Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Η ΕΥΡΩΠΗ[Μέρος Α΄]

Ο Μύθος της Ευρώπης



Ο Roberto Calasso, στο βιβλίο του ‘‘ Οι γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας’’, αρχίζει πολύ γλαφυρά:
« Στην ακτή της Σιδώνας, ένας ταύρος προσπαθούσε να μιμηθεί το ερωτικό γουργούρισμα. Ήταν ο Δίας. Ένα ρίγος τον διαπέρασε, όπως τον τσιμπούσαν οι βοϊδόμυγες. Μόνο που αυτή τη φορά η ανατριχίλα ήταν γλυκιά. Ο Έρωτας του ανέβαζε στη ράχη τη νεαρή Ευρώπη. Ύστερα , ο άσπρος ταύρος ρίχτηκε στη θάλασσα, αλλά κράτησε το επιβλητικό του σώμα αρκετά έξω από το νερό για να μη βραχεί η νέα. Τον είδαν πολλοί. Ο Τρίτωνας αποκρίθηκε στο γαμήλιο μουγκάνισμα φυσώντας το κοχύλι του και στέλνοντας μαγευτικούς ήχους. Η Ευρώπη, τρέμοντας, είχε αρπάξει ένα από τα μακριά κέρατα του ταύρου για να κρατηθεί. Τους είδε και ο Βοριάς καθώς έσχιζαν τα κύματα. Πονηρός και ζηλιάρης, αναστέναξε βλέποντας τα άγουρα στήθη, που φανερώνονταν με το φύσημά του. Η Αθηνά, βλέποντας από ψηλά τον πατέρα της να έχει στη ράχη του μια γυναίκα, κοκκίνισε. Κι ένας Αχαιός ναύτης τους είδε και σάστισε. Μήπως ήταν η Θέτις, περίεργη να δει τον ουρανό; Ή μήπως ήταν η Νηηϊδα, ντυμένη για πρώτη φορά; Ή μήπως ο ορμητικός Ποσειδώνας είχε αρπάξει κάποια άλλη νέα; Η Ευρώπη, ωστόσο, δεν έβλεπε το τέλος εκείνου του ταξιδιού. Αλλά φανταζόταν ποια τύχη την περίμενε, όταν θα πατούσαν πάλι στη στεριά. Και φώναξε στους ανέμους και στη θάλασσα : - Πέστε στον πατέρα μου, ότι η Ευρώπη άφησε τη χώρα στη ράχη ενός ταύρου, του απαγωγέα μου, του ναύτη μου, του μελλοντικού, υποθέτω, συντρόφου της κλίνης μου. Δώστε, σας παρακαλώ, αυτό το περιδέραιο στη μητέρα μου …»
Η ήπειρος στην οποία ζούμε πήρε το όνομά της από την κόρη του Αγήνορα Ευρώπη. Η ονομασία Ευρωπαϊκή Ένωση, το νόμισμα ευρώ κ.λ.π. έχουν την ίδια προέλευση. Επιπλέον η Ευρώπη ήταν κι αδελφή του Κάδμου, του ιδρυτή της Καδμείας, όπως ονομάστηκε αρχικά, και μετέπειτα έγινε γνωστή σε όλον τον κόσμο ως Θήβα.
Σε αυτό το άρθρο θα θυμηθούμε τον μύθο της κόρης, που έκανε την καρδιά του Δία, του ρήγα θεών κι ανθρώπων, να σκιρτήσει. Στη συνέχεια θα κάνουμε λίγα σχόλια. Την επόμενη βδομάδα, σε άλλο άρθρο θα αποσυμβολίσουμε αυτόν τον μύθο. Αυτό είναι ένα ευχάριστο κι ευκολοανάγνωστο άρθρο. Στο επόμενο όμως θα κολυμπήσουμε στα βαθιά νερά…

Ο Μύθος: Η πεντάμορφη Ευρώπη προκαλεί τον έρωτα στον Δία
Κάποτε στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, κάτω από τα παράλια της Μ. Ασίας, που αργότερα ονομάστηκε Φοινίκη, ζούσε ο βασιλιάς Αγήνορας, που ήταν γιος της Λιβύης και του Ποσειδώνα. Ο Αγήνορας είχε έρθει από την Αίγυπτο. Παντρεύτηκε την Τηλέφασσα με την οποία απόκτησε τρεις γιους, τον Κάδμο, τον Φοίνικα και τον Κίλικα, και μια κόρη , την Ευρώπη. Η Ευρώπη καθώς μεγάλωσε έγινε πανέμορφη και ο Δίας σαγηνεύτηκε από την ομορφιά της, την ερωτεύτηκε και βάλθηκε να την αποκτήσει.
Τo βράδυ, που θα γεννούσε την ημέρα της απαγωγής, η πεντάμορφη κόρη, λίγο πριν το χάραμα, είδε ένα παράξενο όνειρο. Βρισκόταν, λέει, σε ένα μέρος, ανάμεσα σε δύο γυναίκες, που παρίσταναν δυο ηπείρους. Τη μια τη γνώριζε, ήταν η Ασία, η ήπειρος όπου κατοικούσε, μα η άλλη, της ήταν άγνωστη, κι είχε αποκάτω της στεριά χωρίς όνομα, οπού θάλασσα την χώριζε από την Ασία. Οι δυο γυναίκες πάλευαν μανιασμένα για το ποιά θα πάρει την Ευρώπη. Στο τέλος νίκησε η άγνωστη γυναίκα, με τη βοήθεια του Δία, που με τα στιβαρά της χέρια απόσπασε την κόρη από την Ασία, η οποία την είχε θρέψει κι αναστήσει. Ξύπνησε κατατρομαγμένη η Ευρώπη κι έμεινε πολλή ώρα καθισμένη στο παρθενικό κρεβάτι, ενώ η καρδιά της ξέφρενα χτυπούσε, μη μπορώντας να εξηγήσει το όνειρο. Μετά προσκύνησε τα αγάλματα των προγονικών θεών, παρακαλώντας να τη γλιτώσουν από τη μελλούμενη συμφορά.
Κι ενώ ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της, ήρθαν οι συντρόφισσες του γέλιου και του παιγνιδιού και πήγαν να μαζέψουν άνθη στο λιβάδι, κοντά στις εκβολές του ποταμού, που ΄χυνε τα νερά του στη σμαραγδένια θάλασσα. Ήταν ντυμένη με πορφυρά χρυσοΰφαντα ρούχα, που τόνιζαν την ομορφιά της. Εκεί τα κορίτσια μάζευαν κάθε λογής λουλούδια παιζογελώντας, μυρωδάτα ζουμπούλια, άσπρα σαν το χιόνι, μενεξεδιές βιολέτες, κόκκινους σαν το αίμα κρόκους, νάρκισσους στο χρώμα του ήλιου, που τα’ ριχναν στα καλαμένια καλάθια τους, τα στολισμένα με πολύχρωμες κορδέλες κι άνθη. Μα η βασιλοπούλα, που ξεχώριζε στην ομορφιά από τις συντρόφισσες, όπως η Αφροδίτη ανάμεσα στις Χάριτες, μάζευε με προσοχή μόνο ευωδιαστά τριαντάφυλλα, κόκκινα σαν τη φωτιά, που τα’ βαζε με τη σειρά στο χρυσό της καλάθι. Ήταν σμιλευμένο με μάλαμα κι ασήμι, καμωμένο πριν δυο γενιές από τον πρωτομάστορα Ήφαιστο για να το χαρίσει στη Λιβύη. Αυτή μετά το δώρισε στην κόρη της Τηλέφασα κι αυτή με τη σειρά της στην ακριβοθυγατέρα της Ευρώπη. Απεικόνιζε μια περιπλανώμενη αγελάδα, που κολυμπούσε σε μια θάλασσα από σμάλτο, που την παρακολουθούσαν από την ακτή όρθιοι δυο μυστηριώδεις άντρες. Φαινόταν κι ο βροντορίχτης Δίας, φτιαγμένος ολόχρυσος, να αγγίζει με το ένα χέρι του την μπρούτζινη αγελάδα. Στο βάθος μακριά ήταν ασημένιος ο Νείλος.
Η αγελάδα ήταν η προγιαγιά της Ευρώπης, η πανέμορφή κι αυτή Ιώ, που ο πατέρας των θεών μεταμόρφωσε σε αγελάδα, κι αφού περιπλανήθηκε πολύ, κατέληξε στην Αίγυπτο, όπου ένιωσε το τρυφερό άγγιγμα του Δία. Αντιλαλούσε το τραγούδι των κοριτσιών στο ανθισμένο λιβάδι και σκέπαζε το πάφλασμα του απαλού φλοίσβου, που’ σκαγε παιγνιδιάρικα στην ξανθή άμμο. Και σέρνοντας χορό με γέλια και χαρούμενα ξεφωνητά, γέμιζαν τα καλάθια τους.

Η συνέχεια >> εδώ …

Τότε ήταν, που αποφάσισε ο γιος του Κρόνου, ο βροντόλαλος Δίας, να την κάνει δικιά του. Για να μη την τρομάξει μεταμορφώθηκε σ’ έναν θαυμαστό ταύρο. Εμφανίστηκε στο λιβάδι ο ξανθός ταύρος, που το μαλαματένιο τρίχωμά του λαμπύριζε στο φως του ήλιου, με το ασημένιο, σαν στεφάνι, κύκλο στο μέτωπό του, που φωτοβολούσε σαν φεγγαρόφωτο. Τα χρυσά του κέρατα ανταύγιζαν καμπυλωτά, σαν μισοφέγγαρα, που παίζουν κρυφτό με τα σύννεφα. Ανέδιδε ένα άρωμα, πιότερο δυνατό κι απ’ αυτό των λουλουδιών. Ο πανώριος τούτος ταύρος λαφροπερπατώντας πλησίασε την κορασιά. Η Ευρώπη, θαμπωμένη από τη θωριά του ζώου, σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο ανέγγιχτο στήθος της και θαύμαζε το σιγανό κι ανάλαφρο περπάτημά του, που ήταν σαν να μην άγγιζε τη γη. Οι συντρόφισσές της περιτριγύρισαν τον ταύρο και βάλθηκαν καλοσυνάτα να του χαϊδεύουν άλλες τον τρυφερό λαιμό, άλλες το συμπαθητικό μουσούδι, άλλες τη δυνατή ραχοκοκαλιά, κι άλλες τα τορνευτά καπούλια. Αυτός σίμωσε την Ευρώπη, της έγλυψε τρυφερά το λαιμό και μετά τα χέρια. Τα χνώτα του ευωδίαζαν αμβροσία κι ο αγέρας μοσχοβόλησε τριγύρω. Η κόρη χάϊδεψε με το απαλό κρινένιο της χέρι το μαλαματένιο τρίχωμα, σκούπισε με το μυροβόλο από μέντα μαντήλι της τους αφρούς από το στόμα του ταύρου, έσφιξε με τα δυο της χέρια το κεφάλι του στην αγκαλιά της και τον φίλησε στην ασημένια βούλα. Κείνος, γουργουρίζοντας από ηδονή κι αγαλλίαση, γονάτισε νωχελικά και ξάπλωσε στα πόδια της όμορφης, πιότερο κι από νεράϊδα, κορασιάς, πάνω στο απαλό χορτάρι. Mε το βλέμμα ήταν σαν να της ζητούσε να καθίσει στη ράχη του κι εκείνη γελώντας ανέμελα μπήκε στον πειρασμό και κάθισε στην φαρδιά του ράχη. Σαν είχε αυτό, που τόσο πολύ ποθούσε, πετάχτηκε μονομιάς ο ταύρος και βάλθηκε να τρέχει προς τη μεριά της θάλασσας. Μπήξανε τις φωνές τρομαγμένες οι κοπέλες, μα του κάκου, γιατί ο χρυσοκέρατος ταύρος-Δίας έσχιζε ήδη τα σμαραγδένια νερά της θάλασσας, που πάνω της καθρεφτιζόταν ο καταγάλανος ουρανός, κι έμοιαζε μ’ ένα πελώριο διαμάντι λαμπυρίζοντας στο φως του ήλιου. Πετούσε πάνω της, γοργός σαν άνεμος. Πανικόβλητη η Ευρώπη κοίταξε προς τη χρυσή ακτή, άπλωσε το χέρι της προς τις συντρόφισσες, ζητώντας βοήθεια, ενώ με το άλλο γαντζώθηκε στο κέρατο του ταύρου. Αυτός κολυμπούσε σαν δελφίνι και τα κύματα παραμέριζαν μπροστά του.
Από τα τρίσβαθα της θάλασσας βγήκαν οι Νηρηίδες, που χόρευαν και παιγνίδιζαν τριγύρω τους, ενώ Τρίτωνες
φυσούσαν σε μεγάλες κοχύλες σαν να’ παιζαν γαμήλια τραγούδια Ακόμα και ο θεός του πελάγου, ο Ποσειδώνας, πήγαινε μπροστά , περιτριγυρισμένος από τις θέαινες της θάλασσας, και καταλάγιαζε τα κύματα με την τρίαινά του ανοίγοντας δρόμο για να περάσει ο τρανός αδελφός του. Τα δελφίνια πηδούσαν στον αέρα κάνοντας τούμπες και μετά βουτούσαν στα νερά παίζοντας ερωτικά παιγνίδια.
Κι η Ευρώπη, κουλουριασμένη από τον φόβο στην ράχη του απαγωγέα της, κρατούσε με το’ να χέρι το χρυσοκέρατο και με το άλλο το πέπλο να μη βραχεί Αλλά οι σταγόνες του νερού στάλαζαν σαν διαμάντια από τις ξανθές τρίχες του θείου ταύρου χωρίς να τους βρέχουν. Το θαλασσινό αεράκι ανέμιζε χαϊδεύοντας τα κατσαρά, σαν τον έβενο μαλλιά της, που ανέμιζαν πάνω από τον ώμο της, στον οποίο φούσκωνε το πέπλο της σαν πορφυρένιο πανί. Ξελάργαινε το ακρογιάλι και σιγά- σιγά χάθηκε από τα υγραμένα από τα δάκρυα μάτια της, σαν να βυθίστηκε στο γαλανό ορίζοντα. Η γαμήλια πομπή κατέληξε στης Κρήτης τα δαντελωτά αφροστεφανωμένα ακρογιάλια. Και πού θα μπορούσε να πάει ο μέγιστος των θεών, παρά στον τόπο, που πιότερο είχε δικό του, εκεί όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε βυζαίνοντας το γάλα της Αμάλθειας;
Στην Κρήτη, μέσα στο “ Δικταίον άντρον” νυφικό κρεβάτι είχαν ετοιμάσει οι Ώρες , όπου ο ερωτευμένος πατέρας των θεών και των ανθρώπων έσμιξε με την πεντάμορφη θνητή. Ο τρανότερος των θεών, κατά τον “ιερό γάμο”, πρόσφερε στην αγαπημένη του τρία μοναδικά δώρα : έναν χάλκινο γίγαντα, τον Τάλω, που προστάτευε όχι μόνο τον έρωτά του, μα ολάκερη την Κρήτη, ένα χρυσό σκύλο, που κανένα θήραμα δεν μπορούσε να του ξεφύγει και μια φαρέτρα με βέλη, που ποτέ τους δεν αστοχούσαν.
Καρπός αυτού του θεϊκού έρωτα ήταν να γεννηθούν τρεις γιοι, ο Μίνωας, ο Ροδάμανθυς και ο Σαρπηδόνας. Η Ευρώπη παράμεινε σε όλη τη ζωή της στην Κρήτη και η φήμη των γιων, που ήσαν μεγαλοδύναμοι και σοφοί, απλώθηκε στον κόσμο όλον.
Κάποιοι όμως λένε πως ο Δίας ενώθηκε με την Ευρώπη στη δεντρόφυτη Γόρτυνα, κάτω από ένα χιλιόχρονο φουντωτό πλάτανο, που από τότε δεν έχασε ποτέ τη φυλλωσιά το
.πηγή Vagia-gr

Σχόλια :
● Στην Κρήτη τότε βασίλευε ο Αστέριος ή Αστερίων. Η καταγωγή του κράταγε από τον Δευκαλίωνα. Γιός του Δευκαλίωνα ήταν ο Έλληνας, που είχε γιο τον Δώρο κι αυτός τον Τέκταμο. Ο Τέκταμος παντρεύτηκε την κόρη του Κρηθέα, από την οποία απόχτησε τον Αστέριο, κι εγκαταστάθηκε στην Κρήτη. Αφού ο βροντορίχτης Δίας χάρηκε την αγάπη και την ομορφιά της βασιλοκόρης Ευρώπης, μετά την πάντρεψε με τον Αστέριο. Ο βασιλιάς Αστέριος σεβάστηκε το σμίξιμο της βασιλοκόρης με το νεφεληγερέτη Δία και δεν έκανε παιδιά από την Ευρώπη, ούτε όμως είχε κάνει νωρίτερα παιδιά. Έτσι υιοθέτησε τα παιδιά του βασιλοθεού Δία και τα αγάπησε σαν δικά του. Τα ανέθρεψε όπως τους άρμοζαν, σαν βασιλογιούς και συνάμα γιους του θεού και σαν γέρασε τους άφησε το βασίλειό του.
Όταν πέθανε η Ευρώπη, την τίμησαν θεοί κι άνθρωποι και προς τιμή της έδωσαν στην ήπειρο, που εγκαταστάθηκε, το όνομά της. Απ’ αυτήν, κι όχι από συνονόματή της, η ήπειρός μας λέγεται Ευρώπη. Τη λάτρεψαν δίνοντάς της το όνομα Ελλωτίς ή Ελλωτία και στη γιορτή για χάρη της, τα Ελλώτια, που ήταν χαράς γιορτή γιατί ανασταινόταν η φύση, έπλεκαν πάνω στο άγαλμά της στεφάνια γύρω από τους μηρούς της.
Ο Ηρόδοτος στη “Θεογονία” του αναφέρει τα ονόματα δύο ηπείρων, της Ευρώπης και της Ασίας, ως Ωκεανίδες:
« Και η Τηθύς γέννησε στον Ωκεανό τους στρωβιλώδεις ποταμούς,
το Νείλο, τον Αλφειό και τον Ηριδανό το βαθυδίνη…
Γέννησε και των Νυμφών το ιερό γένος, που πάνω στη γη ωριμάζουνε τους άντρες
μαζί με τον Απόλλωνα το βασιλιά και με τους ποταμούς.
Αυτόν τον κλήρο από το Δία έχουν,
η Πειθώ, η Αδμήτη, η Ιάνθη, η Ηλέκτρα,…
…η θελκτική Πετραίη, η Μενεσθώ, η Ευρώπη,…
…η Χρυσηίς, η Ασία, η ποθητή η Καλυψώ,…»
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου