Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

ΜΙΑ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΒΑΙΜΑΡΗΣ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΗΣ ΤΗΣ Δ΄ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ...

Η Πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης
και της Δ' Γαλλικής Δημοκρατίας
Μια Σύγκριση


του Χάρη Θ. Κουροπαλάτη
Πτυχίο (Νομική), Πολιτ. Επιστ. (Νομική Σχολή)
Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Αθηνών

Δύο ευρωπαϊκά καθεστώτα, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η Δ’ Γαλλική Δημοκρατία, δέσποσαν στις δύο ισχυρότερες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου πριν και μετά τον πιο φονικό πόλεμο της ανθρώπινης Ιστορίας. Σκοπός της παρούσας μελέτης και με την μέθοδο της συγκριτικής ανάλυσης είναι η προσέγγιση των δύο Δημοκρατιών σε ό,τι αφορά στα αίτια πτώσης τους.

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΑΪΜΑΡΗΣ
Η παραίτηση του Κάιζερ Γουλιέλμου Β’ από το γερμανικό θρόνο στις 9 Νοεμβρίου 1918 σήμανε το τέλος της μοναρχίας και την επιστροφή της Γερμανίας στη Δημοκρατία. Στη Βαϊμάρη (Weimar), μια μικρή γραφική πόλη στην ανατολική Γερμανίας, στις 19 Ιανουαρίου 1919 ο λαός εξέλεξε συντακτική συνέλευση, απαρτιζόμενη κυρίως από σοσιαλιστές και δημοκράτες. Λίγες μέρες αργότερα η συνέλευση αυτή εξέλεξε Πρόεδρο της Δημοκρατίας το σοσιαλιστή Έμπερτ και τον Αύγουστο του ίδιου έτους ψήφισε Σύνταγμα. Αυτός ο καταστατικός χάρτης περιείχε αρκετές δημοκρατικές διατάξεις. Η καθιέρωση προεδρικού συστήματος με εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας με συμμετοχή στην ψηφοφορία και των δεκαεπτά ομόσπονδων κρατών, η διάκριση εξουσιών, η αναγνώριση δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, η θέσπιση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και η κοινωνική ασφάλιση ήταν μόνο κάποιες από τις διατάξεις που υποδήλωναν την αναντίρρητη ανάγκη του λαού για δημοκρατία. Το νέο Σύνταγμα παρέμεινε σε ισχύ έως το 1933, οπότε κατέρρευσε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης με την ανάληψη της εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ. Η κατάλυση του καθεστώτος ήταν μια πολύπλοκη διαδικασία και άρρηκτα δεμένη με τη βαθμιαία άνοδο της πολιτικής ισχύος των εθνικοσοσιαλιστών, από τη δεκαετία του 1920 κιόλας. Επομένως, ως αίτια “θανάτου” της Δημοκρατίας πρέπει να εξεταστούν εκείνοι οι παράγοντες που ευνόησαν την πολιτική γιγάντωση του Χίτλερ και την ανέλιξή του στην εξουσία.

ΑΙΤΙΑ ΠΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΒΑΪΜΑΡΗΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΙΤΙΑ
Όπως σε κάθε παρόμοια περίπτωση κατάρρευσης ενός πολιτικού συστήματος, έτσι και σε αυτήν της Βαϊμάρης, ο οικονομικός παράγοντας στάθηκε καταλυτικός. Το πρώτο δυνατό χτύπημα πάνω στη (νεοσύστατη) Δημοκρατία δόθηκε με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, τον Ιούνιο του 1919. Στους ηττημένους επιβλήθηκαν τόσο η παραχώρηση εδαφών (με τη συνακόλουθη απώλεια παραγωγικών πληθυσμών, που τραυμάτισε την οικονομία), όσο και η υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεων, οι οποίες ξεπερνούσαν τα 130 δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα (πάνω από 32 δισεκατομμύρια δολάρια)! Κατά τη γνώμη του μεγάλου Βρετανού οικονομολόγου Τζ. Μ. Κέυνς αλλά και κατά γενική ομολογία το ποσό αυτό ήταν όχι μόνο υπερβολικό αλλά διακύβευε την ειρήνη και επιβάρυνε επικίνδυνα τη γερμανική οικονομία.

Το δεύτερο και πρακτικά σημαντικότερο “σφυροκόπημα” πάνω στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε σχέση με τις αποζημιώσεις. Τρία χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών, στα τέλη του 1922, η Γαλλία και το Βέλγιο, σε μια προσπάθεια εκβιαστικής απόσπασης των “επανορθώσεων” που τους αντιστοιχούσαν, κατέλαβαν στρατιωτικά τη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ στην δυτική Γερμανία. Η γερμανική κυβέρνηση απάντησε με την τακτική της “παθητικής αντίστασης”, δηλαδή πληρώνοντας τους εργάτες των χαλυβουργείων και των ανθρακωρυχείων για να μη δουλεύουν.*1 Ταυτόχρονα, επιδόθηκε σε αθρόα εκτύπωση χαρτονομίσματος εκτοξεύοντας τον πληθωρισμό στα ύψη κι εκμηδενίζοντας την αξία του μάρκου. Η τακτική αυτή μπορεί να πέτυχε και να οδήγησε μέσα στο 1923 το γάλλο-βελγικό εγχείρημα στην αποτυχία, ωστόσο λάβωσε βαθύτατα τη γερμανική οικονομία. Ο αχαλίνωτος πληθωρισμός και η νομισματική κατάρρευση εκμηδένισαν βέβαια το τεράστιο εσωτερικό χρέος, αλλά εξανέμισαν καταθέσεις, επενδύσεις, μισθούς και συντάξεις. Η μεσαία κυρίως τάξη υπέστη ολέθριο πλήγμα προς όφελος λίγων επιχειρηματιών και βιομηχάνων, καταλήγοντας έτσι ευάλωτη σε πολιτικές πιέσεις και προπαγανδιστικές πρακτικές.*2 Η κρίση του 1922-23 ενίσχυσε την προϋπάρχουσα, λόγω των “ατιμωτικών” όρων ειρήνης, ταπείνωση όλου του γερμανικού λαού και το γόητρο των πολιτικών της Βαϊμάρης υποσκάφτηκε ακόμη περισσότερο.

Παρόλο που η γερμανική οικονομία, μετά την κρίση της Ρουρ, άρχισε σταδιακά να ανακάμπτει, στα τέλη της δεκαετίας του 1920 έμοιαζε με "γίγαντα με πήλινα πόδια”. Το “κραχ” της Wall street του 1929, που γρήγορα έλαβε διαστάσεις παγκόσμιας οικονομικής χιονοστιβάδας και καταπλάκωσε όλη την υφήλιο, δεν ήταν δυνατό να μην κλονίσει συθέμελα πολύ περισσότερο τη Γερμανία και λόγω της τεράστιας εξάρτησής της από τα αμερικάνικα κεφάλαια.*3 Ολόκληρη η γερμανική κοινωνία συγκλονίστηκε: οι αγρότες είδαν τις τιμές των προϊόντων τους να πέφτουν κατακόρυφα. Οι φοιτητές βρέθηκαν να ανησυχούν σοβαρά για το επαγγελματικό τους μέλλον. Οι μισθωτοί, οι καταστηματάρχες, οι μικροεπιχειρηματίες, οι συνταξιούχοι επιβαρύνθηκαν με δυσβάσταχτους φόρους και χρέη ενώ οι επιχειρηματίες και οι βιομήχανοι άρχισαν να φοβούνται μήπως απολέσουν τα κεκτημένα τους.*4 Ο αριθμός των ανέργων από 1,4 εκ. το 1928 έφθασε τα 5,6 εκ. στις αρχές του 1932! Την ίδια εποχή, η βιομηχανική παραγωγή ήταν μόνο 58% και οι εισαγωγές και εξαγωγές λιγότερο από 50%, των αντιστοίχων του 1928. Το δε ΑΕΠ από 89 δις μάρκα το 1928 έπεσε στα 57 δις μάρκα το 1932.*5

Μετά από αυτές τις οικονομικές εξελίξεις, ήταν αναπόφευκτη η απόδοση στους πολιτικούς της Βαϊμάρης ίσως και παραπάνω ευθυνών απ’ αυτές που τους αναλογούσαν. Οι πολίτες, καταρρακωμένοι και απηυδισμένοι από την “άρρωστη” δημοκρατία, ήταν έρμαιο στις διαθέσεις οποιουδήποτε “χαρισματικού” επίβουλού της.

ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΙΤΙΑ
Η οικονομική ασθένεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήταν σοβαρή, ωστόσο δε θα μπορούσε να είναι η μοναδική αιτία θανάτου της. Στο ολέθριο αυτό αποτέλεσμα συνέβαλαν μια σειρά από ορισμένους πολυσύνθετους κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Ένας από αυτούς ήταν ο κοινωνικοπολιτικός διχασμός του λαού με βάση την έχθρα μεταξύ σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών. Από το 1919 κιόλας, οι ακραίοι αριστεροί και λεγόμενοι Σπαρτακιστές προσπάθησαν να επιβάλλουν μια δικτατορία του προλεταριάτου. Οι κυβερνώντες σοσιαλδημοκράτες, με τη βοήθεια των συντηρητικών δυνάμεων και του στρατού, κατέπνιξαν την επανάσταση εν τη γενέσει της αλλά όλες οι μετέπειτα κυβερνήσεις χαρακτηρίζονταν από εξαιρετική αστάθεια. Στο αποκορύφωμα της διχόνοιας αλλά και από πριν το 1932, οι σοσιαλδημοκράτες αδυνατούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση αφού δεν είχαν τη στήριξη των κομμουνιστών, κάτι που εκμεταλλεύτηκε ο Χίτλερ το 1933 για ν’ αποσπάσει όλες τις εξουσίες.*6

Τα ιδεολογικά ατοπήματα των πολιτικών στάθηκαν ένας, επίσης, σοβαρός λόγος αποδυνάμωσης του καθεστώτος. Γερμανοί αξιωματούχοι, με πρώτο τον Πρόεδρο Έμπερτ, καλλιέργησαν στη συνείδηση του λαού το μύθο ότι η Γερμανία ουδέποτε νικήθηκε αλλά προδόθηκε από τους πολιτικούς και ότι ο στρατός της ήταν ανίκητος.*7 Η πραγματικότητα, δυστυχώς, συντηρούσε το μύθο: η Γερμανία παρέμενε δυνητικά ισχυρή Δύναμη με πληθυσμό πολύ μεγαλύτερο της Γαλλίας, τριπλάσια δυναμικότητα σιδήρου και χάλυβα, εκτενές εσωτερικό συγκοινωνιακό δίκτυο, καθώς και χημικά και ηλεκτρικά εργοστάσια αλλά και πανεπιστήμια και τεχνολογικά ινστιτούτα άθικτα.*8

Ο Χίτλερ είχε, δυστυχώς, γνώση όλων των παραπάνω. Κατάλαβε ότι η δημοκρατία ήταν σαθρή, καθόσον δεν είχε νομιμοποιηθεί στις συνειδήσεις ενός τεράστιου μέρους της κοινωνίας, αλλά και των απόστρατων αξιωματικών και οπλιτών, οι οποίοι είχαν χρησιμοποιηθεί και εναντίον των κομμουνιστών το 1919.*9 Με μια πολύ έξυπνη προπαγάνδα και με αθέμιτες πρακτικές*10 “γκρέμισε” την αξιοπιστία των υπόλοιπων (σπαρασσόμενων) πολιτικών δυνάμεων, κέρδισε τα (καταρρακωμένα) μεσαία στρώματα αλλά και τη μεγαλοαστική τάξη και έπεισε ολόκληρη την κοινωνία ότι ο εθνικοσοσιαλισμός μπορούσε να διορθώσει την “ιστορική αδικία” σε βάρος του γερμανικού λαού και ν’ αποκαταστήσει το χαμένο κύρος.

Θα ήταν λάθος, στο σημείο αυτό, αν παραμελούταν η σχέση της πτώσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης με το θάνατο του Καγκελάριου Στρέζεμαν. Φυσικά, το ερώτημα αν αυτός μπορούσε να ανακόψει την άνοδο του Χίτλερ, δε μπορεί να απαντηθεί με ασφάλεια. Αναμφισβήτητα όμως, ο “χαρισματικός” Καγκελάριος, ο οποίος αναβάθμισε σημαντικά τη θέση της Γερμανίας στο εξωτερικό και σε αντίθεση με το Χίτλερ ήταν θιασώτης της ειρηνικής αναθεώρησης της Συνθήκης των Βερσαλλιών, θα μπορούσε να συσπειρώσει ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας. Επομένως, ο πρόωρος θάνατός του τον Οκτώβριο του 1929 διευκόλυνε, αν μη τι άλλο, την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί.


Η Δ’ ΓΑΛΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η Δ’ Γαλλική Δημοκρατία προέκυψε από τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η συντακτική συνέλευση που εκλέχτηκε τον Οκτώβριο του 1945 στο Παρίσι για ν’ αποφασίσει για το μέλλον του τόπου αποτελούταν κυρίως από κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες και στελέχη του Λαϊκού Δημοκρατικού Κινήματος (M.R.P.), που σχηματίσθηκε κατά την περίοδο της Αντίστασησ. Στις 24 Δεκεμβρίου 1946 ψηφίστηκε το νέο Σύνταγμα, το οποίο ίσχυσε μέχρι το 1958 οπότε και σήμανε το επίσημο τέλος της Δ’ Γαλλικής Δημοκρατίας. Ο νέος γαλλικός καταστατικός χάρτης ήταν αρκετά δημοκρατικός και ανθρωποκεντρικός, όπως άλλωστε απαιτούσε η ιστορική συγκυρία. Περιείχε διατάξεις για την προστασία θεμελιωδών ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, δοσμένων σ’ ένα πλαίσιο πραγματισμού και ελεύθερων από συγκεκριμένους ιδεολογικούς προσανατολισμούς.*11 Το Σύνταγμα αυτό, ωστόσο, γρήγορα απέκτησε και εχθρούς, κυρίως τους οπαδούς του Ντε Γκωλ. Το μεταπολεμικό καθεστώς, θεμέλιο του οποίου υπήρξε το Σύνταγμα του 1946, άρχισε ν’ αποδυναμώνεται βαθμιαία, κάτι στ’ οποίο συνέργησαν πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες.

ΑΙΤΙΑ ΠΤΩΣΗΣ ΤΗΣ Δ’ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΙΤΙΑ
Η τέταρτη Γαλλική Δημοκρατία έπασχε από μια εγγενή οικονομική ασθένεια. Το πρώτο σύμπτωμα ήταν η ρημαγμένη, κυριολεκτικά, μεταπολεμική γαλλική οικονομία μια που στις αρχές του 1945 η χώρα ήταν κατεστραμμένη. Το εσωτερικό δίκτυο συγκοινωνιών ήταν διαλυμένο, οι δείκτες των εισαγωγών κι εξαγωγών βρίσκονταν στο κατώτατο σημείο, ο πληθωρισμός είχε εκτιναχτεί στα ύψη, το ΑΕΠ είχε διολισθήσει στο 50% του αντίστοιχου προπολεμικού, η αξία του φράγκου είχε εκμηδενιστεί και δε γινόταν δεκτό στις διεθνείς συναλλαγές*12 ενώ ο αριθμός των ανέργων διαρκώς αυξανόταν.

Στο ήδη επιβαρημένο οικονομικό σκηνικό πρέπει να προστεθούν μια σειρά από απεργίες που κλυδώνισαν ακόμη περισσότερο το σύστημα. Οι μεγαλύτερες και πιο επιζήμιες ήταν η γενική απεργία του Φθινοπώρου του 1947 και η απεργία των Ορυχείων του Οκτωβρίου του 1948. Οι επιπτώσεις τους στη γαλλική οικονομία ήταν ολέθριες ενώ οι σημαντικότερες από αυτές, που ήταν η περαιτέρω πτώση της παραγωγικότητας και η επιδείνωση της νομισματικής κρίσης, κλόνισαν όλα τα κοινωνικά στρώματα και ιδίως τη μεσαία τάξη.

Έτσι, το 1950, το ΑΕΠ της Γαλλίας ήταν μόλις 50 δις $, όταν το αντίστοιχο της “βαριά ηττημένης” Γερμανίας 48 δις $. Το δε κατά κεφαλήν εισόδημά της δεν ξεπερνούσε το 50% του αντίστοιχου αμερικανικού του ίδιου έτους. Η Γαλλία ήταν ήδη οικονομικά ασθενής όταν ξέσπασαν οι δύο αποικιακοί πόλεμοι, της Ινδοκίνας το 1949-50 και της Αλγερίας το 1954, οι οποίοι καθυστέρησαν σημαντικά την υπό ανάρρωση γαλλική οικονομία*13 και σημάδεψαν ανεξίτηλα την υπό ανάπτυξη γαλλική δημοκρατία.

ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΙΤΙΑ
Πέρα από τη συμβολή του οικονομικού παράγοντα στο θέμα της πτώσης της Δ’ Γαλλικής Δημοκρατίας, εκείνο που καταλυτικά συνετέλεσε σ’ αυτήν ήταν η εξέλιξη τόσο της γαλλικής κοινωνίας όσο και των πολιτικών θεσμών, μετά το τέλος του πολέμου.

Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της εξέλιξης αυτής είναι η ακραία διάσπαση των πολιτικών δυνάμεων, που είχε ως αποτέλεσμα μια χρόνια αστάθεια των κυβερνητικών συνασπισμών σε όλη σχεδόν την περίοδο 1946-1958. Ήδη από τον Απρίλιο του 1947, όταν ο Στρατηγός Ντε Γκωλ --έχοντας διαφωνήσει με το νέο Σύνταγμα και παραιτηθεί από την προσωρινή κυβέρνηση--- ίδρυσε το R.P.F. (Συναγερμός του Γαλλικού Λαού), υπήρχαν 4 πολιτικές δυνάμεις στη Γαλλία και κάθε άλλο παρά αρμονία στις μεταξύ τους σχέσεις. Οι δύο μεγαλύτερες, οι Συντηρητικοί του Ντε Γκωλ και οι κομμουνιστές, οδήγησαν την πολιτική αντιπαράθεση σε επίπεδα μίσους, πολώνοντας την κοινωνία και μην επιδεικνύοντας καμία διάθεση για συνεργασία, ούτε καν με τις υπόλοιπες πολιτικές ομάδες, τη Ριζοσπαστική Δεξιά και τον συνασπισμό Ριζοσπαστών –Σοσιαλιστών και M.R.P.*14

Εξάλλου, οι κυβερνήσεις συνασπισμού που κατά κύριο λόγο σχηματίστηκαν μεταπολεμικά, απέτυχαν να εμφυσήσουν πίστη στους νέους θεσμούς και να νομιμοποιήσουν την Δ’ Δημοκρατία στις συνειδήσεις των Γάλλων. Ήρθαν αντιμέτωπες με απεργίες, νομισματικές κρίσεις, υψηλές τιμές, ανεργία, πτώση βιοτικού επιπέδου. Τότε λοιπόν επέλεξαν να αποπροσανατολίσουν την κοινωνία στρεφόμενες προς τις Αποικίες και διεξάγοντας πολέμους για τη διατήρηση της Αυτοκρατορίας και του γοήτρου της. Η ήττα της Γαλλίας στους πολέμους αυτούς, με αποκορύφωμα την πανωλεθρία του Ντιέν-Μπιέν-Φου (1954) και του Σουέζ (1956) αλλά και η τελική απώλεια πολλών εδαφών, επέφεραν ένα τρομακτικό πλήγμα στον εγωισμό των περήφανων Γάλλων. Οι τελευταίοι ένιωθαν ταπεινωμένοι και “αδικημένοι” από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν η χώρα τους --αν και νικήτρια-- είχε κυριολεκτικά ισοπεδωθεί από την ηττημένη Γερμανία. Το τέλος της αποικιοκρατίας και η αιφνίδια κατάρρευση του μύθου της υπερπόντιας γαλλικής υπερδύναμης συγκλόνισαν τους “εθνικιστές” Γάλλους και συνδέθηκαν νομοτελειακά στις συνειδήσεις τους με αδυναμίες της μεταπολεμικής (Τέταρτης) Δημοκρατίας.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΙΣΗ
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις, της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της Δ’ Γαλλικής Δημοκρατίας, κυρίως σε ό,τι αφορά στην αποδυνάμωση και στην πτώση τους. Η σχέση αυτή μπορεί να συνοψιστεί σε ορισμένα ενδιαφέροντα επιστημονικά συμπεράσματα, μέσω των αλληλένδετων μεθόδων, τόσο της ιστορικής καταγραφής όσο και της πολιτικής ανάλυσης.

Η βιωσιμότητα του δημοκρατικού καθεστώτος είναι σε μέγιστο βαθμό συνάρτηση της αρμονικής κοινωνικής διαστρωμάτωσης, της ομαλής λειτουργίας των κοινωνικών τάξεων και, ιδιαίτερα, των μεσαίων λαϊκών στρωμάτων. Αποτελεί αξίωμα --ως ιστορικά αποδεδειγμένο πλέον-- το γεγονός ότι οι Δημοκρατίες (δυτικού τουλάχιστον τύπου) στηρίχτηκαν, κατά τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό αλλά και μετά από αυτήν, στη δημιουργία μιας ισχυρής αστικής τάξης. Ο σχηματισμός της αστικής αυτής τάξης προέκυψε μέσα από μια αστική (όχι απαραίτητα βίαιη) επανάσταση. Παράλληλα δε με την ανάπτυξη μιας θεσμικής συνταγματικής παράδοσης, η αστική τάξη αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο αλλά και το “χώρο υγιούς εκτόνωσης” μεταξύ των κατώτατων λαϊκών στρωμάτων και της “νομενκλατούρας”, παίζοντας το ρόλο του “κινητήρα” της Δημοκρατίας. Κάτι τέτοιο όμως δε συνέβη στις περιπτώσεις που εξετάζονται σε αυτήν τη μελέτη. Στην πρώτη, η πολιτική του Βίσμαρκ και η ενοποίηση της Γερμανίας στα τέλη του 19ου αι., επέβαλαν ανώμαλα την αστικοποίηση. Στη δεύτερη, η πολυετής κρίση των πολιτικών θεσμών και οι ιδεολογικές αναταράξεις εμπόδισαν τη φυσιολογική αστικοποίηση. Και στις δύο περιπτώσεις, οι ρίζες της αστικής τάξης ήταν ήδη σάπιες και, όταν αυτή χειραγωγήθηκε, εξοντώθηκε ή “στραπατσαρίστηκε”, συμπαρέσυρε και το όλο καθεστώς.

Εξάλλου, αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η μετάβαση από ένα προηγούμενο πολιτικό σύστημα πρέπει --και σύμφωνα με τα παραπάνω-- να γίνεται ομαλά. Τόσο στην περίπτωση της Γερμανίας, όσο και της Γαλλίας, η Δημοκρατία επιβλήθηκε και, μάλιστα, με αρκετά πρόχειρο τρόπο. Στην πρώτη έπρεπε να χτυπηθεί το συντομότερο η μοναρχία, η οποία πρόβαλλε υπεύθυνη για την καταστροφή, ενώ στη δεύτερη έπρεπε επειγόντως ν’ αντιμετωπιστεί το μεταπολεμικό χάος. Και στις δύο περιπτώσεις, το άγχος για τη βιαστική δημιουργία θεσμών και την επιβολή συνταγματικής τάξης απέβη μοιραίο.

Την κατάρρευση του δημοκρατικού καθεστώτος, ειδικά σε περιόδους μετάβασης, επιταχύνει η ακραία αντιπαράθεση των πολιτικών δυνάμεων, με τη συνεπακόλουθη κυβερνητική αστάθεια. Και οι δύο δημοκρατίες της παρούσας μελέτης σημαδεύτηκαν από πόλωση, μίσος, αδυναμία συνεργασίας, ακόμη και συγγενών ιδεολογικών φορέων, σε κυβερνητικό επίπεδο. Το αποτέλεσμα ήταν διττό: από τη μία, το πολίτευμα δεν κατάφερνε να λειτουργήσει θεσμικά ενώ από την άλλη, οι πολίτες ουδέποτε πίστεψαν στην αξιοπιστία και στην αποτελεσματικότητα του συστήματος κι έγιναν έτσι ευάλωτοι σε ρεβιζιονιστικές προπαγάνδες, όπως αυτή του εθνικοσοσιαλισμού και της αποικιοκρατίας, αντίστοιχα.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ο ρόλος της οικονομίας, όχι ως στεγανού αιτίου της κατάρρευσης των δύο πολιτικών συστημάτων αλλά περισσότερο ως του φυσικού περιβάλλοντος, του “καταλύτη”, που επιτάχυνε την όλη διεργασία της. Τόσο η οικονομία της Γερμανίας της δεκαετίας του 1920, όσο και η οικονομία της μεταπολεμικής Γαλλίας, ήταν προβληματικές. Επιπλέον, η πρώτη χτυπήθηκε περισσότερο από την παγκόσμια Κρίση της Wall Street του 1929 και η δεύτερη λαβώθηκε κι άλλο από τους φθοροποιούς αποικιακούς πολέμους της δεκαετίας του 1950. Η φτώχεια, η ανεργία, η κακοδαιμονία, ήταν επόμενο να διαρρήξουν την πίστη πολιτών και πολιτικών στη Δημοκρατία και στους θεσμούς και να προλειάνουν το έδαφος για ριζικές, “ελπιδοφόρες” αλλαγές.
πηγήhttp://www.anistor.gr/greek/index.htm


 



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου