Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ[Μέρος Β΄]

Στη συνέχεια ο Πρωταγόρας, αναγνωρίζοντας πως ο μύθος του δεν μπορεί να διαθέτει αποδεικτική ισχύ (ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι), θα επιχειρήσει να στηρίξει με λογική επιχειρηματολογία τα δύο συμπεράσματα που προέκυψαν απ' αυτόν και με τα οποία αναιρείται το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη (323a5-324d2), και έπειτα θα περάσει στην αναίρεση του δεύτερου επιχειρήματος (324d3-328d2). Κατά την ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του ο Πρωταγόρας φροντίζει επιμελώς με αυτοαναφορικές φράσεις να υποδεικνύει στους ακροατές του την πορεία της σκέψης του και επίσης να καθιστά σαφές σε ποιο σημείο της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη απαντά. Σε αντίθεση με τη μυθική αφήγηση, όπου η παρουσία του αντίπαλου λόγου είναι λανθάνουσα και εντοπίζεται μόνο στις τροποποιήσεις που επέφερε στον παραδοσιακό μύθο ο Σοφιστής, προκειμένου αυτός να εξυπηρετήσει την επιχειρηματολογία του, στον λόγο που ακολουθεί η παρουσία της αντίπαλης επιχειρηματολογίας είναι κυρίαρχη και σε σημαντικό βαθμό επηρεάζει τη διαμόρφωση και την εκφορά της. Η προσπάθεια του Πρωταγόρα να προσαρμόσει τον λόγο του στον προηγούμενο λόγο του Σωκράτη θα αποτελέσει οδηγό της αναγνωστικής διαδικασίας.

2.3. Ο λόγος του Πρωταγόρα



Ο Πρωταγόρας καταρχήν δικαιολογεί την πρακτική των Αθηναίων, στην οποία αναφέρθηκε προηγουμένως ο Σωκράτης, αποδεικνύοντας ότι αυτοί πιστεύουν πως ο καθένας έχει μερίδιο στην πολιτική αρετή, επομένως δικαιολογημένα δέχονται τη γνώμη του καθενός για πολιτικά ζητήματα. Το επιχείρημά του στηρίζεται σε μια αντιθετική σύγκριση της πολιτικής τέχνης προς τις άλλες τέχνες. Στην περιοχή των άλλων τεχνών θεωρούμε συνηθισμένο και σώφρον να παραδεχθεί κάποιος πως δεν κατέχει μια απ' αυτές, γιατί ασφαλώς δεν πιστεύουμε πως είναι αναγκαίο να τις κατέχουν όλοι· στην περίπτωση όμως της πολιτικής αρετής θεωρούμε παράλογο να παραδεχθεί κάποιος πως στερείται τελείως ηθικών αρχών και δεν σέβεται τη δικαιοσύνη· αντιθέτως περιμένουμε πως ακόμη και ο άδικος θα προσποιηθεί τον δίκαιο, ασφαλώς επειδή κρίνουμε αναγκαία την κατοχή της πολιτικής αρετής από όλους τους πολίτες. Με το συγκεκριμένο επιχείρημα, όπως και με τον μύθο προηγουμένως, ο Πρωταγόρας κατοχυρώνει το θεμέλιο της Αθηναϊκής δημοκρατίας: τη συμμετοχή όλων των πολιτών στη διαχείριση των κοινών.

Αφού κατοχύρωσε θεωρητικά τη περιγραφή της αθηναϊκής συμπεριφοράς στην οποία στήριξε το πρώτο του επιχείρημα ο αντίπαλός του (ὅτι μὲν οὖν πάντ' ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς ταῦτα λέγω, 323c3-5), περνάει στη συνέχεια ο Πρωταγόρας στην αναίρεση του συμπεράσματος που έβγαλε απ' αυτή ο Σωκράτης και αποδεικνύει τη δυνατότητα διδασκαλίας της πολιτικής αρετής (ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ' ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι, 323c5-8). Το επιχείρημά του στηρίζεται καταρχήν στη διάκριση ανάμεσα σε φυσικά και επίκτητα χαρακτηριστικά και στον τρόπο που τα αντιμετωπίζουμε κι έπειτα σε μια ερμηνεία των ποινών που επιβάλλονται στους άδικους, περνώντας έτσι από το χώρο των ιδιωτικών σχέσεων των πολιτών στον χώρο της πολιτείας (ταύτην οὖν τὴν δόξαν πάντες ἔχουσιν, ὅσοιπερ τιμωροῦνται καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ, 324b). Συγκεκριμένα, οι άνθρωποι όταν διαπιστώσουν πως κάποιος συνάνθρωπός τους έχει ένα φυσικό ελάττωμα (φύσει ἢ τύχει κακά, 323d), για παράδειγμα είναι άσχημος ή μικρόσωμος, δεν προσπαθούν να τον αλλάξουν με νουθεσίες και τιμωρίες, αλλά αντιθέτως τον συμπονούν, γιατί ξέρουν πως οτιδήποτε φυσικό δεν μπορεί να μεταβληθεί. Όταν όμως κάποιος είναι άδικος ή ασεβής και γενικά στερείται πολιτικής αρετής, τότε οργίζονται μαζί του και προσπαθούν να τον αλλάξουν με νουθεσίες και τιμωρίες, ασφαλώς επειδή θεωρούν τα ελαττώματα αυτά επίκτητα και πιστεύουν πως κάποιος μπορεί να τα αποβάλει με επιμέλεια, εξάσκηση και διδασκαλία (ὅσα ἀγαθὰ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς γίγνονται ἀνθρώποις, 323d). Η συμπεριφορά επομένως των ανθρώπων στις διαπροσωπικές τους σχέσεις αποδεικνύει πως αυτοί αποδέχονται τη δυνατότητα διδασκαλίας της αρετής. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από την πρακτική της πολιτείας στο θέμα των ποινών. Η πολιτεία επιβάλλει τις ποινές στους άδικους όχι με στόχο την εκδίκηση ή την ανταπόδοση για ένα περασμένο αδίκημα (το παρελθόν άλλωστε δεν μπορεί να μεταβληθεί, όπως και τα φυσικά ελαττώματα), αλλά για να αποτρέψει από παρόμοια αδικήματα στο μέλλον. Στόχος της επομένως είναι ο σωφρονισμός του αδίκου και ο παραδειγματισμός των υπολοίπων πολιτών. Κατά συνέπεια η πολιτεία με την πρακτική της επικυρώνει την άποψη πως η αρετή μπορεί να διδαχθεί. Στο σημείο αυτό ο Πρωταγόρας στηρίζει την άποψή του σε μια ορθολογιστική (ὁ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν, 324b) ερμηνεία των ποινών, που είναι αρκετά πρωτοποριακή για την εποχή του, και απορρίπτει ως παράλογη και ζωώδη (ὅστις μὴ ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται, 324b) τη συνήθη ερμηνεία των ποινών ως εκδίκησης ή ανταπόδοσης. Πριν περάσει στην αναίρεση του δεύτερου επιχειρήματος του Σωκράτη, ο Πρωταγόρας συνοψίζει για μιαν ακόμη φορά την μέχρι τώρα επιχειρηματολογία του, υποδηλώνοντας παράλληλα πως επιβεβαίωσε και με τον λόγο του τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τον μύθο: (α) ὡς εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοὶ πολῖται καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τὰ πολιτικά, και (β) ὅτι διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν (324c-d). Εμφανής είναι στην κατάληξη αυτού του πρώτου μέρους της επιχειρηματολογίας η αυτοπεποίθηση του Πρωταγόρα, καθώς και η ειρωνική διάθεσή του προς τον Σωκράτη: εμφατική αναφορά στους Αθηναίους, τους συμπολίτες του Σωκράτη, που με τις απόψεις τους όμως επικυρώνουν τις θέσεις του σοφιστή· ειρωνική επαναφορά του χαλκέως και του σκυτοτόμου, που χρησιμοποίησε παραδειγματικά στα επιχειρήματά του ο Σωκράτης.

Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ο εμπειρικός χαρακτήρας της επιχειρηματολογίας του Πρωταγόρα, αφού αυτή βασίζεται στη συμπεριφορά και τις γνώμες της πλειοψηφίας: διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς, ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι, ὅτι διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν, κλπ. (πρβλ. επίσης τη συχνή χρήση αιτιολογικών μετοχών με υποκειμενική αιτιολογία). Η προσπάθεια αυτή να αποδειχθεί το διδακτό της αρετής με βάση τις απόψεις των πολλών δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως αδυναμία της επιχειρηματολογίας του Πρωταγόρα, αλλά θα πρέπει να κατανοηθεί ως αναγκαία συνέπεια της γνωσιολογίας του. Κατά τον Πρωταγόρα η αλήθεια είναι πάντα σχετική και δεν υπάρχουν απόλυτα κριτήριά της. Σ' έναν τέτοιο κόσμο όπου βασιλεύει η σχετικότητα, το μοναδικό κριτήριο εγκυρότητας που μπορεί να ισχύσει είναι η γνώμη της πλειοψηφίας (τὸ κοινῇ δόξαν τοῦτο γίγνεται ἀληθὲς τότε, ὅταν δόξῃ καὶ ὅσον ἂν δοκῇ χρόνον, Θεαίτητος 172b). Καθίσταται έτσι εμφανής η συνάφεια της γνωσιοθεωρίας του Πρωταγόρα με τη δημοκρατική ιδεολογία του. Παράλληλα όμως αποκαλύπτεται και η απόσταση που χωρίζει τη μεθοδολογία του Σοφιστή από τη μεθοδολογία του Σωκράτη και του Πλάτωνα: ο πρώτος δεν έχει τη δυνατότητα να προσφύγει σε μια αυστηρά παραγωγική μορφή συλλογισμού, όπως θα κάνει ο Σωκράτης στο δεύτερο μέρος του διαλόγου, όπου θέτει ως προϋπόθεση της απόδειξής του τον ορισμό του απόλυτου περιεχομένου της αρετής, προκειμένου να διαπιστώσει στη συνέχεια αν αυτή αναγκαστικά διαθέτει η όχι το κατηγόρημα του διδακτού.

Περνώντας στην αναίρεση του δεύτερου επιχειρήματος του Σωκράτη (ἔτι δὲ λοιπὴ ἀπορία ἐστίν, ἣν ἀπορεῖς περὶ τῶν ἀνδρῶν τῶν ἀγαθῶν, 324d), ο Πρωταγόρας δηλώνει προγραμματικά πως δεν θα χρησιμοποιήσει πλέον μύθο, αλλά θα περιοριστεί μόνο σε λογική επιχειρηματολογία (οὐκέτι μῦθόν σοι ἐρῶ, ἀλλὰ λόγον, 324d). Ο λόγος του αρθρώνεται σε δύο στάδια: δηλώνεται καταρχήν αρνητικά μ' ένα πιθανολογικό επιχείρημα πως είναι απίθανο οι ικανοί πολιτικοί άνδρες να μην διδάσκουν στα παιδιά τους κάτι τόσο σημαντικό και απαραίτητο όσο η πολιτική αρετή και στη συνέχεια αποδεικνύεται καταφατικά πως όχι μόνο οι πολιτικοί άνδρες αλλά και ολόκληρη η κοινωνία σε μια συντονισμένη ενέργεια προσπαθεί να μεταδώσει την πολιτική αρετή στα παιδιά. Το πιθανολογικό επιχείρημα στηρίζεται στην ασυμμετρία που θα υπήρχε, αν ίσχυε ο ισχυρισμός του Σωκράτη, ανάμεσα στη μεγάλη σπουδαιότητα της πολιτικής αρετής και στην έλλειψη διδασκαλίας της. Από τη στιγμή που στα προηγούμενα αποδείχτηκε η δυνατότητα διδασκαλίας της πολιτικής αρετής και η αναγκαιότητά της προκειμένου να υπάρξει κοινωνική οργάνωση, είναι παράδοξο οι πολιτικοί άνδρες να μην τη διδάσκουν στα παιδιά τους, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας και το γεγονός ότι επιβάλλονται οι μέγιστες ποινές σε όποιον δεν την κατέχει. Η παραπάνω ασυμμετρία επηρεάζει και τη διατύπωση του συλλογισμού του Πρωταγόρα: πληθώρα υποθετικών προτάσεων, που τονίζουν τη σπουδαιότητα της πολιτικής αρετής, σύντομη διατύπωση του παράδοξου συμπεράσματος: σκέψαι ὡς θαυμασίως γίγνονται οἱ ἀγαθοί (325b).

Φυσικά ο Πρωταγόρας θα πρέπει να αποδείξει και καταφατικά τον ισχυρισμό του, και αυτό ακριβώς θα κάνει στη συνέχεια μ' ένα εμπειρικό επιχείρημα που βασίζεται στην εκπαίδευση των νεαρών Αθηναίων. Όλοι οι διαδοχικοί φορείς της εκπαίδευσης, οικογένεια, σχολείο και πολιτεία, καταβάλλουν συνεχείς προσπάθειες να εντάξουν το παιδί στην κοινωνία της πόλης διδάσκοντάς του την πολιτική αρετή. Οι γονείς αρχικά προσπαθούν ακόμη και με τιμωρίες να του μάθουν τη διάκριση ανάμεσα στο σωστό και στο λάθος· έπειτα οι δάσκαλοι, γραμματιστής, κιθαριστής και παιδοτρίβης, προσπαθούν, με τα πρότυπα της λογοτεχνίας, την επίδραση της μουσικής και τη γυμναστική, να διαμορφώσουν την ψυχή και το σώμα του και να τον κάνουν καλὸν κἀγαθόν· τέλος η πολιτεία με τους νόμους της υποδεικνύει στον νεαρό Αθηναίο ένα πρότυπο ζωής. Ο Πρωταγόρας κλείνει την επιχειρηματολογία του απευθύνοντας στον Σωκράτη ένα ρητορικό ερώτημα: μετά από τόσες προσπάθειες που καταβάλλονται για τη διδασκαλία της πολιτικής αρετής, είναι δυνατόν να αμφιβάλλει ακόμη για τη δυνατότητα διδασκαλίας της; Το ερώτημα αντανακλά την αυτοπεποίθησή του για τη δραστικότητα της επιχειρηματολογίας του· δεν υπολογίζει όμως τη μεθοδολογική απόσταση που τον χωρίζει από τον Σωκράτη, και η οποία θα καταστεί φανερή στο δεύτερο μισό του διαλόγου.

Απομένει όμως κάτι ακόμη ανερμήνευτο στο επιχείρημα του Σωκράτη: διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῖς φαῦλοι γίγνονται; (326e) Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα θα δοθεί με σύγκριση της πολιτικής τέχνης προς τις άλλες τέχνες: όπως τα παιδιά των καλών τεχνιτών δεν είναι σίγουρο πως θα γίνουν κι αυτά καλοί τεχνίτες, έτσι και οι γιοί αγαθών πολιτών μπορεί να αποδειχθούν φαύλοι. Υπεύθυνη γι' αυτό το αποτέλεσμα είναι κατά τον Πρωταγόρα η φύση του μαθητή, γιατί η διδασκαλία μπορεί να είναι αποτελεσματική, μόνο αν προϋπάρχει ευφυία, μια φυσική κλίση προς το διδασκόμενο αντικείμενο ―όπως μαρτυρεί ένα απόσπασμά του, φύσεως καὶ ἀσκήσεως διδασκαλία δεῖται (Diels-Kranz 80B3). Ο Σωκράτης όμως θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένος ακόμη και μ' αυτούς τους φαύλους πολίτες, γιατί ακόμη κι αυτοί χάρη στη συνεχή και εντατική διδασκαλία της πολιτικής αρετής την έχουν αφομοιώσει σε κάποιον βαθμό. Αυτό γίνεται εμφανές αν τους συγκρίνει κανείς με τους άγριους που δεν έχουν αναπτύξει ακόμα κοινωνική οργάνωση και στερούνται εντελώς την πολιτική αρετή. Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι πως η διδασκαλία της πολιτικής αρετής είναι μια συνεχής διαδικασία μέσα στις οργανωμένες κοινωνίες και δύσκολα κάποιος μπορεί να εντοπίσει μια ειδική τάξη δασκάλων της· αυτό όμως δεν αποτελεί απόδειξη πως η αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί, όπως και η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας δεν απαιτεί απαραίτητα την παρουσία δασκάλου. Τίθεται όμως τότε το ερώτημα ποιος είναι ο ρόλος του Πρωταγόρα: αυτοσυστήνεται λοιπόν αυτός με μετριοφροσύνη, στο τέλος του λόγου του, ως ένας λίγο καλύτερος δάσκαλος της αρετής, που μπορεί να ωφελήσει τους μαθητές του περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους. Κλείνοντας τέλος τον λόγο του ο Πρωταγόρας θα συνοψίσει για άλλη μια φορά με αυτοπεποίθηση τα συμπεράσματα της επιχειρηματολογίας του, υπενθυμίζοντας παράλληλα στον Σωκράτη πως με τον μύθο και τον λόγο του έχει αναιρέσει τα επιχειρήματά του, αφού απέδειξε ὡς διδακτὸν ἀρετὴ καὶ Ἀθηναῖοι οὕτως ἡγοῦνται, καὶ ὅτι οὐδὲν θαυμαστὸν τῶν ἀγαθῶν πατέρων φαύλους υἱεῖς γίγνεσθαι καὶ τῶν φαύλων ἀγαθούς (328c).

3. Λόγος και μύθος στην Πολιτεία (357a-362c)


Στην αρχή του δεύτερου βιβλίου της Πολιτείας ο Γλαύκωνας επιχειρεί να ξαναρχίσει τη συζήτηση με θέμα τη δικαιοσύνη, η οποία προηγουμένως είχε καταλήξει σε αδιέξοδο μετά την έντονη αντιπαράθεση Σωκράτη-Θρασύμαχου. Για τον σκοπό αυτό, ζητά από τον Σωκράτη να ορίσει το περιεχόμενο της έννοιας της δικαιοσύνης και να αποδείξει την αξία της καθεαυτήν, χωρίς αναφορά στις τιμές ή τα πλεονεκτήματα που προσφέρει στον κάτοχό της. Προηγουμένως όμως προτίθεται ο ίδιος να μεταφέρει την αντίπαλη άποψη, που αποδέχεται την αναγκαιότητα της αδικίας, προκειμένου να υποδείξει στον Σωκράτη τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να υπερασπιστεί τη δικαιοσύνη. Από τα παραπάνω προκύπτουν δύο βασικές παράμετροι που διαμορφώνουν τον λόγο του Γλαύκωνα[10] στο συγκεκριμένο σημείο: (α) οι απόψεις που εκτίθενται δεν εκφράζουν τον ίδιο, αλλά αντανακλούν τη συνηθισμένη αντιμετώπιση του ζητήματος της δικαιοσύνης και της αδικίας από τους πολλούς (παρότι οι συγκεκριμένες θέσεις αποδίδονται στους πολλούς είναι σίγουρο πως μεταφέρουν σοφιστικές διδασκαλίες)· (β) ο λόγος του όχι μόνο προϋποθέτει τον αντίπαλο λόγο, αλλά και προσπαθεί να τον προκαλέσει, όπως περίπου ο Σωκράτης στην αρχή του Πρωταγόρα προκάλεσε, με τον ειρωνικό ισχυρισμό του για το μη διδακτό της αρετής, τον λόγο του Σοφιστή. Η επιχειρηματολογία του Γλαύκωνα περιλαμβάνει τρία μέρη (ἐπανανεώσομαι τὸν Θρασυμάχου λόγον, καὶ πρῶτον μὲν ἐρῶ δικαιοσύνην οἷον εἶναί φασιν καὶ ὅθεν γεγονέναι, δεύτερον δὲ ὅτι πάντες αὐτὸ οἱ ἐπιτηδεύοντες ἄκοντες ἐπιτηδεύουσιν ὡς ἀναγκαῖον ἀλλ' οὐχ ὡς ἀγαθόν, τρίτον δὲ ὅτι εἰκότως αὐτὸ δρῶσι· πολὺ γὰρ ἀμείνων ἄρα ὁ τοῦ ἀδίκου ἢ ὁ τοῦ δικαίου βίος, ὡς λέγουσιν, 358c):

Καταρχήν, θεμελιώνεται ανθρωπολογικά η αξία της αδικίας και ερμηνεύεται ιστορικοκοινωνικά η προέλευση της δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, ο άνθρωπος επιθυμεί εκ φύσεως την αδικία, για τα οφέλη που αυτή του προσφέρει· επειδή όμως σε μια κατάσταση γενικευμένης αδικίας είναι αδύνατο να δρέπει κανείς τους καρπούς της αδικίας του, χωρίς ταυτοχρόνως να υφίσταται τη βλάβη από την αδικία των συνανθρώπων του, η ανθρωπότητα προχώρησε σ' έναν συμβιβασμό, ένα είδος κοινωνικού συμβολαίου, που ορίζει πως κανείς δεν θα αδικεί, ούτε θα αδικείται. Κατά συνέπεια, η αδικία αποτελεί στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, ενώ αντιθέτως η δικαιοσύνη εντάσσεται στην περιοχή των ανθρώπινων συμβάσεων.

Από την παραπάνω παραδοχή του συμβατικού χαρακτήρα της δικαιοσύνης απορρέει αναγκαστικά το επόμενο συμπέρασμα του Γλαύκωνα: κανείς δεν είναι δίκαιος με τη θέλησή του, επειδή αναγνωρίζει την αξία της δικαιοσύνης, αλλά από ανάγκη, γιατί δεν έχει τη δυνατότητα να αδικεί χωρίς να αδικείται. Για να ενισχύσει τον ισχυρισμό του ο Γλαύκωνας, καλεί τους συνομιλητές του να κάνουν ένα διανοητικό πείραμα. Προτείνει να παραχωρήσουν σ' έναν δίκαιο κι έναν άδικο απεριόριστη εξουσία, ώστε να μπορούν να κάνουν ό,τι επιθυμούν, και στη συνέχεια να παρακολουθήσουν τη συμπεριφορά τους. Θα διαπίστωναν λοιπόν τότε πως και οι δύο θα έπαιρναν τον ίδιο δρόμο προς την αδικία, γιατί η ανθρώπινη φύση επιδιώκει την πλεονεξία (ο όρος δεν δηλώνει μόνο την απληστία, αλλά γενικότερα την επιθυμία για εξουσία, υπεροχή έναντι των άλλων ανθρώπων), και μόνο βίᾳ εξαναγκάζεται να παραδεχθεί την ισοτιμία όλων των ανθρώπων (παράγεται ἐπὶ τὴν τοῦ ἴσου τιμήν). Το διανοητικό πείραμα αποσαφηνίζεται στη συνέχεια με τον μύθο του Γύγη.

Όπως στον Πρωταγόρα, έτσι και στον λόγο του Γλαύκωνα ο μύθος χρησιμοποιείται παράλληλα με τον λόγο και έχει την ίδια λειτουργία: επεξηγεί ευχάριστα τη σοφιστική διδασκαλία, προσθέτοντας κι ένα στοιχείο εντυπωσιασμού. Η ιστορία του Γύγη, που παραδίδεται και από τον Ηρόδοτο (I.7-13),[11] διασώζεται στον Πλάτωνα σε μια λαϊκότερη εκδοχή, καθώς τα τυπικά χαρακτηριστικά της την εντάσσουν στην περιοχή του μαγικού παραμυθιού: (α) ανωνυμία των ηρώων· (β) έντονη παρουσία του μαγικού και υπερφυσικού στοιχείου, που συνδράμει τον ήρωα στην αποστολή του και προαναγγέλλει το ένδοξο μέλλον του (στον Ηρόδοτο, αντιθέτως, η ιστορία παίρνει τη μορφή ρεαλιστικής νουβέλας, στην οποία κεντρική θέση έχει η παθολογία των ερωτικών και εξουσιαστικών σχέσεων). Η σοφιστική πηγή του Πλάτωνα πάντως ή ο ίδιος ο Πλάτωνας προσάρμοσε τον μύθο στις ανάγκες της συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας, όπως είχε κάνει και ο Πρωταγόρας με τον δικό του μύθο. Αυτό γίνεται φανερό, αν προσέξουμε τη δυσανάλογα μεγάλη επιμονή της αφήγησης στην παρουσίαση των μαγικών ικανοτήτων του δακτυλιδιού, καθώς και το απότομο και βεβιασμένο κλείσιμο της ιστορίας, αφού οι λεπτομέρειες της κατάληψης της εξουσίας από τον Γύγη δεν ενδιαφέρουν ιδιαίτερα την επιχειρηματολογία.

Ο Γλαύκωνας προτείνει στους ακροατές του να φανταστούν πως ο δίκαιος και ο άδικος του πειράματός τους κατέχουν ένα δακτυλίδι σαν εκείνο του Γύγη και να αναρωτηθούν πώς θα συμπεριφερόντουσαν. Η πιθανότερη εκδοχή είναι πως κανείς δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στους πειρασμούς της αδικίας και να αποφύγει να ενεργεί σαν θεός, εκπληρώνοντας οποιαδήποτε επιθυμία του (η σύγκριση του άδικου με τον θεό στο σημείο αυτό ασφαλώς ειρωνική). Κατά συνέπεια, το διανοητικό πείραμα επιβεβαιώνει πλήρως τη θέση που μεταφέρει ο Γλαύκωνας, χωρίς να την αποδέχεται (όπως φροντίζει να μας υπενθυμίσει: μέγα τοῦτο τεκμήριον ἂν φαίη τις, ὡς φήσει ὁ περὶ τοῦ τοιούτου λόγου λέγων), πως κανείς δεν είναι δίκαιος με τη θέλησή του, αλλά από ανάγκη (οὐδεὶς ἑκὼν δίκαιος, σαφής η αντίθεση με το σωκρατικό δόγμα οὐδεὶς ἑκὼν κακός). Κι αυτό συμβαίνει γιατί ο καθένας θεωρεί την αδικία ωφελιμότερη από τη δικαιοσύνη σε ατομικό επίπεδο. Ακόμη κι αν υπήρχε ένας τόσο παράξενος άνθρωπος, που δεν θα χρησιμοποιούσε για άδικους σκοπούς την απεριόριστη δύναμή του, η συμπεριφορά των άλλων ανθρώπων απέναντί του θα επιβεβαίωνε την άποψη που εκθέτει ο Γλαύκωνας: οι συνάνθρωποί του θα τον θεωρούσαν τελείως ανόητο και αξιολύπητο, έστω κι αν μπροστά του θα τον επαινούσαν, από φόβο μήπως τους αδικήσει.

Στο τρίτο μέρος της επιχειρηματολογίας του, ο Γλαύκωνας προχωρά σ' ένα νέο συμπέρασμα με βάση τα προηγούμενα: σημασία δεν έχει το να είναι κανείς πραγματικά δίκαιος, αλλά το να φαίνεται· κι απ' αυτή την άποψη ο απόλυτα άδικος θα βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από τον απόλυτα δίκαιο. Γιατί, ο απόλυτα δίκαιος θα πρέπει να τιμά τη δικαιοσύνη για την αξία της καθεαυτήν και όχι για τις τιμές ή την εκτίμηση που αυτή του προσφέρει· κατά συνέπεια η δικαιοσύνη του θα είναι απόλυτη, αν ακριβώς στερείται της εκτίμησης των συνανθρώπων του και η αρετή του συνεχώς δοκιμάζεται. Αντιθέτως, ο απόλυτα άδικος, επειδή θα προσποιείται τον δίκαιο και θα έχει τελειοποιήσει την αδικία του, ώστε να μην συλληφθεί, πέρα από την ευημερία του θα κερδίσει και την εκτίμηση των συνανθρώπων του, και ίσως, όπως ειρωνικά τονίζεται, και την εύνοια των θεών, αφού θα μπορεί να τους προσφέρει πλουσιότερες θυσίες.

Η θέση την οποία εκθέτει στην Πολιτεία ο Γλαύκωνας επιχειρεί να συνθέσει σε μια ενιαία θεωρία τις αντίθετες αρχές της φύσης και του νόμου ως ρυθμιστών της ανθρώπινης πράξης. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο άνθρωπος ακολουθεί τη φύση του και προτιμά την αδικία, όταν δεν υπάρχει κίνδυνος να αποκαλυφθεί, και αντιθέτως υποτάσσεται υποχρεωτικά στους κανόνες της δικαιοσύνης, που υπαγορεύουν τον αμοιβαίο σεβασμό, όποτε η συμπεριφορά του γίνεται αντιληπτή. Ο διπλός αυτός καθορισμός της ανθρώπινης πράξης είναι αναγκαστικός· οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Ο W.K.C. Guthrie[12] συσχετίζει την παραπάνω θεωρία με τη ρεαλιστική άποψη του Θουκυδίδη για την ανθρώπινη ιστορία, και θεωρεί πως αυτή δεν έχει κανονιστικό, αλλά αυστηρά περιγραφικό χαρακτήρα. Όπως ο Θουκυδίδης, έτσι και ο Γλαύκωνας δεν εισηγείται μια ηθική θεωρία, παρά μόνο περιγράφει τους παράγοντες που ρυθμίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Στη συνέχεια της Πολιτείας ο Σωκράτης θα κληθεί να ανασκευάσει τη θεωρία που παρουσίασε ο Γλαύκωνας και να αποδείξει πως η αξία της δικαιοσύνης δεν απορρέει μόνο από τις κοινωνικές συμβάσεις, αλλά και από την ίδια την ανθρώπινη φύση, ότι ταιριάζει στη φύση του ανθρώπου να συμπεριφέρεται δίκαια. Ο Σωκράτης θα πετύχει να θεμελιώσει ανθρωπολογικά τη δικαιοσύνη με τη θεωρία του για την τριμερή διαίρεση της ανθρώπινης ψυχής, που τις σχέσεις των μορίων της θα πρέπει να τις διέπει η δικαιοσύνη. Θα εισηγηθεί, συνεπώς, μια περιγραφή της ανθρώπινης φύσης εντελώς αντίθετη από εκείνη του Γλαύκωνα. Σε ανταπόκριση προς αυτή την πλατωνική ψυχολογία θα οικοδομηθεί στη συνέχεια η δίκαιη πλατωνική πολιτεία.

1 Για την ερμηνεία του μύθου, βλ. W. Burkert, Ελληνική Μυθολογία και Τελετουργία. Δομή και Ιστορία, μτφ. Η. Ανδρεάδη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1993, σ.17-68· G.S. Kirk, The Nature of Greek Myths, Harmondsworth 1974· Ά. Κυριακίδου-Νέστορος, «Η ερμηνεία των μύθων από την αρχαιότητα ώς σήμερα», στο Ι.Θ. Κακριδής (επιμ.), Ελληνική Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986, τ.1, σ.241-303· K.K. Ruthven, Ο Μύθος, Η Γλώσσα της Κριτικής 18, μτφ. Ι. Ράλλη - Κ. Χατζηδήμου, Ερμής, Αθήνα 1977.
2 L. Lévy-Bruhl, Les fonctions mentales dans les sociétés inférieures, Paris 1910 & La mentalité primitive, Paris 1922. Η τάση όμως για εντοπισμό μυστικών ομοιοτήτων ανάμεσα στα όντα δεν περιορίζεται μόνο στους πρωτόγονους μύθους· ο νεοπλατωνικός μυστικισμός της Αναγέννησης, που αξίωνε για τον εαυτό του το κύρος επιστήμης, στηριζόταν επίσης σε παρόμοιες σχέσεις ομοιότητας ανάμεσα στο σύμπαν και τον άνθρωπο, τον μακρόκοσμο και τον μικρόκοσμο, βλ. M. Foucault, Οι λέξεις και τα πράγματα, μτφ. Κ. Παπαγιώργης, Γνώση, Αθήνα 21993, σ.27-123.
3 F.M. Cornford, From Religion to Philosophy. A Study in the Origins of Western Speculation, Καίμπριτζ, 1912 & Principium Sapientiae. The Origins of Greek Philosophical Thought, Καίμπριτζ, 1952. Βλ. επίσης G.S. Kirk-J.E. Raven-M. Schofield, Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, μτφ. Δ. Κούρτοβικ, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21990, σ.24-86.
4 W. Burkert, Ελληνική Μυθολογία και Τελετουργία. Δομή και Ιστορία, μτφ. Η. Ανδρεάδη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1993, σ.50.
5 Για τον έντονα πολεμικό χαρακτήρα του φιλοσοφικού λόγου, βλ. Π. Κονδύλης, Ισχύς και Απόφαση. Η διαμόρφωση των κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών, Στιγμή, Αθήνα 1991, κυρίως σ. 142-208 & Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Θεμέλιο, Αθήνα 21993, τ.Α΄, σ.28-47.
6 Βλ. A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφ. Α.Γ. Τσοπανάκης, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 51988, σ.325.
7 Βλ. A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφ. Α.Γ. Τσοπανάκης, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 51988, σ.465-6.
8 W.K.C. Guthrie, Οι Σοφιστές, μτφ. Δ. Τσεκουράκης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21991, σ.318-386· A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφ. Α.Γ. Τσοπανάκης, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 51988, σ.481-506.
9 Περισσότερα για τον Πρωταγόρα ως υποστηρικτή του νόμου, βλ. W.K.C. Guthrie, Οι Σοφιστές, μτφ. Δ. Τσεκουράκης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21991, σ.90-5 & G.B. Kerferd, Η σοφιστική κίνηση, μτφ. Π. Φαναράς, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996, σ.194-5.
10 Για τον λόγο του Γλαύκωνα στην Πολιτεία, βλ. W.K.C. Guthrie, Οι Σοφιστές, μτφ. Δ. Τσεκουράκης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21991, σ.130-4· A.E. Taylor, Πλάτων. Ο άνθρωπος και το έργο του, μτφ. Ι. Αρζόγλου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1990, σ.317-9· A. Koyré, Φιλοσοφία και Πολιτεία. Εισαγωγή στην ανάγνωση του Πλάτωνα, μτφ. Λ. Κασίμη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 21993, σ.103-5.
11 Για τη νουβέλα του Ηροδότου, βλ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ηρόδοτος. Επτά νουβέλες και τρία ανέκδοτα, Άγρα, Αθήνα 1981, σ.157-63.
12 Βλ. W.K.C. Guthrie, Οι Σοφιστές, μτφ. Δ. Τσεκουράκης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21991, σ.133. Αντιθέτως, ο G.B. Kerferd (Η σοφιστική κίνηση, μτφ. Π. Φαναράς, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996, σ.189-90) θεωρεί τον Γλαύκωνα υποστηρικτή της φύσης, ενώ ο A.E. Taylor (Πλάτων. Ο άνθρωπος και το έργο του, μτφ. Ι. Αρζόγλου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1990, σ.318) τον συσχετίζει με τον Αντιφώντα, που ήταν μετριοπαθής υποστηρικτής της φύσης
πηγή.greek-language.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου