Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

ΑΘΗΝΑΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ[Μέρος Β΄]



"Αν θέλουμε νά δοϋμε τήν ποίηση πού κρύβει ή ελληνική ψυχή, στή λατρεία της γιά τό ασύλληπτο, γιά τή γλύκα, καί γιά τήν ομορφιά της θεότητας, θά μας αρκέ­σουν λίγα τυπικά παραδείγματα. Ό Βαίτυλος πού προσκυνούσαν στήν Ανατολή είναι ή ελληνική παρήχηση τοϋ σημιτικού «Μπέτ-'Έλ»πού σημαίνει «τό σπίτι τοϋ θεού». Μαζί μέ άλλες θρησκείες έφτασε κι εδώ ή παλαιότατη λατρεία των «αργών λίθων». Ή ελληνική δμως ψυχή δέν βάσταξε στό τέλος. Κι ενώ ακόμα σήμερα οί Μουσουλμάνοι λατρεύουν τόν Βαίτυλο στήν Κάαμπα της Μέκκας, άπό εκείνο τόν καιρό ή Ρέα σκέφτηκε νά τόν ανεβάσει στόν"Ολυμπο. Σπαργάνωσε λοιπόν τήν πέτρα εκείνη καί τήν έ'δωσε στόν Κρόνο-Χρόνο, πού έτρωγε τά παιδιά του. "Ετσι, στόν ελληνικό χώρο ό Βαίτυλος πρόβαλε σάν Νεφεληγερέτης, σάν ' Ερίγδουπος. Τό φλογισμένο πάλι άστρο της ερήμου, ό «'Άμπου-'Έλ», μέ άλλα λόγια ό «πάτερ-ήλιος», δσο ανεβαίνει μέ ένα άπό τά κύματα τών Ίαόνων, παίρνει τή θεία μορφή τοϋ Απόλλωνα στή Δήλο, στους Δελφούς, καί στήν Αθήνα. Κοντά του έρχεται καί τό κοντάρι τοϋ τσαντηριοϋ, πού εδώ στήν Αττική θά γίνει ό «κίων ό άγυιεύς» γιά νά στηθεί μπροστά στήν πόρτα τών σπιτιών νά τά φυλάει. Μαζί του ή χώρια, αδιάφορο, θά φτάσει καί ή υποτιθέμενη αδερφή του. Στό δρόμο θά αφήσει τά δυό φίδια της, τά κέρατα της,τήν ταυρική της αρκούδια κι έτσι θά γίνει ή «Κυνηγέτις "Αρτεμις», ή Ένοδία, ή Εκάτη, πού τίς νύχτες θά τριγυρνάει γλυκύτατο φεγγάρι, παρηγοριά στά πλάσματα πού άγρυπνα στή μοναξιά τους συλλογίζονται τά δνειρά τους. Πολλά τέτοια παραδείγματα θά μπορούσαμε νά βροϋμε στή μυθολογία μας γιά νά καταλάβουμε καλά τήν έξοχη νοοτροπία της φυλής πού όλα τά εξωραΐζει.


"Οσο δμως περνάει ό καιρός, τόσο αύγαταίνουν οί ζωντανοί καί τόσο πληθαί­νουν οί πεθαμένοι. Στή βασική καλύβα τοϋ γένους, άλλος άπό τόν πρόγονο δέν μπορεί νά χωρέσει. Κι αυτός πάλι δέν θά λησμονηθεί άν καί τή θέση του θά καταλάβουν ή Εστία καί οί άλλοι Έφέστιοι. "Ετσι, τούς πεθαμένους κάθε γένος θά τούς θάβει σέ κάποιαν άκρη τοϋ οικογενειακού του κτήματος, άκαφτους ή τσου­ρουφλισμένους, ώσπου νά αρχίσουν νά τούς καίνε σέ μεγαλόπρεπη πυρά, καί νά κρατοϋν μόνο τήν τέφρα τους σέ λήκυθο. Κανένας άπ'αυτούς δέν θά λησμονηθεί, γιατί οί επίγονοι θά εξακολουθήσουν τίς 'ίδιες τελετές. Τώρα δλα έσμιξαν. "Ηθη καί έθιμα. "Ανθρωποι καί θεοί.Ανώνυμοι οτούς Πελασγούς, ιδιώνυμοι στους "Ελλη­νες, πολυώνυμοι στους 'Ιάονες, αυτοί θά γίνουν ένα στήν κάθε χωριστή εκδήλωση τους. "Οπως, δμως,σ' ένα μάρμαρο πολύχρωμο ζωηρά διακρίνονται οί φλέβες, έτσι θά ξεχωρίζουν μεταξύ τους οί τρεις αδερφοί λαοί πού τώρα έγιναν ένας, άν κι ό καθένας κρατάει τήν ιδιομορφία του σάν κάποια φλέβα, χωριστή. Μά ϊσως γΓ αυτό τά πολύχρωμα μάρμαρα είναι πιό γερά στήν παράξενη συνοχή τους.
Στόν αργαλειό λοιπόν της Αττικής στημόνι βρήκαμε τούς Πελασγούς. Υφάδι ήρθανε οί Ίάονες. Κι δταν στό μαγικό ίστάρι ή τρελή σαΐτα άρχισε τό ρυθμικό χορό τοϋ σύρε κι έλα, έτελειώθη τό βλαττί, κρουστό κρουστό, μέ τήν καλαισθησία τής ' Ελληνοπούλας.
Φυσικά, δλα αυτά δέν έγιναν μονομιάς, ούτε καί χωρίς αντιδράσεις. "Ενας λαός, δσο ομοούσιος καί άν είναι, μιά καί αποτελείται άπό κράμα διαφορετικών κάπως ανθρώπων δέν παύει νά αισθάνεται μέσα του τήν πολλαπλή υπόσταση του, τών βουνίσιων, τών καμπίσιων καί τών θαλασσινών. Αυτή πού τόν τραβάει σέ τρειςαντιθετες κατευθύνσεις, μοιραίο είναι νά παρουσιάζει πολλαπλές καί, συχνά,ακατανοητες αντιγνωμίες. "Ο,τι όμως συμβαίνει γενικά σ' δλον τό λαό πού κατοικεί στην Αττική, τό ιδιο παρατηρείται, καί μάλιστα πιό έντονο, στό κάθε άτομο, στην κάθε ϋπαρξη, σέ κάθε ψυχή. Δύσπιστος σ' όλα ό Αθηναίος, μολαταΰτα όλα τά πιστεύει. Καρφωμένος στά πατροπαράδοτα, αποκρούει κάθε νεωτερισμό. Κι όμωςαυτός γίνεται πρωτοπόρος στην κάθε καινοτομία. Με την εμφυτη δυ σιδαιμονία του πολλαπλασιάζει τούς θεούς του έχοντας την αίσθηση πλουτιζει ψυχικά. Δέν εννοεί νά τούς μοιραστεί μέ κανέναν αλλο, καί τόν κάθε θεό και τον θέλει αποκλειστικά δικό του, φτάνει νά ειναι όμορφος, ευγενικός κι άνοιχτοχέρης
: Δεν παύει όμως νά πιστεύει καί σέ κάτι αόρατο, κάτι απρόσωπο, κάτι μονοθεϊ-άνάμεσα στά τόσα αγάλματα, γιά καλό καί γιά κακό, έχει στημένο κι ένα I στόν «"Αγνωστο Θεό». Ή έννοια της πειθαρχίας είναι ακατανόητη για αυτόν.
Εχει όμως τόσο αναπτυγμένη την έννοια της ισότητας, ώστε δέν ανέχεται την -αοαμικρότερη αταξία, την ελάχιστη παράβαση τοΰ καθιερωμένου. Τό πνεύμα του : : «Γιατί εσύ κι όχι εγώ». Κι ακόμη: «"Η όλοι ή κανένας». Εντούτοις ό κάθε
Αθηναίος θά ήθελε νά προσπεράσει τόν άλλον. Καί τό χειρότερο άπ' όλα τά ελαττώματα του ήταν ή μανία της πρωτοκαθεδρίας. Τυπικό παράδειγμα θά βρούμε τό\καβγά πού έστησαν πάνω στην Ακρόπολη τό σερπετό κι ή κουκουβάγια, ό Ποσειδών κι ή Αθηνά. Τρόμαξαν οί θεοί μέ μιά τέτοια διαφορά κι έβαλαν τόν Κέκροπα νά τή λύσει μέ τά πρώτα «προσωρινά μέτρα» πού εφαρμόστηκαν στήν
Αττική. Θυμωμένος ό Ποσειδών γιά τήν απαίτηση της ανεψιάς του, πού ζήτησε νά τοΰ κάνη έξωση, χτύπησε τό βράχο μέ τήν τρίαινα του κι έβγαλε θάλασσα. "Ηρεμη ή Αθηνά φύτεψε τήν ήμερη ελιά, καί νίκησε. Αυτή θά είναι στόν τόπο ή νοικοκυρά. ' Ο τάψος τοΰ προγόνου θά γίνει τό παλάτι γιά τό ξόανο της, πού θά τό προσκυ­νούν κάτω από τή σκιά τής Ιερής Έλαίας.Φρόνιμοι όμως οί Αθηναίοι,γιά καλό καί γιά κακό, θά αφιερώσουν μιά γωνιά μέσα στό παλάτι καί γιά τόν Ποσειδώνα καί θά τόν προσκυνούν μέ τό επώνυμο τοΰ Έρεχθέα, τοΰ προγόνου δηλαδή.
Στήν όμορφη αυτή καί χαρακτηριστική αλληγορία θά διακρίνουμε πολύ περίερ­γα πράγματα. Δέν πολεμούν δύο τοτέμ, ούτε δύο θεοί τοΰ' Ολύμπου. Συμβολίζει τήν παλαιότερη εποχή πού οί άνθρωποι αγωνίζονταν νά ανοίγουν πηγάδια γιά νά ποτίσουν τή διψασμένη τους γή, κι έβρισκαν τίς περισσότερες φορές νερό γλυφό καί άχρηστο. Ήρθαν όμως οί Ανατολίτες τής αποικίας τοΰ φιλειρηνικού Κέκροπα κι έφεραν τό μπόλι τής ήμερης ελιάς. "Ετσι τά πλήθη ημέρεψαν, καί τά πιθάρια τών 'Αθηναίων γέμισαν λάδι γιά φαΤ καί λάδι γιά τό λυχνάρι. "Οτι τήν έλιά τοϋ Ερεχθείου τή φύτεψαν εκείνοι οί Ανατολίτες πού έφεραν τό "Ατεν, εύκολα εξάγε­ται από τή χαρακτηριστική λεπτομέρεια ότι οί ίδιοι τήν έπωνόμασαν στήν αρχική τους γλώσσα «μόρια» πού σημαίνει ίερή, όπως αργότερα τή μεταφράσαμε.
Τόν Κέκροπα, ή αθηναϊκή παράδοση τόν είπε «διφυή», μισό άνθρωπο καί μισό ψάρι, σάν ξένο καί ντόπιο, μά καί οπωσδήποτε σοφό. Βέβαια, μέ αυτό τό συμβατικό όνομα, καταλαβαίνουμε πώς έχουμε μπροστά μας τόν προηγμένο λαό πού έφτασε μέ έναν πολύ ανώτερο πολιτισμό. "Ισαμε τότε τά γένη ζούσαν τό καθένα στό τσιφλίκι του. Δέν είχαν μεταξύ τους ουτε θρησκευτικές, ουτε πολιτικές, ουτε κοινω­νικές σχέσεις. Πολλές φορές μάλιστα μάλωναν γιά τά χωράφια, τίς βοσκές καί τά βιβάρια. Κι αντί νά βρίσκουν τό δίκιο τους, τό άρπαζε ό ισχυρότερος. Γιά νά πάψει πιά αυτή ή κατάσταση, οί Ανατολίτες έπεισαν τό λαό νά συνεννοηθεί, ώστε, αντί νά τρώγονται μεταξύ τους, νά αλληλοβοηθούνται γιά νά προστατεύονται αποτε­λεσματικά. ' Η παράδοση λέει ότι έβαλαν τούς Πελασγούς νά λιθοτριγυρίσουν τίς «Μακρές Πέτρες». Αυτό υποδηλώνει ότι οί πρόσφυγες Ίάονες εγκαταστάθηκαν διά τής βίας πάνω στήν ' Ακρόπολη κι ότι μεταχειρίστηκαν τούς ντόπιους σάν είλωτες κατά κάποιο τρόπο, κι έπειτα τούς έκλεισαν στό«Πελαργικό» όπως είπαμε. "Οτι

πήραν στά χέρια τους τή διοίκηση τοϋ τόπου, φαίνεται ακόμη άπό τήν παράδοση πού μας λέει δτι ό Κέκροπας πήρε γυναίκα του τήν"Αγλαυρο, θυγατέρα τοΰ βασι­λιά Άκταίου καί τόν διαδέχτηκε στό θρόνο.Τότε, μέ τή δύναμη πού τοΰ έδινε τό απόρθητο κάστρο του, ή Κεκροπία — όπως ονόμασε τήν Ακρόπολη —, άρχισε νά εφαρμόζει τό προοδευτικό του πρόγραμμα.Χώρισε λοιπόν τόν τόπο σέ δώδεκα περιοχές κι ανάγκασε τά γένη νά είναι βέβαια αυτεξούσιο τό καθένα στό οικογε­νειακό του κτήμα, νά ανήκει δμως σ' ένα άπό τά δώδεκα κέντρα, πού ονομάστηκαν «κώμες». Κάθε γένος είχε βέβαια τήν ξεχωριστή του εστία. "Ολα δμως τά γένη πού άνηκαν σέ μιά κώμη εΐχαν σ' αύτη ενα κοινό σπίτι, τό Πρυτανείο, μέ τήν άσβεστη φωτιά γιά κάθε χρεία. Αυτό ήταν θά λέγαμε τό δημαρχείο τους, τό δικαστήριο τους κι ό τόπος τής κοινής λατρείας τους. Αυτά τά γένη ζούσαν ενωμένα πιά σέ μιά φρατρία, σέ μιά αδελφότητα. Είχαν κοινό έναν φράτριοήρωα γιά θεό, κοινό πρόγο­νο, δικό τους προστάτη. Στό Πρυτανείο μαζεύονταν κάθε τόσο γιά νά τελέσουν μιά θυσία πού κατέληγε σέ φαγοπότι. Έκεΐ ήταν ή λέσχη, τό εντευκτήριο γιά κάθε επίσημη περίσταση.
' Η επίδραση των ' Ανατολιτών έ'φερε τά καλά της αποτελέσματα, γιατί τήν εποχή εκείνη αναφέρεται πώς έγιναν δύο άγριες επιδρομές, μιά άπό τή θάλασσα καί μιά άπό τή στεριά. Άλλά
καί τίς δύο επιδρομές τίς απέκρουσαν οί κάτοικοι της 'Αττικής χάρη στά μέτρα πού είχαν λάβει.
Ή παράδοση μας λέει πώς δταν πέθανε ό Κέκροπας, τόν διαδέχτηκε ό Κραναός, πού «είχε μεγάλη δύναμη μεταξύ τών Αθηναίων» όπως μάς πληροφορεί ό Παυσα­νίας στά Αττικά του. "Αν είχε ό Κέκροπας ή δέν είχε παιδί νά τόν διαδεχτεί δέν ξέρουμε. Γιά νά τονίζει όμως ή παράδοση τή δύναμη πού είχε ό Κραναός στους Αθηναίους, θά πει, κοντά στή γνώση, ότι έγινε κάποια επανάσταση, ή πρώτη ϊσως ανταρσία. Κι επειδή οί παλαιότεροι Αθηναίοι «έ'σαν Πελασγοί ούνομαζόμενοι Κραναοί» όπως τούς χαρακτήριζε ό Ηρόδοτος, μοιραία έπεται δτι οί ντόπιοι, πού θά έφεραν βαρέως τό γεγονός δτι οί πρόσφυγες τοΰ Κέκροπα τούς είχαν πάρει άπό τά χέρια τά ηνία, τά ξαναπήραν μ' ένα κίνημα. Άπό τότε λοιπόν αρχίζει ό αιώνιος καβγάς τών ντόπιων καί τών προσφύγων. Πρώτη δουλειά τοϋ Κραναοΰ ήταν νά μετονομάσει τήν Ακρόπολη άπό Κεκροπία σέ Κραναϊδα.Στήν κόρη του Ατθίδα οφείλεται μάλιστα τό όνομα πού πήραν άπό τότε όλες οί 'Αθηναίες. Οί μετονομα­σίες λοιπόν δέν είναι σύγχρονο νόσημα, όπως θά νόμιζε κανείς βλέποντας τούς δρόμους νά αλλάζουν όνομα τόσο συχνά, άλλά παλαιότατο,καί χρονολογείται άπό τά πρώτα πολιτικά χρόνια τής ' Αθήνας.
Τό Τδιο μποροΰμε νά υποθέσουμε καί γιά τά κινήματα. Φαίνεται πώς τό έχει ό τόπος. Γιατί ούτε ό Κραναός δέν μπόρεσε νά πιάσει ρίζα, μ' όλη τή δύναμη πού είχε. Μιά μέρα έφτασε ό 'Αμφικτύων καί τόν εκθρόνισε. Φυσικά, δέν θά ήταν ό αδερφός τοΰ "Ελληνα, άν επρόκειτο περί υπαρκτών προσώπων. Εφόσον όμως παραδεχόμαστε ότι βρισκόμαστε στό χώρο τής μυθολογίας, πρέπει νά φανταστούμε δτι ό 'Αμφικτύων είναι ή έννοια τής ελληνικής καθόδου στήν 'Αθήνα, ή καλύτερα ή έκφραση τής προσπάθειας νά μεσολαβήσει ή ειρηνοποιός διάθεση πού ενυπάρχει στά περίφημα «άμφικτυονικά συνέδρια». Φαίνεται εντούτοις δτι ή ευγενική προσπά­θεια του νά θέσει ένα τέρμα στον αναβρασμό πού θά επικρατούσε μεταξύ τών ντόπιων καί τών προσφύγων απέτυχε οικτρά, στόν τόπο αυτό όπου καμιά συνεν­νόηση δέν μπορεί νά γίνει μέ τό καλό. Τόν 'Αμφικτύονα τόν εκθρόνισε μιά μέρα ό ' Εριχθόνιος,δηλαδή τό παιδί τοΰ ' Ηφαίστου καί τής ' Αθηνάς. Αυτός ρίζωσε τή δυναστεία του,ϊσως γιατί ήταν ή συνισταμένη τών τριών φυλών, τής τριπλής προέλευσης τών ανθρώπων πού ήρθαν άπό τήν Αφρική, τήν 'Ασία καί τή Βόρεια Ευρώπη.
Σ' αυτό τό χρονικό διάστημα ό πληθυσμός τής ' Αττικής αύγάταινε ολοένα. .......

Το φιλοπόλεμο μένος των ' Αθηναίων φαίνεται άπό τίς παλαιότερες παραδόσεις. Τα καταφερνουν αρκετά καλά σέ κάθε επίθεση πού τους γίνεται,ακόμη καί τότε που ηταν τελείως άνεξέλικτοι. Σήμερα δμως μας ενδιαφέρουν κυρίως όχι τόσο οι θρυλοι,οσοτά περιστατικά πού κρύβονται κάτω άπό τόν αραχνοΰφαντο πέπλο . Δυσάρεστο βέβαια είναι ότι πρέπει νά τά απλώσουμε στό τραπέζι της ίστορικης ανατομίας. Διαφορετικά όμως θά ήταν αδύνατον νά ξεχωρίσουμε τίς περιπέτειεςπού κρύβουν.
Βρικόμαστε στην εποχή της βασιλείας. Δέν είναι πιά ή Ποιμενική Συμφωνία : ευτυχίας, της γαλήνης καί της κοινοκτημοσύνης όπου ή βασιλική άγκλίτσα - . οδηγουσε τά ανθρώπινα ποίμνια. Ούτε πάλι ή «ελέω θεοΰ» μοναρχία πού χωρίζεται από τό λαό μέ ένα αόρατο, άλλά βαθύτατο χαντάκι. Κάτι ενδιάμεσο παρουσιάζε-πού τόσο παραστατικά τό περιγράφει ό"Ομηρος στήν Όδύσσειά του. διαδοχική σειρά των βασιλιάδων της Αττικής, πού ονομάζονται Έρεχθεϊς, ήφοπες, Πανδίονες, μας είναι δύσκολο νά βάλουμε κάποια χρονολογία. "Ολοι : μίζεις ότι κινούνται στό κενό σάν μαριονέτες, βουβές,άλλά πολύ χαριτωμέ-καθώς τίς έ'χει φτιασιδώσει ή πατίνα τοΰ χρόνου μέ χρώματα ξεθωριασμένα πιά.Π ολλά ονόματα συμβολίζουν καταστάσεις. Ή βασιλεία τοΰ Πανδίονα σημαίνει τήν επικράτηση τοΰ ελληνικού πανθέου. Μέ τή βασίλισσα Ζευξίππη βλέπουμε οτι ο ιππήλατος τροχός επιβλήθηκε στήν Αττική. Οί περιπέτειες όμως τών δύο χτέρων τους, της Πρόκνης καί της Φιλομήλας, μας φανερώνουν αφενός τίς
παμπάλαιες επιδρομές τών άγριων γερμανικών καί γοτθικών φύλων πού κατοικού­σαν τή Θράκη, καί αφετέρου τό εμπορικοοικονομικό πνεύμα πού άπό τότε διέπνεε τούς Αθηναίους. Διαφορετικά δέν εξηγείται πώς βρέθηκε στην Αττική ό Τηρέας (πού σημαίνει τόν Θράκα μέ σκληρή προφορά) γιά νά βοηθήσει τόν Πανδίονα στήν εκστρατεία του εναντίον τοΰ βασιλιά της γειτονικής Βοιωτίας Λάβδακου. "Αν πάλι ό Πανδίων τοΰ φορτώνει μέ στεφάνι τό άσχημοκόριτσό του τήν Πρόκνη, δέν τό κάνει γιά νά ανταμείψει τό ζήλο του, άλλά επειδή εγκαινιάζει τό εξαγωγικό εμπόριο τών εγχώριων προϊόντων τής Αττικής, άφοϋ Πρόκνη σημαίνει τά ξερά σύκα, δεδομένου ότι ή παραγωγή τους υπερέβαινε τήν εγχώρια κατανάλωση. ' Εν πάση περιπτώσει, ανήσυχος πού δέν έπαιρνε τό αντίκρισμα του, ό Πανδίων έστειλε καί τήν άλλη του θυγατέρα, τήν ωραία Φιλομήλα, στά άξενα εκείνα παράλια νά δεϊ τί συμβαίνει. ' Επειδή τόν καιρόν εκείνο «μήλα» έλεγαν βέβαια τά μήλα,έλεγαν όμως καί τά πρόβατα, πολύ φοβόμαστε ότι ή δεύτερη αυτή αποστολή δέν υποδηλώνει εξαγωγή ποιμνίων, πού σπάνιζαν άλλωστε ακόμα στήν Αττική, άλλά μάλλον διαρ-παγή τους, δπως δείχνει καί τό όνομα τής ωραίας βασιλοπούλας. Γιά νά τιμωρήσει τήν τελευταία ό Τηρέας, πού είχε βαρεθεί νά τρώει τά ξερά σύκα, τή βίασε καί τής έκοψε τή γλώσσα ώστε νά μην τόν μαρτυρήσει. Τί Αθηναία όμως θά ήταν ή Φιλο­μήλα άν δέν μπορούσε νά συνεννοηθεί έστω καί μέ κομμένη τή γλώσσα; "Εξω φρενών ή Πρόκνη, δταν έμαθε τήν απιστία τοΰ Τηρέα, έσφαξε τό παιδί τους τόν "Ιτη, τόν έβρασε καλά καλά καί, άφοϋ τοΰ τόν σερβίρισε σάν αρνάκι τοΰ γάλακτος, καυχήθηκε γιά τό κατόρθωμα της. "Αρπαξε τότε τόν μπαλτά ό Τηρέας γιά νά τή σκοτώσει. 'Αλλά έδώ παρεμβαίνει ή καλαισθησία τών Αθηναίων καί, μέ τή βοή­θεια τών αθανάτων, μετατρέπει τόν Τηρέα σέ τσαλαπετεινό, πού κυνηγάει τήν Πρόκνη-χελιδόνα, καί τή Φιλομήλα σέ άηδονάκι πού κλαίει τά νιάτα της, ενώ στήν Ιτιά βρίσκουμε τόν άδικοσκοτωμένο "Ιτη. Φυσικά, αυτά σημαίνουν τήν αποτυχία καί τών δύο αθηναϊκών εξορμήσεων.
"Αλλη επιδρομή θρακικών φύλων διακρίνουμε στόν πόλεμο πού έκαναν οί πά­τριες πού νέμονταν τόν κάμπο τής ' Ελευσίνας εναντίον εκείνων πού καλλιεργού­σαν τά τότε λιπαρά χωράφια τοΰ λεκανοπεδίου. ' Η αθηναϊκή δεισιδαιμονία απέδω­σε τόν πόλεμο εκείνο στήν «έλευση» τής Δήμητρας καί στήν προσπάθεια της νά υποκαταστήσει τήν ' Αθηνά, μέ τή βοήθεια τοΰ Ποσειδώνα πού εκείνη τόν εκτόπισε πρωτύτερα. Ό θρύλος έπλεξε τήν οίκοπεδική εκείνη διένεξη μέ τήν άφιξη τοΰ Ευμολπου πού έφερε δήθεν τά Ελευσίνια Μυστήρια. Στήν ουσία φαίνεται δτι, κάτω άπό τό μουσικότατο όνομα του, πρέπει νά διακρίνουμε μιά άγρια επιδρομή βορινού λαοΰ. Τοΰτο άλλωστε εξάγεται άπό τό γεγονός ότι ό Βοριάς άντραλώθηκε βλέπον­τας τή βασιλοπούλα ' Ωρείθυια νά περιδιαβάζει κάτω άπό τά σκιερά πλατάνια τοΰ Ίλισού, τήν αγάπησε, τήν έκλεψε καί, πάνω στίς άγέρινες φτερούγες του, τή μετέ­φερε στά χιονάτα του παλάτια. Τόν υγιεινό αυτόν άνεμο, τόν παρομοίασαν μέ έναν καλό στρατηγό οί ευφάνταστοι ' Αθηναίοι, τόν ονόμασαν «καλό γαμπρό» καί, σέ κάθε περίσταση, έπικαλοΰνταν τή μεσολάβηση του. Πίστευαν ότι τούς βοήθησε κατά τούς χρόνους τών Μηδικών πολέμων δταν βούλιαξε τά καράβια τοΰ Μαρδό­νιου στή Θράκη καί τοΰ Ξέρξη
Αρτεμίσιο καί ευγνώμονες τοΰ έστησαν έναν χαριτωμένο ναό στόν τόπο πού πρωτοείδε τήν Ωρείθυια. Βέβηλοι έμεϊς οί νεότε­ροι, ενώ βρήκαμε τά θεμέλια αυτού τοΰ ναοΰ κοντά στά παλαιά θαλάσσια λουτρά πού είχε ιδρύσει ό Δαμασκηνός κατά τά 1870, τά σκεπάσαμε μέ τό ' Ολυμπιακό Κολυμβητήριο.
Ό πόλεμος εκείνος έφερε πολλά δεινά. Σκοτώθηκε ό βασιλιάς τών Αθηναίων 'Ερεχθέας. Σκοτώθηκε όμως καί ό αρχηγός τοΰ στόλου τών Θρακών ' Ιμμάραδος. "Εξω φρενών λοιπόν ή Δήμητρα καί ό Ποσειδών κήρυξαν τήν ' Αθήνα σέ αποκλει­σμό,κι άπό τήν πείνα πέθαιναν οί άνθρωποι στό δρόμο, απαράλλαχτα δπως γι
νόταν τόν καιρό της Κατοχής. Μήνυσε τότε ή Πυθία από τούς Δελφούς δτι, γιά νά γλυτώσει ό τόπος, έπρεπε νά θυσιαστεί μιά παρθένα τοΰ λαοϋ. Ποιά μάνα όμως θά έδινε τήν κόρη της γιά νά γλιτώσουν των άλλων μανάδων τά κορίτσια; Τότε ή χήρα βασίλισσα Διογένεια κοίταξε τά τρία ανύπαντρα κορίτσια της. Κάποια, τέλος πάν­των, θά έπρεπε νά θυσιαστεί. Μά νά διαλέξει δέν τό βάσταξε ή μητρική της καρδιά. Καί οί τρεις παρθένες, πού κατάλαβαν τό στοχασμό της, πιάστηκαν στό χορό γύρω από τήν πελώρια φωτιά πού έκαιγε τά κουφάρια καί,τραγουδώντας τόν σπαραχτι­κό τους ύμέναιο, χάθηκαν σάν φλεγόμενες λαμπάδες. Ό θρύλος αποδίδει τή θυσία πότε στίς κόρες τοΰ μυθικού Λεώ, όπως έλεγαν τό λαό, πότε στίς Ύακινθίδες καί πότε στίς τρεις βασιλοπούλες. Οί Αθηναίοι τίς τίμησαν μ'ένα μνημείο, τό Λεωκό-ριο, πού έστησαν κάπου στή σημερινή συνοικία του Ψυρρή,καί γιά αιώνες υμνού­σαν στά τραγούδια τους τό «τριπάρθενο ζεύγος». Δέν πρέπει όμως νά φανταστούμε ότι αυτή ή παράδοση υποδηλώνει ανθρωποθυσίες Αθηναίων, αφού ξέρουμε ότι ανέκαθεν προτιμούσαν νά δοξολογούν τούς θεούς μέ αθώες πίτες γιά νά άποφεύ-τό αΤμα. Πρόδηλο είναι ότι ό θρύλος σήμαινε πώς ό λιμός ήταν τόσο«βροτο-λοιγός», ώστε όχι μόνο ό κοσμάκης αλλά κι αυτές ακόμη οί βασιλοπούλες πέθαιναν τότε από τήν πείνα. Ή ζωηρή ανάμνηση εξακολουθεί βέβαια νά περιβάλλεται άπό τόν πέπλο τοΰ μυστηρίου καί ό πόλεμος εκείνος μπορεί νά υποδηλώνει τόν τελευ­ταίο σπαραγμό των χθόνιων θεών πού λάτρευαν οί Προέλληνες,άλλά καί τήν ανεκτικότητα τών θεών τοϋ ' Ολύμπου, πού τούς έκανε νά παραχωρήσουν στους {θόνιους μιά θέση στόν λατρευτικό κόσμο τών ' Ελλήνων. Έν πάση περιπτώσει, ό μύθος έγινε θρύλος, ό θρύλος παράδοση, καί μέ τόν Θησέα,ϊσως, μπαίνουμε στήν περίμετρο της Ιστορίας. Δέν ξέρουμε μόνο άν ό ιδρυτής αυτός τών «Αθηνών» ήταν συμβολικό ή υπαρκτό πρόσωπο, καί ακόμα άν ήταν μόνο ένας ή άν αποδίδον­ταν σ' αυτόν έργα διαφόρων μεταρρυθμιστών της Αθήνας.
Παράξενη φυσιογνωμία ό γιός αυτός τοΰ Αιγέα καί της Αϊθρας, πού γεννήθηκε τόσο παράξενα, μακριά άπό τήν Αθήνα, σάν εξώγαμο παιδί σέ μιά γωνιά της Τροιζήνας, καί πού πέθανε ακόμη πιό παράξενα, σ' έναν γκρεμό της Σκύρου, διωγμένος άπό τήν πόλη πού αυτός δημιούργησε. Μοιάζει μέ έναν διάττοντα πού ξαφνικά φανερώνεται άπό τό σκοτάδι τοΰ απείρου, φωτοβολάει σέ μιά περίλαμπρη τροχιά καί χάνεται πάλι στοΰ απείρου τό σκοτάδι. Μερικοί μελετητές τόν θεωροΰν σάν κάποια ηλιακή θεότητα πού σοφίστηκαν οί Αθηναίοι σάν καλοί"Ιωνες γιά νά ισοφαρίσουν μέ τόν Ηρακλή τών Δωριέων. "Αν όμως ό γιός της Αλκμήνης έχει τά στοιχεία της ηλιακής θεότητας, αντίθετα ό γιός της Αίθρας,άν κρίνουμε άπό τούς δικούς του άθλους, φαίνεται πώς ήταν ένα πρόσωπο υπαρκτό μέ σάρκα καί οστά. Στήν πορεία τοΰ Θησέα γιά τήν κατάκτηση της εξουσίας, ό φόνος τοΰ Σκίρωνα, τοϋ Πιτυοκάμπτη, τοΰ Προκρούστη καί τά άλλα του κατορθώματα συμ-ϊολίζουν παραστατικότα τήν επιβολή τοΰ κράτους στήν άναρχη, τήν καταπολεμηση τών μεγαλοκαρχαριών πού, σάν τά κοράκια, καταβρόχθιζαν τά σπλάχνα ιης πολιτείας. Στό πατρικό παλάτι εκμηδενίζει τήν αυλική καμαρίλλα πού έκπροσωπεϊ ή Μήδεια. Καί όμως φαίνεται σάν κοριτσόπουλο σεμνός,άλλά κι ένα θηρίο κάθε φορά πού τό ζητάει ή ανάγκη. Παλεύει μέ τόν Μαραθώνιο Ταύρο, τόν "Απη δηλαδή, πού άπό τήν ανατολίτικη εκείνη «μάρσα» (έτσι έλεγαν σημιτικά τόν κάθε ορμο) γυρεύει νά απλωθεί παντοΰ σάν μιά ανεπιθύμητη λατρεία.Στήν άγρια έκεί-ρησκευτική πάλη ό Θησέας εκμηδενίζει τήν εξωτική προπαγάνδα καί, νικη-θυσιάζει τόν ζωόμορφο θεό σέ ευχαριστήρια θυσία πάνω στήν Ακρόπολη, το παλάτι της άνθρωπόμορφης θεότητας. Παλεύει μέ τόν Μινώταυρο γιά νά λάξει τήν πατρίδα του άπό τό παιδομάζωμα καί τήν ανθρωποθυσία στόν τρα-Ααβύρινθο. Τί νά ήταν πάλι αυτό τό τέρας πού καταβρόχθιζε τά παλικάρια της Αττικής; Σήμερα παίρνουν τό πολυδαίδαλο παλάτι της Κνωσσοΰ γιά τόνΛαβύριν
θο. Αυτό δεν αποκλείεται. ' Αλλά καθώς είναι αλληλένδετος με τόν Μινώταυρο, αυτός εδώ δεν έχει καμιά σχέση μέ παλάτι. Είναι αύτη καθεαυτή ή έννοια τοΰ υπό­γειου μεταλλείου μέ τίς πολύτροπες στοές, τίς «λαύρες», δπου τό άνθρωποκέφαλο τέρας δέν είναι τίποτε άλλο άπό την οικτρή τύχη των μεταλλωρύχων στ' ανήλιαγα εκείνα βάθη όταν,σκαλίζοντας τή γη μέ τό λοστό — τά κέρατα τοΰ τέρατος —, βρίσκουν τό θάνατο.
Ό Θησέας παλεύει καί μέ τίς Αμαζόνες καί τίς νικάει.Καί οί Αμαζόνες δέν είναι παραμύθι. Είναι ανθρώπινες υπάρξεις. Μιά τεράστια επιδρομή πού έφτασε ως τήν Αθήνα. Είναι τό πρώτο κύμα της βαρβαρότητας πού ήρθε άπό τήν Ασία κι έσπασε στον μοιραίο κυματοθραύστη της κάθε βίας, τήν Αθήνα.Μολονότι ή λέξη ' Αμαζών μπορεί νά εξηγηθεί στήν προβαβελική γλώσσα κάπως σάν«μή εντόπια γυναίκα», μολονότι οί αρχαίοι τή λέξη αυτή τήν εξηγούσαν«μονοβύζα», εντούτοις τό πιθανότερο εϊναι ότι ήταν μιά σκυθική επιδρομή άπό Τατάρους ή Μογγόλους μέ κοτσίδες, πού έφτασαν μέ τ' άλογα τους κι έπεσαν ώς πέφτει ή ακρίδα στά σπαρτά. Πίσω άπό τήν Μπύρα τοΰ Φίξ υψώνεται ένας λόφος.Είναι τό παλιό Άμαζόνειο. Ή παράδοση μας λέει ότι έκεΐ συσσώρευσαν οί αθηναίοι νικητές τά πτώματα τών νι­κημένων Αμαζόνων καί τό σωρό πού σήκωσαν, σαρκαστικά τόν είπαν «της Γραός Σωρό». Καί τόση εντύπωση έκανε στίς γενεές πού διαδέχτηκαν ή μιά τήν άλλη ώστε, σιγά σιγά, όλες τίς «τούμπες» καί τίς «μαγούλες» τών πανάρχαιων πολισμά-των οί "Ελληνες τίς θεωρούσαν τάφους Αμαζόνων καί τίς έλεγαν «Άμαζόνεια».
Πανίσχυρος λοιπόν ό Θησέας, πάνω στόν Ιερό Βράχο όπου είχε τό παλάτι του, έβαλε στό νοϋ του ένα σχέδιο μεγαλεπήβολο. Νά συγκεντρώσει σέ μιά πόλη όλη τήν Αττική. Είναι άραγε ή πρώτη εκδήλωση της αστυφιλίας πού παρουσιάζεται; Είναι μήπως τό πρόπλασμα τοΰ φασισμού; Κι ένώ εμφανίζεται σάν πρόμαχος της λαϊκής θέλησης — άφοϋ καλεί σέ συναγερμό όλο τό λαό — καί σάν ιδρυτής της πρώτης Δημοκρατίας — άφοϋ παραιτείται άπό τό βασιλικό του αξίωμα —,ουσια­στικά ενασκεί μιά καθαρά ιμπεριαλιστική πολιτική γιά νά επεκτείνει τόν ζωτικό του χώρο καί ιδίως γιά νά κρατάει σάν ενέχυρα τούς ευπατρίδες, κάτω άπό τό απόρθη­το κάστρο του. Πράγματι τούς διατάζει νά χτίσει ό καθένας τους άπό ένα σπίτι κάτω άπό τήν Ακρόπολη. Θά σβήσουν όλα τά τοπικά τους Πρυτανεία καί θά υπάρχει ένα, κοινό, στό "Αστυ της Παλλάδας. Μπορούν νά μένουν όσο θέλουν στά τσιφλίκια τους, κι έκεΐ νά κάνουν ό,τι θέλουν, σάν γενάρχες αυτεξούσιοι καί ανε­ξέλεγκτοι. Τό ξόανο όμως της Αθηνάς, πού έχει ό καθένας στό τσιφλίκι του,δέν θά τό κρατάει εκεί κοντά στόν τάφο τοΰ προγόνου του. Θά τό μεταφέρει καί θά τό στήσει στό αστικό του σπίτι, ώστε όλες αυτές οί Άθηνάδες νά προστατεύουν συλλογικά τήν πόλη, πού γΓ αυτό ονόμασε στόν πληθυντικό «Αθήναι». Γιά νά πανηγυρίσει μάλιστα τό γεγονός τής μετοικεσίας εκείνης, θέσπισε τά λεγόμενα «Συ­νοικία»πού μέ τήν πάροδο τοΰ χρόνου έγιναν τά περίφημα «Παναθήναια», εθνική εορτή τών Αθηναίων.
Είχε όμως καί τά ανθρώπινα ελαττώματα του ό ήρωας. Δέν άφηνε περίσταση πού νά μήν ανακατευτεί καί νά μή λάβει ενεργό μέρος. Για αυτό έφτασαν μάλιστα νά τόν κάνουν καί παροιμία: «Τίποτε δίχως Θησέα». ΤΗταν καί φιλογύνης,κοντά στά άλλα. Γιά παράδειγμα, στήν εκστρατεία του εναντίον τής Πελοποννήσου,κυνηγώντας τόν Μαραθώνιο Ταύρο, τρελάθηκε βλέποντας τήν ωραία Ελένη, παι­δούλα ακόμη, νά χορεύει γύρω άπό τόν βωμό τής Βορθίας "Αρτεμης. Τήν έκλεψε λοιπόν, πιθανόν σάν αιχμάλωτο πολέμου, καί τήν έκρυψε στήν "Αφιδνα, κάπου κοντά στά σημερινά Κιοΰρκα, όπου τή φύλαγε ή γριά μητέρα του, ή Αϊθρα. Στήν Κρήτη πάλι, όταν πήγε νά σκοτώσει τόν Μινώταυρο, τύλιξε στά βρόχια του τή ρομαντική Αριάδνη, κι αυτή τόσο τόν αγάπησε ώστε, προδίδοντας τόν πατέρα της Μίνωα, τοΰ έδωσε τόν περίφημο «μίτο», ένα κουβάρι δηλαδή άπό γερή κλωστή, καί τόν ευκόλυνε νά βγει από τά βάθη τοΰ Λαβύρινθου.
Στό πλήθος των εκστρατειών πού έκανε δεν μπορούμε νά τόν παρακολουθή­σουμε.Θά αναφέρουμε μόνον ότι οί ερευνητές στηρίζουν τή θεωρία τους γιά τόν Θησέα, ώς ηλιακή θεότητα, στόν πόλεμο πού βοήθησε τούς Λαπίθες τοΰ φίλου του Πειρίθου νά εξοντώσουν τούς Κενταύρους, πού τούς ταυτίζουν μέ τούς χείμαρρους.Τό χείμαρρο δμως δέν τόν ξεραίνει ό ήλιος. Γίνεται ξεροπόταμο άπό τήν'ίδια τήν Ελλειψη τοΰ νερού χωρίς νά λάβει μέρος ό πύρινος δίσκος. Θά αναφέρουμε επίσης καί μιάν άλλη παράξενη εκστρατεία τοΰ Θησέα στην "Ηπειρο δπου, μαζί μέ τόν Πειρίθου, πήγε νά κλέψει τή γυναίκα τοΰ Άιδωνέα Περσεφόνη. Στό συμβολισμό βλέπουμε τό πάθημα τών δύο ηρώων πού αρρώστησαν, προφανώς άπό ελο­νοσία, στους βάλτους τοΰ Καλαμά. "Οταν κατέβηκαν στόν "Αδη, ό Πειρίθους βρήκε τό θάνατο. Τόν Θησέα δμως τόν έσωσε ή παρέμβαση τοΰ φίλου του Ήρακλη πού τόν ξανάφερε στή ζωή. Τί τόν
ωφέλησε όμως; Οί Αθηναίοι,καταγανακτι-σμένοι γιά τά διάφορα μακρινά ταξίδια τοΰ πρώτου προέδρου τής υποτυπώδους ίθηναϊκής πολιτείας, αποφάσισαν νά τόν ανατρέψουν. "Εγινε άραγε ή πρώτη μεγάλη επανάσταση άπό τούς ευπατρίδες πού έφεραν βαρέως τήν ηθική τους υποτέλεια στόν κάτοχο τοΰ Ίεροΰ Βράχου; Μήπως τούς υποκίνησε ό Μενεσθέας τοΰ Πετεώ, άπό τή γενιά τών αίγυπτιωτών προσφύγων, πολύτροπος δημαγωγός
ά καί αληθινό παλικάρι; Έν πάση περιπτώσει, αυτός διαδέχτηκε τόν Θησέα στήν εξουσία καί επανέφερε μάλιστα τή βασιλεία, άν καί στην ουσία ποτέ δέν είχε καταλυθεί. Δέν ξέρουμε άν ό Θησέας σκέφτηκε νά άμυνθεϊ, ή άν άποτραβήχτηκε "οεμα, γιά νά μήν αιματοκυλίσει τόν τόπο.
Φυσικό ήταν νά φύγει μέ μεγάλη πίκρα άπό τήν ' Αθήνα.Στό διάσελο μάλιστα τοΰ Γαργηττού, στόν σημερινό Σταυρό τής Αγίας Παρασκευής,βαρύθυμος γύρισε τό κεφάλι,τήν είδε γιά τελευταία φορά, καί, ίσως, τήν καταράστηκε. Δέν εϊναι απίθανο δτι στήν κατάρα τοΰ Θησέα μπορεί νά οφείλεται ή αιώνια γκρίνια πού βασιλεύει στό άστυ τής Παλλάδας. Τό βαρυγκόμι του εκείνο ϊσως νά ήταν ή αιτία πού, πολλές φορές, οί Αθηναίοι πετροβόλησαν αυτούς πού είχαν κάποτε λατρέψει.
πάθει δμως ή Αθήνα δέν ήταν δυνατόν. Γιατί ή Πυθία,δταν τή ρώτησε ό Θησέας ποιά τάχα τύχη περιμένει τήν πόλη, τοΰ αποκρίθηκε ορθά κοφτά: «Είναι ένα άσκί, μά νά βουλιάξει δέν μπορεί».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου