Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ


νεωτερικότητα


ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ
(από το βιβλίο του Δημ. Τζωρτζόπουλου,
Πλάτων: Λάχης-Λύσις. Εκδόσεις Ζήτρος 2008)

Στέφανου Ροζάνη
1. Οριοθετήσεις


Η διαρκής παρουσία των πλατωνικών ενοράσεων μέσα στον νεωτερικό φιλοσοφικό και πολιτικό στοχασμό, από τη μια πλευρά αποτελεί εδραίωση του ανανεωμένου ενδιαφέροντος της νεωτερικότητας προς τους πλατωνικούς ερμηνευτικούς όρους και τις προϋποθέσεις• από την άλλη ωστόσο δημιουργεί μια αμφίλογη περιοχή προβληματισμού, εντός της οποίας τα προκύπτοντα ερωτήματα ωθούν τη νεωτερικότητα προς έναν αναστοχασμό σχετικά με την οντολογική αλήθεια του πλατωνικού έργου• πολύ περισσότερο δε σχετικά με τις δυνατότητες του σύγχρονου στοχασμού να γνωρίσει τελικά την πλατωνική φιλοσοφία ως έκφραση μιας κοσμοαντίληψης (Weltanschauung), η οποία ανήκει αποκλειστικά στον Πλάτωνα και φέρει τη σφραγίδα της πρωτότυπης σύλληψης και επεξεργασίας φιλοσοφικών και πολιτικο-κοινωνικών ενοράσεων. Mπορούμε αίφνης να γνωρίσουμε την αριστοτελική θεώρηση, διαβάζοντας τα έργα του Αριστοτέλους. Όπως μπορούμε να γνωρίσουμε στο σύνολό της τη νεωτερική κοσμοθεώρηση, διαβάζοντας τα έργα των κυριοτέρων εκπροσώπων της• ή, τέλος πάντων, τα έργα εκείνων που εμείς θεωρούμε κυριότερους. Μπορούμε, εν τούτοις, να ισχυρισθούμε το ίδιο και για την πλατωνική κοσμοαντίληψη; Μπορούμε εν τέλει να γνωρίσουμε την πλατωνική θεώρηση, διαβάζοντας τους πλατωνικούς διαλόγους;
Ο Leo Strauss έχει θέσει το ερώτημα από μια ουσιώδη νεωτερική προοπτική. Μπορούμε, αποφαίνεται, να γνωρίσουμε την πολιτική φιλοσοφία του Αριστοτέλους, διαβάζοντας τα Πολιτικά του. Αντίθετα, όμως, η Πολιτεία του Πλάτωνος δεν είναι μια πραγματεία, αλλά ένας διάλογος ανάμεσα σε πρόσωπα διαφορετικά από εκείνο του Πλάτωνος. Διαβάζοντας την Πολιτεία δεν ακούμε τον Πλάτωνα. Μέσα από τους διαλόγους του, ο Πλάτων δεν προφέρει ούτε μια λέξη. Έτσι, θα λέγαμε ότι διόλου δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το τι πίστευε πράγματι ο ίδιος ο Πλάτων. Η αβεβαιότητα αυτή αίρεται, βέβαια, από το γεγονός ότι ο Πλάτων μιλούσε μέσα από τους πρωταγωνιστές των διαλόγων του, μέσα από τον Πρωταγόρα και τον Τίμαιο, για παράδειγμα, και προπάντων μέσα από τον κύριο πρωταγωνιστή του: τον Σωκράτη. Όμως, γιατί ο Πλάτων χρησιμοποιούσε τόσους πολλούς φορείς του λόγου του; Γιατί χρησιμοποιούσε μια τέτοια πολυπροσωπία αφηγητών; Και ποιος μπορεί να είναι πράγματι ο κατ’ εξοχήν αφηγητής του, ο Σωκράτης, αυτή η ιδιοφυία της ειρωνείας;
Ο Γρηγόρης Βλαστός, επιχειρώντας να απαντήσει στο ίδιο ερώτημα, μας έχει ειδοποιήσει ότι κύριο μέλημα του Πλάτωνος δεν ήταν να διατηρήσει την ανάμνηση της φιλοσοφίας του Σωκράτη, αλλά να δημιουργήσει εκ νέου μια σωκρατική φιλοσοφία, πιο σωκρατική από τη φιλοσοφία του ίδιου του Σωκράτους. Δεν αναπαράγει, αλλά παράγει τον Σωκράτη. Η πρόθεσή του δεν είναι η ιστορική πρόθεση του Ξενοφώντος. Παρ’ όλα ταύτα, μέσα στους πλατωνικούς διαλόγους, ο πρωταγωνιστής που εμφανίζεται με το όνομα Σωκράτης δεν είναι ένας αλλά δύο: «Σε διάφορα τμήματα του πλατωνικού corpus υπάρχουν δύο φιλόσοφοι με αυτό το όνομα. Το άτομο παραμένει το ίδιο. Αλλά σε διαφορετικές ομάδες διαλόγων ακολουθεί φιλοσοφίες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, ώστε δεν θα μπορούσαν να παρασταθούν ότι συνυπήρχαν διαρκώς στον ίδιο εγκέφαλο, εκτός εάν επρόκειτο για τον εγκέφαλο κάποιου σχιζοφρενούς. Διαφέρουν τόσο πολύ σε περιεχόμενο και μέθοδο, ώστε να αντιτίθενται μεταξύ τους τόσο όσο και με οποιαδήποτε άλλη φιλοσοφία θα μπορούσε να αναφέρει κανείς […]» .
Η σωκρατική αινιγματικότητα προσλαμβάνει στη νεωτερική κριτική ερμηνευτική έναν χαρακτήρα κρίσιμο, έτσι ώστε να τίθεται καθαρά ένα «σωκρατικό ζήτημα» τόσο από την άποψη του φιλοσοφικού λόγου του Πλάτωνος όσο και από την άποψη του φιλολογικού είδους, στο οποίο θα μπορούσαν να ενταχθούν οι πλατωνικοί διάλογοι, κατά τρόπο ώστε να δημιουργηθούν οι αναγκαίες συνάψεις μεταξύ του φιλοσοφικού κειμένου και του φιλολογικού συν-κειμένου, συνάψεις χωρίς τις οποίες η διπλοπροσωπία του Σωκράτη και η πολυπροσωπία των διαλόγων παραμένουν ανερμήνευτες, αινιγματικές και, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, μυστηριώδεις και πάντως αντινομιακές. O Louís-André Dorion έχει, κατά την αντίληψή μου, συμβάλλει ουσιαστικά προς την κατεύθυνση αυτή. «Τα σωκρατικά συγγράμματα [του Ξενοφώντος και του Πλάτωνος]», αποφαίνεται, «ανάγονται σε ένα λογοτεχνικό είδος, τον σωκρατικό λόγο, το οποίο αναγνωρίζεται ρητώς από τον Αριστοτέλη και αφήνει από τη φύση του μεγάλα περιθώρια πρωτοβουλίας τόσο στη σκηνοθέτηση των διαλόγων όσο και σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό τους, δηλαδή τις ιδέες που εκφράζονται από τα διάφορα πρόσωπα. Αν διαβάσουμε και ερμηνεύσουμε τον σωκρατικό λόγο όχι ως ιστορικό ντοκουμέντο με την στενή έννοια του όρου, αλλά μάλλον ως λογοτεχνικό και φιλοσοφικό έργο με μεγάλη δόση επινοημάτων, τότε το σωκρατικό ζήτημα δεν έχει πια λόγο ύπαρξης» .
Εξάλλου, ο E.R. Dodds, συμβάλλοντας στον νεωτερικό στοχασμό περί της οντολογικής αλήθειας των πλατωνικών συλλήψεων, προειδοποιεί ότι τα σύγχρονα προβλήματα και ενδιαφέροντα καθορίζουν τα ερωτήματα που εγείρουμε σχετικά με τους μεγάλους στοχαστές του παρελθόντος και, κατά συνέπεια, σχετικά με τον Πλάτωνα. Ο κίνδυνος είναι να ταυτοποιούμε ασυνείδητα έναν στοχαστή του παρελθόντος με μας τους ίδιους και έτσι να «διαστρέφουμε τις σκέψεις του ώστε να τον καταστήσουμε όργανο των δικών μας προκαταλήψεων», καταπονώντας τον με τη σιγουριά ότι εκείνος δεν μπορεί να απαντήσει. Με μια «επιδέξια χρήση της μεθόδου αυτής, ο Πλάτων έχει κατά περιόδους εμφανισθεί ως τέλειος σκεπτικιστής και ως τέλειος μυστικός, ως μαθητής του Hegel και ως μαθητής του Ακινάτη, ως πλατωνιστής του Κέμπριτζ […], ως χριστιανός της προχριστιανικής περιόδου […]» .

2. Συν-κατανοήσεις

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει πάντα μια αποφασιστική ενότητα στα ψυχικά μας κίνητρα κάθε φορά που επιχειρούμε να διαβάσουμε τα έργα των στοχαστών του παρελθόντος. Η ενότητα αυτή είναι, άλλωστε, που μας επιβάλλει τις «γλώσσες» της φιλοσοφίας και μας ωθεί στην αναζήτηση ενός κοινού μυστικού, χωρίς και πέρα από το οποίο τα κίνητρα και οι διεργασίες νεκρώνονται στα λιμνάζοντα ύδατα της φιλολογικής συζήτησης. Το πρόβλημα της φιλοσοφίας, και βέβαια των πλατωνικών σπουδών, είναι σήμερα περισσότερο παρά ποτέ η επιστροφή στους ίδιους τους φιλοσόφους μέσω αυτού που εκείνοι δεν είπαν και δεν έγραψαν, διότι δεν είναι δυνατόν να ειπωθεί και να γραφεί, αφού παραμένει και εξαντλείται εκεί ακριβώς: στον χώρο της φωτιάς που κατατρώγει το πρόσωπο και τις προσβάσεις του προς τον κόσμο.
Παρά ταύτα, η παρατήρηση του Dodds μας συνδέει άμεσα με το είδος εκείνο της νεωτερικής παράδοσης, μέσα από το οποίο αναδύονται αμφίσημα κείμενα, όπως το πρώιμο κείμενο του Βλαδίμηρου Σαλαβιώφ το Προσωπικό Δράμα του Πλάτωνος, που δημοσιεύτηκε το 1898 και το οποίο εδώ το χρησιμοποιούμε ως ένα τυπικό δείγμα μιας νεωτερικής στροφής των πλατωνικών σπουδών που παρουσίασε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα.
Όχι, βέβαια, ότι ο Πλάτων καταπονείται μέσα στην ερμηνευτική του Σαλαβιώφ. Όχι ότι διαστρέφεται εξαιτίας μιας ταυτοποίησης με αλλότριες ιδέες και καταστάσεις. Όχι, τέλος, ότι πρόκειται για ένα σαφές εγχείρημα συμπλησίασης a posteriori των πλατωνικών ενοράσεων και των χριστιανικών κοσμοαντιλήψεων, κατά τρόπο ώστε να προκύπτει ένας χριστιανός Πλάτων ή ένας Πλάτων πρωτοπόρος της χριστιανικής θεώρησης συλλήψεων όπως εκείνων του αγαθού και της αρετής. Όμως μπορούμε να διακρίνουμε στο εγχείρημα του Σαλαβιώφ έναν αρκετά έντονο προσανατολισμό προς μια συμπλησίαση του «πλατωνικού ιδεαλισμού» με έναν υπερουράνιο τόπο, ο οποίος προϋποθέτει μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση της Ιδέας• κυρίως δε μια προσέγγιση, της οποίας το ορμητήριο είναι μια ορθόδοξη θεοκεντρικότητα που ασφαλώς επιτείνει τη σύγχυση με τον «Θεό» του Πλάτωνος. Είναι αυτή ακριβώς η συμπλησίαση που αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί ένα «ρεύμα» της νεωτερικής ερμηνευτικής της πλατωνικής πόλης των Ιδεών. Παρά ταύτα, όμως, το ουσιώδες της ερμηνευτικής του Σαλαβιώφ δεν βρίσκεται σε αυτή την επιχειρούμενη συμπλησίαση, αλλά πρωτίστως στη σύλληψη του Πλάτωνος και του πλατωνικού Σωκράτους ως τραγικών ηρώων, ως πρωταγωνιστών ενός προσωπικού δράματος, τους όρους και τα αδιέξοδα του οποίου ορίζει το πεπρωμένο ενός βίαιου και άδικου απορφανισμού του μαθητή από τον δάσκαλο, του Πλάτωνος από τον Σωκράτη, και η εξ αυτού του απορφανισμού οικοδόμηση της πλατωνικής πολιτείας και η διαμόρφωση της «πλατωνικότητας» του Σωκράτους, αν μου επιτρέπεται η διατύπωση αυτή. Οπότε έχουμε ένα υπόδειγμα της ερμηνείας του σωκρατικού λόγου κατά τη νεωτερική αξίωση της ενθήκευσης του πλατωνικού έργου στο συν-κείμενο του λογοτεχνικού είδους, και μάλιστα του δραματικού-τραγικού «με μεγάλη δόση επινοημάτων», όπως ήδη αναφέρθηκε.
Αποφαίνεται ο Σαλαβιώφ: «Είναι προφανές ότι ο Σωκράτης δεν υπήρξε το επίκεντρο των πλατωνικών έργων ούτε εξαιτίας της προσωπικότητάς του ούτε λόγω των γεγονότων της ζωής του παρά μόνο εξαιτίας του ρόλου που έπαιξε στη ζωή και στη σκέψη του Πλάτωνος. Και ο ρόλος αυτός, παρ’ όλη την πρωτεύουσα σημασία του, κάθε άλλο παρά αποκλειστικός ήταν. Η προσωπικότης και ο τρόπος σκέψεως του Πλάτωνος διαμορφώθηκαν υπό την έντονη επίδραση του Σωκράτους, αλλά δεν αφομοιώθηκαν από αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι την ενότητα των πλατωνικών έργων θα πρέπει να την αναζητήσουμε όχι στον Σωκράτη, όπως προτείνει ο Μουκ, ούτε και στο αφηρημένο θεωρητικό σχέδιο της πλατωνικής δημιουργίας, όπως εικάζει ο Σλάιερμαχερ, αλλά στον ίδιο τον Πλάτωνα, ως προσωπικότητα, ως ζωντανό άνθρωπο» .
Προκύπτει λοιπόν ότι ο Πλάτων είναι ο Πρωταγωνιστής των διαλόγων του, όχι τόσο με τη μορφή ενός φιλοσοφικού ήρωα, αλλά ενός πρωταγωνιστή ενός δράματος, ο οποίος, κατά σεξπηρικό τρόπο, αφηγείται ένα προσωπικό δράμα ή μια προσωπική διάσχιση: «Έτσι, λοιπόν, ο ίδιος ο Πλάτων, ως πρωταγωνιστής αυτού του δράματος, αποτελεί το πραγματικό κέντρο της ενότητας των πλατωνικών έργων, η σειρά των οποίων καθορίζεται από την εξέλιξη αυτού του δράματος» .
Η εμμονή του Σαλαβιώφ στο προσωπικό δράμα αποτελεί την ουσιαστική συμβολή του σε μια θεώρηση της πλατωνικής δημιουργίας, η οποία κομίζει μια αμλετική χροιά μέσα στην πλατωνική αναζήτηση των σωκρατικών ενοράσεων ή καλύτερα μέσα στο εγχείρημα του Πλάτωνος να παραγάγει τον Σωκράτη, να δημιουργήσει τη σωκρατική φιλοσοφία και τον σωκρατικό λόγο. Ωστόσο, ο Σαλαβιώφ υποστηρίζει την ανωτερότητα του Πλάτωνος ως τραγικού ήρωα έναντι του σεξπηρικού Άμλετ. Ο Σωκράτης, αποφαίνεται, «έπρεπε να θανατωθεί ως εγκληματίας. Να ποιο ήταν το τραγικό χτύπημα που δέχτηκε ο Πλάτων στην αρχή του δράματος της προσωπικής του ζωής. Όπως και σε ορισμένες αρχαίες τραγωδίες, ή ακόμη και στον σεξπηρικό Άμλετ, το δράμα όχι μόνο ολοκληρώνεται, αλλά αρχίζει με μια τραγική καταστροφή» .
Όμως το κυρίαρχο στοιχείο της ανωτερότητας του τραγικού Πλάτωνος είναι ότι το δράμα αρχίζει με ένα διαπροσωπικό γνώρισμα: ότι δηλαδή εδώ έχουμε τον φόνο ενός δικαίου, ο οποίος «δολοφονήθηκε εξαιτίας του ήθους του, εξαιτίας της αλήθειας που υποστήριξε, εξαιτίας της αποφασιστικότητάς του να εκπληρώσει το ηθικό του χρέος μέχρι το τέλος». Κατά συνέπεια, η ανωτερότητα του Πλάτωνος ως τραγικού ήρωα είναι συντριπτική. Πρόκειται για μια μοιραία και απόλυτη σύγκρουση ανάμεσα στο απόλυτο κακό και στο απόλυτο αγαθό, στην απόλυτη ενσάρκωση της αλήθειας.
Εδώ αρχίζει ίσως η σύγχυση του «Θεού» του Πλάτωνος με έναν άλλο υπερουράνιο τόπο, η συμπλησίαση του πλατωνικού «ομοίωσις θεώ» με τη χριστιανική περιπλάνηση στις ατραπούς του αγαθού και της αρετής. Αυτή η επικίνδυνη συμπλησίαση είναι εξάλλου που δημιουργεί το «έλλειμμα του πλατωνικού ιδεαλισμού». Διότι ο γενάρχης του ιδεαλισμού αποτυγχάνει να συνδέσει την αλήθεια «που υπάρχει στον υπερουράνιο τόπο και το γήινο είδωλό της». Όμως η αποτυχία δεν φαίνεται να οφείλεται στην πλατωνική ενόραση, αλλά μάλλον στον υπερουράνιο τόπο.
Όπως και να έχει, η περί πλατωνικών ιδεών και κειμένων διαμάχη, εντός της περιοχής της νεωτερικότητας, και η πολλές φορές θεωρητική αποτυχία να αποκρυσταλλωθεί το πλατωνικό έργο και να ενταχθεί σταθερά μέσα στα προτάγματα και/ή τις φιλοσοφικές αναταράξεις που η νεωτερικότητα δημιούργησε, επιχειρώντας να οικειοποιηθεί την πλατωνική πολιτεία και κατά κάποιον τρόπο να την επιστρατεύσει προς ενίσχυση των δικών της προγραμματικών αρχών, είναι παλαιά και συγχρόνως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, προκειμένου να φανερωθεί το αμείωτο ενδιαφέρον προς τις πλατωνικές σπουδές, οι οποίες δεν έπαψαν να γονιμοποιούν το νεωτερικό πνεύμα και να παράγουν διερωτήσεις κρίσιμες για τη διαπόρευση του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι.
Ο Hans-Georg Gadamer έχει συνοψίσει αυτή τη διαμάχη με έναν οξυδερκή σχολιασμό του: «Αυτή η διαμάχη», αποφαίνεται, «έχει τις απαρχές της στην όψιμη ρομαντική περίοδο, και ο Kierkegaard είναι ίσως εκείνος που την αντιπροσωπεύει καλύτερα. Η διαμάχη έπαιξε εκ νέου έναν σημαντικό ρόλο, όταν ο νέο-καντιανισμός κατέρρευσε στο τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και θα μπορούσε να λεχθεί ότι επηρέασε την πλατωνική γερμανική έρευνα σε μια εποχή, όπου οι κλασικιστές στη Γερμανία είχαν αρχίσει να δίνουν έμφαση στον λεγόμενο πολιτικό Πλάτωνα. Αυτή η τελευταία τάση άρχισε με τις πλατωνικές σπουδές του Wilamowitz. Ο Wilamowitz χρησιμοποίησε ως αφετηρία του το πολιτικό περιεχόμενο της Έβδομης Επιστολής, η οποία την εποχή εκείνη θεωρήθηκε εκ νέου ως αυθεντική και στην προσέγγισή του τον ακολούθησαν και άλλοι (Kurt Singer, Paul Friedländer, Kurt Hildebrand). Σύμφωνες με αυτή την έρευνα στην κλασσική φιλολογία ήταν οι φιλοσοφικές ενστάσεις των Paul Natorp και Nikolai Hartmann σχετικά με το εγχείρημα να αξιολογηθεί η σκέψη του Πλάτωνα ως συστηματική φιλοσοφία. Κατά κάποια έννοια, οι έρευνες της διαλεκτικής του Πλάτωνος από τον Julius Stenzel αντιπροσωπεύουν ένα είδος διαμεσολάβησης μεταξύ των δύο άκρων, δηλαδή τις φιλολογικές και τις φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Αλλά ήταν ακριβώς ο Stenzel που εστίασε την προσοχή μας στον λογοτεχνικό χαρακτήρα των [πλατωνικών] διαλόγων, και όσον αφορά τη φιλοσοφική του ερμηνεία παρέμεινε νεοκαντιανός. Κατ’ αυτό τον τρόπο συνέβη ώστε όλο και περισσότερο οι φιλόσοφοι, αναγνωρίζοντας τον διαλογικό χαρακτήρα του πλατωνικού έργου και την εγγενή εκκρεμότητα και ανοικτότητα των διαλόγων, στράφηκαν ενάντια στην εγκαθίδρυση οποιουδήποτε πλατωνικού δόγματος» .

3. Ανα-τροπές

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, το προσωπικό δράμα των πλατωνικών διαλόγων και η δραματική παρουσία του Πλάτωνος ως τραγικού ήρωα υπογραμμίζουν όλα τα εγχειρήματα ερμηνείας του διαλογικού χαρακτήρα των έργων του. Μια παραδειγματική μορφή αυτού του προσωπικού δράματος είναι εμφανής στο χρονικό της φιλίας του Πλάτωνος με τον Αρχύτα. Από τα περιστατικά της ζωής του Πλάτωνα, ο Αρχύτας αναδύεται ως μορφή μιας φιλίας, της οποίας οι συνέπειες διόλου δεν εξαντλούνται σε συμβάντα, οσοδήποτε σημαντικά, του βίου και των περιπετειών του βίου, αλλά διαπερνούν, μετασχηματίζουν και /ή ενδυναμώνουν τις πλατωνικές εναισθήσεις και ενοράσεις, γενικώς το πλατωνικό φιλοσοφείν. Και είναι ακριβώς αυτή η μορφή της φιλίας, που φέρνει στο κέντρο του ενδιαφέροντος του φιλοσοφικού λόγου τον Αρχύτα, κατά τρόπον ώστε αυτός να διακρίνεται έντονα από τον γενικευμένο χαρακτηρισμό «πυθαγόρειος» που ο Πλάτων όχι λίγες φορές χρησιμοποιεί, πιθανώς ως ένα είδος ψευδωνυμίας, για να δηλώσει τη σχέση, πνευματική και άλλη, με τον Ταραντίνο:

«Φαίνεται, είπα, ότι, όπως τα μάτια είναι φτιαγμένα για την αστρονομία, έτσι και τα αυτιά είναι φτιαγμένα για την αρμονική κίνηση των ήχων και ότι αυτές οι επιστήμες είναι κάτι σαν αδελφές η μια με την άλλη, καθώς και οι Πυθαγόρειοι υποστηρίζουν, και εμείς, Γλαύκων, συμφωνούμε μαζί τους» .

Ο Αρχύτας ήταν διάσημος για τις μελέτες του πάνω στην οπτική και την ακουστική, οπότε η ψευδωνυμία μπορεί επαρκώς να υποστηριχθεί ή πάντως να καταστεί πιθανότατη. Βέβαια, ως προς αυτή τη σχέση, την έντασή της και την πνευματική της εγγύτητα, θα πρέπει να είμαστε αρκετά προσεκτικοί. Δεν είναι εύκολο να εξιχνιάσουμε πλήρως τις πλατωνικές πηγές, καθώς αυτές συρρέουν από πολλές οδούς και πολλές κατευθύνσεις στο συνθετικό φιλοσοφικό όραμα του Πλάτωνος. Και ως προς τον Αρχύτα, ο Gregory Vlastos μας έχει προειδοποιήσει: «Δεν μπορούμε», γράφει, «να ξέρουμε πόση από την φιλοσοφική ή τη μαθηματική σκέψη του Αρχύτα απορρόφησε ο Πλάτων» . Παρ’ όλο που από τον Κικέρωνα γνωρίζουμε ασφαλώς ότι «μετά τον θάνατο του Σωκράτη ο Πλάτων αρχικά πήγε στην Αίγυπτο για να ακούσει μαθήματα [και] έπειτα έσπευσε στην Ιταλία και [τη] Σικελία για να μάθει τις ανακαλύψεις του Πυθαγόρα, και ότι πέρασε πολύ καιρό με τον Αρχύτα από τον Τάραντα» • παρ’ όλο που ο Πρόκλος μας βεβαιώνει ότι κατά τον καιρό του Πλάτωνος «έζησαν ο Θάσιος Λεωδάμας και ο Ταραντίνος Αρχύτας και ο Αθηναίος Θεαίτητος, με τη βοήθεια του οποίου (ο Πλάτων) ανέπτυξε και συγκρότησε τις θεωρίες του» • εν τούτοις, ως προς τις εμπνεύσεις και τις επιρροές, το μέγεθός τους, δηλαδή, και το βάθος τους, αισθανόμαστε μάλλον ανασφαλείς, χωρίς ωστόσο να τις αμελούμε.
Όπως και να έχει, το χρονικό μιας φιλίας είναι πάντα ένα πολύτιμο τμήμα της πνευματικής βιογραφίας που αξίζει να ιστορείται, μολονότι παρουσιάζει δυσκολίες, όταν μιλούμε για πρόσωπα τόσο απομακρυσμένα από την εποχή μας και για ιδέες, συναισθήματα και ενοράσεις που σκοτεινιάζουν μέσα στους λόγους των φίλων και ιδιαίτερα του μυθοποιού Πλάτωνος, του οποίου η δύναμη των ιδεών αναδύεται με τόση ένταση και τέτοιο βάθος ακριβώς εξ αιτίας της μυθοποίησής τους. Κατά συνέπεια, έχουμε να κάνουμε με μια ελλειμματική ιστορική αναγνώριση και μέσα σ’ αυτήν θα πρέπει να κινηθούμε κατ’ ανάγκη.
Πάντως, και στο πολιτικό πεδίο, η σχέση ανάμεσα στον Αρχύτα και τον Πλάτωνα είναι μια σχέση σημαίνουσα και μπορεί να χρησιμεύει ως αφετηρία για να γνωρίσουμε καλύτερα την ιδιομορφία της Πλατωνικής Πολιτείας. «Ξέρουμε», αποφαίνεται ο Georgy Vlastos, «πως ο Αρχύτας υπήρξε ένας απόλυτα λαμπρός μαθηματικός. Γνωρίζουμε επίσης πως ήταν μια ηγετική πολιτική προσωπικότητα στην πόλη του, που ήταν δημοκρατική σαν την Αθήνα, στην οποία είχε εκλεγεί και επανεκλεγεί ‘‘στρατηγός’’ επί σειρά ετών. Να ένα καινούριο πρότυπο φιλοσοφίας για τον Πλάτωνα , το οποίο του προσέφερε ό,τι μπορεί να του έλλειπε στο παλαιό: ο Σωκράτης είχε αποτραβηχτεί απελπισμένος από την πολιτική των Αθηνών, πεπεισμένος ότι ήταν αδιόρθωτα διεφθαρμένη. Ο Αρχύτας μπαίνει στον πολιτικό στίβο της πόλης του και έχει εκπληκτική επιτυχία. Και ενώ ο Σωκράτης είχε αποτραβηχτεί από τη μεταφυσική, ο Αρχύτας ήταν ένας κορυφαίος μεταφυσικός της Πυθαγόρειας παράδοσης» . Φαίνεται λοιπόν ότι μετά την απόσυρση του Σωκράτη από την πολιτική, ο Πλάτων αναζητούσε μια καινούργια σύνθεση μεταξύ ηθικής και πολιτικής, μια σύνθεση του υπερουράνιου τόπου της μεταφυσικής με την εγκόσμια πορεία των πραγμάτων και της πόλης. Σ’ αυτήν ακριβώς την αναζήτηση, ο Πλάτων συναντά τον Αρχύτα, ο οποίος στο πνεύμα του Πλάτωνος προβάλλεται ως ιδεώδης τύπος προς αυτή την κατεύθυνση. «Η Ηθική και η Πολιτική», επιβεβαιώνει ο G.C. Field, «πρέπει να θεμελιωθούν πάνω σε μια Μεταφυσική. Μπορούμε να υποθέσουμε πως προς αυτή την κατεύθυνση βάδιζε το πνεύμα του Πλάτωνος, όταν έφθασε στην Ιταλία. Και μεταξύ των Πυθαγορείων, ειδικότερα στον Τάραντα, βρήκε και ανθρώπους με τη δική τους μεταφυσική, που την είχαν στην πράξη εφαρμόσει πάνω στη ζωή τους και στις υποθέσεις της πόλεως. Είναι αναμφίβολο πως μέχρι τότε είχε μάθει ορισμένα πράγματα ο Πλάτων γι’ αυτούς: υπήρχαν μεταξύ των φίλων του Σωκράτη Πυθαγόρειοι. Φαίνεται λοιπόν να αληθεύει η υπόθεση κάποιων μεταγενέστερων συγγραφέων ότι κύριος σκοπός του ταξιδιού του στην Ιταλία ήταν να ιδεί και να ακούσει περισσότερα γι’ αυτούς στον ίδιο τους τον τόπο. Όπως κι αν έχει το πράγμα, είναι δύσκολο να μη δεχθούμε το γενικό συμπέρασμα ότι το ταξίδι εκείνο επηρέασε σημαντικά το πνεύμα του Πλάτωνος» .
Σ’ αυτά θα επιστρέψω αργότερα. Επανερχόμενος ωστόσο στο καθαρά φιλοσοφικό-επιστημονικό πεδίο και στην ασάφεια των επιρροών που ο Πλάτων δέχθηκε από τη μεταφυσική του Αρχύτα, μια κριτική στάση, μέσω της οποίας φαίνεται να διαπιστώνεται διάσταση απόψεων, θέσεων και αντιλήψεων ανάμεσα στους δύο πολύτιμους φίλους, θα πρέπει ασφαλώς να επισημανθεί. Αίφνης αποφαίνεται ο Εύδημος: «Ο Πλάτων κίνηση εννοεί το μεγάλο και το μικρό, το μη ον και το ανώμαλο και όλα όσα μαζί μ’ αυτά οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα• φαίνεται όμως παράλογο να λέει ότι αυτό ακριβώς είναι η κίνηση• διότι φαίνεται πως, όταν κινείται κάτι, τότε κινείται αυτό, μέσα στο οποίο υπάρχει. Όταν όμως κάτι είναι άνισο και ανώμαλο, είναι γελοίο να του προσγράφουμε αναγκαστικά την κίνηση• θα ήταν καλύτερα, βέβαια, να τα λέει κανείς αυτά αίτια, όπως ακριβώς κάνει ο Αρχύτας» .
Ο λόγος του Εύδημου μας εισάγει στις δυσκολίες που συνεπάγεται η διερεύνηση των συνάψεων μεταξύ της φιλοσοφικο-επιστημονικής θεώρησης του Αρχύτα και της πλατωνικής μεταφυσικής. Οι δυσκολίες αυτές έχουν ήδη επισημανθεί: ο Πλάτων και ο Αρχύτας ασφαλώς δεν συμφωνούν στις φιλοσοφικές τους ενοράσεις, και πάντως η διάσταση είναι μέρος αλληλόδρασης των μεταφυσικών τους ενδιαφερόντων και στοχεύσεων. Κατά μία άποψη είναι ίσως προτιμότερο να τους αντιμετωπίσουμε ως ανταγωνιστές «οι οποίοι εμπλέκονται σε μια διαρκώς εξελισσόμενη διαμάχη σχετικά με την αξία των επιστημών για τη φιλοσοφία» .
Στην Πολιτεία ο Πλάτων εκφράζει την πλήρη αντίθεσή του προς το φιλοσοφικό-επιστημονικό σύμπαν του Αρχύτα και των Πυθαγορείων. Αλλού θέτει τις μεταφυσικές αρχές του και μάλιστα ασκεί κριτική στη χρησιμοποίηση των επιστημών για την επίτευξη φιλοσοφικών στόχων και τη διατύπωση μεταφυσικών αποφάνσεων. «Επειδή λοιπόν, είπα εγώ, το έργο αυτό έχει μάκρος, ας ζητήσουμε να μάθουμε από εκείνους, τους Πυθαγορείους, τι λένε γι’ αυτά, ενδεχομένως και για κάτι άλλο εκτός από αυτά. Εμείς, βέβαια, θα μείνουμε σταθεροί ως προς όλα στη δική μας γραμμή. Ποια είναι αυτή; Μήπως κι εκείνοι τους οποίους θα ανατρέψουμε δοκιμάσουν να σπουδάσουν σ’ αυτές τις επιστήμες κάτι ανολοκλήρωτο και κάτι που δεν θα φθάνει ίσαμ’ εκεί που πρέπει να φθάνουν όλα, όπως τώρα δα λέγαμε σχετικά με την αστρονομία. Ή δεν ξέρεις ότι και με τις αρμονίες πάλι κάτι τέτοιο κάνουν; Προσπαθώντας δηλαδή να εξακριβώσουν το αρμονικό συνταίριασμα των μουσικών τόνων, τους οποίους ακούμε, καταπιάνονται, όπως και οι αστρονόμοι, με ένα επίπονο έργο που δεν έχει τελειωμό» . Είναι λοιπόν φανερό πως, παρ’ όλο που ο Πλάτων έμαθε σοβαρά μαθηματικά από τον Αρχύτα, «διαφωνεί ανοικτά με την εκ μέρους του Αρχύτα κατανόηση της φιλοσοφικής χρήσης των επιστημών» .

4. Φιλο-σοφείν

Παρ’ όλα ταύτα, θα μπορούσε κανείς με βεβαιότητα να υποστηρίξει ότι πέρα από τις αντιμαχίες και τις διαφορετικές κατανοήσεις, τόσο συχνές άλλωστε μεταξύ των φιλοσόφων, ο Αρχύτας αναμφίβολα άσκησε σημαντική επίδραση αλλά και γοητεία στον φίλο του Πλάτωνα. Οι εμπνεύσεις του Αρχύτα, οι μαθηματικές του κατασκευές, οι ενασχολήσεις του με την οπτική και την ακουστική, οι μεταφυσικές του αναζητήσεις και η επιτυχής εμπλοκή του στα πολιτικά πράγματα, σίγουρα ήλκυσαν τον Πλάτωνα σε βαθμό ώστε ο Αρχύτας να αποτελεί ένα «καινούργιο πρότυπο φιλοσόφου», προς το οποίο ο Πλάτων, μετά τον θάνατο του Σωκράτη, έτεινε και, καθώς φαίνεται, επιχειρούσε να μιμηθεί, βέβαια, πάντα εμπλουτίζοντάς το και/ή τροποποιώντας το με τις δικές του μεταφυσικές του αξίες, με τη «δική του γραμμή». Σε κάθε περίπτωση, η φιλία τους υπήρξε μια από τις γονιμότερες φιλίες στη «βιογραφία» του φιλοσοφικού λόγου.
Μέσα στο συμφραζόμενο αυτής της φιλίας, έχουμε κάθε λόγο να εικάσουμε τούτο: η σκέψη του Πλάτωνος πως επιτέλους «θα μπορούσε να εφαρμόσει στην πράξη τη διδασκαλία του» , οφείλεται στην παρότρυνση που δέχθηκε από το «καινούργιο πρότυπο φιλοσοφίας», το οποίο, μετά τον θάνατο του Σωκράτη, εκπροσωπούσε γι’ αυτόν ο Αρχύτας. Όπως μας πληροφορεί το Λεξικό του Σούδα, ο Αρχύτας «ηγήθηκε του κοινού των Ελλήνων της Ιταλίας και εκλέχθηκε από τους συμπολίτες του και τους Έλληνες εκείνων των περιοχών στρατηγός με απόλυτη εξουσία. Συγχρόνως δίδαξε φιλοσοφία και είχε φημισμένους μαθητές» . Μπορεί μάλιστα, έτσι υποστηρίζουν κάποιοι, ο Πλάτων να ήταν ένας απ’ αυτούς. Γιατί λοιπόν να μη δοκίμαζε και ο ίδιος τον δρόμο που οδηγεί από τη φιλοσοφία και τη μεταφυσική στην πολιτική• και ακόμη γιατί να μην επιχειρήσει την εγκατάσταση της πολιτείας των ιδεών του στα ζητήματα της εγκόσμιας πολιτείας, μιας και είχε τέτοιο ισχυρό υπόδειγμα;
Τα περιστατικά που ακολούθησαν αυτή την απόφαση του Πλάτωνος, οι περιπέτειες του φιλοσόφου με τον Διόνυσο, τον τύραννο των Συρακουσών, ο οποίος «είχε αρχίσει να θεμελιώνει την πιο σημαντική δύναμη σε όλο τον τότε ελληνικό κόσμο» , είναι γνωστά και δεν χρειάζεται εδώ τουλάχιστο να τα επαναλάβουμε. Ωστόσο και εδώ, στη δυστυχία του φίλου του, η μορφή του Αρχύτα δεσπόζει. Ο σωτήριος ρόλος του είναι ομολογημένος από τον ίδιο τον Πλάτωνα και κυρίως στην αποδιδόμενη σ’ αυτόν Έβδομη Επιστολή, από την οποία μαθαίνουμε πολλά σχετικά με το ζήτημα αυτό. Ο Πλάτων αφηγείται εναργέστατα την τελευταία πράξη του δράματος του χρονικού της φιλίας του με τον Αρχύτα:
«Με πλησιάζουν τότε μερικοί και μάλιστα δημόσιοι υπάλληλοι από την Αθήνα, συμπολίτες μου, και μου διεμήνυαν ότι με είχαν συκοφαντήσει στους πελταστές και ότι μερικοί μάλιστα απειλούσαν πως, αν κάπου με πιάσουν, θα με σκοτώσουν. Μηχανεύτηκα τότε τον εξής τρόπο σωτηρίας μου: ειδοποιώ τον Αρχύτα και τους άλλους φίλους μου στον Τάραντα, λέγοντάς τους σε ποια κατάσταση βρίσκομαι. Εκείνοι τότε, με πρόφαση κάποιας πολιτικής αποστολής, στέλνουν ένα πολεμικό πλοίο με τριάντα κωπηλάτες και ένα δικό τους άνθρωπο, τον Λαμίσκο. Αυτός, μόλις έφθασε, με ζήτησε από τον Διονύσιο, λέγοντας ότι ήθελα να φύγω και να μην το αρνηθεί. Εκείνος δέχθηκε και με κατευόδωσε, δίνοντας τα απαραίτητα για το ταξίδι» .

Το χρονικό της φιλίας τελειώνει εδώ, με την αναγγελία αυτών των γεγονότων και με την αποτυχία του Πλάτωνος να ακολουθήσει το «καινούργιο πρότυπο φιλοσόφου». Ωστόσο, αυτό το χρονικό παραμένει, ακόμη και σήμερα, σε εκκρεμότητα σχετικά με τη θέση και τα έργα των πρωταγωνιστών του. Από τη σκοπιά του Πλάτωνος και της αντίστοιχης παράδοσης που έχει δημιουργηθεί, ο Πλάτων εμφανίζεται ως η κυριαρχούσα μορφή της σχέσης, ενώ ο Αρχύτας παρουσιάζεται ως ο «μαθητής του Πλάτωνος, στον οποίο χρωστούσε τη φήμη του και την επιτυχία του στον Τάραντα» . Όμως, από μια άλλη σκοπιά, ο Αρχύτας υπήρξε πρότυπο φιλοσόφου για τον Πλάτωνα και μάλιστα το πρότυπο της ιδέας του φιλοσόφου-βασιλιά, το οποίο κυριάρχησε στην πλατωνική φιλοσοφία. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, αυτό που έχει, για τη νεωτερικότητα τουλάχιστον, τη μεγαλύτερη σημασία είναι το είδος και το ύφος της φιλίας ανάμεσα σε αυτές τις δύο μεγάλες μορφές του αρχαίου κόσμου. Ένα είδος και ένα ύφος που μπορεί ακόμη και τώρα να εμπνέει την επιθυμία να γνωρίσουμε, όσο μπορούμε καλύτερα, μια σχέση που είχε τόσο σημαντικές επιπτώσεις στη φιλοσοφία και στα φιλοσοφικά προτάγματα.
http://hegel-platon.blogspot.gr

ΙΜΙΑ ...17 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

ΙΜΙΑ - Ηρωισμός και Προδοσία-(Ντοκιμαντέρ)που προβάλλεται για πρώτη φορά.


Σχόλιο attikanea: Άραγε, θα πληρώσει κανείς από εκείνους, που οδήγησαν στη πτήση ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ, τρια παλληκάρια;




Συμπληρώνονται φέτος 17 χρόνια από τα δραματικά γεγονότα και την προδοσία των Ιμίων...
Το ΕΛΛΑΣ - ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ παρουσιάζει ένα ντοκιμαντέρ - φόρο τιμής στους ήρωες πεσόντες, με αναφορές στη διαχρονική προδοσία της Ελλάδας και του λαού της από τους ίδιους, ανάξιους και γραικύλους πολιτικάντηδες.

Συνομιλούμε με τον Νίκο Βλαχάκο - αδελφό ενός εκ των θυμάτων, του Παναγιώτη Βλαχάκου - ο οποίος καταθέτει συγκλονιστικές λεπτομέρειες για τη μοιραία νύχτα της 30ής Ιανουαρίου 1996 και λέει τη γνώμη του για τους τότε πολιτικούς υπεύθυνους της τραγωδίας.

Παράλληλα, ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος πηγαίνει στην Μαρίνα Ζέας και μιλάει για το ξεπούλημά της στους Τούρκους, από τους «εθνοσωτήρες» της μνημονιακής συγκυβέρνησης. Το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος που βρίσκεται στον χώρο - ιδιοκτησία πλέον των εχθρών του Ελληνισμού, στέκει σιωπηλό μαζί με το θρυλικό υποβρύχιο «Παπανικολής» και διαμαρτύρεται για τη νέα αυτή εθνική προδοσία.

Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ που σκοπό έχει να αφυπνίσει, έστω και λίγο, τους κοιμώμενους νεοέλληνες: Σε κάποιους ίσως ακουστούν σκληρά όσα ακούγονται, όμως είναι απολύτως αναγκαία για να συνέλθουμε από τον λήθαργο της τουρκολαγνείας και τουρκοπροπαγάνδας που μας έχουν ρίξει οι διάδοχοι των προδοτών των Ιμίων.

Προδότες που δυστυχώς όχι απλά δεν τιμωρήθηκαν ή εξαφανίστηκαν, αλλά αυξήθηκαν, σε κάθε τομέα της ελληνικής κοινωνίας: Και που πρέπει με κάθε τρόπο να τους σταματήσουμε, για να μην πάει χαμένη η ηρωική θυσία των 3 παληκαριών στα Ίμια.


Του Χριστόδουλου Καραθανάση, του Παναγιώτη Βλαχάκου και του Έκτορα Γιαλοψού.

ΑΙΩΝΙΑ ΑΥΤΩΝ Η ΜΝΗΜΗ!!!

ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ, ΟΥΤΕ ΣΥΜΒΙΒΑΖΟΜΑΣΤΕ!!!






Έρευνα, Σκηνοθεσία: Δημήτρης Σωτηρόπουλος

Παραγωγή: ΕΛΛΑΣ - ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ πηγή attikanea


Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ[Π.ΚΟΝΔΥΛΗΣ]

Π. Κονδύλης: Η πολιτική των ψευδαισθήσεων






Παναγιώτης Κονδύλης
1943–1998

Το ολέθριο έργο των πολιτικών μετριοτήτων


§1
Στο βιβλίο του: θεωρία του πολέμου, πιο ειδικά στο επίμετρο στην ελληνική έκδοση του συγκεκριμένου βιβλίου, ο Π. Κονδύλης ασχολείται με τις παραμέτρους –γεωπολιτικές και στρατηγικές– ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Μπορεί ένας τέτοιος πόλεμος να μην έγινε ως τώρα, αλλά η όλη ανάλυση καταδεικνύει την ανυπαρξία στοιχειώδους στρατηγικής απέναντι σε πιθανότητες ενός τέτοιου πολέμου σε ευθεία ανταπόκριση με μια αδιανόητη για κοινό νου πολιτική ανικανότητα των εκάστοτε ιθυνόντων αυτού του τόπου. Είναι ακριβώς αυτή η πολιτική παραλυσία που συνεπάγεται, σε όλα τα πεδία πολέμου και πολιτικής, «έλλειψη μακρόπνοων συλλήψεων» (σ. 382) και ως εκ τούτου επιχειρεί να αντισταθμίσει αυτή την έλλειψη με «την προσήλωση στα άμεσα δεδομένα» (ό.π.), δηλαδή σε φιλήδονες χίμαιρες και σε κενές περιεχομένου ιδεολογικές αντιπαλότητες, που δεν έχουν καμιά σχέση με μια εύρωστη αντιπαράθεση ιδεών και με τις αναγκαίες εκάστοτε αναπτύξεις ενός υγιούς πολιτικού ρεαλισμού. Μια τέτοια προσκόλληση της θεσμισμένης πολιτικής στον άμεσο ωφελιμισμό ισοδυναμεί με όλεθρο για την προοπτική ενός ολόκληρου έθνους, επειδή η εν λόγω προσκόλληση μετατρέπει τον λαό σε πελατειακή μάζα των κυβερνώντων και υλοποιεί στην πράξη μια «κοντόθωρη ευδαιμονιστική επιδίωξη» (σ. 383), έναν αχαλίνωτο πολιτικό ωφελιμισμό, που αποσυνθέτει και ήδη έχει αποσυνθέσει την ιστορική υπόσταση του ελληνικού κράτους-έθνους.

§2
Έν έτει 1997, ο Π. Κονδύλης μιλούσε προ-φητικά για την επερχόμενη κατάρρευση του πολιτικού συστήματος εν συνόλω και με στοχαστική νηφαλιότητα διαπίστωνε πως η πολιτική ηγεσία του τόπου, στη διαχρονική της συνέχεια, έχει σαθρά θεμέλια και συναφώς έχει ανυψώσει σε προστάτη της άγιο «το πελατειακό σύστημα» (σ. 383). Έτσι οικοδομήθηκε ένα κοντόθωρο και άκρως οπορτουνιστικό κράτος που συνέδεσε την οντολογικο-ιστορική του υπόσταση με καταστροφές του ελληνισμού που δεν επιδέχονται αναπλήρωση ή αντιστάθμιση (σ. 384). Η μόνη αντιστάθμιση, την οποία ασμένως προτάσσει το πελατειακό κράτος, ιδιαίτερα όταν με τις πολιτικές του αθλιότητες αποδεικνύει έμπρακτα την ανικανότητά του «να υπερασπίσει το ελληνικό έθνος» (σ. 385), είναι οι αφελείς ηθικολογίες περί πατρίδας και οι λεκτικές αυταρέσκειες περί έθνους και εθνικών στόχων. Στην ουσία πρόκειται για μια διαλυτική μετεξέλιξη των συνειδησιακών αρμών του λαού, για πλήρη αποδυνάμωση της ιστορικής του ύπαρξης ως κοινότητας ισότιμων και ανεξάρτητων ανθρώπων. Αυτή η αποδυνάμωση δεν είναι έργο κάποιων δικτατορικών καθεστώτων, χωρίς κι αυτά να είναι αθώα, αλλά κυρίως κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων (σ. 385), που το πολιτικό τους προσωπικό έχει αναγάγει σε ύψιστο «εθνικό» σκοπό τη δική του ευμάρεια και τον αποσυντονισμό της κοινωνίας με τη μορφή: «διαίρει και βασίλευε». Έτσι, το μόνο «παραγωγικό» έργο αυτού του προσωπικού είναι η βέβηλη υπονόμευση της αυθεντικής πολιτικής πράξης και κάθε αληθινής πολιτικής ή κοινωνικής ιδέας.

§3
Γράφει αποκαλυπτικά ο Π. Κονδύλης:

«Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους […]. Οι ευρύτερες μάζες, καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική βάση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενες γαλανόλευκα ράκη, όποτε το καλεί η περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν μόνιμα με παντοειδείς τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα «αυθαίρετα» ίσαμε τα ευκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας … και την κραυγαλέα ανισότητα ανάμεσα σε ό,τι παράγεται και σε ό,τι καταναλώνεται, με αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου» (σ. 411).
Σχολιάζοντας, εν ολίγοις, το εν λόγω κείμενο διαπιστώνει κανείς ότι η αναπαράσταση της ευρείας μάζας του λαού κατ’ εικόνα και ομοίωση μιας μαζικά δομημένης πολιτικής εξουσίας ανάγει τη ρίζα της στο αγελαίο ένστικτο της ίδιας της εξουσίας: να θέλει να διαιωνίζεται και να αυτοπροβάλλεται ως ο μοναδικός, αναντικατάστατος υπερασπιστής του δημόσιου συμφέροντος. Για να υπερνικηθεί μια τέτοια απάτη και αυταπάτη της πολιτικής εξουσίας αλλά και περί της πολιτικής εξουσίας, για να κατανικηθεί εν τέλει το κίβδηλο Πολιτικό, υπάρχει μόνο μια δυνατότητα: να επέλθει σεισμική ρήξη στην ίδια την οντολογική σύζευξη λαού και πολιτικής του «εκπροσώπησης». Δεν υπάρχει καλή και κακή πολιτική «εκπροσώπηση» παρά μόνο λιγότερο ή περισσότερο απατηλή. Επομένως, η αλήθεια του Πολιτικού βρίσκεται πέραν κάθε τέτοιας «εκπροσώπησης». Γι' αυτό και η υπονόμευση της πιο πάνω αναπαράστασης είναι αναγκαία συνθήκη για να υπάρξει πραγματική πολιτική αυτοπροσωπία του λαού.

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΕΝΑΝ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΚΟΣΜΟ ΔΕΝ ΤΕΡΜΑΤΙΖΕΙ ΣΤΗΝ ΟΥΤΟΠΙΑ


Ο δρόμος προς έναν καλύτερο κόσμο δεν τερματίζει στην ουτοπία


Σοσιαλισμός και ουτοπία
Ο Χάϊνερ Μύλερ έλεγε ότι ο σοσιαλισμός, ήταν η τελευταία προσπάθεια του ανθρώπου επί της γης, να εγκαθιδρύσει ένα λογικό σύστημα νομής των αγαθών, αλλά με τρόπο παράλογο, από ηγέτες παράλογους, σε όντα παράλογα.
Όπως και ο έξοχος θεατρικός συγγραφέας, εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη πείστηκαν μετά την πτώση του τείχους, ότι κάθε προσπάθεια για να διαμοιραστεί δικαιότερα ο παραγόμενος πλούτος, να εξαφανιστεί η εκμετάλλευση και να τοποθετηθεί ο άνθρωπος πάνω από το κέρδος, είναι καταδικασμένη.
Ο δρόμος προς έναν καλύτερο κόσμο, τερματίζει στην ουτοπία.
Είναι όμως έτσι?
Είναι στ’ αλήθεια το όραμα για έναν δικαιότερο κόσμο, που εκφράστηκε με τις σοσιαλιστικές/κοινωνιστικές απόπειρες, αντίθετο με την ανθρώπινη φύση?
Μια σύντομη, πολύ σύντομη, ματιά στην ιστορία, μπορεί να κλονίσει τη βεβαιότητα μας, ότι ο σοσιαλισμός είναι μία χαμένη υπόθεση και προπαντός, να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε την αηδία που μας προκαλεί και μόνο το άκουσμα της λέξης "σοσιαλισμός".
Μιας λέξης που στον αιώνα μας, ταυτίστηκε με καθεστώτα καραγκιόζηδων, ψυχοπαθών φονιάδων και αδίστακτων λογοπλάνων.
Όπως όλοι αυτοί που μοστράρονταν για σοσιαλιστές στον καιρό των Παπανδρέου, των Χρουτσώφ, των Μάο και των κάθε λογής Σταλινίσκων…


Η σοσιαλιστική/κοινωνιστική απόπειρα στην ιστορία

Η ιστορία, όπως πολύ σωστά το έθεσε ο Μάρξ δεν επαναλαμβάνεται ει μη μόνον ως φάρσα. Ωστόσο η γνώση της ιστορίας, βοηθάει τον καθένα από εμάς για να μην ζήσει τη ζωή του, ως φαρσοκωμωδία.

Η σοσιαλιστική απόπειρα δεν είναι κάτι νεοφανές στην ιστορία του πολιτισμού. Αν είχαμε μάθει να χρησιμοποιούμε τις λέξεις κυρίως βάσει της σημασίας τους, όπως διαμορφώνεται μέσα στο γενικότερο εννοιολογικό σύμπλοκο της δικής μας γλωσσικής/πνευματικής παράδοσης, δεν θα ομιλούσαμε περί «σοσιαλισμού» που έχει καταντήσει μάλλον μία λέξη φετίχ, με αμφίσημη και αμφιλεγόμενη σημασία αλλά περί «κοινωνισμού», από την σημασία του social [κοινωνία] στα Ελληνικά.
Ο όρος κοινωνισμός διαθέτει πολύ ευρύτερες διαστάσεις από το είδος του «επιστημονικού σοσιαλισμού» που διαγράφει η μαρξιστική θεωρία και που στηρίζεται σε μια στενόμυαλη και ανιστόρητη ερμηνεία της προσωπικότητας του ανθρώπου, βάσει των οικονομικών παραμέτρων της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει ο καθείς μας.
Ο κοινωνισμός ως ανθρώπινη επιδίωξη, δεν συναρτάται απαραιτήτως με μια ορισμένη οικονομικίστικη αντίληψη του όντος, ούτε με μια συγκεκριμένη μέθοδο ανάγνωσης της ιστορίας, όπως φερειπείν ο ιστορικός υλισμός. Αντιθέτως, αποσυνδέεται από κάθε προσπάθεια περιορισμού του ανθρώπου σε θεωρητικές φόρμουλες και εξακτινώνεται σε κάθε πεδίο του ανθρώπινου πράτειν, όπου ο άνθρωπος αρνείται τον ρόλο του να καταντήσει υποζύγιο των αφεντικών, απαιτώντας ένα δικαιότερο κόσμο.
Στην πλήρη σημασία του, ο κοινωνισμός δεν είναι παρά η παλαιά προσπάθεια του ανθρώπου να προτάξει το «Εμείς» έναντι του «Εγώ».
Την προστασία των αδυνάτων, έναντι της αυθαιρεσίας των ισχυρών.
Τη συλλογικότητα, έναντι της ατομικότητας.
Τη δίκαιη κατανομή των αγαθών, έναντι της παράλογης συσσώρευσης του πλούτου στα χέρια των λίγων.
Την απελευθέρωση του ανθρώπου, έναντι των δεσμών της φυσικής αναγκαιότητας.
Με αυτή τη διεσταλμένη έννοια του κοινωνισμού, ο σοσιαλισμός πάει πολύ πιο πίσω στην ιστορία, από την αποτυχημένη απόπειρα των σκυλευτών του μαρξισμού, να εφαρμόσουν ένα γραφειοκρατικό καθεστώς στυγνής εκμετάλλευσης, το οποίο το βάπτισαν αυθαίρετα ως υπαρκτό σοσιαλισμό.
Στην πραγματικότητα, η κοινωνιστική απόπειρα είναι τόσον παλαιά, όσον και ο πολιτισμός.
Και δεν κατέληξε πάντα σε μια ουτοπία…


Ο σοσιαλισμός/κοινωνισμός στις μη ιστορικές κοινωνίες

Όταν ο Γκωγκέν έφτασε στην Αϊτή, του φάνηκε πολύ παράξενο το ότι οι άνθρωποι εκεί μοιράζανε την καθημερινή τους ψαριά, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του, ενώ προηγουμένως ο καθένας τους είχε συνεισφέρει στην κοινή προσπάθεια του ψαρέματος, ανάλογα με τις δυνατότητες του.
Οι Αϊτινοί βεβαίως δεν είχανε καν ακούσει για τον Μαρξ, ωστόσο εφαρμόζανε μία από τις πιο ακραίες θέσεις της μαρξιστικής θεωρίας με τρόπο που κανένας από τους κατοπινούς μαρξιστές δεν θα κατόρθωνε ποτέ να το πετύχει.
Ο Γκωγκέν εντυπωσιάστηκε ακόμα περισσότερο, όταν έμαθε από την αγαπημένη του
Αϊτινή, ότι η κοινοκτημοσύνη στα παραγόμενα αγαθά ήταν ο βασικός νόμος της κοινωνίας τους, «από πάντα»
Φυσικά αυτό το «από πάντα» ήταν πολύ δύσκολο να κατανοηθεί στην πλήρη του διάσταση από έναν άνθρωπο που προέρχονταν από κοινωνία με ιστορική συνείδηση, όπως ο Γκωγκέν.
Για τους Αϊτινούς όμως, καθώς και για όλες τις ανθρώπινες φυλές που στη συλλογική τους συνείδηση δεν έχει εγγραφεί ακόμα ο κατακερματισμένος ιστορικός χρόνος του δυτικού ανθρώπου, η έννοια του παρελθόντος έχει ριζικά διαφορετική σημασία από ότι ονομάζουμε εμείς «παρελθόν» και εμπεριέχει τον κόσμο των νεκρών – των μη παρόντων.
Στην κοσμοαντίληψη των Αϊτινών, ο κοινωνισμός όπως και οι νεκροί πρόγονοι τους, δεν ανήκαν σε κάποια άλλη σφαίρα του Χρόνου αλλά ήσαν «από πάντα» παρόντες.
Με άλλα λόγια, η κοινοκτημοσύνη των αγαθών, η προστασία των αδυνάτων, η συλλογική εργασία και ότι άλλο αποτελεί τον κορμό μιας σοσιαλιστικής κοινότητας, ήταν η φυσική κατάσταση της κοινωνίας.
Όπως ήταν φυσική κατάσταση της ύπαρξης, η διαρκής παρουσία των προγόνων και των πεπραγμένων τους, στη συλλογική μοίρα της φυλής.

Ο κοινωνισμός όχι μόνον δεν κινήθηκε ιστορικά στη σφαίρα της ουτοπίας αλλά αντιθέτως υπήρξε το πλέον διαδεδομένο σύστημα, στις κοινωνίες που προηγήθηκαν ή συνυπήρξαν, με τις ιστορικές κοινωνίες, όπως οι δικές μας.
Είτε στο στάδιο του τοτεμισμού, είτε στο στάδιο του παγανισμού, οι περισσότερες ανθρώπινες κοινότητες αντιλαμβάνονταν τη κοινωνιστική οργάνωση, ως τη «φυσική οργάνωση» της ζωής τους, απολύτως ταιριαστή με τον κόσμο τον δικό τους και τον παράλληλο κόσμο των προγόνων τους.
Για ένα μέλος, ας πούμε, των αρχαίων σαμανιστικών φυλών του Καυκάσου, αυτό που θα ανήκε στην ουτοπία δεν θα ήταν η σοσιαλιστική οργάνωση της δικιάς του κοινότητας αλλά αντίθετα η καπιταλιστική οργάνωση της αμερικάνικης κοινωνίας.
Έτσι, ο τελευταίος Ινδιάνος της φυλής των Απάτσι, δυσκολεύονταν να καταλάβει πως υπάρχουν τόσο παράλογα όντα, που φτάνουν να αρρωσταίνουν ψυχικά και σωματικά, προκειμένου να κερδίσουν κάτι τις παραπάνω, από τα τεράστια ποσά που θησαυρίζουν κάθε μέρα!
Και επιπλέον να προκαλούν ανυπολόγιστες ζημιές στο περιβάλλον, να εξοντώνουν χιλιάδες ανθρώπων, να εξωθούν ολόκληρους λαούς στην πείνα, μόνο και μόνο για να εξοικονομήσουν λίγα ακόμα «χαρτιά», με τα οποία δεν μπορούν να αγοράσουν τίποτα από όλα αυτά που πραγματικά αξίζουνε στη ζωή!

Σε μια κατάσταση προ της «ιστορίας» - ενδεχομένως αυτής που ο Ρουσσώ θα ονόμαζε «φυσική κατάσταση του όντος» - ο δρόμος προς τον σοσιαλισμό/κοινωνισμό όχι μόνον δεν τερμάτιζε στην ουτοπία αλλά αντίθετα, προστάτευε τις ανθρώπινες κοινότητες από την κυριαρχία του παραλογισμού, της βουλιμίας και του ανέφικτου.

Η κοινωνιστική απόπειρα στις ιστορικές κοινωνίες [του δυτικού κόσμου]

Αυτό που έχουμε μάθει να αποκαλούμε ιστορία, εμείς οι δυτικοί, είναι μία νοητική [και άρα αυθαίρετη] σχηματοποίηση του παγκόσμιου Χρόνου και της ανθρώπινης δράσης, που ξεκινάει από την εμφάνιση της γραφής.
Ωστόσο, ο γραπτός λόγος δεν ήταν πάντα το είδος του λόγου με το οποίο εξέφραζαν τις αντιλήψεις τους οι ανθρώπινες κοινότητες. Οι Σκύθες ή οι Λίβυοι ή οι σαμανικές φυλές της στέπας, παρότι ήκμασαν σε εποχές που εμείς ονομάζουμε ιστορικές, δεν άφησαν γραπτά ντοκουμέντα κι έτσι οι γνώσεις μας γι αυτού του είδους τις κοινωνίες, περιορίζονται σε όσα έγραψαν Έλληνες, Ρωμαίοι ή Ιουδαίοι συγγραφείς, οι οποίοι συχνά τους αντιμετώπιζαν απλώς ως βαρβάρους.

Ακόμα χειρότερα, είμαστε αναγκασμένοι να εκμαιεύουμε τις πληροφορίες μας για την κοινωνική/οικονομική οργάνωση των πολλών αιρετικών κοινοτήτων, που αναπτύχθηκαν παράλληλα με τα κυρίαρχα καθεστώτα, μέσα από τα γραπτά κείμενα που συνέταξαν συχνά οι ορκισμένοι εχθροί τους.
Έτσι αντλούμε τις πληροφορίες μας για τα πεπραγμένα των εικονομάχων στο διάστημα του 8ου/9ου αιώνα, μόνον από τα όσα έγραψαν οι φανατικοί της εικονολατρείας, αφού οι νικητές εικονολάτρες έκαψαν όλα τα εικονομαχικά κείμενα.
Το ίδιο συμβαίνει και για τις κοινότητες των Βογόμιλων ή των Παυλικιανών ή των γιεσεβήδων δερβίσηδων ή των μπαμπαϊδων της Ανατολίας και πολλών άλλων, που επιχείρησαν να διαμορφώσουν σοσιαλιστικούς/κοινωνιστικούς πυρήνες, παράλληλα με τις φεουδαρχικές ή τις δεσποτικές κοινωνίες της εποχής τους.

Ως γνωστόν, την ιστορία τη γράφουν οι εκάστοτε νικητές, αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι οι ηττημένοι δεν υπήρξαν ή ότι οι δικές τους ιδέες πρέπει οριστικά να καταταγούν στον χώρο της ουτοπίας.
Η κοινωνιστική απόπειρα, παρότι αποσιωπήθηκε σε μεγάλο βαθμό από εκείνους που την πολέμησαν, είναι μια ιστορική πραγματικότητα και δεν αφορά διόλου το ανέφικτο. Αντίθετα, φαίνεται ότι αιθεροβάμονες ήσαν [και παραμένουν] ακριβώς αυτοί που πασχίζουν λυσσαλέα να πείσουν τον άνθρωπο, ότι το μόνο καθεστώς που του ταιριάζει, είναι ο νόμος της ζούγκλας.

Αξίζει να μιλήσουμε λιγάκι παραπάνω για κάποιες από αυτές τις κοινωνιστικες απόπειρες, οι οποίες κατόρθωσαν να επιβιώσουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, μέσα σε ένα απολύτως εχθρικό περιβάλλον και να διατηρήσουν ζωντανή την πίστη του ανθρώπου πως ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός.

Οι σοσιαλιστικές/κοινωνιστικές απόπειρες των Βογόμιλων και των εικονομάχων

Είναι γνωστό ότι οι πρώτες Χριστιανικές εκκλησίες διαμορφώθηκαν στη βάση της κοινοκτημοσύνης των αγαθών, της ίσης κατανομής του πλούτου και της δίκαιης απόδοσης των αξιωμάτων.
Ενταγμένοι σε μια καταρρέουσα Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που είχε θεσμοθετήσει σε υπέρτατο βαθμό την κυριαρχία των ισχυρών και ήδη μετασχηματίζονταν σε μια αμιγώς φεουδαρχική κοινωνία, με τα απέραντα λατιφούντια, οι πρώτοι Χριστιανοί διοργάνωσαν τις δικές του σοσιαλιστικές κοινότητες, με βασικό κριτήριο την ισονομία, την προστασία των αδυνάμων και τη δίκαιη κατανομή των αγαθών.
Η γοητεία που ασκούσε τότε ο Χριστιανισμός δεν οφείλονταν μόνο στη μεταφυσική του διδασκαλία αλλά και στην κοινωνιστική οργάνωση των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων, που αποδείκνυε στους βασανισμένους υπηκόους της Ρώμης ότι ένας καλύτερος κόσμος ήταν εφικτός.
Ουσιαστικά ο πρωτοχριστιανικός σοσιαλισμός αποτέλεσε εξίσου σημαντικό παράγοντα της εξάπλωσης του, όσο και η παρήγορη πίστη σε έναν μεταθανάτιο παράδεισο. Οι πρώτοι χριστιανοί αποδείκνυαν με τον πιο άμεσο τρόπο ότι η δικαιοσύνη που υπόσχονταν στους ουρανούς, ήταν εξίσου εφικτή με τη δικαιοσύνη που παρείχαν στους πιστούς τους επί της γης.

Η σοσιαλιστική περίοδος του χριστιανισμού δεν μπορεί όμως να αποτελέσει παράδειγμα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού μιας κοινωνίας, διότι περιορίστηκε στα πλαίσια μιας πολυεθνοτικής/θρησκευτικής οργάνωσης, της οποίας τα μέλη διαβιούσαν εντός μιας φεουδαρχικής αυτοκρατορίας και συχνά αποδέχονταν τις πολιτικές και κοινωνικές της νόρμες.
Η εμφάνιση αυτόνομων σοσιαλιστικών κοινοτήτων που πραγματικά ήρθαν σε ρήξη με τις υπάρχουσες κοινωνικοοικονομικές δομές της εποχής τους, μπορεί να ανιχνευθεί μόνον μετά την εγκαθίδρυση της χριστιανικής εκκλησίας, ως κυρίαρχης εξουσιαστικής δομής, μέσα σε μια αυτοκρατορία που κατέρρεε.

Ο 3ος αιώνας μ.Χ. ήταν ο αιώνας της μεγάλης σύγκρουσης μεταξύ ορθοδοξίας και γνωστικισμού, που κατέληξε στην οριστική επικράτηση της δεύτερης.
Η νίκη όμως των ορθόδοξων χριστιανών, δεν ήταν απόλυτη.
Πυρήνες γνωστικών κοινοτήτων παρέμειναν ζωντανοί σε σχετικά απομακρυσμένες περιοχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κυρίως στην Ασία, όπου ανέπτυξαν νέους τρόπους κοινωνικής οργάνωσης, στηριγμένους στην ανάμνηση του σοσιαλιστικού παρελθόντος των πρώτων χριστιανών.
Κληρονόμοι αυτών των γνωστικών κοινωνικών και πνευματικών παραδόσεων ήσαν οι περισσότερες «αιρέσεις» των ασιατικών εδαφών της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας [Βυζάντιο], όπως οι Μανιχαϊστές, οι Παυλικιανοί και οι Βογόμιλοι.

Οι Βογόμιλοι εκτοπίστηκαν στις αρχές του 8ου αιώνα στα Βαλκάνια, όπου ήρθαν σε επαφή με Σλαβικά φύλα και μέσα από αυτή την γόνιμη μείξη προέκυψαν οι πυρήνες των σοσιαλιστικών κοινοτήτων, που εξαπλώθηκαν και ήκμασαν σε πολλές περιοχές της χερσονήσου του Αίμου.
Η λέξη Βογόμιλος άλλωστε, είναι σλαβική και σημαίνει τους αγαπητούς του Θεού, σαν να λέμε: τους Θεόφιλους, στα Ελληνικά.
Η οργάνωση των Βογομιλικών κοινοτήτων στηρίζονταν στο «κουρμπάν» και στη «ζάντρουγκα»
Ζάντρουγκα [επίσης σλαβική λέξη] σημαίνει ακριβώς «για τον άλλον». Στην ιστορική της εξέλιξη η ζάντρουγκα έγινε συνώνυμη με την κοινοκτημοσύνη της γης και με την δίκαιη κατανομή των αγαθών σε όλα τα μέλη της κοινότητας.
Κουρμπάν είναι μάλλον αραβική λέξη, την οποία έφεραν οι Βογόμιλοι στα Βαλκάνια και σημαίνει το «κοινό ταμείο». Από εκεί προέρχεται και το σύγχρονο «κορβανάς».
Στις Βογομιλικές κοινότητες εφαρμόζονταν μία μάλλον αυστηρή εκδοχή του κοινωνισμού, όπου η γη δουλεύονταν συνεργατικά από όλα τα μέλη της κοινότητας και το προϊόν μοιράζονταν στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του. Υποχρεωτική ήταν και η τακτική συνεισφορά στο κοινό ταμείο, για την οποία μάλιστα υπήρχε και θεσμοθετημένη γιορτή, όπου όλες και όλοι κατέθεταν τελετουργικά τη συνεισφορά τους.
Η δομή της οικογένειας, όπως και η αντίστοιχη των σλαβικών φύλων, προσέγγιζε περισσότερο τα πρότυπα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, παρά την αυστηρά πατριαρχική οικογένεια του Βυζαντίου. Συχνά μάλιστα κοινότητες Βογομίλων κατηγορήθηκαν για σεξουαλική ελευθεριότητα, από τους φανατισμένους ορθόδοξους παπάδες.
Επιπλέον οι Βογόμιλοι δεν δίσταζαν να αντιμάχονται λυσσαλέα το βυζαντινό κράτος, ιδίως μετά την οριστική ήττα των εικονομάχων και την απόλυτη επικράτηση της εικονολατρικής ορθοδοξίας, κηρύσσοντας συνειδητή ανυπακοή στη πληρωμή των φόρων και των διαταγών των επάρχων.
Οι σοσιαλιστικές/κοινωνιστικές κοινότητες των Βογομίλων κατόρθωσαν να επιβιώσουν για διάστημα σχεδόν οκτώ αιώνων και εξοντώθηκαν στα χρόνια των Κομνηνών, οι οποίοι δεν ανέχονταν καμία αντίθετη φωνή που θα ενοχλούσε τους ισχυρούς φεουδάρχες της αυτοκρατορίας τους.
Οι σφαγές και οι αγριότητες που ακολούθησαν την πολιτική των Κομνηνών για την πλήρη εξαφάνιση των αιρετικών κοινοτήτων, πληρώθηκαν κατά έναν τρόπο με την κατοπινή παρακμή του Βυζαντίου, που ακριβώς λόγω του μετασχηματισμού του σε φεουδαρχική κοινωνία, δεν μπόρεσε να αντέξει στις επιδρομές των σταυροφόρων και των Τούρκων.

Οι Βογόμιλοι αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της σοσιαλιστικής απόπειρας σε μιαν άλλη εποχή, η οποία ξεπέρασε τα όρια της ουτοπίας και επιβίωσε για αιώνες, εις πείσμα όσων ισχυρίζονται ότι ο σοσιαλισμός κινείται στο χώρο του ανέφικτου.
Δεν είναι όμως το μοναδικό.
Υπήρξαν πολλά άλλα παραδείγματα της σοσιαλιστικής απόπειρας, σε μικρές σχετικά κοινότητες, κυρίως στα ασιατικά εδάφη του Βυζαντίου και στα Βαλκάνια, που ήκμασαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Κι ακόμα πιο σημαντική είναι η προσπάθεια των εικονομάχων Ίσαυρων, να οικοδομήσουν μια σχεδόν σοσιαλιστική κοινωνία, μετασχηματίζοντας τις κοινωνικές και οικονομικές δομές της αυτοκρατορίας.

Η περίοδος που αποκαλούμε «εικονομαχία» ξεκίνησε στα τέλη του 8ου αιώνα, από τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο και κράτησε περίπου έναν αιώνα.
Δεν είναι θέμα εδώ να περιγράψω έστω και εν συντομία τις μεταρρυθμίσεις που προσπάθησαν να νομοθετήσουν οι Ίσαυροι, ούτε να μιλήσω για τις σφοδρές συγκρούσεις τους με το παπαδαριό και τους καλογήρους, που ήσαν οι μεγαλύτεροι φεουδάρχες της εποχής τους.
Θα πω μόνον ότι, στη διάρκεια της εικονομαχίας και όσο κράτησαν στα χέρια τους την εξουσία οι Ίσαυροι, επιχειρήθηκε μια πρωτοφανής σε έκταση και σε ένταση προσπάθεια μετασχηματισμού της βυζαντινής κοινωνίας, που σε κάποια σημεία της, μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμιγώς σοσιαλιστική.
Ενδεικτικά μόνον, θα αναφέρω τη διάρθρωση της παραγωγής, της εμπορίας και της διακίνησης των αγαθών, όπως φαίνεται ότι οριοθετήθηκε στην περίφημη «Εκλογή» - δηλαδή τη νομοθεσία των Ισαύρων, η οποία ήταν και ο πρώτος νομικός κώδικας του Βυζαντίου συνταγμένος εξ ολοκλήρου στα Ελληνικά.

Ο βασικός άξονας της μεταρρύθμισης των Ισαύρων ήταν η αποφυγή της συγκέντρωσης του πλούτου ή της έγγειας ιδιοκτησίας σε λίγα μόνον χέρια.
Για να αποφύγουν τη σωρευτική διαδικασία πλούτου, που γεννάει το επιχειρηματικό κεφάλαιο, οι βυζαντινοί βασιλιάδες είχαν θεσμίσει το σύστημα των συντεχνιών, ορίζοντας συγκεκριμένα ποσοστά κέρδους στο στάδιο της λιανικής διάθεσης του προϊόντος.
Οι Ίσαυροι επέκτειναν τον έλεγχο των τιμών και τη σχέση κόστους/κέρδους σε όλα τα στάδια της παραγωγής ίσαμε την τελική διάθεση, κατακερματίζοντας μάλιστα τις διαδικασίες παραγωγής, έτσι ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ολιγοπωλίων ή μονοπωλίων.
Στη πιο σημαντική από όλες τις οικονομικές δραστηριότητες των βυζαντινών άστεων, την παραγωγή και την εμπορία του μεταξιού, η όλη διαδικασία είχε καταμεριστεί σε μικρές βιοτεχνικές ή εμπορικές συντεχνίες, που απαγορεύονταν η μία να αναλαμβάνει εργασίες της άλλης.
Έτσι, άλλη συντεχνία ασχολούνταν με την ύφανση, άλλη με την επεξεργασία του υφάσματος, άλλη με τη βαφή του, άλλη με τη ραφή των ενδυμάτων και άλλη με τη λιανική του διάθεση. Το ποσοστό κέρδους που ορίζονταν για κάθε συντεχνία, δεν ξεπερνούσε το 10% με 12% και οι έλεγχοι, ώστε να μην συγκεντρωθεί η όλη διαδικασία στα χέρια ενός, ήσαν αυστηρότατοι.

Ο ίδιος πάνω-κάτω διαμερισμός εφαρμόζονταν σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες του Βυζαντινού κράτους. Οι έμποροι, οι βιοτέχνες, οι παραγωγοί της πρώτης ύλης, εργάζονταν με συγκεκριμένα ποσοστά κέρδους, που σε συνδυασμό με την κρατική προστασία προς κάθε συντεχνία, τους εξασφάλιζε μια αξιοπρεπή επιβίωση, απαγόρευε όμως τη δημιουργία ισχυρών οικονομικά ομίλων ή τη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια των ολίγων.
Προκειμένου μάλιστα να προστατεύσουν τους πολίτες τους από μαζικές οικονομικές επιδρομές, που θα έριχναν είτε την αξία των προϊόντων είτε την αξία της ανθρώπινης εργασίας, οι Ίσαυροι προνόησαν να απαγορεύσουν την παραμονή ξένων εμπόρων ή εργατών εντός των τειχών της Κωνσταντινουπόλεως για περισσότερες από τρεις ημέρες!
Ακόμα πιο ριζοσπαστική ήταν η πολιτική των εικονομαχών βασιλέων, στο μέγα ζήτημα της ιδιοκτησίας της γης.
Οι Ίσαυροι υποστήριξαν παντί τρόπω την μικρή ιδιοκτησία [κλήρο] παραχωρώντας μικρές εκτάσεις γης σε ακτήμονες που θα υπηρετούσαν στον βυζαντινό στρατό [στρατιωτόπια] και ήλεγχαν αυστηρότατα τις αγοραπωλησίες εδαφών, ώστε να μην δύνανται οι πλούσιοι να συγκεντρώνουν μεγάλες εκτάσεις, εκμεταλλευόμενοι τις περιόδους σιτοδείας και την ανέχεια των μικροϊδιοκτητών.
Ακόμα πιο αποφασιστική ήταν η επιδρομή των Ισαύρων στα μοναστηριακά και εκκλησιαστικά φέουδα. Δεν δίστασαν να δημεύσουν τα κτήματα των μοναστηριών, να ξωπετάξουν τους καλογήρους από τα πολυτελή κελιά τους και να διανείμουν τη γη, υπό μορφή μικρών κλήρων σε ακτήμονες αγρότες.
Ο Κωνσταντίνος ο Ε΄, ο εξαίρετος ηγέτης που οι ορκισμένοι εχθροί του, τον αποκάλεσαν «Κοπρώνυμο» διέταξε να αδειάσουν ανδρικά και γυναικεία μοναστήρια, να δημευτεί η περιουσία τους και αφού συγκέντρωσε μοναχούς και μοναχές στον ιππόδρομο της βασιλεύουσας, τους ανάγκασε να διαλέξουν – ή θα παντρευόντουσαν μεταξύ τους και οι άνδρες θα υπηρετούσαν στον στρατό, κερδίζοντας παράλληλα και έναν κλήρο ή θα τους έκοβαν τα κεφάλια!
Φαίνεται ότι υπήρξαν και κάποιοι/ες, που επέλεξαν το δεύτερο, προς αιώνια δόξα του παραλογισμού του ανθρώπινου γένους.

Εν ολίγοις, η πολιτική των Ισαύρων μπορεί να καταλογιστεί ως μία ακόμα απόπειρα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού μιας κοινωνίας – και μάλιστα σε ευρεία κλίμακα, εφόσον εφαρμόστηκε στην πλέον ακμάζουσα αυτοκρατορία του 8ου και του 9ου αιώνα.
Η οριστική ήττα των εικονομάχων και η παλινόρθωση του παπαδαριού, δρομολόγησαν την επιστροφή στη φεουδαρχία και τη βαθμιαία εξασθένηση του βυζαντινού κράτους, που τελείωσε με την ουσιαστική εξαφάνιση του, δύο αιώνες αργότερα, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους σταυροφόρους του δόγη Δάνδολου.
Ωστόσο η περίοδος της ακμής των εικονομάχων βασιλέων κράτησε κοντά έναν αιώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου η σοσιαλιστική απόπειρα μετασχηματισμού της κοινωνίας, εξασφάλισε στους πολίτες του Βυζαντίου μία αξιοπρεπή ζωή και προίκισε τους Μακεδόνες διαδόχους των Ισαύρων με τις δομές εκείνες που έφτασαν το Βυζάντιο στο μέγιστο σημείο της ακμής του.
Η κατοπινή ολοκλήρωση του φεουδαρχικού καθεστώτος και η σταδιακή παραχώρηση προνομίων στους ξένους πειρατές και οικονομικούς τυχοδιώκτες, όπως ήσαν οι Βενετσιάνοι, οι Γενουάτες και οι Φράγκοι, σήμαιναν απλώς την αρχή του τέλους μιας αυτοκρατορίας.

Ο σοσιαλισμός/κοινωνισμός της εικονομαχικής κοινωνίας όχι μόνον δεν κινήθηκε στη σφαίρα της ουτοπίας αλλά στην εποχή του αποδείχθηκε και το καλύτερο δυνατόν σύστημα, ώστε να διατηρηθεί ζωντανή η πανάρχαια επιθυμία του ανθρώπου για ένα κόσμο πιο δίκαιο, όπου ο δυνατός δεν θα εκμεταλλεύεται τον αδύναμο.

Ο δρόμος προς έναν καλύτερο κόσμο δεν τερματίζει στην ουτοπία

Η βαθειά κατάθλιψη του σύγχρονου ευρωαμερικανού και η αδυναμία του να παράγει πλέον ένα συλλογικό όραμα που θα εμπνεύσει μια νέα έφοδο προς τον ουρανό, οφείλεται και στην απουσία Πίστης.
Της Πίστης ότι ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός.
Η πτώση των σοβιετικών καθεστώτων και η πλήρης εξουθένωση του κινήματος αμφισβήτησης της δεκαετίας του 60, συνήργησε ώστε ο σύγχρονος άνθρωπος να χάσει την πίστη του στον ίδιο τον άνθρωπο.
Η σοσιαλιστική/κοινωνιστική απόπειρα καταχωνιάστηκε στις αποθήκες της Ουτοπίας και το όραμα για δικαιοσύνη, ισότητα, ελευθερία, αξιοπρέπεια και Γνώση, κρίθηκε ως μη αρμόζον στην ανθρώπινη φύση.
Ο κορυφαίος της Δημιουργίας, ο Άνθρωπος κατατάχτηκε στα όντα της ζούγκλας και η νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα εξήγγειλε την οριστική της επικράτηση σε έναν κόσμο προορισμένο μόνον για αφεντικά ή για σκλάβους.

Ωστόσο η Γνώση της Ιστορίας, είναι η γνώση των Ορίων του Είναι. Κι η γνώση αυτή δεν μπορεί να εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης, διότι αποτελεί το ίχνος του Τετελεσμένου.
Δεν απέτυχε ο σοσιαλισμός, όπου και όταν εφαρμόστηκε.
Αυτό τουλάχιστον μας διδάσκει το τετελεσμένο γεγονός της ύπαρξης κοινωνιών πιο δίκαιων, πιο ανθρώπινων και πιο επιτυχημένων, από τη βαρβαρότητα της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης λεηλασίας.
Απέτυχε η επιχείρηση του κ. Στάλιν και των επιγόνων του, να εφαρμόσουν δια της βίας ένα καθεστώς στυγνής εκμετάλλευσης, που στη θέση των αφεντικών έβανε μια δράκα γραφειοκρατών και στη θέση του ανθρώπου έβανε μια καρικατούρα ανθρωποειδούς, το οποίο περιορίζονταν στα στενά όρια μιας οικονομικίστικης ερμηνείας.
Η ένωση σοβιετικών σοσιαλιστικών δημοκρατιών, διέφερε από τον εφιάλτη του νεοφιλελευθερισμού μόνον στον βαθμό που μετέθετε την εκμετάλλευση του ανθρώπου, από μια κλειστή κάστα πλουτοκρατών γραβατοπειρατών σε μια γραφειοκρατική νομενκλαντούρα.
Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δεν σημαίνει διόλου ότι ο σοσιαλισμός είναι αντίθετος με την ανθρώπινη φύση. Σημαίνει απλώς ότι ο «σοσιαλισμός» των συντρόφων του κ. Μπέρια και του κ. Μπρέζνιεφ, έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια και την ανθρώπινη φύση και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Η σοσιαλιστική/κοινωνιστική απόπειρα είναι τόσον παλαιά στην ιστορία, όσο και η δύναμη του ανθρώπου να οραματίζεται έναν καλύτερο κόσμο.
Αν ο δρόμος προς τον κοινωνισμό οδηγούσε απαραιτήτως στην Ουτοπία, τότε δεν θα υπήρχε καν ο άνθρωπος αλλά ένα ανθρωποειδές επιζήμιο και παρασιτικό σ’ αυτόν εδώ τον πλανήτη, καταδικασμένο να εξαφανιστεί από προσώπου γης, όπως και οι ανοικονόμητοι τυρανόσαυροι…
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ  panusis.blogspot.com

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΠΑΤΡΙΣ







Ζητείται πατρίς
[ανοιχτή επιστολή προς σκεπτόμενους αριστερούς]΄

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ


Τη λησμονήσαμε;
Τη θεωρήσαμε ως ένα ακόμα ιδεολόγημα της λεγόμενης «αστικής τάξης;»
Και ξεμείναμε χωρίς πατρίδα, χωρίς ρίζα – αδιάφοροι πια για τους ωραίους νεκρούς;

Ναι, δεν λέω! Φορτώθηκε πολλά η πατρίδα από τους πατριδοκάπηλους. Σωροί τα εγκλήματα που γίνανε στο όνομα της. Τη λέρωσαν με εξορίες, με βασανιστήρια, με ψέματα – τη σκέπασαν με τις στάχτες από τα κρεματόρια.
Και την κατάντησαν να μοιάζει φυλακή.
Όμως εμείς γεννηθήκαμε εδώ.
Φέρνουμε μέσα μας το υγρό χώμα του φθινοπώρου, τη ραστώνη του πεύκου, το μέγα κρίμα του Οιδίποδα, την αρμύρα του Σαρωνικού.
Ακούμε ακόμα στη λαλιά του Ομήρου. Αριθμούμε τις μνήμες μας με τον άβακα του Μακρυγιάννη, τραγωδούμε τα αδιέξοδα του Αισχύλου και χορεύουμε τους όρκους των ακριτών.
Τι θα μείνει από μας, αν γυμνωθούμε από την κληρονομιά μας;

Ναι, σωστά…
Λέμε ότι παλεύουμε για έναν καλύτερο κόσμο. Λέμε ότι δεν θέλουμε σύνορα ανάμεσα στους λαούς. Μιλάμε για τον σοσιαλισμό, ως ένα παγκόσμιο σύστημα, όπου δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Διακηρύσσουμε πως ένας καινούριος κόσμος είναι εφικτός, όπου ο άνθρωπος θα μπαίνει πάνω από τα κέρδη.
Και πολύ καλά πράττουμε. Από τον καιρό του Σπάρτακου ίσαμε σήμερα, δεν έπαψαν οι αδύναμοι, οι αδικημένοι, οι παρίες των Θεών, να διεκδικούν το μοιράδι τους κάτω από τον ήλιο.
Όμως στο όνομα τίνος ανθρώπου, διεκδικούμε τον δικό μας ανθρωπισμό;
Στο όνομα ενός απρόσωπου και μετέωρου πολίτη του κόσμου, χωρίς πατρίδα, χωρίς παράδοση, χωρίς μητέρα-γλώσσα;

Αλλά ο μετέωρος άνθρωπος είναι ο λεηλατημένος άνθρωπος.
Γιατί πώς να χτιστούνε οι συνειδήσεις μας, πώς να μεστώσουνε τα όνειρα μας και πώς να ριζώσουν οι ιδέες μας, όταν αρνούμαστε τα δομικά υλικά που χτίζουνε τις συνειδήσεις, όταν εγκαταλείπουμε τη γη που ωριμάζει το όνειρο, όταν ξεκόβουμε ασυλλόγιστα από τις ίδιες τις ρίζες μας.
Για να μάθεις να εκφράζεσαι σε πολλές γλώσσες, πρέπει πρώτα να έχεις κατακτήσει τη δικιά σου τη γλώσσα. Για να φτάσεις να αγαπήσεις έναν άλλον άνθρωπο, πρέπει πρώτα να έχεις αγαπήσει τον ίδιο τον εαυτό σου.
Κανένα ζωντανό πλάσμα δεν αναπτύσσεται έξω από μια αρχέγονη μήτρα.
Και η μήτρα των συνειδήσεων είναι η πατρίδα.

Γιατί, η πατρίδα δεν είναι ένας απλός γεωγραφικός όρος, που οριοθετείται έπειτα από διεθνή παζάρια ή από κατακτητικούς πολέμους ή από πρόσκαιρες γεωπολιτικές ισορροπίες.
Οι Έλληνες έχουμε συνείδηση της ελληνικότητας μας, είτε ζούμε στην Αμερική, είτε στη Θεσσαλονίκη. Κι ακόμα περισσότερο, οι Έλληνες είχαμε και συνεχίζουμε να έχουμε τη συνείδηση ενός κοινού πεπρωμένου, είτε μιλάμε για την εποχή της αρχαίας πόλης κράτους, είτε αναφερόμαστε στον καιρό των Βυζαντίνων, όπου ακόμα και η λέξη Έλληνας ήταν απαγορευμένη, επειδή σήμαινε τον ειδωλολάτρη.
Κι αυτό μπορείς να το ανιχνεύσεις σε όλους τους λαούς, είτε διαθέτουν ιστορική συνείδηση, είτε όχι.
Η πατρίδα ως παγκόσμια ιδέα, δεν έχει να κάμει μόνον με τους χωρικούς προσδιορισμούς – οι Εσκιμώοι ας πούμε αντιλαμβανόντουσαν ως πάτριο έδαφος, ολόκληρη την επικράτεια του χιονιού, ενώ οι Εβραίοι της διασποράς τοποθετούσαν τα κέντρα τους, στον ανύπαρκτο πια ναό του Σολομώντα.
Η πατρίδα χαράζει τα σύνορα της πρώτα απ’ όλα μέσα μας.
Κι αν πάρουμε το ρίσκο να την διαγράψουμε, είναι σαν να λεηλατούμε τις ίδιες τις ψυχές μας.

Και να σας πω και κάτι ακόμα…
Οι μεγαλύτερες κατακτήσεις του πάσχοντος ανθρώπου κερδήθηκαν ακριβώς στην εποχή των εθνών/κρατών.
Τους Γράκχους και τους Βογομίλους, τους εξόντωσαν οι αυτοκρατορίες.
Τον Μαρίνο Αντύπα τονε σκότωσαν οι θλιβεροί μισθοφόροι του φεουδαρχισμού.
Αλλά το οκτάωρο, την προστασία της εργασίας, την κοινωνική ασφάλιση, τον σεβασμό της αξιοπρέπειας του ατόμου, το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση και στην ελεύθερη διαχείριση του σώματος μας, τα κερδίσαμε όντας ενταγμένοι μέσα σε κάποιο έθνος/κράτος.
Ακόμα-ακόμα και οι δήθεν υπερεθνικές σοσιαλιστικές δημοκρατίες, στήριξαν την επιβίωση και την ανάπτυξη τους, στη συνείδηση μιας πατρίδας. Κι όταν ο Στάλιν έδωσε την μεγάλη μάχη για την υπεράσπιση της Μόσχας, μίλησε στην καρδιά των Ρώσων ξαναβγάζοντας από τα ντουλάπια της ιστορίας, τους παλιούς τους ήρωες.
Τον Αλέξανδρο Νιέφσκυ και τον Ιβάν τον Τρομερό, ασχέτως αν εκείνοι είχαν πολεμήσει στο όνομα του τσαρισμού.
Η πατρίδα είναι πολύ πιο πάνω από τις εξουσίες. Όπως ο ορίζοντας είναι πολύ πιο μακριά από εκεί που φτάνει το χέρι μας…

Και δεν χωράει συζήτηση ότι το μέγιστο σημείο υλικής τουλάχιστον ευμάρειας, το εξασφάλισαν στους πολίτες τους, πρόσκαιρα έστω, τα έθνη/κράτη που προέκυψαν μετά τη διάλυση των αυτοκρατοριών.
Για να μην πω ότι οι κατακτήσεις των πολιτών, σε εργασιακά, ασφαλιστικά, κοινωνικά ή ατομικά ζητήματα, στις δυτικές δημοκρατίες, υπερέβησαν ακόμα και τις φαντασιώσεις των υπηκόων του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ο σεβασμός στην εργασία, στην αξιοπρέπεια, στη σεξουαλική επιλογή, στο δικαίωμα της έκφρασης και στην ατομική ανεξαρτησία, πουθενά αλλού δεν έφτασαν σε τέτοιο επίπεδο, παρά στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, που στηρίζονταν στην ιδέα του έθνους/κράτους.
Οι πατρίδες δεν είναι πάντα φυλακές. Μπορεί να γίνουν και στοργικές μητέρες.

Απ’ την άλλη, πολλά λέγονται για το ρόλο του έθνους/κράτους στους δύο πιο αιματηρούς πολέμους της ιστορίας.
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος ξέσπασε όταν ένας Σέρβος εθνικιστής πυροβόλησε τον διάδοχο της Αυστροουγγαρίας και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος έγινε για την κυριαρχία της Αρίας φυλής.
Σωστά.
Όμως ο Χίτλερ δεν είχε στο νου του τη γερμανική πατρίδα, άλλωστε ο ίδιος ήτανε Αυστριακός, αλλά τη δημιουργία μιας νέας αυτοκρατορίας των Αρίων, ενώ ο Κάιζερ απέβλεπε στην παλινόρθωση της κυριαρχίας των Χοεντζόλερν και ο Χιροχίτο στην αυτοκρατορία του ανατέλλοντος ηλίου.
Ουσιαστικά οι μεγάλοι πόλεμοι που συντάραξαν τον κόσμο, στον 20ο αιώνα οφείλονταν στα απόνερα του τέλους των αυτοκρατοριών. Κι όσον αφορά τις σφαγές που ακολούθησαν τη διάλυση των σοβιετικών κρατών/δορυφόρων, όπως στη Γιουγκοσλαβία, ίσως να μην είχαν γίνει αν οι διάφοροι Μιλόσεβιτς ακολουθούσαν το παράδειγμα του Βενιζέλου και του Κεμάλ και έχτιζαν ανεξάρτητα έθνη/κράτη με όσο το δυνατόν πιο αμιγή εθνικά πληθυσμό, αντί να ονειρεύονται μεγάλες Σερβίες.
Ο πατριωτισμός δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με τον μεγαλοϊδεατισμό, αντιθέτως οι πιο άγριες καταστροφές στην ιστορία των εθνών, προήλθαν ακριβώς από αυτούς που μπερδεύανε την ευημερία της πατρίδας, με την ευημερία των ιμπεριαλιστικών τους φαντασιώσεων.
Τη μικρασιατική τραγωδία δεν την προκάλεσε ο πατριώτης Βενιζέλος αλλά οι νοσταλγοί του μαρμαρωμένου βασιλιά.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, πιο πολύ από κάθε άλλη φορά αμφισβητείται η ίδια η ύπαρξη της εθνικής ταυτότητας.
Το δόγμα του Σοκ απαιτεί στρατιές εξαθλιωμένων εργατών, χωρίς αίσθηση της ιστορίας τους, χωρίς πνευματικές ρίζες, χωρίς πίστη και χωρίς πατρίδα, για να τους σωρεύει ως φτηνό κρέας στα εργοστάσια.
Ο νεοφιλελευθερισμός της σχολής του Σικάγου περιορίζει την ερμηνεία του ανθρώπου σε ένα στατιστικό/οικονομικό μέγεθος, απορρίπτοντας όλους εκείνους τους προσδιορισμούς, πολιτισμικούς, συνειδησιακούς, πνευματικούς, που τον προστατεύουν από το να καταντήσει ένα ασήμαντο γρανάζι στην παγκόσμια μηχανή παραγωγής πλούτου.
Η πατριωτική συνείδηση πρέπει πάση θυσία να εξαφανιστεί, ώστε η νέα τάξη της διεθνούς γραβατοπειρατείας, να ξαναπλάσει τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν της κόλασης της, στην οποία χωνεύονται όλες οι παραδοσιακές αξίες.
Σ’ αυτό το απάνθρωπο στοίχημα η αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να ποντάρει.
Ο σοσιαλισμός ναι μεν, απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους ασχέτως φυλής, εθνικότητας ή πίστης, ωστόσο δεν αρνείται [και δεν αρνήθηκε ποτέ] το δικαίωμα τους να αυτοπροσδιορίζονται μέσα από ένα μάγμα φαντασιωτικών ή αντικειμενικών αξιών, που καθιστά τον καθένα από μας διαφορετικό αλλά και συνοδοιπόρο με τον άλλον.
Οι πατρίδες δεν στερούν την ελευθερία του ατόμου να αποφασίζει για τον εαυτό του. Περιορίζουν όμως τη δυνατότητα των ισχυρών, να αποφασίζουν για όλους τους άλλους.

Συνεπώς, ζητείται πατρίς.
Όχι επειδή εμείς είμεθα ο περιούσιος λαός του Κυρίου και άρα έχουμε δικαιώματα έναντι των άλλων λαών.
Ζητείται πατρίς, επειδή διαθέτουμε μνήμη, επειδή διαθέτουμε πρόσωπο, επειδή διαθέτουμε ιστορία, επειδή δεν θέλουμε να νιώθουμε ως κάποια τυχαία ρίψη του ζαριού της δημιουργίας – επειδή έχουμε ανθίσει μέσα από τις ρίζες μας στον κόσμο.
Και δεν έχει να κάνει αν την πατρίδα θα την ονειρευόμαστε στα δεξιά ή στα αριστερά.
Οι Παλαιστίνιοι που τόσο τους αγαπούν οι αριστεροί, μάχονται ακριβώς γι’ αυτό που εμείς έχουμε λησμονήσει, επειδή δεν μας έλλειψε.
Η πατρίδα η δικιά μας, το έθνος το δικό μας, πρέπει να υπάρχει, για να είναι δυνατόν να υπάρξει έδαφος για τα όνειρα μας.
Αλλιώς θα είμαστε οι μετέωροι σχοινοβάτες της ιστορίας και θα ισορροπούμε απάνω στα σχοινιά που μας τεντώνουνε άλλοι…panusis.blogspot.com






Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

ΕΘΝΙΚΟΣ ΕΞΑΓΝΙΣΜΟΣ

 τό κείμενο είναι απόσπασμα από ομιλία του ΕΝΩΔΩΝ
......Από πού προέρχεται η Αυθεντική γνώση και πώς είμαστε βέβαιοι πως είναι αξιόπιστη.
Εδώ είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε μία μικρή παρένθεση ή παρέκβαση.

Υπάρχουν στη Γνωσιολογία και τα Μαθηματικά: Τα αξιώματα, τα θεωρήματα και οι κανόνες.

Τα αξιώματα δεν αποδεικνύονται (παρά το ότι ο Λάιμπνιτς πρότεινε και την δική τους απόδειξη). Όλο, συνεπώς, το οικοδόμημα της ανθρώπινης σκέψης -και μάλιστα της μαθηματικής που είναι η πιο αξιόπιστη και στέρεα- στηρίζεται σε «αξίες» αναπόδεικτες ουσιαστικά. Κανένα όμως «αξίωμα» (άξιο του ονόματός του) δεν είναι αυθαίρετο. Ούτε τα «αξιώματα» της Αρχαιότητος, ούτε των νεωτέρων (Πεανό - Χίλμπερτ...) δεν είναι ξεκάρφωτα. Δένουν λειτουργικά (σαν «παζλ») με τα «θεωρήματα» και τους «κανόνες» και προτείνουν ένα σύστημα σκέψης αξιόλογο.

Φωτογραφία για Ενεργειακός εξαγνισμός του χώρου!
Το ίδιο έκανε και κάνει η Φιλοσοφία, όταν την συντάσσουν, δομούν και βιώνουν αυθεντικοί της εκπρόσωποι.

Ενώ η θρησκεία, περισσότερο από όλα, στηρίζεται σε αναπόδεικτες «Αξιωματικές» προτάσεις. Γι’ αυτό, ευλόγως, όλες οι «Θρησκείες» προκάλεσαν και προκαλούν πολλά ερωτηματικά, απορίες και μεγάλη δυσπιστία στους γενναίους στοχαστές όλων των εποχών. Η κάθε μία, δε, «κρίνεται» από το πόσα αναπόδεικτα «αξιώματα» διαθέτει. Γιατί βέβαια η πιο αξιόπιστη είναι αυτή που έχει τα λιγότερα, δηλαδή τις ελάχιστες αναπόδεικτες προτάσεις. Αυτή άλλωστε είναι και η πιο ωφέλιμη. Γιατί μπορεί να στεγάσει τους λιγότερους φανατικούς, προκατειλημμένους και δεσποτικούς οπαδούς. Είναι άλλωστε η πιο ανοιχτόμυαλη και ευρύτερη. Ισχυριζόμαστε πως η Ελληνική Γραμματεία και Θρησκεία είναι οι ευρύτερες. Και, για να μιλήσουμε λογικο-μαθηματικά, αυτή μας η βασική πρόταση αποδεικνύεται. Σε αυτή την αυστηρή απόδειξη θα προβούμε τώρα.

Σημείο 2ο. Η Ελληνική Γραμματεία που στηρίζεται στην Ελληνική Θρησκεία είναι η Ευρύτερη και πιο Αξιόπιστη.

Η Ελληνική Θρησκεία είναι Στέρεη γιατί στηρίζεται στο Στερέωμα. Αυτό είναι και το Μοναδικό της Αξίωμα:

Στέρεοι στο Στερέωμα.

Γιατί ο Κορυφαίος Θεός της, ο ΔΙΑΣ ταυτίζεται (λογοδυναμικά και σημαντικά) με το ΔΙΑΣΤΗΜΑ. Και πράγματι, αυτό ακριβώς κάνει η σημαντική Ελληνική Θρησκεία.

Και πρώτα απ’ όλα: Τι σημαίνει «Θρησκεία». Ελληνικά σημαίνει: Θρακεία. Δηλαδή τη Θράκα των Άστρων ή του ΔΙΑΣτήματος. Γι αυτό ο ιδρυτής της Ελληνικής Θρησκείας (ο ΟΡΦΕΑΣ που ονόμασε πρώτος απ’ όλους τον εαυτό του «Θεολόγο») έχει καταγωγή του τη Θράκη.

Κι Αυτός ίδρυσε τα Μυστήρια της Σαμο-θράκης. Θρησκεία ή Θρακεία συνεπώς σημαίνει: Αυτή που οδοδεικτεί προς τ’ άστρα. Προς την αναμμένη «Θράκα» του Διαστήματος, από την οποία προέρχεται η ανθρώπινη ζωή και προφανώς σ’ αυτή θα επιστρέψει κάποτε.

Γι αυτό «προσαστέρωναν» τους ήρωες, τους ημίθεους και τους Θεούς τους οι Έλληνες. Έτσι πληρώθηκε σχεδόν όλο το Ουράνιο Στερέωμα με Σημαντικά Μεγέθη της Ελληνικής Κοσμογονίας: Πλειάδες - Ανδρομέδα - Ωρίων...

Συνεπώς οι Έλληνες διέθεταν την ευρύτερη θρησκεία της γης, γιατί την ταύτιζαν με το Πανουράνιο Στερέωμα ή Διάστημα.

Κι επειδή στενοχώρια θα πει «στενός χώρος», με τέτοια ευρύτητα σκέψης κανείς δεν μπορεί να νοιώθει στενάχωρα.

Ας προσέξουμε λίγο τι μας έλεγαν:

- Δίας είναι «αιθέρι ναίων» (κατοικών στον αιθέρα) και «αιθεροβάμων» (βαδίζων στον αιθέρα).

- Ο «Ζευς» μεταβαλλόταν σε «Δίας». Κι αυτές οι δύο λέξεις είναι ομόηχες με τα «Ζώ-δια». Γιατί το «Ζώδιον» είναι το Ζωήν δίδον.

- Την «Ευρώπη» την παίρνει ο «Δίας» ως «Ταύρος». Η Ενόραση μεταβαίνει στο Διάστημα και κυρίως στην Πανσέληνο του «Ταύρου» (Μαΐου).

- Η «Ευρυδίκη» μεταβαίνει στον Άδη. Η Ευρύτατη Δικαιοσύνη απονέμεται από τους Κριτάς του Άδη, κ.ο.κ.


Συνεπώς όλη η Ελληνική «Μυθολογία» είναι εξωτερίκευση της εσωτερικής Ελληνικής καιΠαγκόσμιας Μυολογίας.


Σημείο 3ο. Οι Έλληνες Μύστες φρονούσαν πως αληθινή μας Πατρίδα και Μητρίδα είναι η Δίγλωσση Πανουράνια Φλόγα.

Οι Δημιουργοί της Ελληνικής Γραμματείας και Θρησκείας είχαν πολύ νωρίς καταλάβει πως όλες οι Μεγάλες Ιδέες ρέουν και περιρρέουν στο Διάστημα. Κι αυτός που διασυνδέει την καθαρή καρδιά του και την φωτεινή κάρα του, τις συλλαμβάνει και τις εμπραγματώνει, ως εφευρέσεις σε όλους του κλάδους του επιστητού, όπως και στη δομή του κοινωνικού γίγνεσθαι. Κι αυτό ακριβώς έκαναν οι τόσο οξυδερκείς αρχαίοι μας πρόγονοι: Συνελάμβαναν τις Ιδέες τους από το Διάστημα. Γι’ αυτό και ονόμαζαν τον Δία Πατέρα τους.

Εμείς τι κάναμε σήμερα (δηλαδή όλοι οι σημερινοί γαιάνθρωποι); Σκύβουμε το κεφάλι μας μόνο προς τη γη. Κι όταν το σηκώνουμε προς τον Ουρανό βγάζουμε γρήγορα την ετυμηγορία μας «Τίποτα δεν υπάρχει σ’ αυτόν». Ξεχάσαμε παντελώς τι επεσήμαιναν τα Ελληνικά μας Μυστήρια: Της Σαμοθράκης - της Ελευσίνας...

Αλλά οι Σοφοί αρχαίοι μας Πρόγονοι (σχεδόν όλοι) ήσαν Μυημένοι σ’ αυτά τα Μυστήρια. Και όχι μόνο στα Ελληνικά αλλά και στα Αιγυπτιακά.

Και μερικοί πολύ τολμηροί «σπαταλούσαν» αφειδώς τεράστιες περιουσίες, όπως ο Δημόκριτος που διέθεσε εκατό τάλαντα (κολοσσιαίο ποσό) για να αποχτήσει μέρος της Σοφίας των «Γυμνοσοφιστών της Ινδίας».........
 
Για να εκδηλώσει το Έθνος μας την Ελληνική Ψυχή του πρέπει ένας ικανός αριθμός Ελλήνων να βαδίσουν, αταλάντευτα, την Πύρινη Κλίμακα της Ανελίξεως.

Κι αυτό το σημαντικό γεγονός είναι αδύνατον να συμβεί αν δεν συμβούν τρία ευδιάκριτα μεταξύ τους, αλλά αλληλοσυνδεόμενα στάδια:

1ο. Της Καθάρσεως ή Εξαγνισμού.

2ο. Της Μαθητείας ή Θητείας στον ορατό και αόρατο κόσμο.

3ο. Της Μυήσεως ή Διευρύνσεως της Συνειδήσεώς μας και στους τρεις κόσμους:

αισθητό, λεπτοφυή, πύρινο.


ΕΘΝΙΚΟΣ ΕΞΑΓΝΙΣΜΟΣ.


Κανένας Κρατικός (ή άλλος) Δεσποτισμός και καμμία βία δεν είναι, ούτε ποτέ ήταν, σε θέση να συνεπιφέρει Εθνικό εξαγνισμό. Δοκιμάστηκαν όλα τα σύνεργα της «Ιεράς εξέτασης», κατά καιρούς, και όλα απέτυχαν. Πυρές, εξορίες, κώνεια, μαστίγια, κλίβανοι αερίων…δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Σήμερα άλλαξαν μεθόδους. Ολοι οι κακοδαίμονες, δυσδαίμονες και εχθροδαίμονες έγιναν πιο «επιστημονικοί». Εφαρμόζουν μια τριπλή μέθοδο παραπλανήσεως, αφαίμαξης και εκφοβισμού.

Ετσι παραβιάζουν και τους τρεις νόμους:

Της Οικονομίας.

Της Ελξεως και

Της Συνθέσεως.



Σήμερα, σε παγκόσμια κλίμακα, εφαρμόζουν:

- Τον οικονομικό εξαναγκασμό.

Παραβιάζουν τελείως το νόμο του δίκαιου οικονομικού μερισμού. Γιατί αυτό σημαίνει η λέξη «Οικο-νομία»: νέμω τα του Οίκου (εν προκειμένω τα της Γης).

- Τον Εκπαιδευτικό εξαναγκασμό.

Παραβιάζουν απολύτως τον μεγάλο νόμο της Έλξεως. Γιατί θα έπρεπε ο καθένας να μελετά και να σπουδάζει αυτό προς το οποίο, εσωγενώς, ελκύεται. Γιατί και ευδαίμων θα ήταν και θα απέδιδε σ’ αυτό στο οποίο θα ελκυόταν (γιατί έχει «φτερά» όπου «φτουρά»).

- Τον Πολιτικό εξαναγκασμό.

Παραβιάζουν αδιάντροπα τον μεγάλο νόμο της Συνθέσεως: Πόλων, πολιτών και πολιτισμών. Έτσι αντί της Συνθέσεως εξακολουθούν να εφαρμόζουν στην «Πολιτική» το γνωστό «Διαίρειν και Βασίλευε». Αντί να συνενώνουν κοκκοποιούν και κακοποιούν.



Αλλά αυτά όλα είναι, πλέον, γνωστά «τοις πάσι».

Καλούμεθα όμως, (γι αυτό τα θυμίσαμε), μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες να συνεπιφέρουμε την Εθνική μας κάθαρση και τον εξαγνισμό. Και ερωτάται, πώς;

Για να αποφύγουμε τελείως την κενολογία (που είναι η μέθοδος των καιρών μας), θα προτείνουμε πρώτα τι και ποιους πρέπει να αποφύγουμε και μετά θα δούμε τι πρέπει να κάνουμε.





Ποιους πρέπει να αποφύγουμε:

- Όλους τους σύγχρονους «Σοφιστές»: Τους σκεπτικιστές και τους σχετικιστές. Αυτοί είναι οι πρώτοι που Σταυρώνουν κάθε γνήσιο αναζητητή της Αλήθειας.

- Όλους τους επηρμένους αστρόπληκτους που νομίζουν πως είναι…Μύστες άνευ χαρτοφυλακίου. Επίσης αυτούς που «φουσκώνουν» για τους Προγόνους τους, τους οποίους όμως παντελώς αγνοούν ή παραποιούν για να τους φέρουν στα «μέτρα» τους.

Γιατί γίνεσαι εντελώς φαιδρός, αν φοράς τις ενδυμασίες των προγόνων σου – αλλά σου λείπει το ζωοποιό πνεύμα τους, χωρίς δυνάμεις και υπερβατική γνώση.

Και βέβαια όσους παριστάνουν τους «Θεραπευτές» ελέω Θεού.

- Όλους τους, γνωστούς και άγνωστους, Ελλαδέμπορους. Αυτοί είναι οι Εθνικοί Μαυραγορίτες. Πουλάνε, σε αφελείς «Μυήσεις» - «Αρχαιο-Ελληνικές ονομασίες» - «Αρχαιο-Ελληνικούς γάμους». Ακόμα και…«Αρχαιο-Ελληνικά φαγητά». Και σύντομα…«Αρχαιο-Ελληνικές Πόλεις».

Αυτό όμως που τους λείπει είναι: Ο Αρχαιο-Ελληνικός Στοχασμός. Αυτός που ήταν εντελώς Υπεργήϊνος και έφτανε ως τον Σείριο, τις Πλειάδες και την Μεγάλη Άρκτο…

- Κι όλη, βεβαίως, την στείρα «Ακαδημαϊκή» εκπαίδευση. Το «δίπλωμα για το δίπλωμα». Άλλοτε, ήθελαν «γίδια και πρόβατα», τώρα θέλουν «χαρτιά – πολλά χαρτιά». Κυρίως του…Εξωτερικού (κι ας έλεγε ο Λε Κομπιζιέ: «τα διπλώματα είναι νομιμοποίηση της ανεπάρκειας»). Και ενώ κάποτε λέγανε «Σπουδάσας εν Αθήναις» (την «Ρωμαϊκή» εποχή), Σήμερα (την Ελληνική εποχή) λένε: «Σπουδάσας εις Παρισίους ή εν Λονδίνω»…και γίνονται «Καθηγηταί»! Οποία γελοιότης! Λες και η ελαφρομυαλιά δεν είναι, πλέον, διεθνής! Γιατί - φευ – είναι.

- Και τώρα, πριν δούμε τι πρέπει να κάνουμε, ας επισημάνουμε πώς πρέπει να αποφύγουμε μια άλλη μάστιγα των ημερών μας: Εκείνη των Συσκοτιστών. Περιφέρονται παντού και διαδίδουν σε όλους τους τόνους (ψιθυριστά ή στεντόρια):

«Κινδυνεύει η Ελλάς…».

Όχι βέβαια πως δεν κινδυνεύει, αλλά πρωτίστως κινδυνεύει απ’ αυτούς, τους δήθεν …«σωτήρες» της!

Γιατί η Ελλάδα κινδυνεύει απ’ όσους δεν διεισδύουν στα βάθη του Αεί Παρόντος. Δηλαδή απ’ όλους τους:

- Υλόφρονες

- Αστρόπληκτους και

- Μορφωμένους και μη Μεταμορφωμένους.

Γι αυτούς τους Εθνικούς συσκοτιστές και κινδυνολόγους ταιριάζει το λεχθέν σοφό:

«Συσκοτίστε τους συσκοτιστές».

Κι αυτό ακριβώς πρέπει να κάνουμε, όπως άλλωστε (και άλλοτε) το έκανε ο Σωκράτης.

Μακριά, συνεπώς, απ’ όλες αυτές τις κατηγορίες των «Εμπόρων – Σωτήρων». Δεν έχετε τίποτα να πάρετε και σίγουρα χάνετε ότι πιο πολύτιμο: το χρόνο σας.

Για να τους καταλάβετε εγκαίρως: Ζητήστε τους «χρυσούς» ή «ασημένιους» καρπούς τους. Τους δικούς τους και όχι τους κλεμμένους. Γιατί κυρίως και πρωτίστως διαπρέπουν στην αρπαγή του δημιουργικού μόχθου των άλλων. Είναι, κυριολεκτικά (οι πιο πολλοί) κλεπτομανείς.

Εμείς μετρήσαμε 15 που έχουν κατακλέψει το έργο μας (και μπορούμε να τους απαριθμήσουμε).

Ζητήστε, αφετηριακά, πριν «ενδώσετε» σ’ αυτούς, το έργο τους. Και θα δείτε πως δεν υπάρχει.

Γιατί το αληθινό έργο θέλει: Αφοσίωση, αυτοθυσία, διαρκή αυτογνωσία και αυτο-εκπαίδευση. Σημαίνει πως είσαι πρώτα μαθητής των πάντων και μετά δάσκαλος μερικών που, μόνοι τους, θα έρθουν σ’ εσένα για να μάθετε μαζί μερικές Αλήθειες.

Και κυρίως να προσπαθήσετε να τις βιώσετε από κοινού.

Φυλαχτείτε λοιπόν από τους κενολόγους που εμφανίζονται σε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα και....αίθουσες φλυαρίας.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ: ΤΙ ΔΕΟΝ ΓΕΝΕΣΘΑΙ. ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΟΛΟΙ.


Θα είμαστε Λακωνικοί και Ολοκάθαροι:


1ον. Να εφαρμόσουμε - ορθά – τους 3 Νόμους:

Α. Της Οικονομίας.

Β. Της Ελξεως.

Γ. Της Συνθέσεως.

Α’. ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ.

Αντί να μην παράγουμε σχεδόν τίποτα και να ξοδεύουμε ότι βρούμε – πρέπει να κρατάμε, στο νου μας, μία ζυγαριά: «Πόσα παράγω – πόσα ξοδεύω». Όλοι καταξοδεύουμε (τον Ενεργειακό Προμηθευτή) κάθε 24ωρο.

Ενώ, συχνά, δεν παράγουμε απολύτως τίποτα: Ούτε ένυλα, ούτε έμψυχα, ούτε έμπνεα.

Αυτό πρέπει να το σταματήσουμε. Γιατί μας οδηγεί σε καθαρή ανισορροπία.

Τι προτείνουμε: Καλλιέργεια, αγάπη και αξιοποίηση της (ρημαγμένης) Ελληνικής γης.

Αλλοτε η Αστυφιλία ήταν (ψυχολογικά τουλάχιστον) χρήσιμη. Σήμερα είναι καταστροφική και ψυχοφθόρα.

Σκορπίστε στην (πανέμορφη) Ελληνική ύπαιθρο. Ξανα-ζωντανέψτε την και Σεβαστείτε την.

Γιατί αυτό που συμβαίνει είναι ερήμωση και Εθνική αιμορραγία.

Επιστρέψτε στη Γη σας, στην ιδιαίτερη «πατρίδα» σας και στο χώρο σας. Εκεί που (κυρίως εξ αιτίας του «εμφύλιου») ξεριζωθήκατε άλλοτε.

Η Γη είναι Μητέρα μας. Είναι η Δή-μητρα. Πρέπει να την ξανασεβαστούμε, όχι με λόγια αλλά με έργα. Κι αυτή θα μας ξανα-μυήσει όπως άλλοτε.

Ασφαλώς γνωρίζουμε πως η επάνοδος στις «ρίζες» μας: Δεν είναι εύκολη.

Τα στοιχειακά και τα πνεύματα του βουνού και της χαράδρας, που τα εγκαταλείψαμε χρόνια, δεν είναι καθόλου φιλόξενα. Δυσπιστούν σφόδρα απέναντί μας. Οι περισσότεροι άνθρωποι του θερμοκηπίου των πόλεων, αδυνατούν να ζήσουν πάνω από λίγες ημέρες σε «έρημους» ανοιχτούς χώρους.

Τους προειδοποιούμε: Αποκλείεται να ζήσουν «στην επαρχία» χωρίς ικανή και αληθινή Πνευματική κοινοβιακή κάλυψη. Χωρίς αυτή και χωρίς εσωτερικό εξαγνισμό (εγκατάλειψη κάθε εγωϊστικής προβολής) θα…«ρημάξουν» κυριολεκτικά. Γιατί, εκεί, κανείς δεν θα «θαυμάσει» το «ταλέντο», το «πνεύμα» και την «προσωπικότητά» τους! Μπροστά στα βουνά, τον ουρανό και τ’ άστρα θα μοιάζουν μ’ ένα Τίποτα – κι αυτό, ελάχιστοι το αντέχουν. Νοιώθουν ακυρωμένοι. Εκεί πρέπει να «ξεχάσουν τα καλά τους έργα και να δείχνουν τις αμαρτίες τους» (Βούδας). Συνεπώς μόνο όσοι θα αποδεχθούν το Πλατωνικό (και Πυθαγόρειο) φιλοσοφικό αξίωμα «Πέθανε πριν πεθάνεις» μπορούν να ζήσουν εντελώς ανώνυμα – όπως τα πουλιά και τα λουλούδια.


Β’. ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΞΕΩΣ.

Αυτός ο Νόμος είναι κυρίαρχος στο παρόν ηλιακό σύστημα. Αλλά παραβιάζεται περισσότερο και κακοποιείται.

Απλά σημαίνει: Να μαγνητοκαλείς τις κοσμικές ενέργειες που σου ταιριάζουν, ώστε να μπορέσεις να εκδηλώσεις, όσο γίνεται περισσότερο, το μικρο-θείο που έχεις μέσα σου. Όλα τα ταλέντα που κομίζεις στην μακρά γήϊνη διαδρομή σου και όλες τις έμφυτες και εγγενείς ικανότητές σου – τόσο για σένα όσο και για τους άλλους που θα ωφεληθούν.

Αντ’ αυτού παρεμβαίνουν οι «σκοπιμότητες» και παρεμποδίζουν την εμπραγμάτωση ή το φτάσιμο του εξελικτικού Σκοπού. Έτσι οι πάμπολλες αλυσίδες των σκοπιμοτήτων φράσσουν τη θέα της Μοναδικής πραγματικότητος. Το φτάσιμο στην Ενιαία Ζωή! Γιατί ο Νόμος της Έλξεως σημαίνει έλξη που οδηγεί σε Ενότητα και των τριών κόσμων: αισθητού – λεπτοφυούς και πύρινου.

Χωρίς σεβασμό, συμμόρφωση και ορθό χειρισμό αυτού του μεγάλου νόμου δεν γίνεται απολύτως τίποτα.

Γιατί:

- Αυτός ο Νόμος ρυθμίζει τις ορθές επιλογές στους γάμους και στην έλευση, από τον λεπτοφυή κόσμο, των τέκνων. Γιατί συνεπιφέρει αρμονία των φυλετικών πόλων.

- Αυτός ο Νόμος διασφαλίζει την ορθή επιλογή των κατάλληλων Κυβερνητών. Γιατί συνεπιφέρει αρμονία των κοινωνικών πόλων (ή τάξεων) που είναι η μεγάλη τέχνη της πολιτικής.

- Αυτός ο Νόμος ελκύει και συνενώνει αρμονικά το 4ο Ανθρώπινο πεδίο με το 5ο πεδίο των Ψυχών (Αγγέλων ή Δαιμόνων ή Δαημόνων). Κι έτσι δημιουργεί τους Νέους Ουρανο-γήϊνους λαμπρούς Πολιτισμούς.

- Αυτός ο Νόμος της Ελξεως (ή της «Κλήττας και Φάενας» - επικλήσεις και εφελκύσεις) δημιούργησε άλλοτε τα φαεινά Μυστήρια σ’ όλη τη Γη: Από το μακρινό Ναό «ΙΜΠΕΖ» έως εκείνον των Μεγάλων Καβείρων της Σαμοθράκης και της Ελευσίνας............
ΕΝΩΔΩΝ