκρατοριών της Ρώμης και της Κίνας, που ακολούθησε. Κατά τον 4ο, 5ο και στις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ., το εμπόριο μεταξύ της Άπω Ανατολής και της Δύσης επιβραδύνθηκε μερικώς, αλλά ποτέ δεν εξαφανίστηκε εντελώς. Τα πλούτη που αποκτούσαν και είχαν στη διάθεσή τους οι έμποροι, τους έκαναν πρόθυμους και τους ωθούσαν να αντέξουν τους κινδύνους αυτού του δύσκολου και δύσβατου δικτύου των δρόμων που συνέδεαν την ανατολική με τη δυτική Ευρασία. Ο Δρόμος του Μεταξιού, ήταν πολυποίκιλα ελκυστικός για να τον αγνοήσουν.
Μαζί με όλα τα εμπορικά αγαθά, κατά μήκος αυτών των διαδρομών ταξίδευαν, όπως ήδη είπαμε, καλλιτεχνικά στυλ και φυσικά, θρησκείες. Έτσι βλέπουμε κάποια αποδεικτικά στοιχεία Βουδιστικών επιδρομών από την Ινδία στην δυτική Κίνα ήδη από τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., παρόλο που αρχικά ο Βουδισμός δεν ήταν και πολύ ευπρόσδεκτος εκεί, επειδή η μεταφυσική και κοσμοθεωρία του, ήταν ξένα στοιχεία προς τις βασικά κοσμικές, με οικογενειακό προσανατολισμό, αξίες της Κίνας. Αυτή η αντίσταση στα μηνύματα του Βουδισμού άρχισε να αλλάζει πλέον με την κατάρρευση της αυτοκρατορίας Χαν το 220 μ.Χ., με την Κίνα να εισέρχεται σε μια περίοδο πολιτικού κατακερματισμού που διήρκεσε κάπου τρεισήμισι αιώνες, μέχρι το έτος 589.
Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου πλήρους πολιτικής διχόνοιας, ένας αριθμός τουρκικών λαών διείσδυσε στις δυτικές και βόρειες περιφέρειες της Κίνας, με αποτέλεσμα τη σύσταση βασιλείων που ακολούθησαν Κινέζικα μοντέλα, εισάγοντας ταυτόχρονα μια ποικιλία Βουδιστικών πεποιθήσεων και πρακτικών. Ενώ όμως οι εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ της Μεσογείου και της Κίνας μειώθηκαν αισθητά μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας των Χαν, δεν παρατηρήθηκε το ίδιο κι ούτε υπήρξε καμία αξιόλογη πτώση στις σχέσεις και επαφές μεταξύ Κίνας και Ινδίας.
Αν μη τι άλλο, εντάθηκαν, καθώς η εισβολή του Βουδισμού στην Κίνα, από μια στάλα μετατράπηκε σε πλημμύρα, αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εν προκειμένω αυτή τη μεταφορά, κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων της πολιτικής αποδιάρθρωσης, γνωστού όντος ότι οι περισσότερες βεβαίως βουδιστικές επιρροές ήρθαν τελικά στην Κίνα, μέσω της Κεντρικής Ασίας ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου