Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

ΜΑΥΡΗ ΓΗ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ[Μέρος Β΄]

Αν και αφετηρία και κινητήρια δύναμη αυτών των ακραίων, έως και εκστατικών, χειρονομιών είναι βεβαίως και ο πόνος του θανάτου, ωστόσο δεν παύουν ν’ αποτελούν τελετουργικές,δομημένες και θεατρικά συμπεριφορές,καθώς, πέραν από το ότι επιτελούνται στο πλαίσιο της θρηνητικής «παράστασης»,ενίοτε δεν τις δικαιολογεί μόνον ο ψυχικός πόνος για τον προκείμενο νεκρό (ιδιαίτερα όταν ο εκλιπών είναι υπέργηρος ή/και όταν εκδηλώνεται από γυναίκες που δεν είναι άμεσες συγγενείς του). Πέραν λοιπόν του ψυχικού πόνου για τον εκάστοτε νεκρό, οι τελετουργικές αυτές χειρονομίες φαίνεται να εδράζονται και στα ακραία συναισθήματα που προκαλεί −και ταυτόχρονα απαιτεί− η αμφίσημη, επιθυμητή και αποτρόπαια λατρεία της Μαυρηγής. Η απόλυτη περίσταση που λαβαίνουν χώρα οι ακραίες χειρονομίες (ο θάνατος), οι ιεροτοπίες (το σκήνωμα του νεκρού, ο τάφος), οι συνέπειές τους πάνω στα σώματα των θρηνωδών (τραύματα, σωματικός πόνος,αιμορραγία, απώλεια αισθήσεων), το ότι τις αποδίδουν όχι τόσο στο νεκρό όσο στη Μαυρηγή, ως την αίτια και συνάμα τη μόνη που μπορεί ν’ αναιρέσει αναγεννητικά την απώλεια του θανάτου, αναδεικνύουν νομίζω αυτές τις τελετουργικές πρακτικές ως και λατρευτικά εκστατικές. Μιας έκστασης που μπορεί ίσως να εκδηλώνονται στο πλαίσιο της μητρικής και χθόνιας λατρείας της Μαυρηγής ως θεϊκής Μητέρας, ανάλογης με αυτή που παρατηρούμε να αφορά εν γένει τη Μεγάλη Μητέρα[30]. Το ότι η εκστατική αυτή θρηνητική επιτέλεση αφορά και τυποποιημένες, κατά ένα τρόπο, θρησκευτικές λατρευτικές εκδηλώσεις προκύπτει νομίζω −μεταξύ άλλων− και από τα θρηνητικά δρώμενα που επιτελούν οι Ολυμπίτισσες (κυρίως οι «γριές») στην Κάρπαθο κατά την «πρόθεση» του νεκρού Χριστού μέσα στον Επιτάφιο (-φέρετρο), τη Μεγάλη Παρασκευή, μέσα στο ναό της Κοίμησης της Παναγίας: κατεβάζουν τον κεφαλόδεσμο και λύνουν τα μαλλιά τους, σκούζουν και χτυπιούνται, ενώ«στέλνουν» και έμμετρα γραπτά μυνήματα-θρηνητικές μαντινάδες στους οικείους νεκρούς. Τούτη η εθνογραφική πληροφορία έχει πιστεύω ιδιαίτερη λαογραφική και ανθρωπολογική σημασία, καθώς η Κάρπαθος −και δη η Όλυμπος− μέσα στο πολιτισμικό πλέγμα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, δομεί τη μητρογραμμή με κατεξοχήν κοινωνική,οικονομική-παραγωγική, γαμήλια και κληρονομική έμφαση[31].


… Πέτρα να γενείς και ριζιμιό λιθάρι/ όπως λιώνει το σίδερο να λιώνει το κορμί σου...: Το ανάθεμα
Με βάση την εθνογραφική παρατήρηση, η πίστη για τις χθόνιες, βουλιμικές και αναγεννητικές ιδιότητες της θεϊκής γης ως κοσμικού όντος, φαίνεται να δομείται συμβολικά με αρνητικό τρόπο στην κοινωνική, δικαιακή λειτουργία της μαγικής κατάρας, ειδικότερα του αναθέματος και κατ’ επέκταση του αφορισμού.
Η κατάρα αποτελεί μια λαϊκή κοινωνική και δικαιακή αντίληψη όσο και τελετουργική πρακτική, με μαγικοθρησκευτικό περιεχόμενο, που μέσα στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία και τα συγκεκριμένα επίσημα θρησκευτικα πλαίσια λειτουργεί σύμφωνα με αυτά ή και παραβατικά, ως αντι-δομή. Μια αντίθεση που ενισχύει τη μαγική δύναμη της κατάρας, κατά την αντίληψη των εμπλεκομένων σε αυτή τη συγκρουσιακή διαδικασία[32]. Ο καταρώμενος αντλεί το «δικαίωμα» να εκστομίσει την κατάρα σε συνθήκες διαπροσωπικής ή κοινωνικής σύγκρουσης και στο πλαίσιο της κοινής αντίληψης περί ζωής και θανάτου, δικαίου, παραβατικότητας. Επίσης αντιφωνικά με τις έμφυλες σχέσεις εξουσίας, ήτοι τις ανισότητες στη διαπροσωπική και τη συλλογική επικοινωνία, σύμφωνα με τη θεσμική (θρησκευτική και κοσμική), τη συγγενική, την κοινωνική και ηλικιακή ιεράρχηση ή διαστρωμάτωση, τις διακρίσεις, τους αποκλεισμούς. Στα χέρια των γυναικών ιδιαίτερα, η κατάρα γίνεται παραβατικό–και δεισιδαιμονικά ακαταμάχητο− επικοινωνιακό, δικαιακό, παιδευτικό και συναισθηματικό εργαλείο μεταφυσικής και συμβολικής εξουσίας, ως μέσο ελέγχου και διαπραγμάτευσης[33]. Τη χρησιμοποιούν κατεξοχήν οι μανάδες (-«γριές»), ακριβώς στη βάση της προαναφερθείσας κοινωνικής αντίφασης, δηλαδή του βεβαρημένου κοινωνικού ρόλου τους και της συμβολικής αρμοδιότητάς τους να διαμεσολαβούν τελετουργικά και μαγικά στο μεταφυσικό, σε αντιπαράθεση με την περιθωριοποίησή τους ως προς την εξουσία, τα κέντρα λήψης αποφάσεων και τις δημόσιες, επίσημες κοινωνικές πρακτικές.
Πολυσήμαντοι οι στίχοι από το γνωστό τραγούδι/μοιρολόι του «νεκρού αδελφού», αναδεικνύουν τη δύναμη της κατάρας της μάνα ακόμα και στους νεκρούς, καθώς τη ρίχνει στον επίορκο,πεθαμένο γιο: « ... Εμείνε η μάνα μοναχή [...] σ’ όλα τα μνήματά ’κλαιγε και μαύρα δάκρυα χύνει / μόνο στου Κώστα έλεγε βαριά κατάρα ρίχνει: /-Ανάθεμά σε Κωσταντή και βαριανάθεμά σε...»[34].
Εφόσον δεν αναιρεθεί η κατάρα,θεωρείται πως «δένει» επιτακτικά και αναγκαστικά τον παραλήπτη στην αρνητική της επίδραση –κατά το περιεχόμενό της– στο διηνεκές, ακόμα και μετά θάνατον. Σε περιπτώσεις που η ανισότητα, η αδικία, η παράβαση θεωρείται πολύ βαριά –όπως στο παραπάνω τραγούδι− και κυρίως όταν προκύπτει ως συλλογικό κοινωνικό ζήτημα που αφορά αξιακά, παιδευτικά και δικαιακά την κοινότητα στο σύνολό της, η λεκτική κατάρα δεν αρκεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο μαγικός λόγος ενδυναμώνεται με μαγγανευτικές δράσεις και τη χρήση συμβολικών αντικειμένων και ιεροτοπιών. Μια τέτοια ενισχυμένη καταραστική τελετουργία ονομάζεται και εκφωνείται ως ανάθεμα![35] Το ανάθεμα ως μαγγανεία επιτελείται με ατομική ή ομαδική ρίψη λίθων πάνω στον αναθεματιζόμενο ή ερήμην του, μαζί με την καταραστική εκφώνηση της λέξης. Αυτοί οι λίθοι μπορεί να συγκεντρώνονται και σωρηδόν ως συλλογικά καταραστικά μνημεία/σήματα, περίβλεπτα σε συγκεκριμένες συμβολικές τοποθεσίες, προκειμένου να ενισχύεται ο κοινωνικός παραδειγματισμός αλλά και η μαγική δυναμική της τελετουργίας (σταυροδρόμια, αυλές εκκλησιών, νεκροταφεία, βουνοκορφές, διάσελα και λοιπά).
Η «τρομερή» συμβολική σημασία και δικαιακή/ποινική αξία του αναθέματος έγκειται στο ότι επιδιώκει να δεσμεύει τη Γη ώστε να μην αφομοιώσει το σώμα του καταραμένου μετά θάνατον: «...-Κώστα μου πέτρα να γενείς και ριζιμιό λιθάρι / όπως λυώνει το σίδερο να λυώνει το κορμί σου....»[36] αναθεματίζει η μάνα στο τραγούδι του «νεκρού αδελφού» και πάλι, ενώ η δύναμη τού –αποτρεπτικού για το λυώσιμο του Κώστα− μαγικού λόγου της μπορεί να καθιστά εφικτή –όσο και διακριτή αρμοδίως− την αποτρόπαιη ανταπόκριση της μάνας-Γης που «ξερνάει» τον καταρώμενο νεκρό: … Βαρέθ’κι η Γης τ’ ανάθεμα κι η Κώστας την κατάρα / κι ανάθελαν (sic) τα χώματα και ξαναφάν’κι ο Κώστας...[37].
Οι σωριασμένες πέτρες του αναθέματος ονοματίζονται και οι ίδιες συνολικά Ανάθεμα, που φυλακίζει πάνω και μέσα στη Γη τη βαριά κατάρα και μαζί τον αναθεματισμένο. Το Ανάθεμα-σωρός προσλαμβάνει έτσι δικαιακά, μαγικά, μνημειακά αλλά και έγγεια χαρακτηριστικά και ιδιότητες καθώς οι πέτρες παραμένουν τοπικά αμετακίνητες, ανέγγιχτες, ως φοβερός κατάδεσμος/αναπαράσταση της Γης μέσα στην ιεροτοπία. Με τα χρόνια το Ανάθεμα-μνημείο μπορεί να καταστεί ομώνυμο τοπωνύμιο που «δένει» με τη μαγική δύναμη του ονόματος στο διηνεκές τον (την) αναθεματισμένο, καθώς το διατηρεί στη συλλογική μνήμη, ακόμα και αν με τα χρόνια αφανιστεί το πέτρινο σήμα (βλέπε αρκετές τοποθεσίες με το όνομα Ανάθεμα ήΑναθεματίστρα).
Το «πέτρωμα» του καταραμένου με ανάθεμα (ή αφορισμό) επιδιώκει έτσι να τον αποκλείσει από την κοσμική αναγεννησιακή και σωτηριολογική ανακύκλωση που μόνον η θεά-Γη επιτελεί, καθώς αναθέτει και δεσμεύει τη«Μαυρηγή» (λέμε: «έριξα μαύρη πέτρα») να τον αρνηθεί, να μην τον δεχθεί στην ιερή (αποτρόπαια κανιβαλική και συνάμα ερμαφρόδιτα γονιμική) ερωτική/μητρική αγκαλιά της: τον/την αναθεματισμένο (ή αφορεσμένο) τον «ξερνάει η Γης». Εξού και το μητρικό βαριανάθεμα στο τραγούδι του «νεκρού αδελφού» –σε ένα από τα σημαινόμενα− αναγκάζει τη Γη να εμέσει το νεκρό γιο, ώστε μετά την αποκατάσταση της επιορκίας και τη λύση της κατάρας της μάνας η «Μαυρηγή» εγκολπούμενη το σώμα, να το χωνέψει αναβλαστικά.Μέσα σε αυτό το πολιτισμικό και δη το συμβολικό συμφραζόμενο, το ανάθεμα προκύπτει ως η «εσχάτη των ποινών», αφού σωτηριολογικά, αξιακά και δικαιακά είναι πιο βαριά ακόμα και από τη θανατική καταδίκη. Γιατί αυτή αποκλείει μόνον από την επίγεια ζωή, ενώ το ανάθεμα δυναμικά εξοβελίζει αιώνια από το κοινωνικό, το φυσικό, το κοσμικό, το συμπαντικό εν τέλει γίγνεσθαι τον καταραμένο.
Οι άνθρωποι λοιπόν,εκόντες-άκοντες, μέσω της θρηνητικής-νεκρικής τελετουργίας φαίνεται να θέλουν να συντρέχουν μαγικά και λατρευτικά την Μαυρηγή στο μεγάλο και θεάρεστο έργο της, προσδοκώντας την αέναη αναγέννηση της ζωής. Προσφέροντάς της ικετευτικά τα νεκρά σώματα των προσφιλών οικείων, ελπίζουν και εύχονται να τα δια-μελίσει μέσα στα σπλάχνα της και να τα χωνέψει γονιμικά ώστε ν’ αναγεννούν τις χθόνιες δυνάμεις της και τον απάνω κόσμο (βλ. Επίμετρο Α΄, μοιρολ. αρ. 1, 9)[38].


…Η γη που θα σε φάει εσέ πρέπει να λουλουδίσει …: Γη μήτρα-αιδοίο και βουλιμική γαστέρα
Στα λατρευτικά νεκροφιλικά τραγούδια του Πάσχα (της Αποκριάς κ.λπ.) που φαίνεται και από τις λατρευτικές και μαγικές συνδηλώσεις τους να αφορούν μεταφορικά την ετήσια και εποχική βλαστική ιερογαμία της χθόνιας νύφης-Γης, ο ιερός εραστής επιτελεί χθόνια τη μαγική συνουσία «φιλώντας» μια «μελαψή» και «μαύρη» νεκρή ιερή κόρη. ΄Όπως έχω υποστηρίξει και αλλού συγκρίνοντας τα σχετικά τραγούδια,οι μεταφορές του ποιητικού κειμένου στο αναστάσιμα θρησκευτικό και στο λατρευτικό τελετουργικό συμφραζόμενο της επιτέλεσης, την αναδεικνύουν νομίζω ως θρησκευτική/δαιμονική μορφή, ήτοι γαμική νύφη-Μαυρηγή, αν την προσλάβουμε και στο πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης:
...Εγώ μάνα κολάστηκα και πάου κολασμένος / γιατ’έλυσα [sic] στον πόλεμο που πολεμάνε οι κλέφτες / κι ούλοι τα δέναν τ’ άλογα σε λεϊμονιάς κλωνάρια / δένω κι εγώ το γρίβα μου σε μαυρομάτας μνήμα / κι ο γρίβας ήταν πονηρός πολύ πονηρεμένος/ κι έσκαψε με τα νύχια του και με τα πέταλά του / και βγήκε η κόρη μελαψή και βγήκε η κόρη μαύρη / σταυρό κρατεί στα χέρια της βαγγέλιο στην ποδιά της / ούλοι φιλιούνε το σταυρό ούλοι τ’ άγιο βαγγέλιο / φιλώ και ’γώ τη μελαψή στα μάτια και στα φρύδια…[39].
Ο ερωτικός-γονιμικός ρόλος της μαύρης-μελαψής κόρης αναδεικνύεται και στους θρήνους για τους θνητούς, αφού η χθόνια Μαυρηγή φαίνεται να εγκολπώνεται και να αφομοιώνει, να «χωνεύει», τους ανθρώπους (και όλα τα πλάσματα) γονιμικά και ερμαφρόδιτα:ως νύφη που παντρεύονται οι νεκροί αλλά ταυτόχρονα και σαν να είναι εραστής-γαμπρός. Όποιος πεθαίνει, είτε άντρας είναι, είτε γυναίκα, φαντασιακά ταυτίζεται στον κάτω κόσμο με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του φύλου του και ενώνεται γαμικά με τη «Μαυρηγή» ή το «Μαύρο Άδη», αντίστοιχα, βρίσκοντας στον ανδρόγυνο, χθόνιο κόλπο της Γης ένα αμφίσημο, ερμαφρόδιτο πεδίο γονιμότητας,μια ερωμένη ή έναν εραστή (βλ. Επίμετρο Α΄, μοιρ. αρ. 7, 8)[40].
Η νεκρική τελετουργία για τους θνητούς καθίσταται γαμήλια και εικονικά και επιτελεστικά: στο νεκρικό γάμο οι ανύπαντροι νεκροί,ανάλογα με το φύλο τους, ντύνονται γαμπροί και νύφες αντίστοιχα, ενώ τα τραγούδια του γάμου προσαρμόζονται ανάλογα και τραγουδιούνται στο θρήνο ως μοιρολόγια. Μια τελετουργική ταύτιση διφορούμενη, που σε αυτή την περίπτωση καθιστά την επιθανάτια τελετουργία γαμήλια και νεκρική ταυτόχρονα,αναδεικνύοντάς την και ως μια εξαιρετικά δυναμική τελετή γονιμικής μαγείας[41].Η αναπαραγωγική δυναμικότητα της Μαύρης Γης, η μαγική γέννα, προϋποθέτει αυτή την αποτρόπαια νεκρική ερμαφρόδιτη κοσμική συνουσία με τους νεκρούς, που λαβαίνει χώρα πάντοτε στα υπόγεια, μαύρα σπλάχνα της. Πρόκειται για μια ερωτική-αναγεννητική-βλαστική διαδικασία που δεν αφορά μόνον τους ανθρώπους αλλά έχει σημασία κοσμική, συμπαντική, αφού η Γη δύναται να αναγεννά βλαστούς,αρσενικά και θηλυκά παιδιά και ζώα, φυτά, δέντρα, τον ίδιο της τον εαυτό ως κοσμικό σώμα (βλ. Επίμετρο Α΄, μοιρ. αρ. 1, 3, 9). Η αντίληψη για αυτή τη μαγική και συνάμα κοσμική γονιμότητα δηλώνει πως η Μαυρηγή μπαίνει ολιστικά στο κοσμικό σύστημα ως δημιουργός και ολετήρας, αναπαράγοντας τον εαυτό της αλλά και τη ζωή και τον κόσμο ως φυσικό και πολιτισμικό αγαθό.
Από το συνολικό αφηγηματικό και πολιτισμικό συν-κείμενο που δομούν όλες οι παραπάνω πεποιθήσεις και οι λατρευτικές πρακτικές, αναδεικνύεται η χθόνια, αρχέτυπη κοσμαντίληψη που συνέχει το μαγικοθρησκευτικό σύστημα που οργανώνει κατ’ αυτό τον τρόπο η λατρεία της Γης,οι ηθικές και κοινωνικές αξίες που αυτό προβάλλει και υπηρετεί. Η εσχατολογική ουσία του φαινεται να συνίσταται στο να συνδέει σε χθόνιο κύκλο μια περιοδική γαμική «κάθοδο» στα σπλάχνα της Μαύρης Γης μέσω του θανάτου, που την ακολουθεί μια «άνοδος», μια αναβλάστηση, αναγέννηση, ένα «ανάστημα» στην επιφάνεια της Γης[42]. Οι γυναίκες-μανάδες στις νεκρικές τελετουργίες μέσω της λατρείας της Μαυρηγής και δρώντας επ’ ονόματι της ανθρώπινης κοινότητας (της κάθε συγκεκριμένης κοινότητας στο πλαίσιο της οποίας λαβαίνει χώρα η νεκρική τελετουργία),φαίνεται να επαναλαμβάνουν και να επαναβεβαιώνουν σε κάθε θάνατο μια απευκταία και συνάμα επιθυμητή σύμβαση, ένα μιαρό μαγικό συμβόλαιο με την τρομερή Μητέρα.Τα τελετουργικά δηλαδή δεδομένα υποδεικνύουν νομίζω ότι συμφωνείται πως ταΐζοντάς την με τα σώματα των νεκρών, αυτή θα ανταποδίδει γεννώντας βλάστηση και κυρίως τα σιτηρά −και κατ’ επέκταση το ψωμί, ως βασικό διατροφικό μέσο για την αναγέννηση και τη συντήρηση των ζωντανών[43]. Έτσι ενισχύεται νομίζω η υπόθεση ότι οι μαυροφορεμένες γυναίκες που διεκπεραιώνουν τελετουργικά όχι μόνον την κηδεία αλλά και το πένθος για τους νεκρούς, προκύπτουν και ως μαγική μεταφορά και αναπαράσταση της ίδιας της Μαυρηγής. Δηλαδή οι «μαύρες» θρηνούσες και πενθούσες αρμόδιες μανάδες (και αδελφές, κόρες κ.λπ.) λειτουργώντας συλλογικά σε συγκεκριμένο (οικογενειακό και δημόσιο) κοινωνικό και τελετουργικό πλαίσιο ως δική της δραματική αναπαράσταση, με θρηνητικά λόγια και συμβολικές«χειρονομίες» (επικήδειες και επιμνημόσυνες, που έχουν πάντα σχέση με το σιτάρι και το ψωμί) «παίζουν» τον αποτρόπαιο-ποθητό ρόλο της Μαυρηγής, συντρέχοντάς την μιμητικά και ταυτόχρονα επιβάλλοντάς της μαγικά το αναγεννητικό και σωτηριολογικό έργο του «χωνέματος» του νεκρού σώματος. Είναι ενδεικτικό ίσως το ότι οι συμβολικές νεκρικές δράσεις, με καταληκτική την ανακομιδή των οστών,διαρκούν για κάθε συγκεκριμένο νεκρό τόσο, όσο χρόνο περίπου θεωρείται ότι απαιτεί και το σώμα να λυώσει (πέραν βεβαίως αυτών που τελούνται για τις ψυχές συλλογικά και διαχρονικά σε τακτές γιορτές και ψυχοσάββατα) [44].
Τούτα τα θρηνητικά νόμιμα φαίνεται να δομούν αδιάκριτα τιμή και σεβασμό προς τον άνθρωπο, ως κομμάτι της φύσης ισότιμο με τα άλλα ζωντανά πλάσματα και επίσης ως ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο ενεργό στη δομημένη ανθρώπινη κοινότητα, ενώ συνάμα ευσεβούνται το ανθρώπινο σώμα ως ζωντανό οργανισμό αλλά και ως νεκρό λείψανο.Το προαιώνιο μαγικό (θρηνητικά προφορικό όσο και κηδευτικά-ταφικά πρακτικό)συμβόλαιο με τη Μαυρηγή, τα νεκρικά έθιμα και οι θρήνοι, επιβάλλουν σε αυτό το πολιτισμικό συμφραζόμενο να της αποδοθεί το νεκρό σώμα «εκπολιτισμένο»,κοσμημένο με εκείνες τις συγκεκριμένες τελετουργικές φροντίδες που το καθιστούν ιερό, το κοινωνικοποιούν ως πρόγονο (μέσω και της μνήμης) αλλά και το χειρίζονται ως ανταλλακτικό υλικό αγαθό και μετά θάνατο: «...άκλαυτο και αστόλιστο του Χάρου δεν σε δίνω...»[45].Όπως συν-δηλώνουν και οι τελετουργικές δράσεις, φαίνεται ότι οι θρηνούσες γυναίκες εκφράζουν αυτές τις συλλογικές αξίες και τις αντιλήψεις επ’ ονόματι της ανθρώπινης κοινότητας, χωρίς να ξεχωρίζουν δικαίους και αδίκους, καλούς και κακούς, αφού μέσω της θρηνητικής τελετουργίας φροντίζουν να αποκαθιστούν τις όποιες ηθικές και κοινωνικές ελλείψεις για κάθε εκλιπόν ανθρώπινο πλάσμα,προκειμένου να το αποδώσουν «αποκατεστημένο», ήτοι πλήρες αξιακά και επί ίσοις όροις, στη Μαυρηγή. Τούτη η άποψη υποστηρίζεται νομίζω και από το ότι στα τραγούδια της ξενιτιάς (που εκφράζουν επίσης τις γυναικείες αξίες) γίνεται απόλυτη απαξίωση του θανάτου κάποιου μέλους της κοινότητας, εφόσον αυτός συμβεί στην ξενιτιά, ακριβώς γιατί τον αποκλείει από αυτή την επιθανάτια φροντίδα. Ο σχετικός θρήνος για τον απόντα«ξένο» νεκρό δεν αφορά τόσο το ίδιο το γεγονός του θανάτου του, όσο κυρίως την αδυναμία των γυναικών να «περιποιηθούν» το ξενιτεμένο λείψανο με βάση τα θρηνητικά νόμιμα που ενσωματώνουν τον εκλιπόντα στην κοινότητα και τον κόσμο μετά θάνατο (ενώ ταυτόχρονα τα επιτελούν βεβαίως κατά ένα τρόπο μεταφορικό,καθώς περιγράφουν τις δράσεις και τις χειρονομίες που αδυνατούν να πράξουν)[46]:
...Τον ξένο τόνε θάφτουνε στην άκρη στο χωράφι.[...] / -Γιατί κορμάκι κοίτεσαι στην άκρη στο χωράφι; /-Δεν ήταν η μανούλα μου να με μοιρολογήσει /δεν ήταν η γυναίκα μου τα μάτια να μου κλείσει /δεν ήταν η αδερφούλα μου τα δάκρυα της να χύσει / οι ξένοι με πετάξανε στην άκρη το χωράφι...[47]

Λουλουδισμένος τάφος-"κουλούρι" στη Βόνιτσα Αιτωλοακαρνανίας (Μάης 2000)
Ως συν-αρμόδιες με τη Μητέρα-Γη οι μανάδες, γεννοβολούσες και τροφοί, στον τελετουργικό θρήνο φαίνεται να διαπραγματεύονται και να μαγγανεύονται εσχατολογικά και σωτηριολογικά την προσδοκία πως αυτές οι τιμητικές φροντίδες για το κάθε νεκρό σώμα θα έχουν και ανάλογη ποιοτική ανταπόδοση στο πώς η μητέρα Μαυρηγή με τη σειρά της, αφού το αφομοιώσει υλικά, θα το επιστρέφει βλαστικά για τους ζωντανούς ως τροφή και ως κυκλική αέναη αναγέννηση της ζωής[48]. Σε αυτή την πεποίθηση και σε αυτό το –γυναικείο– θρηνητικό πλαίσιο για την αναγεννητική χθόνια ανταπόδοση φαίνεται να εντάσσεται δικαιακά, αξιακά και ηθικά και ο εν ζωή δέων/ιδανικός ανθρώπινος βίος, οι έμφυλες κοινωνικές συμπεριφορές και σχέσεις, όσο και η φροντίδα (διατροφική, γαμική/ερωτική, αθλητική,καλλωπιστική) της υγείας του ζωντανού σώματος, ως ιερού γεννήματος και εσχατολογικής τροφής της μάνας-Γης.
Στο συν-κείμενο, οι συγκεκριμένοι όροι αυτού του μαγικού συμβόλαιου ανάμεσα στις θνητές μανάδες και τη θεϊκή μάνα-Μαυρηγή φαίνεται να υποδηλώνουν έμμεσα −και σε ένα επίπεδο− πως σε κάθε νεκρική τελετουργία εγκαθιδρύεται και ανανεώνεται ανταλλακτικά και ένα είδος taboo, μια διαδικασία όρκου. Μέσω αυτού πρέπει να απαγορεύεται ο κανιβαλισμός και η κρεοφαγία εν γένει για τους θνητούς ανθρώπους, αφού φαίνεται να υπονοείται μέσω αυτών των τελετουργικών όρων ότι η μόνη που νομιμοποιείται και δικαιούται αναπαραγωγικά να καταναλώνει σάρκες για να τραφεί, είναι η Μαυρηγή, ενώ οι άνθρωποι βλάστηση.
Τούτη την υποτιθέμενη εδώ απαγόρευση νομίζω ότι την ενισχύει (μεταξύ άλλων) τεκμηριωτικά αλλά και ότι την θεσμοθετεί κοινωνικά και η νεκρική συμποσιακή διαδικασία που αποκαλείται παρηγοριά. Δηλαδή τα κοινά νεκρικά γεύματα μεταξύ των οικείων πενθούντων και των συγγενών, των συγχωριανών: το πρώτο και επίσημο αμέσως μετά την ταφή (με συνδαιτυμόνα και τον ιερέα), τα ανεπίσημα καθημερινά σύνδειπνα κατά τις ακολουθούσες σαράντα μέρες από το θάνατο και τα επίσημα συμπόσια στα επετειακά μνημόσυνα (στα Εννιάμερα, στα Σαράντα, στα Εξάμηνα, στο χρόνο, στα τρία χρόνια). Στις μη επίσημες κυρίως,δηλαδή στις καθημερινές τεσσαρακονθήμερες, εσπερινές συνήθως, συνεστιάσεις η «παρηγοριά»τελείται ως ανεπίσημο δείπνο στο σπίτι του εκλιπόντος και το όποιο έδεσμα αποτελεί προσφορά των συγγενών και συγχωριανών, αυτών που γίνονται «χορηγοί»κάθε επιμέρους «παρηγοριάς» και που το προσκομίζουν έτοιμο, μαγειρεμένο. Η παρηγοριά λοιπόν, μαζί βεβαίως με την πλήρωση της διατροφικής ανάγκης, επιτελείται στο πλαίσιο της κοινωνικής αλληλεγγύης, της συμπόνοιας, της ψυχολογικής και οικονομικής υποστήριξης των πενθούντων, ενώ λειτουργεί και ως διαβατήρια τελετουργική δράση για την κοινότητα που χάνει ένα από τα μέλη της. Ωστόσο οι τροφές που συνιστούν τα τελετουργικά αυτά νεκρικά γεύματα έχουν νομίζω να μας δώσουν και άλλες πληροφορίες.
Κατά τόπους, το νεκρικό συμπόσιο της «παρηγοριάς» περιλαμβάνει κατά κανόνα ψωμί (και κρασί), ενώ η κατανάλωση κρέατος (με υπονοούμενη θυσία του ζώου, συνήθως πρόβατου, γιατί αυτή τη θυσιαστική σημασία εμπεριέχει η χρήση της λέξης «σφαχτό» αναφορικά με το κρέας του όποιου επίσημου συμπόσιου στις προφορικές μαρτυρίες και στην πράξη)ως κύριου εδέσματος ποικίλλει, ανάλογα και με την περίσταση (αν είναι επικήδειο ή επιμνημόσυνο, επίσημο ή ανεπίσημο). Δηλαδή το κρέας στις παρηγοριές ή απουσιάζει (οπότε το αντικαθιστούν δημητριακά ή/και όσπρια) ή καταναλώνεται μόνο ψάρι, πουλερικά ή μόνο θηλαστικά ζώα. Αυτή η διακριτική διατροφική πρακτική στις παρηγοριές νομίζω ότι ενισχύει όσα αναφέρθηκαν παραπάνω (ανάλογα και με τα τοπικά παραγωγικά,πολιτισμικά και αξιακά συμφραζόμενα των διατροφικών συνηθειών ή το αν συμπέσει ο θάνατος σε περίοδο νηστείας). Στην περίπτωση δηλαδή που καταναλώνεται κρέας,φαίνεται να επιβάλλεται η θυσιαστική και μαγική κατανάλωσή του αναπαραστατικά,ως απεικόνιση και μαγική συμμετοχή στο «δείπνο» της Μαυρηγής. Στις περιπτώσεις δε που απαγορεύεται η βρώση θηλαστικών ζώων, πιθανόν η αποχή να έχει κάποια σχέση με τις μητρικές και γαλουχικές ιδιότητες και τις αντίστοχες συμβολικές σημασίες των θηλαστικών, που παραπέμπουν στη Μητέρα-τροφό-Μαυρηγή (όσο βεβαίως και στις γυναίκες-μητέρες-και-τροφούς). Ιδιότητες και σημασίες που σε αυτό το πλαίσιο παρατηρούμε ότι λείπουν από τα ψάρια και τα πουλερικά, τα οποία επιτρέπεται να καταναλώνονται, εναλλακτικά[49].
Η μαγική και μεταφορική σχέση της Μαυρηγής με τη συμποσιακή παρηγοριά τεκμηριώνεται νομίζω πολυσήμαντη στο παραπάνω συν-κείμενο (το οποίο δεν εξαντλεί βεβαίως το ζήτημα, απλά το θέτει ως ερώτημα) αλλά φαίνεται πως εν τέλει ενέχει αρχετυπική σημασία, αν «αγροικήσουμε» κριτικά το πώς αφηγείται τη σχετική διαδικασία μια μοιρολοΐστρα:
«...Άμα γυρίσουνε από την κηδεία, όξω από το σπίτι νίβουνται με λίγο νερό. Μετά θα μπούνε μέσα, θα κάτσουνε και θα ντζού συλλυπηθούνε και θα δώκουνε καφέ. Οι στενοί συγγενείς μαζεύουνε τσου λυπημένους και τσου φκιάνουνε φαΐ να φάνε, να ντζου παρηγορήσουνε. Κρέας ή κοτόπ’λο, μπουγάτσες και συχωράνε τον πεθαμένο...»[50].
Ο τρόπος που διατυπώνεται εδώ η φράση «μαζεύουνε τσου λυπημένους και τσου φκιάνουνε φαΐ να φάνε, να ντζου παρηγορήσουνε», αποθέτει νομίζω τη βαρύτητα και το στόχο της διαδικασίας που αποδίδει η υποτακτική «να τους παρηγορήσουνε» όχι τόσο στις συναισθηματικές και κοινωνικές σημασίες του ρήματος «παρηγορώ» αλλά κατεξοχήν στις διατροφικές σημασίες και ανάγκες που αυτό αποδίδει ως συνέπεια και επιδίωξη της προηγηθείσας δράσης που εκφράζει η φράση «τσου φκιάνουνε φαΐ να φάνε». Φαίνεται λοιπόν ότι η παρηγοριά για τον θάνατο έγκειται σε/και προκύπτει ακριβώς από το φαΐ που τρώνε (αμέσως μετά την επιστροφή από το νεκροταφείο), ως συμμετοχική, αναπαραστατική και μαγική διαδικασία της ταφής που προηγήθηκε, η οποία συμβολίζεται έτσι ως «γεύμα» της Μαυρηγής[51].Η διατροφική παρηγοριά αποκτά έτσι μαγγανευτική και ιερή σημασία, καθώς μπορεί να ενισχύει την ελπίδα για την αναγεννητική ματαίωση του θανάτου. Με το διαλεκτικά κοινό –των πενθούντων συνδαιτυμόνων με τη Μαυρηγή– μαγικό αυτό συμπόσιο φαίνεται να προκύπτει κατεξοχήν η παραμυθιακή «παρηγοριά» για το θάνατο[52].
Οι παραπάνω παρατηρήσεις −πάντα στο πλαίσιο των όρων του μαγικού, νεκρικού συμβόλαιου με τη Μαυρηγή και τις πεποιθήσεις, τις αξίες και τις πρακτικές που αυτοί συνεπάγονται− θα μπορούσαν ίσως να συμβάλουν, μεταξύ άλλων, και στην ερμηνεία της κατανάλωσης κρέατος στην ελληνική παραδοσιακή κοινωνία σχεδόν μόνον τελετουργικά-θυσιαστικά (έστω σε ιδεατό-κανονιστικό επίπεδο). Πρακτική που μπορεί να υποδηλώνει ότι το κρέας δέον να τρώγεται διαμεσολαβημένα και αναπαραστατικά, ως μαγικό «σύνδειπνο» με τη Μαυρηγή, μέσω της χθόνιας λατρευτικής προσφοράς των σφαγίων σε αυτήν(πρακτικά του αίματος αλλά μεταφορικά και του ίδιου του ζώου) με σκοπό την αναγέννηση[53]. Κατ’επέκταση οι πεποιθήσεις αυτές μπορεί επίσης να ερμηνεύουν εν μέρει και την κοινωνική και λατρευτική πρακτική της αποκλειστικής ενασχόλησης των ανδρών όχι μόνον με το ρόλο του σφαγέα/δήμιου αλλά και του μάγειρα/ψήστη στα τελετουργικά σφάγια, αφού οι μανάδες/τροφοί γυναίκες έχουν διατροφική αρμοδιότητα −πέρα από το μητρικό γάλα− κυρίως στα φυτικά προϊόντα της γης και βασικά σε ό,τι σχετίζεται με τα δημητριακά.



Αναπαράσταση της ως εγκυμονούσας "στρουμπούλως"-Γης

Πού πας Ελένη αποβραδυού....: η Ελένη-Γη ως βλαστική-γονιμική νύφη
Οι θρησκευτικές αυτές δοξασίες για τη Γη δεν είναι αποσπασματικές αλλά συγκροτούν και σήμερα με τρόπο λανθάνοντα ένα δομημένο πολιτισμικό σύστημα μέσα στη νεωτερικότητα. Αυτό προκύπτει διαλεκτικά και από το ότι εκτός από τις νεκρικές, αναδεικνύονται δραματικά και σε όλες τις παραδοσιακές/εθιμικές τελετουργίες που αφορούν σταθμούς στον κύκλο του βίου των ανθρώπων και άλλες γιορτές, όσο και στις κατά τόπους μαγικοθρησκευτικές τελετουργίες που τελούνται ευετηρικά στους εποχικούς σταθμούς του κύκλου του χρόνου, οι οποίες αναπαριστούν και επιδιώκουν μαγικά την ετήσια κοσμική αναπαραγωγή[54].



Προσθήκη λεζάντας
Αυτό σημαίνει ότι οι νεκρικές/χθόνιες αφηγήσεις και πρακτικές δεν δομούν αποκλειστικά το θάνατο ως πολιτισμικό φαινόμενο αλλά ότι αποτελούν μια μόνον όψη της συνολικής αφήγησης που αφορά τη Γη και το κοινωνικό γίγνεσθαι στο πλαίσιο αυτής της προφορικής παράδοσης. Τα τραγούδια, όπως και τα μοιρολόγια,ως μουσικοί μύθοι συν-δομούν δραματικά, διαλεκτικά με τις τελετουργικές πρακτικές, τις αντιλήψεις για τη φυσική και κοινωνική ζωή πάνω στη γη (και τη φαντασιακή στον απάνω και τον κάτω κόσμο) όσο και τις πεποιθήσεις για τις βλαστικές και πλουτοπαραγωγικές δυνάμεις της. Η κοσμική ανακύκλωση της ζωής και της βλάστησης δομείται φαντασιακά ως έμφυλη, βιογραφική δραματική αφήγηση που αφορά τη Γη
[55]. Με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν από όσα είδαμε παραπάνω όσο και με το όλο αδημοσίευτο σχετικό εθνογραφικό συν-κείμενο της έρευνάς μου για την «Ελένη» αλλά και διαλεκτικά με όσα προανέφερα εδώ ειδικά για τη Μαυρηγή, θα ασχοληθώ παρακάτω υπαινικτικά και επιγραμματικά και με κάποια άλλα από τα βασικά αφηγηματικά στοιχεία που δομούν σήμερα τον πολυσύνθετο μύθο της «Ελένης» στην τελετουργική προφορικότητα.

Στους τραγουδισμένους μύθους,καθώς προσλαμβάνει ανθρώπινα, κοινωνικά και έμφυλα χαρακτηριστικά, η Γη, ως θηλυκή οντότητα, προβάλλεται αναλογικά με τον ηλικιακό και τον κοινωνικό κύκλο του βίου και του σώματος των γυναικών: λευκή, φωτεινή κόρη-και-νύφη,Μητέρα-Μαύρη-γριά-και-πεθερά. Αν οι νεκρικές τελετουργίες αναδεικνύουν κατεξοχήν τη μητρική γη-Ελένη ως αποτρόπαια, ολετήρια-γριά-Μαυρηγή, οι λατρευτικές εαρινές τελετουργίες στον κύκλο του χρόνου (όσο και αυτές στον κύκλο του ανθρώπινου βίου, γενέθλιες και γαμήλιες) αναδεικνύουν το άλλο της πρόσωπο, αυτό που αφορά τις γονιμικές και βλαστικές δυνάμεις της. Σε αυτές τις αναπαραστάσεις η Γη-Ελένη δομείται ως νεαρή γαμική κόρη-νύφη, «ωραία», ήτοι σε ώρα γάμου, που φέρει σεληνιακά, υδροχαρή και γονιμικά χαρακτηριστικά και αποκτά, όπως είδαμε και παραπάνω, ονόματα και ρόλους που αναδεικνύουν την αναγεννητική (μέσω πάντα της τομής του θανάτου) σχέση της με το υγρό στοιχείο και τη βλάστηση και κυρίως με τα σιτηρά, προβαλλόμενη ως «κριθαρο-σιταροκόρη»[56]. Τα τραγούδια αποδίδουν την εκστατική νυχτερινή περιπλάνηση της Ελένης-νύφης (το Πού πας Ελένη από βραδιού… είναι ένα από τα τυπικά εισαγωγικά ημιστίχια στα τραγούδια της, βλ. και Επίμετρο Β΄) στα δάση, τους κριθαρο-σιταγρούς, τους λειμώνες, τα αλώνια, τα περιβόλια, τους μύλους, τα ποτάμια, τις βρύσες, τις βουνοκορφές, τα λαγκάδια, τους γιαλούς και τα περιγιάλια, τα υπόγεια λαγούμια και σπήλαια (τόποι που συναποτελούν το γήινο σύμπαν), μόνης ή/και με τη συνοδεία της μαγεμένης γυναικείας δαιμονικής ακολουθίας της (τα κορίτσια ή τις νεράιδες), όσο και των ιερών ζώων και μουσικών οργάνων της (σκυλιά, λιοντάρια,τύμπανα· βλ. και Επίμετρο Β΄, τραγ. αρ. 1)· την απαγωγή ή αιχμαλωσία της Ελένης–ακούσια ή/και δόλια− από τον αλλότριο/ξένο ιερό μνηστήρα, εραστή ή/και σύζυγο(Γιάννη-Πλανόγιαννο, Κωνσταντίνο-Μικροκωσταντίνο, Τούρκο, ξένο ή άλλο, ανάλογα με τα εποχικά και τα τελετουργικά σημαινόμενα) ο οποίος καραδοκεί και την παρασύρει υποχθόνια για τον ιερό γάμο τους, που προκύπτει ως ακούσιος, εαρινός και ετήσιος τελετουργικός βιασμός αυτής της εκστατικής ιερής κόρης Ελένης (Βλ.Επίμετρο Β΄, τραγ. αρ. 2, 3) [57]· την εγκυμοσύνη της νύφης-Ελένης (ή Στρουμπούλως,Κουτέλως, Κοντύλως, ή και άλλα δηλωτικά του γονιμικού –και σεληνιακού-«γεμίσματός» της ονόματα), τον τοκετό της κατά τη διάρκεια του θερισμού μέσα στις θημωνιές και τα αλώνια, το φόνο του θαυμάσιου παιδιού της ή/και εραστή της(βλ. Επίμετρο Β΄, τραγ. αρ. 5, 6)· το φόνο ή το θάνατο της ίδιας της Ελένης (-Παγώνας) από δίψα/ξηρασία κατά τα θερινά καύματα (βλ. Eπίμετρο Β΄, τραγ. αρ. 7)· το μαγικό ανακάλημα της Ελένης (ή [Δέσποινας]-Δέσπως-Αναστασάς και άλλα συνώνυμα) να ανέβει στον «απάνω κόσμο» ξυπνώντας από το χθόνιο ύπνο της, για ν’ αρχίσει και πάλι ο ετήσιος βλαστικός και αναγεννησιακός κύκλος (βλ. Eπίμετρο Β΄,τραγ. αρ. 8, και παραπάνω, τα τραγούδια της Αλεξαντριανής,Αναστασάς). Με βάση τις χθόνιες και βλαστικές αυτές αντιλήψεις που αφορούν και τις συμβολικές αναπαραστάσεις της αγροτικής παραγωγής, σε τελετουργικό επίπεδο, την ώρα της συγκομιδής ο θερισμός προβάλλεται μυθικά ως η κατάληξη της μακράς και επίπονης διαδικασίας της καλλιέργειας της γης που αρχίζει τον Σεπτέμβρη με την ευλογία του σπόρου στην εκκλησία, στη γιορτή του Σταυρού[58].Ουσιαστικά όμως κατά τα τέλη Οκτώβρη - αρχές Νοέμβρη –ανάλογα με τις γεωγραφικές συντεταγμένες– οπότε λάβαινε χώρα η σπορά:
«....Έπρεπε νά ρθ’ η Γης «στο λόγο της» για ν’αρχινίσει η σπορά. Έπρεπε ν’ αρχίσουμε τ’ μπρώτ’ Σπαρτιού [1ηΝοεμβρίου]. Δε γένουνταν νωρίτερα. Και πρέπει νά ειναι εφταμηνήτικο το στάρι.Για να δούμε αν ήρθε η Γης «στο λόγο της», ανοίγαμε ένα αυλάκι. Άμα σφαλαγγούδιαζε, γένουνταν σάλια από τα σφαλάγγια [πάνω στο χώμα], λέγανε τώρα«ζητάει η Γης», θέλει δηλαδή σπόρο, είναι ζεστή να τον δεχτεί το σπόρο. Άμα δε σφαλαγγούδιαζε, ήταν κρύα η Γης, δεν ήθελε σπόρο. Ή, κάθουνταν κατάχαμα απάνου στο χώμα. Άμα ήταν ζεστή η Γης, έσπερναν. ‘Αμα ήταν κρύα, δεν έσπερναν, δεν ήθελε σπόρο η Γης, να πεταχτεί η ρόκα ζεστή απάνου, σφιχτή, να πεταχτεί στ’ς οχτώ μέρες απάνου...»[59].
Η παραπάνω αφήγηση αναδεικνύει τη φαντασιακή πρόσληψη της Γης ωσάν γυναικείο αιδοίο-κόλπο και τη διαδικασία της σποράς σαν ερωτική συνουσία με τη Γη από την οποία θα προκύψει η κύηση του σιταριού,φαντασίωση που παραπέμπει και στη νεκρή, «μαύρη» γαμική χθόνια κόρη των τραγουδιών που είδαμε παραπάνω. Η συνήθεια να πρέπει το σιτάρι που σπέρνεται να είναι «εφταμηνήτικο», φαίνεται να μην είναι άσχετη και με τις μυθικές αναπαραστάσεις του ετήσιου βλαστικού βίου της γης: ο όρος «εφταμηνίτικος»,μπορεί εδώ να υπονοεί την επτάμηνη διαδικασία «εγκυμοσύνης» της Γης, ήτοι το διάστημα που μεσολαβεί από τη σπορά του σταριού έως την ωρίμανση για το θερισμό (αρχές Νοέμβρη-τέλη Μάη). Τούτο προκύπτει και από το τραγούδι της «κρυφογκάστρωτης κόρης» που πρέπει, σε συγκεκριμένο επιτελεστικό πλαίσιο, ν’ αφορά μεταφορικά την ίδια αυτή θεία εγκυμοσύνη (βλ. Επίμετρο, τραγ. αρ. 5) [60].Η μαγική αυτή εγκυμοσύνη ολοκληρώνεται τον Ιούνιο/Ιούλιο οπότε γίνεται και ο θερισμός/αλωνισμός, ανάλογα και με τις κλιματολογικές συνθήκες κάθε περιοχής,που αναπαραστατικά φέρεται ως ο επώδυνος μαγικός τοκετός της «κρυφογκάστωτης»(στο λατρευτικό πλαίσιο του τραγουδιού ο όρος φαίνεται να δηλώνει ίσως τη μυστική, χθόνια, υπόγεια διάσταση τούτης της εγκυμοσύνης) γης-Ελένης. Η[Ελένη-]Στρουμπούλω (όνομα συμβολικό/δηλωτικό της «γκαστριάς» της), σύμφωνα με αυτή την αφήγηση,γονιμοποιείται, εγκυμονεί, γεννάει και «σφάζει» («θερίζει») συνάμα το γέννημά της, το σιτάρι (με το οποίο θα τραφούν οι ζωντανοί), στον Απάνω Κόσμο, ως κύημα και γέννημα της ίδιας της μητρικής –και θνήσκουσας− Μαυρηγής του Κάτω Κόσμου (βλ. και Επίμετρο Β΄,τραγούδια 5, 6, 9)[61] .
Η παραπάνω −επιγραμματική−παράθεση των μυθικών και συμβολικών μοτίβων προκύπτει εδώ συνοπτικά, όμως όπως τεκμηριώνεται μέσα από ένα πλήθος θρησκευτικών τραγουδιών (κατηγοριοποιημένων στις συλλογές ως Επύλλια, Ερωτικά, Παραλογές, Ακριτικά, Σατιρικά, Λατρευτικά και λοιπά) στο τοπικό και κοινωνικό πλαίσιο κάθε τελετουργικής επιτέλεσης αλλά και άλλων αφηγηματικών πρακτικών. Όλα αυτά τα δεδομένα δομούν σχέσεις ανάμεσα στις φυσικές διαδικασίες της γήινης ετήσιας βλάστησης, τα επεισόδια του βίου της «κόρης»-Ελένης, τις παραγωγικές διαδικασίες, τις διατροφικές πρακτικές και την κοινωνική συγκρότηση, αφού το φαντασιακό συγκροτεί την πραγματικότητα[62]. Το ότι η σωτηριολογική και εσχατολογική σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο, τα σιτηρά και τη Γη(ως χθόνια «Μαυρηγή» και κριθαρο-σιταροκόρη Ελένη) είναι δομική, μαγική,παραγωγική όσο και διατροφική, φαίνεται να προκύπτει διαλεκτικά επιπλέον και από τη χρήση του σιταριού και του ψωμιού στις νεκρικές τελετές που αναλύονται παρακάτω (στο Τέταρτο κεφάλαιο) κατά τις οποίες οι γυναίκες σήμερα «γεννούν»,ανασταίνουν και κηδεύουν τελετουργικά ένα σιταρένιο είδωλο από μαγειρεμένο σιτάρι, τα γνωστά κόλλυβα (ή φτιάχνουν ψωμί) [63]. Μια τελετουργική διαδικασία που, όπως είδαμε ήδη και σχετικά με τις παρηγοριές, αφηγείται αυτή τη διατροφική, αναγεννητική σχέση ζωής και θανάτου μεταξύ γης και ανθρώπων, ενώ αναπαριστά μαγγανευτικά το βίο και το θάνατο τού μη ορατού ανθρώπινου σώματος που λυώνει εν τω μεταξύ χωνευόμενο μέσα στην αχόρταγη κοιλιά της μάνας/«Μαυρηγής», απ’ όπου, τρέφοντάς την, θα «αναστηθεί» και πάλι ως «γέννημα»της (ολέθριας) νύφης-μάνας-Ελένης[64].

Α) Μοιρολόγια της «Μαυρηγής» (επιλογή)
1.
...Εδώ το λένε Μαυρηγής κι αραχνιασμένο χώμα /είδα τους νιους τ’ απίστομα τις νιες χωρίς πλεξίδες / είδα και τα μικρά παιδιά στη λάσπη κυλισμένα / είδα και τους μισόκοπους κακά καταντημένους / εδώ βογγούν οι άρρωστοι σκούζουν οι λαβωμένοι / κι αλλάργ’ αλλάργα κάθονται οι βαριοχτικιασμένοι / εδώ συνδυό δεν κάθουνται συντρείς δεν κουβεντιάζουν / κοντά στο σαραντάημερο αρμούς αρμούς χωρίζουν / και πάει χώρια το κορμί και χώρια το κεφάλι / πέφτουν τα κομποδάχτυλα πέφτουν τα δαχτυλίδια / πέφτουν τα κατσαρά μαλλιά βγαίνουν τα μαύρα μάτια / τα νιάτα χώμα γίνονται κ’ η εμορφιά χορτάρι /τα ολόγλυκα τα μάτια μας έμορφα λουλουδάκια και το λιγνό μας το κορμί ψηλό κυπαρισσάκι....[65]

2.
…-Πού πας γαϊτάνι να κρυφτείς και γκόλφι ν’αραχνιάσεις / και μαστραπά βενέτικε να χάσεις τα λουλούδια; / -Εγώ πάω στη Μαυρηγή στ’ αραχνιασμένο χώμα / που τρώει τους νιους και χαίρεται τις νιες και καμαρώνει / που τρώει παιδιά απ’ το σχολειό κορίτς’ απ’ τη δασκάλα[66]

3.
...Η Γης που θα σε φάει εσέ πρέπει να λελουδίσει / να βγάλει χόρτα πράσινα και κόκκινα λουλούδια / να βγάλει μια γλυκομηλιά ψηλή σαν το κορμί σου / και μές’ στη ρίζα της μηλιάς να βγει μια κρυοβρυσούλα / να παν’ οι νιες να λούζονται κ’ οι νέοι να νιβώνται / να πάνε κ’οι γραμματικοί να φτιάνουν το μελάνι...[67]

4.
...-Στο παραγγέλνω Μαύρη γης κι αραχνιασμένη πλάκα –παιδάκι μου / ’φτούνη τη νια που σό ’στειλα να μη ντην αραχνιάσεις –παιδάκι μου/ τραντάφυλλο να ντη γκρατείς μήλο να ντη μυρίζεις–παιδάκι μου /και ματζουράνα φουντωτή να στρώνεις να κοιμάσαι –γη ακριβούλα μου/δώς’ της να φάει δώσ’ της να πιεί πές της να τραγουδήσει –τη Ρήνα μοου / να ντην αηκούς’ η μάνα της πολλά δάκρυα να χύσει – γε παιδάκι μου / κι από τα δάκρυα τα πολλά μήπως την αναστήσει γη ακριβούλα μου. / -Μανούλα μου μη γκαρτερείς να κρίνου μ πεθαμένοι –ε παιδάκι μου / γιατί τους λυών’ η Μαύρη γης και η η Μαύρη γης τους τρώει –μανούλα μου / τα νιάτα χώμα τα ’καμε την ομορφιά χορτάρι –βρε μάνα μου / τα κατσαρά μου τα μαλλιά ο Χάρος τά ’χει πάρει –ε μανούλα μου.... [68]
5.
…..Τάξτε της Γης μαλάματα τάξτε της γης ασήμι /να μη μου φάει τα νιάτα μου και τημ παλικαριά μου / -Της τάζω εγώ καρδούλα μου της τάζω εγώ παιδί μου / Δε θέλ’ η γης μαλάματα Δε θέλ’ η γης ασήμι / μόν’ θέλ’να φάει τα νιάτα σου να φάει τη λεβεντιά σου….[69]

6.
...Πλάκα χρυσή πλάκ’ αργυρή πλάκα μαλαματένια /το νιόνε που στέλνουμε καλά να τον κοιτάξεις /να φκιάσεις γιόμα να γευτεί δείλι να δειληνίσει /φτιάς’ του ψωμί ’φτακρίσαρο φέρ’ του κρασί μοσχάτο / στρώς’ του παχιά παπλώματα παχιές προσκεφαλάδες /- Μη γαρ είμαι η μάνα του μη γαρ η αδερφή του; / Μένα με λένε Μαυρηγής, και μαυρισμένη πλάκα / κάνω μανούλες δίχως γιους γυναίκες δίχως άντρες / κάνω και τις μαυραδερφές δίχως τους αδερφούς τους...[70]

7.
...Κουμπάρε θέλω να σου πω νονέ να σε ρωτήσω/γιατί είν’ το στέφανο μισό και η λαμπάδα μία; / -Βασίλης εταξίδεψε στον Άδη για να πάει /παίρνει την πλάκα πεθερά τη Μαυρηγή γυναίκα /και γύρω τα λιανολίθαρα αδέρφια και ξαδέρφια...[71]

8.
...Κάτω στις ελιές τις πολυανθούσες γάμος γίνεται, νύφη ξεβγαίνει / και η μάνα της δεν ξέρει πού τη στέλνει ./ -Κάτσε παιδάκι μου και μη μου φεύγεις / τ’ είν’ τα φίδια πλεχταριές οι οχιές ζωνάρια . / Κάτω στις ελιές τις πολυανθούσες / γάμος γίνεται γαμπρός ξεβγαίνει / και η μάνα του δεν ξέρει πού τον στέλνει / -Κάτσε παιδάκι μου και μη μου φεύγεις...[72]

9.
...Μωρέ Χάρο χαραμή μωρέ χαραμοφάη και γης χαραμοφάισσα χαραμοφυλαγμένη / όσα καλά ’χεις μαύρη γης απάνω θα τα βγάνεις / τις νιες τους νιους που δέχεσαι δεν ξέρω τί τους κάνεις /δεν τους φυτρώνεις τίποτε ζαφείρια και διαμάντια / μονάχη σου τους χαίρεσαι και τρως και καμαρώνεις / βγάνεις τα φίδια με φτερά οχιές με δυο κεφάλια /τραβάς κι οχ’ το κορμάκι τους και θρέφεις τα χορτάρια / εσύ πρέπει να χαίρεσαι πρέπει να καμαρώνεις / με τα καλά που δέχεσαι και με τα τζοβαΐρια./ -Δεν είμαι μάνα να πονώ πατέρας να λυπούμαι / μένα με λένε Μαυρηγής πικρή φαρμακωμένη /σαράντα μέρες τους κρατώ κι απέ τους αραχνιάζω / τους κόφτονται τα χέρια τους απανωτά στα στήθια/ τους ρέβουν τα ματάκια τους σαν το μαργαριτάρι / πέφτουν και τα μαλλάκια τους τριγύρω στο λαιμό τους / πίνουν φαρμακερό νερό της πλάκα ς το φαρμάκι....[73].

10.
...-Δεν μας λες τί το ζήλεψες της Παναγιάς τ’αλώνι / που κεί ειν’ τα φίδια πλεχταριές και οι οχιές γαϊτάνι / τι θα πεινάσουν για ψωμί θα φαν το πρόσωπό σου / τι θα διψάσουν για νερό να πιούν τα δυό σου μάτια / θα φαν ματάκια όμορφα κι αφρύδια Σα γαϊτάνι / θα φάνε τα χερούλια σου που κάναν τις δουλειές του[ς] θα φάνε τα ποδάρια σου που πήγαινες στους δρόμους.…[74]

Β) Τραγούδια της Ελένης (-Γης)

1.
Πού πας Ελένη από βραδύς τώρα το βράδυ βράδυ/ αμάν αμάν Λενιώ μου τώρα το βράδυ βράδυ;/ -Πάγω καλέ παγώ στη βρύση για νερό/ αμάν αμάν Λενιώ μου να πιω και να γεμίσω / -Στη βρύση Τούρκοι κάθονται/ αμάν αμάν Ελένη Ρωμαίοι τη φυλάνε./-Τούρκους καλέ Τούρκους εγώ Δε σκιάζουμαι/ αμάν αμάν Λενιώ μου Ρωμαίους Δε φοβούμαι / σύρνω καλέ συρνώ ψωμί για τα σκυλιά/αμάν αμάν Ελένη κρέας για τα λοντάρια/ σέρνω καλέ συρνώ το μαγιοχόρταρο/ αμάν αμάν Ελένη μαγεύω τα κορίτσα[75].

2.
...Το μάθατε τί γίνηκε Πύργο και Αγουλινίτσα /π’ αποκοιμήθη η Ελενιώ του Χατζηγιάννη η κόρη / π’ αποκοιμήθη στο μπαξέ και έξω στο περιβόλι / και το πρωί που ξύπνησε τον ύπνο χορτασμένη / ψιλή φωνίτσα έβαλε και ο Πύργος εταράχτη /τ’ ακούτ’ εσείς οι έμορφες ξανθές και μαυρομάτες / το Μάη κρασί μην πίνετε κι όξω μην κοιμηθείτε / ’τί εμάθανε τριά πουΐστικα και συριανάν τις νύχτες /σουρνούν ψωμί για τα σκυλιά κριάς για τα λιοντάρια /σουρνούν και μαγιοχόρταρο μαγεύουν τα κορίτσα[76]

3.
...Το μάθατε τι γίνηκε τούτη την εβδομάδα; /Κοιμάται η Λένη μοναχή απάνω στο κρεββάτι / και το πρωί σηκώνεται πολύ βαλαντωμένη /βλέπει τους κόρφους ανοιχτούς και τα βυζιά πιασμένα. / Ποιος ήταν που μου το ‘φτιασε τούτο το ρεζιλίκι; / ’Που μάθανε τρία πουστικα και περπατούν τις νύχτες / σέρνουν ψωμί για τα σκυλιά κριάς για τα λιοντάρια /σέρνουν και μαγιοχόρταρο μαγεύουν τα κορίτσια[77]

4.
...Που πας Λενώ μου το βραδύ τώρα το βράδυ βράδυ; / -Πάω στη θειά μου τη Λενιώ πάω να νυχτερέψω / να γνέσω το βαμπάκι μου να κάνω τα προικιά μου/ να φκιάσω μπόλια τον γαμβρό την πεθεράν τζιεμπέρι / να φκιάσω τον Ελμάς αγά μαντήλι στον λαιμό του / σαράντα το κεντούσανε κι εξήντα το ξομπλιάζουν. / Ελμάζης με τον ταμπουράν κ’ η Λένω με την ρόκα / και πάησαν κι ανταμώθηκαν σ’ ένα στενό σοκάκι / σκύβει Αλμάζης τη φιλεί στα μάτια και στα φρύδια / κι ανάμεσα στα δυο βυζιά

5.
Μές’ στην απάνω γειτονιά στην παρακάτω ρούγα /εκ’εκαθότανε μια γριά αντάμα μ’ ένα γέρο /μά ειχαν κι ένα κακό σκυλί κ’ έν’ όμορφο κορίτσι /κορίτσι κρυφογκάστρωτο και κρυφογκαστρωμένο / στο παραθύρι κάθεται τους μήνους λογαριάζει /ποιο μήνα εγγαστρώθηκε ποιο μήνα θα γεννήσει./-Σεπτέμβρη Οκτώβρη δροσερέ, Νοέμβρη και Δεκέμβρη / Γενάρη γέννα του παιδιού,πρώτη γιορτή έν’ του χρόνου / Φλεβάρης φλέβες άνοιξε στις φλέβες των βυζιών μου/ για να βυζάσω το παιδί και να το αναθρέψω / και να το στείλω στο σχολειό γράμματα για να μάθει / να τα’ ορμηνέψει ο δάσκαλος με το χαρτί στο χέρι
6.
….Στρουμπούλω μου Στρουμπούλω είναι στ’ αλώνια της /Στρουμπούλω μου Στρουμπούλω μου Στρουμπούλω μου στ’ αλώνια σου /Στρουμπούλω μου στ’ αλώνια σου και μέσ’ στα περιβόλια σου/ Στρουμπούλω μου στ’αλώνια σου και μέσ’ στα περιβόλια σου /κάθεται νιος Στρουμπούλω μου κάθεται νιος κι ανύπαντρος /κάθεται νιος τη Σρουμπούλω μου κάθεται νιος κι ανύπαντρος/ώρε κάθεται νιος κι ανύπαντρος κι ένας πρωτοπαλίκαρος /κάθεται νιος κι ανύπαντρος κι ένας πρωτοπαλίκαρος /και τη Στρουμπού- τη Στρουμπούλω μου και τη Στρουμπούλω ξέταζε /και τη Στρουμπούλω Στρουμπούλω μου και τη Στρουμπούλω ξέταζε χίλια φλωριά της έταζε / και τη Στρουμπούλω ξέταζε χίλια φλωριά της έταζε / -Μωρέ Στρουμπούλω λέει Στρουμπούλω μου Στρουμπούλω πού είν’ ο άντρας σου/ Στρουμπούλω μωρέ Στρουμπούλω μου Στρουμπούλω πού είν’ ο άντρας σου / ωρέ Στρουμπούλω πού είν’ ο άντρας σου και η κακιά η μάνα σου / Στρουμπούλω πού είν’ο άντρας σου και η κακιά η μάνα σου

7.
...Παπαδοπούλα θέριζε σ’ ένα βαθύ σιτάρι / ν’έργους ν’ έργους εθέριζε ν’ έργους δεμάτια δένει /και στο δεμάτι ακούμπησε και το/ παιδί εγεννήθη / και στην ποδιά της το ’βαλε και πάει να το πετάξει. /Μια περδικούλα αγνάντευε από κοντοραχούλα. / -Μώρ’ πού τον πας το βασιλιά μώρ’ πού τον πας το ρήγα; / Εγώ ’χω δώδεκα παιδιά κανένα δεν πετάω ...

8.
...Κάτου στον κάμπο και στον καλαμιώνα /θερίζει ο Γιάννος μαζί με την Παγώνα. / Στοίχημα ν’ εβάλανε ο Γιάννος και η Παγώνα / κρασί, νερό μην πιούνε όσο να ’ρθεί το γιόμα. / Μα δίψασε η Παγώνα πρού να ’ρθεί το γιόμα. / -Νερό κρασί βρε Γιάννο θα πέσω να πεθάνω /-Κρασί νερό σου φέρνω γυναίκα Δε σε παίρνω...

9.
...Σήμερα Δέσπω μ’Πασχαλιά κι όλην την εβδομάδα / όλες οι νύφες στο χορό κι όλες οι μαυρομάτες /και συ Δέσπω μ’ Δε φαίνεσαι να έβγεις στο σεργιάνι / -Μάνα μου κλαίγει το παιδί κλαίγει και Δε μερώνει. / -Για κόψε μήλο απ’ τη μηλιά και δώς’ το να το φάει /κι αν Δε μερώσει κι απ’ αυτό σκύψε παράχωσέ το....
fiestaperpetua.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου