Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΡΥΛΟΣ!ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ

Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος
 
[«Ο βασιλεύς οὖν ἀπαγορεύσας ἐαυτόν, ἰστάμενος βαστάζων σπάθην και ἀσπίδα, είπε λόγον λύπης άξιον "οὐκ έστί τις τῶν χριστιανῶν τοῦ λαβεῖν τήν κεφαλήν μου ἀπ΄ ἐμοῦ;" ἦν γάρ μονώτατος ἀπολειφθείς. τότε είς τῶν Τούρκων δούς αὐτῷ κατά πρόσωπον καί πλήξας, καί αὐτός τῷ Τούρκῳ ἐτέραν ἐχαρίσατο' τῶν ὁπισθεν δ΄ἐτέρος καιρίαν δούς πληγήν, ἔπεσε κατά γῆς' οὐ γάρ ῄδεισαν ὃτι ὁ βασιλεύς ἐστιν, ἀλλ΄ ὡs κοινόν στρατιώτην τοῦτον θανατώσαντες ἀφῆκαν».Γ.ΦΡΑΤΖΗΣ]

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έζησε 48 χρόνια ως άνθρωπος και ζει πάνω από 500 χρόνια ως ημίθεος, με μοναδική λάμψη και ωραιότητα, σε κάθε «πραγματικά ελληνική καρδιά». Διότι δεν ήταν μόνο η θυσία του σημείο αναφοράς. Ήταν και εκείνα τα λόγια που έσβησαν κάθε πολιτική του ενέργεια με την οποία διαφώνησε ο ευσεβής λαός, ήταν εκείνα τα γενναία λόγια ενός νεώτερου Λεωνίδα, προς τον Μωάμεθ: «Το την Πόλιν σοι δούναι, ουτ΄ εμόν εστί ουτ΄ άλλου των κατοικούντων ενταύθα. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν μη φειδώμενοι της ζωής ημών».Πώς γεννιέται ένας θρύλος, πώς ένας θρύλος μπορεί να εμπνέει αιώνες το σκλαβωμένο ρωμέικο και να του δίνει τη δύναμη, τέσσερις αιώνες μετά, να σηκώσει κεφάλι; Ο σπόρος του μεγαλύτερου θρύλου που γέννησαν τα τελευταία 2.000 χρόνια της ιστορίας μας, του θρύλου του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, βρίσκεται στο τραγικό μεγαλείο του τελευταίου μας Αυτοκράτορα που, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, δεν θέλησε να τα βρει με τους Τούρκους στην τελευταία πράξη, πήρε μιαν απόφαση --την απόφαση της αντίστασης μέχρι τέλους-- να μην εξαργυρώσει τη ζωή του και κάποιο μικρό βασίλειο στο Μυστρά ή τα νησιά με τη Βασιλεύουσα. Η ζωή που θυσίασε ήταν η μόνη στρατιωτικο-πολιτική περηφάνια τής κάποτε πανίσχυρης αυτοκρατορίας, που οι σάρκες της είχαν κατασπαραχτεί ήδη από Τούρκους και Φράγκους κι είχε απομείνει η απογυμνωμένη πρωτεύουσά της, ένα μικρό χωριό, ή μάλλον «μερικά διάσπαρτα μικρά χωριά μες στα τείχη» μιας πόλη-φαντάσματος του παλιού της εαυτού της. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄, ο τελευταίος Αυτοκράτορας, υπήρξε θνητός ως τη στιγμή που, ξεπερνώντας την ίδια την ανθρώπινη φύση, θυσιάστηκε «αυτοπροαιρέτως», χωρίς να λυπάται τη ζωή του. Η Κερκόπορτα ήταν κι η πύλη της δικής του αθανασίας.

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Δραγάσης, ο γεννημένος στις 9 Φλεβάρη του 1404 και «μαρμαρωμένος» στις 29 Μαΐου του 1453, ήταν διγενής. Τέταρτος γιος και όγδοο από τα παιδιά του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και της πριγκιποπούλας της Σερβίας, της Ελένης Δραγάση. Ήταν ο μόνος από τα παιδιά του ζεύγους που χρησιμοποιούσε και το επίθετο της μητέρας του (Ντραγκάς-Δράκος) και γι΄ αυτό συχνά χαρακτηριζόταν ή παρομοιαζόταν με δράκοντα στη γραμματεία της εποχής, ενώ ο λαός τού χάρισε με θαυμασμό το παρατσούκλι Δράκων, μετά τις μεγάλες του νίκες σε Αχαΐα και Βοιωτία. Μεγάλωσε υπό τη Δεσποτεία του αδελφού του Θεόδωρου, που είχε αναλάβει τον Μοριά από το 1407. Η εξαιρετικά καλλιεργημένη αυλή του Δεσποτάτου ήταν το σχολειό του και πρώτος του «δάσκαλος» ο Πλήθωνας Γεμιστός. Από τα πιο κοντινά του σε ηλικία αδέλφια, δέθηκε με τον ασθενικό Θωμά, παρά με τον Δημήτριο, τον κακότροπο, φιλόδοξο κι αδίστακτο, που επιβουλευόταν το Δεσποτάτο, αλλά και τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Δημήτριος ήταν αυτός που το 1442 συμμάχησε με τους Τούρκους ελπίζοντας να καταλάβει την Πόλη και το θρόνο της. Τότε, ερχόμενος τάχιστα με στρατό, ο Κωνσταντίνος έσωσε το βασιλέα του κι αδελφό του, τον Ιωάννη Ι΄ -- εκείνη την περίοδο έχασε και τη δεύτερη σύζυγό του, την Αικατερίνη Γατελούζου. Είχε προηγηθεί ένας σύντομος γάμος (πολιτικού) συμφέροντος. Το Μάρτη του 1428, ο Κωνσταντίνος ήρθε σε γάμο με την πριγκίπισσα Μαγδαλένα της Ηπείρου, ανιψιά του κυβερνήτη της Ηπείρου Μάριο Τόκκο, η οποία πέθανε δύο χρόνια αργότερα. Η προίκα του γι΄ αυτόν το γάμο ήταν όλα τα εδάφη του Τόκκο στην Πελοπόννησο, από όπου και ξεκίνησε τις εκστρατείες του κατά των Φράγκων και των Τούρκων.
Από νεαρή ηλικία επέδειξε στρατιωτικές και διοικητικές ικανότητες. Ξεχώριζε από όλα τα αδέρφια για τον καλό αν και αυστηρό του χαρακτήρα. Νέος ακόμα διοίκησε τις γαίες του κυρ-Μανουήλ στην Ταυρική Χερσόνησο και οι ικανότητές του ήταν τέτοιες που γρήγορα κλήθηκε να αναλάβει, μαζί με τα αδέλφια του, τη διοίκηση του Δεσποτάτου του Μορέως. Όταν ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Ι΄ Παλαιολόγος μετέβη στην Ιταλία για την περίφημη «Σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας» και οι αδερφοί του ανέλαβαν τα ηνία στην Πελοπόννησο, εν έτει 1437, εκείνος ανέλαβε τη διοίκηση της Κωνσταντινούπολης
Με την επιστροφή του Ιωάννη, το 1440, έφυγε και πάλι για το Μοριά για να επιστρέψει το 1442, βοηθώντας στρατιωτικά τον αδερφό αυτοκράτορα, που ήταν αντιμέτωπος με το στρατό του Δημητρίου Παλαιολόγου, ενισχυμένο από δυνάμεις του σουλτάνου. Το 1443 επέστρεψε στην Πελοπόννησο. Η αναδιοργάνωση της διοίκησης --στρατιωτικής και πολιτικής-- και η άμυνα της Πελοποννήσου ήταν από τα πρώτα μελήματά του Δεσπότη. Έχτισε τείχη (Εξαμίλι), ανασυγκρότησε το στρατό, αλλά δεν κατόρθωσε να σταματήσει τις δυνάμεις του Μουράτ Β΄ και το βαρύ του πυροβολικό, που έριξε τα τείχη. Έγινε φόρου υποτελής στον Μουράτ, που είχε σπείρει το θάνατο στην Πελοπόννησο -- οι τουρκικές δυνάμεις είχαν κατασφάξει τον άμαχο πληθυσμό, ανοίγοντας το δρόμο τους για την Αχαΐα και δίνοντας τέλος στα όποια όνειρα του Κωνσταντίνου για αντεπίθεση. Ωστόσο, ο αγώνας του κι η προσωπικότητά του τον έκαναν αγαπητό σε όλο το ρωμέικο. Με το θάνατο του άτεκνου Ιωάννη, στις 31 Οκτωβρίου 1448, εκλέχτηκε Αυτοκράτορας Κωνσταντινουπόλεως και στέφθηκε στο Μυστρά, στις 6 Ιανουαρίου του 1449.
Τον ίδιο καιρό, ο Μωάμεθ δήλωνε στον φιλειρηνικό βεζίρη του, τον Χαλίλ: «Ένα πράγμα θέλω. Δώσε μου την Κωνσταντινούπολη». Με τις ακτές και τα εδάφη περί την Πόλη υπό τον έλεγχό του, με τα κανόνια του Ουρβανού να ενισχύουν τον πολυάριθμό στρατό του, ο Μωάμεθ σχεδίαζε και οργάνωνε την κατάληψη της Πόλης. Αρχές Απριλίου του 1453, αμέσως μετά το Πάσχα των Ελλήνων, ο σουλτάνος απέκτησε τον τίτλο του πολιορκητή, με έναν στρατό αριθμητικά και τεχνικά πολύ ανώτερο και με υψηλότατο ηθικό, σε αντίθεση με το λαό της «Αυτοκρατορίας» που πίστευε ότι θα τιμωρούνταν για την αίρεση της Ένωσης μετά τη Φεράρα-Φλωρεντία. Ωστόσο, αναγνώριζαν τη γενναιότητα κάποιων «μοιραίων τρελών» του δυτικού κόσμου που έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, για να βοηθήσουν την παλιά βασιλεύουσα της χριστιανοσύνης να αμυνθεί ενάντια στους απίστους. Τα ονόματα των Ενετών που μόνοι τους προσφέρθηκαν να βοηθήσουν, σώζονται στην λίστα που κατάρτισε --ένα πολύτιμο ιστορικό ντοκουμέντο-- ο συμπατριώτης τους Νικολό Βάρβαρο. Ορισμένοι θα εγκατέλειπαν από δειλία την πόλη στις 26 Φεβρουαρίου του 1453, υπό τον Πιέτρο Νταβάτζο, αρκετοί όμως, έμειναν να πεθάνουν στη πάλαι ποτέ βασίλισσα των πόλεων. Κάποιοι Γενουάτες άρχοντες, ντροπιασμένοι από τη στάση της κυβέρνησής τους, εξόπλισαν με δικά τους έξοδα μικρά στρατιωτικά σώματα και ήρθαν στην Πόλη. Από την Καταλονία έφτασαν έμπειροι ναύτες, που οργανώθηκαν υπό τον Καταλανό πρόξενο Πέρε Χούλια. Από την Καστίλη ήρθε ο γενναίος ευγενής Δον Φρανθίσκο δε Τολέδο, που επέμενε ότι είχε αίμα Κομνηνών στις φλέβες του και αποκαλούσε «ξάδελφο» τον Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος βρέθηκε στα τείχη από την πρώτη μέρα της πολιορκίας της, δίπλα στους στρατιώτες του, δίπλα στον Ιουστινιάνη, τον μόνο με τον οποίο μπορούσε να μοιράζεται τις σκέψεις του. Η πόλη άντεξε, με πολλές δυσκολίες, ως τις 29 Μαΐου του 1453. Στις 28 του μηνός, ο βασιλιάς κι ο λαός λειτουργήθηκαν στην Αγία Σοφία. Ξημερώνοντας η Τρίτη 29 Μαΐου, οι γενίτσαροι, το εκλεκτότερο σώμα του τουρκικού στρατού, είχαν κατορθώσει να εισέλθουν στην Πόλη από την Κερκόπορτα. Αν και οι υπερασπιστές της Βασιλεύουσας --με τον Κωνσταντίνο ανάμεσά τους-- αγωνίζονταν γενναία, το ηθικό τους θα πληγωνόταν όταν γινόταν γνωστός ο σοβαρός τραυματισμός του Ιουστινιάνη. Ο θάνατος του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ έγινε γνωστός αρκετές ώρες μετά την κατάληψη της Πόλης από τους Οθωμανούς. Η σορός του αναγνωρίστηκε από τα αυτοκρατορικά του πορφυρά πέδιλα -- είχε πέσει στις γραμμές του μετώπου, αρνούμενος να διαφύγει, όπως πολλοί συμβουλάτορες τού πρότειναν. Στη συνείδηση του ρωμέικου, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Δραγάσης δεν πέθανε ποτέ. Σύμφωνα με την περιγραφή του Φραντζή, οι κατακτητές, μετά το τέλος του αγώνα, αναζήτησαν το σώμα του αυτοκράτορα: «πλείονας κεφάλας των αναιρεθέντων έπλυναν, ει τύχοι και την βασιλικήν γνωρίσωσι, και ουκ ηδυνήθησαν γνωρίσαι αυτήν, ει μη το τεθνεώς πτώμα τού Βασιλέως ευρόντες ο εγνώρισαν εκ των βασιλικών περικνημίδων, ή και πεδίλων ένθα, χρυσοί αετοί ήσαν γεγραμμένοι, ως έθος υπήρχε τοις βασιλεύσι». Η αναγνώριση του νεκρού αυτοκράτορα συνοδεύθηκε από την εντολή τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’ να ταφεί με τις αρμόζουσες βασιλικές τιμές, χωρίς όμως να ανακοινωθεί και ο τόπος της ταφής. Οι μυστικοί πόθοι τού λαού συνέδεσαν τον θρύλο τού μαρμαρωμένου βασιλιά, με την ελπίδα για την απελευθέρωση και την αποκατάσταση τής αυτοκρατορίας. Ο θρύλος λέει ότι τη στιγμή που ο βασιλιάς περικυκλώθηκε από τους Τούρκους, ένας άγγελος του Κυρίου τον άρπαξε και τον έκρυψε σε μια σπηλιά, αφού πρώτα τον μαρμάρωσε. Στη σπηλιά αυτή περιμένει για αιώνες ο "Μαρμαρωμένος Βασιλιάς" να ξαναέρθει την κατάλληλη στιγμή, "το πλήρωμα του χρόνου", και ο άγγελος Κυρίου θα του ξαναδώσει τη ζωή και το σπαθί του για να διώξει τους Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη. Άλλοι θρύλοι και προφητείες αναφέρουν ότι θα τους κυνηγήσει μέχρι την "Κόκκινη Μηλιά" και στη μάχη που θα γίνει οι Τούρκοι θα νικηθούν και "θα κολυμπήσει το μοσχάρι στο αίμα τους". Ο θρύλος προσθέτει, ακόμα, ότι οι Τούρκοι ψάχνουν συνεχώς να ανακαλύψουν τη σπηλιά, όπου βρίσκεται ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς για να χτίσουν την είσοδό της, ώστε να μην μπορεί να ξαναβγεί από εκεί. Όμως, οι προσπάθειες τους είναι συνεχώς άκαρπες, αφού ο άγγελος προστατεύει τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και περιμένει την εντολή του Θεού για να τον ξυπνήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου