Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ[Μέρος Α΄]

Η  ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΡΗΣΚΕΙΑ     
Η  ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΡΗΣΚΕΙΑ
(από τη Φανή Σοκόλη - Τζήκα)

Η παρακάτω ομιλία είναι της Φανής Σοκόλη Τζήκα -φιλολόγου- και εκφωνήθηκε στα πλαίσια των μαθημάτων της Κλασικής Παιδείας στο Μαξίμειο Πνευματικό Κέντρο σε 2 μαθήματα στις 11 και 18 Μαρτίου 2015 .επιμέλεια



ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μέρος Α΄
  Εξετάζοντας το θέμα μας καθαρά από φιλολογική άποψη και όχι από ιδεολογική, χωρίς συμβολισμούς και συγκρίσεις, θα πρέπει καταρχάς να διευκρινίσουμε πως χρησιμοποιούμε τον οικείο σε εμάς όρο θρησκεία για να μπορούμε να συνεννοούμαστε. Αυτό που ονομάζουμε αρχαία ελληνική θρησκεία είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο με πολλές ιδιαιτερότητες. Και τούτο διότι καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας δεν υπήρχε ένα ενιαίο δόγμα στο οποίο πίστευαν οι Έλληνες. Υπήρχαν διαφορετικές δοξασίες και εμπειρίες. Υπήρχαν οι Ολύμπιες και οι Χθόνιες λατρείες δηλ. οι λατρείες του καθαρού αέρα στις κορυφές του ιερού βουνού, του Ολύμπου, με τα χαρακτηριστικά της νηφαλιότητας, της ξεγνοιασιάς και της αμεσότητας, αλλά και οι λατρείες της γης με το χαρακτηριστικό της έκστασης. Υπήρχαν ακόμη οι λατρείες των περιοχών που βρίσκονται κάτω από αυτήν, που συχνά χαρακτηρίζονται από το σκοτάδι, την υποβλητικότητα και τη μυστικιστική λαχτάρα για  ένωση του ανθρώπου με το θεό.
   Επίσης πρέπει να προσέξουμε και το εξής: σήμερα όταν μιλούμε για θρησκείες εννοούμε πως οι πιστοί της καθεμιάς έχουν συνείδηση ότι ανήκουν σε διαφορετικούς θρησκευτικούς κόσμους, ότι η μια θρησκεία αποκλείει την άλλη, πχ ένας χριστιανός δεν είναι δυνατόν να αυτοαποκαλείται μωαμεθανός ή και το αντίστροφο. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο με τις θρησκείες της αρχαίας Ελλάδας και του ελληνορωμαϊκού παγανισμού. Ένας αρχαίος Έλληνας μπορούσε κάλλιστα να συμμετέχει με ευλάβεια και στη λατρεία του ολύμπιου Δία και στα μυστήρια της Δήμητρας και της κόρης της, της Περσεφόνης, προς τιμή των οποίων τελούνταν αυτά τα μυστήρια. Άλλωστε  είχε πατέρα τον Δία ο οποίος μπορούσε να προσφωνείται και χθόνιος και ολύμπιος, όπως και άλλοι θεοί. Επίσης, για τον Έλληνα οι θεοί ήταν κάτι τόσο φυσικό και αυτονόητο ώστε ποτέ του δεν αναρωτήθηκε αν άλλοι λαοί θα μπορούσαν να έχουν διαφορετική πίστη ή διαφορετικούς θεούς. Ήταν οι ίδιοι θεοί με διαφορετικά ονόματα, και μπορούσαν, οι περισσότεροι, να αντιστοιχούν σε ελληνικές αντιλήψεις. Δεν ήταν θέμα ανεξιθρησκίας αλλά η έλλειψη συνείδησης στο νου του πιστού ότι υπήρχαν διαφορές.
   Προτού αναφερθούμε στο θρησκευτικό αίσθημα των Ελλήνων και στις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που το διαμόρφωσαν έτσι όπως το συναντούμε στην ομηρική ποίηση, στην αρχαϊκή, στην κλασική και στην ελληνιστική εποχή, ας κάνουμε μια γενική περιγραφή των εξωτερικών χαρακτηριστικών της αρχαίας ελληνικής θρησκείας στην πιο καθολική τους μορφή.
ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ 
 Οι θεοί του Ομήρου αποτελούν έναν καλά ταξινομημένο και έλλογο κόσμο, είναι «οι ρεία ζώοντες», ζουν άνετα με μια κινητικότητα, ζωντάνια, απαλλαγμένοι από τη ζοφερότητα του θανάτου αλλά σύμφωνα με μία τάξη την οποία δεν μπορούν να αλλάξουν, όπως πχ το θάνατο των ανθρώπων.
Η πολιτεία τους είχε επικεφαλής το Δία, τον πρώτο θεό, κατά το πρότυπο του μυκηναϊκού δεσπότη. Είναι βασιλιάς, οι άλλοι θεοί και ένα πλήθος θεοτήτων, όλοι με καθορισμένες σφαίρες επιρροής, είναι υποτελείς του, τους οποίους μαζεύει στο παλάτι του, στον Όλυμπο, για να τους συμβουλευτεί ή για να συνεορτάσουν, ενώ συχνά καταφεύγει σε σκληρά λόγια ή πράξεις για να τους συμμορφώσει, όταν προβάλλουν τα δικά τους συμφέροντα, σε αντίθεση με τη θέληση του. Το κύρος του Ομήρου ενστάλαξε τόσο σταθερά στην αντίληψη των Ελλήνων την ιδέα της πολιτείας των θεών κάτω από το σκήπτρο του Δία, ώστε εκμηδένισε την πολιτική επανάσταση που αρκετά νωρίς, όπως θα δούμε παρακάτω, κατήργησε τη βασιλεία και την αντικατέστησε με αριστοκρατία και αργότερα με δημοκρατία. Στη γη μπορεί να ήταν δημοκρατία αλλά στους ουρανούς υπήρχε μοναρχία. Ο Ησίοδος προσπάθησε να εκσυγχρονίσει την αντίληψη, κάνοντας τους θεούς να εκλέγουν το Δία για βασιλιά, ύστερα από τη νίκη του στους Τιτάνες, αλλά αυτό δεν κίνησε την προσοχή. Στον Όμηρο ο Δίας κληρονόμησε τη θέση ως πρωτότοκος. Ο Ησίοδος τακτοποίησε τους πολυάριθμους θεούς σε ένα οικογενειακό δένδρο, αρχίζοντας από την κοσμογονία, την προέλευση του κόσμου, η οποία είναι η αρχή μιας κοσμογονικής θεωρίας που αναπτύχθηκε αργότερα σε φυσική φιλοσοφία, γιαυτό και κράτησε μυθολογικά ονόματα για τα στοιχεία της.
  Οι ομηρικοί θεοί, γνωστοί πολύ πριν από τον Όμηρο, όπως φαίνεται και από τις ισχνές αναφορές των ονομάτων τους στις επιγραφές της Πύλου (1200πΧ) και της Κνωσσού, αλλά και εκείνοι για τους οποίους λέει ελάχιστα, όπως η Δήμητρα, η θεά της γεωργίας,  και ο Διόνυσος, ο θεός αρχικά της εκστατικής θρησκείας, ήταν κοινό κτήμα όλων, λατρεύονταν και έξω από τον Όμηρο παντού, και μάλιστα ήταν συνδεδεμένοι με ορισμένους τόπους, που θεωρούνταν ιεροί. Και εδώ πια φθάνουμε στο ζήτημα της λαϊκής πίστης, το άλογο στοιχείο της οποίας  ποτέ δε σταμάτησε να συνοδεύει τους Έλληνες σε όλες τις εκδηλώσεις της καθημερινής τους ζωής: στην αγορά, στις γιορτές της πόλης, στη γέννηση, στην ενηλικίωση, στο θάνατο.
  Η Ελλάδα δεν είχε επαγγελματίες ιερείς. Στα παλιά χρόνια τα ιερά καθήκοντα μαζί με τις κοσμικές υποθέσεις τα είχε ο βασιλιάς, και όταν καταργήθηκε η βασιλεία τα ανέλαβε ένας δημόσιος λειτουργός που στην Αθήνα διατήρησε τον τίτλο του βασιλιά ως έκφραση θρησκευτικού συντηρητισμού. Οι ιερείς λοιπόν, ήταν ευυπόληπτοι πολίτες που παράλληλα με τις καθημερινές τους δραστηριότητες, είχαν καθήκον να επιβλέπουν τη λατρεία ενός θεού, και να φροντίζουν το ναό του. Σε αντίθεση με την Ανατολή, όπου η λόγια δραστηριότητα, παράδοση, θεωρητική μελέτη, αρχές επιστήμης βρίσκονταν στα χέρια του ιερατείου, όλα αυτά στην Ελλάδα ήταν δουλειά των λαϊκών, των ποιητών και των διανοουμένων από την αρχή. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, αφού αποτέλεσε, την προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ελεύθερης σκέψης, της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Αυτό το καθεστώς ίσως έχει την προέλευσή του σε παλιούς χρόνους, όταν ο πατέρας της οικογένειας, ως αρχηγός του σπιτιού, φρόντιζε και για τη λατρεία, τις σχέσεις ανάμεσα στην οικογένεια και την ανώτερη δύναμη. Άλλωστε οι θρησκευτικές δραστηριότητες ήταν από την αρχή συνδεδεμένες με την κοινότητα στις διάφορες μορφές της, και αποτελούσαν μέρος της καθημερινής ζωής με έναν τρόπο πολύ πιο εντατικό και σε πολύ περισσότερες περιπτώσεις, που δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε σήμερα.
  Η λατρεία των νεκρών, των προγόνων, ένωνε τους ζωντανούς με τα μέλη της οικογένειας και της φυλής που είχαν φύγει από τη ζωή. Ήταν υποχρεωτικό το ιερό καθήκον να φέρνουν προσφορές στους τάφους, σπονδές και δώρα, αφού υπήρχε και ο φόβος ότι ο νεκρός εκδικούνταν, όταν αυτές παραμελούνταν. Και φυσικά ήταν  υποχρεωτικό το ιερό καθήκον για την ταφή, ρίχνοντας έστω τρεις χούφτες χώμα πάνω στο νεκρό σώμα. Η ταφή, οι ιεροτελεστίες, τα γεύματα, πολλές φορές με σπάταλη επίδειξη, έπρεπε να τηρηθούν στο σπίτι που πενθούσε, και ως δείγμα υπερηφάνειας της φυλής και της ατομικής υπόληψης.
   Η οικιακή λατρεία με τις δικές της ιδιόμορφες εκφάνσεις, αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την κοινότητα και τα μέρη που την αποτελούσαν, την οικογένεια και τη φυλή, ήταν πολύ σημαντική με κεντρικό της σημείο την Εστία, τον οικιακό βωμό, πάνω στον οποίο γίνονταν τελετές προς τιμή των οικογενειακών θεών, σε κάθε ευκαιρία. Τα μέλη της κοινότητας έπρεπε να δείχνουν σεβασμό προς τους θεούς που τους προστάτευαν, και αυτή η πίστη, η συλλογική ευσέβεια, έδενε τα μέλη σε μια συνειδητή ένωση σε σχέση με την υπέρτερη δύναμη. Έξω από την κοινότητα το άτομο δεν είχε ούτε σπίτι ούτε ανάπαυση και μάλιστα τιμωρούνταν αυστηρά, όταν έβγαινε από αυτήν, ενώ η προσβολή των θεών μπορούσε να επιφέρει τιμωρία εκ μέρους τους όχι μόνο για το φταίχτη αλλά και για τη φυλή και την πόλη του. Έπρεπε λοιπόν να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της λατρείας, για να εξασφαλίζει την ευλογία των θεών και για την οικογένεια και για την κοινότητα. Το πόσο ισχυρός ήταν αυτός ο θεσμός της οικιακής λατρείας με κεντρικό της σημείο την Εστία, φαίνεται και από το γεγονός ότι ο Κλεισθένης, όταν έκανε τις δημοκρατικές του μεταρρυθμίσεις όχι μόνο στο πολιτικό πεδίο αλλά και στο θρησκευτικό, διαμόρφωσε τη θρησκεία της πολιτείας πάνω σε αυτή της οικογένειας και κατ’επέκταση της φυλής. Το θρησκευτικό κέντρο της Πολιτείας ήταν η Εστία, και από αυτήν έπαιρναν οι άποικοι τη φλόγα και τη μετέφεραν στις νέες πόλεις που θεμελίωναν μακριά, για την καρδιά της δικής τους νέας Πολιτείας.
    Ο βωμός δεν έλειπε ποτέ, γιατί η θυσία ενός ζώου ήταν η κεντρική τελετή της ελληνικής θρησκείας. Από τα μέρη που ψήνονταν άλλα προορίζονταν για τους θεούς και άλλα για τους προσκυνητές. Η τελετή αυτή ήταν κατά ένα τρόπο μια κοινωνία, ένα από κοινού γεύμα, που ένωνε θεούς και ανθρώπους σε ένα δεσμό του οποίου η αδιάρρηκτη ιερότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό κάθε παλαιού πολιτισμού. Βεβαίως, όλη αυτή η ιεροτελεστία συχνά έχανε κάθε εσωτερικό νόημα και κατέληγε σε μια πανήγυρη, σε μια γιορτή. Πάντως είναι γεγονός ότι οι πανηγύρεις ήταν οι πιο εμφανείς εκδηλώσεις συλλογικής θρησκείας, αλλά και ο καθένας ήταν ελεύθερος να πλησιάσει στους θεούς του μαζί με την οικογένειά του, για να τους ευχαριστήσει ή να ζητήσει κάτι.
    Φυσικά, αυτός που πλησιάζει τους θεούς για να τους προσφέρει θυσία, να επισκεφτεί τον ιερό τόπο τους ή να τους ζητήσει κάτι, έπρεπε να είναι απαλλαγμένος από κάθε μίασμα, να είναι τελετουργικά αγνός. Πολλές οι αφορμές για μίανση στην καθημερινή ζωή: Μπορούσαν να μολυνθούν όχι μόνον από μεγάλα παραπτώματα, όπως ένας φόνος, αλλά και από την απλή συμμετοχή στην κοινωνική ζωή, ακόμη και από την προθυμία να επωμίζονται τα βάρη της, πχ το νεκροστόλισμα, η βοήθεια σε γέννα ή σε λεχώνα κλπ. Υπήρχαν και πολλοί τρόποι εξαγνισμού. Προσευχές, πολυειδείς προσφορές και τελετουργικοί καθαρμοί, κυρίως με νερό, ήταν τα μέσα με τα οποία εξασφάλιζαν την εύνοια των θεών και μπορούσαν να ξαναρχίσουν την καθημερινή, θεάρεστη ζωή τους.
   Εκτός από τους μεγάλους θεούς υπήρχαν οι μικρότεροι θεοί, οι τοπικοί θεοί, οι ποτάμιοι θεοί, οι νύμφες, ακόμη και ήρωες που λατρεύονταν σε πολυάριθμους ιερούς τόπους. Ο Ελληνικός ναός δεν ήταν ένα κτίριο όπου μαζεύονταν οι πιστοί μέσα για να προσευχηθούν αλλά η κατοικία του θεού, όπου βρισκόταν το ομοίωμά του και φυλασσόταν η περιουσία του. Βεβαίως οι μεγαλοπρεπείς ναοί, όπως ο Παρθενών, είχαν τη θρησκευτική τους αξία αλλά σίγουρα ήταν και τρόπος να δείξουν οι ισχυροί τη δύναμη και τη δόξα τους. Πιθανότατα τα φτωχά και ταπεινά ιερά, περιστοιχισμένα από δένδρα, που δεν επιτρεπόταν να κοπούν, και κοντά σε μια πηγή, ήταν πιο αγαπητά από το λαό, και χάριζαν ένα αίσθημα ειρήνης και ανάπαυσης και μπορεί ακόμη και την αίσθηση ότι ήταν πιο κοντά στο θεό.  
  Η τέχνη της μαντείας και τα μαντεία αποτελούσαν σημαντικό μέρος της θρησκείας και ασκούσανε βαθιά επίδραση στην ατομική και κοινωνική ζωή των ανθρώπων. Η θέληση του θεού να φωτίσει τα μελλοντικά γεγονότα με διάφορα σημάδια ήταν απόλυτα πιστευτή και οι αρχαίοι ποτέ δεν αμφέβαλλαν για τη δυνατότητα να προβλέψουν το μέλλον μέσα από σημάδια ή όνειρα που στέλνονταν και αυτά από τους θεούς. Αυτή ήταν και η δουλειά των μάντεων: να ερμηνεύουν αλλά και να επιβάλλουν τις θελήσεις των θεών που τους προστάτευαν. Η συμβουλή του μαντείου ζητιόταν για όλα τα ζητήματα της καθημερινής ζωής αλλά και η πολιτεία στις δημοκρατικές λαϊκές συνάξεις της, αποφάσιζε μεν για όλα τα θρησκευτικά θέματα, και όχι μόνον, αλλά αναγνώριζε και τη δύναμη των θεών ζητώντας επικύρωση από τα μαντεία λ.χ για ζητήματα αλλαγής σε παλιές λατρείες και την εισαγωγή νέων, εφόσον βεβαίως δεν κινδύνευε το συμφέρον της. Πιο σημαντικό το μαντείο των Δελφών, το οποίο εξελίχθηκε σε μεγάλο θρησκευτικό αλλά και πολιτικό και οικονομικό κέντρο, έως ότου αποσύρθηκαν οι θεοί.
Αυτά ήταν σε γενικές γραμμές οι εξωτερικές μορφές αυτού που αποκαλούμε αρχαία ελληνική θρησκεία.
    Στο εξής θα προσπαθήσουμε να διαγράψουμε το πνεύμα που έκανε αυτές τις μορφές να ζουν.

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΩΝ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΕΠΩΝ
Ας ξεκινήσουμε από τον Όμηρο:
   Τα ομηρικά έπη, χωρίς να θεωρούνται ιερά κείμενα, άσκησαν πολύ μεγάλη επίδραση στη σκέψη των Ελλήνων. Η ανθρωπομορφία των θεών, εντυπώθηκε από την αρχή στην ελληνική σκέψη, και έτσι ζούσαν στη συνείδηση του ελληνικού λαού, αλλά και στην τέχνη και τη φιλολογία του. Αυτή όμως η ανθρωπομορφία  έγινε αφορμή να τεθεί το θέμα της θρησκευτικότητας των επών ήδη από την αρχαιότητα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
   Σπουδαίοι μελετητές θεωρούν πως η λεγόμενη ομηρική θρησκεία «στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου θρησκεία» (Murray), ή ότι «αυτό το ολοκληρωτικά ανθρωπομορφικό σύστημα δεν έχει καμία σχέση με την αληθινή θρησκεία ή ηθική και οι θεοί αυτοί αποτελούν μια τερπνή, χαρούμενη εφεύρεση των ποιητών» (Bowra). Παρόμοια θέση είχαν και αρχαίοι επικριτές του Ομήρου, ενώ ο  Ηρόδοτος, ο πατέρας της ιστορίας, αναφέρει ότι ο Όμηρος μαζί με τον Ησίοδο, δημιούργησε τους θεούς, τη γενεαλογία τους, τις προσωνυμίες τους, τις διαβαθμίσεις τους, τις απασχολήσεις τους και την εξωτερική τους μορφή, που ως ένα βαθμό είναι αλήθεια, όμως στην πραγματικότητα οι θεοί είναι πολύ παλαιότεροι από αυτόν και ανεικονικοί, αφού δεν υπάρχει καμία παράσταση της Μυκηναϊκής εποχής και μεταγενέστερα που να τους απεικονίζει.  Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι, κυρίως στην Οδύσσεια, οι διάφοροι ήρωες, οι κανονικοί ή συνηθισμένοι άνθρωποι, που διηγούνται τις εμπειρίες τους, πιο κοντά στην πραγματικότητα, μιλούν αόριστα για ένα θεό ή θεούς  ή ακόμη για ένα δαίμονα, ως αόριστες θεϊκές δυνάμεις που είναι υπεύθυνες για το τι συνέβη. Ο ποιητής όμως, όταν περιγράφει ένα γεγονός γνωρίζει ποιος θεός παρενέβη, και δίνει το όνομά του, δηλ. ο Όμηρος προσωποποιεί τους θεούς, όχι φυσικά γιατί είναι όμοιοι με τους ανθρώπους, άλλωστε το να ισχυριστεί κανείς κάτι τέτοιο αποτελούσε ύβρη, αλλά γιατί μόνον έτσι θα μπορούσε να παρουσιάσει την   ποικιλότροπη επέμβασή τους ζωντανή στη φαντασία των ακροατών και ως αοιδός να τους τέρψει, γιαυτό άλλωστε και δε διστάζει και να αστειευτεί μαζί τους. Αυτός είναι πιθανότατα και ο λόγος, που οι Έλληνες δεν διολίσθησαν στον μαγικό τύπο της θρησκείας, όπως οι ανατολικοί λαοί.
   Αφού λοιπόν κύριο μέλημα του Ομήρου ήταν η ποίηση, επόμενο είναι να μη βρούμε μέσα στο έργο του ένα θεολογικό σύστημα απόλυτα οργανωμένο και ολοκληρωμένο. Η αντίληψη όμως για το θείο, με την  αίσθηση της καθημερινής εξάρτησης από αυτό, έτσι όπως αποτυπώνεται στον Όμηρο, καθρεφτίζει μια πραγματική θρησκευτική πίστη. Μόνο που δεν γνωρίζουμε ποια στοιχεία της ανήκουν σε προγενέστερες εποχές και ποια στην εποχή του Ομήρου. Έτσι πώς μπορούμε να πούμε πως είναι άθρησκα τα έπη;  
Ας προσπαθήσουμε να σχηματίσουμε μια εικόνα αυτής της θρησκευτικής αντίληψης.
  Ιδιαιτέρως στην Ιλιάδα υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της απόλυτης εξάρτησης του ανθρώπου από το θείο. «έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας» ακούμε ήδη στο προοίμιό της. Κοντά στους θεούς ή και πάνω από αυτούς υπάρχει και η πίστη σε μια απρόσωπη μοίρα, το μερτικό στις χαρές και στις λύπες που αναλογεί σε κάθε άνθρωπο, και που έχει ένα τέλος: το θάνατο. Οι δύο ανώτατες αυτές δυνάμεις, θεοί και μοίρα, συνεργάζονται, συνυπάρχουν για να γίνει το θέλημά τους, ενώ ο άνθρωπος είναι αδύναμος, αξιολύπητος  απέναντί τους.
   Στην μεταγενέστερη Οδύσσεια ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει την αδυναμία του αλλά συγχρόνως αγωνίζεται αποφασιστικά με ευστροφία και καρτερικότητα να διατηρήσει την ύπαρξή του μέσα σε όλη την «αμηχανίην»(ι295), όπως έκανε στη σπηλιά του Κύκλωπα και όχι μόνον.
     Στον ομηρικό κόσμο συναντούμε ποικίλες θεϊκές επεμβάσεις, οι οποίες από ένα ανώτερο επίπεδο ελέγχουν και δίνουν νόημα στην επίγεια δράση. Με τις επεμβάσεις αυτές θα λέγαμε πως ο ποιητής προσπαθεί να κατανοήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά, γιαυτό και έχουν  μια φυσικότητα, ένα λογικό ρυθμό. Ακολουθούν ή πρέπει να ακολουθούν κανόνες, μια αριστοκρατική εθιμοτυπία (Αχιλλέας – Αθηνά: «ει κε πίθηαι»= αν θέλεις να με υπακούσεις) (ιλ.Α188-218)( η φυσικότητα έγκειται στο ότι  θα μπορούσε κανείς να πει πως ο Αχιλλέας αυτοσυγκρατήθηκε: «ακόμη και αν ο άνθρωπος είναι υπερβολικά οργισμένος είναι προτιμότερο να ακολουθήσει τη συμβουλή των θεών»). Στον Όμηρο ο ελληνικός θεός, μπορεί να χτυπά, να εξαπατά ή να καταδικάζει τον άνθρωπο αλλά ποτέ δεν τον κονιορτοποιεί με αφύσικες καταστροφές και ολέθρους, αντιθέτως, κάθε φορά που συμμαχεί μαζί του τον ανυψώνει, τον κάνει ελεύθερο, δυνατό, θαρραλέο και προχωρεί στη δράση με πεποίθηση. Ούτε ο άνθρωπος φοβάται στο αντίκρισμα του θεού. Έκπληξη, απορία και θαυμασμό είναι τα αισθήματα που του προκαλεί η εμφάνιση ενός θεού. Ο ομηρικός άνθρωπος στέκεται ελεύθερος μπροστά στο θεό του υπερήφανος και μετριόφρων, όταν δέχεται θεϊκό δώρο, ενώ, όταν πρέπει να υποφέρει εξαιτίας του θεού, δεν ταπεινώνεται ούτε υποκύπτει αλλά θαρραλέα υπομένει αυτήν την εχθρότητα, όπως ο Οδυσσέας την οργή του Ποσειδώνα, ( η φυσικότητα έγκειται στο ότι η θάλασσα συχνά είναι τρικυμιώδης) σε μια επισφαλή ισορροπία ανάμεσα στην ταπεινοφροσύνη και την αλαζονεία. Εξού και η ύβρις, όταν κλονίζεται αυτή η ισορροπία που θα την συναντήσουμε κυρίως στην αρχαϊκή εποχή.
   Εμείς όμως θα εστιάσουμε σε δύο συγκεκριμένους τύπους θεϊκής παρέμβασης,  μεστούς από θρησκευτικό περιεχόμενο, που επηρεάζουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά, και ερμηνεύουν τις προσωρινές, εξωλογικές καταστάσεις του νου, τα παράλογα στοιχεία στη συμπεριφορά των ανθρώπων ή ανεξήγητες προσωπικές συμφορές: την άτη και το μένος.
   Ο ομηρικός άνθρωπος,  όταν βρίσκεται σε κατάσταση άτης δηλ. πλάνης, μωρίας, ή σε κατάσταση μένους, αυτήν τη δύναμη, τη ζωτικότητα, που τον γεμίζει εμπιστοσύνη και επιθυμία να κάνει πράγματα πάνω από τις φυσικές δυνάμεις του, όταν έχει μια απότομη απώλεια ορθής κρίσης ή μια βίαιη αλλαγή της διάθεσης, και επανέρχεται στη φυσιολογική του κατάσταση, απορεί ή αποστρέφεται αυτό που έχει πει ή έχει κάνει. Ξέρει ότι δεν ήταν η παρατήρηση ή ο συλλογισμός που τον οδήγησε σε αυτές τις καταστάσεις,  ούτε ότι  απέκτησε τις δυνάμεις του από κάποια μαγική διαδικασία και, επειδή δεν μπορεί να το εξηγήσει λογικά, και δεν το γνωρίζει ως μέρος του χαρακτήρα του, (είναι χαρακτηριστική η συνηθισμένη χρήση του ρήματος οιδα που δηλώνει όχι μόνο την κατοχή κάποιας επιδεξιότητας αλλά και την κατοχή ηθικού χαρακτήρα ή προσωπικού αισθήματος τρώες ιλ16.35,οδ9.189,3.277) πιστεύει ακράδαντα πως αυτό οφείλεται ή στο θέλημα κάποιου θεού ή στη μοίρα του, στην οποία πολλές φορές δεν μπορεί να επέμβει ούτε ο ίδιος ο θεός. Με τον ίδιο τρόπο εξηγεί και τη συμπεριφορά των άλλων, όταν δεν την κατανοεί  Οδύσσεια 2.122 ο Αντίνοος.
   Πώς εξηγείται αυτή η πίστη του ομηρικού ανθρώπου σε αυτού του τύπου τη θεϊκή επέμβαση;
  Εδώ ανακύπτει το θέμα της ψυχής και της προσωπικής ευθύνης, δηλ. του κατά πόσο είναι ελεύθερος και επομένως υπεύθυνος για τις πράξεις και τα λόγια του. Καταρχάς να διευκρινίσουμε ότι η λέξη ψυχή στον Όμηρο δεν έχει την ίδια σημασία που έχει μεταγενέστερα, και σε μας. Η μόνη διαπιστωμένη λειτουργία της ψυχής σε σχέση με τον ζωντανό άνθρωπο είναι πως τον εγκαταλείπει. Για τον ομηρικό άνθρωπο υπάρχει ο «θυμός», η «φρην», ο «νους», που θα μπορούσαμε ίσως να το ορίσουμε ως ένα όργανο αίσθησης, έδρα του θάρρους, του πάθους, του οίκτου, της ζωικής όρεξης, ακόμη μια εσωτερική φωνή με την οποία μάλιστα ο ομηρικός άνθρωπος συνομιλεί (οδ 9.299), και έχει την έδρα του στο στήθος ή στο διάφραγμά του. Το πώς εξελίχθηκε η λέξη ψυχή στη μεταγενέστερη σημασία της, από τον Όμηρο μέχρι τον 5 αι, είναι δύσκολο να το παρακολουθήσουμε. Πάντως σίγουρα πριν τον Σωκράτη – Πλάτωνα είχε σχέση κυρίως με το συναισθηματικό και όχι με το λογικό κομμάτι του ανθρώπου. Το πιθανότερο είναι οι αντιλήψεις περί αθανασίας της ψυχής να άσκησαν επιρροή στη σημασιολογική της εξέλιξη,  στο να σημαίνει δηλ. το σύνολο των κινήσεων, των συναισθημάτων και των σκέψεων του ζωντανού πλέον ανθρώπου. Από τον Ηράκλειτο δε ακούμε για πρώτη φορά ότι η ψυχή σε αντίθεση με το σώμα δεν έχει όρια. («ψυχής πείρατα, ιών, ουκ αν εξεύροιο, πάσαν επιπορευόμενος οδόν, ούτω βαθύν λόγον έχει») (= τα σύνορα της ψυχής δεν μπορείς να τα βρεις όποιον δρόμο και αν ακολουθήσεις. Τόσο βαθύς είναι ο λόγος της.) Μόνον που δεν πιστεύει στην αθανασία της.
  Στο θέμα της προσωπικής ευθύνης, υπάρχουν αντιτιθέμενες απόψεις, που εκφράζονται από σπουδαίους μελετητές με ενδιαφέρουσες επιχειρηματολογίες:  Η μία άποψη (Lesky, Ε.Κακριδή, De Romilly) υποστηρίζει πως παρόλο που για τον ζωντανό άνθρωπο ο Όμηρος χρησιμοποιούσε επιμέρους όψεις όπως το δέρμα, τα μέλη ή το κεφάλι, αυτές αφορούν την προσωπικότητα του ανθρώπου ως αδιαίρετου συνόλου και μάλιστα με υψηλό επίπεδο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι οι θεοί που ρυθμίζουν τα ανθρώπινα. Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής σκέψης, παρούσα και στον Όμηρο, και κυρίως στις τραγωδίες, είναι η δυνατότητα να εξηγεί όλα τα γεγονότα σε δύο πεδία ταυτοχρόνως, τη θεϊκή εξουσία και την ανθρώπινη ενέργεια, και με δύο αιτιότητες, τη θεϊκή και την ανθρώπινη βούληση, που συνδυάζονται αξεδιάλυτα, αλληλοσυμπληρώνονται ή εφάπτονται αντιθετικά. Για έναν αρχαίο Έλληνα οι δύο αυτές αιτιότητες συνυπάρχουν χωρίς αντίφαση. Γι’ αυτό ακούμε τον ίδιο τον Αγαμέμνονα, ιλιαδ 19.86και19.137 πρβλ9.119) να πιστεύει μεν ακράδαντα ότι ο Δίας του έδωσε την πλάνη, τη μωρία όμως δε δικαιολογείται, ούτε εφευρίσκει ένα ηθικό άλλοθι, αλλά, αναγνωρίζοντας τις ενέργειες που ξεκινούν από το εγώ του και τις συνέπειες αυτής της πλάνης, προσφέρει αποζημίωση, πληρώνει για τις πράξεις του. «Μ᾿ αφού τυφλώθηκα και με 'κανε το νου μου ο Δίας να χάσω, να τα βολέψω θέλω, δίνοντας καί ξαγορά μεγάλη.»
   Πάρα πολλά είναι τα παραδείγματα κυρίως στην Οδύσσεια αλλά και στην Ιλιάδα (Ιλ. Λ403..)που δείχνουν τον άνθρωπο να βρίσκεται σε δίλλημα, να μελετάει τις πιθανές  εναλλακτικές λύσεις και να παίρνει αποφάσεις, ενώ οι θεοί στέκονται απέναντί του ως προειδοποιητές του και φύλακες του δικαίου. Θα αναφέρω το πιο χαρακτηριστικό κατά τη γνώμη μου παράδειγμα διλλήματος και επιλογής κόντρα μάλιστα στο θεό. Πχ όταν ο οδυσσέας κινδύνευε εν μέσω φοβερής τρικυμίας επάνω στην κατεστραμμένη του σχεδία, εμφανίστηκε η πελαγίσια θεά Λευκοθέα-Ινώ και τον συμβούλευσε να αφήσει τη σχεδία και να κολυμπήσει προς τη στεριά που έβλεπε μακριά. Εκείνος όμως σκέφτηκε: ε355. «κανείς απ᾿ τους αθάνατους καινούργιο δόλο τρέμω μπας και μου πλέκει εδώ, ζητώντας μου ν᾿ άφήσω την πλωτή μου. Μα δε θ᾿ ακούσω ευτύς»( η φυσικότητα της θεϊκής εμφάνισης έγκειται στο φόβο του Οδυσσέα ότι η στεριά που έβλεπε μπορεί να ήταν οφθαλμαπάτη, γιαυτό δεν άκουσε αρχικά τη συμβουλή της)  Αυτό δεν είναι μία έκφραση της ελεύθερης βούλησης του  ανθρώπου, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Οδυσσέα;
   Η άλλη άποψη (Snell, Dodds) υποστηρίζει ότι ο ομηρικός άνθρωπος απέδιδε τις διάφορες άλογες συναισθηματικές του ορμές σε κάτι έξω από τον εαυτό του και συγκεκριμένα σε θεϊκή επέμβαση ακριβώς επειδή δεν είχε ενοποιημένη εικόνα για το σώμα και την ψυχή του. Άλλωστε είναι γνωστό ότι ακόμη και τη λέξη σώμα τη χρησιμοποιούσε για το λείψανο και ούτε είχε άλλη λέξη για τη ζωντανή προσωπικότητα, ενώ και ο «θυμός» έχει μια ανεξαρτησία ως προς τον άνθρωπο, αφού μπορεί και συνομιλεί μαζί του. Έτσι, με δεδομένο ότι στον Όμηρο δεν υπάρχει λέξη για την πράξη της εκλογής ή απόφασης, και ότι ο ομηρικός άνθρωπος δεν κατέχει την έννοια της θέλησης, αδυνατούσε να καταλάβει και την έννοια της ελεύθερης βούλησης.
    Γιατί άραγε ο ομηρικός άνθρωπος συνηθίζει να θεοποιεί τις διάφορες συναισθηματικές του ορμές, όπως την άτη και το μένος; Ας δώσουμε κάποιες πιθανές εξηγήσεις: Η συνήθειά του οφείλεται ίσως σε μια εσωτερική ανάγκη γενικά του ανθρώπου να ερμηνεύει με τρόπο μεταφυσικό την παρουσία κάποιας ανώτερης δύναμης. Άλλωστε και εμείς σήμερα, όταν λέμε ή κάνουμε κάτι κακό, δεν απορούμε μετά με τον εαυτό μας και αναρωτιόμαστε ποιος δαίμονας μας έσπρωξε και το κάναμε ή το είπαμε, αφού εμείς δεν είμαστε τέτοιοι; 
  Ο Dodds, δίνει μια άλλη ενδιαφέρουσα εξήγηση: για τον ομηρικό άνθρωπο το υψηλότερο αγαθό δεν είναι η απόλαυση μιας ήσυχης συνείδησης αλλά η απόλαυση της τιμής, της δημόσιας εκτίμησης (ιλ9.315). Η ισχυρότερη ηθική δύναμή του δεν είναι ο φόβος του θεού αλλά η αιδώς, ο σεβασμός προς την δημόσια γνώμη, (Έκτωρ ιλ 22.300) αφού σε μια τέτοια κοινωνία καθετί που εκθέτει έναν άνδρα στην περιφρόνηση ή στον περίγελο των συνανθρώπων του, θεωρείται ανυπόφορο. Γι’ αυτό με την Άτη προβάλλει καλόπιστα πάνω σε μια εξωτερική δύναμη τα αβάσταχτα συναισθήματα της εντροπής του.
  Πάντως κατά την άποψη της Ζακλίν Ντε Ρομιλί το να θέτουμε, εξ αφορμής παρόμοιων γεγονότων που αναφέραμε ως παραδείγματα, το πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου είναι μια εντελώς σύγχρονη στάση… το θέμα δεν είναι τόσο απλό. Ας μείνουμε εδώ.    
   Στο θέμα του δικαίου στην Ιλιάδα οι ανθρωπόμορφοι θεοί ενεργούν κινημένοι πιο πολύ (εξαίρεση Π386, όταν λέγεται ότι ο Δίας στέλνει λαίλαπα στους ανθρώπους όταν δεν κρίνουν δίκαια και δε φοβούνται τους θεούς) από τα προσωπικά τους αισθήματα και λιγότερο με βάση το δίκαιο, ίσως φεουδαλικό χαρακτηριστικό των αριστοκρατικών δεσποτών στον κόσμο των οποίων κινούνταν ο ποιητής της. Στην μεταγενέστερη Οδύσσεια οι θεοί ενεργούν πλέον με κίνητρο το δίκαιο και για πρώτη φορά διατυπώνεται ρητά στα λόγια του Δία η αρχή πως ο άνθρωπος είναι από ένα σημείο και πέρα υπεύθυνος για τις πράξεις του. (α32-34)
    Η ιδέα της μέλλουσας ζωής που θα δούμε στην αρχαϊκή εποχή, στα έπη υπάρχει μόνο με τη μορφή της ψυχής σαν μια χλωμή αδύναμη εικόνα. Οι νεκροί υπάρχουν αλλά είναι αδύναμα, ανεγκέφαλα πλάσματα, που φτεροκοπούν εδώ και κει στο σκοτεινό Άδη, φτωχές υπάρξεις για το ρωμαλέο και φιλοπόλεμο νου του αρχαίου πολεμιστή. Στην Οδύσσεια για μία μόνο φορά εμφανίζεται η ιδέα των Ηλυσίων πεδίων, στα πέρατα της γης σε ένα ειδυλλιακό τόπο και όχι στον κάτω κόσμο, (δ.561) που όμως δεν αφορούσαν τους συνηθισμένους ανθρώπους, αλλά προορίζονταν για μια προνομιούχα τάξη που συγγένευε με τους θεούς, ειδικότερα με το ανθρώπινο στοιχείο των θεών. Σε μεταγενέστερες εποχές αυτές οι διεκδικήσεις βασίζονταν στο θεϊκό στοιχείο των ανθρώπων.
   Ας μην ξεχνούμε ότι αυτοί για τους οποίους τραγουδούσε ο Όμηρος ανήκαν σε μια ανώτερη άρχουσα τάξη, που απολάμβανε την ευζωία  και είχαν κάθε λόγο να ενδιαφέρονται γι’ αυτή τη ζωή και να αδιαφορούν για οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί μετά από αυτήν, αφού η στέρηση των ωραίων πραγμάτων που απολαμβάνουν στο παρόν, δεν μπορεί παρά να είναι μια φοβερή συμφορά. Φυσικά μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε πως δεν είχαν τις ίδιες αντιλήψεις οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις, οι οποίες πιθανότατα ήταν πιο κοντά στις χθόνιες, μυστικιστικές και εκστατικές θεότητες από ότι στις ολύμπιες.
  Παρόλο που από την προομηρική θρησκεία, επιβίωσαν αρκετά στοιχεία, η ομηρική πίστη είναι νέα, φωτεινή, απροβλημάτιστη, απαλλαγμένη συνειδητά από τα χθόνια στοιχεία. Ιδιαιτέρως παραμερίστηκε η λατρεία της μητέρας Γης, της Γης και της Δήμητρας, δε γίνεται λόγος για ενοχή και μίασμα (που φέρνει κυρίως το αίμα) αλλά για αποζημίωση και εξορία, ενώ απουσιάζουν το μυστήριο, ο αποκρυφισμός, η πίστη στα φαντάσματα και τις μαγικές διαδικασίες, που ποτέ όμως δεν έπαψαν να υπάρχουν κυρίως στην Ηπειρωτική Ελλάδα.
    Η καθαρότητα και η διαύγεια της ομηρικής πίστης, κατά τον Snell, πιθανόν οφείλεται στους αριστοκράτες των πόλεων της Μικράς Ασίας, οι οποίοι, φεύγοντας από τη μητροπολιτική Ελλάδα άφησαν πίσω τους τις σκοτεινές δυνάμεις του τόπου τους και δημιούργησαν με το επικό τραγούδι τούς θαυμαστούς  Ολύμπιους θεούς και τους Αχαιούς ήρωες, και ως ανάμνηση που δεν έσβησε κατά τους σκοτεινούς χρόνους, της ηρωικής μυκηναϊκής εποχής, και από νοσταλγία για την εγκαταλειμμένη πατρίδα.
ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΪΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΣΑΝ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΝ
Αφήνοντας τον κόσμο του Ομήρου και πριν περάσουμε στην αρχαϊκή εποχή, ας περιγράψουμε τις συνθήκες που προηγήθηκαν και οδήγησαν προς αυτήν:
   Τα έπη, κυρίως η Ιλιάδα , εξυμνούν, όπως είπαμε, την αριστοκρατία των μυκηναϊκών ανακτόρων αλλά η διαμόρφωσή τους έγινε κατά τη διάρκεια των σκοτεινών αιώνων, όπου έχουμε την κατάρρευση του μυκηναικού πολιτισμού. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ολοκληρωτική ρήξη με το παρελθόν και ασυνέχεια με τις μορφές οργάνωσης και εξουσίας που ακολούθησαν. Εύλογα υποθέτουμε πως μετά τους πρώτους κλυδωνισμούς τα μέλη των κοινωνιών οργανώθηκαν εκ νέου σε σχηματισμούς που εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους. Μετά την εξαφάνιση του μυκηναϊκού άνακτος, γύρω από τον οποίον ήταν οργανωμένη η ζωή του  λαού, και την κατάρρευση του πολύπλοκου γραφειοκρατικού μηχανισμού και της οικονομίας, που βασίζονταν στην εξειδίκευση των αρμοδιοτήτων, αναδύθηκαν τα αριστοκρατικά γένη, τα ταξικά χαρακτηριστικά των οποίων μονοπωλούν με τη δράση τους την αφήγηση των επών. Η οικονομία μεταβάλλεται σε οικιακή με αποτέλεσμα να ενισχυθεί ο θεσμός της οικογένειας και κατ’επέκταση της φυλής και της κοινότητας ως προστατευτικός παράγοντας των μελών της με επικεφαλής τον πατέρα. Η πορεία που ακολούθησε η θρησκεία κατά τη διάρκεια αυτών των σκοτεινών αιώνων μέχρι την εμφάνιση των ομηρικών επών τον 8 αιω παραμένει ασαφής.  
    Επίσης θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι, όταν περνούμε από τη μία εποχή στην άλλη, δεν πρέπει να βάζουμε αυστηρές χρονολογικές γραμμές, γιατί αυτό θα σημαίνει ρήξη με το παρελθόν και μπορεί να μας οδηγήσει στην αίσθηση της ιστορικής ασυνέχειας, πράγμα που είναι λάθος, αφού η μετάβαση γίνεται πάντοτε βαθμιαία με μια συγχώνευση, προσαρμογή ή εξέλιξη των υπαρχόντων ιδεών, κοντά στις καινούριες που αναφύονται. Το ίδιο συμβαίνει και στο θρησκευτικό τομέα: συχνά μια ιδέα δρα μυστικά μέσα στη θρησκευτική συμπεριφορά πολύ πριν φτάσει στο σημείο να σχηματοποιηθεί με σαφήνεια. Για παράδειγμα, οι ιδέες για τη μεταθανάτια ζωή, ή τη μεταθανάτια τιμωρία, που είναι βασικές στην αρχαϊκή εποχή, είναι πολύ παλαιότερες, αφού η οικοσυσκευή των τάφων δείχνει ότι ήδη από τη νεολιθική εποχή ο άνθρωπος αισθάνθηκε την ανάγκη για τροφή, ποτό, ρουχισμό, διασκέδαση και μετά το θάνατο, αλλά και η μεταθανάτια τιμωρία υπάρχει στην Ιλιάδα (3.278), για συγκεκριμένα παραπτώματα προς τους θεούς, (πχ καταπάτηση του όρκου)και στην Οδύσσεια πιο εκτεταμένα,. Επίσης, στα έπη υπάρχουν θρησκευτικές ιδέες που τις συναντούμε με αξιοθαύμαστη πιστότητα και στην αρχαϊκή εποχή, και επέζησαν ακόμη και μέχρι την κλασική εποχή στους συγγραφείς εκείνους που εξακολουθούν να διατηρούν την αρχαϊκή άποψη (Πίνδαρος, Σοφοκλής, κυρίως Ηρόδοτος). Υπάρχουν όμως και βασικές διαφορές ως προς την θρησκευτική στάση ανάμεσα στην αρχαϊκή εποχή και σε αυτήν που συναντούμε στον κόσμο του Ομήρου, όπως η σχέση σώματος και ψυχής, που θα τις αναφέρουμε στη συνέχεια. Βεβαίως, όπως προείπαμε, οι ιδέες που εκφράζουν οι επικοί ποιητές εκπροσωπούν τις ανώτερες τάξεις και πιθανότατα αγνόησαν ή περιόρισαν στο ελάχιστο πολλές δοξασίες και τελετές της παραδοσιακής πίστης, που δεν ήταν αρεστές ή φαίνονταν βάρβαρες στο αριστοκρατικό ακροατήριό τους. Άλλωστε και ο Ησίοδος έκανε τις επιλογές που ταίριαζαν σε έναν αγροτικό πολιτισμό.
   Περνώντας τώρα στην αρχαϊκή εποχή, ας δώσουμε μια περιγραφή αυτής της φοβερά ενδιαφέρουσας περιόδου, που χρονικά τοποθετείται από τον 8 περίπου αι μέχρι τους περσικούς πολέμους, αρχές του 5 αι, και η οποία θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τις θρησκευτικές ιδέες που αναδύθηκαν. Στην ηπειρωτική κυρίως Ελλάδα η αρχαϊκή εποχή ήταν καιρός υπερβολικής προσωπικής ανασφάλειας. Οι μικρές πυκνοκατοικημένες, μετά την δωρική εισβολή, πολιτείες περιήλθαν σε φτώχεια, ολόκληρες τάξεις καταστράφηκαν από την οικονομική κρίση του 7αι με επακόλουθες πολιτικές συγκρούσεις, που τον 6αι εξελίχτηκαν σε φονικούς ταξικούς πολέμους. Η συνακόλουθη αναστάτωση των κοινωνικών στρωμάτων έφερε στην επιφάνεια παλαιά πολιτιστικά πρότυπα που ο κοινός άνθρωπος δεν είχε ξεχάσει ποτέ εντελώς, Συγχρόνως, όμως, με το άνοιγμα της Μαύρης Θάλασσας στο εμπόριο και τον αποικισμό τον 7αι οι Έλληνες ήλθαν σε επαφή με ανατολικούς και βορειοανατολικούς πολιτισμούς (Σαμανισμός), οι οποίοι επηρέασαν  τις παραδοσιακές θρησκευτικές αντιλήψεις, καλύπτοντας τις ανάγκες της εποχής που πια δεν ικανοποιούνταν από τη συλλογική Διονυσιακή θρησκεία.
   Το πρόβλημα της δικαιοσύνης ήταν η κύρια γραμμή των αγώνων της αρχαϊκής εποχής, αλλά η μάχη για δικαιοσύνη δόθηκε στο κοινωνικό πεδίο. Στο θρησκευτικό πεδίο η παρατεταμένη εμπειρία της ανθρώπινης αδικίας οδήγησε στην αντισταθμιστική πίστη πως υπάρχει δικαιοσύνη στους ουρανούς. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο που ο πρώτος Έλληνας που διακήρυξε τη θεία δικαιοσύνη και την ανάγκη σύμπνοιας ανάμεσα στους ανθρώπους ήταν ο Ησίοδος, που ταλαιπωρήθηκε από άδικες δικαστικές αποφάσεις. Ούτε είναι τυχαίο πως την εποχή εκείνη η θλιβερή μοίρα που επικρέμεται πάνω και από τους πλούσιους και ισχυρούς, η ανατροπή των οποίων είναι συχνή, γίνεται κοινό θέμα των ποιητών σε αντίθεση με τον Όμηρο, όπου οι πλούσιοι έχουν την τάση να είναι ιδιαίτερα ενάρετοι. Μια τελευταία παράμετρο που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε είναι ο θεσμός της οικογένειας. Όπως προείπαμε, μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού κατά τη διάρκεια των σκοτεινών αιώνων ενισχύθηκε η οικογένεια ως μία οργανωμένη ενότητα. Η οργάνωσή της καθαρά πατριαρχική. Ο πατέρας είναι ο «οίκοιο άναξ», ο βασιλιάς του οίκου. Στα πρώιμα χρόνια η εξουσία πάνω στα παιδιά απεριόριστη. Ο γιος σε σχέση με τον πατέρα είχε καθήκοντα, όχι δικαιώματα, και η ζωή του ήταν επιμήκυνση της ζωής του πατέρα του οποίου κληρονομούσε τα ηθικά χρέη, όπως κληρονομούσε και τα εμπορικά του. Ήδη όμως από τον 6αι παρατηρείται η τάση χαλάρωσης των  οικογενειακών  δεσμών και αύξησης του αιτήματος  για ατομική έκφραση και προσωπική ευθύνη. Αυτό μαρτυρείται και από τη νομοθετική παρέμβαση του Σόλωνα, ο οποίος έθεσε τα θεμέλια του δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου, αλλά και έμμεσα από τον ιδιότυπο τρόμο με τον οποίον αντιμετώπιζαν οι Έλληνες τις επιθέσεις κατά του πατέρα, που ήδη είχαν αρχίσει να εμφανίζονται, αλλά και από τις ιδιαίτερες θρησκευτικές κυρώσεις στις οποίες πίστευαν πως εκτίθεται ο δράστης.
     Όλες αυτές οι συνθήκες που περιγράψαμε θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε καλύτερα τη μεγάλη θρησκευτική κινητικότητα που παρατηρείται την εποχή αυτή.
ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ
 Ενδεχομένως η θρησκεία του προελληνικού πληθυσμού, περιλάμβανε κάποια τάση έκστασης, που φάνηκε στη λατρεία της φύσης και των θεοτήτων της βλάστησης, οι οποίες είχαν σχέση με τη ζωή και το θάνατο. Κατά την αρχαϊκή εποχή αναβίωσε αυτή η θρησκευτική έκσταση, όπως φαίνεται και από τους μύθους που αφορούν τη γέννηση τής Διονυσιακής εκστατικής, συλλογικής λατρείας, και τους οποίους οι ποιητές αναμόρφωσαν στις γνωστές περιγραφές της ακατανίκητης και ακατάλυτης δύναμης του θεού (πχ Βάκχες). Μια λατρεία που κέρδιζε και άνδρες και γυναίκες, ίσως περισσότερο τις γυναίκες, οι οποίες, όχι βεβαίως όλες, ευκολότερα από τους άνδρες συναρπάζονται από μια συγκινησιακή θρησκεία. Η βασική ιεροτελεστία που γινόταν από τις μαινάδες, γυναίκες που με συνοδεία μουσικής και χορού-όρχησης, έπεφταν σε διανοητική αναταραχή κατά το αποκορύφωμα της έκστασης, ήταν ο τεμαχισμός ενός ζώου και η ωμοφαγία, ως μια ένωση με το θεό Διόνυσο. Σίγουρα πρόκειται για ένα πρωτόγονο, βαρβαρικό έθιμο ως αποτέλεσμα της τάσης για έκσταση και βίαιη έκφρασή της, που υπήρχε και υπάρχει στο βάθος της ψυχής πολλών ανθρώπων για άγνωστους λόγους. Από την άλλη όμως είχε και μια κοινωνική λειτουργία – καθαρτική. Έδινε διέξοδο στις άλογες ορμές και αγωνίες που χαρακτήριζαν την εποχή: όπως η ανασφάλεια, ο φόβος του θείου, ο φόβος του μιάσματος, το βάρος της ατομικότητας, που όπως είπαμε είχε αρχίσει ήδη να αναδύεται, που θα δούμε στη συνέχεια. Ο Διόνυσος προσέφερε ελευθερία, χαρά, προσιτά σε όλους,  δούλους και ελεύθερους, που αποκλείονταν από τις παλιές αριστοκρατικές τελετές. Η Διονυσιακή λατρεία, τα Διονυσιακά όργια, εξαπλώθηκαν από τη Θράκη ή τη Φρυγία σε όλη την Ελλάδα, αλλά σύντομα συνάντησαν την ήρεμη, νηφάλια θρησκεία των Ελλήνων, τη λατρεία του θεού Απόλλωνα, του θεού που υποσχόταν ασφάλεια. Έτσι προσαρμόστηκαν, συνδέθηκαν και λατρεύονταν μαζί στους Δελφούς, Απόλλωνας και Διόνυσος, ο οποίος, αφού περικόπηκαν τα επικίνδυνα στοιχεία της λατρείας του, πήρε θέση στην επίσημη λατρεία της πολιτείας. Αυτό σηματοδότησε άφθονες και μοναδικές κινητήριες δυνάμεις. Αρκεί να θυμηθούμε πως οι δραματικές παραστάσεις ήταν μέρος της λατρείας του Διονύσου.
    Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που συναντούμε στην πρώιμη αρχαϊκή λογοτεχνία είναι η βαθιά συνείδηση της ανθρώπινης ανασφάλειας και η αίσθηση της απόλυτης εξάρτησης του ανθρώπου από την αυθαίρετη Δύναμη. Αυτό ευνόησε την ανάπτυξη της πίστης στους δαίμονες, και αυτό με τη σειρά του ευνόησε την καταφυγή σε μαγικές διαδικασίες για να ανακουφιστούν έγκλειστα και διαψευσμένα αισθήματα που δεν μπορούσαν να βρουν διέξοδο. Η ιδιότροπη αυτή Δύναμη μάλιστα φθονεί την υπερβολική επιτυχία. Τις  αρχέγονες αυτές αντιλήψεις  βεβαίως τις συναντούμε και στον Όμηρο (Αχιλλέας, Καλυψώ) όμως στην αρχαϊκή εποχή γίνονται πολύ πιο έντονες και παίρνουν άλλη διάσταση, όπως θα δούμε. Τον ομηρικό άνθρωπο αυτή η αίσθηση της αδυναμίας και του θείου φθόνου δεν τον εμποδίζουν από το να δρα θαρραλέα γνωρίζοντας τον επικείμενο κίνδυνο (Αχιλλέας) ούτε φοβάται το θεό περισσότερο από τον βασιλιά του .
   Στην αρχαϊκή όμως εποχή, όπου η απαίτηση για κοινωνική δικαιοσύνη είναι πολύ πιο έντονη, ο φθόνος των θεών γίνεται απειλή και φόβος και ερμηνεύεται ως τιμωρία, ως νέμεσις που επέρχεται από τους θεούς λόγω της ύβρεως, της αλαζονικής δηλ. συμπεριφοράς, που αποκτά ο κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά επιτυχημένος, ο ευτυχισμένος άνθρωπος. Και τούτο γιατί, όταν ο άνθρωπος έχει περισσότερα από όσα του αναλογούν στο μερίδιό του, γίνεται υπερόπτης, πράγμα που προκαλεί την αγανάκτηση και πρέπει να τιμωρείται. Και καθώς ο θεϊκός νόμος δεν λαμβάνει υπόψη το κίνητρο και την ανθρώπινη αδυναμία, οι ολύμπιοι θεοί τείνουν να γίνουν θρησκεία φόβου. Ήδη το να είναι κανείς θεουδής - θεοφοβούμενος- στην Οδύσσεια (ι.176) ήταν αρετή μέχρι τα χρόνια του Αριστοτέλη, στον οποίο συναντούμε για πρώτη φορά τη λέξη φιλόθεος, αφού στο αρχαιότερο ελληνικό λεξιλόγιο λείπει η αγάπη προς το θεό.
   Η ύβρις, που για τον Ηράκλειτο θεωρείται ιερά νόσος και είναι αναγκαίο να σβήνεται περισσότερο από την πυρκαγιά, και η συνακόλουθη νέμεσις συνδέονται με την αντίληψη που είχαν οι Έλληνες για την  ανταποδοτική δικαιοσύνη (δίκην δίδωμι ή τίνω τινι=τιμωρούμαι) δηλ. ότι ο κάθε ένοχος έπρεπε να πληρώνει για τις αδικίες που έκανε, και, επειδή αυτό δεν συνέβαινε συχνά στην καθημερινή ζωή, προέκυψε η θρησκευτική σκέψη της απόδοσης της δικαιοσύνης από την υπερφυσική δύναμη, και ειδικότερα από τον Δία, ο οποίος ήδη στην Οδύσσεια προστατεύει τους ικέτες, τους ξένους και τους ζητιάνους(οδ.6.207), σαν μια πρόγευση του ησιόδειου εκδικητή των φτωχών και καταπιεσμένων. Σε μια εποχή ανασφάλειας, φτώχειας, πλουτισμού, ανατροπών, μεταβολών, που η δύναμη της πολιτείας ήταν ακόμη ασθενής, η υπόσχεση τιμωρίας για τους ενόχους, και η ιδέα ότι ο θεός φρόντιζε για την δίκαιη ανταπόδοση, έδινε θάρρος και ασφάλεια στον άνθρωπο.
  Επιπλέον, η ύβρις του ανθρώπου και η νέμεσις των θεών αιτιολογεί και την εναλλαγή ανάμεσα στην καλή και την κακή τύχη, αυτόν τον τροχό για τον οποίο ο Ηρόδοτος λέει ότι γυρίζει συνεχώς και δεν αφήνει τον ίδιο άνθρωπο να έχει την ίδια τύχη με το μέρος του πάντα. Αφετηρία αυτών των αλλαγών της τύχης είναι βεβαίως οι θεοί. Και εδώ πλέον εμφανίζονται και οι πρώτες κριτικές για το κατά πόσο είναι δίκαιη η θεϊκή διακυβέρνηση του σύμπαντος, αφού ο Δίας, ενώ είναι παντοδύναμος και παντογνώστης, πολλές φορές επιτρέπει η κακή τύχη να πέφτει πάνω στον δίκαιο και η καλή πάνω στον άδικο, όπως το ακούμε και σε μια ελεγεία του ποιητή Θέογνη. (6 αιω. ~548)
  Επειδή λοιπόν σε μια τέτοια εποχή, όπου οι φαύλοι θάλλουν (το ρήμα στον Ησίοδο) η θεία δικαιοσύνη δε φαίνεται, παρά μόνο στους πιστούς, να ενεργεί γρήγορα και φανερά στη διάρκεια της ζωής, και επειδή ήταν ανάγκη να διατηρηθεί η πίστη σε αυτή, ο άνθρωπος απαλλάχτηκε από το φυσικό όριο του θανάτου. Έτσι πια ο ένοχος μπορεί να τιμωρηθεί ο ίδιος μετά το θάνατό του ή να τιμωρηθεί μέσω των απογόνων του.
  Στο πρώτο θα αναφερθούμε αργότερα. Το δεύτερο, η τιμωρία του ενόχου μέσω των απογόνων του, χαρακτηριστικά αρχαϊκό δόγμα, αποτελεί διδασκαλία του Ησιόδου, το συναντούμε και στο Σόλωνα και στο Θέογνι, οι οποίοι μάλιστα παρατηρούν την αδικία που υπάρχει σε αυτό. Ο Ησίοδος παρουσιάζει πλέον την άτη ως τιμωρία της ύβρεως, αφού πλέον έχει την έδρα της στο «θυμό», σε αντίθεση με τον Όμηρο, και παρατηρεί με ικανοποίηση πως «ούτε ένας ευγενής δεν μπορεί να την αποφύγει (εργα214) αφού, όπως λέει και ο Θέογνις214 αν το «κακό χρέος» δεν πληρωθεί, ενόσω ζει, η άτη – η τιμωρία –ο όλεθρος θα πέσει πάνω στους απογόνους του παραβάτη. Αρχίζει πλέον να διαφαίνεται η συνειδητοποίηση, έξω από τη λογική, πως υπάρχει ένας μυστηριώδης δεσμός, ανάμεσα στο έγκλημα και στην τιμωρία.
  Επιπλέον, από καθαρά θρησκευτική άποψη για τον αρχαϊκό άνθρωπο αυτό που προκαλούσε περισσότερο φόβο ήταν η αντίληψη πως η άτη – η πλάνη δεν ήταν απλώς τιμωρία που οδηγεί σε συμφορές αλλά και σκόπιμη απάτη από κάποιο πονηρό δαίμονα που παρασύρει το θύμα σε νέο σφάλμα, ηθικό ή νοητικό, και οδηγείται έτσι στην αυτοκαταστροφή του. Είναι το γνωστό δόγμα «μωραίνει κύριος ον βούλεται απολέσαι» αλλά και «το κακό φαίνεται για καλό σ’αυτόν του οποίου το μυαλό ο «θεός άγει προς άταν» οδηγεί προς την πλάνη, που ακούμε στην Αντιγόνη. Και αυτό βεβαίως για να τον τιμωρήσει προς το συμφέρον της κοσμικής τάξης. Σε διάκριση από το θείο, οι δαίμονες, που είναι πιο επίβουλοι, πιο ολέθριοι, πιο επίμονοι, είτε ως μια ακαθόριστη υπερφυσική δύναμη που βάζει σε δοκιμασία τον άνθρωπο, είτε ως πηγή κακής τύχης, είτε ως μοίρα, πεπρωμένο με το οποίο γεννιέται, ήταν μια πίστη που οδήγησε σταδιακά στον υποβιβασμό της λέξης στη σημερινή σημασία της που εξακολουθούσε και εξακολουθεί να ζει στη λαϊκή ψυχή και πίστη. Τη δεισιδαιμονία αυτή ο Πλάτων προσπάθησε να τη μεταβάλει εντελώς: ο δαίμονας γίνεται ένα έξοχο πνεύμα – οδηγός, που μάλιστα («Φαίδων» 1071, Πολιτεία617DE, 620DE) το διαλέγει η ίδια η ψυχή ως οδηγό της, ενώ στον Τίμαιο ταυτίζεται με τον καθαρό λόγο.  Είναι χαρακτηριστικό ότι η λέξη δαίμων μεταγενέστερα χρησιμοποιούνταν κυρίως για τους μικρότερους θεούς ενώ οι Αθηναίοι ρήτορες προσέγραφαν την κακή τύχη σε ένα δαίμονα, διστάζοντας να θεωρήσουν τους θεούς υπεύθυνους γιαυτό. Αυτή είναι η αρχή του υποβιβασμού της λέξης που οδήγησε στη σημερινή σημασία τη. Σπανίως η λέξη δαίμων σήμαινε «ένας θεός», και αυτό μόνον στους ποιητές.
   Η ιδέα της κληρονομικής ενοχής και της μετατιθέμενης τιμωρίας, και όχι βεβαίως η επιβράβευση της αρετής, γινόταν αποδεκτή από τους ανθρώπους λόγω και της πίστης τους στην οικογενειακή αλληλεγγύη που, όπως επισημάναμε, ήταν έντονη στην αρχαϊκή εποχή, όπως άλλωστε και σε άλλες  πρώιμες κοινωνίες. Η απελευθέρωση του ατόμου από τα δεσμά της φυλής και της οικογένειας και η ανάδυση του ως προσωπικότητα με προσωπικά δικαιώματα και προσωπικές ευθύνες, που τη συναντούμε ήδη στη λυρική ποίηση, επιτεύχθηκε την κλασική εποχή, την εποχή του ορθολογισμού. Όμως, ακόμη και αιώνες μετά, που η απελευθέρωση οριστικοποιήθηκε με νόμο, η κληρονομική ενοχή στο επίπεδο της θρησκείας παρέμενε ολοζώντανη. Γνωστή η έκφραση  «αμαρτίες γονέων παιδεύουσιν τέκνα».
  Όλα αυτά μας οδηγούν σε ένα άλλο χαρακτηριστικό της αρχαϊκής εποχής. Ο καθολικός φόβος για το μίασμα και τον συνακόλουθο πόθο για τελετουργική κάθαρση. Πίστευαν πως το μίασμα από πολλές αφορμές, όπως είπαμε, ήταν και κολλητικό ή και κληρονομικό από κάποια ξεχασμένη αμαρτία ενός προγόνου και έπρεπε να καθαρθούν, ακολουθώντας συγκεκριμένους κανόνες και όλα αυτά για να μην δυσαρεστήσουν τους θεούς. Παρόλο που το θέμα των καθαρμών έφθανε σε ακρότητες με επαγγελματίες καθαρτές να τριγυρνούν κάνοντας πολύπλοκες και ρυπαρές ιεροτελεστίες, οι Έλληνες κράτησαν τις εντολές που αφορούσαν στον εξαγνισμό σε λογικά πλαίσια και δεν τις ανέπτυξαν σε τελετουργικό νόμο που καθόριζε όλη τους τη ζωή, όπως ίσχυε στα μυστικιστικά κινήματα, που θα αναφέρουμε αργότερα. Αυτή η έννοια της καθαρότητας, αργά και αβέβαια, μεταφέρθηκε από τη μαγική στην ηθική σφαίρα και έγινε αφετηρία ηθικών εντολών. Από τα τέλη του 5 αιω αρχίζουμε να ακούμε συγκεχυμένα  στην αρχή (Ευριπίδης Ιππόλυτος) και πιο εμφανώς αργότερα πως τα καθαρά χέρια μόνο δε φθάνουν,  πρέπει να είναι καθαρή και η καρδιά
  Κατά τον 6αι, που έβραζε από θρησκευτική ανησυχία, και όχι μόνον, με νέες παρορμήσεις και νέες ιδέες, έκαναν την εμφάνισή τους θρησκευτικά μυστικιστικά κινήματα που συνδέονταν άμεσα με την αφύπνιση της ατομικότητας. Το άτομο ως αντίδραση κατά της παλαιότερης στενής συλλογικής πίστης στους προγόνους, αναζητούσε μια θρησκεία που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις βαθύτερες πνευματικές του ανάγκες. Τέτοια κινήματα ήταν ο Ορφισμός, ο Πυθαγορισμός, που γεννήθηκαν στη Μεγάλη Ελλάδα, αλλά και τα Ελευσίνια και Καβείρια μυστήρια για τα οποία γνωρίζουμε ελάχιστα και πιθανότατα προϋπήρχαν.   
  Ο ορφισμός ήταν μια μυστικιστική κίνηση πολύ σημαντική από θρησκευτική άποψη αλλά και αμφισβητήσιμη από πολλούς μελετητές, ενώ άλλοι την ταυτίζουν με τον Πυθαγορισμό. Είναι αξιοπερίεργο ότι τις περισσότερες πληροφορίες για αυτές τις κινήσεις τις αντλούμε από πηγές της ελληνιστικής εποχής, ενώ οι παλαιότερες πηγές είναι σπάνιες και ασαφείς, μας δίνουν όμως μια εικόνα των νέων ιδεών τις οποίες έφεραν στη θρησκευτική ζωή της αρχαίας Ελλάδας. Είναι γεγονός πως είτε με τη μυθική ορφική κοσμογονία είτε με τη μαθηματική σύλληψη και ερμηνεία της πραγματικότητας από τους πυθαγόρειους, διατυπώθηκαν ιδέες, ασυνήθιστες και πρωτότυπες, που μπορεί να ήταν κατανοητές από λίγους και εκλεκτούς, όμως επηρέασαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τη θρησκευτική και φιλοσοφική σκέψη όχι μόνον εκείνης της εποχής αλλά και μεταγενέστερα.
   Μέσα από τη συνειδητοποίηση της αρμονίας και τάξης του Σύμπαντος, την προσπάθεια ερμηνείας της προέλευσής του, αλλά και από τις ανατολικές και βορειοανατολικές επιδράσεις, όπως ο Σαμανισμός, αναδύθηκε η ιδέα της ανάμιξης στην ανθρώπινη φύση του θεϊκού και του ανθρώπινου στοιχείου, το καλό και το κακό. Αυτό οδήγησε στο δυισμό του σώματος και της ψυχής: η ψυχή αποτελεί το θεϊκό και επομένως το αθάνατο στοιχείο του ανθρώπου. Αυτή βρίσκεται κλεισμένη σαν σε φυλακή μέσα στο σώμα, στο φθαρτό στοιχείο του ανθρώπου, έως ότου δώσει ικανοποίηση για τα αμαρτήματά της και ενωθεί με το θείο.  Και έτσι φθάνουμε στην τιμωρία του ενόχου μετά το θάνατό του.
    Με αυτή την εντελώς διαφορετική από την ομηρική αντίληψη (το ζωντανό σώμα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και η ψυχή μια ωχρή σκιά χωρίς ζωή)  μεταστροφή της σχέσης σώματος – ψυχή συνδέεται η ανάγκη για ενότητα με τους θεούς, που οδηγεί στο μυστικισμό της λατρείας και του δόγματος, καθώς επίσης και ο ασκητικός τρόπος ζωής, οι κανόνες στις τελετουργίες και στη ζωή για τον εξαγνισμό όχι μόνον από την κληρονομημένη ενοχή αλλά και από όλο το μίασμα που έδινε η σάρκα, γιατί τώρα πλέον έδιναν έμφαση στην αγνότητα ως μέσο σωτηρίας παρά στη δικαιοσύνη. Επίσης με αυτή τη μεταστροφή της σχέσης σώματος– ψυχής συνδέεται η ανάπτυξη της ιδέας της μετενσάρκωσης, η επανάληψη των γεννήσεων και των θανάτων. Όταν πλέον οι ανάγκες για δικαιοσύνη δεν καλύπτονταν μόνο από την κληρονομική ενοχή, που ήταν άδικη, ούτε από τη μεταθανάτια τιμωρία των φαύλων, που δεν εξηγούσε, γιατί οι θεοί ανέχονταν τόσο πολύ τα αδικαιολόγητα βάσανα των αθώων, έτειναν να πιστεύουν ότι καμία ψυχή δεν ήταν αθώα και πλήρωνε για σφάλματα προηγούμενων ζωών και ότι με τη μετενσάρκωση, με αυτό το ταξίδι, εκπαιδεύεται η ψυχή, μέχρι να απελευθερωθεί από τον κύκλο των γεννήσεων και να επιστρέψει στη θεϊκή της αρχή και στην αθανασία. Ίσως έτσι εξηγούνται και τα ανεξήγητα συναισθήματα ενοχής της αρχαϊκής εποχής. Τέλος, με τη μεταστροφή της σχέσης σώματος–ψυχής συνδέεται και ο μετασχηματισμός του κάτω κόσμου, όπου πλέον μετακομίζουν εκεί και τα Ηλύσια πεδία, και οι καλοί δηλ. οι μυημένοι, οι πιστοί, ζουν σε μακαριότητα ενώ οι κακοί δηλ. οι μη μυημένοι τιμωρούνται.
   Υπήρξαν και οι εξαιρετικοί άνθρωποι, όπως ο  Ερμότιμος ο Κλαζομένιος, ο Επιμενίδης, ο κρητικός μάντης, ο Πυθαγόρας και ο Εμπεδοκλής, των οποίων η ψυχή εγκατέλειπε το νεκρό ή σε καταστολή σώμα και περιπλανιόταν μόνη της, ελεύθερη, σε μέρη μακρινά, όπου έβλεπε τι γίνεται εκεί και, μετά την επιστροφή της στο σώμα, τα μετέφερε ως θρησκευτικά ποιήματα, και ως επιδεξιότητα στη μαντεία, ή στη μαγική ιατρική.
    Όλες αυτές οι ιδέες, δοσμένες με μια φανταστική και παράξενη μυθολογική μεταμφίεση (πχ η τιτανική ενοχή) με την οποία δε θα ασχοληθώ για να μην απομακρυνθώ από την ουσία, μέσα από τους λεγόμενους ιερούς λόγους, κυρίως ποιήματα, μπορεί να μην ήταν κατανοητές στο ευρύ κοινό όμως, όταν υπερίσχυσε η ανάγκη του Ελληνικού πνεύματος για σαφήνεια και πλαστική ομορφιά, χωρίς ομίχλες και νεφελώδεις μορφές, παραδόξως βυθίστηκαν στο επίπεδο του όχλου, όπου παρέμειναν, έως ότου ο ελληνικός ορθολογισμός υποχώρησε, και ξαναβγήκαν στην επιφάνεια  και έγιναν ένας ισχυρός παράγοντας στη νέα θρησκευτική κρίση του αρχαίου κόσμου κατά την ελληνιστική εποχή, ενώ την επίδρασή τους τη συναντούμε έως τους πρώτους αιώνες μΧ, αφού χριστιανοί απολογητές αισθάνονταν την ανάγκη να τις πολεμήσουν.
    Στον 6 όμως αι. ήταν που στην άλλη πλευρά της Ελλάδας, στην Ιωνία, αρχίζει με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους (Θαλής ο Μιλήσιος7ος-6αι.(πρώτη αρχή:νερό), Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος 7ος-6αι.(άπειρο), Αναξιμένης ο Μιλήσιος 6αι.(αέρας)) η πρώτη μετάβαση από το μύθο, στο Λόγο, και για πρώτη φορά επιλέγουν μια φυσική και όχι θεϊκή αρχή του σύμπαντος. Έτσι αρχίζει και η πρώτη αμφισβήτηση των θεών, της μαντείας, των τελετουργικών καθάρσεων, την εξέλιξη της οποίας θα δούμε στον επόμενο αιώνα, τον αιώνα του λεγόμενου Ελληνικού Διαφωτισμού. Τη βλέπουμε έντονα στον Εκαταίο, τον Ξενοφάνη, τον Ηράκλειτο. Ο Εκαταίος, ο Μιλήσιος, ιστοριογράφος και γεωγράφος (έζησε ~ το 500πΧ) πρώτος προσπάθησε να εξορθολογήσει τους μύθους με τη μείωση των υπερβολών και των ασυνεπειών τους, ο Ξενοφάνης, ο Κολοφώνιος(540- 470πΧ) (ιδρυτής της Ελεατικής σχολής στην Κάτω Ιταλία) τους χτύπησε από ηθικής πλευράς και μίλησε για πρώτη φορά για ένα θεό αποκηρύσσοντας τον ανθρωπομορφικό χαρακτήρα του με λογικά επιχειρήματα, ενώ διατύπωσε τη σχετικότητα των θρησκευτικών ιδεών και επισήμανε τα όρια της ανθρώπινης γνώσης. Ο Ηράκλειτος, ο φυσικός φιλόσοφος, ο φιλόσοφος της μεταβολής, θεωρούσε ύψιστη αρετή τη γνώση του Λόγου, του θείου νόμου που τον ταυτίζει με τη Φύση, όπου τα πάντα είναι καλά και δίκαια. Επικρίνει ποιητές και φιλοσόφους που με φανταστικά όντα και αναπόδεικτες ιδέες, που τις παρουσιάζουν σαν πραγματικές, παρασύρουν τους ανθρώπους σε επιβλαβείς απόψεις για μετά θάνατον ζωή, σε προκαταλήψεις  και δεισιδαιμονίες με ιεροτελεστίες και καθαρμούς, αλλά επικρίνει και τους πολλούς ανθρώπους, που ενώ έχουν τη λογική ικανότητα να έχουν καλή γνώση των πραγμάτων, αφήνουν με ευπιστία και νωθρότητα να παρασύρονται από αυτές και, καθώς απομακρύνονται από τη φύση, χάνουν το νόημα της ζωής, που μόνο αυτή, η φύση, άμεσα ή έμμεσα μπορεί να τους διδάξει.
   Τέλος, με την καταπληκτική, κατά τη γνώμη μου, έκφραση «ήθος ανθρώπω δαίμων» ότι το πεπρωμένο του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του, απορρίπτει όλο το σύστημα των αρχαϊκών δοξασιών για την έμφυτη τύχη και τη θεία δοκιμασία, ενώ, στοχεύοντας στην ανύψωση των ανθρώπων, τους προτρέπει να γνωρίσουν τον εαυτό τους, όπως έκανε ο ίδιος ως το πρώτο βήμα προς την ορθή σκέψη και κρίση. «εδιζησάμην εμεωυτόν»=ερεύνησα τον εαυτό μου, μας λέει,…   προσέξτε τον 6 αι πΧ ….!!
   Η αντίληψη, βγαλμένη από την πείρα της ζωής, ότι οι θεοί μοιράζουν τη μοίρα των ανθρώπων με τις εναλλαγές της, και το τέλος της, το θάνατο, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια απαισιοδοξία, σε μια μοιρολατρία, σε ένα λαό κουρασμένο και παρατημένο από τη ζωή. Στην πραγματικότητα όμως αυτή η θρησκευτική αντίληψη καθόλου δε μείωσε τη δραστηριότητα των Ελλήνων. Την εποχή εκείνη οι Έλληνες, μέσα από την ευσέβεια και τη διάθεσή τους να είναι αρεστοί στους θεούς ήταν και μοιρολάτρες και δεισιδαίμονες, όμως δεν ήταν ούτε κουρασμένοι ούτε παρατημένοι από τη ζωή, αλλά ήξεραν να την ευχαριστιούνται  στο έπακρο. Αυτό φαίνεται και από τους διάφορους παιάνες που σώθηκαν, και όχι μόνον βεβαίως, αλλά κυρίως από τον πολιτισμό που δημιούργησαν και επηρέασαν όλο το δυτικό τρόπο σκέψης και ζωής.
   Επάνω στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, υπήρχε γραμμένο το ρητό «γνώθι σεαυτόν». Σημαίνει και την ανάγκη για αυτογνωσία, την οποία εφάρμοσε και πρότεινε, όπως ακούσαμε, και ο Ηράκλειτος, όμως το ρητό αυτό ήταν και ο πυρήνας της αντίληψης που αφορούσε τη σχέση του ανθρώπου προς τους θεούς. Ο άνθρωπος έπρεπε  να έχει συναίσθηση της αδυναμίας του και της δύναμης των θεών, του χάσματος που υπάρχει ανάμεσά τους, και να υποτάσσεται σε αυτούς. Μαζί με το ρητό «μηδέν άγαν» και τη συμβουλή «σωφρόνει» προς τον επισκέπτη του ναού, που αναφέρει ο Πλάτωνας, αποδίδουν την ελληνική αντίληψη, που κατά βάση είναι και πολιτική, ότι ο άνθρωπος πρέπει να δείχνει συνετή μετριοπάθεια έχοντας συναίσθηση της θέσης του και όχι δείχνοντας υπεροψία προς τους θεούς και προς τους ανθρώπους. Έτσι διαφυλάσσεται η ειρήνη και με τους θεούς και μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Αυτές ήταν οι βασικές αντιλήψεις που ικανοποιούσαν την ανάγκη για νομιμότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και ειρήνη σε μια ταραγμένη εποχή, όπως η αρχαϊκή.ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου