Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

ΡΟΥΜ ΜΙΛΕΤΙ...ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΥΠΟ ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥΣ[Μέρος Α΄]

«Ρουμ Μιλέτι»: οι Ορθόδοξες κοινότητες υπό τους Οθωμανούς Σουλτάνους
Steven Runciman, Η βυζαντινή παράδοση μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως,
εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας,
Αθήνα 1994, σελ. 15-33
Η απώλεια της ελευθερίας είναι η σκληρότερη μοίρα για ένα λαό. Για τους Έλληνες, η 'Aλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 ήταν μια τραγωδία χωρίς προηγούμενο, που σημάδεψε το τέλος του Βυζαντίου, της χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ανατολής, και την αρχή της σκλαβιάς. Όπως αποδεικνύει εκ των υστέρων η ιστορία, το Βυζάντιο ήταν καταδικασμένο, βαρύτατα άρρωστο για να μπορέσει να αναρρώσει. Ακόμη και αν οι ηρωικοί υπερασπιστές της πόλης είχαν κατορθώσει το 1453 να αναγκάσουν τους Τούρκους να άρουν την πολιορκία, θα επιτύγχαναν μόνο μια μικρή ανάπαυλα. Οι Τούρκοι σύντομα θα επιχειρούσαν μια ακόμη έφοδο. 'Aραγε η χαριστική βολή την οποία κατέφεραν εναντίον του Βυζαντίου αποτελούσε όντως μια τόσο μεγάλη καταστροφή; Ο ελληνικός κόσμος ήταν ήδη διασπασμένος· και οι Έλληνες που ζούσαν υπό ξένη κυριαρχία, τουρκική η ιταλική, ήταν περισσότεροι από αυτούς που ζούσαν ελεύθεροι. Μήπως ήταν καλύτερα να υποταχθούν σε μια δύναμη που θα τους επανένωνε, ακόμη και υπό συνθήκες σκλαβιάς; Ποια ήταν η εναλλακτική λύση;
Υπήρχαν κάποιοι στο Βυζάντιο που έλπιζαν ότι οι Δυτικές Δυνάμεις θα μπορούσαν να επέμβουν για να σώσουν τη χριστιανική Αυτοκρατορία. Οι Δυτικοί όμως θα ήθελαν να συνεργαστούν; Και αν ναι, θα ήταν αποτελεσματικοί; Οι ονομαζόμενες Σταυροφορίες της Νικοπόλεως και της Βάρνας είχαν καταδείξει ότι τα στρατεύματα τους δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τον ικανότατο και εκσυγχρονισμένο τουρκικό στρατό. Επιπλέον, η δυτική βοήθεια θα ερχόταν μόνο αν η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης υποτασσόταν στην εξουσία της Εκκλησίας της Ρώμης. Μερικοί αξιωματούχοι θεωρούσαν ότι άξιζε να πληρωθεί ένα τέτοιο τίμημα· και αρκετοί διανοούμενοι πίστευαν ότι ο βυζαντινός πολιτισμός θα έπρεπε να συγχωνευθεί με τον δυτικό. Αλλά ο μέσος Βυζαντινός, με ζωντανές τις αναμνήσεις του 1204, δεν θα ανεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο. Αν το Βυζάντιο έμελλε να χαθεί, ας χανόταν με την Ορθοδοξία του αλώβητη (1). Πολλοί είχαν συνειδητοποιήσει ότι η Αυτοκρατορία τους ήταν καταδικασμένη, αλλά, θεοσεβούμενοι καθώς ήταν, αντιμετώπιζαν αυτή την προοπτική ως τιμωρία για τα αμαρτήματα και τις αποστασίες τους. Επιπλέον, ήταν ένας αιώνας χιλιαστικών ιδεών. Η επερχόμενη καταστροφή ήταν η αρχή της βασιλείας του Αντίχριστου, που την ακολουθούσε ο Αρμαγεδών και το τέλος του κόσμου. Αυτό το τελευταίο γεγονός, κατά γενική πεποίθηση, θα συνέβαινε επτά χιλιάδες χρόνια μετά τη δημιουργία του, την οποία οι σ οφοί τοποθετούσαν στο 5508 π.Χ. Ίσως είχαν δίκιο. Η απλή αριθμη τική δείχνει ότι σύμφωνα μ' αυτούς τους υπολογισμούς ο κόσμος τελείωνε το 1492, τη χρονιά που ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική (2). Υπήρχαν ελάχιστοι Βυζαντινοί, όπως ο ιστορικός Κριτόβουλος, που πίστευαν ότι η μόνη λύση για τον ελληνικό λαό ήταν να αποδεχθεί την εξουσία του Σουλτάνου (3).
Ωστόσο, την κρίσιμη στιγμή οι πολίτες της Κωνσταντινούπολης, ό,τι και να σκεφτόταν ο καθένας τους, ενώθηκαν σαν ένας άνθρωπος σε μια γενναία, απελπισμένη προσπάθεια να διαφυλάξουν την ελευθερία τους. Πολέμησαν μάταια. Περί τα τέλη Μαΐου του 1453 η πόλη βρισκόταν στα χέρια του κατακτητή σουλτάνου, του Μεχμέτ Β'.
Ο Μεχμέτ Β' ήταν ένας αξιόλογος νέος άνδρας- πολύ ικανός, διορατικός για την ηλικία του, μυστικοπαθής και πονηρός· στηριζόταν στις δικές του δυνάμεις, δεν εμπιστευόταν κανέναν και ήταν ανελέητος όταν το αποφάσιζε. Ταυτόχρονα όμως εκτιμούσε την πνευματική καλλιέργεια, αγαπούσε τη φιλοσοφία και τις τέχνες και ενδιαφερόταν πραγματικά για τη γενική ευημερία των υπηκόων του. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένας άγριος ανατολίτης τύραννος, άλλα μάλλον να συγκρίνεται με τους Ιταλούς πρίγκιπες της εποχής του ή με μονάρχες όπως ο Ερρίκος Η' της Αγγλίας. Δεν έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς τους Έλληνες. Είχε μεγαλώσει σε μια περίοδο κατά την οποία η Κωνσταντινούπολη, αν και παρακμασμένη πολιτικά, παρέμενε ακόμη ένα αναγνωρισμένο πολιτιστικό κέντρο. Είναι μάλλον βέβαιο ότι μιλούσε και διάβαζε ελληνικά· και η ελληνική φιλοσοφία τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Κατακτώντας τη Βασιλεύουσα, άρχισε να βλέπει τον εαυτό του ως διάδοχο των αυτοκρατόρων. Εξουδετέρωσε, βέβαια, χωρίς οίκτο κάθε εξέχοντα λαϊκό, αλλά εφεξής ήταν έτοιμος να προσφέρει στους Έλληνες υπηκόους του μια, κατοχυρωμένη νομικά, θέση στο νέο κράτος (4).
Ήταν ωστόσο αναγκαίο να οργανώσει τις χριστιανικές κοινότητες στο πλαίσιο των οθωμανικών κτήσεων. Στο παρελθόν, όταν οι χριστιανικές πόλεις κυριεύονταν και οι λαϊκοί αξιωματούχοι αποπέμπονταν, ο χριστιανικός πληθυσμός απέμενε ακέφαλος, με μόνη εξαίρεση τον τοπικό επίσκοπο. Αυτός διοριζόταν από τις αρχές της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες φρόντιζαν με κάθε τρόπο να παραμείνει στη θέση του· οι Τούρκοι πολλές φορές δεν του επέτρεπαν καν να μεταβεί στην επισκοπή του. Αν το κατόρθωνε, δεν διέθετε επίσημη ιδιότητα υπό την οποία θα μπορούσε να συναντά τον Τούρκο κυβερνήτη και να συναλλάσσεται μαζί του. Τώρα όλα αυτά θα μπορούσαν να διευθετηθούν. Στην Ανατολή η εθνική ταυτότητα εθεωρείτο συνήθως συνώνυμη της θρησκείας. Οι χριστιανοί, ανάλογα με τις διάφορες αιρέσεις τους, μαζί με τους Ιουδαίους και τους οπαδούς του Ζωροάστρη σχημάτιζαν αυτοδιοικούμενες κοινότητες μέσα στο κράτος, σύμφωνα με το σύστημα των μουσουλμάνων χαλίφηδων, οι οποίοι ακολουθούσαν την οργάνωση που είχαν υιοθετήσει πρώτοι οι Πέρσες βασιλείς. Κάθε κοινότητα είχε τον δι-ό της θρησκευτικό ηγέτη, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης και την τακτική πληρωμή των φόρων και φρόντιζε να μην εμφανίζονται φαινόμενα απειθαρχίας προς τους κυβερνώντες. Ο Μεχμέτ Β' επεξέτεινε αυτό το σύστημα σε όλη την Αυτοκρατορία. Επικεφαλής των ορθόδοξων κοινοτήτων στην οθωμανική επικράτεια ήταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Αυτός θα αποτελούσε την κεφαλή του Ρουμ Μιλετί, του Ορθόδοξου Έθνους (5).
Ωστόσο, πατριάρχης δεν υπήρχε εκείνη την εποχή στην Κωνσταντινούπολη. Ο τελευταίος πατριάρχης, ο Γρηγόριος Μάμμας, είχε ευνοήσει την ένωση με τη Ρώμη και είχε δημιουργήσει τόσες αντιπάθειες, ώστε το 1451 διέφυγε στην Ιταλία -μια κίνηση που ερμηνεύθηκε ως παραίτηση. Ο Σουλτάνος πήρε τις απαραίτητες πληροφορίες και αποφάσισε ότι ο καλύτερος γι' αυτή τη θέση ήταν ο Γεώργιος Σχολάριος, ένας κορυφαίος μελετητής του Αριστοτέλη. Είχε παρευρεθεί στην Ενωτική Σύνοδο της Φλωρεντίας και εκεί είχε υποστηρίξει την ένωση με τη Ρώμη, αλλά αργότερα άλλαξε γνώμη: αποσύρθηκε σε μοναστήρι υπό το όνομα Γεννάδιος και έγινε ηγέτης των ανθενωτικών. Ήταν ωστόσο δύσκολο να εντοπιστεί. Τέλος, αποκαλύφθηκε ότι είχε συλληφθεί αμέσως μετά την 'Aλωση της πόλης και είχε πουληθεί σε έναν πλούσιο Τούρκο από την Αδριανούπολη, ο οποίος, αμήχανος απέναντι σε έναν τόσο μορφωμένο σκλάβο, τον αντιμετώπιζε σαν φίλο. Ο Γεννάδιος ανέκτησε την ελευθερία του και οδηγήθηκε μπροστά στον Σουλτάνο. Πριν όμως αποδεχθεί το Πατριαρχείο, επεξεργάστηκε μαζί με τον Σουλτάνο τις συνθήκες υπό τις οποίες επρόκειτο να διακυβερνηθεί η Εκκλησία και όλο το ορθόδοξο μιλέτι (6).
Σύμφωνα με τους όρους που συνομολογήθηκαν μεταξύ τους, ο Πατριάρχης από κοινού με την Ιερά Σύνοδο είχε απόλυτο έλεγχο όλου του εκκλησιαστικού οικοδομήματος. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Πατριάρχης ποτέ δεν ήταν κάτι παραπάνω από πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, η οποία τον εξέλεγε επισήμως και μπορούσε με ομόφωνη ψήφο να τον εκθρονίσει, αν αποδεικνυόταν ανίκανος για το αξίωμα του η είχε εκλεγεί αντικανονικά. Στην πράξη, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ο Αυτοκράτορας είχε την εξουσία -την οποία και ασκούσε - να διορίζει τον υποψήφιο για το Πατριαρχείο και μπορούσε να πιέσει για την εκθρόνιση του· και η Σύνοδος σπανίως τολμούσε να παραβεί τις επιθυμίες του ηγεμόνα. Ο Σουλτάνος ασφαλώς θα ήθελε να ασκεί ανάλογη επιρροή, σε περίπτωση που επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Κανένας επίσκοπος δεν μπορούσε να διοριστεί η να αποπεμφθεί παρά μόνο με την άδεια του Πατριάρχη και της Συνόδου· αλλά οι επισκοπικοί διορισμοί έπρεπε να επικυρώνονται από τον Σουλτάνο, όπως κατά το παρελθόν από τον Αυτοκράτορα. Μόνο τα πατριαρχικά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία επί των επισκόπων. Οι αρχές δεν μπορούσαν να συλλάβουν κανέναν επίσκοπο χωρίς την έγκριση του Πατριαρχείου.
Όλα αυτά συνέβαιναν σύμφωνα με την παράδοση. Το καινούριο ήταν πως ο Πατριάρχης αποτελούσε τον αρχηγό του ορθόδοξου λαού. Ήταν ο εθνάρχης, η κεφαλή του μιλετιού. Αν ο λαός δεν πειθαρχούσε και δεν πλήρωνε τους φόρους του, ο Πατριάρχης ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος. Και αυτοί οι φόροι ήταν επαχθείς, επειδή θεωρητικά οι μη μουσουλμάνοι έπρεπε να πληρώσουν για να εξαιρεθούν -στην πραγματικότητα να αποκλεισθούν- από τη στρατολόγηση στις δυνάμεις του Σουλτάνου. Οι φόροι συγκεντρώνονταν από τον επικεφαλής της κοινότητας λαϊκό· καθήκον της Εκκλησίας ήταν να τον επιτιμήσει αν δεν ανταποκρινόταν εγκαίρως και πλήρως στο καθήκον του αυτό. Στη σχέση ανάμεσα στο λαό και τον κλήρο εδημιουργούντο συχνά τριβές, κυρίως επειδή οι κληρικοί ήταν απαλλαγμένοι από την υποχρέωση να πληρώνουν φόρους. Στην πραγματικότητα όμως ο κλήρος δεν ήταν εντελώς απαλλαγμένος από αυτή την υποχρέωση. Συχνά υποδεικνυόταν στους ιερείς ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν οικειοθελώς ένα ποσό για το ταμείο του Σουλτάνου -και δεν ήταν φρόνιμο να αγνοήσει κανείς μια τέτοια υπόδειξη. Ταυτόχρονα ο Πατριάρχης μπορούσε να επιβάλλει στο ποίμνιο του όσους φόρους επιθυμούσε· και χρειάζονταν τεράστια χρηματικά ποσά, για να μπορέσει η διοίκηση να λειτουργεί ομαλά.
Τα πατριαρχικά δικαστήρια επί αιώνες απασχολούνταν με υποθέσεις που είχαν σχέση με τη θρησκεία -όχι μόνο με ζητήματα αιρέσεων ή εκκλησιαστικής πειθαρχίας αλλά και γάμων ή διαζυγίων, κηδεμονιών ανηλίκων, διαθηκών και διαδοχής,- τις οποίες αντιμετώπιζαν σύμφωνα με το βυζαντινό κανονικό δίκαιο, που απέρρεε από τους θρησκευτικούς κανόνες. Τώρα όμως έπρεπε να αναλάβουν και τις αστικές υποθέσεις των μελών του μιλετιού, εφαρμόζοντας τους ρωμαιοβυζαντινούς νομικούς κώδικες και ανατρέχοντας σε ένα όλο και αυξανόμενο σώμα εθιμικού δικαίου. Οι κατηγορούμενοι μπορούσαν να κάνουν έφεση σε τουρκικό δικαστήριο ή να ζητήσουν η υπόθεση να εκδικασθεί πρωτοβάθμια ενώπιον τούρκικου δικαστηρίου· αλλά καθώς τέτοια δικαστήρια λειτουργούσαν με αργούς ρυθμούς, ήταν ακριβά, συχνά διεφθαρμένα, και δίκαζαν σύμφωνα με το Κοράνι, κανένας Έλληνας δεν εμφανιζόταν ενώπιον τους, εκτός και αν είχε ισχυρούς Τούρκους φίλους. Τα πατριαρχικά δικαστήρια θεωρούνταν σε σημαντικό βαθμό αδιάφθορα. Πάντως, ποινικές και αστικές υποθέσεις με διαδίκους Έλληνα και Τούρκο εκδικάζονταν από τα τουρκικά δικαστήρια (7).
 Συνεχιζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου