Ο Γ ιώργος Κόρος μιλάει για το ταξιμι[απο παλιά συνεντευξη του λαικού μας καλλιτέχνη σε γνωστο μουσικολόγο]
- ε, αυτά τα πράγματα… τι να σου πω, το ταξίμι είναι μια μελωδία ελεύθερου ρυθμού, μια φαντασία. Τώρα τι να πεις, έχει αλλαγές και χρώματα, αλλά αυτά έχουν απαιτήσεις…αισθηματικές. Κάθε νότα, κάθε φράση, κάθε αλλαγή δρόμου πρέπει να έχει και το πάθος της, εκείνο το…αυτό…πώς να το πω…είναι παθητική μουσική αυτή…να παίζεις εσύ αλλά να βρίσκεις κι ανταπόκριση. Αν δεν καταλαβαίνουν αυτοί που ακούν απʼ αυτά τα πράγματα…άμα βλέπεις πνεύματα που δεν καταλαβαίνουν…κρυώνεις. Άμα πάλι σε προσέχει ο άλλος αυτό που ξέρεις το δεκαπλασιάζεις… Έτσι είναι. Αλλά οι μερακλήδες είναι δυστυχώς λίγοι.
Τα ταξίμια είναι, να πούμε, σαν να μιλάμε και ο ένας απαντάει στον άλλο και λέει το παράπονό του, το αίσθημά του, την ιστορία του, κάτι που του έτυχε, τέτοια πράγματα και ο άλλος πάλι του λέει, τι λες βρε παιδί μου αυτά έπαθες; κλπ. Έτσι, αυτήν την έννοια έχουν, εγώ κάνω με το βιολί το κλάμα του μέσα από την καρδιά του, το οποίο είναι δύσκολο να εκφραστεί.
- Το ταξίμι σου ξεκινά, απλά, ήρεμα, μαλακά…
- Ναι, ναι, φερʼ ειπείν, ξεκινάμε, ας πούμε, από την οδό τάδε και θέλουμε να βγούμε, π.χ., στην Ομόνοια. Λοιπόν θα περάσουμε από εκείνον το δρόμο, τον άλλο, το τάδε στενό, την άλλη λεωφόρο για να φτάσουμε και να τελειώσουμε. Αλλά αυτό θέλει πολύ γερά αυτιά. Να προσέχουν, όμως, κι αυτοί που δεν καταλαβαίνουν γιατί είναι σημαντικά πράγματα αυτά. Τα άλλα τα υπόλοιπα που ακούμε, τραγούδια, τραγουδάκια και τραγουδάρες…ε, μʼ αυτά βαρεθήκαμε ποια…Τι να πρωτακούσει κανείς, το αυτί τι να σου κάνει.
- Πες μου, μελετάς καθόλου βιολί τώρα;
- Όχι τώρα, αλλά ποτέ. Κοίταξε, αν διάβαζα μουσική και ήμουν σε άλλο είδος, έπρεπε υποχρεωτικά να μελετώ. Αλλά εδώ, τώρα, είναι θέμα αντιλήψεως, μυαλού, γιατί έχουμε να κάνουμε με φαντασία, αίσθημα, χρώμα κλπ. Λοιπόν αν δεν κόβει το μυαλουδάκι και τα χέρια και η καρδιά και όλα μαζί δεν κάνουμε τίποτα…
- Στο σπίτι σου δεν παίζεις έτσι για την δική σου ευχαρίστηση;
- Σπάνια, εγώ ευχαριστιέμαι ξέρεις πότε; Όταν μου παραγγείλουν, σε κέντρο όταν βρίσκομαι, ή σε γάμο ή σε πανηγύρι, κανένα ταξίμι, κανένα σόλο, τότε ευχαριστιέμαι…Εδώ στο σπίτι δεν γίνεται αυτό…......
======
ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ[Οταν παίζω ταξίμι ερχονται τα πουλιά και κάθονται στό τάστο]
«Σαν ‘ρχότανε το φτινόπωρο— για τότες µιλώ, που ήµουνα παιδαρέλος —µε ξύπναγε, µε το χάραµα, ε,ένα πουλάκι µικρό, κόκκινο απουκάτου στο λαιµό.
Αυτό λάλαγε πρώτο. Όχι λαλιά. Έτριζε. Και µετά εξύπναγαν όλα τ’ άλλα.Εξέβγαιναν καταχείµωνο, µετά τα πρωτοβρόχια.
Τα κοτσύφια. Τσίχλες. Μπεκατσόνια.
Και κάτι πουλιά µεγάλα. Καληµάνες τα λέγανε.
Κάθε εποχή είχε τα πουλιά της. Κι εγώ δεν τα χόρταινα.
Πετροκοκόρια — οι τσαλαπετεινοί. Με το λοφίο. Και την µεγάλη, σπαθάτη ουρά.
Τα τουρλιά που φκιάνανε τη φωλιά τους καταγής, µέσα στα σιτάρια.
Οι τσιουπίτσες — από κει εβγήκε και η τσιούπα. Η κοπελιά.
Που είχε την χάρη αυτηνού του πουλιού.
Ο Ασπρόκωλας, που είχε µια άσπρη τούφα πούπουλα στον κώλο.
Η λιάριτζα κι ο αητοµάχος λιαριτζής, της οικογενείας των αητοειδών.
Ο συκολόγος ή συκοφάγος. Είχε απάνω του όλα τα χρώµατα τ’ ουράνιου τόξου.
Τετετζιές. Κάτι µικρούλια που τρύπωναν κι έκαναν τ’ αυγά τους σε τρύπες δέντρων.
Ο τσιώνης, κοµµάτι µεγαλύτερος από τον σπούργιτα.
Τα τρυγόνια κι οι πέρδικες.
Ο τρυποφράχτης. Μια σταλίτσα πράµα.
Κι οι καρδερίνες.
Σαν λάληγε ο Γκιώνης ή χτυπούσε καµπάνα, µου ‘ρχόταν µελαγχολία.
Στενοχωριόµουν για τον πατέρα µου.
Που έτρεχε από τα άγρια χαράµατα για να µας αναστήσει.
Εµπήκα από µικρός στα βάσανα της ζωής.
Σαν παιδάκι δεν χόρτασα τα παιχνίδια.
Δε λέω, έπαιζα. Αλλά στη ζούλα.
‘Ετρεχα δω κει για κάνα πιάτο φαγάκι.
Για κάνα µονόφραγκο.
Τα πουλιά µε µάθανε µουσική.
Όταν πιάνω το όργανο και παίζω ταξίµι, ‘ρχόνται τα πουλιά και κάθουνται στο τάστο.
Στο µάνικο. Και τα δάχτυλα γίνονται πουλιά.
Από µέσα τα δάχτυλα γίνουνται όπως οι µπακούλες τους.
Και πατώ τα τάστα όπως εκείνα, που κάθουνται στις κόρδες.
Επρόσεχα στις τηλεγραφοκολώνες, που κάθουνταν απάνου στα σύρµατα τα χελιδόνια.
Έτσι είναι τα ταξίµια. Σαν τα χελιδόνια, ‘ρχόνται την άνοιξη. Χτίζουν τις φωλιές στα ίδια µέρη.
Ή ξαναβρίσκει το ζευγάρι τη φωλιά που άφησε. Γεννάνε. Μεγαλώνουν τα ξεπεταρούδια.
Γιοµώζει η άνοιξη ζωή.
Τα καλοκαίρια φουντώνουν για καλά.
Και σαν έρθει το φτινόπωρο, µαζεύουνται όλα µαζί. Περιµένουν και τα αργοπορηµένα.
Δεν λαλάνε. Είναι µελαγχολικό το φτινόπωρο.
Κάθουνται πάνου στα σύρµατα και περιµένουν.
Κι όλα µαζί, µεµιάς, φρρρρτ, πάνε.
Για ζεστές χώρες. Γι’ αλλού.
Στην Αφρική, λένε.
Σαν κουράζουνται στις θάλασσες, κουρνιάζουν στα καράβια.
Ή στα φτερά πάνου άλλων πουλιών.
Που έχουν µεγάλα φτερά.
Ένα τοσοδούλι χελιδόνι και να πετάει από τον ένα κόσµο να πάει στον άλλονα.
Μ’ αρένουν τα χελιδόνια.
Αλλά µε τις γαλιάντρες είναι άλλο πράµα. Πάει το στόµα τους ροδάνι.
Τα βλέπεις πόσα έχω; Δεν κάνω χωρίς πουλιά.
Στενοχωριέµαι που τα ‘χω στα κλουβιά.
Μ’ αγαπάνε. Ξέρω τα χούγια τους.
Όταν είµαι στεναχωρηµένος, το πιάνουν.
Και να δεις πώς κάνουν. Σκίζεται η καρδιά τους.
Προσπαθώ να µην το δείχνω. Αλλά ‘ναι χειρότερα.
Τα πουλιά δώκανε στην ψυχή µου µουσική.
Κι οι άνθρωποι, βάσανα.
Εδώ πιο πάνω, στις ράχες. Το βουνό.
Βλέπεις εκείνο το δέντρο;
Μία µέρα που τράβηξα κατά κει να ξεχλιάνω, είδα ένα κουρµπάνι µέλισσες σαν σταφύλι.
Την άλλη µέρα, είχαν κάνει την κουφάλα σπίτι τους και αράδιζαν.
Μια χαρά που πήρα…
Το χειµώνα, που δεν υπάρχουν λουλούδια για να µασούν την θροφή τους, επάγαινα και το τάιζα ζαχαρίτσα.
Και πέφτει άπου λες ένα χιόνι κι αποκόβει τα πάντα. Ξεκινάω . Μεριάζω το χιόνι. Φτάνω.
Τι να δω. Στις άκριες της κουφάλας, πεθαµένες µια χούφτα µέλισσες.
Αδειάζω την ζαχαρίτσα µέσα.
Πάω, µόλις µαλάκωσε ο καιρός.
Αράδιζε το µελισσάκι.
Ε, δε θα το πιστέψεις.
Κάθισαν οι µέλισσες λεφούσι απάνου µου και δε µε ‘φαγε καµία.
Ξεβγήκε ο ήλιος.
Ανθισαν τα κλαριά.
Ανεβαίνω στο βουνάκι.
Πάω στο δέντρο.
Πουθενά µέλισσες.
Ανθρώπινα χέρια είχαν βουλώσει την κουφάλα µέχρι πάνω µε λάσπη.
Την ξεβουλώνω. Τηράω µέσα στο σκότος, Περιµένω µέλισσες.
Τίποτας.
Είχαν σκάσει. Αποθάνει από δίψα, ξέρω γω τι.
Και κει που φεύγω, σκάει µύτη µια µελισσούλα. Ετοιµοθάνατη. Δε θα το ξεχάσω ποτέ.
Κόσµος. Κοσµάκης. Και κουραδόπλαση».
H διήγηση αυτή του Μάρκου Βαμβακάρη είναι από το λεύκωμα των εκδόσεων Τεγόπουλου-Μανιατέα ,”Μύθος ρεμπέτικος-Μάρκος Βαμβακάρης” με κείμενα και επιμέλεια του Γιώργη Χριστοφιλάκη.Προσέξτε το λεξιλόγιο.
Προσέξτε την βαθιά -βιωμένη- γνώση του Μάρκου για τα πουλιά και την Φύση. Ονόματα, χρώματα, ήχοι, συνήθειες…
Θαυμάστε πόσο τρυφερά πέφτει η ματιά του “μάγκα” ρεμπέτη πάνω στους μικρούς φτερωτούς συντρόφους του, τα πουλιά και τις μέλισσες. Υποκλιθείτε στην οικολογική συνείδηση ενός λαϊκού ανθρώπου, σε μια εποχή που η οικολογία δεν υπήρχε ούτε σαν όρος στα λεξικά.
Και τέλος, απολαύστε το “ταξίμ” από τις πενιές του Μάρκου.
Όταν τον άκουγαν τα 80 πουλιά που είχε σε κλουβιά να παίζει μπουζούκι,σώπαιναν όλα. Για να τον ακούσουν…πηγήhttp://afmarx.wordpress.com/
Προσέξτε την βαθιά -βιωμένη- γνώση του Μάρκου για τα πουλιά και την Φύση. Ονόματα, χρώματα, ήχοι, συνήθειες…
Θαυμάστε πόσο τρυφερά πέφτει η ματιά του “μάγκα” ρεμπέτη πάνω στους μικρούς φτερωτούς συντρόφους του, τα πουλιά και τις μέλισσες. Υποκλιθείτε στην οικολογική συνείδηση ενός λαϊκού ανθρώπου, σε μια εποχή που η οικολογία δεν υπήρχε ούτε σαν όρος στα λεξικά.
Και τέλος, απολαύστε το “ταξίμ” από τις πενιές του Μάρκου.
Όταν τον άκουγαν τα 80 πουλιά που είχε σε κλουβιά να παίζει μπουζούκι,σώπαιναν όλα. Για να τον ακούσουν…πηγήhttp://afmarx.wordpress.com/
καλημέρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήτί θα πει ξεχλιάνω;
αυτά τα πουλιά πολύ την αγαπούν τη μουσική.
κι εγώ σαν παίζω πιάνο πολύ χαίρονται...
Καλημέρα!ειναι τοπικός ιδιωματισμός και σημαινει "να ξεδώσω"[διατηρω μια μικρη επιφυλαξη,,,ισως στην Σύρο να δινουν και μια αλλη εννοια,,θα ρωτησω μια φίλη Συριανή και θα σου πώ σιγουρα]...νομίζω ολα τά πουλιά αγαπουν την μουσική κι ανταποκρινονται οταν την ακουν...εσυ ως μουσικός ξερεις καλύτερα.Νά εισαι καλά..
ΑπάντησηΔιαγραφή