Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Μέρος Β΄]Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΥ..

Ο μύθος του Μινώταυρου
Γράφει ο δαμ- ων
Β΄ μέρος
Σε παραλλαγή του μύθου, Ταύρος λεγόταν ο στρατηγός που βοήθησε τον Μίνωα να πάρει τον θρόνο. Λέγανε πως ο Ταύρος έκανε κρυφή σχέση με την Πασιφάη. Καρπός του έρωτα αυτού ήταν η γέννηση αγοριού, που ήταν κανονικός άνθρωπος, κι όχι τέρας. Ονομάστηκε Μινώταυρος γιατί ήταν το αναγνωρισμένο παιδί του Μίνωα, που έμοιαζε του κρητικού στρατηγού Ταύρου. Σε άλλη παράλληλη εκδοχή του μύθου, η Πασιφάη πλάγιασε με τον Ταύρο, έναν πολύ όμορφο νέο της βασιλικής ακολουθίας, την εποχή που ο Μίνωας έπασχε από τη τρομερή αρρώστια, όπου έβγαιναν από το σώμα του ερπετά όταν πλάγιαζε με γυναίκα. Έτσι ο Ταύρος ήταν ο φυσικός πατέρας του Μινώταυρου. Ο νόθος γιός έγινε στρατηγός του Μίνωα και με άλλους γενναίους Κρητικούς πήρε μέρος στην εκστρατεία του Διόνυσου στις Ινδίες. Στη συνέχεια ο Μινώταυρος πήγε στους Μασσαγέτες, όπου σκοτώθηκε και οι κάτοικοι για να τον τιμήσουν ονόμασαν την περιοχή Ταυρίδα, που ήταν κοντά στην Κολχίδα. Ο μύθος με την εκδοχή αυτή συνδέεται με τη λατρεία του Διόνυσου και την διείσδυση των Ελλήνων στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου. Επομένως από την εποχή του Μίνωα η Ταυρίδα έχει κατοίκους προερχόμενους από την Ελλαδικό χώρο.
Το γενετήσιο νόσημα του Μίνωα μας παραπέμπει σε σοβαρό αφροδίσιο νόσημα, εφόσον αναφέρεται ότι κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής ερπετά κατέτρωγαν τα σπλάχνα των ερωτικών συντρόφων του. Η Πρόκρις με τα γιατροσόφια της τον θεράπεψε ριζικά από το νόσημα αυτό, με αποτέλεσμα να γίνει ερωμένη του θεραπευμένου βασιλιά.
Συνεχίζουμε τον μύθο του Μινώταυρου τέρατος. Πριν να φτάσουμε στον ερχομό του Θησέα στην Κρήτη και τον σκοτωμό του τέρατος, ας δούμε όσα προηγήθηκαν.
Την εποχή που βασίλευε ο Μίνωας στην Κρήτη, στην Αθήνα ήταν βασιλιάς το Αιγέας, ο πατέρας του Θησέα, ο οποίος διοργάνωσε μεγάλες γιορτές, που συνοδεύονταν από αγώνες, τα Παναθήναια. Σ’ αυτά πήραν μέρος νέοι από πολλά μέρη. Ανάμεσα στα παλικάρια ήταν κι ο γιός του βασιλιά της Κρήτης, ο Ανδρόγεος, που αναδείχτηκε νικητής. Στην Αττική αυτή την εποχή ζούσε ένας άγριος ταύρος, που προξενούσε μεγάλες καταστροφές. Είχε γίνει ο φόβος κι ο τρόμος των κατοίκων της περιοχής. Ο ταύρος αυτός ήταν ο γνωστός μας ταύρος, το δώρο του Ποσειδώνα, το οποίο ο Μίνωας αρνήθηκε να θυσιάσει στο θεό. Αυτός που ενέπνευσε τον αφύσικο έρωτα στην Πασιφάη κι από την κτηνοβασία έγινε άθελά του πατέρας του Μινώταυρου. Ενώ στην αρχή ήταν ήρεμος, με τα χρόνια αγρίεψε και άρχισε να προκαλεί πολλές ζημιές στην Κρήτη. Γκρέμιζε κτίρια με τα δυνατά του κέρατα και κατέστρεφε τα σπαρτά. Από καμάρι των κοπαδιών του Μίνωα έγινε η μάστιγα της μεγαλονήσου. Ο Ευρυσθέας ανέθεσε σαν 7ο άθλο στον Ηρακλή να συλλάβει τον ταύρο και να τον φέρει στην Αργολίδα. Πράγματι ο Ηρακλής κατόρθωσε να συλλάβει τον ταύρο, τον οποίο οδήγησε στον εξάδελφό του Ευρυσθέα. Εκείνος θέλησε να τον θυσιάσει στην Ήρα. Η βασίλισσα του Όλυμπου αρνήθηκε αυτή τη θυσία, γιατί ο ταύρος προερχόταν από τον Ηρακλή- είναι γνωστή η έχθρα της θεάς προς τον μεγάλο ήρωα της Θήβας. Έτσι ο Ευρυσθέας άφησε ελεύθερο τον ταύρο, ο οποίος σπέρνοντας τον τρόμο στο πέρασμά του κατέληξε στον Μαραθώνα της Αττικής. Αυτόν τον ταύρο ο Αιγέας έστειλε να σκοτώσει ο Ανδρόγεος. Ο νέος, όμως, δεν μπόρεσε να τον αντιμετωπίσει κι έχασε τη ζωή του.
Κάποιοι ιστορούσαν πως ο γιος του Μίνωα έπεσε θύμα συνωμοσίας του Αιγέα και του αδερφού του Νίσου, βασιλιά των Μεγάρων, που τα είχαν με τον θαλασσοκράτορα, ο οποίος συνέχεια αύξανε τις κατακτήσεις του και την επιρροή του. Καθώς ο Ανδρόγεος κατευθυνόταν στη Θήβα, για να πάρει μέρος σε άλλους αγώνες, προς τιμή του Λάιου, έβαλαν ανθρώπους, που έστησαν ενέδρα και δολοφόνησαν το παλικάρι από την Κρήτη. Όποια από τις δύο εκδοχές ισχύει, ο Μίνωας θεώρησε αίτιους του θανάτου του γιού του τους δύο βασιλιάδες, των Μεγάρων και της Αθήνας. Έτσι η αρμάδα των πλοίων του έφτασε στα νερά του Σαρωνικού.
Πρώτα χτύπησαν τις πολιτείες της Μεγαρίδας. Αφού κυρίεψαν οι Κρητικοί πολεμιστές μερικές, μετά στράφηκαν στην μεγαλύτερη, τη Νίσαια, την έδρα του βασιλιά Νίσου, που είχε και το όνομά του. Αργότερα την ονόμασαν Μέγαρα. Σ’ αυτή την πολιτεία ο βασιλιάς είχε μαζέψει όλες τις δυνάμεις του. Αντιστάθηκε γενναία στην πολιορκία. Αιτία να πέσει ήταν η γοητεία του Μίνωα. Ο Μίνωας πρώτα κατέκτησε με την θωριά του την κόρη εχθρού του, τη Σκύλλα, που πρόδωσε την πατρίδα της. Με αυτό τον τρόπο νίκησε ο ρήγας της Κρήτης τον πρώτο εχθρό του, τον Νίσο.
Μετά στράφηκε κατά της Αθήνας. Παρ’ ότι την πολιόρκησε πολύν καιρό, δεν μπόρεσε να την κατακτήσει. Αφού είδε κι αποείδε, στράφηκε προς τον πατέρα του, τον βροντορίχτη Δία. Προσευχήθηκε, λοιπόν, να μην αφήσει ατιμώρητους τους Αθηναίους, που ήσαν υπεύθυνοι για το φονικό του Ανδρόγεο. Ο θεός εισάκουσε την προσευχή του γιού του και προκάλεσε λοιμό στην Αττική. Πάνω στην απελπισιά τους οι Αθηναίοι ζήτησαν χρησμό από το μαντείο των Δελφών. Η Πυθία τους συμβούλεψε να δεχτούν να πληρώσουν για το θάνατο του Ανδρόγεο και να συμβιβαστούν μ’ όποια ποινή τους επιβάλλει ο Μίνωας. Ο ρήγας της Κρήτης αξίωσε έναν φρικτό φόρο αίματος: κάθε χρόνο- ή κατ’ άλλους κάθε εννιά χρόνια, που είναι το πιθανότερο- οι Αθηναίοι να στέλνουν στην μεγαλόνησο εφτά νέους και εφτά νέες βορά για τον Μινώταυρο. Ήθελαν, δεν ήθελαν οι Αθηναίοι δέχτηκαν κι έτσι λύθηκε η πολιορκία της Αθήνας από τον Μίνωα.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης σχετικά με το φόνο του Ανδρόγεο γράφει:
«Από τα παιδιά του Μίνωα, ο Ανδρόγεως πήγε στην Αθήνα την εποχή των Παναθηναίων, ενώ ήταν ο Αιγέας βασιλιάς, εκεί νίκησε στους αγώνες όλους τους αθλητές κι έγινε φίλος με τους γιους του Πάλλαντα (ο Πάλλαντας ήταν αντίπαλος ή αδελφός του Αιγέα). Ο Αιγέας είδε με καχυποψία τη φιλία του Ανδρόγεω. Φοβούμενος μήπως βοηθήσει ο Μίνωας τους γιους του Πάλλαντα να του πάρουν την εξουσία, κατέστρωσε σχέδιο κατά της ζωής του Ανδρόγεω. Καθώς πήγαινε στη στις Θήβες με τα πόδια, για να παρακολουθήσει μια γιορτή (για χάρη του Λάιου), έβαλε να τον δολοφονήσουν κάποιοι ντόπιοι στα περίχωρα της Οινόης στην Αττική. Μαθαίνοντας ο Μίνωας τη συμφορά που βρήκε το γιο του Ανδρόγεω έφτασε στην Αθήνα απαιτώντας ικανοποίηση για το φόνο του. Καθώς κανείς δεν του έδωσε σημασία, κήρυξε πόλεμο στους Αθηναίους και τους καταράστηκε στο όνομα του Δία να πέσει στην πόλη των Αθηναίων ξηρασία και πείνα. Πράγματι μετά από λίγο έπεσε ξηρασία στην Αττική και στην Ελλάδα και καταστράφηκαν οι σοδιές. Μαζεύτηκαν, κατόπιν αυτού, οι ηγεμόνες των πόλεων και ρώτησαν το θεό πως θα απαλλάσσονταν από τα κακά. Ο θεός τους έδωσε χρησμό να πάνε στον Αιακό, το γιο του Δία και της Αίγινας, της κόρης του Ασωπού, και να του ζητήσουν να κάνει ευχές για λογαριασμός τους. Εκείνοι έκαναν ό,τι τους πρόσταξε ο θεός, ο Αιακός έκανε τις ευχές και η ξηρασία έπαψε σε όλους τους άλλους Έλληνες, στους Αθηναίους όμως έμεινε. Έτσι οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να ρωτήσουν το θεό για το πώς θα απαλλαγούν από τα κακά. Τότε ο θεός έδωσε τον χρησμό πως τα κακά θα πάψουν, άμα δώσουν ικανοποίηση στο Μίνωα σε ό,τι ζητήσει για το φόνο του Ανδρόγεω. Οι Αθηναίοι υπάκουσαν στο θεό και ο Μίνωας τους ζήτησε να του δίνουν επτά νέους και ισάριθμες νέες κάθε εννιά χρόνια, για να τα τρώει ο Μινώταυρος - επί τόσα χρόνια ζει το τέρας. Όταν οι Αθηναίοι του τα έδωσαν, απαλλάχτηκαν από τα κακά οι κάτοικοι της Αττικής και ο Μίνωας σταμάτησε να πολεμάει την Αθήνα….» (Διόδωρος Σικελιώτης, βιβλ. 4, 60-61)
Τον φοβερό ταύρο έμελλε να συλλάβει ο γιος του Αιγέα, ο Θησέας, που είχε ξεκινήσει το γεμάτο κατορθώματα ταξίδι του από την Τροιζήνα για να συναντήσει τον πατέρα του στην Αθήνα. Ο Θησέας δεν είχε γνωρίσει τον πατέρα του γιατί αυτός αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα με το που άφησε έγκυο την Αίθρα. Λέγαν πως το ίδιο βράδυ που η Αίθρα έσμιξε με τον Αιγέα, γνώρισε και τον έρωτα του Ποσειδώνα. Έτσι όπως ο Ηρακλής θεωρούνταν γιος του Δία, ο Θησέας θεωρούνταν γιος του Ποσειδώνα. Στο ταξίδι του μέχρι την Αθήνα συνάντησε πολλούς κακούργους και ληστές, τους οποίους νίκησε. Από την περιοχή της Επιδαύρου μέχρι το Δαφνί της Αττικής έκανε έξι άθλους. Γι’ αυτό η φήμη του γενναίου παλικαριού ταξίδεψε γρηγορότερα κι έφτασε στο παλάτι του Αιγέα. Όταν έφτασε στο παλάτι δεν φανέρωσε στον Αιγέα την ιδιότητά του. Ο πατέρας του, όμως, τον αναγνώρισε από τη λαβή του σπαθιού του και με χαρά τον παρουσίασε στους πολίτες των Αθηνών. Κάποιο βράδυ, κρυφά από τον Αιγέα, ο Θησέας ξεκίνησε για τον Μαραθώνα, όπου ο άγριος ταύρος συνέχιζε το καταστροφικό του έργο. Κατόρθωσε να συλλάβει ζωντανό τον ταύρο- έβδομος άθλος- κι οδηγώντας τον δαμασμένο μέσα από τους δρόμους της Αθήνας τον θυσίασε στον Δελφίνιο Απόλλωνα.
Ο μεγαλύτερος άθλος του, όμως, ήταν στην Κρήτη, όπου σκότωσε τον Μινώταυρο. Επειδή αυτός συνδέεται με τον μύθο μας, θα τον εξετάσουμε διεξοδικότερα.
Ο ίδιος ο Μίνωας ερχόταν για να παραλάβει το φόρο αίματος, που είχαν αναγκαστεί να συμφωνήσουν οι Αθηναίοι. Επτά νιοί και επτά νιές έμπαιναν στο καράβι του θανάτου, που τους έφερνε στη μακρινή Κρήτη. Το σκαρί ήταν αθηναϊκό κι έπλεε ανοίγοντας μαύρα πανιά, που φανέρωναν το μεγάλο πένθος που επικρατούσε στην πόλη της Παλλάδας Αθηνάς. Η επιλογή των θυμάτων γινόταν με κλήρωση. Οι αναφορές για την κλήρωση δεν συμφωνούν. Άλλες λένε για ετήσια κλήρωση κι άλλες για κλήρωση κάθε εννιά χρόνια. Ο ανθός της Αθήνας, δεκατέσσερα άτομα, γινόταν τροφή του Μινώταυρου. Μεγάλος θρήνος επικρατούσε κάθε φορά που γινόταν κλήρωση. Υπήρχε συμφωνία να σταματήσει ο ανθρώπινος φόρος μόνο όταν κάποιο από τα άοπλα θύματα θα κατόρθωνε, αφού θα πάλευε με το τέρας, όταν το συναντούσε μέσα στον λαβύρινθο, να το σκοτώσει. Ήδη οι Αθηναίοι είχαν κλάψει δύο φορές πληρώνοντας ισάριθμες φορές τον σκληρό και γεμάτο θρήνους φόρο αίματος. Κι ήρθε η τρίτη φορά όταν βρέθηκε ο Θησέας στη γη του πατέρα του.
Ο ήρωας της Αθήνας δε θέλησε να μπει στην κλήρωση, παρά προσφέρθηκε να είναι ο ένας από τους επτά νιούς. Πάγωσε ο βασιλιάς σαν άκουσε την απόφαση του γιου του. Δεν μπορούσε ο διάδοχός του να κάνει τέτοια αποκοτιά. Βάλθηκε να του αλλάξει γνώμη, μα ο Θησέας ήταν αμετάπειστος. Δεν μπορούσε να αντέξει την ιδέα άλλουι συνομήλικοί του να γίνονται τροφή του κρητικού τέρατος κι αυτός να ετοιμάζεται να ανέβει στο θρόνο της Αθήνας. Η τόλμη του ήταν τόση, που ήθελε να αναμετρηθεί με το φοβερό ανθρωπόμορφο τέρας. Εξάλλου η φήμη κι ο ηρωισμός του ξάδελφου από τη Θήβα, του Ηρακλή, ήταν ένα κίνητρο να τον ανταγωνιστεί στον ηρωισμό. Έτσι του κάκου πήγαν οι ισχυρισμοί του Αιγέα, οπότε μπροστά στην επιμονή του γιου του υποχώρησε. Ζήτησε, όμως, σαν γύριζαν με το καλό, αφού είχε σκοτώσει τον Μινώταυρο, να ανεβάσουν στο κατάρτι λευκά πανιά, στη θέση των μαύρων, που θα είχαν όταν έφευγαν. Κυβερνήτης του καραβιού ήταν ο Ναυσίθοος, έχοντας βοηθό τον Φαίακα, που είχαν καταγωγή κι οι δυο από τη Σαλαμίνα, μιας κι ακόμη οι Αθηναίοι δεν ασχολούνταν με όσα είχαν σχέση με τη ναυσιπλοΐα. Για τους υπόλοιπους δεκατρείς νέους και νέες η κλήρωση έγινε στο Πρυτανείο. Στο μεταξύ ο Θησέας διάλεξε δύο νέους με κοριτσίστικη θωριά, που το ‘λεγε όμως η καρδιά τους, για ν’ αντικαταστήσει τις δύο νέες και τους δασκάλεψε να έχουν κοριτσίστικο φέρσιμο, για τον βοηθήσουν στο τόλμημά του. Σαν αρχηγός όλων των νέων κατέθεσε στον Δελφίνιο Απόλλωνα για όλους τους την ικετηρία, που ήταν ένα κλαδί από την ιερή ελιά της Ακρόπολης, στο οποίο είχαν τυλίξει λευκό μαλλί. Κι αφού προσευχήθηκε ο Θησέας, όλοι μαζί κατέβηκαν στο Φάληρο, που ήταν το λιμάνι της Αθήνας. Το μαντείο των Δελφών τους είχε συμβουλέψει να έχουν σαν οδηγό τους την θεά της ομορφιάς, την Αφροδίτη. Για να της θυσιάσουν λίγο πριν σαλπάρουν είχαν πάρει μαζί τους μια γίδα. Την ώρα της θυσίας η γίδα έγινε τράγος, κι αυτό θεωρήθηκε καλό σημάδι. Έτσι από τότε στην Αττική στη θεά έδωσαν την επωνυμία Επιτραγία.
Ξεκίνησαν την έκτη του Μουνιχιώνα (Απρίλης) το ταξίδι. Μία από τις νιές που είχαν κληρωθεί και βρισκόταν στο καράβι, το οποίο αρμένιζε με μαύρα πανιά, ήταν η πανέμορφη Περίβοια, κόρη του βασιλιά των Μεγάρων Αλκάθοου. Του καλάρεσε του ρήγα Μίνωα. Πόθος τον συνεπήρε κι αφού ήταν αυτός ο κυρίαρχος, θέλησε να τη χαϊδέψει. Σαν η κόρη ένιωσε πάνω της το ξαναμμένο χέρι του βασιλιά τρομαγμένη έβαλε τις φωνές και γύρεψε την προστασία του Θησέα. Οργισμένο το ρηγόπουλο έκανε έντονη παρατήρηση στον Μίνωα, λέγοντάς του να συγκρατηθεί γιατί επιχειρούσε ανόσιο κι ανήθικο πράγμα. Ήταν έτοιμοι οι νέοι και οι νέες να υποστούν όσα η μοίρα τους όρισε, ακόμη και το θάνατο όταν θα βρίσκονταν στο μαύρο σκοτάδι του λαβύρινθου, μα τίποτα παραπάνω. Κι αν ο ρήγας της Κρήτης στο πάθος ήταν ανίκανος να αντισταθεί, τότε θα δοκίμαζε τη δύναμη των χεριών του Θησέα. Γιατί αν ο Μίνωας είχε πατέρα του τον βροντορίχτη Δία, ο ίδιος είχε τον κοσμοσείστη Ποσειδώνα! Όλοι, όσοι βρίσκονταν στο καράβι, θαύμασαν το θάρρος του νεαρού Θησέα.
Ο ρήγας Μίνωας δέχτηκε την πρόκληση. Ύψωσε τα χέρια σε προσευχή και ζήτησε από τον πατέρα του, τον βασιλιά του κόσμου Δία, να κάνει αισθητή την παρουσία του με ένα θαυμαστό σημάδι. Στον καταγάλανο ουρανό να ρίξει ευθύς μια αστραπή. Έτσι κι έγινε. Μια αστραπή έσκισε τον ανέφελο ουρανό, δείχνοντας πως ο Μίνωας ήταν γιος του Δία! Έπειτα ο θαλασσοκράτορας Μίνωας έβγαλε το δαχτυλίδι του και το πέταξε στα νερά του πέλαγου. Γυρνώντας στο ρηγόπουλο, του είπε αν ήταν πράγματι γιός του Ποσειδώνα, να βουτήξει και να το ξαναφέρει από τα βάθη του πόντου. Καιρό δεν έχασε ο Θησέας και με όλα του τα ρούχα πήδησε στη θάλασσα. Πρόσταξε ο ρήγας της Κρήτης τον κυβερνήτη να σταματήσει τη ρότα του καραβιού, μα εκείνο συνέχισε καθώς ήταν το πρόσταγμα της μοίρας. Βλέποντας οι σύντροφοι του Θησέα να χάνεται στο βάθος των νερών, θεώρησαν πως πνίγηκε κι άρχισαν το θρήνο. Τα δελφίνια ήρθαν οδηγοί του Θησέα και τον έφεραν στο παλάτι του πατέρα του, του κύριου των θαλασσών, που ήταν στο βάθος του ωκεανού. Μέσα στο κρυστάλλινο παλάτι, το στολισμένο με όστρακα και κοράλλια πρωτοαντίκρισε την Αμφιτρίτη, τη γυναίκα του Ποσειδώνα, ανάμεσα στις Νηρηίδες. Τιμώντας το γιο του άντρα της αυτή του έριξε στους ώμους πορφυρό χιτώνα, ενώ στόλισε τα μαλλιά του με πολύτιμο στεφάνι, που η ίδια η Αφροδίτη της έβαλε στην κεφαλή τη μέρα του γάμου της. Κρατώντας στο χέρι του Μίνωα το δαχτυλίδι πρόβαλε μέσα από τα γαλάζια νερά ακριβώς δίπλα στο σκαρί ο Θησέας κι ολόκληρος λαμποκοπούσε φορώντας τα θεϊκά δώρα. Διόλου δεν ήσαν βρεγμένα τα ρούχα του. Και τότε όλος ο πόντος αντήχησε από το δοξαστικό τραγούδι των συντρόφων του.
Σε αυτό το θαυμαστό γεγονός αναφέρεται ο αρχαίος ποιητής Βακχυλίδης με τους ακόλουθους στίχους, σε μετάφραση του Σίμου Μένανδρου:
« Καράβι γαλαζόπλωρο με τον πολύν Θησέα
και δυο φορές επτά παιδιά Κρητικό σκίζει πέλαγος
και στα πανιά τα ωραία στέλλει η Αθηνά πρύμο βοριά.
Μα την καρδιά του Μίνωος οι πόθοι την κεντούσαν,
της Αφροδίτης τα κακά, και τάνυσε το χέρι του
σε μια μουροματούσαν κι έπιασε μάγουλα λευκά∙
κι εφώναξε η Ερίβοια του Κέκροπος το εγγόνι
που εφόρει θώρακα γιερό∙ είδ’ ο Θησέας∙ το βλέμμα του
γυρίζει και στυλώνει κάτω απ’ τα φρύδια φλογερό.
Κι έγγιξε το φιλότιμο κι η λύπη την καρδιά του∙
και «Του Διός- είπε- γιε, σκοπό δεν έχεις τίμιο
πια μες στο νου σου∙ κάτου το βαρύ χέρι σου, αρχηγέ !
Η Μοίρα ό,τι μας έγραψε κι η Δίκη ό,τι έχει βάλει
θεϊκό για μας στη ζυγαριά. την τύχη θα πληρώσουμε
σαν έρθει∙ μα συ πάλι τη γνώμη βάστα τη βαριά.
Γιατί αν εσέ του Φοίνικος η θυγατέρ’ αγόρι
στην Ίδα σ’ έκαμε του Διός, κι εμέν’ από θεό γέννησε
του Τροιζηνίου η κόρη∙ του Ποσειδώνος είμαι γιος !
Της μάνας μου της έδωσαν Νεράιδες κυματούσες
στη γέννα σκέπασμα λαμπρό∙ θα ‘ταν καλά, πολέμαρχε
της Κρήτης, να κρατούσες τον τρόπο τούτο τον χοντρό.
Γιατί αν πειράξεις άβουλα κανένα εσύ κοράσι,
δεν θέλω πια να διω το φως. Στην δύναμη θα δείξομε
προτού ποιος θα περάσει, τ’ ακόλουθ’ ας τα κρίνει ο θεός!»
Τοσά ‘πεν ο περήφανος κι εθαύμασαν οι ξένοι
τα θάρρη του τα ζηλευτά. Μα κι ο γαμπρός εχόλιασε
του Ήλιου∙ βουλή υφαίνει πρωτάκουστη και λέγει αυτά :
«Πατέρα παντοδύναμε, Κρονίδη άκου μεγάλε
παιδί σου αν μ’ έχεις ποτέ ‘πει, σημάδι καλογνώριστον
από τα ουράνια βγάλε τώρα πυρόμαλλη αστραπή.
Ει δε και σένα γέννησε η Τροιζηνία αλήθεια
του Ποσειδώνος γνήσιο γιο, αυτό το δαχτυλίδι μου
τ’ ολόχρυσο απ’ τα βύθια της θάλασσας φέρ’ το να διω!
Άφοβα στου πατέρα σου μες στα βασίλεια βούτα
το σώμα. Και τώρα κοντά θα μάθεις αν τα λόγια μου
κι εμέν’ ακούσει τούτα ο βασιλιάς όπου βροντά».
Άκουσ’ ο παντοδύναμος την άμετρην ευκή του
κι άφθαστη χάρισε τιμή του αγαπημένου Μίνω του,
για να δουν το παιδί του, άστραψε κιόλα στη στιγμή.
Το θαύμα ως είδε ο πάντολμος, που πρόσμενε μ’ ελπίδα,
τα χέρια υψώνει να ευχηθεί και λέει, «Θησέα, το μήνυμα
του Διός είδες το∙ πήδα στο νερό τώρα το βαθύ.
Κι ο κρατερός πατέρας σου σ’ όλα της γης τα μάκρη
θα κάμει πως να δοξαστείς»∙ είπε∙ μ’ αυτού δε λύγισε
το θάρρος του∙ στην άκρη εστάθηκε της κουπαστής,
και να στο κύμα, π’ άνοιξε για να τον περιλάβει.
Κι ο γιος εσάστισε του Διος και διάταξε προσάνεμο
να μείνει το καράβι. Μα η μοίρα τα ‘φερεν αλλιώς.
Και το καράβι αρμένιζε με του βοριά την αύρα
και της Αθήνας τα παιδιά πώς πήδησε στή θάλασσα
δάκρυα εχύναν μαύρα και κλαίαν την τύχη την βαριά.
Μα τον Θησέα συνόδευαν δελφίνια στου πατρός του∙
στων θεών ήρθε την αυλή κι εκεί άμα τες ηλιόμορφες
Νεράιδες είδ’ εμπρός του πρώτα φοβήθηκε πολύ.
Από τ’ αφράτα μέλη των ελάμπαν οι κοπέλες
καθώς το σέλας της φωτιάς και στα μαλλιά των έπαιζαν
χρυσόπλοκες κορδέλες κι εχόρευαν όλες με μιας.
Είδε και του πατέρα του στο ξωτικό το σπίτι
την σύζυγο την τρυφερή και με τ’ αβρά τα χέρια της
η δέσποιν’ Αμφιτρίτη οξιά πορφύρα του φορεί.
Και στη σγουρή την κόμη του ρόδινο βάζει στέμμα
πού ‘χε απ’ του γάμου το πρωί της Αφροδίτης χάρισμα∙
ποτέ δεν είναι ψέμα ό,τι θελήσουν οι θεοί!
Να ! πλάγι στο λεπτόπρυμνο καράβι τώρα εφάνη∙
πως έσκασε το Κρητικό, από την θάλασσ’ άβρεκτος
ως ήρθε με στεφάνι! Τι θαύμα σ’ όλους, τι κακό !
Και να σου κι οι πεντάμορφες παρθένες οι Νεράιδες
μ’ άλλη χαρά μες στην ψυχή, εχόρευαν κι ανάκραζαν
«ε τώρα, Μίνω, τα είδες;» και πέρα η θάλασσ’ αντηχεί.
Κι από κοντά μελώδησαν κι οι νιες κι οι νέοι εκείνοι
με την φωνή τους την ψιλή. Και τους χορούς μας, Δήλιε,
για δες με καλοσύνη και τύχη δώσε μας καλή!» (Βακχυλίδης, Διθύραμβος ΙΙΙ, 1- 131)
Μετά το θαυμαστό γεγονός στο μέσο του πέλαγου, με ήπιο άνεμο, που φούσκωνε τα μαύρα πανιά, συνέχισαν το ταξίδι για γαλαζόζωστο νησί της Κρήτης. Στους νιούς και τις νιές θέριεψε η ελπίδα πως θα γυρίσουν πίσω στην πατρίδα και στους δικούς τους, γιατί το ρηγόπουλο θα νικούσε το τέρας. Σαν πάτησαν το πόδι τους στη μεγαλόνησο, η Κύπριδα Αφροδίτη το ‘καμε το θαύμα της. Η Αριάδνη, η πρώτη κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης, ερωτεύτηκε τον Θησέα, το ρηγόπουλο από τη μακρινή Αττική. Θαμπώθηκε από τη θωριά του νέου και η καρδιά της δεν άντεχε να τον αφήσει να γίνει τροφή του ετεροθαλή αδελφού, ο οποίος ήταν ο αφύσικος και συνάμα άνομος καρπός του ανόσιου σμιξίματος της μάνας της με τον κυματόβγαλτο ταύρο του Ποσειδώνα. Σκιρτούσε η καρδιά της και φλογίζονταν τα μάγουλά της όταν η κόρη της Κρήτης κρυφά συνάντησε το παλικάρι της Αθήνας και του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει να βγει από τα σκοτεινά σπλάχνα του λαβύρινθου, απ’ όπου κανείς δεν κατάφερε να βγει. Αν ο όμορφος νέος κατόρθωνε να σκοτώσει τον τερατόμορφο αδερφό της, αυτή θα τον καθοδηγούσε να βρει το δρόμο προς το φως. Αρκεί να την έπαιρνε μαζί του σαν σαλπάριζε για του γυρισμού το ταξίδι και να την έκανε ταίρι του. Κι ο Θησέας δεν έμεινε ασυγκίνητος από την ομορφιά της κόρης. Υποσχέθηκε, λοιπόν, να την έχει σύντροφο της ζωής του κι αγάπη τη καρδιάς του. Για τον έρωτά της η Αριάδνη πρόδωσε πατρίδα κι οικογένεια. Του έδωσε ένα κουβάρι με στερεό νήμα. Τον ορμήνεψε να στερεώσει στην είσοδο την άκρη και καθώς να προχωρούσε στους διάδρομους του λαβύρινθου, οδηγημένος από τα μουγκρητά του τέρατος, να ξετυλίγει το νήμα. Ακολουθώντας τις οδηγίες της προχώρησε στο εσωτερικό του δαιδαλώδους κατασκευάσματος ο ήρωας. Πρώτα όμως συμφώνησε με τους συντρόφους και την Αριάδνη τον τόπο της συνάντησης, όταν θα τους έκανε του φευγιού το σινιάλο.
Στο ένα χέρι κρατούσε τον πυρσό και στο άλλο το κουβάρι. Ξετυλίγοντας το νήμα από το κουβάρι προχώρησε θαρρετά. Κάπου στο κέντρο του σκοτεινού λαβύρινθου συνάντησε τον Μινώταυρο να μουγκρίζει με μανία και να βγάζει καυτό αέρα από τα ρουθούνια. Άφησε το δαυλί στην άκρη κι ατρόμητος όρμησε στο γιγαντόσωμο τέρας. Χωρίς σπαθί, παρά με των χεριών τη δύναμη, κι αφού πάλεψαν λυσσασμένα πολλήν ώρα, του έκανε θανατερή λαβή και το έπνιξε. Μετά ξαναπήρε τον πυρσό και τυλίγοντας το νήμα στο κουβάρι μπόρεσε και ξαναβγήκε στο φως της ‘μέρας, έχοντας πάνω του τα σημάδια της μεγάλης πάλης. Έδωσε το σύνθημα της αναχώρησης, καταπώς τα είχε συμφωνήσει με καραβοκύρη, ναύτες και συντρόφους. Οι δύο νέοι, που ήσαν ντυμένοι κοπέλες- με το που είδαν το σινιάλο- σκότωσαν τους φύλακες και ελευθέρωσαν τους άλλους νέους και τις κοπέλες. Κι όλοι μαζί, Αριάδνη, και συντρόφοι συναντήθηκαν κρυφά στο λιμάνι. Πριν να κατεβάσουν τα κουπιά, ο Θησέας με κάποιους έμπειρους ναύτες άνοιξαν τρύπες στου Μίνωα τα σκαριά, για να μη μπορέσει να τον πάρει στο κυνήγι ο στόλος του εχθρού. Μετά μπήκαν στο καράβι και κωπηλατώντας δυνατά απομακρύνθηκαν από τον προβλήτα. Σαν βγήκαν από το λιμάνι άνοιξαν τα πανιά και πήραν του γυρισμού τη ρότα.
Η Νάξος- τότε λεγόταν Δία- ήταν ο πρώτος τους σταθμός. Στο ακρογιάλι η Αριάδνη ενώθηκε με τον Θησέα κι απ’ αυτό το σμίξιμο γεννήθηκαν ο Στάφυλος και ο Οινοπίωνας ή ο Δημοφών και ο Ακάμας. Το ίδιο βράδυ ο Θησέας έφυγε κρυφά με τους συντρόφους του. Γι’ αυτή την εγκατάλειψη, που φανέρωνε αχαριστία απέναντι σε ευεργεσία, λένε πως φανερώθηκε η Αθηνά στον ύπνο του ήρωα και τον πρόσταξε ν’ αφήσει την κόρη του Μίνωα και να επιστρέψει αμέσως στην Αθήνα. Άλλη εκδοχή του μύθου μας λέει πως ο θεός Διόνυσος, ο γιος του Δία από την κόρη του Κάδμου, την πανωραία Σεμέλη, είδε την Αριάδνη και την ερωτεύτηκε. Ο θεός του κρασιού παρουσιάστηκε στον Θησέα και του ζήτησε ν’ αφήσει την Αριάδνη ή τον απείλησε με συμφορές αν δεν την άφηνα. Έτσι με βαριά καρδιά ο Θησέας, χωρίς την Αριάδνη, μπήκε στο καράβι και μεσ’ στη νύχτα άνοιξε τα πανιά.
Κι ενώ η Αριάδνη έκλαιγε απαρηγόρητη για την εγκατάλειψη, της παρουσιάστηκε η Αφροδίτη, την παρηγόρησε και της φανέρωσε πως θα αξιωνόταν να γίνει γυναίκα θεού, του Διόνυσου. Σε λίγο παρουσιάστηκε ο Διόνυσος στην κόρη, της μίλησε με καλοσύνη κι αγάπη. Αφού έλαμψε και πάλι το χαμόγελο στα χείλη της Αριάδνης, ο θεός ενώθηκε μαζί της, αφού πρώτα της χάρισε ένα ολόχρυσο στεφάνι, που ήταν έργο του τεχνίτη των θεών, του κουτσοπόδαρου Ήφαιστου. Ήταν τόσο λαμπρό το στεφάνι, που αργότερα οι θεοί το τοποθέτησαν στον ουρανό να λάμπει πλάι στ’ άλλα άστρα.
Στην συνέχεια ο Θησέας ήρθε στην Δήλο όπου και θυσίασε στον θεό Απόλλωνα, στον οποίο και αφιέρωσε τον μίτο. Μάλιστα γίνεται λόγος και για έναν χορό που χόρεψε προς τιμή του θεού ο ήρωας, κατά τον οποίο μιμούμενος τις πολύπλοκες κυκλικές στοές του λαβύρινθου, στροβιλιζόταν με ελικοειδείς κινήσεις. Τον νέο αυτό χορό τον οποίο χόρεψε κοντά στον βωμό Κερατώνα (λεγόταν έτσι επειδή ήταν κατασκευασμένος από κέρατα, και φυσικά εννοούμε τον συσχετισμό με τον Μινώταυρο), ονομάσανε οι κάτοικοι της Δήλου, Γέρανο:
«…εἰς Δῆλον κατέσχε• καὶ τῷ θεῷ θύσας καὶ ἀναθεὶς τὸ ἀφροδίσιον ὃ παρὰ τῆς Ἀριάδνης ἔλαβεν, ἐχόρευσε μετὰ τῶν ἠϊθέων χορείαν ἣν ἔτι νῦν ἐπιτελεῖν Δηλίους λέγουσι, μίμημα τῶν ἐν τῷ Λαβυρίνθῳ περιόδων καὶ διεξόδων, ἔν τινι ῥυθμῷ παραλλάξεις καὶ ἀνελίξεις ἔχοντι γιγνομένην.
…καλεῖται δὲ τὸ γένος τοῦτο τῆς χορείας ὑπὸ Δηλίων γέρανος, ὡς ἱστορεῖ Δικαίαρχος. ἐχόρευσε δὲ περὶ τὸν Κερατῶνα βωμόν, ἐκ κεράτων συνηρμοσμένον εὐωνύμων ἁπάντων. ποιῆσαι δὲ καὶ ἀγῶνά φασιν αὐτὸν ἐν Δήλῳ, καὶ τοῖς νικῶσι τότε πρῶτον ὑπ᾽ ἐκείνου φοίνικα δοθῆναι». (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Περί Θησέως, 21, 1-2)
Το καράβι μετά συνέχισε το ταξίδι του για την Αττική. Όλοι ήσαν τόσο συγκινημένοι και χαρούμενοι, που ξέχασαν ν’ αλλάξουν τα πανιά. Έτσι εξακολουθούσαν να φουσκώνουν από του αγέρα τη δύναμη τα μαύρα πανιά. Ο γερο- Αιγέας κάθε μέρα ανέβαινε στην Ακρόπολη κι αντίκριζε στο βάθος της θάλασσας, προσμένοντας με αγωνία την επιστροφή του καραβιού από την Κρήτη. Και να, ένα πρωινό φάνηκε το καράβι. Αλίμονο, όμως. Τα πανιά δεν τα είχαν αλλάξει. Το σκαρί αρμένιζε με μαύρα πανιά. Δάκρυσε ο γέροντας κι από τη θλίψη για του γιου το χαμό έπεσε από το βράχο και σκοτώθηκε, βέβαιος πως δε θα ξανάβλεπε τον Θησέα.
Αξέχαστη έμεινε η μέρα του γυρισμού για τους Αθηναίους, όσο κι αν τη σκίαζε ο άδικος σκοτωμός του βασιλιά τους. Ο Θησέας θέσπισε γι’ αυτή τη μέρα μια ετήσια γιορτή, τα Πυανόψια.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης σχετικά με το μύθο αυτό, λέει τα εξής: «Μόλις πέρασαν τα εννιά χρόνια, ήρθε πάλι ο Μίνωας στην Αττική με μεγάλο στόλο και ζητώντας τους δεκατέσσερις νέους και νέες, τους πήρε. Αυτή τη φορά ήταν και ο Θησέας σ’ εκείνους που επρόκειτο να αποπλεύσουν, ο Αιγέας έκανε συμφωνία με τον κυβερνήτη και τον πρόσταξε στην περίπτωση που ο Θησέας θα νικήσει το Μινώταυρο, να επιστρέψει το πλοίο με λευκά πανιά και αν σκοτωθεί με μαύρα, όπως συνήθισαν να κάνουν πριν. Φτάνοντας στην Κρήτη, η Αριάδνη, η θυγατέρα του Μίνωα, ερωτεύθηκε το Θησέα που είχε εξαίρετο παρουσιαστικό, ο Θησέας μίλησε μαζί της κι εξασφαλίζοντας τη βοήθειά της σκότωσε το Μινώταυρο και μαθαίνοντας από αυτή την έξοδο του Λαβυρίνθου σώθηκε. Για την επιστροφή στην πατρίδα έχοντας κλέψει την Αριάδνη απέπλευσε νύκτα και κρυφά κι έφτασε στο νησί που τότε ονομαζόταν Δία και σήμερα Νάξος. Εκείνον τον καιρό, σύμφωνα με το μύθο, εμφανίστηκε ο Διόνυσος στο νησί και λόγω της ομορφιάς της Αριάδνης πήρε την κόρη από το Θησέα, να την έχει μόνιμη σύζυγό του και να την αγαπάει πάνω από όλες. Πράγματι, μετά το θάνατό της, από την αγάπη του την έκρινε άξια αθάνατων τιμών κι έβαλε στ’ αστέρια του ουρανού το στέμμα της Αριάδνης. Ο Θησέας και οι φίλοι του, λένε, στεναχωρήθηκαν πολύ από την αρπαγή της Αριάδνης και από τη λύπη τους ξέχασαν την παραγγελία του Αιγέα, έτσι κατέπλευσαν στην Αττική με ανοικτά τα μαύρα πανιά. Ο Αιγέας μόλις είδε το πλοίο να πλησιάζει, πιστεύοντας πως ο γιος του πέθανε, έκανε μια πράξη που ήταν ηρωική, αλλά ήταν και συμφορά, γιατί ανέβηκε στην ακρόπολη κι απελπισμένος από τη ζωή του ένεκα της υπερβολικής λύπης του έπεσε στον γκρεμό και σκοτώθηκε.» (Διόδωρος Σικελιώτης, βίβλ. 4, 60-77)
Ο Απολλώδωρος αναφέρει: « ως δε ήκεν εις Κρήτην, Αριάδνη θυγάτηρ Μίνωος ερωτικώς διατεθείσα προς αυτόν συμπράσσειν απαγγέλλεται,εάν ομολογήση γυναίκα αυτήν έξειν απαγαγών εις Αθήνας. ομολογήσαντος δε συν όρκοις Θησέως δείται Δαιδάλου μηνύσαι του λαβυρύνθου την έξοδον. υποθεμένου δε εκείνου, λίνον εισιόντι Θησεί δίδωσι· τούτο έξάψας Θησεύς της θύρας εφελκόμενος εισήει. καταλαβών δε Μινώταυρον [p. 136] εν εσχάτω μέρει του λαβυρύνθου παίων πυγμαίς απέκτεινεν, εφελκόμενος δε το λίνον πάλιν εξήει. και δια νυκτός μετά Αριάδνης και των παίδων εις Νάξον αφικνείται. ένθα Διόνυσος ερασθείς Αριάδνης ήρπασε, και κομίσας εις Λήμνον εμίγη. και γεννά Θόαντα Στάφυλον Οινοπίωνα και Πεπάρηθον..» (Απολλόδωρος, Επιτομή, 8 - 9)
Ενώ ο Καλλίμαχος στους “Ύμνους” του μας λέει με στίχους:
« Και τότες από στέφανα σκεπάζεται το άγαλμα το ιερό
της αρχαίας Κύπριδας το ξακουσμένο, που ο Θησέας κάποτε
το έστησε με τα παιδιά σαν γύρισεν από την Κρήτη,
όταν το άθλιο μούγκρισμα του άγριου γιου ξεφύγανε
της Πασιφάης, και το φοβερόν ανάκτορο του μπερδεμένου λαβυρίνθου,
κι ω Σεβαστή, τριγύρω απ᾽ το βωμό σου όταν έπαιξε η κιθάρα
χορέψανε, και το χορό τον έσερνε ο Θησέας.
Και από τότε για παντοτινά, ως ιερά αναθήματα στο Φοίβο, με τη θεωρίδα
οι Κεκροπίδες στέλνουνε του πλοίου εκείνου (του Θησέα) την αρματωσιά.» (Καλλίμαχος, Ὕμνοι, 4, 307- 31vagia-gr.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου