Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ,ΑΝΤΙΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΝΕΑ ΠΡΟΤΑΓΜΑΤΑ

Παγκοσμιοποίηση, αντι-Παγκοσμιοποίηση και νέα προτάγματα


Τί είναι η παγκοσμιοποίηση
Εδώ και περίπου δυο δεκαετίες ο όρος «παγκοσμιοποίηση» μονοπωλεί σε κάθε είδους πολιτική και οικονομική ανάλυση. Με τον όρο «Παγκοσμιοποίηση» επιχειρείται να διαφοροποιηθεί η οργάνωση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής που τους τελευταίους αιώνες ήταν συνδεδεμένη με μικρότερης κλίμακας κοινωνικούς σχηματισμούς, όπως το έθνος-κράτος, από την αντίστοιχη τάση οργάνωσης κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην «παγκοσμιοποιημένη» ανθρωπότητα υποτίθεται ότι όλες οι βασικές παράμετροι της ανθρώπινης δραστηριότητας αυτονομούνται και εκφεύγουν των συνόρων των κρατών, τείνοντας να απελευθερωθούν πλήρως από τον εθνικό έλεγχο και προστατευτισμό. Με βάση το ιδεολόγημα της «παγκοσμιοποίησης», η κίνηση κάθε μορφής κεφαλαίου, είτε αυτό θεωρείται παραγωγικό (π.χ. πρωτογενής τομέας – αγροτική παραγωγή, δευτερογενής τομέας – βιομηχανία) είτε παρασιτικό (π.χ. τριτογενής τομέας – εμπόριο/υπηρεσίες/τραπεζικό κεφάλαιο), υποτίθεται ότι κινείται ελεύθερα χωρίς να περιορίζεται από τις πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων των κρατών. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το ίδιο ιδεολόγημα, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, απελευθερώνεται (και συνεπώς κινείται εκτός συνόρων) η εργασία, η τεχνολογία, η κουλτούρα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια νέου τύπου παγκόσμια ηγεμονία αφού, κατά λογική ακολουθία, η απελευθέρωση των προαναφερόμενων δραστηριοτήτων από τα στενά πλαίσια του έθνους-κράτους, δημιουργεί μια παγκόσμια κοινωνική δομή και ένα νέο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα.
Πολλοί λοιπόν μιλούν σήμερα για οικονομική παγκοσμιοποίηση που διακρίνεται σε βιομηχανική και χρηματοπιστωτική, και, κατ’ επέκταση για πολιτική, πολιτισμική παγκοσμιοποίηση, για παγκοσμιοποίηση της πληροφόρησης κ.ο.κ., εννοώντας την ασύδοτη διακρατική κίνηση του κεφαλαίου μέσω πολυεθνικών εταιρειών-κολοσσών, την απεριόριστη κίνηση του εργατικού δυναμικού, την επέκταση των πολιτικών συμφερόντων σε περιοχές και χώρες που δεν γειτνιάζουν με τα πολιτικά ισχυρά κράτη που μπορούν να επιβάλλουν τις θέσεις τους κυριαρχικά, την ανάπτυξη παράλληλα νέων πολιτισμικών επαφών και την δημιουργία κατά τον τρόπο αυτό, μιας παγκόσμιας κουλτούρας, καθώς και την ανεμπόδιστη ροή της πληροφόρησης χωρίς γεωγραφικούς ή άλλους περιορισμούς.
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στις οικονομικές επιστήμες από τον Theodore Levitt το 1944 [1], αλλά η αλήθεια είναι ότι η έννοια«παγκόσμιο σύστημα»δεν ήταν πρωτόγνωρη στην οικονομική ιστορία: από τον 16ο αιώνα είχε συνδεθεί με την αναγκαιότητα για διεθνή ολοκλήρωση, για ανάπτυξη των διεθνών ροών των παραγωγικών συντελεστών και για την εντατικοποίηση του διεθνούς καταμερισμού τόσο της εργασίας όσο και της παραγωγής. Συνεπώς η έννοια της «Παγκοσμιοποίησης», ή για να είμαστε πιο ακριβείς, ο πυρήνας της έννοιάς της που έχει να κάνει με την οικονομική παγκοσμιοποίηση, αν και γίνεται προσπάθεια να περιγραφεί από όσους την επικαλούνται ως μια νέα πολιτική πραγματικότητα, εντούτοις κάθε άλλο παρά νέα είναι ενώ η έννοιά της δεν αποσαφηνίζεται ποτέ ικανοποιητικά δεδομένου ότι:
Το κεφάλαιο ήταν ανέκαθεν παγκοσμιοποιημένο – από την εμφάνιση του καπιταλισμού τον 16ο αιώνα. Μάλιστα, ακόμα και οι πρώτοι θεωρητικοί του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου, A.Smith και D.Ricardo, εκλάμβαναν στις θεωρίες τους, όπως αυτές διατυπώθηκαν 200 χρόνια αργότερα, τον 18ο αιώνα, την πλήρη κινητικότητα, παγκοσμιότητα και διεθνικότητα των παραγωγικών συντελεστών (κεφαλαίου, εργατικού δυναμικού, πρώτων υλών κλπ.) ως βασική προϋπόθεση επιτυχίας του μοντέλου αυτού. Ας μην ξεχνάμε ότι με το δουλεμπόριο και την αποικιοκρατία, ο καπιταλισμός πέτυχε την πρώτη κεφαλαιακή συσσώρευση και πως εκεί βασίστηκε η «ανάπτυξη» (η λέξη τίθεται εντός εισαγωγικών γιατί, αν και ως οικονομική έννοια είναι ξεκάθαρη, δυσκολευόμαστε να την χρησιμοποιούμε ανεπιφύλακτα αφού η καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη, ιστορικά συνδέθηκε και συνδυάστηκε με εκατοντάδες εκατομμύρια θυμάτων) που ακολούθησε κατά την βιομηχανική επανάσταση: η ληστεία φυσικών και ανθρώπινων πόρων και το τεράστιο εργατικό δυναμικό που δεν κόστιζε τίποτα ήταν οι παράγοντες που επέτρεψαν την πρώτη μεγάλη κεφαλαιακή συσσώρευση. Επίσης, πολύ πριν εφευρεθεί ο όρος «Παγκοσμιοποίηση», τα χαρακτηριστικά που του προσδίδονται ήταν παρόντα και έντονα στην ιστορία του καπιταλισμού και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα απ’ ότι σήμερα. Για παράδειγμα τα μεταναστευτικά ρεύματα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα δεν μπορούν να συγκριθούν με την πολύ μικρότερη σημερινή μετακίνηση εργατικού δυναμικού.
Επίσης, ούτε η πολιτική αντιμετώπιση της «οικονομικής παγκοσμιοποίηση» αποτελεί ένα νέο στοιχείο. Η υποτιθέμενη διακρατική ή υπερκρατική διάσταση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, η οποία, λίγο-πολύ περιγράφεται ως η αδυναμία των κρατών να ελέγξουν την οικονομία με βάση εθνικούς σχεδιασμούς και στρατηγικές, είναι επίσης μύθος. Όπως έχουμε αναφέρει και αλλού «η φαινομενική αυτή αντίθεση μεταξύ της τάσης για ορθολογικοποιημένο καπιταλισμό με κεντρική σχεδίαση και κρατικό παρεμβατισμό και της τάσης για απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, κατ’ ουσίαν δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια αντινομική πραγματικότητα. Κι αυτό γιατί, όπως στο παρελθόν, υπό το περίβλημα του κρατικού παρεμβατισμού εξασφαλίζονταν οι βασικές επιλογές ατόμων ή ομάδων του κεφαλαίου και των κυρίαρχων στρωμάτων, αντίστοιχα σήμερα, πίσω από τις Νεοφιλελεύθερες διαβεβαιώσεις περί αναγκαιότητας περιορισμού του κράτους, πραγματοποιείται ένας πολύ βαθύτερος και περισσότερο καταπιεστικός κρατικός καταναγκασμός σε σχέση με την – προ του 1980 – περίοδο.» . Είναι άλλο ζήτημα αν τα κυρίαρχα στρώματα είναι (ή δεν είναι) σε θέση να επιβάλουν στο πολιτικό προσωπικό των κυβερνήσεων των κρατών συγκεκριμένες πολιτικές και πρακτικές. Στον καπιταλισμό, ο οποίος είναι το οικονομικό μοντέλο που κυριαρχεί τους τελευταίους 5 αιώνες, οι ελίτ και οι ευνοούμενοι ανέκαθεν είχαν στενές σχέσεις (σχέσεις αλληλεξάρτησης συμφερόντων) με τις πολιτικές ηγεσίες. Συμπερασματικά προκύπτει πώς ούτε το στοιχείο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ειδοποιός διαφορά μεταξύ του «νέου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού» και των οικονομικο-πολιτικών μοντέλων των περασμένων αιώνων.
Η οικονομική Παγκοσμιοποίηση που επικαλούνται σήμερα διάφοροι οικονομικοί και πολιτικοί κύκλοι δεν είναι λοιπόν με κανέναν τρόπο κάτι καινούργιο, με την έννοια ότι δεν αποτελεί ένα πρωτογενές γεγονός, δεν εδράζεται σε αυθόρμητες μεταλλαγές της οικονομικής πραγματικότητας, δεν είναι αποτέλεσμα ενός ουσιαστικού μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων, αλλά μάλλον πρόκειται για μια εκ των άνω επιβαλλόμενη στις κοινωνίες επιλογή των κυβερνήσεων: Από τη μια πλευρά, ο καπιταλισμός ανέκαθεν είχε την τάση να παγκοσμιοποιηθεί και από την άλλη, η σημερινή θρυλούμενη «παγκοσμιοποίηση» τελεί υπό την ανομολόγητη ίσως αλλά σε κάθε περίπτωση προφανή και αυστηρή προστασία των κυβερνήσεων των κρατών (πολιτικές μείωσης δημοσιονομικών ελλειμμάτων, μονεταρισμός, διάλυση κοινωνικών κατακτήσεων κλπ.). Αν η υπό εξέταση έννοια της «Παγκοσμιοποίησης» έχει κάποιο πραγματικά καινούργιο νόημα, αυτό πρέπει να αναζητηθεί κυρίως αλλού και όχι κατ’ αρχήν στην οικονομική σφαίρα. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να προσεγγίσουμε τις έννοιες της πολιτικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης μέσα από διάφορες παραμέτρους.
Παγκοσμιοποίηση, πολυπολιτισμικότητα και εθνικισμός
Συναντούμε σήμερα μια ευρεία γκάμα απόψεων, τόσο από αυτούς που συμφωνούν με την ιδέα της παγκοσμιοποίησης και με όσους αντιτάσσονται σε αυτήν. Υπάρχει το στρατόπεδο όσων ευαγγελίζονται την παγκόσμια διακυβέρνηση και την εξάπλωση των παραγωγικών δυνατοτήτων. Στους κύκλους αυτούς κυριαρχεί η Νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, η αντίληψη πως η μόνη λύση για να επιτευχθεί η παγκόσμια ομαλότητα είναι η εξάπλωση του Δυτικού φιλελεύθερου μοντέλου στις «υποανάπτυκτες χώρες του τρίτου κόσμου» – μια εξάπλωση που θα διαλύσει τα εθνοφυλετικά μίση, αλλάζοντας το εθνοθρησκευτικό φαντασιακό με αυτό του παραγωγισμού. Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που διαφωνούν με την παγκόσμια κυριαρχία των αγορών - ένα στρατόπεδο που φαίνεται πως έχει ένα πιο δυσδιάκριτο χαρακτήρα. Εντός αυτού, άλλες δυο αντιμαχόμενες πλευρές δημιουργούνται. Από την μια οι εθνικιστικές φωνές κάνουν λόγο για αλλοίωση των εθνικών χαρακτηριστικών, για καταστροφή των παραδόσεων και της εθνικής κυριαρχίας των χωρών, ενώ η άλλη πλευρά εστιάζει την προσοχή της στην εκμετάλλευση των ανίσχυρων από τους κυρίαρχους των μέσων παραγωγής, μιλά για καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και της τοπικής αυτονομίας και αντιπροτείνει ρήξη με τον καπιταλισμό. Και οι δύο πλευρές εκφράζουν μια αλήθεια. Είναι πραγματικότητα τόσο ότι η παγκοσμιοποίηση προκαλεί πολιτισμικές αλλοιώσεις αλλά και ότι αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εκμετάλλευσης των ανίσχυρων από τους ισχυρούς της Δύσης. Ωστόσο όμως, αυτό που θα πρέπει να εξετάσουμε, είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν τα δύο αυτά στρατόπεδα εντός του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, αλλά και να δούμε με εξαιρετική προσοχή τα λεγόμενα πολλών εθνικιστών όχι μόνο στις ανατολικές χώρες, αλλά και στις δυτικές, που βλέπουν με καχυποψία οτιδήποτε κινείται εκτός των πλαισίων των τοπικών παραδόσεων και μάλιστα κηρύσσουν τον πόλεμο στην πολυπολιτισμικότητα, διατυμπανίζοντας ότι από πίσω της «κρύβονται ύπουλα σχέδια».
Η έννοια της παγκοσμιοποίησης έχει, λανθασμένα πολλές φορές, συνδεθεί με την πολυπολιτισμικότητα, και αυτό διότι συμπίπτει ιστορικά, με τη διαμόρφωση πολιτισμικά πλουραλιστικών κοινωνιών στις κοινωνίες της Δύσης. Πολλοί, λοιπόν, είναι σήμερα αυτοί που με σκοπό να εναντιωθούν στην παγκοσμιοποίηση, γίνονται και φανατικοί πολέμιοι της πολυπολιτισμικότητας την οποία συνδέουν με την με την εξάπλωση του οικονομικού, πολιτικού και οικονομικού νεοφιλελευθερισμού στον υπόλοιπο κόσμο. Αναλύοντας, όμως, περισσότερο τις δομές των Δυτικών κοινωνιών, αυτό που συνειδητοποιούμε είναι ότι η πραγματική πολυπολιτισμικότητα διαφέρει ριζικά από το μοντέλο της παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας. Στην πραγματικότητα η παγκοσμιοποίηση είναι μονοπολιτισμικής φύσης, όχι μόνο διότι δεν επιδιώκει την ανάπτυξη πραγματικά διαπολιτισμικών σχέσεων αλλά επειδή, αντίθετα, στοχεύει στην επιβολή του Δυτικού προτύπου ζωής στις μή Δυτικές χώρες, και πάνω απ’ όλα θέτει ως πρωταρχικό της στόχο τον εξορθολογισμό του κέρδους, με δυο λόγια: το καπιταλιστικό φαντασιακό. Στο πολιτισμικό πεδίο, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο πλαστικός Δυτικός εμπορευματοποιημένος πολιτισμός, όχι το κομμάτι του που αφορά στις δημοκρατικές παραδόσεις, αλλά η οικονομίστικη fast food κουλτούρα, εισήχθη στην Ανατολή σαν εμπορεύσιμο προϊόν άρρηκτα συνδεδεμένο με την προώθηση του «Αμερικανικού Ονείρου», εισβάλλοντας έτσι στις παραδόσεις και τον τρόπο ζωής των περισσότερων ανατολικών χωρών.
Η επέκταση αυτή του Δυτικού φαντασιακού,παρουσιάζεται ως η μοναδική ιδέα, ως ένας μονόδρομος που θα εκδημοκρατίσει τις ανατολικές χώρες (επιχείρημα που χρησιμοποιούν αρκετά συχνά οι διάφοροι νεοφιλελεύθεροι κρετίνοι). Στην Ανατολή όμως, πέρα από τις τεράστιες πολιτισμικές αλλοιώσεις που έχει επέλθει εξαιτίας της επικράτησης του Δυτικού φαντασιακού, είναι φανερό ότι αποτελεί και τον σημαντικότερο παράγοντα εκμετάλλευσης των φτηνών εργατικών χεριών (και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο) των κατοίκων ορισμένων χωρών που εξαιτίας πολεμικών επιχειρήσεων που εξαπολύθηκαν από τις ίδιες τις Δυτικές χώρες από τις οποίες τώρα εξουσιάζονται κυρίως οικονομικά, έχασαν οποιαδήποτε εύνοια και αυτοκυριαρχία μένοντας άνεργοι στα πρόθυρα της λιμοκτονίας και της καταστροφής. Πάνω σε αυτήν την πραγματικότητα όμως, της εθνοκτονικής [2] παγκοσμιοποίησης, οι εθνικιστές έχουν κατασκευάσει δεκάδες θεωρίες συνωμοσίας, κινώντας παράλληλα καμπάνια ενάντια στην πολυπολιτισμικότητα. Πρόκειται για μια καμπάνια που βρίθει από κραυγές μίσους και μισαλλόδοξες υστερίες. Οι ίδιοι πολεμούν την παγκοσμιοποίηση θέτοντας ως κεντρικές αξίες και σημασίες τα ήθη και τις παραδόσεις ενός λαού που αλλοιώνονται από την ύπαρξη διαφορετικών εθνικών ομάδων σε κοινωνίες που μόλις πριν από μερικά χρόνια δεν είχαν καμία επαφή με διαφορετικές (μή Δυτικές κυρίως) εθνικές ομάδες. (Μια τέτοια κοινωνία είναι και η Ελληνική, η οποία όχι μόνο δεν είχε γνωρίσει την πολυπολιτισμικότητα μεταπολεμικά, αλλά η θέσμιση του νεοελληνικού μορφώματος/κράτους βασίστηκε πάνω σε εθνικιστικά ιδεώδη όπως ο αλυτρωτισμός, η Μεγάλη Ιδέα και η συνεχής προώθηση εθνικιστικών φαντασιώσεων μέσω λόγιων που εξυμνούσαν την Ελληνική ανωτερότητα).
Οι τάσεις αυτές των πατριωτών/εθνικιστών, κάτω από μια πιο σφαιρική διαύγαση της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας μόνο ως παράλογες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, για τους εξής λόγους: α) Η παγκοσμιοποίηση όπως ειπώθηκε και παραπάνω είναι καθαρά μονοπολιτισμικής φύσης. (Δεν επιδιώκει διαπολιτισμικές σχέσεις αλλά, απεναντίας, επιβάλλει την Δυτική κουλτούρα σε όλους τους υπόλοιπους λαούς). β) Οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες, αυτές που βλέπουμε στις περισσότερες Δυτικές χώρες, οφείλουν την ύπαρξή τους στους κοινωνικούς αγώνες και όχι στις πολιτικές του Νεοφιλελευθερισμού: Αν, για παράδειγμα, ανατρέξουμε στην σύγχρονη Βρετανική ιστορία θα δούμε πως τα χρόνια από την δεκαετία του ’50 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’80 είναι ιδιαίτερα ταραγμένα σε ότι αφορά τις σχέσεις μεταναστών/γηγενών (όπως πάνω κάτω και σε όλο τον Δυτικό κόσμο). Μεγάλοι κοινωνικοί αγώνες έλαβαν χώρα, εξεγέρσεις μειονοτήτων για ίσα δικαιώματα (με αποκορύφωμα το Civil Rights Movement στις Η.Π.Α) – γεγονότα που βοήθησαν τις καταπιεσμένες μειονότητες να ενισχύσουν τον ρόλο τους στην κοινωνία.
Η φύση των διαπολιτισμικών κοινωνιών
Αναμφισβήτητα, η οικονομική μετανάστευση είναι καπιταλιστικής φύσης, και ευθύνεται για την ύπαρξη μή λευκών μειονοτήτων στην Ευρωπαϊκή επικράτεια. Θα πρέπει, όμως, να διαχωρίσουμε το αυτονόητο δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης μέσα σε έναν κόσμο δίχως σύνορα και εδαφικούς περιορισμούς, από την εξαναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών, φτηνών σκλάβων στα σύγχρονα φέουδα.Η πολυπολιτισμικότητα, όμως, όπως τη συναντούμε σήμερα οφείλει την ύπαρξή της στους αγώνες για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη και όχι σε κάποια «κρυφή ατζέντα μιας παγκόσμιας συνωμοσίας που στόχο της έχει βάλει την εθνική μας ταυτότητα» όπως θέλει η χυδαία προπαγάνδα της άκρας δεξιάς να μας κάνει να πιστέψουμε. Αντιθέτως, αυτό που επιβάλλουν οι Δυτικές ανταγωνιστικές κοινωνίες είναι η ολοκληρωτική γκετοποίηση και όχι η αρμονική συμβίωση των πολιτισμικά διαφορετικών ατόμων, έχοντας ως στόχο τους οι μετανάστες να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως φτηνό εργατικό δυναμικό. Με βάση τους Barbara Harff and Robert Gurr [3] ο ανταγωνισμός είναι ένας μεγάλος παράγοντας που οδηγεί στις εθνοφυλετικές συγκρούσεις: «δεν υπάρχει συνολική και ευρέως αποδεκτή θεωρία για τα αίτια των εθνοπολιτικών συγκρούσεων. Αντίθετα, υπάρχουν προσεγγίσεις και υποθέσεις που προσπαθούν να εξηγήσουν ορισμένες πτυχές τους» (77). Και οι δύο απορρίπτουν πολλές από τις σύγχρονες θεωρίες που υποστηρίζουν ότι η «μετανάστευση των αγροτικών πληθυσμών προς τις πόλεις, και η ανάπτυξη της παιδείας θα οδηγήσει στη δημιουργία πολύπλοκων και συνεκτικών κοινωνιών» (78) με την κατάργηση των τοπικιστικών ταυτοτήτων των εθνικών ομάδων, δημιουργώντας μέσω της ανάπτυξης ένα ευρύ δίκτυο επικοινωνίας. «Όταν οι άνθρωποι από τις διάφορες ομάδες ανταγωνίζονται άμεσα για τους ίδιους πόρους και θέσεις που σπανίζουν, οι εθνοτικές ταυτότητές τους γίνονται όλο και πιο σημαντικές για αυτούς. Και αν κάποιες ομάδες είναι πιο επιτυχημένες από άλλους, αυξάνονται οι φυλετικές ανισότητες» (Harff & Gurr, 79)
Σημείωση: Εφ εξής, η πραγματική πολυπολιτισμικότητα, η οποία συνδυάζει φυλετική, πολιτισμική αρμονία, συνύπαρξη και αλληλοκατανόηση ονομάζεται διαπολιτισμική κοινωνία. Το πρόταγμα της κοινωνίας των διαπολιτισμικών σχέσεων έχει ήδη αναλυθεί σε προηγούμενη ανάρτηση. Θα πρέπει, δηλαδή, όλες οι παραδόσεις όλων των πολιτισμικά διαφορετικών ομάδων να έρχονται σε άμεση επαφή μεταξύ τους αν θέλουμε να λέμε πως έχουμε να κάνουμε με μια διαπολιτισμικής φύσης (και όχι απλά πολυπολιτισμική) κοινωνία. Εξάλλου, ο όρος και μόνο πολυπολιτισμικότητα αναφέρεται στην φιλελεύθερη προσέγγιση του κοινωνικού αυτού μοντέλου, τον κοσμοπολίτικο πολυφυλετισμό. Η γκετοποίηση, παρά του ότι υπάρχουν πάρα πολλοί (αφρικανοί, ασιάτες, λευκοί) που ζουν σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους, δεν έχει εξαφανιστεί. Είναι ορατή στα προάστια του Παρισιού, του Λονδίνου, της Νέας Υόρκης και των περισσότερων Δυτικών μεγαλουπόλεων, κάτι που δεν μας επιτρέπει να μιλάμε για διαπολιτισμικότητα, από τη στιγμή που δεν υπάρχει άμεση ανταλλαγή πολιτισμών και αλληλοκατανόηση του διαφορετικού. Εν ολίγοις, δεν μπορούμε να λέμε πως η παρουσία και μόνο κάποιας μειονότητας με διαφορετικά ήθη και έθιμα καθιστά μια κοινωνία πραγματικά πολυπολιτισμική (δηλαδή διαπολιτισμική). Αν για παράδειγμα, σε μια Γερμανική πόλη ενός εκατομμυρίου γηγενούς πληθυσμού υπάρχουν 20.000 Ιάπωνες μετανάστες που ζουν στο περιθώριο τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για διαπολιτισμική κοινωνία εφόσον δεν υπάρχουν άμεσες αλληλεπιδράσεις του Γερμανικού με τον Ιαπωνικό τρόπο ζωής. Πόσο μάλλον όταν τόσο ο Γερμανός όσο και ο Ιάπωνας μετανάστης σκέφτονται με βάση την Αμερικανική λογική του fast-food lifestyle, της εύρεσης όσο το δυνατό πιο υψηλόμισθης εργασίας γίνεται, της αγοράς αυτοκινήτου, κατοικίας – μιας υπερκαταναλωτικής λογικής «απόκτησης πραγμάτων» που επικρατεί πλέον παγκοσμίως! Τότε αυτό που βλέπουμε είναι πως στην ουσία η κοινωνία έχει Αμερικανοποιηθεί λόγω του προωθούμενου μοντέλου της παγκοσμιοποίησης. Αντιθέτως, η παγκοσμιοποίηση είναι μονοπολιτισμικής φύσης.
Οι Δυτικές πολυπολιτισμικές (κι εν δυνάμει διαπολιτισμικές) κοινωνίες, λοιπόν, δεν είναι παράγωγα της παγκοσμιοποίησης (δηλαδή της ανώτερης φάσης της εξάπλωσης του καπιταλισμού). Είναι το αποτέλεσμα διαφόρων κοινωνικών αγώνων που έλαβαν μέρος κατά την διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, αγώνες που έγιναν σε αντίθεση με τα συμφέροντα των τότε κεφαλαιοκρατών, όπου οι μετανάστες απαίτησαν ίσα δικαιώματα και ευκαιρίες με τον γηγενή πληθυσμό. Χάρη σε αυτούς τους αγώνες λοιπόν οι Ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι σήμερα σε κάποιο βαθμό πολυπολιτισμικές. Όμως χρειάζονται περισσότερες προσπάθειες για να γίνουν πραγματικά πολυπολιτισμικές. Άλλωστε, όσο λιγότερη γκετοποίηση υφίσταται μεταξύ ατόμων διαφορετικού πολιτισμικού υπόβαθρου, τόσο περισσότερο διαπολιτισμική και δικαιότερη γίνεται μια κοινωνία, κάτι που φυσικά έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών (όπως θα δούμε παρακάτω) και συνεπώς της παγκοσμιοποίησης που δεν τίποτα παραπάνω από παράγωγο του καπιταλισμού!
Στην πραγματικότητα οι κοινωνίες που ζούμε (και κατά συνέπεια ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά των Δυτικών κοινωνιών) είναι πολύ πιο μονοπολιτισμικές από όσο δείχνουν.Οι λόγοι: Όλα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, σε όλο τον κόσμο κάνουν τα πάντα προκειμένου να προωθήσουν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής εύκολα αποδεκτό από τις μάζες, το γνωστό “American Lifestyle” όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Θα θεωρούσαμε απόλυτα φυσιολογικό να βλέπαμε μια παρέα Μογγόλων να τραγουδάει ένα διάσημο Αμερικάνικο ποπ άσμα ενώ η θέα μιας παρέας Αμερικανών εφήβων που διασκεδάζει με μογγολέζικη μουσική θα φάνταζε εξαιρετικά παράταιρη! Φανταστείτε μια μπάντα Ινδονησιακής μουσικής (διάσημοι καλλιτέχνες στον τόπο τους) να περιοδεύει στις Η.Π.Α. Στις μεγάλες μητροπόλεις, όπως η Νέα Υόρκη για παράδειγμα, ελάχιστο ποσοστό ανθρώπων θα ενδιαφέρονταν να παρακολουθήσει ζωντανά μια τέτοια συναυλία. Κατά πάσα πιθανότητα θα αφορούσε μόνο τους μετανάστες από την Ινδονησία που ζουν στις Η.Π.Α και ίσως ένα μικρότατο ποσοστό λευκών Αμερικανών (εκτός αν είχε διαφημιστεί κατάλληλα ως κάτι που πρέπει να δει κανείς αν θέλει να σέβεται το κουλτουριάρικο είδωλό του). Τι θα γινόταν όμως αν μια διάσημη ποπ Αμερικανίδα τραγουδίστρια επισκεπτόταν την Τζακάρτα (πρωτεύουσα της Ινδονησίας); Είναι απόλυτα λογικό πως στις Η.Π.Α κυριαρχεί ο Αμερικανικός τρόπος ζωής, όμως στην Ινδονησία το “American Lifestyle” κυριαρχεί κι εκεί επίσης, όπως και σχεδόν παντού, και μάλιστα έναντι των τοπικών παραδόσεων!
Το πρόταγμα της κοινωνίας των διαπολιτισμικών σχέσεων έρχεται σε απόλυτη ρήξη με την παγκοσμιοποίηση η οποία προωθεί την Αμερικανοποίηση της κοινωνίας. Διαπολιτισμική κοινωνία δεν σημαίνει μετατροπή της κοινωνίας σε μια καταναλωτική μάζα που δίχως επιλογή ακολουθεί ένα mainstream lifestyle όπως η συντηρητική-δεξιά προπαγάνδα προσπαθεί να παρουσιάσει. Η διαπολιτισμική κοινωνία αφορά την αρμονική συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων αλλά και τη γεφύρωση πάσης φύσεως χάσματος και την εξάλειψη του μίσους που υπάρχει μεταξύ δύο διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, με απώτερο στόχο την από κοινού προσπάθεια για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής μας. (Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα πρέπει βέβαια να μειωθεί και ο παραγωγισμός, και συνεπώς ο οικονομικός ανταγωνισμός που δημιουργεί φυλετικές εντάσεις και τριβές μεταξύ ανθρώπων. Η κοινωνική ανισότητα του καπιταλισμού εκφράζεται επίσης και ως φυλετική ανισότητα.) Από την άλλη πλευρά ο Αμερικανισμός, που όπως εκτέθηκε παραπάνω, αποτελεί προϊόν της παγκοσμιοποίησης,δεν είναι κάτι παραπάνω από μία μορφή εξάλειψης της διαφορετικότητας μέσω της συνεχόμενης προβολής ενός μοντέλου ζωής εύκολα αποδεκτού από ένα μεγάλο σύνολο του πληθυσμού. Πολιτισμική Παγκοσμιοποίηση σημαίνει επικράτηση μιας κυρίαρχης κουλτούρας σε κάθε άνθρωπο ως παράγωγο της ανεξέλεγκτης οικονομικής ανάπτυξης. Απεναντίας, η διαπολιτισμική κοινωνία επιδιώκει την ένωση της διαφορετικότητας και όχι την εξάλειψή της. Αποσκοπεί στην κοινωνική πρόοδο και όχι την καταρράκωση των διαφόρων πολιτισμικών επιτευγμάτων στον βωμό της εντατικοποίησης της παραγωγής και του κέρδους. Ως ένα ιδεοτυπικό παράδειγμα ανθρώπου επηρεασμένου από την λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης θα μπορούσε να θεωρηθεί το άτομο που έχει εθιστεί στην ιδιώτευση, στον υπερκαταναλωτισμό, στην έλλειψη οραμάτων, στην μίμηση κάποιας ανόητης τηλεπερσόνας… Σε αντίθεση, ο διαπολιτισμικός άνθρωπος έρχεται σε επαφή με διαφορετικούς πολιτισμούς και άτομα διαφορετικής κουλτούρας προσπαθώντας έτσι να αποκτήσει μια πιο σφαιρική εικόνα για τον κόσμο και την θεώρηση των καταστάσεων. Παράλληλα ανακαλύπτει την χρυσή τομή μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών, δηλαδή κοινά γνωρίσματα που θα πρέπει να τεθούν ως κοινές αξίες για όλους τους ανθρώπους, με σκοπό να γεφυρωθεί κάθε είδους πολιτισμικό χάσμα και να επικρατήσει αρμονία και ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ κάθε ανθρώπου (πολιτισμική δημοκρατία).
Συμπερασματικά προκύπτει ότι και η πολιτισμική παγκοσμιοποίηση δεν είναι τίποτα άλλο από τον φυσιολογικό αντίκτυπο της καθολικής επικράτησης του καπιταλιστικού φαντασιακού – μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη από την εμφάνιση του καπιταλισμού και σε σχέση αλληλεπίδρασης μαζί του. Στην διαδικασία αυτή δεν παρατηρείται κάποια ιδιαίτερη και κομβική τομή τα τελευταία χρόνια – τέτοια ώστε να δικαιολογήσει από μόνη της την καθιέρωση του όρου ως νέου και διαφορετικού. Η εμφάνιση των Ισπανών conquistadores στην Αμερική, το στοίβαγμα εκατομμυρίων αφρικανών στα αμπάρια των δουλεμπορικών στόλων και η εναποθέτησή τους ως σκλάβων στα εδάφη των πρώτων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων είναι ιστορικές πραγματικότητες που συνομολογούν στην δημιουργία των καπιταλιστικών πολυπολιτισμικών σχέσεων εδώ και αιώνες. Η τεχνολογική πρόοδος επίσης είναι μια αέναη διαδικασία που μπορεί με τα άλματά της να εκπλήσσει τις κοινωνίες στο εκάστοτε παρόν, αλλά ιδωμένη διαχρονικά φαίνεται μια αναμενόμενη εξέλιξη. Το δέος που ένιωσε ο άνθρωπος όταν ο Graham Bell εφηύρε το τηλέφωνο, η ανακάλυψη του κινηματογράφου από τους αδερφούς Lumière και η δορυφορική τηλεόραση είναι βήματα στην «τεχνολογική παγκοσμιοποίηση» όσο και η εφεύρεση και διάδοση του internet.
Και πάλι όμως δεν προκύπτει με σαφήνεια τι ακριβώς είναι η (πολιτική) «παγκοσμιοποίηση». Αν η νεο-φιλελεύθερη φαντασίωση, σύμφωνα με την οποία μέσω μιας «παγκόσμιας διακυβέρνησης» που θα ελέγχει την λειτουργία των παραγωγικών δυνάμεων θα μπορούσε να επιτευχθεί η παγκόσμια ομαλότητα και ανάπτυξη, ήταν αληθινή έστω και ως φαντασίωση, τότε ο σύγχρονος καπιταλισμός θα είχε δώσει το βάρος σ’ αυτό που αποκαλείται πραγματική οικονομία (πρωτογενής και δευτερογενής τομέας) και όχι στην παρασιτική (τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο – οικονομία τύπου καζίνο βασισμένη σε παράγοντες που βρίσκονται εκτός του κύκλου των παραγωγικών δυνάμεων).
Ίσως τελικά η μόνη έννοια που να μπορεί να πάρει ο όρος «Παγκοσμιοποίηση» να έχει να κάνει ακριβώς με την επιθυμία των κυβερνήσεων και των κυρίαρχων στρωμάτων (ή , καλύτερα, ενός τμήματος αυτών) να επιβάλλουν τον όρο αυταρχικά προκειμένου να νομιμοποιήσουν τη τάση τους να παγκοσμιοποιήσουν την οικονομία τους με κάθε μέσο προκειμένου απλώς να μην βρεθούν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο μείωσης των κερδών σε ένα καπιταλισμό που φαίνεται πως δεν είναι πια προσανατολισμένος τόσο στην (υπερ)παραγωγή και την (υπερ)κατανάλωση, αλλά όντας σε πλήρη παρακμή, απλώς στη αποθησαύριση κάποιων κύκλων και «όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε».
Παγκοσμιοποίηση και αντι-προτάγματα
Μέσα σ’ όλα αυτό το συγκεχυμένο ιδεολογικό, πολιτικό και οικονομικό σκηνικό, από διάφορους προοδευτικούς χώρους και δη της Αριστεράς (όχι τόσο της ελληνικής που παραδοσιακά έχει κυρίως πατριωτικό χαρακτήρα) και πολλών σοσιαλδημοκρατών, καλλιεργείται η αδικαιολόγητη προσδοκία ότι με την «παγκοσμιοποίηση» θα σαρωθούν οι «αντιδραστικοί» τοπικοί παράγοντες και πως η καταπιεστική εξουσία των εθνικών κρατών θα υποχωρήσει. Και αυτή η προσέγγιση ενός τμήματος της Αριστεράς που κατά ένα παράδοξο τρόπο αποδέχεται την «παγκοσμιοποίηση», είναι όμως λανθασμένη. Κι αυτό γιατί ναι μεν η συγχώνευση περισσότερων κοινωνιών θα μπορούσε ενδεχομένως να κλονίσει τις εθνικές κυριαρχίες και ν’ αμβλύνει τις πολιτικές αντιπαλότητες μεταξύ των Εθνών-Κρατών, αλλά εάν αυτή η αντικατάσταση των τοπικών εξουσιών ειδωθεί αποκομμένα από το ζήτημα των πολιτικών (και πολιτισμικών) διαφοροποιήσεων δεν θα ήταν αποτελεσματική. Όπως η Πόλη-Κράτος στη αρχαιότητα υπήρξε η προϋπόθεση για την εμφάνιση της δημοκρατίας, όπως το Έθνος-Κράτος ήταν η βάση για την εμφάνιση και ανάπτυξη του δημοκρατικού συστήματος στη νεώτερη εποχή, έτσι και σήμερα, το βάρος θα έπρεπε να δοθεί στην κυριαρχία αυτόνομων δομών και κοινωνιών (με την έννοια της δυνατότητας της ίδιας της κοινωνίας ν’ αποφασίζει κυριαρχικά για ζητήματα που την αφορούν άμεσα) στις οποίες η διαπολιτισμικότητα είναι προαπαιτούμενο για την εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας ισότητας και ελευθερίας. Η Αριστερά όμως, αδυνατεί σήμερα να φανταστεί και να μιλήσει για την (συν)διαμόρφωση μιας νέας υπερεθνικής σκηνής που θ’ αποτελέσει το μέσο για την εγκαθίδρυση μιας διεθνοποιημένης παγκόσμιας δημοκρατίας, αδυνατώντας να κινηθεί, να συλλογιστεί αλλά και να δράσει εκτός του καπιταλιστικού φαντασιακού, αφού δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί ορθά ούτε το μέγεθος της κρίσης του καπιταλιστικού οικονομίστικου σκεπτικού, ούτε να αυτοπροσδιοριστεί ως προς τους στόχους της χωρίς να έχει ως σημείο αναφοράς την καπιταλιστική ανορθολογικότητα, ούτε να κατανοήσει τη φύση των διαπολιτισμικών κοινωνιών. Έτσι δίνει καυτή, με τη σειρά της, λαβή στην αναβίωση των εθνικισμών αλλά και στην ανάπτυξη και διάχυση διάφορων θεωριών συνωμοσίας (που μιλούν για Παγκόσμια Διακυβέρνηση, Νέα Τάξη Πραγμάτων και άλλα τραγελαφικά ιδεολογήματα) ή ακόμα και παρανοϊκών παραληρημάτων .
Η πλήρης επικράτηση του καπιταλιστικού φαντασιακού και η πλήρης ανικανότητα της Αριστεράς να διαυγάσει τα νέα δεδομένα και να απογαλακτιστεί από το οικονομίστικο καπιταλιστικό τρόπο σκέψης που την κάνει να ετεροκαθορίζεται, τελικά οδηγούν σε μία κίβδηλη, γελοία και ιδεολογικά επικίνδυνη νοηματοδότηση και ερμηνεία μιας τάχα αντίθετης προς την «παγκοσμιοποίηση» έννοιας, αυτή της «αντι-παγκοσμιοποίησης». Εν ολίγοις, το βάρος, η προσοχή μας, οι πολιτικές μας στοχεύσεις πρέπει να μετακινηθούν από το δίπολο παγκοσμιοποίηση (νεοφιλελευθερισμός) - αντι-παγκοσμιοποίηση (εθνικισμός ή προχειρότητες της αριστεράς). Αναμφισβήτητα η παγκοσμιοποίηση αφορά στην εκμετάλλευση των λιγότερο οικονομικά ισχυρών κατοίκων των μή Δυτικών κοινωνιών από τις Δυτικές δυνάμεις, αλλά όμως, με τίποτα δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε τις σχέσεις εκμετάλλευσης που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν εντός απομονωμένων κοινωνιών, όπως για παράδειγμα της Βόρειας Κορέας (μια χώρα που δεν αποτελεί κομμάτι της παγκοσμιοποίησης). Αναμφισβήτητα κάθε λαός έχει το δικαίωμα να αντισταθεί στην πολιτισμική αμερικανοποίηση της κοινωνίας του, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να παλέψουμε με όπλο την εθνικιστική κλειστότητα και τον φανατισμό. Η κοινωνία της μάζας και του πλαστικού πολιτισμού δεν θα πρέπει να αναζητηθεί μόνο στις ελίτ και στο κεφάλαιο, αλλά και σε εμάς τους ίδιους που αποτελούμε τον καθρέφτη της, που υιοθετούμε κάθε αξία τυφλά (τόσο αυτής του καταναλωτισμού, όσο και του εθνικισμού). Έτσι λοιπόν, λέμε Ναι στη γέννηση μια τοπικοποιημένης άμεσης δημοκρατίας (τοπικές συνελεύσεις), η οποία θα είναι παράλληλα διαπολιτισμική, δικτυωμένη και διεθνοποιημένη μέσα από αυτόνομες κοινωνίες που θα έχουν τοπικό έλεγχο των θεσμών τους, αλλά θα συνεργάζονται διεθνώς, και με αμοιβαιότητα θα δέχονται την διαφορετικότητα (κάτι που σημαίνει ότι πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να υπάρχει διαφορετικότητα), θα την αγκαλιάζουν και δεν θα ακολουθούν τυφλά ταυτότητες δοτές, κοινωνίες όπου θα σέβονται την ατομικότητα και τις προσωπικές επιλογές του κάθε ατόμου και δεν θα ελέγχονται ούτε από τοπικές αλλά ούτε και από διεθνείς ελίτ. Μια τέτοια κοινωνία είναι μπροστά μας, αρκεί να την απαιτήσουμε. Οι αγώνες που βλέπουμε να λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα μάλλον έχουν παρεκκλίνει αρκετά από τα βασικά προτάγματα της αυτονομίας και των διαπολιτισμικών σχέσεων, εμπνεόμενες από τον χυδαίο εθνικισμό ή τον χρεοκοπημένο αριστερισμό. Το μόνο που μας μένει είναι να τους επανανοηματοδοτήσουμε, όντας υπεύθυνοι για την ιστορία μας…
[1]Theodore Levitt(1925-2006), αμερικάνος οικονομολόγος και καθηγητής στο Χάρβαρντ.Υπήρξε συντάκτης της Harvard Business Review και έγινε κυρίως γνωστός για την εισαγωγή του όρου «Παγκοσμιοποίηση».
[2] Η έννοια εθνοκτονία ανήκει στον Γάλλο ανθρωπολόγο Pierre Clastres (Archeology of Violence, κεφ.4). Δεν θα πρέπει να συγχέεται με εθνικιστικές ή άλλου είδους παρόμοιες ντετερμινιστικές ιδεοληψίες. Στο βιβλίο του Archeology of Violence, ο Κλαστρ σημειώνει πως η έννοια αυτή δηλώνει την εξάλειψη κάθε πολιτισμικού στοιχείου ενός λαού ή εθνικής ομάδας. Σε αντίθεση με την γενοκτονία, που κατά βάθος αφορά στην φυσική εξόντωση ενός μεγάλου αριθμού κάποιας αντίπαλης μειονότητας, η εθνοκτονία έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την θανάτωση πολιτισμικών στοιχείων και όχι των ανθρώπων των ίδιων. (Pierre Clastres, Archeology of Violence, Semiotext(e), 2012)
[3] Harff Barbara and Gurr Robert Ted, Ethnic Conflict in World Politics, Colorado, 1994
Ian Delta, Michael Th
Πηγήfilologos10.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου