Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ [ Μέρος Α' ]



Σιωπηλές πλατείες (A μέρος)


Σκέψεις για την ελληνική πλατεία (A μέρος)
Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου




Η πλατεία αποτελεί τον κοινόχρηστο χώρο που χαρακτηρίζει τις ελληνικές πόλεις και τους ελληνικούς οικισμούς. Εξυπηρετεί ανάγκες λειτουργίας του δομημένου χώρου, αλλά και κοινωνικές, πολιτιστικές, πολιτικές, οικολογικές ανάγκες. Λόγω της αποστολής της και των αξιών που κουβαλά (ιστορικών, κοινωνικών, πολιτιστικών κ.ά.), συμβάλλει -συνδυαστικά με τον περίγυρο- στη δημιουργία πολιτισμικού τοπίου, γεγονός που υποδηλεί τη σημαντικότητα τής παρουσίας της για τη συνέχεια ενός βασικού συνόλου, που διαμορφώνει ποιότητα και προοπτική.
Η πλατεία φτιάχτηκε για να λειτουργεί και να παράγει. Φτιάχτηκε για να είναι τόπος κι όχι χώρος1. Είναι το ανοικτό πεδίο, το κενό, το ξάγναντο, το διέξοδο, το άφορτο, ο ανασασμός. Ταυτόχρονα αποτελεί πεδίο δραστηριοποίησης των ανθρώπων, τόπο συνεύρεσης, συναναστροφής, αναψυχής κι ανεμελιάς. Είναι τόπος λόγου, πράξης, παραγωγής, άσκησης πολιτιστικής, πολιτικής και κοινωνικής δραστηριότητας, πεδίο δράσης, αγώνων κι ανάπτυξης ιδεών. Είναι, γι' όλα αυτά, το τοπόσημο που ανάχθηκε σε σύμβολο. Τούτο, που προέκυψε ως ανάγκη παραγωγής στο πεδίο2, αποτέλεσε το στοιχείο που έκαμε εμβληματική την ελληνική πλατεία (του 19ου αιώνα και του μεγαλύτερου μέρους του 20ου), γιατί την ταύτισε με γεγονότα, με ιδέες, με παραστάσεις, με καταστάσεις, με βιώματα, με πράξεις και συνήθειες. Το χαρακτηριστικό κτίριο (συνήθως, ο ναός ή το δημαρχείο) ή το μνημείο σε αυτήν και ο συγχρωτισμός τους με τον περίγυρο, απέδωσαν στην αστική πλατεία μια κεντρικότητα στο χώρο -που, σε αρκετές περιπτώσεις συνδυάστηκε με μνημειακότητα ή μεγαλοπρέπεια-, κάτι που ενίσχυσε την έννοια του τοπόσημου, πολύ δε περισσότερο του συμβόλου, που της αποδώθηκε.



kapetanios.2010.06.01.jpg

Φωτ.: Πολιτικό δρώμενο σε αστική πλατεία. Συγκεκριμένα, συγκέντρωση στην πλατεία Ομονοίας στη γενική απεργία του Φεβρουαρίου του 1987 (αρχείο Ιστορίας Συνδικάτων).

Πάμε πλατεία;3
Η ετυμολόγηση της έννοιας «πλατεία», ως «πλατύς δρόμος, πλατιά οδός»4, τόπο ροής, κίνησης, διέλευσης -προφανώς κατά τις αρχές του λειτουργισμού (φονξιοναλισμού)-, γρήγορα ξεπεράστηκε, λόγω του ρόλου που στην πορεία απέκτησε, ως πεδίο ανθρώπινης παραγωγής -όπως αυτή κάθε φορά εννοούνταν. Το ζήτημα που σήμερα τίθεται, αφορά το ρόλο της πλατείας σε σχέση με το παρελθόν της. με άλλα λόγια, ποιο το παρόν και το μέλλον της, σε σχέση πάντα με την αποστολή της στο χώρο. Η πλατεία εξακολουθεί να «παράγει» όπως παλιά; Εξακολουθεί ν' αποτελεί το ξάνοιγμα στο φτιαχτό χώρο, το κενό που γεμίζει με ανθρώπους, με ιδέες και δραστηριότητες; Έχει ρόλο στη λειτουργία της πόλης και της κοινωνίας, κι αν ναι, πώς εννοείται και πώς πραγματώνεται;
Ο νεολογισμός «πάμε πλατεία;»5, δύο πράματα μπορεί να σημαίνει. Αφενός χαρακτηρίζει συμπεριφορές ανθρώπων, ενδεικτικές του τρόπου της ζωής τους, όπου η ελαφρότητα, η αργία, η ευδαιμονία, η μακαριότητα βρίσκουν πεδίο έκφρασης (και) στο χώρο της πλατείας. Αφετέρου εννοείται ως ενσυνείδητη προτροπή για κοινωνικότητα και χορεία. Στην όλβια ακινησία της ανέγνωμης μάζας λοιπόν, αντιπαρατίθεται, μεμίγνεται ή παραλλήλως υπάρχει η ενέργεια της ζώσας κοινωνίας, που θέλει να εκφραστεί επικοινωνώντας κι όχι απλά συνευρισκόμενη. Τα παραπάνω συνθέτουν απλά την έκφραση στο δημόσιο χώρο, που, τελικά, αποτελεί τον καθρέπτη της κοινωνίας.



kapetanios.2010.06.02.jpg

Φωτ.: Η πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα ως «πλατειά οδός».



Η αλλοτινή αστική πλατεία6 αποτελούσε πεδίο δραστηριοποίησης του ανθρώπου, αποτελούσε θα λέγαμε πεδίο ενέργειας, μέρος στο οποίο «ασκούνταν» ως ον κοινωνικό και πολιτικό. Ήταν σημείο αναφοράς, ήταν αφετηρία, πορεία και τέρμα ενεργειών, κέντρο-εστία του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού βίου του7. Οι επαναστάσεις στις πλατείες, οι συγκεντρώσεις σε αυτές, οι ατέλειωτες πολιτικές συζητήσεις στα ανθρώπινα πηγαδάκια των άοκνων αγορητών, οι συναντήσεις, οι συνευρέσεις εκεί, οι συνεχείς περιδιαβάσεις και το «λιώσιμο» των πλακών από τους επίμονους περιπατητές, δεν αποτελούσαν τίποτε περισσότερο από εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής του τοτινού αστού, που ικανοποιούσαν βασικές του ανάγκες: της συναναστροφής, της συλλογικότητας, της συνεύρεσης, της επικοινωνίας, της επαφής, της γειτονίας. Είχε, συνεπώς, βαθύτερο λόγο η ανθρώπινη παρουσία στις πλατείες, δεν τις γέμιζε απλά: τις πλάταινε, τις βάθαινε. Οι πλατείες, έτσι, μιλούσαν, αντηχούσαν, είχαν ενέργεια. κι αυτό γιατί ήταν κατάφορτες με γεγονότα, με παραστάσεις, με βιώματα, με συναισθήματα, με αξίες. Εκεί, στο κενό της πόλης, στο άνοιγμά της, μπορούσες ν' ανασαίνεις κι ελεύθερος να αισθάνεσαι. να επικοινωνείς, να εκφράζεσαι, να δρας. Αυτή ήταν η χρήση, αυτός κι ο ρόλος της πλατείας παλιά, ένας ρόλος ουσιαστικός, τον οποίον η ελληνική κοινωνία είχε πολύ εκτιμήσει.



kapetanios.2010.06.03.jpg

Φωτ.: Η πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα, κατακλυσμένη από τραπεζοκαθίσματα το 1956 (χαρακτηριστική φωτογραφία του Δ. Α. Χαρισιάδη, αρχείο Μουσείου Μπενάκη).

Από την άλλη πλευρά, η σημερινή αστική πλατεία, λίγο «ανασαίνει», λίγο «μιλά». Άνθρωποι σιωπηλοί, τραγικοί -οι μετανάστες της απόγνωσης-, την καταλαμβάνουν, άνθρωποι λίθινοι, σκιές, γρήγοροι στανικοί διαβάτες, την προσπερνούν. Τα αναψυκτήρια, τα εστιατόρια, τα καφέ-μπαρ κ.ά. την πνίγουν, μέρος κι αυτά ενός ανούσιου, ψυχρού -επιχειρηματικού κατά το πλείστον- σκηνικού, στο οποίο οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν, δε λογιάζουν, απλά ανεμελούν, απλά αδιαφορούν, απλά υπάρχουν, σκοτωμένοι από το δράμα των καιρών, σ' έναν χώρο που κατά συνθήκη τον αποδέχονται. θα μπορούσαν για τον ίδιο λόγο να βρίσκονται κι αλλού. Η απουσία επικοινωνίας, ο μη διάλογος -αφενός του ανθρώπου με τα γύρω του, αφετέρου μεταξύ των στοιχείων που συνθέτουν το χώρο-, διαμορφώνουν μιαν αδιάφορη κατάσταση, στην οποία κυριαρχεί η κενότητα (η έλλειψη επικοινωνίας, η έλλειψη συναισθημάτων, η έλλειψη δράσεων κ.ά.) Η κενότητα, ως αφηρημένη γεωμετρική έννοια που είναι, γεμίζει το χώρο και τον χαρακτηρίζει. Στον ασφυκτικά περικλεισμένο χώρο, εξαντλείται κατά το μάλλον ή ήττον και η ιδέα του ανοικτού πεδίου, του ξάγναντου, αφού τα υπερμεγέθη για την κλίμακα της πλατείας κτίρια, την περισφίγγουν κατά τρόπο που η θέαση του ουρανού να εκλαμβάνεται ως οπή στο γκρίζο σκίαστρο της πόλης.
Οι σημερινές αστικές πλατείες, όπως και άλλες μορφές κοινοχρήστων αστικών χώρων, μετατρέπονται σε πεδία άσκησης επιχειρηματικών κι εμπορικών δραστηριοτήτων, με την κατασκευή -φαραωνικών διαστάσεων συνήθως για τη μικρή χωρική κλίμακα του ανοικτού πεδίου- αναψυκτηρίων, εμπορικών κέντρων, εγκαταστάσεων που μόνον κατ' όνομα εξυπηρετούν τον αθλητισμό ή τον πολιτισμό κ.ά., μ' αποτέλεσμα -εμμέσως πλην σαφώς- να χάνεται η πρωταρχική-ουσιαστική χρήση τους και ο προορισμός τους. Τούτο οδηγεί σε ιδιότυπη ιδιοποίηση του κοινόχρηστου χώρου, με παράλληλη αμφισβήτησή του ως δημοσίου αγαθού, αφού η ανταλλακτική αξία που του αποδίδεται, τον καθιστά πεδίο δραστηριοτήτων ιδιωτικοοικονομικής φύσης. Η ευρύτατη και -δυστυχώς- μη συνειδητοποιημένη ανατροπή που επιφέρεται, έχει να κάμει με τη φύση των σχέσεων που αναπτύσσονται στον κοινόχρηστο χώρο, αφού ο δέκτης-κοινωνός άνθρωπος μετατρέπεται σε πελάτη-καταναλωτή και περιβάλλεται με τα κριτήρια της ιδιωτικότητας και του κέρδους. Εντέλει, το δικαίωμα να δρας ως πολίτης, ασκώντας τα πολιτικά σου δικαιώματα στο δημόσιο χώρο, αντικαθίσταται από το δικαίωμα του πελάτη, βάσει του οποίου αναπτύσσεται σχέση συναλλαγής με αντικείμενο το εμπορικό-υλικό αγαθό, κάτι που οπωσδήποτε λειτουργεί καταχρηστικά έως κατασταλτικά στη λειτουργία του κοινοχρήστου χώρου ως δημοσίου αγαθού και στην απόλαυσή του ως τέτοιο8.



kapetanios.2010.06.04.jpg

Φωτ.: Η μικρή πλατεία των Τριών Ναυάρχων στην Πάτρα κατειλημμένη σχεδόν στο σύνολό της από ταβέρνες και καφετέριες.

Είναι χαρακτηριστικό, ως μια πιο light εκδοχή της πλάνης της σύγχρονης αστικής πλατείας (ή της ανθρώπινης απόγνωσης;), το γεγονός που παρατηρείται, ότι πολλές -συνοικιακές κυρίως- πλατείες μετατρέπονται σε παιδότοπους, μετατρέπονται σε γήπεδα ποδοσφαίρου, σε αλάνες κατά μία έννοια (λόγω έλλειψης, προφανώς, αθλητικών χώρων στη γειτονική αστική περιοχή), απογινόμενες έτσι, αποκλειστικά πεδία διοχέτευσης της εγκλεισμένης ενέργειας των ελληνοπαίδων, πεδία χρήσης δηλαδή κι εξυπηρέτησης συγκεκριμένης ανάγκης, κι όχι πεδία παραγωγής, όχι πεδία παίδευσης, κατατριβής και κοινωνικής επαφής, όχι πεδία αναψυχής. Έτσι η αστική πλατεία παύει να είναι πολυλειτουργική, παύει να είναι πολλαπλώς χρηστική, αφού μία χρήση της (αυτή του παιχνιδιού) γίνεται κυριαρχική κι ενεργείται σε βάρος των άλλων9.
Η αστική πλατεία σήμερα δεν είναι βουλή10, δεν είναι θώκος, δεν είναι αυλή (με την έννοια της συμμετοχής των ανθρώπων στο κοινωνικό γίγνεσθαι, με την έννοια της γειτονίας). Είναι πεδίο, είναι πλάνο, είναι οδός. Δεν εξασκεί, δεν παιδεύει. κρυερά τέρπει, πληκτικά ξοδεύει, αόριστα υπάρχει.
Ο αντίθετος ισχυρισμός θα υποστήριζε τα εξής: η πόλη άνοιξε, χώρεσε τα πάντα μέσα της, τα ενέταξε, τα έκανε μέρος της, χωρίς να απαιτείται η διακριτή χρήση των κενών για να εκφραστεί. Τα στέκια, οι γειτονιές, οι αυλές, οι παρέες έχουν μετουσιωθεί (θα ήταν ορθότερο να λέγαμε ότι έχουν εξαφανιστεί) και δε θεωρείται πλέον ο δημόσιος χώρος λειτουργικό πεδίο άσκησης κοινωνικότητας, πολιτικής διαπάλης ή αναψυχής. Η συλλογικότητα, η επικοινωνία, η επαφή απαιτούν πλέον τη χρήση μέσων (ηλεκτρονικών ή μηχανικών) για να εκφραστούν, αφού τα χαρακτηρίζει η ευρύτητα, η απόσταση, η διάχυση, η συνεχής αναζήτηση. Ο στενός ορίζοντας ενός πεδίου (του δημοσίου χώρου) φαντάζει εξαιρετικά μικρός και περιοριστικός για τα τόσα που πρέπει να ειδωθούν και να εκφραστούν. Ας απελευθερωθούμε λοιπόν, ας πετάξουμε. Και σε τελική ανάλυση, θέλουμε φρούρια, θέλουμε κάστρα εντός της πόλης; Θέλουμε μικρές ουτοπίες σ' έναν κόσμο που τον ρεαλισμό του ζει και προχωρά;
Η τεχνοκρατική (η νεωτερική) αντίληψη παραγωγής πόλης, παραπέμπει στη σκόρπια πόλη, που της αποδόθηκε (με σκωπτική διάθεση βεβαίως) ο όρος μετάπολη (Γ. Σημαιοφορίδης, 1998). Η πόλη πρέπει να «χυθεί», να απλωθεί, να φύγει μπροστά, χωρίς τείχη και φραγμούς. Πρέπει να πάψει να φυγομαχεί με τα όριά της, πρέπει ν' αφεθεί. Στο πλαίσιο αυτό, οι όποιες προσπάθειες ρήξης με το παρελθόν, αλλά και με το παρόν της πόλης, κρίνονται επιβεβλημένες. Όχι στην παραδοσιακή «ασφυκτική» πόλη, με τους δαιδάλους της και τ' αδιέξοδά της, στην οποία το (κάθε) άνοιγμα (ο ελεύθερος χώρος) φαντάζει ως σωτηρία. Όχι στην προσκόλληση στο παρελθόν σ' ότι αφορά στη δημιουργία, όχι στη συνέχεια. το νέο δεν πρέπει να εγκλωβιστεί στο παλαιό, η δημιουργία πρέπει ως γέννημα ν' αναφανεί -αντί της μετάπολης, ο καθηγητής Δημήτρης Φατούρος προτείνει την πολυ-πόλη, η οποία είναι πολύ-πολική (οργάνωση κατά πόλους μικροπόλεων), με διαφορετικούς βαθμούς και τρόπους συγκρότησης.
Νάναι άραγε λόγος αυτός, που η πλατεία γνωρίζει την απαξίωση; Νάναι ότι πρεσβεύει -η αντίστασή της στη σύγχρονη πόλη, στο status της αταξίας ή της σκόρπιας οργάνωσης που επιδιώκεται-, αυτό που την κάμει ουτιδανή; Ο δημιουργός προχωρά καταιγιστικά. Ως υπέρβαση, ως επανάσταση το εννοεί. όμως, μην η τολμητία του είναι προϊόν της σύγχυσής του; Μην παρανοεί εξωθώνοντας το δημιούργημα στα όριά του, ξεπερνώντας τις αντοχές του συστήματος, υπερβαίνοντας τα μέλλοντα;11.



kapetanios.2010.06.05.jpg

Φωτ.: Πλατεία Αγ. Μελετίου Σεπολίων στην Αθήνα. Ο νέος ναός (επάνω φωτογραφία) «πήρε» μέρος της κατάφυτης μικρής πλατείας, ενώ και ο παλαιός (κάτω φωτογραφία) παρέμεινε! Το αποτέλεσμα είναι να υφίστανται δύο ναοί στην πλατεία. Ελληνικό φαινόμενο;


kapetanios.2010.06.06.jpg

Η επιστροφή στις ρίζες, σ' ένα πρωτογενές θεμελιακό αξιακό σύστημα, παραγωγής και συντήρησης μικρών ελπίδων, μήπως τελικά διαμορφώνει την προοπτική μας; Ναι, λοιπόν, στις μικρές ουτοπίες -εάν έτσι τις θεωρήσουμε-, γιατί το όνειρο συντηρούν, γιατί το κρατούν ζωντανό: το όνειρο της λύτρωσης. Μια ποιότητα, ένα σκαλί κάθε φορά είναι η λύτρωσή μας, γι' αυτό και πρέπει όρθιο να κρατείται ότι σε τούτο κατατείνει. Ο Le Corbusier είχε σοφά πει στη Χάρτα των Αθηνών: «Η πόλη, επειδή είναι μια "μικρή πατρίδα", είναι φορέας ενός ήθους που είναι αξεδιάλυτα δεμένο μαζί της». Το ήθος της πόλης λοιπόν πρέπει να διαφυλάξουμε, γι' αυτό και τις ποιότητές της δεν πρέπει να καταστρέψουμε. Όχι στους ξερότοπους, όχι στους πνιγηρούς τόπους, τους υπόδουλους, που η σύγχρονη πόλη θέλει να προβάλει ως ικανούς για τη λειτουργία της. Όχι στην αφομοίωση που σβήνει την ομορφιά, που τη διαλύει κάτω από το φάσμα της σιδηράς, ψυχρής εξουσίας της. Στους τόπους τους μικρούς, η ελπίδα υπάρχει ως αντίσταση στη σκληρή, απόλυτη πόλη. Στους τόπους αυτούς, τους δημόσιους, μια συνείδηση χρέους θα πρέπει ν' αναπτυχθεί. Μια συνείδηση που θα τους προστατεύσει, θα τους ανάγει, θα τους κάμει ιδικούς μας. Ναι, εντέλει, στα κάστρα εντός της πόλης, εάν σε τούτο οδηγούν: στο να γίνεται η πόλη περισσότερο ανθρώπινη, λιγότερο σκληρή, περισσότερο ζεστή κι άμεση. Χρειάζονται να υπάρχουν ως πηγές, ως ανάσες, ως αντίσταση. κι άμποτε να έλθει η μέρα, η ανθρώπινη πόλη να τα δεχθεί ως μέρος της, γιατί η ίδια, παρά τα όσα υποκριτικά ισχυρίζεται, τα αποβάλλει και τα φτονεί.
Ας δούμε και τούτον τον ισχυρισμό: οι καιροί έχουν αλλάξει, ο κόσμος τρέχει διαρκώς κι ακαταπαύστως, δαπανάται σε συλλογισμούς κι έγνοιες, αποσπάται σε θεάματα, ζει την έντασή του και φαίνεται -στο υλικό του πάθος- να την απολαμβάνει (sic). Ποία η χρεία της «νωχελικής» πλατείας λοιπόν, σ' έναν κόσμο που η συνεχής δραστηριότητά του δεν του αφήνει χρόνο να αισθανθεί, να νιώσει το χώρο, πολύ δε περισσότερο να τον βιώσει; Γιατί η πλατεία να του είναι αναγκαία, όταν τα ελαφρά που τον αλαφρώνουν -και τού είναι σημαντικά στην πυρετική του ζήση-, τα βρίσκει στο άμεσο προσωπικό του πεδίο -τις περισσότερες φορές, με το πάτημα ενός κουμπιού- ή στις καθιερωμένες μορφές διασκέδασης, χωρίς ο ελεύθερος χώρος να του κινεί το ενδιαφέρον να τ' αναζητήσει σε αυτόν; Υπό τούτη την έννοια, η πλατεία αποκτά την κυριολεκτική της σημασία, ως «πλατιά οδός» -πατιέται, δεν περπατείται-, γι' αυτό κι ο άνθρωπος αδιαφορεί για το μέλλον της. η πλατεία αφήνεται στην τυχαιότητά της ή στην κακουργία των διαχειριστών της.
Όμως, πόσο ανέλπιστα αποζητιέται όταν οι αποκαμωμένοι αστοί συνειδητοποιήσουν τ' αδιέξοδά τους, όταν η φθορά κινήσει βαθιά τους συναισθήματα και τους συγκινήσει, όταν η δολία ισοπέδωση παρασύρει κι αυτούς και νιώσουν απειλητικό τον κίνδυνο του πνιγμού στο τίποτα!.. Τότε θα επιζητήσουν το άϋλο, το απλό, το μικρό. Στο άφορτο, στην απλωσιά, στο ξάγναντο η ελπίδα. Εκεί όπου η ζωή εκφράζεται, σε χώρους ανθρώπινους, τους δημόσιους χώρους, το μέλλον...

Η σύγχρονη αστική πλατεία ως μη-τόπος
Γιατί θεωρούμε τη σύγχρονη αστική πλατεία ως μη-τόπο; Γιατί πικρά τη βλέπουμε; Γιατί σκληρά την κρίνουμε; Η απάντηση απλή: η σύγχρονη αστική πλατεία έχασε την ουσία της, έχασε την ψυχή της. Άχνωτη, κενή, παράταιρη στο σημερινό γίγνεσθαι -στο κατεστημένο της οικτρής υποταγής στη σκλήρυνση των καιρών-, αποξενωμένη από τα γύρω της, από την ιστορία και το φάσμα της, απομεμακρυσμένη από την αποστολή της, παραδέρνει στο υπόφαιο σκότος της εγκατάλειψής της.
Ας αναρωτηθούμε: Ποια η αξία ύπαρξης πλατειών χωρίς τους ανθρώπους της; Ποιος ο λόγος ύπαρξης του κενού όταν δε γεμίζει με ζωές. που όμορφα το πληρούν χωρίς να το κάμουν φορτικό. Οι σκιές, οι άψυχες ζωές -οι άδειες, οι χωρίς ενέργεια-, δεν το γεμίζουν, το αφήνουν τραγικά αδειανό. Ο χώρος απαιτεί πλήρωση, θέλει ενέργεια για να γεμίσει. Η έλλειψη αυτής, βαθαίνει το κενό, ανοίγει το χάσμα του.
Όταν ο χώρος διεκδικείται (κι «αξιοποιείται»!) ως τέτοιος κι όχι ως τόπος, τότε το σχήμα δε γεμίζει και δεν υψώνεται, δε μετουσιώνεται σε σώμα, και η αποστολή του κενού -στο να γεμίσει με ζωή-, έχει αποτύχει. Στην πόλη, μπορεί να δημιουργούμε κενά, που αποκτούν τα τυπικά -χωρικά και λειτουργικά- χαρακτηριστικά για να θεωρηθούν πλατείες, όμως, όταν αυτά δεν αποτελούν μέρος του ανθρώπινου γίγνεσθαι, του «λειτουργείν» και του «παράγειν», όταν αξιακά παραγράφονται και δεν εντάσσονται ενεργά στον κόσμο -και το βίο- του ανθρώπου, τότε παραμένουν -τραγικά- κενά.
Πότε ο χώρος γίνεται τόπος; Πότε το σχήμα γίνεται σώμα; Ο καθηγητής Ν. Κ. Μουτσόπουλος προσδιόρισε τον χώρο ως «τον τόπο που "χωράει", αλλιώς θα ήταν "αδιαχώρητος"»12. Όταν ο χώρος γεμίζει με ανθρώπους, με τις δραστηριότητές τους, με συναισθήματα, με οράματα, με προσδοκίες, με όνειρα, όσο είναι γεμάτος με τα αποτελέσματα της δραστηριότητας των ανθρώπων, γεμάτος με αντικείμενα που αφήνει ο καθένας στο πέρασμά του, όταν -θα προσέθετα- είναι γεμάτος με ψυχές, τότε γίνεται τόπος (Στεφάνου Ι., 2005). Ο Marc Auge καθόρισε ως μη-τόπο το χώρο που δεν είναι ανθρωπολογικός, καθότι οι ανθρωπολογικοί χώροι δημιούργησαν έναν οργανικό δεσμό μεταξύ των ανθρώπων και των στοιχείων του χώρου, που διαχέεται σε αυτόν και τον καθορίζει (M. Auge, 1992). Όλα συνεπώς που κάμουν το χώρο να «μιλά», ν' «ανασαίνει», κείνα που τον κάμουν ζωντανό, που τον γεμίζουν με περιεχόμενο, τον κάμουν τόπο.



kapetanios.2010.06.07.jpg

Φωτ.: Που εχάθη η Ακρόπολη; Με το τοιχίο της αναμορφωμένης πλατείας Ομονοίας το 2002, εχάθη η θέα της Ακρόπολης από τη λεωφόρο της 3ης Σεπτεμβρίου. Παράδειγμα υποβάθμισης του αστικού ελεύθερου χώρου εξαιτίας της αναμόρφωσής του. Υπογραμμίζεται ότι η επιλογή της συγκεκριμένης θέσης κατασκευής της πλατείας Ομονοίας αποσκοπούσε στο να γίνεται ορατή από το σημείο αυτό η Ακρόπολη, ως έχουσα από εκεί την καλύτερη γωνία θέασης.

Τόπος είναι το δημιουργημένο, το ανθρώπινο. μια -κατά το μάλλον ή ήττον- ολότητα. ολότητα ζωής, ιστορίας, μνήμης, τέχνης (πολιτισμού γενικότερα), μύθου, κοινωνικότητας. Είναι το παραγόμενο που φτιάχτηκε για να μιλά, για να είναι ζωντανό, για να προσφέρει, για να αντλεί και να εκπέμπει. Ως τέτοιο έχει αξία, ως τέτοιο έχει αποστολή. Εάν αποφεύγεται, εάν για κάποιο λόγο μεταπίπτει σε αχρησία, εάν απαξιώνεται στη συνείδηση των δημιουργών του (του λαού, δηλαδή) και μεταπίπτει σε έρημο, τότε παύει να είναι ζωντανό, παύει να έχει αποστολή. Παύει, συνεπώς, να είναι τόπος, αφού ως δημιουργία αρχικά θεωρήθηκε, έπαυσε όμως στη συνέχεια ως τέτοια να υφίσταται13.
Ο άνθρωπος απουσιάζει από τις σημερινές αστικές πλατείες. Τις πατά, τις προσπερνά, δεν τις περπατά -«...στις σύγχρονες πόλεις έχει χαθεί το περπάτημα», διαπίστωνε το έτος 1943 ο εμβληματικός αρχιτέκτονας Le Corbusier στην πρώτη έκδοση της Χάρτας των Αθηνών. Τις διέρχεται, δεν τις περιηγείται. Η κίνηση και η στάση τις χαρακτηρίζει, στα πλαίσια όμως της πόρεψης, της περιπέτειας του ανθρώπου στους δαιδάλους της σύγχρονης πόλης. Η προσπελασιμότητα είναι το επιζητούμενο σε αυτές. γι' αυτό και φροντίζεται ως αξιοθέατα να δομούνται. Δια τούτο, η κολακεία του οπτικού νεύρου είναι κυρίαρχη. Η οπτική φυγή του αστού στο κενό της πόλης, αναγκαία στο κλίμα της βιάσης και του πυρετού του, ικανοποιείται με τη δημιουργία και προβολή αισθητικών στοιχείων-συνθέσεων, που απαλύνουν την αίσθηση του κενού και γεφυρώνουν το χάσμα της επικοινωνίας του με το χώρο.
Από τον παραπάνω κανόνα δεν ξεφεύγει ούτε και η ιστορική αστική πλατεία (όπως, π.χ., η πλατεία Συντάγματος στο Ναύπλιο), αλλά ούτε και η δυτικότροπη πολιτιστική-μνημειακή αστική πλατεία (όπως, π.χ., η πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη), οι οποίες είθισται να λειτουργούν ως αξιοθέατα (ως atraction), αφού η αποστασιοποίηση του ανθρώπου από την ιστορία και το παρελθόν του τόπου, είναι δεδομένη. Βέβαια, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι στις περιπτώσεις αυτές η ιστορικότητα ή το πολιτιστικό ενδιαφέρον των πλατειών αποπνέει μιαν ευλαβικότητα, έναν σεβασμό, μια μεγαλοπρέπεια, που μοιραία οδηγεί σε ανάταση, φορές σε εξύψωση -αν κι αυτό προϋποθέτει προηγούμενη σπουδή κι επίσκηψη. Ως εκεί φτάνει όμως η όποια ουσιαστική προσέγγιση του χώρου. Διότι συνήθως, με τον εμπλουτισμό του με αισθητικά στοιχεία για την εύκλεια προβολή του υλικού, επιδιώκεται η έλκυση του αδιάφορου και -τις περισσότερες φορές- απαίδευτου ανθρώπου-καταναλωτή, ώστε τούτο να γίνει αποδεκτό κι αισθητικά καταναλώσιμο. Μοιραία λοιπόν ο χώρος μετατρέπεται σε θέαμα, σε αξιοθέατο. Παύει η ιδέα σε αυτόν, ενώ έχει χαθεί και η υποβλητικότητα της λιτότητας και της δωρικότητάς του. Το βλέμμα υποκαθίσταται από τη ματιά, το συναίσθημα από την αίσθηση. Τούτο οδηγεί σε αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο, που είναι η ανάδειξη-προβολή της ιστορικότητας του χώρου, ακόμη και της μνημειακότητάς του, στα πλαίσια μιας δομικής ολότητας, αφού ο χώρος αποσυνέχεται, διασπάται κι αυτοαναιρείται, με τη σκηνική προβολή του. Έτσι, κείνο που αποκομίζεται από τον παρατηρητή είναι μια εντύπωση θαυμασμού, όχι για τη δημιουργία, αλλά για το κατασκεύασμα. Και τούτο διότι ο άνθρωπος δεν λειτουργεί ως συμμέτοχος, ως θεωρός, παρά ως καταναλωτής εικόνων, και φροντίζεται όμορφα αυτό που επιθυμεί να του προσφέρεται.
Ο άνθρωπος δεν «αισθάνεται» πια τις πλατείες, δεν τις νιώθει, δεν ενσκήπτει σε αυτές, ακριβώς γιατί δεν τις βιώνει, γιατί είναι αποστασιοποιημένος από τη φύση τους. Τις χρησιμοποιεί, είτε ικανοποιώντας λανθάνουσες ανάγκες του, καθιερωμένες απολαύσεις του, στα πλαίσια ενός βίου τακτικού-τεχνοκρατικού (η πλατεία ως πεδίο κατανάλωσης, διασκέδασης, διαφήμισης), είτε γιατί τα βήματά του στους λαβυρίνθους της πόλης τον φέρνουν σε αυτές, οπότε αναγκαστικά τις διέρχεται (η πλατεία ως πλατύς δρόμος). Όμως -τι ειρωνεία! -, τούτο που δημιουργήθηκε από τον ίδιο ως πεδίο διοχέτευσης της ενέργειάς του κι αποτέλεσε τη χωρική συνισταμένη πορειών και δράσεων, έχει αφεθεί στην αδιαφορία της διέλευσης: ταχέως ή χασμωδώς την προσπερνά, μη λογιάζοντας για τα σκόπιμα, τα ιδικά του -δεν είναι ξυπνητός με τα γύρω του, δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία τους.
Η πλατεία, στη συνείδηση του σύγχρονου αστού αποτελεί χρήση, κι αυτό την κάμει αδιάφορη. Δεν τη νιώθει (ο αστός) οικεία, δεν έχει ερεθίσματα γι' αυτήν. Δεν είναι μέρος του περιβάλλοντός του, δεν είναι καν η εξοχή που επιθυμεί. Είναι απρόσωπη επίπεδη επιφάνεια, χωρίς περιεχόμενο, που τη χαρακτηρίζει η έλλειψη επικοινωνίας και διαλόγου του πολίτη με τα στοιχεία του χώρου, αλλά κι αυτών μεταξύ τους (υπάρχει έλλειψη επαφών, συναισθημάτων, δράσεων). Εντέλει, η πλατεία για τον αστό είναι έρημος, μια έκφραση της στειρότητας και σκληρότητας της πόλης. Αποτελεί μέρος ενός σκηνικού που αύριο μπορεί ν' αλλάξει και να επαναδιαμορφωθεί. Είναι μέρος ενός συστήματος κι όχι μιας σχέσης, κάτι που κάμει τα γύρω να μοιάζουν ψυχρά υλικά συγκεκριμένης χρήσης. Η αντιμετώπιση αυτή καθιστά τον τόπο «άπληρο», ανεπαρκή, και η σύνολη κενότητα, τον καταβιβάζει σε χώρο.



kapetanios.2010.06.08.jpg

Φωτ.: Η πλατεία των Ποιητών στο Περιστέρι τον χειμώνα του 2003, την περίοδο της κατασκευής της. Τόνοι μπετόν στη δύσμοιρη πόλη...

Επεκτείνοντας τον παραπάνω συλλογισμό, διερωτόμαστε: να είναι άραγε αυτός ο λόγος που οι πλατείες σήμερα φυτεύονται (έστω κι αν λειτουργούν ως ταρατσόκηποι, όπως, π.χ., η Ομόνοια), που γίνονται άλση, κήποι, πάρκα. λόγω της ανάγκης να γίνουν τόποι; Μήπως το κενό απαιτεί να γεμίσει με το έμψυχο που λείπει και στον άνθρωπο δεν ανευρίσκεται; Μήπως τελικά οι ίδιες οι πλατείες, ως κατασκευάσματα κι όχι ως δημιουργίες, με την εικόνα τους (τη διαμόρφωσή τους και τα υλικά τους), γίνονται ψυχρές κι άζωες, διώχνοντας τον άνθρωπο, γι' αυτό και φυτεύονται. για να γίνουν ζεστές, ανθρώπινες, για να γίνουν τόποι;
Βέβαια, η φύτευση των αστικών πεδίων αποτελεί τη μια εκδοχή σ' ότι αφορά στη λειτουργία της πόλης. Η άλλη, που κατά βάσιν είναι κυρίαρχη, παραπέμπει σε καταστροφή του πρασίνου των ελεύθερων χώρων και σε κατάληψή τους, χάριν της επιχειρηματικής εκμετάλλευσής τους, στην απώλεια της θέας και της προοπτικής των ανοικτών πεδίων, με χρήσεις ή κατασκευές αποκλεισμού τους, στην χρηστική -για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος!- εκμετάλλευσή τους στα πλαίσια της κοινοχρησίας τους (δημιουργία αθλητικών, πολιτιστικών κ.ά. εγκαταστάσεων σε αυτά) κ.τ.λ.
Τελικά, η σημερινή αστική πλατεία είναι αφιερωμένη στους ανθρώπους της; Είναι προορισμένη γι' αυτούς; Οι ίδιοι απαντούν με την -πολλαπλώς εννοούμενη- απουσία τους! Έτσι, αφού η γενικώς εννοούμενη στειρότητα του χώρου, δε μπορεί να καλυφθεί με τους «ανύπαρκτους ανθρώπους», που δεν αισθάνονται και δεν ενεργούν στο χώρο αυτόν, φαίνεται ότι απαιτείται να εισέλθει η φύση στα κενά της πόλης για να τη γεμίσει.


Ο ρόλος του φυτού στην αστική πλατεία, άλλοτε και τώρα
Ο άνθρωπος με τη στάση του, με τον τρόπο ζωής του, παραχώρησε το δικαίωμά του, της πλήρωσης του χώρου, στη φύση. Σήμερα βλέπουμε τις πλατείες να φυτεύονται, και τη βλάστηση να προβάλει ως κυριαρχούν στοιχείο στο χώρο, κατά τρόπο που κάθε άλλο παρά ως αισθητική αισθητική παρέμβαση λογίζεται, αλλά ως συμπλήρωση με ζωή του άπληρου κι άζωου σκηνικού (βλέπε τις περιπτώσεις τέτοιων αστικών πλατειών στην Αθήνα, ήτοι: Ομόνοια, πλατεία Συντάγματος, πλατεία Βάθη, πλατεία Κολωνακίου, πλατεία Εξαρχείων κ.ά.) Τούτο φαίνεται να συμβαίνει: αφού η πλήρωση τού κενού δεν είναι από τον άνθρωπο θεμιτή/δυνατή, αφού τις ανάγκες του δεν εξυπηρετεί, αποδίδεται στη φύση, για ν' αποκτήσει ο χώρος αποστολή. Κι αυτό εντέλει φαίνεται να είναι μια ωραία πρωτοβουλία, μια όμορφη παρέμβαση εις όφελος του αστού!..
Ο άνθρωπος «έδωσε τόπο» στο χώμα, στο φυτό, κι άφησε το φυσικό στοιχείο να καλύψει και να πληρώσει αστικά κενά (όπου, φυσικά, δεν αλλοιώθηκαν ή εξαφανίστηκαν αυτοί οι χώροι από αλλότριες χρήσεις). Αυτό προέκυψε αυθόρμητα, φυσιολογικά, διότι η πλακοστρωμένη πλατεία, από ένα σημείο και ύστερα, βαδίζοντας στα χνάρια του σύγχρονου και του ουτιδανού, φάνηκε ξένη στον αστό. η σφράγιση της γης τού φαινόταν εχθρική. Κι επιζήτησε ότι η άσφαλτός και το τσιμέντο τού στέρησαν: το γήινο. Σκέφτηκε: Γιατί οι πλατείες ν' αποστερούν από το οικοσύστημα της πόλης το πολύτιμο έδαφός του, τα φυτά, τις ευωδιές και τα χρώματα της φύσης;14 Και τ' αναζήτησε επαναφέροντας τη χαμένη φυσικότητα. Μια επιστροφή λοιπόν στο πρωτογενές, ένας τυραγνισμός για την αγνοημένη φυσική ζωή, ένας επανακαθορισμός της φυσικότητας, μια επανασύνδεση με το κοιμώμενο ορμέφυτο της δημιουργίας, μια ανάγκη για παραγωγή φύσης, στα πλαίσια του επαναπροσδιορισμού αντιλήψεων και προτύπων, για να συνεχίσει να υπάρχει ζωή στην πόλη. για τούτα, η πλατεία αναθεωρείται αποδιδόμενη στη φύση15.
Το φυτό στον αστικό χώρο δεν πρέπει να αγνοείται και ο ρόλος του να παραβλέπεται. Αυτό, με την κατάλληλη παρουσία, σύνθεση και διάταξη, προσφέρει οικολογικά, κλιματικά, αισθητικά, ενώ δεν πρέπει ν' αγνοείται και η παιδευτική του σημασία, μέσω της καλλιέργειας ποιοτήτων (συναισθηματικών, ψυχικών, αισθητικών, οικολογικών), που πρέπει να χαρακτηρίζουν τον αστό και ν' αντικατοπτρίζονται στην πόλη του16. Στις σημερινές, όμως, τραγικές (ελληνικές) πόλεις -ακριβώς και λόγω της έλλειψης του πρασίνου-, ο αστός καταπνίγεται, μαραζώνει, φθίνει, σ' ένα περιβάλλον ασφυκτικό κι άρρωστο. Καθίσταται, έτσι, επιτακτική η ανάγκη φύτευσής τους, για να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Μοιραία επομένως προκύπτει το ερώτημα, κατά πόσον σ' ένα τέτοιο αρμαγεδδωνικό αστικό περιβάλλον, η παρουσία ενός πεδίου (της πλατείας), ενός ανοίγματος από το οποίο απουσιάζει η βλάστηση, είναι αρμοστή, ενδεδειγμένη κι αποδεκτή. Απαιτείται βέβαια να υπάρχει, για τον αερισμό, για τον καθαρισμό και την αποσυμφόρηση της πόλης -πέραν της εξυπηρέτησης κοινωνικών κι άλλων λόγων, που προαναφέρθηκαν-, όμως η φύτευση των πλατειών στους σημερινούς «άπνοους» καιρούς, μήπως επιβάλλεται; Η πόλη, ναι, ανασαίνει στις πλατείες, εφόσον όμως λειτουργεί ορθώς οικοσυστηματικά, γεγονός που σημαίνει ότι το πράσινό της θα πρέπει να είναι επαρκές και σωστά κατανεμημένο. Διαφορετικά, ο οικολογικός ρόλος των πλατειών δεν εκπληρούται. Τούτο γίνεται εμφανές στις σημερινές αστικές πλατείες της Αθήνας, που οι μικρές εξ αυτών (μέχρι 1 στρέμμα) υπερθερμαίνονται κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ κατά τη διάρκεια της νύχτας η θερμοκρασία τους μειώνεται ελάχιστα, μ' αποτέλεσμα να μη διαφοροποιούνται από το γύρω δομημένο χώρο (η θερμική νησίδα στους συγκεκριμένους χώρους συντηρείται λόγω των συνθηκών που διαμορφώνονται). Οι δε μεγαλύτερες εξ αυτών (των 5 έως 10 στρεμμάτων) εμφανίζουν ιδιαίτερα αισθητή μείωση της θερμοκρασίας κατά τη διάρκεια της νύχτας στο κέντρο τους, ενώ με την απομάκρυνση προς την περιφέρειά τους, η αίσθηση της θερμοκρασιακής μείωσης εξαφανίζεται, χωρίς βέβαια η παρουσία τους να επιδρά στο γύρω δομημένο περιβάλλον. Το αντίθετο συμβαίνει όταν ο ελεύθερος χώρος είναι φυτεμένος και ιδιαίτερα όταν αποτελεί πάρκο ή άλσος (η ύπαρξη ξηροφυτικής βλάστησης σε πόλεις όπως η Αθήνα, είναι πολύ σημαντική, διότι δημιουργεί συνθήκες μειωμένης θερμοκρασίας κι αυξημένης υγρασίας, ιδιαίτερα κατά τη θερμή περίοδο του έτους). Στις περιπτώσεις αυτές παρατηρείται έντονη διαφοροποίηση των θερμοϋγρομετρικών συνθηκών από τον γύρω δομημένο χώρο, μ' αποτέλεσμα να επηρεάζεται θετικά κι αυτός (οι μεγάλες θερμοκρασίες του θέρους αμβλύνονται στον δομημένο γύρω χώρο, λόγω της θετικής επίδρασης της βλάστησης).



kapetanios.2010.06.09.jpg

Φωτ.: Η πλατεία των Ψηλών Αλωνίων στην Πάτρα, διαρρυθμισμένη σε πάρκο.

Από την άλλη πλευρά, το γεγονός της (διακριτικής συνήθως) φύτευσης της πλατείας μπορεί να το δούμε ως προσπάθεια αυτοπροβολής της, η οποία, για να κινήσει αισθήματα και να εγείρει εντυπώσεις, προσπαθεί με την εγκατεστημένη (φυτική) ζωή να παρακινήσει τον άνθρωπο εν αυτής. Ακόμη κι έτσι να το δούμε, δεν αποτελεί παρά απέλπιδα προσπάθεια του απονενοημένου αστού να κινήσει τον εαυτό του προς τα ένδον, προς τα αγνοημένα αξιακά του πρότυπα (της αισθητικής, της δημιουργίας, της ευαισθησίας κ.ά.), κάτι που ως θετικό μπορεί να λογιστεί, διότι δηλοί μια -έστω και παράωρη- αντίδραση σε αποδομήσεις και θυσιασμούς, μιαν αντίσταση στην απώλεια των ανθρώπινων ποιοτήτων.
Με τη φύτευση των πλατειών όμως, επέρχεται ουσιώδης μεταβολή στο χώρο. Το ανοικτό πεδίο κλείνει, τα φυτά το γεμίζουν και το μεταλλάσσουν σε χώρο κοινοχρήστου πρασίνου. Η πλατεία έτσι αποκτά τη μορφή πάρκου, άλσους ή κήπου και αλλάζει ο προορισμός της, μεταπίπτοντας (από ελεύθερο χώρο) σε αστικό πράσινο. Οι πλατείες, για να παραμένουν πλατείες, θα πρέπει η βλάστηση σε αυτές να μην κλείνει το πεδίο, το πλάτος τους να μην περιορίζεται, καθότι η ευρύτητα του πεδίου και η ανοιχτότητα τις χαρακτηρίζει, για να τις διέρχεται ο αστός, να κάμει τον περίπατό του, να παράγει και να ασκείται κοινωνικά σε αυτές.
Το ποιος προορισμός, της πλατείας ή του αστικού πρασίνου, είναι ωφελιμότερος για την πόλη, είναι σχετικό. Η πόλη, για λόγους οικολογικούς και κοινωνικούς, έχει ανάγκη το πράσινο, έχει όμως ανάγκη και τους ανοικτούς χώρους. Μολαταύτα, όταν οι ανοικτοί χώροι δεν επιτελούν το ρόλο τους και λειτουργούν ως έρημοι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) στην πόλη, ενώ, από την άλλη πλευρά, το αστικό πράσινο παραμένει απελπιστικά λιγοστό, τότε ωφελιμότερο είναι οι πλατείες να φυτεύονται και να γίνονται πάρκα ή άλση17.
Παλαιά οι αστικές πλατείες φυτεύονταν, ήταν κήποι18. Μια ματιά σε φωτογραφίες και επιστολικά δελτάρια κείνης της εποχής, το πιστοποιεί αυτό. Μάλιστα, τοτινά έγγραφα και δημοσιεύματα (του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου) αναφέρονταν στον Κήπο της Ομόνοιας ή στον Κήπο της Πλατείας Λουδοβίκου (που εχάθη άδοξα όταν ο Κωνσταντίνος Κοτζιάς -Δήμαρχος Αθηνών το 1934 και Υπουργός Διοικήσεως Πρωτευούσης το 1939- τον κατέστρεψε μετατρέποντας την έκταση σε «αληθινή» πλατεία, δηλαδή σε γυμνό τόπο!)19 Η τάση υπέρ του πρασίνου ήταν κυρίαρχη έναντι κάθε λογικής που αποσκοπούσε στο να γεμίσει ο κοινόχρηστος χώρος με -συνήθως ετερόκλητες- χρήσεις και να καταστεί (κατά την άποψη των επίδοξων αξιοποιητών του) πολλαπλά λειτουργικός. Η χρηστικότητά του «θυσιάζονταν» προς όφελος της προσφοράς του φυτού -είτε αυτό λογίζονταν ως οικολογική προσφορά, είτε ως αισθητική. Η φύση επιζητούνταν στο δημόσιο χώρο, τα φυτά «άνθιζαν» στις πλατείες. Τούτο μπορεί να εξηγηθεί ως προσπάθεια αποσύνδεσης από το στείρο παρελθόν (της Τουρκοκρατίας), όπου το φυτό απουσίαζε από τον κόσμο του Έλληνα, ή ως προσπάθεια πλήρωσης του κενού που η απουσία της φύσης δημιουργούσε στην πόλη. Ασυναίσθητα λοιπόν κυριαρχούσε η τάση υπέρ του φυτού, αφού επικρατούσε το ορμέφυτο της επαφής με τη φύση, με τη μάνα γη, έναντι της λογικής εκμετάλλευσης (με τη στενή ή ευρεία έννοια) του χώρου20.



kapetanios.2010.06.10.jpg

Φωτ.: Η πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα. Είχε τη μορφή κήπου (από επιστολικό δελτάριο εποχής).

Με τούτο ως αρχή, στη μικρή πλατεία χωρούσαν-άρμοζαν το φυτό, ο άνθρωπος και οι δράσεις του. Εκείνο που κατά βάση τη γέμιζε και την ιδιαιτεροποιούσε ως ζωτικό χώρο, ήταν η ζωή. Γι' αυτό και το φυτό αποτελούσε όχι μέρος του σκηνικού, αλλά βασικό-συστατικό στοιχείο του χώρου, αναγκαία παρουσία για τον άνθρωπο. Προσέφερε σκιά, προσέφερε δροσιά, προσέφερε προστασία, ήταν καταφυγή, ήταν συνήθεια, ήταν ο αέρας, ήταν η πνοή.




kapetanios.2010.06.11.jpg

Φωτ.: Η πλατεία Εθνικής Αντίστασης (πλατεία Κοτζιά, αποκαλείται!) στην Αθήνα, μπροστά από το Δημαρχείο Αθηνών, άλλοτε και τώρα. Ο όμορφος κήπος με το εμβληματικό κτίριο του Δημοτικού Θεάτρου (έργου του Τσίλερ) έγινε μια δυτικού τύπου «άγονη» πλατεία!


kapetanios.2010.06.12.jpg

Παρά ταύτα, οι πλατείες δε «χάνονταν» με τα πολλά φυτά, δεν αναιρούνταν ο ρόλος τους στην πόλη, δεν έχαναν την αποστολή τους. Δε διαμερισματοποιούνταν με τις (λελογισμένες, ομολογουμένως, και μικρής κλίμακας) κηποτεχνικές τους διευθετήσεις, διατηρούσαν ενιαία δομή, είχαν μία-συνεχή παρουσία, ήταν ανοιχτές, πλέριες, ήταν -με μια αναλογικά αρμονική παρουσία φυτών κι ανοιγμάτων- πεδία και γέμιζαν με τη ζωή του ανθρώπου και της βλάστησης. Αυτό συνέβαινε διότι τα φυτά λειτουργούσαν ως κρίκοι ζωής, ως ανάσες του χώρου, δεν ήταν άψυχα στοιχεία, αισθητικές μόνο παρουσίες. Ο χώρος πληρώνονταν λειτουργικά κι όχι σκηνικά, ήταν κατάφορτος με ενέργεια, με αύρα. και τούτο τού έδινε μιαν υπέροχη ιδιαιτερότητα.
Η φύτευση των πλατειών αποτελεί θα λέγαμε μια επιστροφή στο παρελθόν, με την εξής διαφορά όμως: σήμερα οι πλατείες φυτεύονται για νάχουν ζωή, ενώ παλαιότερα τα φυτά συντρόφευαν τη ζωή. Παραταύτα, καλοδεχούμενα κι έτσι...21


του Αντώνη Β. Καπετάνιου, Δασολόγου-Περιβαλλοντολόγου


Σημειώσεις
1 Σύμφωνα με τον καθηγητή του ΕΜΠ Ιωσήφ Στεφάνου: «Ο τόπος δεν είναι απλώς ένας χώρος. Ο χώρος είναι αφηρημένη γεωμετρική έννοια που αξιολογείται με κριτήριο τη χωρητικότητά του, τη δυνατότητά του σε περιεκτικότητα. Όσο ο χώρος γεμίζει ανθρώπους, με τις δραστηριότητές τους, συναισθήματα, οράματα, προσδοκίες, όνειρα, όσο είναι γεμάτος με τα αποτελέσματα της δραστηριότητας των ανθρώπων, γεμάτος αντικείμενα που αφήνει ο καθένας στο πέρασμά του, τότε αυτός γίνεται τόπος» (άποψη διατυπωμένη στο συλλογικό έργο «Το ελληνικό τοπίο. Μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τόπου», επιμέλεια: Παναγιώτης Ν. Δουκέλλης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2005).
2 Προέκυψε ως ανάγκη εξεύρεσης τόπου έκφρασης της πηγαίας ανθρώπινης ενέργειας, που εκφράζεται διαφόρως και προσδιορίζεται ως κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική, οικονομική κ.ά. δραστηριοποίηση.
3 Με τη χρήση του όρου «πλατεία» στο παρόν κεφάλαιο, αναφερόμαστε αποκλειστικά στην αστική πλατεία (την πλατεία της μητρόπολης), την οποία αντιμετωπίζουμε διαφορετικά από την πλατεία του χωριού.
4 Βλέπε: Δημητράκου Δημ., «Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης», εκδ. Πρόοδος, Αθήνα 2008, στο λήμμα «πλατεία».
5 Έκφραση δανεισμένη από τη σατυρική τηλεοπτική εκπομπή του ηθοποιού Λάκη Λαζόπουλου με τον τίτλο «10 μικροί Μήτσοι», που παίχτηκε στην ελληνική τηλεόραση στη δεκαετία του '90 και ως σλόγκαν, περιπαιχτικό των συμπεριφορών μας, χρησιμοποιήθηκε από τα χείλη των νεοελλήνων για τα επόμενα χρόνια.
6 Η έννοια του αλλοτινού εν προκειμένω επεκτείνεται μέχρι και τη δεκαετία του '70.
7 Η έννοια της κεντρικότητας παλαιότερα, είχε ουσία, είχε περιεχόμενο, αφού σχετίζονταν με τη λειτουργία του χώρου, στα πλαίσια της δραστηριοποίησης του ανθρώπου σε αυτόν. Το κέντρο αποτελούσε το ζωτικό πυρήνα της πόλης, το σημείο αναφοράς της, την τομή των συνισταμένων δράσεων του ανθρώπου, και η πλατεία αποτελούσε την έκφραση του δεδομένου τούτου.
8 Σύμφωνα με το άρθρο 9 του Προεδρικού Διατάγματος 23ης Φεβρουαρίου 1987, στους ελεύθερους χώρους αστικού πρασίνου επιτρέπονται αναψυκτήρια, αθλητικές εγκαταστάσεις, πολιτιστικά κτίρια και εν γένει πολιτιστικές εγκαταστάσεις και χώροι συνάθροισης κοινού. Δεν είναι βέβαια λίγες οι περιπτώσεις που, παρά την «ανεκτικότητα» της διάταξης ως προς την εκμετάλλευση του χώρου, αυτή προκλητικά καταστρατηγείται (ή με άλλη διάταξη αλλάζει ο χαρακτηρισμός του ελεύθερου χώρου), για να τύχει καλύτερης αξιοποίησης ο χώρος! Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Κτήματος Θων στους Αμπελόκηπους, που προοριζόταν σύμφωνα με το Ρυθμιστικό της Αθήνας ως χώρος πρασίνου, πλην όμως, η χρήση του άλλαξε για να δημιουργηθεί εκεί συγκρότημα γραφείων. Μάλιστα, το Συμβούλιο της Επικρατείας, εντοπίζοντας το παραπάνω πρόβλημα σε μία από τις διαστάσεις του, έκρινε με την αριθ. 3447/2007 απόφαση ως παράνομες κι αντισυνταγματικές τις κάθε είδους μόνιμες ή κινητές κατασκευές που αναπτύσσουν τα αναψυκτήρια, τα εστιατόρια, οι καφετέριες κ.λπ. σε κοινόχρηστους χώρους.
9 Η έλλειψη μακροχρόνιας αστικής παράδοσης από τον Έλληνα, θεωρείται από ερευνητές του χώρου ως λόγος υποβάθμισης των αστικών πλατειών. Διαφωνούμε, καθότι οι συμπεριφορές δεν αποτελούν προϊόν παράδοσης, αλλά παιδείας.
10 Η συνήθεια της διατύπωσης δημόσια πολιτικής γνώμης και της πολιτικής αντιπαράθεσης των (μικροαστών ως επί το πλείστον) Ελλήνων σε πλατείες ή καφενέδες, έχει κατά το μάλλον ή ήττον εκλείψει, όχι τόσο γιατί έλειψαν αυτοί οι χώροι, αλλά μάλλον γιατί τα ενδιαφέροντα του κοινού στους εν λόγω χώρους άλλαξαν, λόγω -ως ένα βαθμό- και της μεταλλαγής των συγκεκριμένων χώρων.
11 Τούτο που είθισται να συμβαίνει, ποιητικά το απέδωσε ο ιδιόρρυθμος φιλόσοφος και δαιμόνιος μαθηματικός Πυθαγόρας ο Σάμιος, ως εξής: «Θα μάθεις πόσο οι άνθρωποι τες συμφορές μονάχοι / δημιουργούν και τ' αγαθό δεν βλέπουν μήτε ακούουν...» (από τα «Χρυσά Έπη» του Πυθαγόρα του Σάμιου, απόδοση Σίμου Μενάρδου, περιλαμβανόμενο στην «Ανθολογία της αρχαίας ελληνικής ποίησης» του ιδίου, με την επωνυμία «Στέφανος», έκδοση δεύτερη, εκδ, Δίφρος, Αθήνα 1971).
12 Άποψη διατυπωμένη στο συλλογικό έργο «Το ελληνικό τοπίο. Μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τόπου», επιμέλεια: Παναγιώτης Ν. Δουκέλλης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2005.
13 Η έννοια «δημιουργία» έχει εν προκειμένω την ουσιαστική σημασία της, ως παραχθείσα από το λαό εργασία κι ως παραχθέν για το λαό έργο, προς ικανοποίηση των αναγκών του (βλέπε: Ανδριώτη Ν.Π., «Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής», Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1967, στο λήμμα «δημιουργία»).
14 Μία σκιά αναζητούσε ο Λουδοβίκος ο Α΄ της Βαυαρίας (ο πατέρας του Όθωνα) στην Αθήνα και δεν την έβρισκε. Γι' αυτό και παρακινούσε να φυτεύονται οι ελεύθεροι χώροι της πόλης. Είναι γεγονός ότι ο σκληρός μεσογειακός ήλιος, κατά τις καυτές ημέρες του καλοκαιριού, κάνει τις μεσογειακές αστικές πλατείες ανυπόφορες. Τότε, μετ' επιτάσεως ζητείται η σκιά ενός δένδρου... Το αντίθετο βέβαια συμβαίνει με τις πλατείες του ευρωπαϊκού βορρά, όπου εκεί ο ήλιος είναι επιζητήσιμος και η γυμνότητα του χώρου τον κάνει -ακριβώς για το λόγο αυτό- ελκυστικό.
15 Το αστικό πράσινο διαμορφώνει, στις περιοχές όπου υφίσταται, ιδιαίτερο μικροκλίμα, που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ασφυκτιούσα πόλη. Οι αστικοί χώροι πρασίνου, για να δημιουργήσουν ιδιαίτερες μικροκλιματικές συνθήκες, απαιτείται να έχουν μέγεθος επαρκές, ενώ η ευεργετική τους επίδραση είναι μεγαλύτερη με την αύξηση της επιφανείας τους, με ελάχιστο επαρκές μέγεθος την επιφάνεια διαμέτρου 250 μέτρων (Sperber, 1974). Κλειστές επιφάνειες πρασίνου, με δένδρα αραιώς φυόμενα, δημιουργούν ιδιαίτερο κλίμα σε επιφάνεια διαμέτρου 50 μέτρων και άνω (Finke, 1976). Οι χλοοτάπητες (γκαζόν), χωρίς δένδρα ή με την ύπαρξη αραιών και ελαχίστων, δημιουργούν ιδιαίτερο κλίμα σε έκταση εμβαδού 10 στρεμμάτων και πάνω (Wilmers, 1985).
16 Όλο και περισσότερο σήμερα, λόγω των «αβίωτων» συνθηκών διαβίωσης στην πόλη, γίνεται επιτακτική η ανάγκη παρουσίας της βλάστησης (και ιδίως της υψηλής) στους ελεύθερους χώρους της, για να παίξει το σημαντικό λειτουργικό της ρόλο. Είναι χαρακτηριστική η άποψη του σημαντικού Έλληνα αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Δεκαβάλλα: «...και εδώ γίνεται αντιληπτή η σημασία του δημοσίου ελεύθερου χώρου, πυκνά φυτεμένου με υψηλόφυλλο πράσινο» (Δεκαβάλλα Κ., «Από τη μεγάλη κλίμακα στη μικρή», έκδοση Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 2008, σελ. 15). Τα ίδια λέγει ο αρχιτέκτονας καθηγητής Δημήτρης Φατούρος: «Οι μεγάλοι κήποι λείπουν -το ψηλό πράσινο, τα νερά, το χώμα και οι πέτρες, κατάλληλα χρησιμοποιημένα. Τόποι για να περάσεις μέσα από αυτούς, να κερδίσεις χρόνο ή να κάνεις τον ίδιο χρόνο αλλά διαφορετικής ποιότητας, για το πρωί και το βράδυ, για συζήτηση, και βέβαια για να βοηθήσουν στο κατάλληλο κλίμα για τις κοντινές περιοχές της πόλης» (Φατούρος Δ., «Ίχνος χρόνου. Αφηγήσεις για τη νεώτερη ελληνική αρχιτεκτονική», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2008, σελ. 318). Παλαιότερα ο Le Corbusier, στη Χάρτα των Αθηνών, είχε θεωρήσει την παρουσία του πρασίνου ως συστατικό στοιχείο της σύγχρονης πόλης, ενώ κρίσιμη παράμετρος για την ορθή λειτουργία της ήταν ο σεβασμός στα στοιχεία της φύσης και η ανάδειξή τους. Είχε πει: «Ο χώρος θα πρέπει να παρέχεται απλόχερα». Ενώ, σε άλλο σημείο της Χάρτας προσέθετε: «Πρέπει να χρησιμοποιούμε όσες επιφάνειες πρασίνου υπάρχουν, να τις δημιουργούμε αν δεν υπάρχουν, ή να τις αναπλάθουμε αν έχουν καταστραφεί... (...) ...τα οικιστικά σύνολα θα έχουν την τάση να γίνουν πράσινες πόλεις» (Le Corbusier, «Η Χάρτα των Αθηνών», εκδ. Ύψιλον, β΄ έκδοση, Αθήνα 2003, σελ. 49, 58 και 68 αντίστοιχα).
17 Η μετάλλαξη ενός ελευθέρου αστικού χώρου-πλατείας σε πάρκο ή άλσος, αλλάζει τα δεδομένα της νομικής προστασίας του, αφού το πάρκο ή το άλσος προστατεύεται με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, ενώ ο ελεύθερος χώρος προστατεύεται με τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας και οι επιτρεπόμενες χρήσεις σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετικές (με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας δεν είναι ανεκτές χρήσεις ψυχαγωγικού, αθλητικού και πολιτιστικού χαρακτήρα στα πάρκα και τα άλση). Η παραπάνω μετάλλαξη του χώρου, εάν πραγματοποιηθεί, είναι δεσμευτική ως προς τον προορισμό του, καθότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, το εν τοις πράγμασι πράσινο σε κοινόχρηστο χώρο τον μεταβιβάζει σε πάρκο ή άλσος κι απαγορεύεται η αλλαγή του προορισμού του. Όμως, και ο ελεύθερος χώρος δε μπορεί να μεταβληθεί και να αλλάξει η χρήση του θίγοντας τη κοινοχρησία, διότι, σύμφωνα πάλι με το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν είναι επιτρεπτή η επιδείνωση των όρων διαβίωσης του πληθυσμού με την πρόβλεψη χρήσεων γης, δυσμενέστερων για το οικιστικό περιβάλλον (σχετική η αριθ. 3447/2007 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που προαναφέρθηκε στην αριθ. 8 παραπομπή).
18 Η έννοια «παλαιά» εν προκειμένω προσδιορίζεται χρονικά μέχρι και τον Μεσοπόλεμο.
19 Διάβασα σχετικά την εξής -ομολογουμένως «περίεργη»- άποψη από παράγοντα του Δήμου Αθηναίων, για την Πλατεία Εθνικής Αντίστασης (την έμπροσθεν του Δημαρχείου της Αθήνας πλατεία, που οι αθηναίοι επιμένουν να την αποκαλούν Πλατεία Κοτζιά, με το όνομα δηλαδή του εκτελεστή της!): «...η πλατεία αυτή φτιάχτηκε για να είναι πέρασμα, για να τη διασχίζεις και να φεύγεις, όχι για τη γειτονιά. Σε διαφορετική περίπτωση, η βιωσιμότητα του πρασίνου θα ήταν επισφαλής. Ο κόσμος δε θα ήταν εύκολο να το σεβαστεί...» (περιοδικό «ΟΙΚΟ» της Καθημερινής, τεύχος 1ο, 15/9/2002).
20 Στην Ελλάδα, οι νέες αστικές πλατείες (του 20ου αιώνα), κατά κανόνα περιέλαβαν τη βλάστηση ως βασικό, δομικό και λειτουργικό στοιχείο τους, κι όπου φτιάχτηκαν γυμνές, στη συνέχεια εγκαταστάθηκε σε πολλές πράσινο ή, τουλάχιστον, επιδιώχθηκε η παρουσία του, έστω με τη μορφή παρτεριών ή νησίδων με φυτά ή γκαζόν [βλέπε περιπτώσεις πλατειών Ομονοίας (στη μετεξέλιξή της), Κάνιγγος, Κλαυθμώνος κ.ά. στην Αθήνα]. Έτσι, κατά το μάλλον ή ήττον, αποκτούσαν προοπτικά μορφή κήπου, πάρκου ή ακόμη κι άλσους. Αντίστοιχα, οι (λαϊκές και κοσμικές) αστικές πλατείες του 19ου αιώνα (κυρίως του δευτέρου μισού) είχαν τη μορφή κήπου, όπως, π.χ., οι περιπτώσεις των πλατειών της Ομόνοιας (στην αρχική μορφή της), του Συντάγματος, της Ελευθερίας στην Αθήνα κ.ά., ενώ οι αποκαλούμενες ιστορικές και πολιτιστικές πλατείες ήταν γυμνές από βλάστηση, υπερτονίζοντας με στοιχεία και με τη σκοπούμενη επιβλητικότητά τους το συμβολικό κι εμβληματικό χαρακτήρα τους (βλέπε, π.χ., την περίπτωση της πλατείας Λουδοβίκου στο Ναύπλιο, μετέπειτα πλατεία Συντάγματος).
21 Σήμερα θα λέγαμε ότι επικρατεί ένας παραλογισμός σε σχέση με τις φυτεύσεις που πραγματοποιούνται στους κοινόχρηστους χώρους και τη φιλοσοφία τους. Πώς είναι δυνατόν να αγνοούνται τα μεσογειακά φυτά, που ως ξηροφυτικά είναι πλήρως εγκλιματισμένα στις συνθήκες του τοπικού περιβάλλοντος κι εναρμονίζονται με το τοπίο και τη φυσιογνωμία της περιοχής (εξαίρεση αποτελούν αστικές περιοχές της βόρειας Ελλάδας ή ορεινές, με ηπειρωτικό τύπο κλίματος), και να φυτεύονται είδη της «εσπερίας», απαιτητικά σε θρεπτικές ουσίες και υδροβόρα, που επιβαρύνουν ενεργειακά κι αισθητικά το περιβάλλον, και που -φυσικά- ουδόλως το αποφορτίζουν, ούτε το εκλεπτύνουν; Πώς είναι επίσης δυνατόν να συνδυάζεται το υδροβόρο φυτικό είδος με το ξηροφυτικό -σ' έναν υπερβατικό θα λέγαμε συνδυασμό!-, ή το ξενικό φυτικό είδος με το ελληνικό, και να εμφανίζονται ως οικεία οικολογικά, με παρουσία αρμονική, που αναβαθμίζει το μικροπεριβάλλον της περιοχής; Ποία λογική μπορεί να ανεχθεί το πεύκο να φύεται καταμεσίς του γκαζόν και ποιο συναίσθημα μπορεί να εγερθεί όταν ο βραχυχίτωνας συνδυάζεται με το δενδρολίβανο; Αγνοείται το οικολογικό περιβάλλον της περιοχής, το τοπίο της, το φυσικό περιβάλλον της, η συνέχειά της. Αδικαιολόγητες μικρόνοιες, που όμως ανάγονται σε αμαρτήματα κατά της τοπικής φύσης, με αρνητικές -πλην μη συνειδητοποιημένες- συνέπειες για τη ζωή του αστού. Πέραν όμως του οικολογικού κριτηρίου, η συγκεκριμένη αντιμετώπιση θα πρέπει να κριθεί και πολιτισμικά, αφού τα φυτά του τόπου, τον χαρακτηρίζουν, συγκροτώντας το πνεύμα του ευρύτερου περιβάλλοντος χώρου (το genius loci), το οποίο παραπέμπει στην ιστορία και τον πολιτισμό αυτού. Αγνοώντας τα, αγνοούμε το πολιτισμικό πλαίσιο συγκρότησης του τόπου.


ΠΗΓΗ greekarchitects.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου