Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ Ι. ΠΙΤΣΙΠΙΟΣ ΟΙ ΞΕΝΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ Ο ΠΙΘΗΚΟΣ ΞΟΥΘ
Μέσα στα παλιά βιβλία της νεοελληνικής πεζογραφίας του 19ου αιώνα κατοικεί ένας πολύ παράξενος και ασυνήθιστος ήρωας, ο πίθηκος Ξουθ, ο οποίος πλάστηκε από τον αμφιλεγόμενο συγγραφέα Ιωάννη Πιτσιπιό για να σατιρίσει τα ήθη της ελληνικής πραγματικότητας του 19ου αιώνα με τρόπο μεταμφιεσμένο.
Ο Ιωάννης Πιτσιπιός ήταν τον 19ο αιώνα ίσως ο γνωστότερος Έλληνας σε ολόκληρο τον κόσμο. Όπως θα δείτε παρακάτω, ήταν επίσης μπλεγμένος σε άγνωστο αριθμό μυστικών ελληνοκεντρικών οργανώσεων, έπαιξε μυστηριώδη αλλά πολύ σημαντικό ρόλο για το ξεκίνημα της Επανάστασης της Ελλάδας το 1821 και πέθανε με εξίσου μυστηριώδη τρόπο.
Ο Πίθηκος Ξουθ είναι ένα αλλόκοτο και μοναδικό για τα ελληνικά χρονικά βιβλίο, ένα από τα ελάχιστα νεοελληνικά μυθιστορήματα φαντασίας εκείνης της εποχής και το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες. Είναι μια φαινομενικά παράδοξη και αστεία ιστορία, που μολονότι δεν την ολοκλήρωσε ποτέ ο συγγραφέας της, σχολιάζει ήθη και καταστάσεις των τότε χρόνων αφήνοντας ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη των αναγνωστών κάθε εποχής…
Ο Πίθηκος Ξουθ
Η ιστορία του Πίθηκου Ξουθ χρονολογικά τοποθετείται στα 1844, όταν ένας από τους κύριος πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, ο Καλλίστρατος Ευγενίδης, επιστρέφει στην Αθήνα ύστερα από κάποια ταξίδια του στην Ευρώπη. Μαζί του φέρνει και ένα παράξενο πλάσμα, με μακριές τρίχες και νύχια, έναν πίθηκο που ασκεί χρέη υπηρέτη χάρη στην εκπληκτική του ικανότητα να μιμείται τους ανθρώπους.
Κάποια μέρα όμως, ο Ευγενίδης, προς μεγάλη του έκπληξη, «πιάνει» τον πίθηκο τη στιγμή που εκείνος προσπαθούσε να ξυριστεί με τα πανάκριβα ξυράφια του κυρίου του. Προκειμένου λοιπόν να γλιτώσει από το μένος του Ευγενίδη, ο Ξουθ αποφασίζει να μιλήσει(!) και να αποκαλύψει την ιστορία του.
Αφού συστήνεται ως Βαρθόλδυς, λοιπόν, ομολογεί στον κύριό του ότι ήταν κάποτε ο γνωστός επικριτής του ελληνικού έθνους, Jacob Salomon Bartholdy. Ως άνθρωπος ακόμη, μετά τη δημοσίευση ενός δυσφημιστικού για την Ελλάδα βιβλίου, πήγε στην Ευρώπη όπου γνώρισε μια γυναίκα, που με τα ψέματά της τον εξαπάτησε και του σπατάλησε την περιουσία. Εκείνος, μην μπορώντας να ξεπληρώσει τα χρέη του, κατέληξε στη φυλακή απ' όπου τον έβγαλε ο φίλος του Κάρολος Ροφέρος τακτοποιώντας τις οφειλές του. Στη συνέχεια, ο Βαρθόλδυς παρασυρμένος από τη σύζυγο του Καρόλου, μια μοχθηρή γυναίκα, δολοφόνησε τον ευεργέτη του, ο οποίος έγινε φάντασμα και τον καταδίωξε σε όλο τον κόσμο, ακόμη και στην Αμερική. Τελικά, ο Βαρθόλδυς πήγε στην έρημο, όπου απομονώθηκε από τους ανθρώπους, σκελετοποιήθηκε από τις στερήσεις, καμπούριασε, γέμισε τρίχες και τελικά μεταμορφώθηκε σε ζώο, σε πίθηκο. Αφού έμεινε εκεί επτά χρόνια, τον ανακάλυψαν κάποιοι άνθρωποι και ύστερα από διάφορες περιπέτειες –οι οποίες στο βιβλίο παρουσιάζονται με παραστατικό τρόπο– κατάληξε στα χέρια του Ευγενίδη.
Ο πίθηκος Ξουθ ή αλλιώς Βαρθόλδυς παρουσιάζεται μετανιωμένος για τις κακές ενέργειες που είχε διαπράξει στο παρελθόν και παράλληλα –καθώς διηγείται τις ιστορίες του– ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει την ύφανση της ελληνικής κοινωνίας και των κακώς κειμένων της. Ουσιαστικά ο συγγραφέας Ιωάννης Πιτσιπιός χρησιμοποιεί τη μεταμόρφωση όχι μόνο για να σατιρίσει τον Βαρθόλδυ, αλλά κυρίως για να καταγγείλει τον πιθηκισμό της ελληνικής πραγματικότητας των χρόνων εκείνων.
Τα θέματα που θίγονται στο έργο είναι η ξενομανία των Ελλήνων, ο μιμητισμός προς οτιδήποτε ευρωπαϊκό, η νεόπλουτη αθηναϊκή κοινωνία με τις ιδιοτροπίες της και η αλλοτρίωση της ανθρώπινης φύσης από τα πάθη και τις λανθασμένες επιλογές.
Αξίζει να τονίσουμε ότι ο Πιτσιπιός σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάζεται ως εθνικιστής ή ως υπεραμυνόμενος του ελληνικού τρόπου ζωής. Δεν στρέφεται εναντίον του διαφορετικού, παρά μονάχα ενάντια στην άκριτη υιοθέτηση νοοτροπιών, ηθών και ιδεών που συγχρωτισμένα χτίζουν καρικατούρες ανθρώπινων συμπεριφορών.
Ο Συγγραφέας του Πίθηκου Ξουθ
Είναι 30 Σεπτεμβρίου 1869 και οι εφημερίδες πέρα από τις συνηθισμένες ειδήσεις για την οικονομία και τα εσωτερικά του νεοσύστατου κράτους, περιέχουν και μια είδηση που συγκλονίζει, έναν μυστηριώδη πνιγμό στα νερά του Βόσπορου. Συγκεκριμένα στην Εφημερίδα Εκλεκτική, αρ. 38, σελ. 308 διαβάζουμε: «Χθες ευρέθη παρά την αποβάθραν του Καράκιοϊ πτώμα ανθρώπου, φέροντος ευρωπαϊκήν ενδυμασίαν, ηλικίας δε προβεβηκυίας ως φαίνεται εκ της πολιάς αυτού κόμης και του πώγωνος. Η αστυνομία προβάσα εις ερεύνας επ' αυτού δεν ηδυνήθη εισέτι ν' ανακάλυψη την ταυτότητα του προσώπου, ως ουδέ εάν ο πνιγείς εγένετο θύμα αυτοκτονίας, ή τυχαίου τίνος περιστατικού. Το πτώμα φέρει πληγήν επί μιας των πλευρών, ήτις είναι άδηλον εάν προήλθεν εξ επιθέσεως δολοφόνου τινός ή εκ της συγκρούσεως μετά τινός σώματος εν τη θαλάσση. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου εισί παρηλλαγμένα ως εκ της εξοιδήσεως εις ην ευρίσκεται η κεφαλή και το λοιπόν σώμα. Επί των φορεμάτων αυτού υπάρχουσι σεσημειωμένα τα γράμματα J. Ρ. εντός δε ενός των θηλακίων του ευρέθη τετράδιον χειρόγραφον εξ 20 σελίδων, περιέχον ένστιχον σατυρικόν ποίημα υπό την επιγραφήν Αναργυριάς ή Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως. Ως εκ των στοιχείων δε τούτων και τινών χαρακτηριστικών του πτώματος απεδείχθη ότι ο πνίγεις είναι ο γνωστός εις το καθ' ημάς δημόσιον Ιάκωβος Πιτσιπιός, εσχάτως ελθών εκ Μασσαλίας, και όστις από τινών ημερών δεν φαίνεται εν τη ενταύθα κοινωνία. (24 Σεπτ.) […] Υποτίθεται ότι εδολοφονήθη ή εκ Τούρκων ή εκ Παπιστών».
Τέτοιο τραγικό τέλος είχε λοιπόν ο συγγραφέας του Πίθηκου Ξουθ. Ποιος όμως να ήθελε να τον δολοφονήσει και γιατί; Αν από την άλλη ήταν αυτοκτονία, τι ήταν εκείνο που τον συγκλόνισε τόσο ώστε να γίνει αυτόχειρας; Στη συνέχεια, λοιπόν, θα προσπαθήσουμε να ξετυλίξουμε το μυστηριώδες κουβάρι του τραγικού τέλους του, στηριζόμενοι στις λιγοστές πληροφορίες που ξέρουμε γι' αυτόν.
Ο Ιάκωβος Πιτσιπιός ή Πιτζιπίος γεννήθηκε στη Χίο στις 19 Ιουλίου 1802. Το 1820 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει Νομικά. Προτού ολοκληρώσει τις σπουδές του, δέχθηκε το μήνυμα της Επανάστασης και εντάχθηκε στον Ιερό Λόχο –στο πρώτο οργανωμένο τμήμα Πεζικού που συγκροτήθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη τον Φεβρουάριο του 1821– καθώς και στη Φιλική Εταιρεία.
Αφού συνετρίβη ο Ιερός Λόχος (7 Ιουνίου 1821) στο Δραγατσάνι της Μολδοβλαχίας, ο Πιτσιπιός διέσχισε κολυμπώντας(!) τον ποταμό Προύθο για να συναντήσει τον ρωσικό στρατό. Από εκεί πήγε πάλι στο Παρίσι και συνέχισε τις σπουδές του. Όμως το έτος 1822 ήταν ζοφερό για τον ελληνισμό και ειδικά για τους κατοίκους της Χίου. Η καταστροφή του νησιού και οι σφαγές των κατοίκων (περίπου 70.000 Χιώτες χάθηκαν τότε), δεν άφησαν ανεπηρέαστο τον Πιτσιπιό του οποίου τον πατέρα και τους συγγενείς σκότωσαν οι Τούρκοι δημεύοντάς του και όλη την περιουσία του.
Από εκεί κι ύστερα άρχισε μια πολύκροτη ζωή που μοιραζόταν μεταξύ των πιο σημαντικών κέντρων της εποχής εκείνης. Εργάστηκε μεταξύ άλλων ως διπλωμάτης στην κυβέρνηση Καποδίστρια, ως κρατικός υπάλληλος επί της βασιλείας του Όθωνα, ως καθηγητής της Φιλολογίας και της Ρητορικής στο Αυτοκρατορικό Λύκειο της Οδησσού, ως μέλος του Αρχαιολογικού Μουσείου της ίδιας πόλης, ως καθηγητής Ελληνικών και Γαλλικών στο Γυμνάσιο της Ερμούπολης και ως Τιτουλάριος Σχολάρχης της Μεγάλης του Γένους Σχολής στην Κωνσταντινούπολη. Οι δυο τελευταίες ωστόσο δραστηριότητές του είχαν άδοξο τέλος, αφού παύτηκε και από τα δυο ιδρύματα για αδιευκρίνιστους λόγους.
Πιο ειδικά, στην Ερμούπολη κατηγορήθηκε ότι δεν έδειξε «δείγματα ικανότητας και ηθικής μορφώσεως», ενώ στην Κωνσταντινούπολη «το ανοίκειον δε του Πιτσιπικού τρόπου και της συμπεριφοράς», οδήγησε τους σπουδαστές να εξεγερθούν εναντίον του, με αποτέλεσμα να κληθούν οι τουρκικές αρχές για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Η κατάληξη ήταν να καταστραφεί εξαιτίας του η Σχολή –που τότε βρισκόταν στο Κουρούτζεσμε– και το τουρκικό κράτος να επιβάλει τη μεταφορά της Σχολής στο Φανάρι! Βέβαια τα βαθύτερα αίτια πρόκλησης των «Πιτζιπιακών», όπως λέγονται πια, δεν είναι γνωστά. Κάποιοι κάνουν λόγο για προσηλυτισμό υπέρ της Ελλάδος, γεγονός που εξόργισε και τον Σουλτάνο, άλλοι ότι ενόχλησαν οι φιλοκαθολιστικές του θέσεις που εκφράστηκαν με το κείμενό του Κατά των Ορθοδόξων των Γραψάντων και της Εγκυκλίου του Πάπα Πίου Θ' (σ.σ.: Ο Πάπας με εγκύκλιό του καλούσε τους Ορθόδοξους να αποδεχτούν τα πρωτεία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και τα διδάγματά της, κάτι που φυσικά απορρίφθηκε από την Ανατολική Εκκλησία, αλλά έγινε δεκτό από τον Πιτσιπιό). Και κάποιοι άλλοι εικάζουν ότι η συμπεριφορά του μπορεί να σχετιζόταν ακόμη και με ομοφυλοφιλία, μολονότι είχε δυο γάμους στο ενεργητικό του.
Μπορεί λοιπόν ο Πιτσιπιός να είχε δημιουργήσει κάποιους ισχυρούς εχθρούς εξαιτίας της ιδιόρρυθμης συμπεριφοράς του ή της προκλητικής στάσης του που να ήθελαν το κακό του και να έφτασαν ως τη δολοφονία του;
Δύσκολο να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα. Η αλήθεια πάντως είναι ότι για χρόνια ο Πιτσιπιός έπαιζε ένα περίεργο παιχνίδι με την Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, με αποτέλεσμα να τάσσεται κάποτε με τη μια παράταξη και κάποτε με την άλλη. Ακόμη είχε εκδώσει διάφορα συγγράμματα υπέρ της Ένωσης των δυο Εκκλησιών –ένα θέμα πολύ ευαίσθητο την εποχή εκείνη–, είχε έλθει σε μυστικές συνεννοήσεις με τον Πάπα προκειμένου να προωθήσει αυτή την ένωση υπέρ της δυτικής Εκκλησίας –ας μην ξεχνάμε πόσοι πολλοί καθολικοί, Έλληνες και μη, κατοικούσαν τότε στον ελλαδικό χώρο– και ήταν ιδρυτής και μιας μυστικής και παράξενης οργάνωσης, της Βυζαντινής Ένωσης. Μέσω αυτής προωθούσε τη συγχώνευση όλων των πολιτικών, κοινωνικών και θρησκευτικών στοιχείων του βυζαντινού πληθυσμού, χωρίς όμως να γνωρίζουμε λεπτομέρειες για τη δράση, τις μεθόδους και τις οδούς που ακολουθούσε. Τέλος, ας μην παραλείψουμε και την κακή φήμη που είχε αποκτήσει ο Πιτσιπιός, κάτι που διαφαίνεται σε διάφορα δημοσιεύματα της εποχής. Σε αυτά ο Πιτσιπιός παρουσιάζεται ως άνθρωπος ευμετάβλητος και χωρίς ενδοιασμούς – ενώ στην εφημερίδα Αυγή της 11ης Μαΐου 1857 σημειώνεται με σαφή ειρωνική διάθεση και το εξής: «[Ο Μονσινιόρος Πιτσιπιός] σκοπεύει να σουνετισθή ασπαζόμενος τον Ισλαμισμόν, εις τους κόλπους του οποίου ελπίζει να εύρη τας ποθητάς αναπαύσεις του».
Μετά βεβαιότητας, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι οι συνεχείς θρησκευτικές παλινδρομήσεις του Πιτσιπιού (από την Ορθοδοξία στον Καθολικισμό κι ίσως και στον Ισλαμισμό) και οι σκοτεινές κινήσεις του, είχαν χτίσει ένα αρνητικό προσωπείο του. Για την κοινή γνώμη θεωρούνταν καιροσκόπος και τυχοδιώκτης. Επομένως, ακόμη κι αν δεν είχε πέσει θύμα εγκληματικής ενέργειας –με θύτη κάποιον του οποίου τα συμφέροντα έθιγε–, θα ήταν εξίσου πιθανό να είχε δώσει μόνος τέλος στη ζωή του. Αίτια θα μπορούσαν να είναι ο κοινωνικός αποκλεισμός του και τα σκάνδαλα που συνόδευαν τη φήμη του.
Πάντως, ανεξάρτητα από τις παραπάνω «σκιές» που άγγιξαν τη ζωή του Ιωάννη Πιτσιπιού, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πόσο σημαντικός διανοητής υπήρξε. Συγκεκριμένα, εκτός από τα μυθιστορήματα Ορφανή της Χίου (το πιο πολυδιαβασμένο της εποχής του) και Πίθηκος ΞουθΛογική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης διά τους ΠρωτοπείρουςΠαίδας (1834), το περιοδικό Φανός της Μεσογείου (1844), ήταν Γενικός Διευθυντής της εφημερίδας Ο Σωτήρ (1845), είχε συντάξει το Υπόμνημα περί της Ενεστώσης Καταστάσεως και του Μέλλοντος της Ελληνικής Φυλής (1859) κ.ά. είχε εκδώσει τη
Τα βιβλία του κοσμούσαν τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του Λονδίνου, του Βουκουρεστίου, του Βατικανού και της Ουάσινγκτον. Παρόλ' αυτά στην Ελλάδα το έργο του παραγκωνίστηκε, αφού οι αναγνώστες και οι λόγιοι προσκολλήθηκαν στις αρνητικές εντυπώσεις που είχε αφήσει το όνομα του Πιτσιπιού και έτσι, ελαφρά τη καρδία, τον ξέχασαν. Φυσικά συνέβαλαν κι άλλοι παράγοντες, όπως η καθαρευουσιάνικη γλώσσα του και το ότι απευθυνόταν σε μια υπό διαμόρφωση κοινωνία που προσπαθούσε σιγά-σιγά να ξεπεράσει τον εαυτό της, αφήνοντας πίσω της ό,τι είχε γραφτεί τα προηγούμενα χρόνια και προτιμώντας τα νέα λογοτεχνικά ρεύματα που εισέβαλαν στον τόπο το 1880.
Το έργο του «ξεθάφτηκε» πρόσφατα, την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, οπότε και ξεκίνησε ένα σχετικό εκδοτικό ενδιαφέρον λόγω των πανεπιστημιακών μελετών που έγιναν επ' αυτού.
Οι Περιηγήσεις στον Ελληνικό Χώρο
Για να δούμε όμως τι ενέπνευσε τον Πιτσιπιό να μετατρέψει τον Πρώσο περιηγητή Βαρθόλδυ σε πίθηκο. Από τις αρχές περίπου του 19ου αιώνα, προτού ακόμη συσταθεί το ελεύθερο ελληνικό κράτος, πολλοί Ευρωπαίοι άρχισαν να επισκέπτονται τον ελλαδικό χώρο και να καταγράφουν τις εντυπώσεις τους από το τοπίο και τους ανθρώπους σε διάφορα βιβλία και εφημερίδες. Μάλιστα οι δημοσιεύσεις αυτές γνώριζαν μεγάλη επιτυχία, αφού οι αναγνώστες της Δύσης αρέσκονταν να μαθαίνουν για τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες όσων κατοικούσαν στη μυστηριώδη Ανατολή. Πολλοί απ' αυτούς όμως, αντί να προβάλουν τις ομορφιές των παράξενων και μυστικών για την Ευρώπη τόπων, προτιμούσαν να εμμένουν στις συμπεριφορές και στις όποιες «παρασπονδίες» των Ελλήνων και να τους παρουσιάζουν ως άξεστους και απολίτιστους.
Ένας απ' αυτούς τους περιηγητές ήταν ο Pierre-Augustin Guys που έγραψε το βιβλίο Voyage Littéraire de la Grèce. Ο Guys έκανε λόγο για εξαχρειωμένο και φανατισμένο ελληνικό έθνος, στο οποίο ουδέποτε οι Τούρκοι απαγόρεψαν την ίδρυση και λειτουργία ελληνικών σχολείων. Η ευθύνη για την απομάκρυνση από τις Τέχνες και τις Επιστήμες της αρχαιότητας ήταν, κατά τη γνώμη του, αποκλειστικά των Ελλήνων. Όπως φαίνεται, ο Guys ήταν επηρεασμένος από την αγάπη του για την αρχαιότητα και ερχόμενος στην Ελλάδα περίμενε να δει κάποιο ισχνό έστω σημάδι συνέχειας εκείνου του πολιτισμού. Εκ των πραγμάτων όμως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, με αποτέλεσμα να απογοητευθεί, να επιρρίψει ευθύνες σε ένα φτωχό και καταδυναστευμένο έθνος και να επηρεάσει αρνητικά τους Γάλλους αναγνώστες του.
Ένας άλλος επικριτής του έθνους ήταν ο Cornelius de Pauw, Γερμανός κληρικός και φιλόσοφος. Στο έργο του Recherches Philosophiques εξετάζει τα έθνη των Κινέζων, των Αμερικανών, των Αιγυπτίων και των Ελλήνων – στους τελευταίους μάλιστα αφιερώνει 2 τόμους (Βερολίνο 1788). Ο Pauw, μολονότι δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ελλάδα, ανέλαβε να εκφράσει τη δυσμενή άποψή του για το νεοσυσταθέν έθνος, κάτι που στεναχώρησε τον Αδαμάντιο Κοραή και τον οδήγησε να του απαντήσει μέσα από δημοσιεύσεις του. Συγκεκριμένα ο Κοραής εκφράζει τη θλίψη του αρχικά στον φίλο του Πρωτοψάλτη: «Με ελύπησε, φίλε μου, μεγάλως ένα νέον σύγγραμμα, το οποίον εφάνη ταύτας τας ημέρας εδώ, γεγραμμένον από τον περίφημον φιλόσοφον του Βερολίνου τον Πάυιον, όστις αγκαλά δεν φαίνεται φίλος των Τούρκων, κατηγορεί όμως το γένος με μιαν ανήκουστον σκληρότητα, λέγων μεταξύ των άλλων και ταύτα τα φοβερά λόγια: "Η λήθη των πολιτικών νόμων, η αμάθεια και η δεισιδαιμονία έρριψαν εις το γένος των Γραικών τόσον ισχυράς και τόσον βαθείας ρίζας, τας οποίας καμία δύναμις ανθρωπίνη δεν θέλει δυνηθή να τας εκριζώση". Είδες, αδελφέ μου, κατάστασιν; Και περί μεν της αμαθείας κανένας νουν έχων Ρωμαίος δεν δύναται να το αρνηθή, αλλά το να λέγει ότι ουδεμία ανθρωπίνη δύναμις δεν δύναται να θεραπέυση την πληγήν, αυτό είναι μια αναίσχυντος συκοφαντία. Ενεκρώθησαν λοιπόν τόσον οι Ρωμαίοι, όπου χρειάζεται θαύμα θείον διά να τους αναστήση; Όχι βέβαια! Παύσον την τυραννίαν των Τούρκων και την αλλαζονικήν φιλαρχίαν των καλογήρων, και εις διάστημα χρόνων ολίγων, χωρίς θαύματος θείου, οι Ρωμαίοι θέλει σοφισθώσιν ως και οι Ευρωπαίοι».
Τα επόμενα χρόνια, ο Κοραής είχε την ευκαιρία μέσα από βιβλία του, αλλά και ομιλίες του να απαντήσει στον Pauw, άλλες φορές άμεσα και με λογικά επιχειρήματα, κι άλλες φορές έμμεσα. Το ίδιο έκαναν κι άλλοι Έλληνες του Εξωτερικού (όπως ο Ρήγας Βελεστινλής και ο Παναγιώτης Κοδρικάς), οι οποίοι με την προσφορά τους δεν υπεράσπιζαν μόνο το ελληνικό γένος, αλλά προετοίμαζαν και την αφύπνισή του, ώσπου να φτάσει η μεγάλη στιγμή του ξεσηκωμού.
O πιο δριμύς κατήγορος του έθνους πάντως υπήρξε ο «Βαρθόλδυς» (Jacob Salomon Bartholdy), ο οποίος ταξίδεψε στη χώρα μας για επτά μήνες στα 1803-1804 και κατόπιν, το 1805, εξέδωσε το βιβλίο του Κομμάτια για την Καλύτερη Γνωριμία της Σημερινής Ελλάδας στα Γερμανικά (το 1807 κυκλοφόρησε και γαλλική μετάφρασή του). Ο Bartholdy ήταν τόσο αρνητικά διακείμενος απέναντι στους Έλληνες, ώστε σε όλο το έργο του τούς σκιαγραφεί με τα μελανότερα χρώματα, τονίζοντας την απαιδευσιά και την πονηριά τους. Δεν παραλείπει μάλιστα να τους συγκρίνει και με τους Τούρκους, τους οποίους τους παρουσιάζει ανώτερους και ευγενέστερους.
Καταρχάς είχε μείνει πολύ δυσαρεστημένος από την ελληνική φιλοξενία – την άλλοτε φημισμένη στα αρχαία βιβλία που διάβαζε. Χρειάζεται να σημειώσουμε ότι οι περιηγητές τότε φιλοξενούνταν σε σπίτια Ελλήνων προεστών, οπότε είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν καλύτερα τις ελληνικές συνήθειες εκ των έσω. Παντού, σύμφωνα με τον Bartholdy, οι οικοδεσπότες γίνονταν κουραστικοί κάνοντας τις ίδιες ερωτήσεις σχετικά με τη διάρκεια του ταξιδιού του ή με διάφορες άλλες παρατηρήσεις, τη στιγμή που οι ίδιοι οι Έλληνες ήταν επιφυλακτικοί και απαντούσαν σε όλα με τη φράση «καλά, πολύ καλά». Επίσης, υποστήριζε ότι όταν το δώρο του αποχαιρετισμού δεν ικανοποιούσε τους οικοδεσπότες, δεν είχαν την ευγένεια να κρύψουν τη δυσαρέσκειά τους. Το πιο παράδοξο απ' όλα όμως, ήταν που ανέχονταν κάποιους περιηγητές –ιδίως Άγγλους– να τους φέρονται εξουσιαστικά και να τους μιλούν με πολύ υποτιμητικά λόγια για το γένος τους. Ο Bartholdy απέδιδε εκείνη τη συμπεριφορά στην υποτακτικότητα των Ελλήνων.
Αναφορικά με τα αρχαία μνημεία, κατακρίνει την ολιγωρία των Ελλήνων εξαιτίας των οποίων δεν είχε μείνει όρθια καμιά αρχαία κολώνα και ναός, με εξαίρεση την Αθήνα στην οποία αναγνώριζε κάποια αίγλη. Ακόμη, κάνει λόγο για την πειρατεία, η οποία ταλαιπωρούσε τις παραθαλάσσιες περιοχές τότε. Σύμφωνα με τον Bartholdy, οι πειρατές όχι μόνο απογύμνωναν τα θύματά τους, αλλά τα έσφαζαν και μάλιστα χωρίς οίκτο – ασφαλώς τέτοιου είδους δηλώσεις μόνο πανικό και τρόμο θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στους Ευρωπαίους που φαντάζονταν τους Έλληνες ως βάρβαρους και αγροίκους.
Όταν αναφέρεται στους καλόγερους, είναι κατηγορηματικά εναντίον τους και τους κατακρίνει για την απαιδευσιά, τον δογματισμό και τις προσπάθειες που κάνουν να προσηλυτίσουν κόσμο στην Ορθοδοξία και να πολεμήσουν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Στέκεται ιδιαίτερα στη φιλοχρηματία των κληρικών, στη μοχθηρία τους και στη ρυπαρότητά τους. Εντύπωση του έκαναν ακόμα τα βιβλία των μοναστηριών: Ορισμένα μοναστήρια διέθεταν σχετικά ενημερωμένες βιβλιοθήκες με πατερικά κείμενα και κάποια κλασικά της αρχαιότητας – τα περισσότερα όμως στοίβαζαν τα λιγοστά σκονισμένα βιβλία σε αποθήκες μαζί με το τυρί και το λάδι (!).
Φυσικά, ενέμενε στο θέμα της απαιδευσιάς των Ελλήνων κατηγορώντας τους για αναλφαβητισμό και για παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος να μορφωθούν και να ενστερνιστούν νέες ιδέες. Του έκανε εντύπωση το χαμηλό ποσοστό αναγνωστικού κοινού και παράλληλα δεν δίσταζε να δηλώσει ότι οι Τούρκοι ήταν φιλελεύθεροι και δεν απαγόρευαν ούτε τα βιβλία, ούτε τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ούτε τη διακίνηση ιδεών. Επίσης, υπογράμμιζε τη μη ύπαρξη βιβλιοπωλείων και τυπογραφείων στον ελλαδικό χώρο. Για τον Bartholdy οι Έλληνες δεν πρόκοβαν στην Τέχνη και την Επιστήμη, παρά μονάχα στο εμπόριο και στις εφήμερες απολαύσεις. Επιτιθόταν επιπλέον ενάντια στο δημοτικό τραγούδι και στην Ερωφίλη, καθώς και στους νεόπλουτους και ξενομανείς Έλληνες που μιμούνταν δουλικά και σε υπερβολικό βαθμό οτιδήποτε ξένο.
Βέβαια, σε ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις μιλούσε συγκρατημένα με καλά λόγια για κάποιους Έλληνες που είχαν να επιδείξουν κάτι διαφορετικό – όπως για τον Αδαμάντιο Κοραή και για κάποιους εμπόρους στα Αμπελάκια που γνώριζαν Γερμανικά. Ανέφερε ακόμη την περίπτωση ενός ιατρού που μετέφραζε διάφορα βιβλία στα Ελληνικά, καθώς και κάποιων κατοίκων στα Αμπελάκια, που είχαν οργανώσει ένα μικρό θέατρο.
Τελειώνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά, χρειάζεται να σημειώσουμε ότι τα δυσφημιστικά σχόλια του Bartholdy δεν έμειναν αναπάντητα. Τόσο ο Κοραής, όσο κι άλλοι Έλληνες μα και ξένοι φιλέλληνες καταδίκασαν την απολυτότητα και την εμπάθεια του Γερμανού περιηγητή.
Στην ίδια την Ελλάδα το θέμα είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις ώστε λέγεται πως μεταξύ των διανοούμενων η χειρότερη ύβρη που μπορούσε να εξαπολύσει κάποιος λόγιος για κάποιον άλλον ήταν το όνομα Βαρθόλδυς.
Ο πίθηκος Ξουθ, όπως αποκαλύπτει ο Πιτσιπιός μέσα από τα λόγια του ίδιου πιθήκου, ήταν η καρικατούρα του Jacob Salomon Bartholdy. Επηρεασμένος από το κλίμα εκείνο ο Πιτσιπιός έφτασε στο σημείο να τον «μεταμορφώσει» σε πίθηκο και να τον κάνει ήρωα του μυθιστορήματός του. Έτσι, στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου ο πίθηκος Ξουθ συστήνεται με τα εξής λόγια: «Εγεννήθην εις το Βερολίνον πρωτεύουσαν της Προυσίας – ονομάζομαι Βαρθόλδυς, και είμαι αυτός εκείνος ο εις τα προλεγόμενα του Κοραή αναφερόμενος Γερμανός περιηγητής, ο πικρός των Ελλήνων κατήγορος, συγγραφεύς του κατά τα 1805 εκδοθέντος συγγράμματος, επιγραφομένου Αποσπάσματα προς Ακριβεστέραν Γνώσιν της Σημερινής Ελλάδος».
Γιατί Επικράτησε ο Ρεαλισμός έναντι της Φαντασίας στον Ελληνικό Χώρο;
Αμέσως μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, οι λόγιοι συνειδητοποίησαν το μεγάλο κενό που υπήρχε στη χώρα μας: απουσίαζε η νεοελληνική λογοτεχνία, απουσίαζαν τα μυθιστορήματα για να καλλιεργήσουν το γλωσσικό αισθητήριο του αναγνωστικού κοινού, για να εμπνεύσουν, για να τέρψουν, για να διδάξουν, για να δημιουργήσουν ρεύματα και κινήματα. Έτσι, σιγά-σιγά εμφανίστηκαν στην Ελλάδα –από τη δεκαετία του 1830 κ.ε.– τα ιστορικά μυθιστορήματα, ορισμένα από τα οποία γνώρισαν τη μεγάλη αποδοχή του αναγνωστικού κοινού, όπως Ο αυθέντης του Μορέως του Ραγκαβή (1850).
Μεταξύ αυτών κυκλοφόρησαν διάφορα ρεαλιστικά μυθιστορήματα και κάποια λιγοστά που ενέπλεκαν και το φανταστικό στοιχείο στις αφηγήσεις τους. Γρήγορα όμως το πρώτο ρεύμα, του ρεαλισμού, επικράτησε και το δεύτερο έσβησε. Η αιτία για αυτή την εξέλιξη στον τόπο μας είναι ότι οι Έλληνες έχουν λανθασμένα ταυτίσει στο μυαλό τους την ψυχαγωγία με τη φαντασία και το χρήσιμο κι ωφέλιμο με το ρεαλιστικό.
Έτσι, όσοι ασχολούνταν με τα γράμματα δεν προώθησαν τη φαντασία, αλλά την ονόμασαν ανώφελη δραστηριότητα ή ανάγνωσμα δεύτερης κατηγορίας. Και ίσως πράγματι τα χρόνια εκείνα η ελληνική κοινωνία να είχε ανάγκη από ρεαλισμό για να συνειδητοποιήσει την ταυτότητά της και για να χτίσει τον δικό της πολιτισμό.
Στις μέρες μας όμως, πώς είναι δυνατόν η νοοτροπία αυτή να εξακολουθεί να διακατέχει πολλούς Έλληνες; Πώς είναι δυνατόν κάποιοι να είναι τόσο αρνητικά διακείμενοι απέναντι στο Φανταστικό και την απελευθερωτική του δύναμη, ώστε να το απορρίπτουν πολλές φορές ακόμη και δογματικά;
Βιβλιογραφία:
- Ιάκωβος Γ. Πιτζιπίος, Η Ορφανή της Χίου ή ο θρίαμβος της αρετής – Ο Πίθηκος Ξουθ ή τα ήθη του αιώνος, Εισαγωγή: Δημήτρης Τζιόβας, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1995.
- Νάσος Βαγενάς, Σημειώσεις για μια Εισαγωγή στον Πίθηκο Ξουθ.
- Εμμ. Ν. Φραγκίσκου, Δύο «Κατήγοροι του Γένους»: C. De Pauw (1788) και J. S. Bartholdy (1805).
- Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Ιωάννης Πιτσιπιός: Ανθολόγηση - Παρουσίαση, Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας, τ. Γ' (1830-1880), εκδόσεις Σοκόλη.
πηγή teachingreek.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου