Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

ΒΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ,ΑΛΛΟΤΙΝΑ......

 


«Βαθύτατα με συνεκίνησεν εκείνος, ο αγνός, ο ωραίος, της υπαίθρου, ο εντελώς ιδικός σου τρόπος...» Άγγελος Σικελιανός
Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

Η επαφή μου με το αποκαλούμενο «αγροτικό τοπίο» χρονολογείται από τα παιδικά μου χρόνια, ή ακριβέστερα, από τότε που αισθάνθηκα τον εαυτό μου. Ήμουν παιδί αγροτών, που οι σκληροί καιροί τούς ήθελαν βασανισμένους, να δουλεύουν με κόπο την ξερή γη για να επιβιώσουν, σε μιαν αβέβαιη πορεία. Τη μοίρα τους ένιωθαν πως ακολουθούσα, σα μια βαριά κληρονομιά, γι' αυτό κι από παιδί η μάνα με μεγάλωνε με μιαν επίμονη συμβουλή, στην οποία αποτυπωνόταν η αγωνία της για το μέλλον μου -να μη γίνει σαν το δικό τους. «Να σπουδάσεις παιδί μου, να φύγεις από τα χωράφια, να μη βασανιστείς σαν εμάς...», μου έλεγε...

kapetanios.2011.01.01.jpg
Φωτ.: Απόγνωση

Η συμβουλή της εκείνη, τώρα, μετά από τόσα χρόνια, που η απόσταση άμβλυνε τους όποιους συναισθηματισμούς, τολμώ να πω ότι υπήρξε για μένα ένα βάρος, μιαν υποχρέωση που έπρεπε να διεκπεραιώσω, για να μην έχει η ζωή μου την τύχη της. Όχι πως δεν πεθυμούσα τα γράμματα, κι ούτε μου βγήκε σε κακό τ' ότι τα ‘κολούθησα, όμως να..., υπήρχε ένα στανιό, λόγω των συνθηκών, μια αόριστη επιβολή στην προσπάθεια, κι αυτό δε μου άρεσε. Τήρησα όμως τη σοφή συμβουλή της μάνας και νάμαι τώρα κριτής του εαυτού μου, να σκέφτομαι τα παρελθόντα και ν' αναπολώ...

kapetanios.2011.01.02.jpg
Φωτ.: Σισύφειοι μόχθοι

Καλοκαιριάτικο ξημέρωμα. Με το πρώτο φως της ημέρας ξεκινούσε η μακρά περιπέτεια της οικογένειας. Μικρά παιδάκια, εγώ και η αδελφή μου, μπερδεύαμε τα βήματά μας στο ξύπνημά μας, όμως στη φωνή της μάνας ξέραμε τι έπρεπε να κάνουμε κι ότι έπρεπε να το κάνουμε γρήγορα και σωστά. Η συνήθεια, μάς είχε εκπαιδεύσει σε αυτό... Το κάρο με τον πατέρα μάς περίμενε στο δρόμο, για το καθημερινό ταξίδι στο χωράφι. Μια ώρα απόσταση ήταν μέχρις εκεί, μια διαδρομή που τα σύγχρονα οχήματα την κάνουν σε λίγα μόνο λεπτά της ώρας, μα το δυσκίνητο όχημά μας, κάτω από το ράθυμο βηματισμό του αλόγου, την έκαμε σε πολλαπλάσιο χρόνο. Δεν παραπονιόμασταν όμως, τουλάχιστον είχαμε κάποιο μέσο να μας πηγαίνει, συνηθίσαμε εξάλλου ν' απολαμβάνουμε την ίδια διαδρομή στο στενό καρόδρομο, τον γεμάτο με λακκούβες και πέτρες, που έδινε τυραγνικό ρυθμό στην πορεία μας, με την ανά δευτερόλεπτο αναπήδησή μας σε κάθε χωμάτινη αναποδιά.

kapetanios.2011.01.03.jpg
Φωτ.: Πορεία σιωπής

Το ταξίδι μας είχε άλλες χάρες, που η καθημερινή ρουτίνα των ίδιων στιγμών δεν τις σκότωνε και κάθε μέρα τις απολαμβάναμε εξίσου δυνατά. Μας άρεσε η μυρωδιά της γης, μια ιδέα μούχλας που μας τρέλαινε!, λες και το χώμα ανάσαινε, αφήνοντας το χνώτο του πάνω μας. θεωρούσαμε ευλογία να ρουφούμε αυτή την ανάσα. Το σπουργίτι που μας ακολουθούσε ήταν συνήθεια απαραίτητη, το περιμέναμε -σάμπως νάταν το ίδιο κάθε φορά;-, επιζητούσαμε το τραγούδι του, το φτερούγισμά του στην καλαμιά, το ξέχυμά του μπρος μας, τη στροφή του στον ουρανό και τ' ακολούθημά του. Ήταν θεόσταλτο το παιχνίδι του, ήταν πράγματι μεγαλειώδες να βλέπεις το αθώο τούτο μικρό πλάσμα, το λεύτερο κι ανεξάρτητο, να παίζει μαζί σου! Μας άρεσε να παρατηρούμε στο βάθος την ατέλειωτη θάλασσα, ακολουθώντας πορεία παράλληλη με τον ορίζοντα, να χάνεται στο απέραντο γαλάζιο η ματιά, να ξεσηκωνόμαστε, να γινόμαστε ποιητές στο κοίταγμά της, να ζούμε έναν πρωτογενή υπερρεαλισμό στην ιδέα ότι αυτή η άδολη, η τολμηρή, η θάλασσά μας!, αντλούσε το φυσικό φως και μας το έστελνε αντανακλώντας το, ενισχυμένο από τη ζωογόνα δύναμή της. Ήταν αλήθεια στιγμές μέθης εκείνες, έκστασης κι αληθινού πάθους, από τη φύση που ρουφούσαμε, νιώθοντάς την αγνή, ατόφια, καθαρή, να μας αποκαλύπτεται και να μας υποβάλλει στο μεθύσι της. Συνομιλούσαμε λες μαζί της, την αφουγκραζόμασταν. Αμφιβάλλω πια, αν τα σύγχρονα μέσα μετακίνησης, στους ασφαλτοστρωμένους αγροτόδρομους, προσφέρουν την ευτυχία της δύσκολης κείνης διαδρομής. Λες και η φύση μάς αντάμειβε για ότι η ζωή μάς στερούσε!..

Σα φτάναμε στον αγρό, η μάνα μάς έβαζε κάτω από τη λεύκα, στην άκρη του αύλακα, από τον οποίον ποτιζόταν το χωράφι και μετά χανόταν σβησμένη κάπου μέσα σε αυτό. Τη βλέπαμε μετά από ώρα, όταν ξαπόσταινε για να πάρει μιαν ανάσα, και το μεσημέρι, όταν ετοίμαζε το «υπαίθριο τραπέζι». Η λεύκα αποτελούσε για μας σύμβολο, ήταν το καταφύγιό μας, μέρος ενός ονείρου, ενταγμένη στο μικρόκοσμό μας. Κάτω από το δένδρο διαβάζαμε (βιβλία σχολικά, της επόμενης χρονιάς, από δεύτερο χέρι, για να προετοιμαστούμε για το σχολειό...), εκεί παίζαμε, εκεί κοιμόμασταν. Το νερό του αύλακα μάς συντρόφευε στους παιδικούς μας περιπάτους, στις μυθοπλασίες μας, στις ιστορίες που σκαρώναμε για ήρωες, που τάχατες διάβηκαν το μεγάλο τούτο ποταμό...

Κι όταν η μέρα τέλειωνε κι άρχιζε να σκοτεινιάζει, κινούσαμε για το ταξίδι της επιστροφής, με τον κόπο της ημέρας φορτωμένο στο βαρύ όχημα της σιωπής. Κάναμε πριν μια στάση στο μαγαζί του έμπορα, του παραδίναμε τη σοδειά και κατόπιν αποκαμωμένοι φτάναμε στο σπίτι. Την επόμενη μέρα κάναμε πάλι τα ίδια πράματα, με την ίδια αρχή, την ίδια μέση και τέλος, χωρίς ν' αλλάξουμε τίποτε από τη σειρά και το περιεχόμενό τους. Περνούσαν έτσι τα χρόνια, ώσπου έφτασε η στιγμή, έφηβος πια, να συμμετέχω ενεργότερα σ' αυτή τη διαδικασία. Οι εποχές, όμως, άλλαζαν. Το κάρο αντικαταστάθηκε αρχικά από τρακτέρ και κατόπιν από αγροτικό αυτοκίνητο. Ο καρόδρομος διαπλατύνθηκε κι ασφαλτοστρώθηκε και έγινε μια μικρή λεωφόρος! Οι μετακινήσεις πια γινόταν γρήγορα, τα μέσα και τα υλικά καλλιέργειας έκαμαν ευκολότερη τη ζωή μας, τη ζωή του αγρότη. Κι εγώ, μπαίνοντας για τα καλά στον κύκλο αυτόν, αισθανόμουν ανετότερα σε σχέση με τη ζωή των γονιών μου.

kapetanios.2011.01.04.jpg
Φωτ.: Το πέτρινο λιοστάσι

Με τον καιρό έμαθα να φτιάχνω αυλάκια στο χωράφι -καρίκια τα λέγαμε-, και να το ποτίζω (την ευθύνη μιας τέτοιας εργασίας τήν ένιωθα βαριά, αφού το σπάσιμο από απροσεξία ή από κακό υπολογισμό ενός αυλακιού, ισοδυναμούσε με πλημμυρισμό της καλλιέργειας -μεγάλο το κακό), έμαθα να κλαδεύω τις ελιές και να τοποθετώ δολώματα στα δένδρα, έμαθα να μπολιάζω το άγριο δενδρί και το κλήμα, έμαθα να συντηρώ τους χωμάτινους αναβαθμούς στο λιοστάσι, να σπέρνω και να καλλιεργώ τον κακοτράχαλο ορεινό αγρό, και πολλά-πολλά άλλα, της υπαίθρου πράματα.

Όσο όμως περνούσαν τα χρόνια, όλα τούτα άλλαζαν. Οι πράξεις και οι παλιές πρακτικές αποτελούσαν συνήθειες του παρελθόντος. Το στάγδην πότισμα και η τεχνητή βροχή, υποκατέστησαν τον πρωτόγονο τρόπο ποτίσματος με τ' αυλάκια. Τα δολώματα και τα ξεβοτανίσματα έπαψαν να υφίστανται και πια γινόταν ραντίσματα με ισχυρά δηλητήρια. Τα οργανικά λιπάσματα υποκαταστάθηκαν από τα χημικά. Οι αναβαθμοί δεν απαιτούνταν, διότι νερό έφτανε πλέον και στα βουνά, και το στάγδην πότισμα (και των ελαιοδένδρων ακόμη, που έως πριν ήταν ξερικά) αποτελούσε «επαναστατικό» νεωτερισμό.

kapetanios.2011.01.05.jpg
Φωτ.: Μεταλλαγή της γεωργίας; Το νερό φτάνει παντού! (από διαφήμιση της ΔΕΗ)

Έτσι, η ζωή μας έγινε ανετότερη, δε δουλεύαμε πια ολημερίς, δεν κουραζόμαστε όπως παλιά. Το γεγονός αυτό έκαμε ευκολότερη την αποσύνδεσή μου από τη ζωή στην ύπαιθρο, είχα λόγο -συνειδησιακό- για να δικαιολογήσω την εγκατάλειψή της, αφού πια δεν απολάμβανα κείνο το όμορφο, το απλό και πρωτογενές των παιδικών μου χρόνων. Ως φοιτητής, άρχισα πια να ξεκόβω, διάβηκα άλλους ατραπούς.

Αναλογιζόμενος όμως τα περασμένα, ρωτώ τούτο: Η ευκολία που, σύμφωνα με τα παραπάνω, απέκτησε η ζωή μας, δικαιολογεί τις υφιστάμενες ανατροπές; -διότι, είναι γεγονός ότι η αλλαγή που συνέβηκε, δημιούργησε μοιραίες ανατροπές. Ένας τρόπος ζωής χάθηκε. Η μαγεία, η ομορφιά της υπαίθρου -με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- σβήστηκαν. Ένα πολύμορφο περιβάλλον, το αγροτικό, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, δεν υπάρχει πια -τουλάχιστον όπως το ξέραμε. Χάριν ευκολίας...

Εγώ, που έζησα (όσο έζησα), που κόπιασα (όσο κόπιασα) σ' αυτό το περιβάλλον, λέγω ότι η κατάληξή του δεν ήταν πράξη ορθή. Κάτι άλλο θα έπρεπε να είχε συμβεί...

Πριν καιρό αναζήτησα τη λεύκα κάτω από την οποία έζησα τις στιγμές των παιδικών μου χρόνων, που περιέγραψα. Δεν υπήρχε. Την έκοψαν διότι εμπόδιζε με τη σκιά της την καλλιέργεια του παρακείμενου αγρού! Αναζήτησα τον αύλακα στον οποίο έρεε κάποτε άφθονο αφριστό νερό, ακόμη και το καλοκαίρι. Δεν υπήρχε. Ξεράθηκε και τον μπάζωσαν, αποτελώντας σήμερα ένα «όμορφο» αμπέλι! -Πόσο αβασάνιστα, αλήθεια, χάθηκαν τα όμορφα της φύσης τα στοιχεία!.. [Διερωτάτο, κατά τον ίδιο τρόπο, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης για το νησί του: «Κάπου εδώ κατέβαινε άλλοτε χείμαρρος. Άλλες φλέβες νερού κυλούσαν κάτω απ' τη χλόη. Τι απέγιναν όλα εκείνα τα ρέματα που δρόσιζαν τον τόπο;» (Περάνθη Μ., «Ο κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», εκδ. Α. Καραβία, δεύτερη έκδοση, Αθήνα 1953, σελ. 132)].

kapetanios.2011.01.06.jpg
Φωτ.: Πρόοδος

Η λύπη για τις απώλειες αυτές γίνεται εντονότερη όταν διαπιστώνω ότι το αγροτικό τοπίο στο οποίο έζησα και το οποίο βίωσα -το αγνό, το ατόφιο-, δεν υπάρχει πια. Είναι ένα τοπίο ξένο, παράταιρο για μένα. Ένα τοπίο στο οποίο κυριαρχούν οι μονοκαλλιέργειες, τ' αλατωμένα εδάφη και τα σύγνεφα των δηλητηρίων που οι ψεκασμοί αφήνουν στον αέρα. Ένα τοπίο στο οποίο εισβάλλουν οι σύγχρονες κατοικίες, από το οποίο έχουν εξαφανισθεί τα φυσικά χωρίσματα των αγρών, οι παλιές πέτρινες αγροικίες, τα σκόρπια δένδρα και οι υδραύλακες. Ένα τοπίο από το οποίο χάθηκαν οι αλεπούδες, τα σπουργίτια, τα κοτσύφια, οι λαγοί, οι νεροφίδες, που η παρουσία τους για τον άνθρωπο της υπαίθρου ήταν αυτονόητη, εικόνα κοινή, προσιτή, οικεία. Όλα αυτά συνιστούσαν μια ζωή, μια πρωτογενή απλή ζωή, που σβήστηκε. Χάριν ευκολίας...

kapetanios.2011.01.07.jpg
Φωτ.: Γη αργία

Ο μεγάλος Έλληνας ρομαντικός, ο ελληνολάτρης, ο διανοητής της γης, ο Περικλής Γιαννόπουλος, είπε κάποτε μια μεγάλη κουβέντα, ότι «ο βίος στην Ελλάδα είναι υπαίθριος». Αναλογιζόμενοι το κακό που κάναμε στην ύπαιθρό μας, και έχοντας υπόψη το σημερινό τρόπο ζωής μας, τον ξεκομμένο απ' αυτήν, καθώς και την προσποιητή και δόλια (τις περισσότερες φορές όμως, αδιάφορη...) συμπεριφορά μας προς τη φύση, μας φαίνονται μακρινά, πολύ μακρινά, παράταιρα, τα λόγια του Γιαννόπουλου, τα σοφά. Δυστυχώς, η ζωή που διάγουμε μάς απομακρύνει ολότελα από συμπεριφορές που θα επικύρωναν το αυτονόητο, που ο Γιαννόπουλος υποστήριζε.
πηγή greekarchitects.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου