Η πρόκληση του Διαφωτισμου και οι Κολυβάδες
π. Γ. Μεταλληνός
π. Γ. Μεταλληνός
Το 18ο αιώνα συντελείται νέα περιπετειώδης συνάντηση της Ορθόδοξης Ανατολής με τη Δύση, που στα βασικά της σημεία συνιστά επανάληψη της ανάλογης διαδικασίας του 14ου αιώνα. Συνεχιστές, άλλωστε, των Ησυχαστών του φθίνοντος Βυζαντίου ήσαν οι αγιορείτες Κολλυβάδες Πατέρες, ενώ στη θέση του Καλαβρού «Λατινέλληνος» Βαρλαάμ, του φορέα δηλαδή και εκφραστού της «ευρωπαϊκής» συνειδήσεως, κατέλαβαν οι επισημότεροι εκπρόσωποι του Ελληνικού Διαφωτισμού, κληρικοί και μοναχοί στην πλειονότητα τους, όπως και εκείνοι. Πρόκειται για μια νέα φάση του μακραίωνος εθνικού διχασμού μας, του μακρόσυρτου δηλαδή «πνευματικού δυϊσμού», που κατατρώγει μόνιμα την εθνική μας σάρκα.
Η πνευματική αυτή κρίση κατανοείται -δίκαια ως ένα σημείο- ως κρίση ταυτότητας του Γένους. Σημασία όμως έχει, ότι και πάλι το Αγιον Όρος, χώρος περισσότερο ευαισθητοποιημένος σε ζητήματα παραδόσεως, γίνεται επίκεντρο και της νέας συγκρούσεως, εφ’ όσον έχει γίνει πια παραδεκτό (π.χ. Δημ. Αποστολόπουλος), ότι το Αγιον Όρος, στα πρόσωπα των Κολλυβάδων, όχι μόνο επηρεάζει, αλλά και κατευθύνει τον αγώνα του Εθναρχικού Κέντρου στις κρίσιμες πράγματι εκείνες ιστορικές επιλογές του.
Οι Έλληνες φορείς του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού εξέφραζαν κατά κανόνα μια στάση ζωής, που συνιστούσε ριζοσπαστική ανανοηματοδότηση σύνολης της κοινωνικής πραγματικότητας, στα όρια μιας νέας κοσμοθεωρίας (Weltanschauung), με την αυτούσια μεταφύτευση («μετα-κένωση») ιδεών, αρχών και πρακτικών, που παρήγαγε σε μια μακρά διαλεκτική διαδικασία – άγνωστη στην καθ’ ημάς Ανατολή- ο ευρωπαϊκός χώρος. Στους Έλληνες Διαφωτιστές δεν έλειπαν αθεϊστικές, αντιχριστιανικές και προ πάντων αντικληρικαλιστικές τάσεις. Οι ιδέες τους, μάλιστα, προωθούσαν κάτι φοβερότερο για την ορθόδοξη συνείδηση και από την αληθινή ή φαινομενική τους «αθεΐα», τον αδιαφορισμό. Εξ άλλου, στα έργα τους λανθάνουν θέσεις αντιτριαδικές, πανθεϊστικές, αλλά και ευσεβιστικές (Κοραής), που ήταν αδύνατο να μην προκαλέσουν τις παραδοσιακές συνειδήσεις, δεδομένου μάλιστα, ότι όλα αυτά εντάσσονταν σε μια σαφώς εκδηλούμενη πρόθεση για αποδυνάμωση της Ρωμαίικης Εθναρχίας, με απώτερο στόχο τη διάλυσή της (πρβλ. Ελλαδικό αυτοκέφαλο). Ένας νέος, λοιπόν, κόσμος εισέβαλλε στη Ρωμαίικη (Ελληνορθόδοξη) Ανατολή, που δεν ήταν δυνατόν να επικρατήσει χωρίς ανατροπή του κόσμου της ορθοδόξου παραδόσεως.
Παραδοσιακοί κατ’ εξοχήν στην Ανατολή ήσαν οι Κολλυβάδες Πατέρες, λόγιοι μοναχοί και κληρικοί, εντεταγμένοι στην ησυχαστική εμπειρία, με ρωμαίικο φρόνημα και γι’ αυτό ικανοί να κατανοήσουν τις πνευματικές διαφοροποιήσεις του ευρωπαϊκού κόσμου. Δυτικοί ερευνητές, όπως ο προτεστάντης Ν. Bonwetsch ή ο Ρωμαιοκαθολικός Louis Ρetit, δεν δίσταζαν να χαρακτηρίσουν το «κίνημα των Κολλυβάδων» «δείγμα της αφυπνιζόμενης ζωής του Ελληνικού Έθνους», όταν ένα μέρος της δικής μας Διανοήσεως επέμενε να το βλέπει με έντονη υποτίμηση, εφ’ όσον η αξιολόγηση των Κολλυβάδων συμβάδιζε με τη γενικότερη στάση έναντι του Ησυχασμού και του «Βυζαντίου». Η αποτίμησή τους όμως σήμερα είναι ευκολότερη, απ’ όσο στο παρελθόν, όσο μάλιστα προχωρεί η αποδέσμευση από τα παλαιότερα – μη ενδογενή εν πολλοίς- καταθλιπτικά κριτήρια.
Κατά τον Καθηγητή κ. Χρ. Γιανναρά, οι Κολλυβάδες συνιστούν «κίνημα αντίδρασης στον εκδυτικισμό και την αλλοτρίωση», που αποκαλύπτει «μιαν απροσδόκητη για την εποχή θεολογική εγρήγορση και επίγνωση των βιωματικών προτεραιοτήτων της Εκκλησίας». Οι Κολλυβάδες εξέφραζαν τη συνείδηση του πλατιού λαϊκού στρώματος της εποχής τους, της λαϊκής βάσης, με τα μέσα και τις δυνατότητες του καιρού τους, αλλά και τις προσωπικές χαρακτηριολογικές καταβολές τους. Ταυτόχρονα όμως επιβεβαιώνουν τη συνέχεια του Αγίου Όρους ως θεματοφύλακα της πατερικότητας. Η αντίδρασή τους στο ρεύμα της εποχής, δηλαδή «στην ευρωπαϊκή κοσμογονία [...] προδίδει μιαν ιστορική διορατικότητα και οξυδέρκεια πραγματικά θαυμαστή».
Η σύγκρουση των παραδοσιακών δυνάμεων του Γένους με τις ιδέες του Διαφωτισμού ήταν αναπόφευκτη, διότι, όπως ελέχθη, επρόκειτο για διαμετρικά αντίθετους μεταξύ τους κόσμους και δράματα ασύμπτωτα. Αντίθετα, συμπάθεια στις ιδέες του Διαφωτισμού έδειχναν οι Αγιορείτες Αντικολλυβάδες, επικεντρώνοντας και αυτοί την αντίθεση τους στην ησυχαστική παράδοση, που τους έφερε κοντά στους Διαφωτιστές. Ακριβώς δε η απόρριψη των ησυχαστικών πρακτικών από μοναχούς του Αγίου Όρους ήταν για τους Κολλυβάδες απτή απόδειξη των συνεπειών της ταυτίσεως με τις νέες ιδέες της Ευρώπης και της επερχόμενης αλλοτριώσεως.
Το ρεύμα του Διαφωτισμού ανέπτυξε, έτσι, μια ισχυρή δυναμική στην παραδοσιακή συνείδηση του Γένους, και μάλιστα όχι μόνο αρνητικά αλλά και θετικά. Η πρόκληση δηλαδή δεν οδήγησε μόνο σε αντιθέσεις -εν πολλοίς άγονες και ζημιογόνες-, αλλά και σε δημιουργική δράση (συγγραφική παραγωγή, ποιμαντικές ενέργειες για την αναθέρμανση της πατερικότητας στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Είναι δε γεγονός, ότι «οι ηγέτες των Κολλυβάδων (Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης, Αθανάσιος Πάριος) δεν αντιτάσσουν στο νεωτερισμό μιαν αντίπαλη ιδεολογία, αλλά ένα λόγο υπαρκτικής αφυπνίσεως στις ουσιώδεις πρωταρχικές ανάγκες του ανθρώπου, όπως τις φώτισε το ήθος και η εμπειρία των Πατέρων της εκκλησιαστικής παραδόσεως». Αντιρρητική και θεολογική δημιουργία συμπορεύονται στη δράση των Κολλυβάδων, προσφέροντας μαρτυρία πνευματικής και πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, που δεν θα έφθανε στο φως της δημοσιότητας υπό άλλες συνθήκες. Αλλωστε, αυτή είναι ανά τους αιώνες η γενεσιουργός αιτία της θεολογικής δημιουργίας της Εκκλησίας. Πάντα η αιρετική ή αιρετίζουσα απόκλιση προκαλεί δημιουργικά την ορθόδοξη συνείδηση και σκέψη. Αυτό συνέβη και στην παράδοση των Κολλυβάδων. Η αντιδιαφωτιστική μάλιστα στράτευσή τους, παρά τις όποιες αστοχίες και υπερβολές της, απεκάλυψε τη συνέχεια της πατερικής -ορθόδοξης δηλαδή- εμπειρίας σε καιρούς, που η ορθόδοξη θεολογική παρουσία ήταν πολύ ισχνή.
Οι Κολλυβάδες αναπτύσσουν την αντιρρητική τους έναντι των εκπροσώπων του Διαφωτισμού, κινούμενοι σε μια θεματική, τα βασικά σημεία της οποίας είναι τα ακόλουθα:
α) Η Ευρώπη: Οι Έλληνες Διαφωτιστές, με πρώτο τον Αδαμ. Κοραή, μιλούν με υπερηφάνεια για τη «φωτισμένη Ευρώπη», τα «φώτα» της οποίας αυτοί μεταλαμπαδεύουν στο Γένος. Ο προσανατολισμός τους δε στην Ευρώπη, μόνιμο όραμα των Ενωτικών από αιώνες, θα παραγάγει το «σύνδρομο του εξευρωπαϊσμού» στο Νεώτερο Ελληνισμό, που κατέστησε την Ευρώπη «καθολική μητρόπολή» του. Οι Κολλυβάδες, πιστοί στην παράδοση των Ανθενωτικών, από τους Ησυχαστές του 14ου αιώνα ως τον Πατροκοσμά τον Αιτωλό (18ος αι, δεν πρωτοτυπούν σε τίποτε στη στάση τους έναντι της Ευρώπης. Απορρίπτουν και αυτοί καθολικά τη μετά το σχίσμα Ευρώπη, αρνούμενοι σ’ αυτήν κάθε σχέση με την πατερική παράδοση, θεολογικά και κοινωνικά, ως και κάθε δυνατότητα αναγέννησης του Γένους με τα δικά της «φώτα». Ο συχνά χρησιμοποιούμενος από αυτούς όρος «Φραγκιά» (France) εκφράζει ολόκληρη την εκφραγκευμένη Δύση. Σε ειδικά έργα, -λιγότερο ο Νικόδημος και συστηματικότερα, λόγω ειδικών αφορμών, ο Πάριος – προτείνουν τη διακοπή κάθε σχέσης με την Ευρώπη, διότι ο τρόπος υπάρξεως, που αυτή δημιουργεί, ανατρέπει το ορθόδοξο ήθος.
β) Η Παιδεία: Οι Έλληνες Διαφωτιστές θεωρούσαν τη νέα Φιλοσοφία ως την πεμπτουσία της ανανεωμένης παιδείας, που προέκριναν για το Γένος και την πρόοδο του. Η συνείδηση των Κολλυβάδων για τη «νέα φιλοσοφία» προσδιορίζει και τη στάση τους απέναντι στην εισαγόμενη ευρωπαϊκή παιδεία. Στα σχετικά έργα τους, ιδιαίτερα ο Πάριος, τάσσονται υπέρ μιας παιδείας, που θεμελιώνεται στην παράδοση του Γένους, όπως αυτοί βέβαια τη νοούν. Η αφετηρία τους -όσο και αν αναζητούνται άλλα κίνητρα είναι ουσιαστικά και εδώ ησυχαστική-πατερική επανάληψη της ανάλογης στάσης του Πατροκοσμά. Κάνουν διάκριση και αυτοί των δύο γνώσεων-σοφιών (της «άνω» και της «έξω» και διαγράφουν τα όριά τους. Η «άνω» σοφία απαιτεί πατερικά καθολική μετοχή του ανθρώπου. Η πολεμική του Παρίου κατά των Επιστημών δεν σημαίνει και απόρριψή τους καθ’ εαυτές, αλλά μόνο της στήριξης της ανθρώπινης ελπίδας σ’ αυτές. Αυτή την παράδοση άλλωστε είχε ενσαρκώσει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το πνευματικό πρότυπο των Κολλυβάδων. Γι’ αυτό και καταφεύγουν στις «επιστήμες» στα έργα τους, αλλά για να προχωρήσουν σε πνευματικότερες τεκμηριώσεις. Είναι σαφής η δήλωση του Παρίου: «Η έξω σοφία δεν είναι από την εδικήν της φύσιν ούτε κακή, ούτε καλή, αλλά από την μεταχείρισιν των εχόντων αυτήν γίνεται καλή ή κακή». Όχι συνεπώς η «σοφία», αλλ’ οι «σοφοί» είναι το πρόβλημα των παραδοσιακών Κολλυβάδων. Εδώ εντάσσεται και η απόρριψη του Κοπερνίκειου συστήματος από τον Πάριο, αλλά και άλλους. Οι φονταμενταλιστικές θέσεις (απολυτοποίηση της Γραφής λ.χ. η διακηρύξεις του τύπου «τα μαθηματικά πηγή αθεΐας» κατανοούνται σ’ αυτό το πλαίσιο και σχετίζονται με την έπαρση (των ευρωπαϊκά σκεπτόμενων επιστημόνων, μόνιμο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας ως τον αιώνα μας). Η δήθεν αντίθεση πίστεως και γνώσεως(επιστήμης), ψευδοπρόβλημα για την Ορθοδοξία, και η αναγνώριση της προτεραιότητας της δικαιούμενης από τον ορθό λόγο επιστήμης, βρίσκεται στο υπόβαθρο της διαφωτιστικής στάσης και της αντιδιαφωτιστικής επιθετικότητας.
γ) Προβολή προτύπων: Στα προβαλλόμενα πρότυπα των «σοφών» του κόσμου εκ μέρους των Διαφωτιστών, οι πατερικοί Κολλυβάδες αντιπροτάσσουν το σοφό της ρωμαίικης παράδοσης, τον Αγιο, το θεούμενο άνθρωπο και «κατά χάριν» θεάνθρωπο. Υπερβαίνεται, έτσι, η ιδεολογική αντιπαράθεση και το πρόβλημα αντιμετωπίζεται στο επίπεδο της εν Χριστώ αυθεντικής ύπαρξης. Γι’ αυτό ρίχνουν όλο το βάρος της θεολογικής και ποιμαντικής προσφοράς τους στη λατρεία, αποδεδειγμένη κιβωτό του Γένους κατά τη δουλεία. Υπογραμμίζουν τη σημασία της λειτουργικής ζωής, μέσα στην οποία διαμορφώνεται το ευχαριστιακό ήθος του εκκλησιαστικού σώματος. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι στο θέμα αυτό αφιερώνεται το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής παραγωγής τους, που περιλαμβάνει: πατερικές εκδόσεις με επικέντρωση στο Γρηγ. Παλαμά και το Συμεών το Νέο θεολόγο, αναγεννητή του Ησυχασμού τον 11ο αιώνα΄ έκδοση γεροντικών κειμένων (η σοφία της ερήμου), λειτουργικών (ομιλιών, ακολουθιών, συναξαριών, εγκωμίων) και προ πάντων της Φιλοκαλίας. Η τελευταία, προσφέροντας τη νηπτικοασκητική εμπειρία της Ορθοδοξίας, απέβη πνευματική τροφή όλων των Ορθοδόξων και των σλαβικών χωρών και κριτήριο της νεώτερης θεολογίας μας, ως «εμπειρική μαρτυρία της εκκλησιαστικής γνησιότητας». Έχει απόλυτα δίκιο ο Χρ. Γιανναράς όταν γράφει, ότι η έκδοση της Φιλοκαλίας συνιστά «πρόκληση αναμέτρησης δύο πολιτισμών». «Από τη μια η φρενίτιδα της «προόδου», που ειδωλοποιεί θριαμβικά την πιο στεγνή και στεγανή ανθρωποκεντρική αυτάρκεια, αυτάρκεια του φυσικού και θνητού [...] και από την άλλη μεριά, η προτεραιότητα της αναζήτησης της αλήθειας και όχι της χρησιμότητας».
δ) Κοινωνία-εθνικό όραμα: Ένα από τα κυριότερα μέσα διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής κοινωνίας απέβησαν οι Χρηστοήθειες, που προσδιόριζαν το ήθος της νέας κοινωνίας, δηλαδή τις «σχέσεις ανάμεσα στα άτομα και ανάμεσα στα φύλα». Είναι «οδηγοί καλής συμπεριφοράς» του πολίτη, «πως θα καθήσει, πως θα φάει, πως θα μιλήσει…». Οι νοοτροπίες αυτές εισβάλλουν στην Ελληνική κοινωνία μέσω διαφόρων διαύλων και κυρίως εκείνων, που, μετά τις σπουδές τους στην Ευρώπη, μεταφέρουν εδώ τα ήθη της. Τις συνέπειες επισημαίνει ο αείμνηστος Κ. Δημαράς: «Όλα δείχνουν ότι μια βαθιά αλλοίωση έχει επέλθει στη συγκρότηση της Ελληνικής κοινωνίας». «Η παραδοσιακή φιλοκαλία περνάει από δοκιμασία, ώσπου να αφομοιωθούν τα καινούρια, ενώ παραμελούνται τα παλαιά». Είναι η πρόκληση της Ευρώπης στο χώρο της κοινωνίας.
Δεν πρέπει στη συνάφεια αυτή να λησμονείται, ότι η διαμόρφωση της μετακαρλομάγνειας Ευρωπαϊκής κοινωνίας έχει υποδομή θεολογική, θεολογικό όμως, δηλαδή εκκλησιολογικό, είναι το υπόβαθρο και της ρωμαίικης κοινωνίας. Οι Κολλυβάδες το βιώνουν αυτό ως εκκλησιαστικά πρόσωπα και θεολόγοι. Γι΄ αυτό συνδυάζουν στην προσπάθειά τους την ανανέωση της θεολογικής παραδόσεως με το αμετακίνητο ορθόδοξο κοινωνικό μοντέλο, που προσφέρει το μοναστικό κοινόβιο και εμπεδώνει στις συνειδήσεις η λατρεία. Η προβολή του ορθοδόξου κοινωνικού ήθους γίνεται, έτσι, μετά από την ίδια την ορθόδοξη πράξη, που διασυνδέει την κοινωνία της λατρείας με τη «λειτουργία μετά τη λειτουργία», κάτι που εκφράζει πληρέστατα η εκκλησιαστική «πανήγυρις» με τη διπλή της όψη, μέσα και έξω από την Εκκλησία. Παρ’ όλα αυτά η Χρηστοήθεια του αγίου Νικόδημου έρχεται να καλύψει και θεωρητικά το θέμα. Οι αναφορές του συγγραφέα δεν είναι βέβαια ευσεβιστικές, αλλά πατερικές και αγιογραφικές. Δεν πρόκειται άρα για ηθικές «νόρμες», αλλά για αγιοπνευματική εμπειρία. Ο άγιος, που με το ασκητικό του πνεύμα ενοχλεί τους εκκοσμικευμένους του εκκλησιαστικού χώρου, προτείνει το αυθεντικό ορθόδοξο-πατερικό ήθος, ως τρόπο εκκλησιαστικής υπάρξεως.
Η πολιτική δράση των Κολλυβάδων, κυρίως του Παρίου, σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει πρωταρχικά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να θεωρηθεί. Είναι η απόλυτη συνέπεια στην απόρριψη της Ευρώπης όχι μόνο στον ιδεολογικό, αλλά και στον κοινωνικό χώρο. Η θεωρητική τους τεκμηρίωση επιβεβαιώνει αυτή τη θέση. Τα περί «κηρύγματος δουλικής υποταγής» στην Οθωμανική κυριαρχία ή περί «θεολογικά τεκμηριωμένα εθελοδουλίας» θα ανταποκρίνονταν στα πράγματα, αν δεν διασκεδασθούν με την προσθήκη του Βασιλείου Μακρίδη: με σκοπό «την προστασία της Ορθοδοξίας από τον κίνδυνο της Δύσης». Ίσως μάλιστα ο λόγος για «αυτοπροστασία» είναι προτιμότερος και ρεαλιστικότερος του όρου «εθελοδουλία». Ο «αντιευρωπαϊσμός» των Κολλυβάδων δεν είναι κατ’ ανάγκη και «φιλοτουρκισμός», για έναν που γνωρίζει τα ευρωπαϊκά και κυρίως τα γαλλικά σχέδια αυτή την εποχή για τη Ρωμαίικη Εθναρχία. Η σύμπτωση του προκρίματος των Κολλυβάδων με τις άμεσες στοχοθεσίες της Οθωμανικής πολιτικής είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, ταυτίζεται όμως και εδώ απόλυτα με τη στάση του εθνομάρτυρα αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που θεωρεί τον Οθωμανικό ζυγό θεϊκή εύνοια για το Γένος, με κριτήριο όμως τη στάση της Ευρώπης απέναντι στην Ορθοδοξία. Η αναζήτηση ερμηνείας πρέπει να αποδεχθεί αυτή την αδιατάρακτη πιστότητα στην παράδοση του Γένους. Η παραθεώρησή της όμως μεταβάλλει αυτόχρημα την επιστήμη σε πολιτική. Και μόνη η πρόταση του Παρίου να τιμώνται τα θύματα του ισλαμισμού, όπως οι αρχαίοι μάρτυρες της Εκκλησίας ή να τιμώνται ως άγιοι οι Νεομάρτυρες χωρίς την έγκριση της Μεγάλης Εκκλησίας, πρέπει να θεωρηθούν ως έμπρακτη «αντίσταση» στην εξουσία του «αντίχριστου», κατά τον Πατροκοσμά, Σουλτάνου.
Συμπερασματικά:
1. Η αντιπαράθεση Κολλυβάδων-Διαφωτιστών είναι αντίθεση δυο διαφορετικών κόσμων και «πολιτικών οραμάτων», ως δύο αλληλοαποκλειομένων εκδοχών της ελληνικότητας. Η επιλογή των μέσων σ’ αυτή τη διαπάλη δεν έχει πρωτεύουσα σημασία, όσο η ίδια η διαπάλη, που υποστασιώνει τις συνειδήσεις.
2. Η αποτίμηση της στάσης των Κολλυβάδων προϋποθέτει δυνατότητα κατανοήσεως της σημασίας γι’ αυτούς της Ορθοδοξίας, όχι ως θρησκευτικής ιδεολογίας ή μεταφυσικού στοχασμού, αλλ’ ως τρόπου υπάρξεως, που οδηγεί στη θέωση, τον μοναδικό για την Ορθοδοξία προορισμό του ανθρώπου, ενδοϊστορικά και μεταϊστορικά. Είναι, επίσης, αναγκαία η γνώση της γλώσσας τους, που δεν είναι απλά ελληνική, αλλ’ εκκλησιαστικά ελληνική, για την αποφυγή περαιτέρω παρανοήσεων.
3. Έτσι κατανοείται η εμμονή των Κολλυβάδων στην παράδοση του Γένους, εκφραζόμενη με το γραφικό αξίωμα: «μη μέταιρε όρια αιώνια, α έθεντο οι πατέρες σου» (Παρ. 22, 28).
4. Οι παρεξηγήσεις -τέλος- στην ερμηνευτική προσέγγιση των Κολλυβάδων πρέπει να αποδοθούν στην εφαρμογή δυτικών κριτηρίων (πολιτικών-οικονομικών, υλιστικών δηλαδή) και όχι των δικών τους (πνευματικών). Είναι ένα λάθος, που προσπαθεί να διορθώσει η σημερινή επιστημονική έρευνα, όταν βέβαια ελευθερώνεται από το καταθλιπτικό βάρος του παρελθόντος.
(Πηγή: «Πειραϊκή Εκκλησία», Ιούνιος 2009)
ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ
Η ανανεωτική κίνηση, πού κατακλύζει την Ευρώπη αυτή την εποχή είναι ο Διαφωτισμός. Ήταν ένα κίνημα πολυδιάστατο, πού ερχόταν να αλλάξει όλη τη ζωή. Ή αλλαγή νοοτροπίας στον κοινωνικό χώρο (αντιφεουδαρχικό πνεύμα, αστική νοοτροπία) συνοδευόταν από τη διάδοση των θετικών επιστημών και της νέας (θετικιστικής) φιλοσοφίας στην παιδεία, με παράλληλη απόρριψη της παλαιάς σκέψης και κάθε έννοιας παράδοσης. Ο πνευματικός και κοινωνικός αυτός ριζοσπαστισμός άρχισε στο β' μισό του 18ου αι. να αρδεύει και την ελληνική κοινωνία. Ή συνάντηση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού με τη ρωμαίικη παράδοση πραγματοποιήθηκε σε διάφορα επίπεδα:
α) στο χώρο της παιδείας και ιδεολογίας,
β) στο χώρο του εθνικού προσανατολισμού και
γ) στο χώρο της κοινωνίας.
Εκφράσθηκε δε ως αμφισβήτηση των παραδοσιακών πραγματικοτήτων και εισαγωγή νέου συστήματος αξιών, ως ρήξη με τα κυρίαρχα στρώματα και τάση για δημιουργία εθνικού κράτους και ως αγώνας για κοινωνική μεταρρύθμιση και απελευθέρωση.
Το πρόβλημα με το Διαφωτισμό για τον ελληνικό χώρο δεν ήταν απλό. Ο Διαφωτισμός, με τις ριζοσπαστικές τάσεις του, δεν ήταν φυσική εξέλιξη ζυμώσεων και διαδικασιών, πού έλαβαν χώρα στην ελληνική κοινωνία. Ήταν γέννημα ξένων ανησυχιών και μεταφυτευόταν στον ελληνικό χώρο χωρίς να υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, για να μπορέσει να ενσωματωθεί αθόρυβα σ' αυτόν.
Η σύγκρουση, συνεπώς, του παραδοσιακού με το (εισαγόμενο) νέο ήταν αναπόφευκτη. Η μελέτη λ.χ. των θετικών επιστημών, πού ήταν αληθινή πρόοδος στο χώρο της παιδείας, έφερνε στην Ανατολή και έναν παραποιημένο ορθολογισμό, πού συνδυαζόταν στους Έλληνες διαφωτιστές συχνά με αντιπαραδοσιακές τάσεις. Αυτό συνέβαινε, γιατί η έκπληξη των χαλαρά συνδεομένων με την παράδοση τους Ρωμηών μπροστά στα ξένα επιστημονικά επιτεύγματα μυθοποιούσε τις δυνάμεις του ευρωπαϊκού κόσμου, με παράλληλη υποτίμηση της ρωμαίικης παράδοσης, πού δεν είχε να παρουσιάσει ανάλογες εξελίξεις. Αυτή την «έκπληξη» ενσαρκώνει και εκφράζει συχνά στα κείμενα του ο Αδαμάντιος Κοραής (π.χ. μπροστά στον Βολτέρο). Σ' αντίθεση όμως μ' αυτούς οι Ρωμηοί, πού είχαν συνείδηση της ουσίας της παράδοσης τους, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης, έμεναν μακριά από την έκπληξη αυτή, αποτιμώντας ψυχραιμότερα και νηφαλιότερα την Ευρώπη και την πρόοδο της.
Η αλλαγή έτσι, στο χώρο της παιδείας ή της κοινωνίας δεν ήταν δυνατό να μείνει χωρίς πρόκληση συγκρούσεων.
Η «εμπειρική φιλοσοφία» αντικατέστησε την αριστοτελική μεταφυσική και προκάλεσε την πάλη των παλαιοφιλοσόφων με τους νεοφιλοσόφους πόσο μάλλον, αφού οι οπαδοί της «νεωτεριστικής» φιλοσοφίας εκπροσωπούσαν συχνά θεϊστικές, αντιτριαδικές ή και αθεϊστικές ακόμη αντιλήψεις και ζητούσαν τουλάχιστον οι περισσότερο δυτικοποιημένοι, όχι την ανανέωση ή τον εμπλουτισμό της παράδοσης τους, αλλά την υποκατάστασή της. Τα νέα φιλοσοφικά συστήματα, του Μαλμπράνς, του Λάιμπνιτς, του Βόλφ, του Λόκ, του Σπινόζα ή του Βολταίρου και του Ρουσσώ άρχισαν να κυριαρχούν στο χώρο της ελληνικής διανόησης, κατηγορούμενα από τους εκτοπιζόμενους παλαιοφιλόσοφους (αριστοτελικούς) ως αθεΐα και ανατροπή. Εντούτοις, μεγάλοι λόγιοι, οι περισσότεροι μάλιστα κληρικοί - όπως ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, ο Βενιαμίν Λέσβιος κ.π.ά. έγιναν οι γέφυρες στη σύζευξη του ανατολικού χώρου με το νέο δυτικοφιλοσοφικό και επιστημονικό πνεύμα.
______Η ΡΗΞΗ__________________
Είναι γεγονός, ότι παρά τις αναμφισβήτητες θετικές πλευρές του, ιδιαίτερα στην παιδεία, ο Διαφωτισμός μπόλιασε την ελληνική συνείδηση και με στοιχεία αναιρετικά της ταυτότητας της, π.χ. με τη θρησκευτική αδιαφορία ή και αθεϊστικές ακόμα τάσεις. Το προβάδισμα της γνώσης οδήγησε στην απολυτοποίηση της επιστήμης, π.χ. της φυσικής, και έπρεπε να έλθουν οι μεγάλοι φυσικοί του 20ού αιώνα (Αϊνστάιν, Χάιζεμπεργκ, Πλάνκ κ.ά.), για να αποδείξουν τις περιορισμένες δυνατότητες της. Ή στροφή, έπειτα, στο ενδοκοσμικό και η υπερεκτίμηση και απολυτοποίηση του, οδηγούσαν στην αποδοχή του θρησκευτικού φιλελευθερισμού ή του αδιαφορισμού και ξένων τρόπων ζωής και την υποτίμηση της πνευματικότητας της Ρωμανίας και του παραδοσιακού κοινοτικού πνεύματος, πού άρχισε να υποχωρεί μπροστά σε έναν προοδευτικά αυξανόμενο ατομισμό, προϊόν του αστικού πνεύματος.
Το αποτέλεσμα αυτής της όχι ομαλής εξέλιξης ήταν ο διχασμός των πνευματικών δυνάμεων του Γένους.
Και τώρα η αντίθεση σαρκώθηκε σε δύο ομάδες. Όσοι δεν είχαν ισχυρό σύνδεσμο με την πατερική παράδοση δόθηκαν ολόκληροι στις δυτικές ιδέες. Όσοι όμως ήταν ριζωμένοι στη ρωμαίικη παράδοση τους δεν μαγεύτηκαν από τα «φώτα» της Ευρώπης, αλλά δημιούργησαν έναν ελληνότροπο Διαφωτισμό. Αυτό σημαίνει, ότι δέχτηκαν ό,τι αποτελούσε πρόοδο στο χώρο της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της κοινωνίας, χωρίς όμως να οδηγηθούν στην υποτίμηση και απόρριψη της ρωμαίικης παράδοσης, μέσα στην οποία ζυμώθηκε το Γένος. Η πνευματική υποδούλωση στη Δύση θα αποτελεί από τότε το μόνιμο πρόβλημα του Νέου Ελληνισμού.
________Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ______________
Εδώ πρέπει να εντοπιστεί και η αντίδραση στις νέες ιδέες, πού σημειώθηκε ιδιαίτερα στους κόλπους της Εκκλησίας. Φαίνεται αλήθεια περίεργο, ότι στο εκκλησιαστικό σώμα αναδείχθηκαν οι τολμηρότεροι αποδέκτες των νέων ιδεών, αλλά και η ισχυρότερη αντίδραση απέναντι τους. Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτή η «αντινομία»;
Η μόνιμη και ηγετική σύνδεση του Κλήρου με την παιδεία ήταν επόμενο να τον τοποθετήσει στο προσκήνιο της πάλης των ιδεών. Η στάση των εκπροσώπων της Εκκλησίας, πού καθοριζόταν σε μεγάλο ποσοστό από τις προσωπικές διαθέσεις και προϋποθέσεις τους, πήρε όλες τις δυνατές αποχρώσεις, από την απόλυτη παραδοχή μέχρι την απόλυτη άρνηση. Η αντίληψη, πώς υπήρχε ένα αντιδραστικό κέντρο (το οικουμενικό Πατριαρχείο) και μια ευέλικτη περιφέρεια, δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται απόλυτα στα πράγματα. Ήταν συχνές, άλλωστε, οι συγκρούσεις ανάμεσα στους ίδιους τους επιστήμονες – ή λόγιους - κληρικούς: π.χ. Μπαλάνος εναντίον Βούλγαρη, Πάριος εναντίον Βενιαμίν Λεσβίου κλπ.
Κατ' αρχήν ήταν φυσικό το Πατριαρχείο - και μάλιστα οι Πατριάρχες - πού ζούσαν κάτω από τον μόνιμο καταπιεστικό έλεγχο του σουλτάνου, να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις εκτιμήσεις και εκδηλώσεις τους. Δεν πρέπει επίσης να παραθεωρηθεί η στροφή (από το 1792-3) της Ρωσίας εναντίον της Γαλλίας και προς την πλευρά της Τουρκίας, πού είχε σημαντική επιρροή στη στάση και του οικουμενικού Πατριαρχείου απέναντι στη Δύση γενικά.Ο Κλήρος, όπως είδαμε και στην περίπτωση της ένοπλης αντίστασης, δεν έχει το «δικαίωμα» να αστοχεί στις επιλογές του. Γιατί τα λάθη του θα έχουν συνέπειες καταστροφικές σ' όλο το Γένος, ως εκκλησιαστικό σώμα. Δεν μπορούσε, συνεπώς, το Πατριαρχείο να δεχτεί τις νέες ιδέες ανεξέλεγκτα και με την ευκολία των λογίων, οι όποιοι στις ενέργειες και αποφάσεις τους εκπροσωπούσαν μονό τον εαυτό τους. Το νέο, έπειτα, δημιουργεί πάντα δισταγμούς και υποψίες και στις πιο καλοπροαίρετες συνειδήσεις. Πόσο περισσότερο, όταν πολλές από τις «εισαγόμενες» νέες ιδέες συνιστούσαν ανατροπή της ρωμαίικης παράδοσης, την οποία είχε ταχθεί να φυλάει η Εκκλησία. Την υπάρχουσα δε ρευστότητα και στις δυο πλευρές δείχνει καθαρά η περίπτωση της «δίωξης» του (κληρικού) Βενιαμίν Λεσβίου (1803). Η σύνοδος του οικουμενικού Πατριαρχείου διχάστηκε απέναντι του. Οι μισοί συνοδικοί και ο ίδιος ο Πατριάρχης (Καλλίνικος Δ') τάχθηκαν υπέρ αυτού. Αλλά και ο ίδιος ο Βενιαμίν, προβαλλόμενος συνήθως ως προοδευτικός και θύμα του προοδευτισμού του, με άκρατο συντηρητικό πείσμα απέρριπτε το νευτωνικό νόμο της βαρύτητας, για να δικαιώσει το «πανταχηκίνητό» του και δεχόταν τον ήλιο «σκοτεινό» ξεπερνώντας δηλαδή και αυτό τον Μεσαίωνα! Ποια αίτια, λοιπόν, διαμόρφωσαν αυτή την ποικιλία των τάσεων;
________ΟΙ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ__________
Πρώτα η ιδιαιτερότητα των ίδιων των εκκλησιαστικών προσώπων. Οι πιο φιλελεύθεροι κληρικοί (χαρακτηριστική περίπτωση ο Θ. Καΐρης) απορροφήθηκαν από τις νέες ιδέες τόσο, πού έφτασαν σε σημείο να απορρίψουν την παράδοση τους, πού φυσικά δεν την είχαν ποτέ γνωρίσει αληθινά. Δεν ήταν άγνωστο άλλωστε το φαινόμενο, να εισέρχονται μερικοί στον κλήρο μόνο, για να έχουν τις δυνατότητες να σπουδάσουν, χωρίς την αναγκαία εσωτερική κλήση. Οι συντηρητικοί απέρριπταν τις νέες ιδέες, για να μείνουν πιστοί στην παλαιά φιλοσοφία και κοσμοθεωρία, πού είχαν διδαχθεί και στην οποία όφειλαν το κύρος τους, ανίκανοι να παρακολουθήσουν το ρυθμό της εποχής τους. (π.χ. Ιερ. Δενδρινός, Δωρ. Βουλησμάς και - κάπως λιγότερο - ο Αθαν. Πάριος).
Μόνον οι πατερικοί (όπως λ.χ. ο Βούλγαρης και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης) θα επιτύχουν την ισορροπία, γνωρίζοντας πώς ή νέα επιστήμη και φιλοσοφία δεν μπορούσε καθόλου να βλάψει τη θεολογική παράδοση τους.
Από πλευράς εκκλησιαστικής, άλλωστε, στην ελληνορθόδοξη Ανατολή δεν υπήρχαν οι αρνητικές προϋποθέσεις, πού βρήκε ο Διαφωτισμός στη Δύση. Εκεί ο χριστιανισμός είχε γίνει από πλευράς μεν θεολογίας, φιλοσοφικό σύστημα και από πλευράς κοινωνίας, κράτος - πολιτική δύναμη (= Παπισμός). Έτσι, στο χώρο της διανόησης η νέα φιλοσοφία απέρριψε εκεί τη χριστιανική μεταφυσική, πού ανήκε στην παλαιά χριστιανο-αριστοτελική σκέψη, και στο χώρο της κοινωνίας τα ριζοσπαστικά ρεύματα απέκρουαν τη συντηρητικότητα του ρωμαιοκαθολικισμού και το Παπικό κράτος.
Στη ρωμαίικη Ανατολή όμως, παρά τις αστοχίες και ανεπάρκειες των ανθρώπων, η Εκκλησία συνέχισε την πατερική παράδοση. Στο χώρο της θεολογίας οι ησυχαστές κράτησαν την καθαρότητα της θεολογίας ως αγώνα θέωσης και στο χώρο της κοινωνίας, όπως είδαμε, η Εκκλησία σήκωσε αγόγγυστα το σταυρό του Γένους.
Οι πατερικοί και αυθεντικά παραδοσιακοί Έλληνες διανοούμενοι ήξεραν συνεπώς, ότι η γνώση τον Θεού (Άκτιστου) δεν μπορεί ποτέ να έλθει σε σύγκρουση με τη γνώση του κόσμου (κτιστού), γιατί πρόκειται για δύο διαφορετικά εγχειρήματα.
________ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ______
Πέρα όμως από αυτά, η στάση του οικουμενικού Πατριαρχείου χρειάζεται μια πολύ προσεκτική εκτίμηση. Οι εγκύκλιοί του, πού καταδικάζουν τις «καινοφανείς διδασκαλίες», δεν μπορούσαν να μην υπακούουν στις απαιτήσεις της Πύλης, πού καταδίκαζε για δικούς της λόγους την επιστήμη και τις νέες ιδέες.
_________ΡΗΓΑΣ & ΚΟΡΑΗΣ___________
Τις ιδέες τής Γαλλικής Επανάστασης ασπάστηκαν και προπαγάνδισαν στο γένος ο Ρήγας (1757-1798) και ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833). Ήταν και οι δύο, με το δικό του τρόπο ο καθένας, φορείς του γαλλικού Διαφωτισμού. Ό πρώτος, με κέντρο δράσης τη Βιέννη, εξέδωσε μεταφράσεις δυτικών έργων (Σχολείον ντελικάτων εραστών, Φυσικής απάνθισμα κλπ.), αλλά και έργα δικά του (Επιπεδογραφία της Κωνσταντινουπόλεως, Χάρτα της Ελλάδος, Νέα πολιτική διοίκησις κλπ.).
________ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ__
Και ο εκκλησιαστικός όμως χώρος ανέδειξε σπουδαίους πνευματικούς ηγέτες, πού σκοπό του αγώνα τους έταξαν το φωτισμό του Γένους, παράλληλα όμως με τη διακράτησή του στα πλαίσια της παράδοσης του. Συγχρόνως με τον Ευγένιο Βούλγαρη και το Νικηφόρο Θεοτόκη, αναγεννητικό -σε καθαρά ορθόδοξες βάσεις- έργο ανέπτυξε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779). Έγινε ο απόστολος της ενότητας του Γένους μέσα στην ορθόδοξη παράδοση, την ελληνική γλώσσα και την κοινότητα. Υποστήριξε την παιδευτική προσπάθεια, ιδρύοντας ο ίδιος πολλά σχολεία. Γιατί δεχόταν το σχολείο ως δεύτερη εκκλησία, αφού σκοπό έχει να οδηγεί κι αυτό στη γνώση του θεού και την αδελφοποίηση των ανθρώπων.
Ο Πατροκοσμάς ανήκε στον κύκλο των μαθητών του Ε. Βούλγαρη, πού είχαν συμφωνήσει να βοηθήσουν το Γένος με την παιδεία, για να βρει την ελευθερία του. Μέλη της ομάδας αυτής υπήρξαν ο Πατροκοσμάς, ο Ι. Πέζαρος και ο κατοπινός σπουδαίος ιεράρχης Πλαταμώνος Διονύσιος. Σημασία δε έχει, ότι ο άγιος Κοσμάς δεν ανέπτυξε τη δράση του με απλή δική του πρωτοβουλία, αλλά με άδεια και ευλογία του οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως ο ίδιος μαρτυρεί, εκτελώντας δηλαδή αποστολή εκκλησιαστικά επιδοκιμασμένη.Το β' μισό του 18ου αί., ως απάντηση στην πρόκληση του Διαφωτισμού, εκδηλώθηκε το κίνημα των Κολυβάδων. Μια σειρά (λογίων) μοναχών του Αγίου Όρους, πού ονομάσθηκαν από τους αντιπάλους τους «Κολυβάδες» (από τα κόλυβα), με την πλούσια συγγραφική παραγωγή τους και την επανέκφραση της Ορθόδοξης παράδοσης πού επιχείρησαν, θέλησαν να συμβάλουν στο ρωμαίικο διαφωτισμό του Γένους. Κορυφαίοι του κινήματος ήταν ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809) ο άγιος Μακάριος Νοταράς και ο Αθανάσιος Πάριος.
________Η ΔΙΕΛΚΥΣΤΙΝΔΑ___________
Γίνεται όμως έτσι φανερό, ότι η πνευματική αναγέννηση του Γένους δεν έμεινε ελεύθερη από έντονες φυγόκεντρες τάσεις. Η δίψα για μάθηση οδήγησε στην ανεξέλεγκτη πρόσληψη αλλότριων ιδεών, πού δεν μπορούσαν να ενσωματωθούν στην παράδοση του Γένους, χωρίς να επιφέρουν την αλλοίωση της. Και στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί φυσικά να γίνει λόγος για πρόοδο. Γιατί δεν μπορεί να είναι πρόοδος η ανακοπή της πνευματικής και πολιτιστικής πορείας του Γένους.Από τον κίνδυνο αυτό αγωνίστηκαν να προφυλάξουν το Γένος ο Πατροκοσμάς και οι Κολυβάδες, μαζί με πολλούς άλλους, δημιουργώντας μιαν Αντίρροπη στάση: την κριτική και εκλεκτική τοποθέτηση απέναντι στα εισαγόμενα προϊόντα της επιστήμης και του πολιτισμού. Ή πνευματική αυτή διελκυστίνδα, πού δείχνει τον δυναμισμό του Ελληνισμού, συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
________ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ____
Αξιοσημείωτο παρ' όλα αυτά είναι, ότι η θαυμαστή πρόοδος της ελληνικής παιδείας είχε μια διαβαλκανική ακτινοβολία, σε σημείο πού οι Έλληνες να γίνουν φωτιστές και των άλλων ορθοδόξων εθνοτήτων. Ή διαφωτιστική μάλιστα δράση ελλήνων κληρικών στις περιοχές αυτές υπήρξε γι' αυτές ευεργετική.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ : ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ -
Η πνευματική αυτή κρίση κατανοείται -δίκαια ως ένα σημείο- ως κρίση ταυτότητας του Γένους. Σημασία όμως έχει, ότι και πάλι το Αγιον Όρος, χώρος περισσότερο ευαισθητοποιημένος σε ζητήματα παραδόσεως, γίνεται επίκεντρο και της νέας συγκρούσεως, εφ’ όσον έχει γίνει πια παραδεκτό (π.χ. Δημ. Αποστολόπουλος), ότι το Αγιον Όρος, στα πρόσωπα των Κολλυβάδων, όχι μόνο επηρεάζει, αλλά και κατευθύνει τον αγώνα του Εθναρχικού Κέντρου στις κρίσιμες πράγματι εκείνες ιστορικές επιλογές του.
Οι Έλληνες φορείς του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού εξέφραζαν κατά κανόνα μια στάση ζωής, που συνιστούσε ριζοσπαστική ανανοηματοδότηση σύνολης της κοινωνικής πραγματικότητας, στα όρια μιας νέας κοσμοθεωρίας (Weltanschauung), με την αυτούσια μεταφύτευση («μετα-κένωση») ιδεών, αρχών και πρακτικών, που παρήγαγε σε μια μακρά διαλεκτική διαδικασία – άγνωστη στην καθ’ ημάς Ανατολή- ο ευρωπαϊκός χώρος. Στους Έλληνες Διαφωτιστές δεν έλειπαν αθεϊστικές, αντιχριστιανικές και προ πάντων αντικληρικαλιστικές τάσεις. Οι ιδέες τους, μάλιστα, προωθούσαν κάτι φοβερότερο για την ορθόδοξη συνείδηση και από την αληθινή ή φαινομενική τους «αθεΐα», τον αδιαφορισμό. Εξ άλλου, στα έργα τους λανθάνουν θέσεις αντιτριαδικές, πανθεϊστικές, αλλά και ευσεβιστικές (Κοραής), που ήταν αδύνατο να μην προκαλέσουν τις παραδοσιακές συνειδήσεις, δεδομένου μάλιστα, ότι όλα αυτά εντάσσονταν σε μια σαφώς εκδηλούμενη πρόθεση για αποδυνάμωση της Ρωμαίικης Εθναρχίας, με απώτερο στόχο τη διάλυσή της (πρβλ. Ελλαδικό αυτοκέφαλο). Ένας νέος, λοιπόν, κόσμος εισέβαλλε στη Ρωμαίικη (Ελληνορθόδοξη) Ανατολή, που δεν ήταν δυνατόν να επικρατήσει χωρίς ανατροπή του κόσμου της ορθοδόξου παραδόσεως.
Παραδοσιακοί κατ’ εξοχήν στην Ανατολή ήσαν οι Κολλυβάδες Πατέρες, λόγιοι μοναχοί και κληρικοί, εντεταγμένοι στην ησυχαστική εμπειρία, με ρωμαίικο φρόνημα και γι’ αυτό ικανοί να κατανοήσουν τις πνευματικές διαφοροποιήσεις του ευρωπαϊκού κόσμου. Δυτικοί ερευνητές, όπως ο προτεστάντης Ν. Bonwetsch ή ο Ρωμαιοκαθολικός Louis Ρetit, δεν δίσταζαν να χαρακτηρίσουν το «κίνημα των Κολλυβάδων» «δείγμα της αφυπνιζόμενης ζωής του Ελληνικού Έθνους», όταν ένα μέρος της δικής μας Διανοήσεως επέμενε να το βλέπει με έντονη υποτίμηση, εφ’ όσον η αξιολόγηση των Κολλυβάδων συμβάδιζε με τη γενικότερη στάση έναντι του Ησυχασμού και του «Βυζαντίου». Η αποτίμησή τους όμως σήμερα είναι ευκολότερη, απ’ όσο στο παρελθόν, όσο μάλιστα προχωρεί η αποδέσμευση από τα παλαιότερα – μη ενδογενή εν πολλοίς- καταθλιπτικά κριτήρια.
Κατά τον Καθηγητή κ. Χρ. Γιανναρά, οι Κολλυβάδες συνιστούν «κίνημα αντίδρασης στον εκδυτικισμό και την αλλοτρίωση», που αποκαλύπτει «μιαν απροσδόκητη για την εποχή θεολογική εγρήγορση και επίγνωση των βιωματικών προτεραιοτήτων της Εκκλησίας». Οι Κολλυβάδες εξέφραζαν τη συνείδηση του πλατιού λαϊκού στρώματος της εποχής τους, της λαϊκής βάσης, με τα μέσα και τις δυνατότητες του καιρού τους, αλλά και τις προσωπικές χαρακτηριολογικές καταβολές τους. Ταυτόχρονα όμως επιβεβαιώνουν τη συνέχεια του Αγίου Όρους ως θεματοφύλακα της πατερικότητας. Η αντίδρασή τους στο ρεύμα της εποχής, δηλαδή «στην ευρωπαϊκή κοσμογονία [...] προδίδει μιαν ιστορική διορατικότητα και οξυδέρκεια πραγματικά θαυμαστή».
Η σύγκρουση των παραδοσιακών δυνάμεων του Γένους με τις ιδέες του Διαφωτισμού ήταν αναπόφευκτη, διότι, όπως ελέχθη, επρόκειτο για διαμετρικά αντίθετους μεταξύ τους κόσμους και δράματα ασύμπτωτα. Αντίθετα, συμπάθεια στις ιδέες του Διαφωτισμού έδειχναν οι Αγιορείτες Αντικολλυβάδες, επικεντρώνοντας και αυτοί την αντίθεση τους στην ησυχαστική παράδοση, που τους έφερε κοντά στους Διαφωτιστές. Ακριβώς δε η απόρριψη των ησυχαστικών πρακτικών από μοναχούς του Αγίου Όρους ήταν για τους Κολλυβάδες απτή απόδειξη των συνεπειών της ταυτίσεως με τις νέες ιδέες της Ευρώπης και της επερχόμενης αλλοτριώσεως.
Το ρεύμα του Διαφωτισμού ανέπτυξε, έτσι, μια ισχυρή δυναμική στην παραδοσιακή συνείδηση του Γένους, και μάλιστα όχι μόνο αρνητικά αλλά και θετικά. Η πρόκληση δηλαδή δεν οδήγησε μόνο σε αντιθέσεις -εν πολλοίς άγονες και ζημιογόνες-, αλλά και σε δημιουργική δράση (συγγραφική παραγωγή, ποιμαντικές ενέργειες για την αναθέρμανση της πατερικότητας στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Είναι δε γεγονός, ότι «οι ηγέτες των Κολλυβάδων (Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης, Αθανάσιος Πάριος) δεν αντιτάσσουν στο νεωτερισμό μιαν αντίπαλη ιδεολογία, αλλά ένα λόγο υπαρκτικής αφυπνίσεως στις ουσιώδεις πρωταρχικές ανάγκες του ανθρώπου, όπως τις φώτισε το ήθος και η εμπειρία των Πατέρων της εκκλησιαστικής παραδόσεως». Αντιρρητική και θεολογική δημιουργία συμπορεύονται στη δράση των Κολλυβάδων, προσφέροντας μαρτυρία πνευματικής και πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, που δεν θα έφθανε στο φως της δημοσιότητας υπό άλλες συνθήκες. Αλλωστε, αυτή είναι ανά τους αιώνες η γενεσιουργός αιτία της θεολογικής δημιουργίας της Εκκλησίας. Πάντα η αιρετική ή αιρετίζουσα απόκλιση προκαλεί δημιουργικά την ορθόδοξη συνείδηση και σκέψη. Αυτό συνέβη και στην παράδοση των Κολλυβάδων. Η αντιδιαφωτιστική μάλιστα στράτευσή τους, παρά τις όποιες αστοχίες και υπερβολές της, απεκάλυψε τη συνέχεια της πατερικής -ορθόδοξης δηλαδή- εμπειρίας σε καιρούς, που η ορθόδοξη θεολογική παρουσία ήταν πολύ ισχνή.
Οι Κολλυβάδες αναπτύσσουν την αντιρρητική τους έναντι των εκπροσώπων του Διαφωτισμού, κινούμενοι σε μια θεματική, τα βασικά σημεία της οποίας είναι τα ακόλουθα:
α) Η Ευρώπη: Οι Έλληνες Διαφωτιστές, με πρώτο τον Αδαμ. Κοραή, μιλούν με υπερηφάνεια για τη «φωτισμένη Ευρώπη», τα «φώτα» της οποίας αυτοί μεταλαμπαδεύουν στο Γένος. Ο προσανατολισμός τους δε στην Ευρώπη, μόνιμο όραμα των Ενωτικών από αιώνες, θα παραγάγει το «σύνδρομο του εξευρωπαϊσμού» στο Νεώτερο Ελληνισμό, που κατέστησε την Ευρώπη «καθολική μητρόπολή» του. Οι Κολλυβάδες, πιστοί στην παράδοση των Ανθενωτικών, από τους Ησυχαστές του 14ου αιώνα ως τον Πατροκοσμά τον Αιτωλό (18ος αι, δεν πρωτοτυπούν σε τίποτε στη στάση τους έναντι της Ευρώπης. Απορρίπτουν και αυτοί καθολικά τη μετά το σχίσμα Ευρώπη, αρνούμενοι σ’ αυτήν κάθε σχέση με την πατερική παράδοση, θεολογικά και κοινωνικά, ως και κάθε δυνατότητα αναγέννησης του Γένους με τα δικά της «φώτα». Ο συχνά χρησιμοποιούμενος από αυτούς όρος «Φραγκιά» (France) εκφράζει ολόκληρη την εκφραγκευμένη Δύση. Σε ειδικά έργα, -λιγότερο ο Νικόδημος και συστηματικότερα, λόγω ειδικών αφορμών, ο Πάριος – προτείνουν τη διακοπή κάθε σχέσης με την Ευρώπη, διότι ο τρόπος υπάρξεως, που αυτή δημιουργεί, ανατρέπει το ορθόδοξο ήθος.
β) Η Παιδεία: Οι Έλληνες Διαφωτιστές θεωρούσαν τη νέα Φιλοσοφία ως την πεμπτουσία της ανανεωμένης παιδείας, που προέκριναν για το Γένος και την πρόοδο του. Η συνείδηση των Κολλυβάδων για τη «νέα φιλοσοφία» προσδιορίζει και τη στάση τους απέναντι στην εισαγόμενη ευρωπαϊκή παιδεία. Στα σχετικά έργα τους, ιδιαίτερα ο Πάριος, τάσσονται υπέρ μιας παιδείας, που θεμελιώνεται στην παράδοση του Γένους, όπως αυτοί βέβαια τη νοούν. Η αφετηρία τους -όσο και αν αναζητούνται άλλα κίνητρα είναι ουσιαστικά και εδώ ησυχαστική-πατερική επανάληψη της ανάλογης στάσης του Πατροκοσμά. Κάνουν διάκριση και αυτοί των δύο γνώσεων-σοφιών (της «άνω» και της «έξω» και διαγράφουν τα όριά τους. Η «άνω» σοφία απαιτεί πατερικά καθολική μετοχή του ανθρώπου. Η πολεμική του Παρίου κατά των Επιστημών δεν σημαίνει και απόρριψή τους καθ’ εαυτές, αλλά μόνο της στήριξης της ανθρώπινης ελπίδας σ’ αυτές. Αυτή την παράδοση άλλωστε είχε ενσαρκώσει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το πνευματικό πρότυπο των Κολλυβάδων. Γι’ αυτό και καταφεύγουν στις «επιστήμες» στα έργα τους, αλλά για να προχωρήσουν σε πνευματικότερες τεκμηριώσεις. Είναι σαφής η δήλωση του Παρίου: «Η έξω σοφία δεν είναι από την εδικήν της φύσιν ούτε κακή, ούτε καλή, αλλά από την μεταχείρισιν των εχόντων αυτήν γίνεται καλή ή κακή». Όχι συνεπώς η «σοφία», αλλ’ οι «σοφοί» είναι το πρόβλημα των παραδοσιακών Κολλυβάδων. Εδώ εντάσσεται και η απόρριψη του Κοπερνίκειου συστήματος από τον Πάριο, αλλά και άλλους. Οι φονταμενταλιστικές θέσεις (απολυτοποίηση της Γραφής λ.χ. η διακηρύξεις του τύπου «τα μαθηματικά πηγή αθεΐας» κατανοούνται σ’ αυτό το πλαίσιο και σχετίζονται με την έπαρση (των ευρωπαϊκά σκεπτόμενων επιστημόνων, μόνιμο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας ως τον αιώνα μας). Η δήθεν αντίθεση πίστεως και γνώσεως(επιστήμης), ψευδοπρόβλημα για την Ορθοδοξία, και η αναγνώριση της προτεραιότητας της δικαιούμενης από τον ορθό λόγο επιστήμης, βρίσκεται στο υπόβαθρο της διαφωτιστικής στάσης και της αντιδιαφωτιστικής επιθετικότητας.
γ) Προβολή προτύπων: Στα προβαλλόμενα πρότυπα των «σοφών» του κόσμου εκ μέρους των Διαφωτιστών, οι πατερικοί Κολλυβάδες αντιπροτάσσουν το σοφό της ρωμαίικης παράδοσης, τον Αγιο, το θεούμενο άνθρωπο και «κατά χάριν» θεάνθρωπο. Υπερβαίνεται, έτσι, η ιδεολογική αντιπαράθεση και το πρόβλημα αντιμετωπίζεται στο επίπεδο της εν Χριστώ αυθεντικής ύπαρξης. Γι’ αυτό ρίχνουν όλο το βάρος της θεολογικής και ποιμαντικής προσφοράς τους στη λατρεία, αποδεδειγμένη κιβωτό του Γένους κατά τη δουλεία. Υπογραμμίζουν τη σημασία της λειτουργικής ζωής, μέσα στην οποία διαμορφώνεται το ευχαριστιακό ήθος του εκκλησιαστικού σώματος. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι στο θέμα αυτό αφιερώνεται το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής παραγωγής τους, που περιλαμβάνει: πατερικές εκδόσεις με επικέντρωση στο Γρηγ. Παλαμά και το Συμεών το Νέο θεολόγο, αναγεννητή του Ησυχασμού τον 11ο αιώνα΄ έκδοση γεροντικών κειμένων (η σοφία της ερήμου), λειτουργικών (ομιλιών, ακολουθιών, συναξαριών, εγκωμίων) και προ πάντων της Φιλοκαλίας. Η τελευταία, προσφέροντας τη νηπτικοασκητική εμπειρία της Ορθοδοξίας, απέβη πνευματική τροφή όλων των Ορθοδόξων και των σλαβικών χωρών και κριτήριο της νεώτερης θεολογίας μας, ως «εμπειρική μαρτυρία της εκκλησιαστικής γνησιότητας». Έχει απόλυτα δίκιο ο Χρ. Γιανναράς όταν γράφει, ότι η έκδοση της Φιλοκαλίας συνιστά «πρόκληση αναμέτρησης δύο πολιτισμών». «Από τη μια η φρενίτιδα της «προόδου», που ειδωλοποιεί θριαμβικά την πιο στεγνή και στεγανή ανθρωποκεντρική αυτάρκεια, αυτάρκεια του φυσικού και θνητού [...] και από την άλλη μεριά, η προτεραιότητα της αναζήτησης της αλήθειας και όχι της χρησιμότητας».
δ) Κοινωνία-εθνικό όραμα: Ένα από τα κυριότερα μέσα διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής κοινωνίας απέβησαν οι Χρηστοήθειες, που προσδιόριζαν το ήθος της νέας κοινωνίας, δηλαδή τις «σχέσεις ανάμεσα στα άτομα και ανάμεσα στα φύλα». Είναι «οδηγοί καλής συμπεριφοράς» του πολίτη, «πως θα καθήσει, πως θα φάει, πως θα μιλήσει…». Οι νοοτροπίες αυτές εισβάλλουν στην Ελληνική κοινωνία μέσω διαφόρων διαύλων και κυρίως εκείνων, που, μετά τις σπουδές τους στην Ευρώπη, μεταφέρουν εδώ τα ήθη της. Τις συνέπειες επισημαίνει ο αείμνηστος Κ. Δημαράς: «Όλα δείχνουν ότι μια βαθιά αλλοίωση έχει επέλθει στη συγκρότηση της Ελληνικής κοινωνίας». «Η παραδοσιακή φιλοκαλία περνάει από δοκιμασία, ώσπου να αφομοιωθούν τα καινούρια, ενώ παραμελούνται τα παλαιά». Είναι η πρόκληση της Ευρώπης στο χώρο της κοινωνίας.
Δεν πρέπει στη συνάφεια αυτή να λησμονείται, ότι η διαμόρφωση της μετακαρλομάγνειας Ευρωπαϊκής κοινωνίας έχει υποδομή θεολογική, θεολογικό όμως, δηλαδή εκκλησιολογικό, είναι το υπόβαθρο και της ρωμαίικης κοινωνίας. Οι Κολλυβάδες το βιώνουν αυτό ως εκκλησιαστικά πρόσωπα και θεολόγοι. Γι΄ αυτό συνδυάζουν στην προσπάθειά τους την ανανέωση της θεολογικής παραδόσεως με το αμετακίνητο ορθόδοξο κοινωνικό μοντέλο, που προσφέρει το μοναστικό κοινόβιο και εμπεδώνει στις συνειδήσεις η λατρεία. Η προβολή του ορθοδόξου κοινωνικού ήθους γίνεται, έτσι, μετά από την ίδια την ορθόδοξη πράξη, που διασυνδέει την κοινωνία της λατρείας με τη «λειτουργία μετά τη λειτουργία», κάτι που εκφράζει πληρέστατα η εκκλησιαστική «πανήγυρις» με τη διπλή της όψη, μέσα και έξω από την Εκκλησία. Παρ’ όλα αυτά η Χρηστοήθεια του αγίου Νικόδημου έρχεται να καλύψει και θεωρητικά το θέμα. Οι αναφορές του συγγραφέα δεν είναι βέβαια ευσεβιστικές, αλλά πατερικές και αγιογραφικές. Δεν πρόκειται άρα για ηθικές «νόρμες», αλλά για αγιοπνευματική εμπειρία. Ο άγιος, που με το ασκητικό του πνεύμα ενοχλεί τους εκκοσμικευμένους του εκκλησιαστικού χώρου, προτείνει το αυθεντικό ορθόδοξο-πατερικό ήθος, ως τρόπο εκκλησιαστικής υπάρξεως.
Η πολιτική δράση των Κολλυβάδων, κυρίως του Παρίου, σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει πρωταρχικά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να θεωρηθεί. Είναι η απόλυτη συνέπεια στην απόρριψη της Ευρώπης όχι μόνο στον ιδεολογικό, αλλά και στον κοινωνικό χώρο. Η θεωρητική τους τεκμηρίωση επιβεβαιώνει αυτή τη θέση. Τα περί «κηρύγματος δουλικής υποταγής» στην Οθωμανική κυριαρχία ή περί «θεολογικά τεκμηριωμένα εθελοδουλίας» θα ανταποκρίνονταν στα πράγματα, αν δεν διασκεδασθούν με την προσθήκη του Βασιλείου Μακρίδη: με σκοπό «την προστασία της Ορθοδοξίας από τον κίνδυνο της Δύσης». Ίσως μάλιστα ο λόγος για «αυτοπροστασία» είναι προτιμότερος και ρεαλιστικότερος του όρου «εθελοδουλία». Ο «αντιευρωπαϊσμός» των Κολλυβάδων δεν είναι κατ’ ανάγκη και «φιλοτουρκισμός», για έναν που γνωρίζει τα ευρωπαϊκά και κυρίως τα γαλλικά σχέδια αυτή την εποχή για τη Ρωμαίικη Εθναρχία. Η σύμπτωση του προκρίματος των Κολλυβάδων με τις άμεσες στοχοθεσίες της Οθωμανικής πολιτικής είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, ταυτίζεται όμως και εδώ απόλυτα με τη στάση του εθνομάρτυρα αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που θεωρεί τον Οθωμανικό ζυγό θεϊκή εύνοια για το Γένος, με κριτήριο όμως τη στάση της Ευρώπης απέναντι στην Ορθοδοξία. Η αναζήτηση ερμηνείας πρέπει να αποδεχθεί αυτή την αδιατάρακτη πιστότητα στην παράδοση του Γένους. Η παραθεώρησή της όμως μεταβάλλει αυτόχρημα την επιστήμη σε πολιτική. Και μόνη η πρόταση του Παρίου να τιμώνται τα θύματα του ισλαμισμού, όπως οι αρχαίοι μάρτυρες της Εκκλησίας ή να τιμώνται ως άγιοι οι Νεομάρτυρες χωρίς την έγκριση της Μεγάλης Εκκλησίας, πρέπει να θεωρηθούν ως έμπρακτη «αντίσταση» στην εξουσία του «αντίχριστου», κατά τον Πατροκοσμά, Σουλτάνου.
Συμπερασματικά:
1. Η αντιπαράθεση Κολλυβάδων-Διαφωτιστών είναι αντίθεση δυο διαφορετικών κόσμων και «πολιτικών οραμάτων», ως δύο αλληλοαποκλειομένων εκδοχών της ελληνικότητας. Η επιλογή των μέσων σ’ αυτή τη διαπάλη δεν έχει πρωτεύουσα σημασία, όσο η ίδια η διαπάλη, που υποστασιώνει τις συνειδήσεις.
2. Η αποτίμηση της στάσης των Κολλυβάδων προϋποθέτει δυνατότητα κατανοήσεως της σημασίας γι’ αυτούς της Ορθοδοξίας, όχι ως θρησκευτικής ιδεολογίας ή μεταφυσικού στοχασμού, αλλ’ ως τρόπου υπάρξεως, που οδηγεί στη θέωση, τον μοναδικό για την Ορθοδοξία προορισμό του ανθρώπου, ενδοϊστορικά και μεταϊστορικά. Είναι, επίσης, αναγκαία η γνώση της γλώσσας τους, που δεν είναι απλά ελληνική, αλλ’ εκκλησιαστικά ελληνική, για την αποφυγή περαιτέρω παρανοήσεων.
3. Έτσι κατανοείται η εμμονή των Κολλυβάδων στην παράδοση του Γένους, εκφραζόμενη με το γραφικό αξίωμα: «μη μέταιρε όρια αιώνια, α έθεντο οι πατέρες σου» (Παρ. 22, 28).
4. Οι παρεξηγήσεις -τέλος- στην ερμηνευτική προσέγγιση των Κολλυβάδων πρέπει να αποδοθούν στην εφαρμογή δυτικών κριτηρίων (πολιτικών-οικονομικών, υλιστικών δηλαδή) και όχι των δικών τους (πνευματικών). Είναι ένα λάθος, που προσπαθεί να διορθώσει η σημερινή επιστημονική έρευνα, όταν βέβαια ελευθερώνεται από το καταθλιπτικό βάρος του παρελθόντος.
(Πηγή: «Πειραϊκή Εκκλησία», Ιούνιος 2009)
ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ
Η ανανεωτική κίνηση, πού κατακλύζει την Ευρώπη αυτή την εποχή είναι ο Διαφωτισμός. Ήταν ένα κίνημα πολυδιάστατο, πού ερχόταν να αλλάξει όλη τη ζωή. Ή αλλαγή νοοτροπίας στον κοινωνικό χώρο (αντιφεουδαρχικό πνεύμα, αστική νοοτροπία) συνοδευόταν από τη διάδοση των θετικών επιστημών και της νέας (θετικιστικής) φιλοσοφίας στην παιδεία, με παράλληλη απόρριψη της παλαιάς σκέψης και κάθε έννοιας παράδοσης. Ο πνευματικός και κοινωνικός αυτός ριζοσπαστισμός άρχισε στο β' μισό του 18ου αι. να αρδεύει και την ελληνική κοινωνία. Ή συνάντηση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού με τη ρωμαίικη παράδοση πραγματοποιήθηκε σε διάφορα επίπεδα:
α) στο χώρο της παιδείας και ιδεολογίας,
β) στο χώρο του εθνικού προσανατολισμού και
γ) στο χώρο της κοινωνίας.
Εκφράσθηκε δε ως αμφισβήτηση των παραδοσιακών πραγματικοτήτων και εισαγωγή νέου συστήματος αξιών, ως ρήξη με τα κυρίαρχα στρώματα και τάση για δημιουργία εθνικού κράτους και ως αγώνας για κοινωνική μεταρρύθμιση και απελευθέρωση.
Το πρόβλημα με το Διαφωτισμό για τον ελληνικό χώρο δεν ήταν απλό. Ο Διαφωτισμός, με τις ριζοσπαστικές τάσεις του, δεν ήταν φυσική εξέλιξη ζυμώσεων και διαδικασιών, πού έλαβαν χώρα στην ελληνική κοινωνία. Ήταν γέννημα ξένων ανησυχιών και μεταφυτευόταν στον ελληνικό χώρο χωρίς να υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, για να μπορέσει να ενσωματωθεί αθόρυβα σ' αυτόν.
Η σύγκρουση, συνεπώς, του παραδοσιακού με το (εισαγόμενο) νέο ήταν αναπόφευκτη. Η μελέτη λ.χ. των θετικών επιστημών, πού ήταν αληθινή πρόοδος στο χώρο της παιδείας, έφερνε στην Ανατολή και έναν παραποιημένο ορθολογισμό, πού συνδυαζόταν στους Έλληνες διαφωτιστές συχνά με αντιπαραδοσιακές τάσεις. Αυτό συνέβαινε, γιατί η έκπληξη των χαλαρά συνδεομένων με την παράδοση τους Ρωμηών μπροστά στα ξένα επιστημονικά επιτεύγματα μυθοποιούσε τις δυνάμεις του ευρωπαϊκού κόσμου, με παράλληλη υποτίμηση της ρωμαίικης παράδοσης, πού δεν είχε να παρουσιάσει ανάλογες εξελίξεις. Αυτή την «έκπληξη» ενσαρκώνει και εκφράζει συχνά στα κείμενα του ο Αδαμάντιος Κοραής (π.χ. μπροστά στον Βολτέρο). Σ' αντίθεση όμως μ' αυτούς οι Ρωμηοί, πού είχαν συνείδηση της ουσίας της παράδοσης τους, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης, έμεναν μακριά από την έκπληξη αυτή, αποτιμώντας ψυχραιμότερα και νηφαλιότερα την Ευρώπη και την πρόοδο της.
Η αλλαγή έτσι, στο χώρο της παιδείας ή της κοινωνίας δεν ήταν δυνατό να μείνει χωρίς πρόκληση συγκρούσεων.
Η «εμπειρική φιλοσοφία» αντικατέστησε την αριστοτελική μεταφυσική και προκάλεσε την πάλη των παλαιοφιλοσόφων με τους νεοφιλοσόφους πόσο μάλλον, αφού οι οπαδοί της «νεωτεριστικής» φιλοσοφίας εκπροσωπούσαν συχνά θεϊστικές, αντιτριαδικές ή και αθεϊστικές ακόμη αντιλήψεις και ζητούσαν τουλάχιστον οι περισσότερο δυτικοποιημένοι, όχι την ανανέωση ή τον εμπλουτισμό της παράδοσης τους, αλλά την υποκατάστασή της. Τα νέα φιλοσοφικά συστήματα, του Μαλμπράνς, του Λάιμπνιτς, του Βόλφ, του Λόκ, του Σπινόζα ή του Βολταίρου και του Ρουσσώ άρχισαν να κυριαρχούν στο χώρο της ελληνικής διανόησης, κατηγορούμενα από τους εκτοπιζόμενους παλαιοφιλόσοφους (αριστοτελικούς) ως αθεΐα και ανατροπή. Εντούτοις, μεγάλοι λόγιοι, οι περισσότεροι μάλιστα κληρικοί - όπως ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, ο Βενιαμίν Λέσβιος κ.π.ά. έγιναν οι γέφυρες στη σύζευξη του ανατολικού χώρου με το νέο δυτικοφιλοσοφικό και επιστημονικό πνεύμα.
______Η ΡΗΞΗ__________________
Είναι γεγονός, ότι παρά τις αναμφισβήτητες θετικές πλευρές του, ιδιαίτερα στην παιδεία, ο Διαφωτισμός μπόλιασε την ελληνική συνείδηση και με στοιχεία αναιρετικά της ταυτότητας της, π.χ. με τη θρησκευτική αδιαφορία ή και αθεϊστικές ακόμα τάσεις. Το προβάδισμα της γνώσης οδήγησε στην απολυτοποίηση της επιστήμης, π.χ. της φυσικής, και έπρεπε να έλθουν οι μεγάλοι φυσικοί του 20ού αιώνα (Αϊνστάιν, Χάιζεμπεργκ, Πλάνκ κ.ά.), για να αποδείξουν τις περιορισμένες δυνατότητες της. Ή στροφή, έπειτα, στο ενδοκοσμικό και η υπερεκτίμηση και απολυτοποίηση του, οδηγούσαν στην αποδοχή του θρησκευτικού φιλελευθερισμού ή του αδιαφορισμού και ξένων τρόπων ζωής και την υποτίμηση της πνευματικότητας της Ρωμανίας και του παραδοσιακού κοινοτικού πνεύματος, πού άρχισε να υποχωρεί μπροστά σε έναν προοδευτικά αυξανόμενο ατομισμό, προϊόν του αστικού πνεύματος.
Το αποτέλεσμα αυτής της όχι ομαλής εξέλιξης ήταν ο διχασμός των πνευματικών δυνάμεων του Γένους.
Στην ουσία αναβίωσε η μόνιμη διαίρεση, πού παρασιτούσε στα σπλάγχνα του Γένους, και πού παλαιότερα, όπως είδαμε, εκφραζόταν με τη διπολικότητα: ενωτικοί-ανθενωτικοί.
Και τώρα η αντίθεση σαρκώθηκε σε δύο ομάδες. Όσοι δεν είχαν ισχυρό σύνδεσμο με την πατερική παράδοση δόθηκαν ολόκληροι στις δυτικές ιδέες. Όσοι όμως ήταν ριζωμένοι στη ρωμαίικη παράδοση τους δεν μαγεύτηκαν από τα «φώτα» της Ευρώπης, αλλά δημιούργησαν έναν ελληνότροπο Διαφωτισμό. Αυτό σημαίνει, ότι δέχτηκαν ό,τι αποτελούσε πρόοδο στο χώρο της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της κοινωνίας, χωρίς όμως να οδηγηθούν στην υποτίμηση και απόρριψη της ρωμαίικης παράδοσης, μέσα στην οποία ζυμώθηκε το Γένος. Η πνευματική υποδούλωση στη Δύση θα αποτελεί από τότε το μόνιμο πρόβλημα του Νέου Ελληνισμού.
________Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ______________
Εδώ πρέπει να εντοπιστεί και η αντίδραση στις νέες ιδέες, πού σημειώθηκε ιδιαίτερα στους κόλπους της Εκκλησίας. Φαίνεται αλήθεια περίεργο, ότι στο εκκλησιαστικό σώμα αναδείχθηκαν οι τολμηρότεροι αποδέκτες των νέων ιδεών, αλλά και η ισχυρότερη αντίδραση απέναντι τους. Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτή η «αντινομία»;
Η μόνιμη και ηγετική σύνδεση του Κλήρου με την παιδεία ήταν επόμενο να τον τοποθετήσει στο προσκήνιο της πάλης των ιδεών. Η στάση των εκπροσώπων της Εκκλησίας, πού καθοριζόταν σε μεγάλο ποσοστό από τις προσωπικές διαθέσεις και προϋποθέσεις τους, πήρε όλες τις δυνατές αποχρώσεις, από την απόλυτη παραδοχή μέχρι την απόλυτη άρνηση. Η αντίληψη, πώς υπήρχε ένα αντιδραστικό κέντρο (το οικουμενικό Πατριαρχείο) και μια ευέλικτη περιφέρεια, δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται απόλυτα στα πράγματα. Ήταν συχνές, άλλωστε, οι συγκρούσεις ανάμεσα στους ίδιους τους επιστήμονες – ή λόγιους - κληρικούς: π.χ. Μπαλάνος εναντίον Βούλγαρη, Πάριος εναντίον Βενιαμίν Λεσβίου κλπ.
Κατ' αρχήν ήταν φυσικό το Πατριαρχείο - και μάλιστα οι Πατριάρχες - πού ζούσαν κάτω από τον μόνιμο καταπιεστικό έλεγχο του σουλτάνου, να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις εκτιμήσεις και εκδηλώσεις τους. Δεν πρέπει επίσης να παραθεωρηθεί η στροφή (από το 1792-3) της Ρωσίας εναντίον της Γαλλίας και προς την πλευρά της Τουρκίας, πού είχε σημαντική επιρροή στη στάση και του οικουμενικού Πατριαρχείου απέναντι στη Δύση γενικά.Ο Κλήρος, όπως είδαμε και στην περίπτωση της ένοπλης αντίστασης, δεν έχει το «δικαίωμα» να αστοχεί στις επιλογές του. Γιατί τα λάθη του θα έχουν συνέπειες καταστροφικές σ' όλο το Γένος, ως εκκλησιαστικό σώμα. Δεν μπορούσε, συνεπώς, το Πατριαρχείο να δεχτεί τις νέες ιδέες ανεξέλεγκτα και με την ευκολία των λογίων, οι όποιοι στις ενέργειες και αποφάσεις τους εκπροσωπούσαν μονό τον εαυτό τους. Το νέο, έπειτα, δημιουργεί πάντα δισταγμούς και υποψίες και στις πιο καλοπροαίρετες συνειδήσεις. Πόσο περισσότερο, όταν πολλές από τις «εισαγόμενες» νέες ιδέες συνιστούσαν ανατροπή της ρωμαίικης παράδοσης, την οποία είχε ταχθεί να φυλάει η Εκκλησία. Την υπάρχουσα δε ρευστότητα και στις δυο πλευρές δείχνει καθαρά η περίπτωση της «δίωξης» του (κληρικού) Βενιαμίν Λεσβίου (1803). Η σύνοδος του οικουμενικού Πατριαρχείου διχάστηκε απέναντι του. Οι μισοί συνοδικοί και ο ίδιος ο Πατριάρχης (Καλλίνικος Δ') τάχθηκαν υπέρ αυτού. Αλλά και ο ίδιος ο Βενιαμίν, προβαλλόμενος συνήθως ως προοδευτικός και θύμα του προοδευτισμού του, με άκρατο συντηρητικό πείσμα απέρριπτε το νευτωνικό νόμο της βαρύτητας, για να δικαιώσει το «πανταχηκίνητό» του και δεχόταν τον ήλιο «σκοτεινό» ξεπερνώντας δηλαδή και αυτό τον Μεσαίωνα! Ποια αίτια, λοιπόν, διαμόρφωσαν αυτή την ποικιλία των τάσεων;
________ΟΙ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ__________
Πρώτα η ιδιαιτερότητα των ίδιων των εκκλησιαστικών προσώπων. Οι πιο φιλελεύθεροι κληρικοί (χαρακτηριστική περίπτωση ο Θ. Καΐρης) απορροφήθηκαν από τις νέες ιδέες τόσο, πού έφτασαν σε σημείο να απορρίψουν την παράδοση τους, πού φυσικά δεν την είχαν ποτέ γνωρίσει αληθινά. Δεν ήταν άγνωστο άλλωστε το φαινόμενο, να εισέρχονται μερικοί στον κλήρο μόνο, για να έχουν τις δυνατότητες να σπουδάσουν, χωρίς την αναγκαία εσωτερική κλήση. Οι συντηρητικοί απέρριπταν τις νέες ιδέες, για να μείνουν πιστοί στην παλαιά φιλοσοφία και κοσμοθεωρία, πού είχαν διδαχθεί και στην οποία όφειλαν το κύρος τους, ανίκανοι να παρακολουθήσουν το ρυθμό της εποχής τους. (π.χ. Ιερ. Δενδρινός, Δωρ. Βουλησμάς και - κάπως λιγότερο - ο Αθαν. Πάριος).
Μόνον οι πατερικοί (όπως λ.χ. ο Βούλγαρης και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης) θα επιτύχουν την ισορροπία, γνωρίζοντας πώς ή νέα επιστήμη και φιλοσοφία δεν μπορούσε καθόλου να βλάψει τη θεολογική παράδοση τους.
Από πλευράς εκκλησιαστικής, άλλωστε, στην ελληνορθόδοξη Ανατολή δεν υπήρχαν οι αρνητικές προϋποθέσεις, πού βρήκε ο Διαφωτισμός στη Δύση. Εκεί ο χριστιανισμός είχε γίνει από πλευράς μεν θεολογίας, φιλοσοφικό σύστημα και από πλευράς κοινωνίας, κράτος - πολιτική δύναμη (= Παπισμός). Έτσι, στο χώρο της διανόησης η νέα φιλοσοφία απέρριψε εκεί τη χριστιανική μεταφυσική, πού ανήκε στην παλαιά χριστιανο-αριστοτελική σκέψη, και στο χώρο της κοινωνίας τα ριζοσπαστικά ρεύματα απέκρουαν τη συντηρητικότητα του ρωμαιοκαθολικισμού και το Παπικό κράτος.
Στη ρωμαίικη Ανατολή όμως, παρά τις αστοχίες και ανεπάρκειες των ανθρώπων, η Εκκλησία συνέχισε την πατερική παράδοση. Στο χώρο της θεολογίας οι ησυχαστές κράτησαν την καθαρότητα της θεολογίας ως αγώνα θέωσης και στο χώρο της κοινωνίας, όπως είδαμε, η Εκκλησία σήκωσε αγόγγυστα το σταυρό του Γένους.
Οι πατερικοί και αυθεντικά παραδοσιακοί Έλληνες διανοούμενοι ήξεραν συνεπώς, ότι η γνώση τον Θεού (Άκτιστου) δεν μπορεί ποτέ να έλθει σε σύγκρουση με τη γνώση του κόσμου (κτιστού), γιατί πρόκειται για δύο διαφορετικά εγχειρήματα.
Η πρώτη γνώση έχει όργανο την καθαρή από πάθη και φωτισμένη από το Άγιο Πνεύμα καρδιά. Η δεύτερη γνώση έχει για όργανο τα λόγο (τη λογική). Είναι, συνεπώς, άλλο και άλλο. Αλλά, και από άποψη μεθόδου ο εμπειρικός χαρακτήρας της νέας δυτικής φιλοσοφίας δεν προκαλούσε αντίδραση στους πατερικούς της Ανατολής, όπως ξένιζε τους δυτικούς μεταφυσικούς και τους ανατολικούς συντηρητικούς, πού ταυτίζονταν τελικά μεταξύ τους. Γιατί και η θεολογική μέθοδος της Ορθοδοξίας είναι θετική-εμπειρική-σωματική, και όχι διανοητική-μεταφυσική. Η Ορθοδοξία εκφράζεται ως άσκηση -εμπειρία και προσπάθεια θεραπείας (θεραπευτική της ανθρώπινης ύπαρξης). Με το Διαφωτισμό έξαλλου πέρασαν στη ζωή του ρωμαίικου οι δυτικές «χρηστοήθειες» (κανόνες ηθικής συμπεριφοράς – Savoir vivre!). Από τον αυθορμητισμό της καρδιάς και το ρωμαίικο ήθος, περνούσε έτσι το Γένος στην τυποποιημένη συμπεριφορά των καλών τρόπων και του ηθικισμού.
________ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ______
Πέρα όμως από αυτά, η στάση του οικουμενικού Πατριαρχείου χρειάζεται μια πολύ προσεκτική εκτίμηση. Οι εγκύκλιοί του, πού καταδικάζουν τις «καινοφανείς διδασκαλίες», δεν μπορούσαν να μην υπακούουν στις απαιτήσεις της Πύλης, πού καταδίκαζε για δικούς της λόγους την επιστήμη και τις νέες ιδέες.
Στα 1716 λ.χ., λόγω του αραβικού φανατισμού, με φετβά του Σεϊχουλισλάμη απαγορεύθηκαν τα βιβλία της αστρονομίας, ιστορίας και φιλοσοφίας. Πώς θα μπορούσε μια οθωμανική αρχή, όπως ήταν για το κράτος το ρωμαίικο Πατριαρχείο, να φανεί υπέρμαχο της επιστήμης; Όταν δε το Πατριαρχείο προβαίνει σε «καταδίκες», δεν καταδικάζει την ίδια την επιστήμη, αλλά κυρίως τις πλάνες, πού σχετίζονται με την πίστη. Όταν, πάλι, οι «καταδίκες» αναφέρονταν στη «φθοροποιόν λύμην», πού προερχόταν από τη Γαλλία, δεν πρέπει να παραθεωρεί κανείς τα αθεϊστικά κηρύγματα και τις αντιχριστιανικές ενέργειες της Γαλλικής Επανάστασης, πού δεν μπορούσαν φυσικά να αφήσουν το Πατριαρχείο αδιάφορο. Πόσο μάλλον, όταν «η τουρκική εξουσία ανησυχεί και εξωτερικούς και εσωτερικώς και εγκυκλίους παρά του Πατριάρχου της Κωνσταντινουπόλεως προεκάλεσε, δι' ων αφωρίζοντο οι εν τη αλλοδαπή εκδίδοντες φιλελεύθερα συγγράμματα Έλληνες» (Ι. Φιλήμων). Η οργή της Πύλης για κάθε ελληνική πρόκληση ήταν επόμενο να ξεσπά πάνω στο Πατριαρχείο. Αυτό το λησμονούσαν συχνά οι Έλληνες, πού ανέπτυσσαν «εκ του ασφαλούς» αντιοθωμανική δράση, έξω από τα σύνορα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το Πατριαρχείο όμως έμενε ο «Κυρηναίος» του Γένους και κυματοθραύστης όλων των δεινών του.Έπειτα, όχι λίγοι από τους έλληνες λογίους, στον ενθουσιασμό τους για το νέο πνεύμα, δεν μπορούσαν (ή και δεν ήταν πρόθυμοι) να κάμουν διάκριση ανάμεσα στο δυτικό κλήρο, πού είχε γίνει κοινωνική τάξη και στον ανατολικό- Αυτό ήταν δυνατό μόνο στους παραδοσιακούς πού ζούσαν συνειδητά στο εκκλησιαστικό σώμα, όπως ο Μακρυγιάννης. Έτσι το Πατριαρχείο, βλέποντας τις νέες ιδέες να μεταφέρουν στην Ανατολή και το αντικληρικό πνεύμα του γαλλικού Διαφωτισμού, ήταν επόμενο και το ίδιο να ανησυχεί για την εισαγωγή αυτού του πνεύματος στην Ανατολή. Προκλήσεις αντικληρικών (ή και αντί εκκλησιαστικών) φυλλαδίων, όπως Ο Ανώνυμος του 1789 (κατά των μυστηρίων), ο Ρωσαγγλογάλλος (±1805), η Ελληνική Νομαρχία (1806), οι «Στοχασμοί τον Κρίτωνος» (1819) ή τα δημοσιεύματα του Χριστόδουλου Παμπλέκη (καθαρά αντιχριστιανικά), δεν ήταν δυνατό να περάσουν απαρατήρητες και αναπάντητες.Την ένταση αυτή φανερώνει η πασίγνωστη Πατρική Διδασκαλία (1798), ένα καθαρά φιλοτουρκικό και συντηρητικό κείμενο, πού από τη μια κινείται μέσα στο ιδεολογικό πλαίσιο της Πύλης και έχει καταφανή την επιρροή της και από την άλλη εκφράζει και το πνεύμα του Πατριαρχείου απέναντι στις βιαιότητες της Γαλλικής Επανάστασης (1793 κ.έ. βασιλοκτονία, τρομοκρατία), η οποία την εποχή αυτή-είναι γεγονός- είχε αρχίσει να απογοητεύει και τους πρώην θερμούς υποστηρικτές της. Τη σύγκρουση του Γένους ενσαρκώνει ο Κοραής, πού εκδίδει ανώνυμα τη Διδασκαλία Αδελφική το ίδιο έτος, εκπροσωπώντας την «προοδευτική» παράταξη. Και είναι γεγονός, ότι και αυτός ο για πολλά άλλα καυστικός αντιπατριαρχικός Κοραής καταδικάζει το κείμενο, όχι όμως και το Πατριαρχείο. Καμιά ορθή κρίση για τη στάση του οικουμενικού Πατριαρχείου δεν μπορεί να στηριχθεί σε κείμενα, όπως η Πατρική Διδασκαλία. Ούτε όμως πάλι είναι δυνατό να αντληθεί αντικειμενική πληροφόρηση από κείμενα με λιβελλικό χαρακτήρα. Γι' αυτό με μεγάλη προσοχή πρέπει να διαβάζονται έργα, όπως η Ελληνική Νομαρχία (1806). Η κατανόηση τους προϋποθέτει καλή γνώση της εποχής και όλων των τάσεων της, για να μη γίνεται ιδεολογική ερμηνεία της ιστορίας.
________ΟΙ «ΔΙΩΞΕΙΣ»______________
Υπάρχουν, βέβαια, και περιπτώσεις «δίωξης» κληρικών από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η έρευνα όμως, πού συνεχώς φωτίζεται με νέα ευρήματα, αποδεικνύει ότι, όταν στις περιπτώσεις αυτές δεν πρόκειται για καθαρές παρεξηγήσεις, υπάρχουν και ουσιαστικοί λόγοι. Το 1721 π.χ. αφορίστηκε ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, αλλά γιατί κατηγορήθηκε για αντιτριαδικές τάσεις (ότι απέρριπτε δηλαδή το θεμέλιο του χριστιανισμού, την Αγία Τριάδα). Το ίδιο όμως το Πατριαρχείο τον αθώωσε και τον αποκατέστησε (1725), όταν διαπιστώθηκε η πλάνη της απόφασης. Η «καταδίκη» του έργου του Χριστόδουλου Παμπλέκη ήταν υποχρέωση του Πατριαρχείου, αφού επρόκειτο για ριζική άρνηση του Χριστιανισμού. Μαζί με τον Παμπλέκη (1793) το Οικουμενικό Πατριαρχείο καταδίκασε όλο το δυτικό Διαφωτισμό στην άθεη και αντιεκκλησιαστική εκδοχή του, παίρνοντας έτσι επίσημα θέση απέναντι στη «φωτισμένη Ευρώπη», πού εκφραζόταν τότε με την αθεΐα και τρομοκρατία της Γαλλικής Επανάστασης. Παρόμοια με τον Παμπλέκη περίπτωση υπήρξε, αργότερα, ο Θεόφιλος Καΐρης (1784-1853). Η Εκκλησία είχε επαινέσει την προσφορά του στον εθνικό αγώνα και την παιδεία. Δεν μπορούσε όμως να δεχθεί, χωρίς να αυτοκαταργηθεί, τη θρησκεία πού ο Καΐρης κατασκεύασε, τη «θεοσέβεια», η οποία απέρριπτε σύρριζα τη χριστιανική πίστη.
Μέσα σε τέτοια περίπου πλαίσια τοποθετούνται οι ιδεολογικές συγκρούσεις του 18ου αιώνα. Ήταν μια ταραγμένη εποχή-πραγματικά κοσμογονική - πού το νέο (και όχι πάντα ωφέλιμο για το Γένος) συγκρουόταν με το παλαιό (είτε τη δοκιμασμένη παράδοση, είτε τη δυσκίνητη πια συντήρηση). Οι εκτιμήσεις των επιμέρους προσώπων, όχι πάντα ορθές, συνέβαλλαν στην όξυνση των πνευμάτων και συνετέλεσαν στο να βρεθεί διχασμένο για μια ακόμη φορά το Γένος σε στιγμές κρίσιμες για τον προσανατολισμό της όλης του πορείας, όπως συνήθως συμβαίνει.
Υπάρχουν, βέβαια, και περιπτώσεις «δίωξης» κληρικών από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η έρευνα όμως, πού συνεχώς φωτίζεται με νέα ευρήματα, αποδεικνύει ότι, όταν στις περιπτώσεις αυτές δεν πρόκειται για καθαρές παρεξηγήσεις, υπάρχουν και ουσιαστικοί λόγοι. Το 1721 π.χ. αφορίστηκε ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, αλλά γιατί κατηγορήθηκε για αντιτριαδικές τάσεις (ότι απέρριπτε δηλαδή το θεμέλιο του χριστιανισμού, την Αγία Τριάδα). Το ίδιο όμως το Πατριαρχείο τον αθώωσε και τον αποκατέστησε (1725), όταν διαπιστώθηκε η πλάνη της απόφασης. Η «καταδίκη» του έργου του Χριστόδουλου Παμπλέκη ήταν υποχρέωση του Πατριαρχείου, αφού επρόκειτο για ριζική άρνηση του Χριστιανισμού. Μαζί με τον Παμπλέκη (1793) το Οικουμενικό Πατριαρχείο καταδίκασε όλο το δυτικό Διαφωτισμό στην άθεη και αντιεκκλησιαστική εκδοχή του, παίρνοντας έτσι επίσημα θέση απέναντι στη «φωτισμένη Ευρώπη», πού εκφραζόταν τότε με την αθεΐα και τρομοκρατία της Γαλλικής Επανάστασης. Παρόμοια με τον Παμπλέκη περίπτωση υπήρξε, αργότερα, ο Θεόφιλος Καΐρης (1784-1853). Η Εκκλησία είχε επαινέσει την προσφορά του στον εθνικό αγώνα και την παιδεία. Δεν μπορούσε όμως να δεχθεί, χωρίς να αυτοκαταργηθεί, τη θρησκεία πού ο Καΐρης κατασκεύασε, τη «θεοσέβεια», η οποία απέρριπτε σύρριζα τη χριστιανική πίστη.
Μέσα σε τέτοια περίπου πλαίσια τοποθετούνται οι ιδεολογικές συγκρούσεις του 18ου αιώνα. Ήταν μια ταραγμένη εποχή-πραγματικά κοσμογονική - πού το νέο (και όχι πάντα ωφέλιμο για το Γένος) συγκρουόταν με το παλαιό (είτε τη δοκιμασμένη παράδοση, είτε τη δυσκίνητη πια συντήρηση). Οι εκτιμήσεις των επιμέρους προσώπων, όχι πάντα ορθές, συνέβαλλαν στην όξυνση των πνευμάτων και συνετέλεσαν στο να βρεθεί διχασμένο για μια ακόμη φορά το Γένος σε στιγμές κρίσιμες για τον προσανατολισμό της όλης του πορείας, όπως συνήθως συμβαίνει.
_________ΡΗΓΑΣ & ΚΟΡΑΗΣ___________
Τις ιδέες τής Γαλλικής Επανάστασης ασπάστηκαν και προπαγάνδισαν στο γένος ο Ρήγας (1757-1798) και ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833). Ήταν και οι δύο, με το δικό του τρόπο ο καθένας, φορείς του γαλλικού Διαφωτισμού. Ό πρώτος, με κέντρο δράσης τη Βιέννη, εξέδωσε μεταφράσεις δυτικών έργων (Σχολείον ντελικάτων εραστών, Φυσικής απάνθισμα κλπ.), αλλά και έργα δικά του (Επιπεδογραφία της Κωνσταντινουπόλεως, Χάρτα της Ελλάδος, Νέα πολιτική διοίκησις κλπ.).
Ο δεύτερος, ζώντας στο Παρίσι, επηρεάστηκε από το γαλλικό Φιλελευθερισμό, αλλά όχι και το επαναστατικό πνεύμα, όπως ο Ρήγας. Προσπάθησε να ξανασυνδέσει το Γένος με την αρχαιότητα (ανάμνηση) υποτιμώντας όμως τη Ρωμανία-Βυζάντιο και με τη «φωτισμένη Ευρώπη» (μετακένωση), την οποία θεωρούσε άμεση κληρονόμο του ελληνικού πνεύματος, αδιαφορώντας όμως για την πνευματική αλλοτρίωση, πού ή μεσαιωνική Ευρώπη είχε υποστεί (εκφράγκευση) και παραβλέποντας το γεγονός, ότι ο Ελληνισμός δεν μπορεί να νοηθεί χωριστά από την Ορθοδοξία. Με την αναζήτηση της «μέσης Οδού» στο ζήτημα της γλώσσας, έγινε δημιουργός του «γλωσσικού ζητήματος», πού με την εμφάνιση και του Γιάννη Ψυχάρη (1854-1929) θα ταλαιπωρήσει το Γένος με μακροχρόνιες άσκοπες και ανώφελες συγκρούσεις.
Με τις πολλές όμως και ποικίλες εκδόσεις του ο Κοραής ήθελε να δώσει στο Έθνος ένα όπλο, για να αποκτήσει την ελευθερία του.
Με τις πολλές όμως και ποικίλες εκδόσεις του ο Κοραής ήθελε να δώσει στο Έθνος ένα όπλο, για να αποκτήσει την ελευθερία του.
________ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ__
Και ο εκκλησιαστικός όμως χώρος ανέδειξε σπουδαίους πνευματικούς ηγέτες, πού σκοπό του αγώνα τους έταξαν το φωτισμό του Γένους, παράλληλα όμως με τη διακράτησή του στα πλαίσια της παράδοσης του. Συγχρόνως με τον Ευγένιο Βούλγαρη και το Νικηφόρο Θεοτόκη, αναγεννητικό -σε καθαρά ορθόδοξες βάσεις- έργο ανέπτυξε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779). Έγινε ο απόστολος της ενότητας του Γένους μέσα στην ορθόδοξη παράδοση, την ελληνική γλώσσα και την κοινότητα. Υποστήριξε την παιδευτική προσπάθεια, ιδρύοντας ο ίδιος πολλά σχολεία. Γιατί δεχόταν το σχολείο ως δεύτερη εκκλησία, αφού σκοπό έχει να οδηγεί κι αυτό στη γνώση του θεού και την αδελφοποίηση των ανθρώπων.
Ο Πατροκοσμάς ανήκε στον κύκλο των μαθητών του Ε. Βούλγαρη, πού είχαν συμφωνήσει να βοηθήσουν το Γένος με την παιδεία, για να βρει την ελευθερία του. Μέλη της ομάδας αυτής υπήρξαν ο Πατροκοσμάς, ο Ι. Πέζαρος και ο κατοπινός σπουδαίος ιεράρχης Πλαταμώνος Διονύσιος. Σημασία δε έχει, ότι ο άγιος Κοσμάς δεν ανέπτυξε τη δράση του με απλή δική του πρωτοβουλία, αλλά με άδεια και ευλογία του οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως ο ίδιος μαρτυρεί, εκτελώντας δηλαδή αποστολή εκκλησιαστικά επιδοκιμασμένη.Το β' μισό του 18ου αί., ως απάντηση στην πρόκληση του Διαφωτισμού, εκδηλώθηκε το κίνημα των Κολυβάδων. Μια σειρά (λογίων) μοναχών του Αγίου Όρους, πού ονομάσθηκαν από τους αντιπάλους τους «Κολυβάδες» (από τα κόλυβα), με την πλούσια συγγραφική παραγωγή τους και την επανέκφραση της Ορθόδοξης παράδοσης πού επιχείρησαν, θέλησαν να συμβάλουν στο ρωμαίικο διαφωτισμό του Γένους. Κορυφαίοι του κινήματος ήταν ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809) ο άγιος Μακάριος Νοταράς και ο Αθανάσιος Πάριος.
Ο Νικόδημος ήταν άριστος γνώστης των επιστημών της εποχής του, όπως και ο Πάριος, πού δίδασκε ο ίδιος μαθηματικά. Ό δεύτερος, σφοδρότερος ως χαρακτήρας, στο έργο του Αντιφώνησις... επικρίνει τους «από Ευρώπης ερχόμενους φιλοσόφους», όπως και τις σπουδές στη Δύση, αλλά για όσους ήθελαν να γίνουν κληρικοί και στο μέτρο, πού οι σπουδές αυτές απομακρύνουν από την Ορθοδοξία.Οι Κολυβάδες πέρα από τις ατομικές ιδιαιτερότητες τους στο σύνολο τους δεν ήταν αντίθετοι στην αληθινή γνώση. Μετέχοντας όμως στη ρωμαίικη παράδοση, μπορούσαν να διακρίνουν τις αρρώστιες και αδυναμίες της τόσο φημιζόμενης Ευρώπης. Το κολυβαδικό κίνημα είχε μια βαθιά πνευματική διάσταση. Ήταν στην ουσία του «φιλοκαλική» (ησυχαστική) αναγέννηση, πού παρουσίαζε πολλές αναλογίες με την ησυχαστική κίνηση του 14ου αι. Και στις δύο περιπτώσεις, ή πρόκληση πού δόθηκε από τη Δύση συνετέλεσε στο να φανερωθεί ευρύτερα η ορθόδοξη παράδοση, πού συνεχιζόταν στα πρόσωπα των ησυχαστών, και να χρησιμεύσει ως άντί6αρο στο δυτικό ορθολογισμό και την επιχειρούμενη εκφιλοσόφηση ή απόρριψη της πίστης. Οι Κολυβάδες αντιπαρέταξαν στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και το κοσμικό του πνεύμα τους «θεουμένους» - τους Αγίους, και στη σοφία του κόσμου τη θεία σοφία και την αγιοπνευματική εμπειρία.
________Η ΔΙΕΛΚΥΣΤΙΝΔΑ___________
Γίνεται όμως έτσι φανερό, ότι η πνευματική αναγέννηση του Γένους δεν έμεινε ελεύθερη από έντονες φυγόκεντρες τάσεις. Η δίψα για μάθηση οδήγησε στην ανεξέλεγκτη πρόσληψη αλλότριων ιδεών, πού δεν μπορούσαν να ενσωματωθούν στην παράδοση του Γένους, χωρίς να επιφέρουν την αλλοίωση της. Και στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί φυσικά να γίνει λόγος για πρόοδο. Γιατί δεν μπορεί να είναι πρόοδος η ανακοπή της πνευματικής και πολιτιστικής πορείας του Γένους.Από τον κίνδυνο αυτό αγωνίστηκαν να προφυλάξουν το Γένος ο Πατροκοσμάς και οι Κολυβάδες, μαζί με πολλούς άλλους, δημιουργώντας μιαν Αντίρροπη στάση: την κριτική και εκλεκτική τοποθέτηση απέναντι στα εισαγόμενα προϊόντα της επιστήμης και του πολιτισμού. Ή πνευματική αυτή διελκυστίνδα, πού δείχνει τον δυναμισμό του Ελληνισμού, συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
________ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ____
Αξιοσημείωτο παρ' όλα αυτά είναι, ότι η θαυμαστή πρόοδος της ελληνικής παιδείας είχε μια διαβαλκανική ακτινοβολία, σε σημείο πού οι Έλληνες να γίνουν φωτιστές και των άλλων ορθοδόξων εθνοτήτων. Ή διαφωτιστική μάλιστα δράση ελλήνων κληρικών στις περιοχές αυτές υπήρξε γι' αυτές ευεργετική.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος και η δράση του στη Βλαχία και Μολδαβία. Ανάλογη εξάπλωση στις βαλκανικές χώρες είχε και η πνευματική αναγέννηση των Κολυβάδων, πού συνετέλεσε στην επιστροφή στις πατερικές ρίζες και της σλαβικής ορθοδοξίας, με το εξής μάλιστα περίεργο.
Οι Έλληνες, με την επίδραση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, οδηγήθηκαν σε μια δυτικού τύπου θρησκευτικότητα (ευσεβισμό). Οι άλλοι όμως βαλκάνιοι, και μαζί τους και οι Ρώσοι, γνώρισαν το 19ο αι. αληθινή ησυχαστική αναγέννηση, πού παρουσίασε μεγάλο αριθμό αγίων.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ : ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ -
π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ
http://www.egolpion.com/diafwtismos_e8nos.el.aspx
http://www.egolpion.com/diafwtismos_e8nos.el.aspx
καλημέρα Φωτεινή, και χρόνια σου πολλά....
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίσαι ένα φωτεινό αστέρι , που με τις αναρτήσεις σου αποτελείς για μένα όαση πνευματικότητας, στην Ρωμαίικη βάση ...που τόσο έχω ανάγκη , να τεκμηριώσω αυτό που με την διαίσθηση και την Ρωμαίικη παράδοση δεν μπορώ να το δεχθώ ....αυτήν την δυτικού τύπου "παντογνωσία"...και ταυτόχρονα την απόρριψη κάθε τι παραδοσιακού , σαν να ήταν σκουπίδι....εεε αυτό είναι που με κάνει να τρελαίνομαι...δεν είμαστε οι πρωτόγονοι από εξωτικά νησιά που βλέπουμε με δέος τον δυτικό πολιτισμό και γονατίζουμε σκυμμένοι να προσυλητιστούμε στον "πολιτισμό"....έχουμε δικό μας ανώτερο πολιτισμό.....κι αν τεχνολογικά λόγω συνθηκών περάσανε μπροστά οι δυτικοί, σε πολιτισμό είναι πίσω....η διαφορετικότητα που τάχαμου προωθείται από τους "προοδευτικούς" και δυτικότροπους, στην πραγματικότητα δεν αφήνει περιθώρια πραγματικής Ρωμαίικης πνευματικότητας γιατί η ανάπτυξη της μιας απορρίπτει τη ύπαρξη της άλλης....
Άλλη μια φορά σε ευχαριστώ για τις ολοκληρωμένες και τεκμηριωμένες σου αναρτήσεις...
Καλημέρα Χρήστο μου..κι εγώ σε ευχαριστω..Ασφαλώς και η παράδοση κι ο πνευματικός πολιτισμός μας,ειναι κι ο σπουδαιότερος πλουτος μας..θα ακολουθήσουν κι αλλα "καλά" κομμάτια,για ειδικούς αναγνωστες οπως εσυ...σου ευχομαι ολοψυχα ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή