Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ΒΑΣΙΛΕΙΔΗΣ,Ο ΙΣΙΔΩΡΟΣ,Ο ΣΑΤΟΡΝΕΙΛΟΣ..ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ[Μέρος Ε΄]

ΣΑΤΟΡΝΕΙΛΟΣ
Μαθητής του Μενάνδρου υπήρξε στην Αντιόχεια ο Σατορνείλος (ή Σατορνίνος). Ο Ευσέβιος Καισαρείας εξηγεί πως από την αρχική αίρεση του Σίμωνα ξεπήδησαν δύο παρακλάδια. Του ενός αρχηγός ήταν ο Σατορνείλος:
«Ἀπό γούν τοὺ Μενάνδρου, ὅν διάδοχον τοῦ Σίμωνος ἤδη πρότερον παραδεδώκαμεν, ἀμφίστομος ὥσπερ καί δικέφαλος ὀφιώδης τις προελθοῦσα δύναμις δυεῖν αἱρέσεων διαφόρων ἀρχηγούς κατεστήσατο, Σατορνῖνόν τε Ἀντιοχέα τό γένος καί Βασιλείδην Αλεξανδρέα˙ ὧν ὁ μέν κατά Συρίαν, ὁ δέ κατ’ Αἴγυπτον συνεστήσαντο θεομισῶν αἱρέσεων διδασκαλεῖα]»
Ο Σατορνείλος εξέλιξε ακόμη περισσότερο την διδασκαλία που παρέλαβε. Δέχονταν, όπως, και οι προηγούμενοι, έναν ύψιστο και άγνωστο θεό, την άνω δύναμη. Παραδεχόταν ότι από αυτήν την δύναμη προέρχονταν άγγελοι, αρχάγγελοι, αρχές και εξουσίες. Δέχονταν δημιουργία και όχι απορροή. Για την δημιουργία του υλικού κόσμου και του ανθρώπου ήταν υπεύθυνοι επτά άγγελοι, οι επτά πλανήτικές θεότητες. Για την κατασκευή του ακολούθησαν κάποια φωτεινή εικόνα που παρουσιάστηκε άνωθεν. Επειδή δεν κατάφεραν να την συγκρατήσουν, το δημιούργημα ήταν ατελές, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να σέρνεται στη γη σαν υπερμεγέθης σκώληκας.
Η άνω δύναμη επίβλεψε οικτίροντας το πλάσμα κι επειδή ήταν «καθ’ ομοίωσιν» αυτής πλασμένο, απέστειλε σπινθήρα ζωής και ανόρθωσε τον άνθρωπο. Εδώ έχουμε εισαγωγή για πρώτη φορά του ουράνιου σπινθήρα. Αυτός μετά θάνατον επιστρέφει εις τον ουρανό, από όπου προήλθε ενώ το σώμα διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη. Στην διδασκαλία του Σατορνείλου ο κόσμος δεν είναι κακός, ο ουράνιος σπινθήρας στέλνεται προς ζωογόνηση του σώματος, δεν υπάρχει πτώση, δεν θεωρείται η ενσωμάτωση αυτού αναγκαστική τιμωρία για κάποια αμαρτία. Επιστρέφει στον ουρανό έτσι κι αλλιώς. Που λοιπόν, έγκειται η σωτηρία;
Προς λύσιν του προβλήματος εισάγεται από τον Σατορνείλο μια ελαφριά υστερογενής διαρχία. Ο Σατορνείλος θεωρούσε τον θεό των Ιουδαίων, ως ένα των αρχόντων, ο οποίος θέλησε να καταλύσει την εξουσία του αγνώστου πατρός, και προς τούτο έπεισε και τους υπόλοιπους να τον ακολουθήσουν και να συνεργαστούν μαζί του. Ως εκ τούτου πλάσθηκαν δύο γένη ανθρώπων, ένα αγαθό κι ένα πονηρό. Ο σωτήρας, λοιπόν, ήρθε να διαλύσει την συμμαχία των αρχόντων με τον θεό των Ιουδαίων και ν’ απαλλάξει τους αγαθούς από την τυραννία των κακών. Εξηγεί ο άγος Ιππόλυτος:
«καί τόν τῶν Ἰουδαίων θεόν ἕνα τῶν ἀγγέλων εἶναί φησι, καί διά [τοῦ] τό βούλεσθαι τόν πατέρα καταλῦσαι πάντας τους ἄρχοντας, παραγενέσθαι τόν Χριστόν ἐπί καταλύσει τοῦ τῶν Ἰουδαίων θεου καί έπί σωτηρία τῶν πειθομένων αὐτῷ˙ εἶναι δέ τούτους <τους> ἔχοντας τόν σπινθήρα τῆς ζωῆς ἐν αὐτοῖς. δύο γαρ γένη τῶν ἀνθρπων ὑπό τῶν ἀγγέλων πεπλάσθαι ἔφη, τό μέν πονηρόν, τό δέ ἀγαθόν, καί ἐπειδη οἱ δαίμονες τοῖς πονηροῖς ἐβοήθουν, ἐληλυθέναι τόν σωτῆρα ἐπί καταλύσει τῶν φαύλων ἀνθρώπων καί δαιμόνων, επί σωτηρία δέ τῶν ἀγαθῶν».
Εδώ έχουμε δύο αντικείμενα της σωτηρίας, τους αγαθούς ανθρώπους και τους άρχοντες, οι οποίοι πλανήθηκαν από τον θεό των Ιουδαίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη δεν ταυτίζεται ο ιουδαϊκός θεός με τον δημιουργό. Αυτό οφείλεται στο ότι για τον Σατορνείλο ο κόσμος δεν είναι κακός, οπότε για να κηρύξει ως κακό τον ιουδαϊκό θεό, έπρεπε να εφεύρει κάτι άλλο. Αργότερα, στις διδασκαλίες που θα λάβουν πλατωνικά στοιχεία και θα ταυτίσουν την ύλη με το κακό, θ’ αποδοθεί η δημιουργία στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι από την στιγμή που οι γνωστική διδασκαλία αποχωρεί από την Παλαιστίνη, ξεκινά η τάση απόρριψης και κατασυκοφάντησης του Ενός Τριαδικού Θεού, η υποβάθμισή Του σε κατώτερο θεό με ένταξη σε δυαρχικό σύστημα, και η ταύτισή του με την αρχή του κακού.
Οι πονηροί άγγελοι και ο ιουδαϊκός θεός επιδιώκουν την κυριαρχία επί του ανθρώπου, την οποία διαιωνίζουν με πονηρά τεχνάσματα. Τέτοιου είδους τεχνάσματα είναι ο γάμος και η γέννηση, που για τους οπαδούς του Σατορνίλου κρατούσαν εγκλωβισμένο τον ουράνιο σπινθήρα σε γήινα σχήματα. Γι’ αυτούς, διακοπή των γεννήσεων θα σήμαινε την οριστική επάνοδο στην ουράνια πατρίδα. Επίσης για τις προφητείες έλεγε ότι προέρχονται από τον Σατανά, και όχι από τον Θεό. Για τον Σατανά δίδασκε ότι ήταν ένας από τους κοσμοποιούς άγγελους, από αυτούς που δεν συμφώνησαν και δεν συνέπραξαν με τον θεό των Ιουδαίων.
Είναι εμφανείς οι πρώτες προσπάθειες τις δαιμονικής διδασκαλίας να παρουσιασθεί ο Διάβολος ως καλός και να εξισωθεί με τον θεό. Πρόκειται για το αρχαίο ψέμα, την αιτία της πτώσεώς του, την ρίζα της ειδωλολατρίας. Από την στιγμή, κατά την οποία το ευαγγελικό κήρυγμα εξήλθε των ορίων του ιουδαϊκού κόσμου και εξαπλώθηκε στον ειδωλολατρικό, τα έθνη ενημερώθηκαν για την ύπαρξη του διαβόλου, την πονηριά του, τις ενέργειές του στον κόσμο, τις μηχανουργίες του, τις επιδιώξεις του. Τα έθνη γνώρισαν τί ήταν οι θεοί που λατρεύονταν μέχρι τότε, και ποιος ήταν ο αληθινός Θεός. Αμέσως μετά εμφανίστηκαν οι αιρετικοί και προσπάθησαν με τις κακοδοξίες τους ν’ ανατρέψουν την αλήθεια και να διαμορφώσουν μια ψεύτικη εικόνα, παρουσιάζοντας τον αληθινό Θεό, τον αγαθό Θεό, τον Θεό της αγάπης, ως υποδεέστερο και κακό. Απέδιδαν στον Σατανά ισοθεΐα και αυτή ήταν η ρίζα των δυαρχικών συστημάτων, οποιασδήποτε μορφής. Γι’ αυτό και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς χαρακτήρισαν αυτού του είδους τις διδασκαλίες ως δαιμονικές.
Ο άγιος Επιφάνιος, κατά την παρουσίαση της παραπάνω αιρέσεως, προχώρησε και σε ανατροπή της με δύο τρόπους. Πρώτον έλεγξε τα παράδοξά της. Αν οι άγγελοι έπλασαν τον άνθρωπο και οι ίδιοι έλαβαν την ύπαρξη από μια ανώτερη δύναμη, τότε η ανώτερη δύναμη έπλασε και τον άνθρωπο. οι άγγελοι είναι όργανα, εργαλεία αυτής, κατά το «μή δοξασθήσεται πρίων ἄνευ τοῦ ἕλκοντος αὐτόν» (Ησαΐας 10.15)
Διότι δεν αποδίδεται άγνοια περί των μελλόντων στην ανώτερη δύναμη, ότι δεν γνώριζε την εκ των υστέρων κατασκευή του ανθρώπου. Και αν γνώριζε και δεν ήθελε, γεννάται το ερώτημα, γιατί δεν την εμπόδισε; Αν δεν μπορούσε, αμέσως παρουσιάζεται αντίφαση, διότι φαίνεται ότι δεν μπορούσε να εμποδίσει τον εαυτό της από την κατασκευή των αγγέλων. Αν μπορούσε και δεν το έκανε, τότε παρουσιάζεται ως συνεργούσα στην κατασκευή. Αν ήθελε και δεν μπορούσε, τότε φαίνεται ότι ήταν πιο αδύναμη από τους αγγέλους, και άρα δεν ήταν ανώτερη δύναμη. Άρα αντιφάσκει η αιρετική διδασκαλία, κηρύσσοντας ασύστατα και όχι αληθινά. Αν πάλι υπήκουσε σε κάποια άλλη ανάγκη, τότε η ανάγκη εμφανίζεται ανώτερη και η δύναμη υποδεέστερη. Οπότε καταργείται η μοναδικότητα της δύναμης, μαζί με την ανωτερότητά της.
Και αν πάλι οι άγγελοι γνώριζαν τι πρόκειται να πράξουν, ενώ η δύναμη αγνοούσε, τότε το κατασκεύασμα, δηλαδή οι άγγελοι, παρουσιάζονται τελειότεροι του κατασκευαστοί, δηλαδή της δυνάμεως. Αυτό είναι άτοπο. Άρα όλα οδηγούν στον ένα δημιουργό και κυβερνήτη του παντός.
Δεύτερον εκθέτει την ορθόδοξη διδασκαλία.
«Καί γάρ ὁ Θεός ὁ πατήρ ἐποίησε τόν ἄνθρωπον καί πάντα κατά τήν ἰδίαν εὐδοκίαν καί οὐχ οἱ ἄγγελοι, οὐδέ κατά τήν τῶν αγγέλων συμβουλίαν τι γέγονεν. ἐν τῷ γάρ εἰπεῖν τόν Θεόν “ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν” εἶπεν, καί οὐ “κατ’ εἰκόνα” μόνον. Συνεκάλει γάρ εἰς τήν ἑαυτοῦ δημιουργίαν συνδημιουργόν τόν αὐτοῦ Λόγον καί μονογενῆ,…, ὡς ὁ πατήρσυγκαλεῖται τόν υἱόν συνδημιουγεῖν τόν ἄνθρωπον, δι’ οὗ καί τα ἄλλα πάντα ἐποίησε. οὐ μόνον δέ συγκαλεῖν εἴποιμι τόν υἱόν, ἀλλά καί τό ἅγιον πνεῦμα.
τῷ γάρ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν καί τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν»
Και για τις απόψεις του Σατορνείλου περί του γάμου φέρνει την εξής επιχειρηματολογία
«καί ὅτι ὁ γάμος οὐκ ἐκ τοῦ Σατανᾶ, ἀλλ’ ἐκ τοῦ Θεοῦ τυγχάνει, πρῶτον μέν ὁ κύριος λέγει˙ “ὅ ὁ θεός” φησίν “συνέξευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω”˙ είτα ὁ ἅγιος ἀπόστολος “ τίμιος ὁ γάμος καί ἡ κοίτη ἀμίαντος”. ταῖς δέ φύσει χηρευσάσαις ὡσαύτως παραγγέλει, λέγων διά Τιμοθεόυ “νεωτέρας χήρας παραιτοῦ˙ μετά γάρ το καταστρηνιάσαι τοῦ Χριστοῦ γαμεῖν θέλουσι”, καί μεθ’ ἕτερα “γαμείτωσαν τεκνογονείτωσαν οἰκοδεσποτείτωσαν”, ἀνυπέρβατον νόμον τιθέμενος, ἐκ θεοῦ ὄντα καί κατά σεμνότητα ἀνθρώποις κεχαρισμένον».
Αλλά και σε αυτά που ισχυρίζονταν ο Σατορνείλος για τις προφητείες απάντησε
«Περί δέ τῶν κατά τῶν θεοῦ προφητειῶν ὑπ’ αὐτοῦ σεσυκοφαντημένων ὑπονοιῶν, ὡς μή εἶναι αὐτάς ἐκ Θεοῦ, μύρια ἔστιν εἰπεῖν, ὡς αὐτός λέγει ὁ μονογενής, ἐξ ὧν τόν κόσμον ἑαυτοῦ εὐαγγελιζόμενος λέγει, πρῶτον μέν ὅτι “Αβραάμ ὁ πατήρ ἠμῶν ἐπεθύμησεν ἰδεῖν τήν ἥμέραν μου, καί εἶδεν καί ἐχάρη”, καί πάλιν φησίν “ εἰ ἐπιστεύετε Μωυσῇ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί˙ ἐκεῖνος γάρ περί ἐμοῦ ἔγραψεν”. … ἄλλα δέ ὅσα τοιαῦτα ἐστιν ἅ ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ κυρίου καί ἐν πάσῃ τῇ καινῇ διαθήκῇ λεγόμενα τήν σύστασιν ποιεῖται νόμου τε καί προφητῶν καί πάσης παλαιᾶς διαθήκης προς τήν καινήν διαθήκην, ὅτι ἑνός θεοῦ εἰσιν ἀμφότεραι».
4.1.5. ΒΑΣΙΛΕΙΔΗΣ
Ο Βασιλείδης καταγόταν από την Συρία και υπήρξε μαθητής του Μένανδρου και συμμαθητής του Σατορνείλου. Στην συνέχεια έφυγε για την Αλεξάνδρεια, όπου και δραστηριοποιήθηκε. Ο χρόνος δράσης του τοποθετείται στην βασιλεία των αυτοκρατόρων Ανδριανού και Αντωνίνου Πίου, κατά τα έτη 120-145.
Παρέλαβε την διδασκαλία του Σίμωνα, στην οποία προσέθεσε πλήθος στοιχείων και την εξέλιξε σε μονιστικό σύστημα σε πρώτη φάση, ενώ σε δεύτερη την επαύξησε προσθέτοντας ολόκληρη ουράνια ιεραρχία, ώστε να θυμίζει την πλατωνική θεώρηση περί Θεού και ιδεών. Διέδιδε ότι υπήρξε μαθητής του απ. Πέτρου και του Γλαυκία.
Συνέγραψε δικό του ευαγγέλιο, όπως πληροφορεί ο Ωριγένης:«Ἤδη δέ ἐτόλμησε καί Βασιλείδης γράψαι κατά Βασιλείδην εὐαγγέλιον[» . Ίσως να επρόκειτο για το Ευαγγέλιο του Ματθίου, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι μαθητές του, απωλεσθέν. Από τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα μαθαίνουμε και για ένα άλλο έργο του, τα Εξηγητικά. Πρόκειται για έργο επεξηγηματικό του ευαγγελίου του. Αποτελούνταν από 24 βιβλία. Στον Κλήμη Αλεξανδρέα σώζονται αποσπάσματα περί του προβλήματος των θλίψεων, ενώ στον Ηγεμόνιο, αποσπάσματα περί πολέμου του φωτός προς το σκότος (σε λατινική μετάφραση). Συνέθεσε αριθμό ωδών και ψαλμών. Ο Ευσέβιος διέσωσε την πληροφορία, ότι συνέταξε και προφητικά βιβλία:
«ὧν εἰς ἡμᾶς κατῆλθεν ἐν τοῖς τότε γνωριμοτάτου συγγραφέως Ἀγρίππα Κάστορος ἰκανώτατος κατά Βασιλείδου ἔλεγχος, τήν δεινότητα τῆς τἀνδρός ἀποκαλύπτων γοητείας. Ἐκφαίνων δ’οὖν αὐτοῦ τά ἀπόρρητα, φησίν αὐτόν εἰς μέν τό εὐγγέλιον τέσσαρα προς τοῖς εἴκοσι συντάξαι βιβλία, προφήτας δέ ἐαυτῷ ὀνομάσαι Βαρκαββᾶν καί Βαρκώφ καί ἄλλους ανυπάρκτους τινάς ἑαυτῷ συστησάμενον, βαρβάρους τε αὐτοῖς εἰς κατάπληξιν τῶν τά τοιαῦτα τεθηπότων ἐπιφημίσαι προσηγορίας,…»
4.1.5α Διδασκαλία
Η διδασκαλία του Βασιλείδη, όπως παραδίδεται μέσα από τα έργα των αγίων Ιππολύτου και Ειρηναίου, παρουσιάζει διαφορές. Δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για δυο διαφορετικά συστήματα. Μέσα από το έργο του αγίου Ιππολύτου παρουσιάζεται ένα μονιστικό πανθεϊστικό σύστημα. Θεωρεί ότι ο Βασιλείδης έχει πάρει τα δόγματά του από τον Αριστοτέλη.
Κατά τον Βασιλείδη, αρχή του σύμπαντος είναι το μη ον. Αυτό δεν ήταν κάτι, είτε ύλη, είτε ουσία, ούτε ανούσιο, ούτε απλό, ούτε σύνθετο, ούτε ανόητο, ούτε αναίσθητο, ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, ούτε θεός. Ονομάζεται από τον Βασιλείδη, ο μη ών θεός. Αθέλητα, ανόητα και αναίσθητα θέλησε να φτιάξει το σύμπαν. Η λέξη θέλησε είναι καταχρηστική. Έφτιαξε ένα σπέρμα, ένα ωόν, στο οποίο περιέχονταν η πανσπερμία όλων των μερών του σύμπαντος, το θείο, το αιθέριο, το ουράνιο, το γήινο. Όσα έγιναν στην συνέχεια, προέκυψαν από τα σπέρματα, που υπήρχαν μέσα στο ωόν.
Στο ωόν υπήρχετριμερής υιότητα. Το ένα μέρος αυτής ήταν λεπτομερές, το δεύτερο παχυμερές και το τρίτο είχε ανάγκη καθάρσεως. Το λεπτομερές, μόλις ανεφύη, ανέδραμε προς τα πάνω, προς τον ουκ όντα θεό. Το παχυμερές δεν κατάφερε ν’ ανέλθει και παρέμεινε στο σπέρμα. Η προς τα επάνω φορά της υιότητος πυροδοτείται από το άγιο πνεύμα. Η σχέση αγίου πνεύματος και υιότητος, παρομοιάζονταν από το Βασιλείδη, όπως η σχέση πτηνού προς το πτέρωμα. Όπως το πτέρωμα άνευ του πτηνού δεν μπορεί να ανέβει ψηλά, το ίδιο και το πτηνό άνευ πτερώματος, έτσι και ο υιός άνευ του πνεύματος δεν μπορεί να ανέλθει και να μεταρσιωθεί, ούτε και το πνεύμα άνευ της υιότητος. Η σχέση δηλαδή υιότητος και αγίου πνεύματος είναι σχέση αμοιβαίας ευεργεσίας. Επίσης το πνεύμα δεν ήταν ομοούσιο της υιότητος.
Μετά την άνοδο της υιότητος μαζί με το άγιο πνεύμα, προς τον μη όντα θεό, παρέμεινε κάποιο στοιχείο του αγίου πνεύματος κάτω, που ο Βασιλείδης το παρομοιάζει με την οσμή του μύρου. Κάτω έμεινε και το μέρος εκείνο της υιότητος που χρειαζόταν κάθαρση. Στην συνέχεια προκύπτουν από το σπέρμα ο κόσμος και το υπερκόσμιο. Η μεταξύ τους απόσταση πληρώθηκε από την οσμή του πνεύματος που είχε αναχωρήσει, και της παχυμερούς υιότητος, που προσπάθησε ν’ ανέβει αλλά δεν τα κατάφερε.
Στην συνέχεια προήλθε από το σπέρμα ο μέγας άρχων, ο οποίος ανήλθε μέχρι του στερεώματος και παρέμεινε εκεί, διότι αγνοούσε ότι υπάρχει κάτι πάνω από αυτόν. Αυτός γέννησε υιό πολύ καλύτερο του εαυτού του και σοφότερο. Θεωρώντας τον υιό του κατεπλάγη, τον θαύμασε και τον αγάπησε. Τον κάθησε στα δεξιά του. Στην συνέχεια δημιούργησε τα αιθέρια μέχρι της σελήνης, την καλουμένη Ογδοάδα.
Από την πανσπερμία ξεπήδησε και άλλος άρχων, υποδεέστερος του πρώτου. Αυτός δημιούργησε επίσης υιό, καθώς και τον υποσελήνιο κόσμο, την καλουμένη εβδομάδα. Ο υιός και αυτού του άρχοντος αναδεικνύεται καλύτερος και σοφότερος του πατρός του, κάθεται στα δεξιά του και γίνεται συγκυβερνήτης του κόσμου. Αυτός ο υποδεέστερος άρχοντας ήταν κατά τον Βασιλείδη ο θεός του Μωυσή.
Επειδή τελείωσε η κατασκευή του κόσμου και παρέμενε η Τρίτη υιότης, στην πανσπερμία, επιθυμούσε μεν ν’ ανέλθει στον μη όντα θεό, αλλά δεν μπορούσε διότι έχριζε καθάρσεως. Έπρεπε ν’ ανέλθει δια φωτισμού. Φωτισμός σήμαινε γνώσις των υπερκοσμίων, προερχομένη εκ του ευαγγελίου.
Για τον Βασιλείδη, το ευαγγέλιο είναι η γνώση των πραγμάτων που βρίσκονται πάνω και διέφευγαν της προσοχής των αρχόντων. Έτσι ο μέγας άρχων νόμιζε ότι είναι ο υπέρτατος θεός διότι δεν γνώριζε ότι υπάρχει ο μη ων θεός, το άγιο πνεύμα και τρεις υιότητες. Το διάστημα από τον Αδάμ μέχρι τον Μωυσή είναι ο χρόνος άγνοιας του μεγάλου άρχοντα, και κατά συνέπεια ο χρόνος της μοναρχίας του.
Το ευαγγέλιο αποκαλύφθηκε από το άγιο πνεύμα πρώτα στον υιό του μεγάλου άρχοντα, τον Χριστό. Αυτός με την σειρά του το αποκάλυψε στον πατέρα του. Ο τελευταίος αναγνώρισε την άγνοιά του και φοβήθηκε. Διδάχθηκε από τον Χριστό για τον ουκ όντα θεό, για την υιότητα, για το άγιο πνεύμα, για την κατασκευή του κόσμου και την αποκατάστασή του. Εξομολογήθηκε την αμαρτία του, δηλαδή ότι μεγάλυνε τον εαυτό του.
Στην συνέχεια το ευαγγέλιο έπρεπε ν’ αποκαλυφθεί στην εβδομάδα. Για να γίνει αυτό επέλαμψε ο υιός του μεγάλου άρχοντος το φως στον υιό του άρχοντος της εβδομάδος. Αυτός με την σειρά του αποκάλυψε το ευαγγέλιο στον πατέρα του. Ο άρχων της εβδομάδος φοβήθηκε κι εξομολογήθηκε παρόμοια.
Ταυτόχρονα έμαθαν το ευαγγέλιο και όλα όσα βρίσκονταν μέσα στην εβδομάδα δηλαδή η κτίση. Η κτίση για τον Βασιλείδη αποτελούνταν από 365 ουρανούς. Εδώ ο άγιος Ιππόλυτος αποκαλύπτει το όνομα του μεγάλου άρχοντος. Το όνομά του είναι Αβρασάξ, διότι το αριθμητικό άθροισμα των γραμμάτων δίνει 365 (τξε).
Για να φωτισθούν και οι άνθρωποι από το φως του ευαγγελίου, κατήλθε από της εβδομάδος στον υιό της Μαρίας, Ιησού, και φωτίσθηκε. Έτσι η εναπομείνασα υιότης, διαμορφώνεται με την ευεργεσία των φωτισμένων ψυχών, γίνεται λεπτομερέστερη και μπορεί ν’ ανέβει και αυτή, όπως και η πρώτη, προς τα πάνω. Αυτή είναι η σωτηρία.
Η παρουσίαση της διδασκαλίας του Βασιλείδη από τον άγιο Ειρηναίο είναι διαφορετική. Ο ύψιστος θεός παρουσιάζεται ως απρόσωπη φιλοσοφική δύναμη, η οποία δίνει το έναυσμα της θεογονίας με την απορροή του Νου. Από τον Νου γεννιέται ο Λόγος, από τον Λόγο η Φρόνηση, από την Φρόνηση η Σοφία και η Δύναμη. Από την Σοφία και την Δύναμη γεννιούνται οι Αιώνες – δυνάμεις, εξουσίες, άγγελοι, αρχάγγελοι -, οι οποίοι απαρτίζουν τον πρώτο ουρανό. Από τους πρώτους αιώνες προέκυψαν οι δεύτεροι και ο δεύτερος ουρανός. Με αυτό το εξακολουθητικό τρόπο συμπληρρώνεται ένα σύνολο 365 ουρανών. Το σύνολο των 365 ουρανών αποτελεί το Πλήρωμα, το οποίο εκφράζεται με την μαγική λέξη Αβραξάς.
Τον κόσμο έφτιαξαν οι άγγελοι του κατώτερου προς εμάς ουρανού. Ο άρχοντας αυτού του ουρανού, στην εκδοχή του αγίου Ειρηναίου, ταυτίστηκε με τον θεό των Ιουδαίων. Αυτός θέλησε να υποτάξει όλα τα άλλα έθνη στην εξουσία των Ιουδαίων, αλλά αντέδρασαν οι άλλοι αιώνες. Γι’ αυτό και τα υπόλοιπα έθνη ήταν εχθρικά σ’ αυτούς. Εδώ μπορούμε να βρούμε την πηγή του αντισημιτισμού των σύγχρονων νεοειδωλατρών και νεοεποχιτών εν γένει.
Για να μην επιτύχουν τα σχέδια του κατώτατου αιώνα, ο αγέννητος και άγνωστος θεός έστειλε τον μονογενή του υιό, τον Χριστό, στον κόσμο. Όσοι πίστευαν σ’ αυτόν θ’ απελευθερώνονταν από την τυραννία του δημιουργού του κόσμου. Δεν υπέστη ο ίδιος τον σταυρικό θάνατο, αλλά ο Σίμων ο Κυρηναίος που μετέφερε τον σταυρό και έλαβε την μορφή του Ιησού. Ο ίδιος ο Χριστός πήρε την μορφή του Σίμωνα και παρακολουθούσε από απόσταση γελώντας].
Για τους Βασιλιδειανούς, λοιπόν, η σταυρική θυσία του Κυρίου στερείται οποιασδήποτε αξίας, διότι δεν ήταν ο Χριστός αυτός που σταυρώθηκε. Λυτρωτική αξία έχει η γνώση, ότι ο Ιησούς δεν σταυρώθηκε, αλλά ο Σίμωνας στην θέση του. Όποιος λοιπόν δεν ομολογούσε Χριστό εσταυρωμένο, απελευθερώνονταν από την των αρχόντων του κόσμου, ενώ όποιος ομολογούσε παρέμενε σκλάβος τους. Πρόκειται δηλαδή για πλήρη διαστρέβλωση του ευαγγελικού κηρύγματος. Λέει ο απ. Παύλος:
«οὐχί ἐμώρανεν ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;ἐπειδή γάρ ἐν τῇ σοφία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνων ὁ κόσμος διά τῆς σοφίας τόν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεός διἀ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τούς πιστεύοντας. ἐπειδή καί Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καί Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαῖοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρίαν, αὐτοῖς δέ κλητοῖς, Ἰουδαῖοις τε καί Ἕλλησι, Χριστόν Θεοῦ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν». (Α’Κορ. 1.20-25)
Φαίνεται καθαρά ότι πρόκειται για δυο διαφορετικές διδασκαλίες. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, το σύστημα που παρουσιάζει ο Ιππόλυτος είναι αριστοτελικό. Από την άλλη, το σύστημα που παρουσιάζει ο Ειρηναίος είναι πλατωνικό. Με τον Ιππόλυτο συμφωνούν οι Κλήμης Αλεξανδρεύς και Ωριγένης. Με τον Ειρηναίο συμφωνεί ο Επιφάνιος[. Η πληροφορίες των Αλεξανδρινών, Κλήμεντα και Ωριγένη, έχουν ειδική βαρύτητα, καθώς κινούνταν στους ίδιους χώρους που δραστηριοποιήθηκε και ο Βασιλείδης. Αλλά και ο Επιφάνιος ερεύνησε επί τόπου τις σέκτες της Αιγύπτου, συνεπώς οι πληροφορίες του δεν μπορούν ν’ απορριφθούν. Αν οι Αλεξανδρινοί έχουν τελικά δίκιο, τότε την αυθεντική διδασκαλία του Βασιλείδη διέσωσε ο Ιππόλυτος, ενώ ο Ειρηναίος κάποια επόμενη επεξεργασία της. Αυτή η μεταγενέστερη μορφή της διδασκαλίας του Βασιλείδη, φαίνεται επικράτησε της αυθεντικής, η οποία ήταν περισσότερο φιλοσοφική, αφηρημένη και δύσπεπτη για τα στομάχια των απλών οπαδών του. Μπορεί να προήλθε και από τον γιο και διάδοχό του Ισίδωρο, και είναι η μορφή την οποία γνώρισε ο Επιφάνιος προσωπικά.
4.1.5β Μαρτύριο
Για τον Βασιλείδη και τους οπαδούς του το μαρτύριο ήταν ένα είδος τιμωρίας. Γράφει περί τούτου ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Βασιλείδης δέ ἐν τῷ εἰκοστῷ τρίτῳ τῶν Ἐξηγητικῶν περί τῶν κατά τό μαρτύριον κολαζομένων, αὐταῖς λέξεσι τάδε φησί˙
“Φημί γάρ τό, ὁπόσοι ὑποπύπτουσι ταῖς λεγομέναις θλίψεσιν, ἤτοι ἡμαρτηκότες ἐν ἄλλοις λανθάνοντες πταίσμασιν, εἰς τοῦτο ἄγονται τό ἀγαθόν χρηστότητι τοῦ περιάγοντος, ἄλλα ἐξ ἄλλων ὄντως ἐκγαλούμενοι, ἵνα μή ὡς κατάδικοι ἐπἰ κακοῖς ὁμολογουμένοις πάθωσι, μηδέ λοιδορούμενοι ὡς ὁ μοιχός, ἤ ὁ φονεύς, ἀλλ’ ὅτι Χριστιανοί πεφυκότες˙ ὅπερ αὐτούς παρηγορήσει μηδέ πάσχειν δοκεῖν. Κἄν μή ἡμαρτηκώς δ’ ὅλως τις ἐπί τό παθεῖν γένηται, σπάνιον μεν, ἀλλ’ ούδέ οὗτος κατ’ ἐπιβουλήν δυνάμεώς τι πείσεται, ἀλλά πείσεται ὡς ἔπασχε καί τό νήπιον τό δοκοῦν οὐ ἡμαρτηκέναι”. Εἶθ’ ὑποβάς, πάλιν ἐπιφέρει˙
“Ὡς οὖν τό νήπιον οὐ προημαρτηκός, ἠ ἐνεργῶς μέν οὐχ ἡμαρτηκός οὐδέν ἐν ἑαυτῷ, τῷ δέ τό ἡμαρτῆσαι ἔχον, ἐπᾶν ὑποβληθῇ τῷ παθεῖν, εὐεργετεῖταί τε, πολλά κερδαῖνον δύσκολα˙ οὐτωσί δή, κἄν τέλειος τέλειος μηδέν ἡμαρτηλώς ἔργῷ τύχῃ, πάσχῃ δέ καί πάθῃ, ταὐτό ἔπαθεν ἐμφερῶς τῷ νηπίῳ˙ ἔχων μέν ἐν ἑαυτῷ τό ἁμαρτητικόν, ἀφορμήν δέ προς τό ἡμαρτηκέναι μή λαβών, οὐχ ἡμάρτανεν. Ὥστ’ οὐκ αὐτῷ τό μή ἁμαρτῆσαι λογιστέον. Ὡς γάρ ὁ μοιχεῦσαι θέλων μοιχός ἐστι, κἄν τοῦ μοιχεῦσαι μή ἐπιτύχῃ, καί ὁ ποιῆσαι φόνον θέλων ανδροφόνος ἐστί, κἄν μή δύναται φονεῦσαι, οὑτωσί δέ καί τόν ἀναμάρτητον, ὅν λέγω, ἐάν ἴδω πάσχοντα, κἄν μηδέν ᾖ κακῷ πεπραχώς, κακόν ἐρῶ τό θέλειν ἁμαρτάνειν. Πάντ’ έρῶ γάρ μᾶλλον, ἤ κακόν τό προνοοῦν ἐρῶ”. Εἶθ’ ὑποβάς, καί περί τοῦ Κυρίου ἄντικρυς, ὡς περί ἀνθρώπου, λέγει˙
“Ἐάν μέντοι παραλιπών τοῦτους ἅπαντας τοῦς λόγους, ἔλθεῃς ἐπί τό δυσωπεῖν με, διά προσώπων τινῶν, εἰ τύχοι, λέγων, Ὁ δεῖνα οὖν ἥμαρτεν˙ ἔπαθεν γάρ ὁ δεῖνα˙ ἐάν μέν ἐπιτρέπῃς, έρῶ, Ἄνθρωπον ὅντιν’ ἀν ὀνομάςῃς, ἄνθρωπον εἶναι, δίκαιον δέ τόν Θεόν˙ Καθαρός γάρ οὐδείς, ὥσπερ εἶπέ τις, από ρύπου».
Ο Βασιλείδης διατυπώνει την πεποίθηση ότι το μαρτύριο είναι μια μορφή θεοδικίας. Αυτό προέρχεται από τις απόψεις του για την σταυρική θυσία του Χριστού. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, για τους ο Βασιλειδιανούς ο Χριστός δεν σταυρώθηκε, δεν αναστήθηκε, συνεπώς αρνούνται την Θεία Οικονομία, ως πηγή σωτηρίας. Ο Χριστός γι’ αυτούς δεν σώζει. Η γνώση, την οποία έφερε στον κόσμο σώζει. Βλέπουν λοιπόν το θέμα της αμαρτίας με σχολαστικό τρόπο.
Για να εξηγήσει την φαινομενική αντίφαση, του μαρτυρίου των δικαίων, κάνει ακροβατισμούς. Θεωρεί ότι δεν τιμωρούνται μόνο αυτοί που αμαρτάνουν κατ’ ενέργειαν, αλλά και όσοι επιθυμούν την αμαρτία. Και φέρνει το παράδειγμα του νηπίου. Εκείνο που μένει ανεξήγητο, είναι το που βρήκε το νήπιο την επιθυμία. Για ποια επιθυμία τιμωρείται το νήπιο, της μοιχείας ή του φόνου; Ή τελικά πως γίνεται να τιμωρούνται δίκαιοι, και αμαρτωλοί να μένουν ατιμώρητοι. Επειδή αδυνατούσε ν’ απαντήσει σε αυτά, κατέφυγε σε γενικεύσεις του τύπου, όλοι είναι αμαρτωλοί.
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς στο σημείο αυτό, διασώζει και μια ακόμη κακοδοξία του Βασιλείδη, με την οποία προσπαθούσε να στηρίξει τις αδυναμίες της θεωρίας του:
«Άλλά τῷ Βασιλείδη ἡ ὑπόθεσις προαμαρτήσασάν φησι τήν ψυχήν ἐν ἐτέρῳ βίῳ, τήν κόλασιν ὑπομένει ἐνταῦθα, τήν μέν ἐκλεκτήν ἐπιτίμως διά μαρτυρίου, τήν ἄλλην δέ οἰκείᾳ κολάσει».
Πίστευαν, λοιπόν, στην μετεμψύχωση. Η ψυχή τιμωρείται για τις αμαρτίες κάποιας προηγούμενης ζωής. Τι γίνεται, όμως στην περίπτωση που αυτός που οδηγούνταν στο μαρτύριο, αρνούνταν και δεν τιμωρούνταν;
«Λύεται γάρ ἐπί τοῦ αρνησομένου ἡ κατά τόν Βασιλείδη πρόνοια».
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς προχωρά στην αναίρεση των παραπάνω θεωριών του Βασιλείδη. Με τα όσα λέει ο τελευταίος, αφ ενός μεν η θεία πρόνοια παρουσιάζεται ως άδικη. Άλλους αφήνει ν’ αμαρτήσουν και άλλους όχι. Άλλους τους τιμωρεί για να καθαρισθούν και άλλους όχι. Αφ’ ετέρου καταργείται το αυτεξούσιο του ανθρώπου, διότι με τον βασιλειδιανό τρόπο η αμαρτία δεν είναι θέμα μόνο επιλογής, αλλά επιθυμίας και παραχώρησης. Παρουσιάζεται ο άνθρωπος να επιθυμεί την αμαρτία, αλλά να εμποδίζεται από την διάπραξή της.
Ταυτόχρονα υποτιμούνται η πίστη και η αγάπη προς τον Θεό. Η ενάρετη ζωή δεν έχει καμιά αξία, εφόσον δεν είναι θέμα προαίρεσης. Ο διάβολος με την σειρά του γίνεται όργανο της άδικης πρόνοιας, υπηρετώντας το σχέδιό της, κι έτσι απαλλάσσεται από την ευθύνη του. Το ίδιο και οι διώκτες, ενώ των κακών πρόξενος γίνεται ο Θεός.
Παρακάτω στο έργο του τονίζει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Πλήν οὐδέ πάσας (σ.σ τας αμαρτίας) ὁ Βασιλείδης φησί, μόνας δέ τας ἀκουσίους καί κατ’ ἄγνοιαν ἀφίεσθαι, καθάπερ ἀνθρώπου τινος, ἀλλ’ οὐ Θεοῦ, τήν τασαύτην παρεχομένου δωρεάν. Τούτῳ φησίν ἡ Γραφή˙ “Ὑπέλαβες, ἄνομε, ὅτι ἔσομαί σοι ὅμοιος”. Ἀλλ’ εἰ καί ἐπί ταῖς έκουσίοις κολαζόμεθα, οὐχ ἵνα μή γένωνται γενόμεναι, ἀλλ’ ὅτι ἐγένοντο, τιμωρούμεθα. Κόλασις δέ τόν ἁμαρτήσαντα ούκ ὠφελεῖ εἰς τό μή πεποιηκέναι, ἀλλ’ εἰς τό μηκέτι ἁμαρτάνειν, μηδέ μή ἄλλον τινά τοῖς ὁμοίοις περιπεσεῖν. Ἐνταῦθα οὖν ὁ ἀγαθός Θεός διά τρεῖς ταύτας παιδεύει αἰτίας˙ πρῶτον μέν, ἵν’ αύτός ἀμείνων αὐτοῦ γένηται ὁ παιδευόμενος˙ εἰσέπειτα, ὅπως οἱ δι’ ὑποδειγμάτων σωθῆναι δυνάμενοι προανακρούωνται νουθετούμενοι˙ καί τρίτον, ὡς μή ὁ ἀδικούμενος εὐκαταφρόνητος ᾖ, καί ἐπιτήδειος ἀδικεῖσθαι».
4.1.5γ Τελετές
Πάλι από τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα μαθαίνουμε ότι ο οπαδοί του γιόρταζαν την ημέρα της Βαπτίσεως του Κυρίου.
«Οἱ δέ ἀπό Βασιλείδου καί τοῦ βαπτίσματος αὐτοῦ τήν ἡμέραν ἑορτάζουσι, προσδιανυκτερεύοντες ἀναγνώσεσι. Φασί δέ εἶναι τό πέντεκαι δέκατον ἔτος Τιβερίου Καίσαρος, τήν πέντεκαιδεκάτην του Τυβί μηνός, τινές δέ αὐτήν ἑνδεκάτην τοῦ αὐτοῦ μηνός».
Οι μαγικές τελετές και επικλήσεις είχαν την τιμητική τους, ανάμεσα στους Βασιλειδιανούς. Τα ονόματα των αρχόντων των ουρανών ήταν μυστική γνώση που παραδίνονταν στα μέλη τους ύστερα από πενταετή μύηση (Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 7.5: «Πυθαγωρικῶς τε τοῖς προσιοῦσιν αὐτῷ πενταετή σιωπήν παρακελεύεσθαι»). Τα ονόματα αυτά έπρεπε να κρατούνται μυστικά από τους αμύητους. Όποιος τα γνώριζε, μπορούσε μετά θάνατον να περάσει από τους ουρανούς και να ανέλθει στον τόπο που βρισκόταν ο ύψιστος θεός. Είχαν δώσει στον Χριστό το μυστικό όνομα Καουλακάου. Υποτίθεται, ότι με την δύναμη αυτού του ονόματος είχε κατέλθει στην γη και είχε ανέλθει πάλι.
Έχει αναφερθεί παραπάνω η χρήση του ονόματος Αβραξάς από τον Βασιλείδη και τους οπαδούς του. Κατά τον άγιο Ιερώνυμο, ήταν το όνομα του ύψιστου άρχοντα και συνδέονταν με τον Μίθρα. Αυτά έρχονταν σε απευθείας σύγκρουση με την απάντηση που έδωσε ο απόστολος Πέτρος στο αρχιερατικό συμβούλιο:
«καί οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία˙ οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἁνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πραξ. 4.12)
Κατά τον ίδιο άγιο, ο Βασιλείδης πέθανε στην Αλεξάνδρεια κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ανδριανού. Φαίνεται να συνδέεται ο θάνατός του με την εξέγερση των Ιουδαίων, με αρχηγό τον Bar Kokhba. Κατά την διάρκειά της, εκτελέστηκαν πολλοί Χριστιανοί με φρικτά βασανιστήρια. Συνεπώς ο θάνατός του τοποθετείται το 132-135.
Ερωτήματα εγείρονται από την ενέργεια του Βασιλείδη, να ονοματίσει ένα των προφητών του με το όνομα του ηγέτη της ιουδαϊκής εξέγερσης: «προφήτας δέ ἑαυτῷ ονομᾶσαι Βαρκαββᾶν καί Βαρκώφ» (Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 7.7). Υπονοείται κάποια σχέση, η οποία δεν μας είναι γνωστή. Στα προηγούμενα συστήματα η σχέση του γνωστικισμού με τις ακρώρειες του Ιουδαϊσμού είναι εμφανής. Ο Βασιλείδης έδινε την εντύπωση ότι αποστασιοποιήθηκε από τις δοσοληψίες των προκατόχων του. Αλλά απ’ ότι φαίνεται στήριξε με τα γραπτά του την προσωπικότητα του Βαρκαββά. Μήπως το λυντσάρισμα του ήταν πράξη σκοπιμότητας; Μήπως οι σχέσεις του με τον Βαρκαββά αποδείχθηκαν επικίνδυνες; Αυτά είναι ερωτήματα που δεν μπορούν ν’ απαντηθούν, δυστυχώς.
4.1.6 ΙΣΙΔΩΡΟΣ
Ο Ισίδωρος ήταν γιος του Βασιλείδη. Υπήρξε μαθητής και συνεχιστής του στην αρχηγεία της σέκτας. Πολλές από τις κακοδοξίες των Βασιλειδιανών ίσως να οφείλονται σε αυτόν και όχι στον Βασιλείδη. Μαρτυρούνται τρία συγγράμματά του.
Το πρώτο είναι το Περί προσφυούς ψυχής. Σ’ αυτό αποδίδει στον άνθρωπο δύο ψυχές, την αγαθή και την πονηρή. Αποτελεί συνέχεια της θεωρίας του πατέρα του περί των προσαρτημάτων της ψυχής, δηλαδή πολυειδών πονηρών πνευμάτων, τα οποία συνιστούσαν δεύτερο είδος ψυχής. Τονίζει, όμως ότι αυτό δεν έπρεπε ν’ αποτελεί δικαιολογία για την διάπραξη της αμαρτίας. Γράφει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Αὐτός γοῦν ὁ τοῦ Βασιλείδου υἱός Ἰσίδωρος ἐν τῷ Περί προσφοῦς ψυχῆς, συναισθόμενος τοῦ δόγματος, οῖον ἑαυτοῦ κατηγορῶν, γράφει κατά λέξιν˙ “Ἐάν γάρ τινι πεῖσμα δῷς, ὅτι μή ἔστιν ἡ ψυχή μονομερής, τῇ δέ τῶν προσαρτημάτων βία τά τῶν χειρόνων γίνεται πάθη, πρόφασιν οὐ τήν τυχοῦσαν ἕξουσιν οἱ μοχθηροί τῶν ἀνθρώπων λέγειν˙ Ἐβιάσθην, απηνέχθην, ἄκων ἔδρασα, μή βουλόμενος ἐνήργησα˙ τῆς τῶν κακῶν ἐπιθυμίας αὐτός ἡγησάμενος, καί ού μαχεσάμενος ταῖς τῶν προσαρτημάτων βίαις. Δεῖ δέ, τῷ λογιστικῷ κρείττονας γενομένους, τῆς ἐλάττονος ἐν ἡμῖν κτίσεως φανῆναι κρατοῦντας”. Δύο γάρ δή ψυχάς ὑποτίθεται καί οὗτος ἐν ἡμῖν, καθάπερ οἱ Πυθαγόρειοι, περί ὧν ὕστερον ἐπισκεψόμεθα».
Το δεύτερο έργο του ονομαζόταν Ηθικά. Σ’ αυτό διατυπώνονταν οι απόψεις του για τον γάμο. Κατά την γνώμη του ο άνθρωπος πρέπει να πράτει σε όλα το καλό και να προχωρεί σε γάμο μετά από προσεκτικό αυτοέλεγχο. Τα αφροδίσια θεωρούνταν ως φυσική, αλλά όχι αναγκαία ορμή. Πάλι από τον Κλήμεντα:
«Ἀντέχου τοίνυν, φησί κατά λέξιν ὁ Ἰσίδωρος ἐν τοῖς Ηθικοῖς , μαχίμης γυναικός, ἵνα μή ἀποσπασθῇς τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ, τό τε πῦρ ἀποσπερματίσας, εὐσυνειδήτως προσεύχῃ. Ὅταν δέ ἡ εὐχαριστία σου, φησίν, εἰς αἴτησιν ὑποπέςῃ, καί στῇς τό λοιπόν οὐ κατορθῶσαι, ἀλλά μή σφαλῆναι, γάμησον. Ἀλλά νέος τις ἐστιν ἤ πένης ἤ κατωφερής, καί οὐ θέλει γῆμαι κατά τόν λόγον˙ οὗτος τοῦ ἀδελφοῦ μή χωριζέσθω˙ λεγέτω ὅτι Εἰσελύληθα ἐγώ εἰς τά ἅγια˙ ουδέν δύναμαι παθεῖν. Ἐάν δέ ὑπόνοιαν ἔχῃ, εἰπατω˙ Ἀδελφέ, ἐπίθες μοι τήν χεῖρα, ἵνα μή ἁμαρτήσω˙ καί λήψεται βοήθειαν, καί νοητήν καί αἰσθητήν˙ θελησάτω μόνον ἀπαρτῆσαι τό καλόν, καί ἐπιτεύξεται. Ἐνίοτε δέ τῷ μέν στόματι λέγομεν, Οὐ θέλομεν ἁμαρτῆσαι, ἡ δέ διάνοια ἔγκειται ἐπί τό ἁμαρτάνειν. Ὁ τοιοῦτος διά φόβου οὐ ποιεῖ ὅ θέλει, ἵνα μή ἡ κόλασις αὐτῶ ἐλλογισθῇ. Ἡ δέ ἀνθρωπότης ἔχει τινά ἀναγκαῖα καί φυσικά μόνα˙ ἔχει τό περιβάλλεσθαι ἀναγκαῖον καί φυσικόν˙φυσικόν δέ τό τῶν ἀφροδισίων, οὐκ ἀναγκαῖον δέ. Ταύτας παρεθέμην τάς φωνάς εἰς ἔλεγχον τῶν μή βιούντων ὀρθῶς Βασιλειδιανῶν, ὡς ἤτοι ἐχόντων ἐξουσίαν καί τοῦ ἁμαρτεῖν διά τήν τελειότητα, ἤ πάντως γε σωθησομένων φύσει, κἄν νῦν ἁμάρτωσι, διά τήν ἔμφυτον ἐκλογήν˙ ἐπεί μηδέ ταῦτα αὐτοῖς πρἀττειν συγχωροῦσιν οἱ προπάτορες τῶν δογμάτων».
Φαίνεται λοιπόν, ότι στους χρόνους του Κλήμεντα Αλεξανδρέως οι Βασιλειδιανοί είχαν περάσει σε κατάσταση αφροδίσιας ελευθεριότητας, αντίθετα με τις διδασκαλίες του Βασιλείδη και του Ισίδωρου.
Τρίτο έργο του Ισίδωρου μαρτυρείται το Εξηγητικά των του προφήτου Παρχώρ. Τρία αποσπάσματα από αυτό το έργο διατηρούνται στους Στρωματείς. Αυτά αναφέρονται στην λογοκλοπή των προφητειών από τους έλληνες φιλοσόφους. Πρέπει να ξεκαθαριστεί, όμως, ότι εννοούσε τους προφήτες του Βασιλειδιανού συστήματος, εφόσον κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του ήταν η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης. Οι προφήτες των Βασιλειδιανών μέμφονταν την ιουδαϊκή λατρεία και κατά συνέπεια τις εντολές του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης. Ένας τέτοιος φανταστικός προφήτης ήταν ο Παρχώρ.
4.1.7 Παρατηρήσεις
Μπορούμε εύκολα να παρακολουθήσουμε την δενδρική δομή της εξέλιξης του γνωστικισμού με βάσει τις σχέσεις των αρχηγών των διαφόρων σεκτών. Σχηματικά είναι η παρακάτω:


Η ανίχνευση της διαδοχής αυτής ήταν αρκετά εύκολη και δεν μαρτυρεί ούτε προΰπαρξη πριν την διάδοση του ευαγγελίου, ούτε την χρειάζεται. Συνηγορεί μάλλον στην άποψη που θέλει την προέλευση του γνωστικισμού από τις ιουδαϊκές αιρέσεις, και ταυτόχρονη, ανταγωνιστική διάδοση με τον Χριστιανισμό. Όπως και να ‘χει φαίνεται ότι οι πρώτοι γνωστικοί προήλθαν από τις ιουδαϊκές αιρέσεις, κυρίως τους Σαμαρείτες. Αν διατήρησαν τις προηγούμενες σχέσεις τους με τους Εβραίους, όχι μόνο σε επίπεδο προσηλυτισμού, δεν μπορεί να πιστοποιηθεί με βεβαιότητα. Έχουμε την περίπτωση του Βασιλείδη με τον Βαρκαββά, αλλά αν υπήρξαν σχέσεις, κρατήθηκαν μυστικές με επιτυχία.
Επίσης μπορούμε να παρακολουθήσουμε και τα διάφορα στάδια στην εξέλιξη της γνωστικής διδασκαλίας, εντοπίζοντας την χρονική στιγμή εισαγωγής των επιμέρους στοιχείων. Στα επόμενα συστήματα υπάρχουν σημεία επαφής με τον εβραϊκό μυστικισμό.
Αυτό που μπόρεσε να γίνει κατανοητό είναι, ότι η γνωστική διδασκαλία προσπάθησε εξαρχής να παρουσιαστεί ως χριστιανική. Η αντίδραση των αποστόλων και των διαδόχων τους ήταν άμεση. Ο όρος αίρεση που χρησιμοποιείται από τους αγίους Πατέρες για πρώτη φορά, βρίσκει τον ορισμό της και την εφαρμογή της στον γνωστικισμό.
Όλα τα στοιχεία που πάρθηκαν από τις διάφορες θρησκείες και φιλοσοφίες της εποχής, ήταν δανεικά και είχαν διπλό ρόλο. Αφ’ ενός μεν χρησιμοποιήθηκαν για την αλλοίωση του ευαγγελικού κηρύγματος από τους θεωρητικούς του γνωστικισμού, αφ’ ετέρου παρουσίαζαν την ερμαφρόδιτη διδασκαλία με επίχρισμα οικείων στους διαφόρους λαούς ιδεών. Έτσι περιστασιακά φαίνεται ο γνωστικισμός να υπερτερεί κατά τόπους.
Η διαφορά, όμως, του γνήσιου Ευαγγελίου από το νόθο φάνηκε κατά τους διωγμούς. Οι μεν Χριστιανοί μάρτυρες υπέμειναν ευχαριστώντας, οι δε γνωστικοί θεωρώντας ανύπαρκτα τα είδωλα, θυσίαζαν. Ήταν λοιπόν η συμφωνία θεωρίας και πράξης στη ζωή των Χριστιανών, που ανέδειξε την αλήθεια του Χριστιανισμού έναντι του γνωστικισμο impantokratoros.gr
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου