Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

ΔΑΝΕΙΣΜΟΣ...ΜΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ[Μέρος Α΄]

Τό κείμενο είναι απόσπασμα από εργασία ,περί Δανεισμού,τής κ.Ευροσύνης Χ.Ζανίκα


μέρος Α΄
Θρησκειολογική Προσέγγιση του Δανεισμού
Η θρησκεία, όπως έχει παρατηρήσει ο Clifford Geertz, «εναρμονίζει τις ανθρώπινες ενέργειες προς μίαν επιθυμητή συμπαντική τάξη και προβάλλει εικόνες συμπαντικής τάξης στο πεδίο της ανθρώπινης εμπειρίας» (Bell, 1999, σελ. 60).
Τα θρησκευτικά συστήματα και οι Εκκλησίες μπορούν να επηρεάσουν με πολύ διαφορετικούς τρόπους την πορεία του οικονομικού βίου, ιδίως πάνω στις πνευματικές δυνάμεις της οικονομικής ζωής, πάνω στο οικονομικό φρόνημα μπορούν να επιδράσουν με πολύ διαφορετικά μέσα και προς πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις. Αυτή τους η επήρεια μπορεί να είναι άμεση ή να περνά από πολλές οδούς και παρόδους, είναι δυνατόν να εμποδίσουν ορισμένη εξέλιξη ή να την επιταχύνουν (Sombart, 1998, σελ. 243).
Ο John Stuart Mill (1848, σελ. 926), όπως αναφέρεται στο άρθρο «Using the Merchant of Venice in Teaching Monetary Economics - (Kish-Goodling, 1998, σελ. 331)» έδωσε μια σύντομη εξήγηση της βάσης των κανόνων της τοκογλυφίας, την οποία περιγράφει ως: Μία θρησκευτική προκατάληψη κατά της είσπραξης τόκου επί χρηματικών ποσών, προερχόμενη από την καρποφορούσα ήδη επιβλαβή ηγεσία στην σύγχρονη Ευρώπη, η επιχειρηθείσα υιοθέτηση των αρχών του Ιουδαϊκού νόμου στον Χριστιανισμό.
Στη συνέχεια θα γίνει η προσπάθεια μιας προσέγγισης των θρησκευτικών απόψεων σχετικά με την δανειοληψία και την τοκογλυφία:

                        ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

Η πληθώρα των σχετικών διατάξεων της Παλαιάς Διαθήκης και η κατηγορηματικότητα με την οποία απαγορεύει οποιαδήποτε μορφή τόκου (Εξοδ. ΚΒ, 25-27, Λευιτ. ΚΕ, 36, Δευτ. ΚΓ, 20-21, Ης. ΝΗ, 6, Ιερ. Θ, 6, Ιεζ. ΙΗ 8, Δ, Μακ. Β, 8, κ.α.) προδίδουν επίσης την τρομακτική έκταση που είχε στους χρόνους της η τοκογλυφία, η οποία ανέκαθεν υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες πληγές κάθε κοινωνίας. Ήταν τόσο μεγάλη η οικονομική δυσπραγία του λαού, από τη μια, και η απληστία και σκληροκαρδία των τοκογλύφων, από την άλλη, ώστε αποτελούσε συνηθισμένο φαινόμενο ο ενεχυριασμός κι αυτών ακόμα των ενδυμάτων ή του
4 Με τον όρο «αδελφός» εννοείται ο Ισραηλίτης, σ’ αντίθεση με τον εθνικό από τον οποίον επιτρεπόταν η είσπραξη τόκου σύμφωνα με το Δευτερ. ΚΓ, 20-21.
χειρόμυλου του φτωχού, ειδών δηλ. πρώτης ανάγκης, των οποίων η στέρηση ισοδυναμούσε σχεδόν με θάνατο (Εξ. ΚΒ, 26, Λευιτ. ΚΔ, 6, Δευτ. ΚΔ, 17 στο Ροδίτης, 1970, σελ. 81).
Βασικά είναι γνωστό ότι Αγία Γραφή και Ιερή Παράδοση απαγορεύουν τον τόκο. Πολυάριθμες είναι οι διατάξεις της Παλαιάς Διαθήκης κατ’ αρχήν που απαγορεύουν τον τόκο: «Εάν δε αργύριον εκδανείσεις τω αδελφώ4 τω πενιχρώ παρά σοι, ουκ έση αυτών κατεπείγον, ουκ επιθήσεις αυτώ τόκον» (Εξοδ. ΚΒ, 25 και: Λευιτ. ΚΕ, 36, Ιεζ. ΙΗ, 8, Σ. Σειρ. Η,12 κ.α.).
Η Καινή Διαθήκη παρέχοντας και στο σημείο αυτό το υπόδειγμα της τελειότητας, συνιστά το δανεισμό όχι μόνο χωρίς τόκο, αλλά χωρίς την επιστροφή ούτε κι αυτού ακόμα του κεφαλαίου: «Και εάν δανείζητε παρ’ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστι; και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα, πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς» (Λουκά ΣΤ, 34-35). Και μία διευκρίνιση: Δεν αποτελεί αναγνώριση του τόκου από τον Ιησού η φράση: «έδει ουν σε βαλείν το αργύριόν μου τοις τραπεζίταις, και ελθών εγώ εκομισάμην αν το εμόν συν τόκω», που περιέχεται στην παραβολή των ταλάντων (Ματθ. ΚΕ, 27). Ως γνωστόν ο Ιησούς χρησιμοποιούσε στις παραβολές του διάφορες εικόνες από τη σύγχρονη ζωή γνώριμες στο ακροατήριό του, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει και ότι τις ενέκρινε. Χρησιμοποίησε π.χ. την εικόνα του δούλου, του άσωτου υιού, των ληστών, κ.α. Ενέκρινε μήπως τη δουλεία, την ασωτία και τη ληστεία: Άπαγε της βλασφημίας! Το ίδιο ισχύει και για τον τοκισμό. Τον χρησιμοποίησε σαν παράδειγμα για να διδάξει μία αλήθεια τελείως άσχετη με την οικονομική δραστηριότητα και συγκεκριμένα το ότι θα ζητηθεί ευθύνη από τους ανθρώπους όχι γιατί δεν παρουσίασαν μεγάλα και τρανά κατορθώματα, αλλά γιατί παρέλειψαν και τα πιο στοιχειώδη, την πιο ανώδυνη αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους στο καλό, η οποία θα μπορούσε να παρομοιασθεί με την τελείως άκοπη αξιοποίηση ενός χρηματικού ποσού που γινόταν και τότε με τον τοκισμό του.
Τέλος τον τόκο απαγορεύουν αυστηρά σε κληρικούς και λαικούς και οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας, όπως ο ΙΖ’ της Α’ Οικουμ. Συνόδου, ο Ι’ της ΣΤ’, ο Δ’ της Συνόδου της Λαοδικείας, ο ΙΔ’ του Μ.Βασιλείου, ο ΛΒ Νικηφόρου του Ομολογητού, κ.α. (Ροδίτης, 1970, σελ. 174-175).
Προφορική συζήτηση με τον Κ. Ζουράρι, στην Αθήνα, τον Ιούνιο του 2004.
Αυτό που θα πρέπει κυρίως να μας απασχολήσει εδώ είναι η βαθύτερη αιτιολογία αυτής της απαγορεύσεως του τόκου.
Με το θέμα αυτό ασχολούνται και οι Πατέρες. Κι αρχίζουμε με το Γρηγόριο Νύσσης ο οποίος, έχει αφιερώσει ειδική ομιλία εναντίον των τοκιστών «Κατά τοκιζόντων». Με την πρώτη φράση: «Αργός και πλεονεκτικός βίος ο του τοκίζοντος» με την οποία αρχίζει η ομιλία, αποκαλύπτεται το θεωρητικό υπόβαθρο της αντιθέσεως του Χριστιανισμού στον τόκο. Είναι η καταδίκη κάθε εισοδήματος που δεν προέρχεται από προσωπική εργασία. Δεν γνωρίζει ο τοκιστής τους κόπους της γεωργίας, συνεχίζει ο Άγιος Γρηγόριος, ούτε την εφευρετικότητα του εμπορίου. Αντίθετα από ότι συμβαίνει με όσους ασκούν παραγωγικά επαγγέλματα, ο τοκιστής κάθεται στον ίδιο πάντα τόπο, μέσα στο σπίτι του μεγαλώνει τα θρεφτάρια της κερδοσκοπίας. Για αλέτρι έχει την πέννα, για χωράφι το χαρτί, για σπόρο τη μελάνη, για βροχή το χρόνο που του πολλαπλασιάζει αθόρυβα τα χρήματα.
Και στην τέταρτη ομιλία του στον Εκκλησιαστή δεν διστάζει να χαρακτηρίσει την επινόηση του τόκου ληστεία, δολοφονία, πικρό γάμο, πονηρή συζυγία την οποία δεν γνωρίζει η φύση αλλά επέβαλλε στα άψυχα πράγματα, όπως είναι τα χρήματα, το πάθος της φιλαργυρίας: «Τόκος όνομα της ληστείας γίνεται. Ω πικρών γάμων! Ω πονηράς συζυγίας, ην η φύσις μεν ουκ εγνώρισεν, η δε των φιλοχρηματούντων νόσος εν τοις αψύχοις εκαινοτόμησεν» (Ροδίτης, 1970, σελ. 175).
Ανάλογα διδάσκει για τον τόκο και ο Μ. Βασίλειος, αδελφός του προαναφερθέντος Γρηγορίου: Όσο χρόνο, τονίζει σε μία ομιλία του σε περίοδο ξηρασίας και πείνας, το χρήμα και τα άλλα άψυχα θα γεννούν αφύσικα με τον τοκισμό, η γη που είναι φυσικό να γεννάει θα μένει στείρα, για να τιμωρούνται οι κάτοικοί της.
Η αντίθεση του χριστιανισμού στον τόκο δεν οφείλεται σε περιστασιακούς λόγους, στα συχνά δηλ. δράματα που προκαλούσε ανέκαθεν η μάστιγα της τοκογλυφίας, αλλά σε καθαρά θεωρητικούς λόγους και συγκεκριμένα στην καταδίκη εκ μέρους του Χριστιανισμού κάθε εισοδήματος το οποίο δεν προέρχεται από προσωπική εργασία. Το τελευταίο προκύπτει από τις πατερικές περικοπές αλλά κι από την όλη διδασκαλία του Χριστιανισμού περί εργασίας (Ροδίτης, 1970, σελ. 176).
Μια γενική ρήτρα του χριστιανισμού που καθόρισε απόλυτα τους κανόνες του ήταν η ρήση: «Δωρεάν ελάβατε, δωρεάν δότε» του Ιησού Χριστού (Ζουράρις, 2004).
Τα τάλαντα στο Χριστιανισμό συμβολίζουν τις έμφυτες ψυχοσωματικές ικανότητες των ανθρώπων οι οποίες ποικίλλουν πράγματι από άτομο σε άτομο. «Με άλλας λέξεις ο Θεός επροίκισε με διάφορα χαρίσματα έκαστον άνθρωπον δια να τα χρησιμοποιήση εις το αγαθόν προς ωφέλειαν του πλησίον» ερμηνεύει ο καθηγητής Τρεμπέλας (Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον, 1951, σελ. 458). Η παρατήρηση η οποία γίνεται από τον οικοδεσπότη στον οκνηρό δούλο που δεν αξιοποίησε τελικά το τάλαντό του: «έδει ουν σε βαλείν το αργύριόν μου τοις τραπεζίταις, και ελθών εγώ εκομισάμην αν το εμόν συν τόκω», δεν είναι δυνατόν να εκληφθεί κατά λέξιν, αφού από την Παλαιά Διαθήκη απαγορεύεται αυστηρά ο τόκος. Με τα λόγια αυτά κατακρίνει ο Κύριος την πλήρη αδράνεια, τονίζοντας ότι θα ζητηθεί λόγος από τους ανθρώπους όχι επειδή δεν παρουσίασαν μεγάλα και τρανά κατορθώματα, αλλά γιατί παρέλειψαν και τα πιο στοιχειώδη, την πιο άκοπη αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους για το καλό, η οποία θα μπορούσε να παρομοιασθεί με την τελείως άκοπη αξιοποίηση ενός χρηματικού ποσού που γινόταν και τότε με τον τοκισμό του (Ροδίτης, 1970, σελ. 118).
Στην ομιλία του «Κατά τοκιζόντων» ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει αυτολεξεί την αυτάρκεια «σαν το ιδανικό οικονομικό καθεστώς στο οποίο θα βρει ανάπαυση κάθε ανθρώπινη κοινωνία αν καταργηθεί η κοινωνική εκμετάλλευση, η οποία ασκείται από τις φατρίες των οργανωμένων οικονομικών συμφερόντων». Εάν δεν υπήρχε, λέγει, το πλήθος των τοκογλύφων (των εκμεταλλευτών γενικότερα), δεν θα υπήρχε ούτε η στρατιά των πεινασμένων. Ας διαλυθούν τα οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα κι όλοι μας θα αποκτήσουμε την οικονομική μας αυτάρκεια: «Ει μη πλήθος ην τοκιστών, ουκ αν ην το πλήθος των πενομένων. Λυσόν σου την φατρίαν, και πάντες έξομεν την αυτάρκειαν» (Ροδίτης, 1970, σελ. 193).
Συχνά αποκαλεί ο ιερός Χρυσόστομος την αυτάρκεια και συμμετρία. Είναι η χρυσή γραμμή ανάμεσα στις δύο ακραίες καταστάσεις του πλούτου και της φτώχειας, τις οποίες καταδίκαζε εξίσου σαν εκτροπές από τη βασιλική οδό του μέτρου (Ροδίτης, 1970, σελ. 195).
Ο Αντώνιος ο Μέγας στην επιστολή «τοις μονάζουσι» για την αγάπη και το δάνειο αναφέρει «Ν’ αγαπάτε όλους τους ανθρώπους και να ζείτε ειρηνικά μ’ αυτούς (Ρωμ. Ιβ’ 18), κι εσείς που έχετε να δίνετε σ’ αυτούς που δεν έχουν, όταν βρίσκονται σε ανάγκη, κι αφού τους δανείσετε, μόνο το κεφάλαιο θα παίρνετε χωρίς άλλο τόκο, κατά την εντολή του Κυρίου (Δευτ. κγ΄ 20)» (Μπουγάτσος, 1998, σελ. 116).
Ο Μέγας Βασίλειος στους «Ψαλμούς» κάνει τον χαρακτηρισμό του δανείου ως «Η αρχή του ψεύδους είναι το να δανείζεσαι, είναι η αφορμή της αχαριστίας, της αγνωμοσύνης και της επιορκίας. Άλλα είναι τα λόγια αυτού που δανείζεται, κι
άλλα αυτού που δανείζει. Μακάρι να μη σε συναντούσα τότε, διότι θα εύρισκα τον τρόπο, για να απαλλαγώ από την ανάγκη. Δε μου έβαλες τα χρήματα στο χέρι χωρίς να το θέλω; Ο χρυσός σου είχε νοθευτεί με χαλκό και το νόμισμά σου ήταν κίβδηλο. Εάν λοιπόν είναι φίλος ο δανειστής, μη βλάψεις τη φιλία του, εάν είναι εχθρός, να μην πέσεις στα χέρια του. Αφού ικανοποιηθείς λίγο με τα ξένα, ύστερα θα χάσεις από τα πατρικά. Τώρα είσαι μεν φτωχός, αλλά είσαι ελεύθερος. Με το να δανεισθείς, όχι μόνο δεν γίνεσαι πλούσιος, αλλά χάνεις και την ελευθερία σου. Δούλος του δανειστή είναι ο δανειολήπτης, και μάλιστα μισθοφόρος δούλος, που αναγκαστικά φέρνει σε πέρας την υπηρεσία του» (Μπουγάτσος, 1998, σελ. 147).
Επίσης, αναφέρεται στο μη δανείζεσαι: «Καμιά ντροπή δεν προκαλεί το να είσαι φτωχός. Γιατί λοιπόν να προσθέσουμε στους εαυτούς μας τους ονειδισμούς εξ αιτίας του χρέους; Κανείς δεν θεραπεύει τα τραύματα με τραύμα, ούτε γιατρεύει το κακό με κακό, ούτε επανορθώνει τη φτώχεια με τους τόκους. Είσαι πλούσιος; Μη δανείζεσαι. Είσαι φτωχός; Μη δανείζεσαι. Διότι εάν είσαι εύπορος δεν έχεις ανάγκη δανείου, εάν δεν έχεις τίποτε, δε θα ξεχρεώσεις το δάνειο. Μη σκέπτεσαι για τη ζωή σου με υστεροβουλία, μήπως τότε μακαρίσεις τις προ των τόκων ημέρες» (Μπουγάτσος, 1998, σελ. 148).
Επίσης, ο Μέγας Βασίλειος στους «Ψαλμούς» αναφέρει: «Λέγεται «τόκος γιατί γεννάει πολλά. Νομίζω ότι λέγεται τόκος για τη γονιμότητα του κακού. Διότι από που αλλού θα έπαιρνε αυτό το όνομα; Μήπως λέγεται έτσι για τις πίκρες και τις λύπες, που προξενεί στις ψυχές των δανειοληπτών. Διότι, όπως παρουσιάζεται ο πόνος σ’ εκείνη, που πρόκειται να γεννήσει, έτσι παρουσιάζεται και η προθεσμία στον χρεοφειλέτη. Τόκος πάνω στον τόκο είναι τέκνο πονηρών γονέων. Αυτά ας θεωρούνται ως γεννήματα εχιδνών, τα (γεννήματα) των τόκων. Λέγουν ότι οι έχιδνες γεννώνται, αφού καταφάγουν την κοιλιά της μητέρας τους. Κι οι τόκοι σταματούν να γεννούν αφού φάνε τα σπίτια των οφειλετών. Τα σπέρματα με τον καιρό φυτρώνουν, και τα ζώα με το χρόνο γεννιώνται, ο τόκος σήμερα γεννιέται και σήμερα αρχίζει να γεννά. Όσα από τα ζώα γεννούν γρήγορα, γρήγορα παύουν και να γεννούν, τα χρήματα όμως, γρήγορα αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται κι έχουν ατέλειωτη την αύξηση. Το καθένα από τα ζώα, που αυξάνει, όταν φθάσει στο κανονικό του μέγεθος, σταματά να αναπτύσσεται, τα χρήματα όμως των πλεονεκτών αυξάνουν συνεχώς με την πάροδο του χρόνου. Τα ζώα παύουν να γεννούν, όταν τα παιδιά τους μπορούν να γεννούν, τα χρήματα όμως, των δανειστών και τα νέα γεννούν και τα παλαιά γίνονται νέα. Εσύ να λη λάβεις πείρα αυτού του παράδοξου θηρίου» (Μπουγάτσος, 1998, σελ. 148-149).
Ακόμη, «Ο τοκιστής κερδίζει από τις συμφορές των άλλων. Ακούστε οι πλούσιοι ποιες συμβουλές δίνουμε στους φτωχούς εξ αιτίας της δικής σας απανθρωπιάς, καλύτερα να υπομένουν τις δυσκολίες, παρά να δέχονται τις
συμφορές, που προξενούν οι τόκοι. Εάν όμως υπακούατε στον Κύριο, ποια θα ήταν η ανάγκη αυτών των λόγων; Ποιά είναι η συμβουλή του Δεσπότου; Δανείζετε αυτούς από τους οποίους ελπίζετε ότι δε θα πάρετε πίσω» (Λουκ. στ’ 34). «Και τι δάνειο, λέγει, είναι αυτό, το οποίο δεν ελπίζουμε να πάρουμε πίσω; Κατανόησε το νόημα του ρητού και θα θαυμάσεις τη φιλανθρωπία του νομοθέτη. Όταν πρόκειται να προσφέρεις στον φτωχό σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, αυτό είναι συγχρόνως και δώρο και δάνειο, δώρο μεν είναι καθώς δεν ελπίζεις να το πάρεις πίσω, δάνειο δε διότι η μεγαλοδωρεά του Δεσπότου θα πληρώσει το χρέος αντί εκείνου, αυτός, ενώ έλαβε λίγα, μέσω του φτωχού, θα σου ανταποδώσει πολλά. Διότι «αυτός, που βοηθά το φτωχό, δανείζει το Θεό» (Παροιμ. ιθ΄ 17). «Δε θέλεις να έχεις για τον εαυτό σου υπεύθυνο το Δεσπότη των πάντων για την εξόφληση; Ή γιατί εάν κάποιος από τους πλουσίους της πόλης σου εγγυηθεί την εξόφληση γι΄άλλους, δέχεσαι την εγγύησή του; Το Θεό, που πληρώνει με το παραπάνω τους φτωχούς, δεν τον δέχεσαι εγγυητή. Δώσε το χρήμα σου που μένει άχρηστο, χωρίς να το επιβαρύνεις με τους τόκους και θα είναι καλό και για τους δύο. Διότι εσύ θα έχεις ασφαλισμένο το χρήμα σου, εκείνος που το παίρνει θα κερδίσει χρησιμοποιώντας το. Εάν θέλεις και τόκους, να αρκεσθείς σ΄ αυτά, που προσφέρει ο Κύριος. Αυτός θα σου δώσει τους τόκους για λογαριασμό των φτωχών. Από Εκείνον, που είναι πράγματι φιλάνθρωπος, να περιμένεις τη φιλανθρωπία. Διότι αυτά που παίρνεις, δεν υστερούν καθόλου σε υπερβολική μισανθρωπία. Από τις συμφορές κερδίζεις, από τα δάκρυα θησαυρίζεις το γυμνό πιέζεις, τον πεινασμένο κτυπάς, ευσπλαχνία πουθενά, καμιά σκέψη ότι είστε συγγενείς με το φτωχό που πάσχει, και τα κέρδη που συγκεντρώνεις έτσι, τα ονομάζεις φιλάνθρωπα. Αλίμονο σ’ αυτούς, που λένε το πικρό γλυκύ και το γλυκύ πικρό» (Ησ. ε΄ 20), «και σ’ αυτούς που ονομάζουν τη μισανθρωπία ως φιλανθρωπία» (Μπουγάτσος, 1998, σελ. 149-150).
Και πιο κάτω αναφέρεται στο ότι «Ο τόκος ζημία ψυχική και χρηματική. Μερικοί είναι εκατοστολόγοι και δεκατηλόγοι φοβερά ονόματα και να ακουσθούν, μηνιαίοι εισπράκτορες, οι οποίοι κατά τις περιόδους της σελήνης επιτίθενται στους φτωχούς, όπως οι δαίμονες κάνουν τις επιληψίες. Το δάνειο είναι αισχρό και για τους δύο, και για το δανειοδότη και για το δανειολήπτη, διότι τον έναν ζημιώνει οικονομικώς και τον άλλον ψυχικώς. Ο γεωργός όταν πάρει το στάχυ, δεν εξετάζει πάλι για τον σπόρο, που είναι κάτω από τη ρίζα, εσύ όμως και τους καρπούς έχεις κι από τα παλαιά δεν απομακρύνεσαι, χωρίς γη φυτεύεις, χωρίς να σπείρεις θερίζεις. Άγνωστο για ποιον τα συγκεντρώνεις. Εκείνος που κλαίει για τους τόκους είναι φανερός μπροστά μας, ο άλλος που πρόκειται να απολαύσει τον πλούτο από τους τόκους, είναι αμφίβολος αν θα τον απολαύσει. Διότι είναι άγνωστο αν δεν αφήσεις τους άλλους να ευεργετηθούν από τον πλούτο, αφού θησαύρισες για τον
εαυτό σου το κακό κι από την αδικία. Ούτε να αποστραφείς αυτόν που θέλει να δανεισθεί (Ματθ. ε’ 42) και μη δώσεις τα χρήματά σου με τόκο, ώστε αφού μάθεις ποιο είναι το συμφέρον σου κι από την Παλαιά και από την Καινή Διαθήκη, με καλή ελπίδα να πορευθείς προς τον Κύριο, κι εκεί να πάρεις τους τόκους των καλών έργων» (Μπουγάτσος, 1998, σελ. 150-151).
Ο Γρηγόριος Νύσσης στο «κατά τοκιζόντων» αναφέρει «Μόνο δωρεά ή δάνειο χωρίς τόκο. Εγώ κηρύσσω και παραγγέλω πρώτα απ’ όλα να κάνετε δωρεές. Έπειτα σας παρακαλώ και να δανείζετε. Διότι δεύτερο είδος δωρεάς είναι το δάνειο. Αυτό να το κάνετε χωρίς τόκους κι οποιοδήποτε άλλο πλεονασμό, αλλά όπως μας διέταξε ο θείος λόγος. Διότι το ίδιο ένοχος είναι και θα τιμωρηθεί τόσο αυτός, που δεν δίνει καθόλου δάνειο, όσο και ο τοκογλύφος. Επειδή ο ένας έχει κατακριθεί ως μισάνθρωπος κι ο άλλος ως κάπηλος. Αυτοί πηγαίνουν στο άλλο άκρο, κι επαγγέλονται ότι θα δώσουν με αντάλλαγμα. Αυτό είναι αναιδής ένταση, μανιώδης φιλονικία προς το δίκαιο, έριδα και πόλεμος για το Θεό. Διότι, λέει, ή θα δώσω ή θα δανείσω με τόκο» (Μπουγάτσος, 1998, σελ. 328).
Ο ΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΣ 

 Η απεριόριστη και ανενδοίαστη κερδοθηρία είναι για όλους τους καθολικούς ηθικοδιδάσκαλους, μέχρι τη νεώτερη εποχή καταδικαστέα. Ο Αγ. Θωμάς διακρίνει – αν και ακόμα με κριτήρια κατ’ ουσίαν μορφικά – το απλό δάνειο από την τοποθέτηση κεφαλαίου. Κηρύσσει ανεπίτρεπτο το κέρδος από το πρώτο, αλλά επιτρεπτό από τη δεύτερη (Sombart, 1998, σελ. 254).
Αντίθετα στον Αντωνίνο της Φλωρεντίας και τον Βενάρδο της Σιένας η τοποθέτηση κεφαλαίων (ratio capitalis) και χρηματικός δανεισμός (ratio mutui) διακρίνονται έντονα και θεμελιωδώς μεταξύ τους. Στη μορφή του δανείου το χρήμα είναι άγονο, ως κεφάλαιο είναι γόνιμο: «δεν έχει ως τέτοιο μόνο το χαρακτήρα του χρήματος ή ενός πράγματος αλλά πέραν αυτού μια δημιουργική ιδιότητα, την οποία και αποκαλούμε κεφάλαιο».
Η απλούστατη διατύπωση με την οποία, τώρα οι εκκλησιαστικές αυθεντίες παίρνουν θέση στο ερώτημα του κέρδους είναι η εξής: Ο απλός δανειακός τόκος κάθε μορφής απαγορεύεται, το κέρδος από κεφάλαια κάθε μορφής είναι επιτρεπτό, είτε απορρέει από εμπορικές δοσοληψίες, είτε από επενδυτικές επιχειρήσεις: είτε πετυχαίνεται από μία ασφάλιση μεταφοράς, είτε από συμμετοχή σε επιχείρηση, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. O τοκισμός είναι ανεπίτρεπτος ακόμα κι όταν κάποιος παραχωρεί ένα δάνειο πάγιου τοκισμού, δίχως ωστόσο να αναλαμβάνει ευθύνη για ενδεχόμενη ζημία. Διαφαίνεται έτσι η προσπάθεια να αντιπαραθέσουν την παραγωγική πίστωση στην καταναλωτική (με δικαίωμα τοκισμού στην πρώτη
 
και απαγόρευση στη δεύτερη) δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα της σχολαστικής θεωρίας του κέρδους (Sombart, 1998, σελ. 255-256).
Όπως αναφέρεται στο άρθρο «Using the Merchant of Venice in Teaching Monetary Economics - (Kish-Goodling, 1998, σελ 332)», για τους επόμενους δεκαπέντε αιώνες το θέμα της τοκογλυφίας κυριάρχησε στον Καθολικό Σχολαστικισμό. Ένα από τα επιχειρήματα ήταν βασισμένο σε άλλες γραφές της Παλαιάς Διαθήκης. «Εάν δανείσεις χρήματα σε κάποιον από τον λαό μου ο οποίος είναι φτωχός δεν πρέπει να είσαι δανειστής απέναντί του και δεν επιτρέπεται να εισπράξεις τόκο από αυτόν», «Κι αν ο αδερφός σου γίνει φτωχός και δεν δύναται να σε στηρίξει πρέπει να τον στηρίξεις εσύ. Σαν ξένος και συνταξιδευτής θα ζήσει με σένα. Μην πάρεις από εκείνον τόκο ή αύξηση, αλλά φοβού το Θεό σου, που ο αδερφός σου μπορεί να ζήσει δίπλα σου. Δεν πρέπει να του δανείσεις τα χρήματά σου έντοκα, ούτε και να του δώσεις από το φαγητό σου με σκοπό το κέρδος», «Δεν πρέπει να δανείζεις στον αδερφό σου με τόκο, τόκο επί χρημάτων, τόκο επί τροφής, τόκο σε οτιδήποτε δανείζεται για τον τόκο. Σε κάποιον ξένο μπορείς να δανείσεις με τόκο, αλλά όχι στον αδερφό σου».
Οι Σχολαστικοί δεν επιτιμούν τίποτα τόσο εμφατικά όσο την απραξία. Αυτό καταφαίνεται και από τη διδασκαλία τους περί κέρδους και τόκου: όποιος απλώς δανείζει έντοκα, δίχως να είναι και ο ίδιος επιχειρηματίας, είναι οκνηρός και γι’ αυτό δεν πρέπει να αμείβεται υπό μορφή τόκου. Για τον λόγο αυτό, όπως βλέπουμε, απαγορεύεται ο τοκισμός ακόμα και των παραγωγικών δανείων, όταν ασκούν άλλοι την παραγωγική δραστηριότητα. Χαρακτηριστικότατη είναι μία περικοπή από τον Αντωνίνο, στην οποία επισημαίνει σε σχέση με τους nobili, που δεν θέλουν να δουλέψουν, που δίνουν τα χρήματά τους για επιχειρήσεις άλλων, δίχως να θέλουν καν να φέρουν μέρος του κινδύνου: ο τόκος που τους καταβάλλεται είναι ανεπίτρεπτος. Ομοίως έτσι εξηγείται και το μίσος των όψιμων Σχολαστικών για την κατ’ επάγγελμα τοκογλυφία, που είναι ο θανάσιμος εχθρός κάθε καπιταλιστικού επιχειρηματικού πνεύματος (Sombart, 1998, σελ. 256).
Μία από τις βαρύτερες αμαρτίες είναι η φιλαργυρία, η avaritia, που όχι μόνο δεν ταυτίζεται με μια φυσιολογική επιδίωξη κέρδους αλλά και είναι το αντίθετό της. Ο φιλάργυρος, ο avarus, είναι ο τοκογλύφος που παρουσιάζει ο Αντωνίνος με θαυμαστή παραστατικότητα να κάθεται σαν την κλώσσα πάνω από τους θησαυρούς του, να τρέμει τους κλέφτες, να μετρά κάθε βράδυ τις λίρες του, να έχει τις νύχτες εφιάλτες και να βγαίνει τις μέρες για να γδύσει τον κοσμάκη, καραδοκώντας να δει ποιόν θα μπορούσε να μπλέξει στα δίχτυα του. Η τοκογλυφία υπό μορφή καταναλωτικού δανείου πρέπει να έπαιξε εκείνη την εποχή τεράστιο ρόλο για τον αφανισμό της φεουδαρχικής κοινωνίας (Sombart, 1998, σελ. 257).

Όπως αναφέρεται στο άρθρο «Using the Merchant of Venice in Teaching Monetary Economics - (Kish-Goodling, 1998, σελ. 333)», τον 13ο αιώνα ο Άγιος Thomas Aquinas διατύπωσε την μεσαιωνική Σχολαστική σύνθεση του Χριστιανικού Δόγματος με το επιχείρημα του Αριστοτέλη κατά του έντοκου δανεισμού. Σύμφωνα με τον ιστορικό υπολογισμό του Alfred Marshall (1920, σελ. 486) τόκου κεφαλαίου, ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι το χρήμα είναι στέρφο ή στείρο και συνεπώς η αναπαραγωγή χρήματος από χρήμα είναι αφύσικη. Κάποιος μπορεί να χρεώσει την χρήση ενός σπιτιού ή ενός αλόγου επειδή κατά το δανεισμό του, ο ιδιοκτήτης παραιτείται από τη χρήση του ενός ή του άλλου. Παραταύτα, εάν κάποιος δανείσει χρήματα ως δανειστής δεν θυσιάζει το παραμικρό, ιδιαίτερα αν είναι εύπορος και ο δανειζόμενος πτωχεύει. Ο Marshall τόνισε ότι οι μεσαιωνικοί Σχολαστικοί δεν διέβλεψαν ότι η χρήση ενός αλόγου ή ενός σπιτιού έμοιαζε με την παραίτηση του δανειστή από την δυνατότητα να αγοράσει ένα σπίτι ή ένα άλογο για να το χρησιμοποιήσει και κατά συνέπεια αποτελεί θυσία.
Η ανάλυση του Jacob Viner (1978, σελ. 89), για τα Αριστοτέλεια επιχειρήματα του Άγιου Θωμά ήταν πολύ πιο αναλυτική. Ξεκίνησε με την ιδέα του Αριστοτέλη ότι «η φύση δημιουργεί το κάθε τι για έναν συγκεκριμένο σκοπό». Το να χρησιμοποιήσει κάποιος κάτι για χρήση διαφορετική από εκείνη για την οποία προορίστηκε είναι ανάρμοστο. Επειδή το χρήμα αποτελεί μέσο συναλλαγής, η χρήση του για την απόκτηση επιπλέον χρημάτων είναι ανάρμοστη και αφύσικη. Ο Αριστοτέλης περιέγραψε την τοκογλυφία ως «τόκο» εννοώντας την αναπαραγωγή χρήματος από χρήμα, και την θεώρησε ως την «πλέον αφύσικη» χρήση χρήματος (Viner, 1978, σελ. 90).
Ο άγιος Θωμάς αναγνώρισε ότι στην περίπτωση υπερημερίας (αθέτησης υποχρέωσης) μη έντοκης δανειοληψίας, ο δανειζόμενος απέδωσε στον δανειστή αποζημίωση για την καθυστέρηση. Το Δόγμα αυτό οδηγεί σε αποφυγή τοκογλυφίας για την περίπτωση των δανειστών που προσφέρουν πολύ βραχυπρόθεσμα δάνεια, συνήθως διάρκειας λίγων μηνών. Τα βραχυπρόθεσμα δάνεια αναπόφευκτα οδήγησαν σε υπερημερίες που διευκόλυναν τον δανειστή να εισπράξει τόκο ή εγγύηση υπό ενέχυρο (Spiegel, 1971, σελ. 65) συνήθως μεγάλου ποσού που υπερέβαινε κατά πολύ την αξία του κεφαλαίου του δανείου (Homer, 1963, σελ. 74).
Βασισμένη στο Ρωμαϊκό νόμο, η Θωμιστική (Thomist) επαναφορά της αρχής της τοκογλυφίας έκανε διάκριση σε ό,τι ο Spiegel αναφέρει ως αναλώσιμα και μη αναλώσιμα αγαθά, παρέχοντας λογική εξήγηση για την διαφορά μεταξύ δανείου και μίσθωσης. Ο Viner (1978, σελ. 86) ερμηνεύει το ίδιο Θωμιστικό (Thomist) επιχείρημα από τον Ρωμαϊκό νόμο εκτός του ότι κατηγοριοποίησε τα αγαθά σε ανταλλάξιμα και μη ανταλλάξιμα. Ένα άλογο ή μια φάρμα μπορούν να μισθωθούν
σε ενοίκιο επειδή αποδίδουν κέρδος. Είναι μη ανταλλάξιμο το αγαθό, όπως καρποί ή κρασί, το οποίο αναλώνεται κατά την κατανάλωση και δεν δύναται να αποδώσει επικαρπία ή έργο. Κάποιος δεν μπορεί να χρεώσει περισσότερο από την αξία του δανειζόμενου αγαθού καθώς το αγαθό αυτό δεν υπάρχει πλέον. Το χρήμα είναι αναλώσιμο, είναι εφικτό να δανειστεί αλλά όχι να ενοικιαστεί. Παραταύτα ένας δανειστής δεν μπορεί να ζητήσει περισσότερα από όσα δάνεισε (Spiegel, 1971, σελ. 64).
Ο Viner εμβάθυνε στο επιχείρημα αυτό περιγράφοντας ότι οι Σχολαστικοί πριν από και μετά την επιχειρηματολογία του Άγιου Θωμά για να χρεώσει κανείς υψηλότερη τιμή επί των πωλήσεων για μελλοντική πληρωμή (μελλοντικά συμβόλαια) αποτελούσε πώληση χρόνου. Επειδή ο χρόνος είναι δωρεάν αγαθό του Θεού για όλους, αποτέλεσε άλλη μια μορφή τοκογλυφίας.
Αυτές οι διακρίσεις είναι απαραίτητες λόγω της ευρείας επέκτασης του εμπορίου κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και η πίεση στην Εκκλησία να φανεί πιο ελαστική ως προς την αρχή της τοκογλυφίας αυξήθηκε, καθώς οι έμποροι προσπάθησαν να συμβιβάσουν τις επαγγελματικές ανάγκες τους με τον φόβο τους για αφορισμό από την Εκκλησία. Οι αντι - Σεμετικοί νομοθέτες σε ολόκληρη την Ευρώπη απέκλεισαν τους Εβραίους από πολλές μορφές συγκέντρωσης πόρων, πέραν του δανεισμού χρημάτων παρόλο που η πράξη αυτή ήταν ηθικά καταδικασμένη (Kish-Goodling, 1998, σελ. 334).
Ο ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΣ
Ο Προτεσταντισμός συνεπαγόταν στην αρχή για τον καπιταλισμό, και ιδίως το καπιταλιστικό οικονομικό φρόνημα, έναν σοβαρό και καθολικό κίνδυνο. Κάθε εμβάθυνση του θρησκευτικού αισθήματος γεννά αναγκαστικά μίαν αδιαφορία απέναντι στα οικονομικά ζητήματα, και αδιαφορία για την οικονομική επιτυχία σημαίνει απίσχανση και αποσύνθεση του κεφαλαιοκρατικού πνεύματος. Επειδή το κίνημα της Μεταρρύθμισης είχε αναμφίβολα ως επακόλουθο μίαν εσωτερίκευση του ανθρώπου και μίαν ενίσχυση της μεταφυσικής ανάγκης, τα καπιταλιστικά ενδιαφέροντα έπρεπε στην αρχή να υποστούν πλήγμα, κατά το μέτρο όπου εξαπλωνόταν το πνεύμα της Μεταρρύθμισης (Sombart, 1998, σελ. 258).
Στον Λουθηρανισμό αυτή η αντικαπιταλιστική διάθεση ενδυναμώθηκε ακόμα περισσότερο από την εδραία πίστη του ίδιου του Λούθηρου, που στην οικονομική του φιλοσοφία ήταν πολύ πιο πίσω από τον θωμισμό, σε μίαν οικονομία των αυτόνομων παραγωγών και τεχνιτών. Στις χώρες όπου επικράτησε ο Λουθηρανισμός η επίδραση της θρησκείας στον οικονομικό βίο – στον βαθμό όπου υπήρξε – δεν απέφερε φυσικά την προαγωγή αλλά ασφαλώς την παρεμπόδιση των5 πουριτανός ιεροκήρυκας – θεωρείται τυπικός εκπρόσωπος του ρεύματος.
κεφαλαιοκρατικών τάσεων. Αλλά και όπου αναδείχτηκαν νικητές οι άλλες κατευθύνσεις του προτεσταντισμού, δηλαδή ο καλβινισμός κυρίως, πρέπει να διαπιστώσουμε αρχικά μίαν έντονη εχθρότητα της Εκκλησίας κατά της κεφαλαιοκρατίας και του πνεύματός της. Επειδή σήμερα είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε στον καλβινισμό και ιδίως στην αγγλοσκωτική του εκδοχή, τον πουριτανισμό, έναν παράγοντα κατ’ εξοχήν ενισχυτικό για το καπιταλιστικό πνεύμα, αν όχι και τον γεννήτορά του, είναι αναγκαίο να εκθέσουμε κάπως διεξοδικότερα τις αντικαπιταλιστικές τάσεις που εμφώλευαν στην καπιταλιστική - πουριτανική ηθική (Sombart, 1998, σελ. 258).
Το πρώτο και κύριο μέλημα είναι ότι η πουριτανική ηθική ξαναφέρνει πολύ έντονα στο προσκήνιο το πρωτοχριστιανικό ιδεώδες της πενίας. Θεμελιωδώς ο πουριτανισμός εκπροσωπεί την ίδια άποψη με τον θωμισμό: και ο πλούτος και η πενία είναι για τη σωτηρία της ψυχής εξίσου αδιάφορα. Ενώ στους θωμιστές παρατηρούμε μία κλίση προς τον πλούτο, στους πουριτανούς συναντούμε αντίστροφα εντονότερη τη συμπάθεια για τη φτώχεια. Έτσι τα χωρία από το Directory του Baxter5, όπου καταδικάζεται ο πλούτος και εφιστάται η προσοχή στους κινδύνους και τον ανώφελο χαρακτήρα του, είναι πολύ περισσότερα απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε Θωμιστική Σύνοψη.
Στη συνέχεια, παραθέτουμε μερικές περικοπές: «προσπάθησε να αισθανθείς τις μεγάλες ανάγκες, που το χρήμα δεν μπορεί να παραμερίσει» και «το χρήμα θα οξύνει μάλλον παρά θα ελαφρύνει τη δουλεία όπου σε κρατά η αμαρτία» (Sombart, 1998, σελ. 259).
Κι αν παρόλα αυτά επιμένουμε να πιστεύουμε ότι ο πουριτανισμός δεν συνεπέφερε οπωσδήποτε την εξολόθρευση κάθε καπιταλιστικού πνεύματος, τότε πρέπει να υποθέσουμε ότι με κάποιες άλλες εκφράσεις του – καίτοι άθελες – άσκησε ευνοϊκή επίδραση στον καπιταλισμό. Αυτό συμβαίνει όντως. Σύμφωνα με τον Sombart, την ασφαλώς ακούσια υπηρεσία που παρέσχε ο πουριτανισμός στον θανάσιμο εχθρό του, τον καπιταλισμό, την εντοπίζει στο γεγονός ότι εξέφρασε εκ νέου τα θεμελιώδη αξιώματα της Θωμιστικής ηθικής με μεγάλο αναγεννημένο πάθος και σε εκδοχή κάποτε οξύτερη και μονομερέστερη. Με απόλυτη αποφασιστικότητα η πουριτανική ηθική ενισχύει εκ νέου την εκλογίκευση και εκμεθόδευση της ζωής, τη χαλιναγώγηση των ορμών, την ανάπλαση του φυσικού ανθρώπου σε έλλογο ον: « μην παίρνετε και μην κάνετε τίποτα απλώς επειδή αυτό θα ήθελε το αίσθημα ή η επιθυμία σας, αλλά μόνον εφόσον έχετε ένα λογικό κίνητρο για κάτι τέτοιο» (Sombart, 1998, σελ. 262).
Η εξάπλωση του συστήματος της πώλησης με δόσεις, το οποίο, περισσότερο από κάθε άλλο κοινωνικό επινόημα, επέφερε επανάσταση που ανέτρεψε τις ηθικές συνήθειες και κατανίκησε τον παλαιό προτεσταντικό φόβο του χρέους (Bell, 1999, σελ.99).
Η πώληση με δόσεις σήμαινε για τη μεσαία τάξη χρέος, και η χρέωση ήταν κάτι λανθασμένο και επικίνδυνο. Όπως θα έλεγε ο Micawber, ήταν σημάδι πως ζούσε κανείς κατά τρόπο που ξεπερνούσε τους πόρους του, και το αποτέλεσμα θα ήταν να δυστυχήσει. Το να είναι κανείς ηθικός σήμαινε να είναι φίλεργος και οικονόμος. Αν κάποιος ήθελε να αγοράσει κάτι, όφειλε να το πληρώσει. Το τέχνασμα της πώλησης με δόσεις ήταν ότι απέφευγε τη λέξη «χρέος» και τόνιζε τη λέξη «πίστωση» (Βell, 1999, σελ. 102).
Αντί του φόβου να χρεωθεί κανείς υπήρχε τώρα ο φόβος να μην είναι άξιος πιστώσεως. Αντί να αποταμιεύει κανείς για να αποκτήσει τα αγαθά της ζωής, μπορούσε να τα αγοράσει τώρα και να τα πληρώσει αργότερα. Η εξοικονόμηση ή η αποχή είναι ο πυρήνας της προτεσταντικής ηθικής. Η τεχνική των πωλήσεων και ο ηδονισμός, έγιναν οι κινητήριες δυνάμεις του καπιταλισμού (Bell, 1999, σελ. 329).
Η εξέλιξη του καπιταλισμού κατέστρεψε τη συγκρατημένη, συνετή, αναβεβλημένη ικανοποίηση που χαρακτήριζε την προτεσταντική ηθική – καθώς τα κτητικά ορμέμφυτα αποδεσμεύονταν με τη τεχνολογική επανάσταση της κουλτούρας της διαρκούς κατανάλωσης, υποβοηθούμενως από την κοινωνική καινοτομία του συστήματος της τμηματικής αποπληρωμής των αγαθών (με δόσεις) και της καταναλωτικής πίστεως (Bell, 1999, σελ. 331).
Η προτεσταντική ηθική ως τρόπος ζωής, λοιπόν, ήταν μια ζωή ευλαβείας, λιτότητας, πειθαρχίας, φρόνησης, επίμονης αφοσίωσης στην εργασία και αναβολής της απολαβής. Ο περιορισμός της κατανάλωσης οδηγεί σε συσσώρευση κεφαλαίου, έναν τρόπο ζωής, όπως υπογράμμιζε ο Weber, χαρακτηριζόμενο από την αποταμίευση ως αυτοσκοπό, κάτι που «ήταν αντίθετο με τις ηθικές αντιλήψεις όλων των εποχών». Ωστόσο, όπως δήλωνε ο Weber: «Το καπιταλιστικό σύστημα χρειάζεται λοιπόν αυτή την αφοσίωση στην αποστολή του να βγάζει κανείς χρήματα, είναι μία στάση απέναντι στα υλικά αγαθά....η οποία συνδέεται εσωτερικά με τις καταστάσεις επιβίωσης κατά τον οικονομικό αγώνα για την ύπαρξη».
Η προτεσταντική ηθική, λοιπόν, ιδιαίτερα στην καλβινιστική της μορφή, τροφοδοτεί την ηθική ενέργεια και ορμή του καπιταλιστή επιχειρηματία. Ο Weber έλεγε ότι ο καλβινισμός είχε «σιδερένια σταθερότητα» στην ψυχρή πειθαρχία που απαιτούσε από τους πιστούς. Η συσσώρευση πλούτου ήταν ηθικά επιτετραμμένη στον βαθμό που συνδυαζόταν με μιαν εγκρατή, φίλεργη σταδιοδρομία. Ο πλούτος επικρινόταν μόνον αν χρησιμοποιούνταν για να υπηρετήσει μια ζωή άεργης χλιδής

ή μαλθακότητας. Όπως έγραφε ο Καλβίνος σ’ ένα σχόλιό του στον Ησαΐα: «Γιατί πολύ συχνά συμβαίνει τα πλούτη να φέρνουν μαλθακότητα και η πληθώρα των ηδονών προκαλεί πλαδαρότητα, όπως μπορούμε να δούμε σε πλούσιες περιοχές και πόλεις (όπου υπάρχουν έμποροι). Έτσι εκείνοι που πλέουν σε μακρινούς τόπους δεν μένουν πλέον ευχαριστημένοι με τις ανέσεις της πατρίδας αλλά κουβαλούν μαζί τους άγνωστες πολυτέλειες .....οικιακά σκεύη .....πίνακες.....ακριβούς τάπητες.....φρυγικά κεντήματα και αγγεία έξοχης τέχνης» (Bell, 1999, σελ. 325-326).
Σύμφωνα με την επαναλαμβανόμενη θέση του Max Weber, ο νεώτερος καπιταλισμός κατέστη δυνατός μέσω του ασκητισμού που καθιερώθηκε από την καλβινιστική και την πρώιμη προτεσταντική σκέψη, η οποία ενθάρρυνε την αποταμίευση με την αναβολή της ικανοποίησης των ενστικτωδών ενορμήσεων. Ένα λιτοδίαιτο άτομο φοβόταν πάντα και απέφευγε να χρεωθεί. Αλλά με τον καιρό νίκησε η ροπή προς την κτητικότητα (Bell, 1999, σελ. 319).
Στο επιβλητικό έργο του «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού» ο Max Weber παραθέτει κηρύγματα του Φραγκλίνου, όπως τα αποκαλεί «Να θυμάσαι πως ο χρόνος είναι χρήμα.......Να θυμάσαι πως η πίστωση είναι χρήμα. Αν κάποιος αφήσει τα λεφτά του στα χέρια μου πέρα απ’ τη στιγμή που πρέπει να του τα δώσω, μου δίνει τους τόκους ή όσα μπορώ να βγάλω απ’ αυτά σ’ αυτό το διάστημα. Κι αυτό σημαίνει ένα σημαντικό ποσό όταν ένας άνθρωπος έχει καλή και μακροπρόθεσμη πίστωση και ξέρει να την αξιοποιήσει..............Πρόσεχε να μη θεωρείς δικά σου όλα όσα κατέχεις και να μην ζεις ανάλογα. Είναι ένα λάθος στο οποίο πέφτουν πολλοί άνθρωποι που παίρνουν πίστωση», ως δείγματα του χαρακτηριστικού ήθους του «νέου ανθρώπου». Είναι ενδιαφέρον πως ο Weber παραθέτει τον Φραγκλίνο συχνότερα από ότι τον Λούθηρο, τον Καλβίνο, τον Baxter, τον Bailey, ή οποιονδήποτε από τους άλλους πουριτανούς θεολόγους για να περιγράψει τα χαρακτηριστικά της νέας ηθικής (Bell, 1999, σελ. 392 και Weber, 1978, σελ. 37-38).
O Αγ. Αμβρόσιος όπως αναφέρεται στο Decretum, δηλώνει ότι αυτός που αποδέχεται την τοκογλυφία είναι ένοχος ληστείας (rapina) (De bono mortis).
Ο Peter Lombard τόνισε πολύ την έννοια αυτή στην παράγραφό του που αναφέρεται στην κλοπή στις προτάσεις του (Sentences). Εδώ, δηλώνει, η τοκογλυφία είναι επίσης απαγορευμένη που εμπίπτει με τη ληστεία (Sentences III. 1916).
Ομοίως, ο Raymond Penafort αναφέρει στο κλασσικό του Summa για τους ομολογητές: η τοκογλυφία δεν διαφέρει καθόλου ή διαφέρει λίγο από τη ληστεία (Langholm, 1984, σελ. 144).
                        Ο Καλβίνος αναφέρει «τα χρήματα είναι τόσο καρποφόρα όσο τίποτ' άλλο. Φυσικά, η λήψη τοκογλυφίας από τους φτωχούς είναι λανθασμένη. Αλλά εάν κάποιος δανείζει χρήματα σε κάποιον κοντινό του πλουσιότερο από τον ίδιο, γιατί να του αρνηθούν ένα μερίδιο του καρπού του;» (De usuris). Επίσης τονίζει ότι το «να δανείζεις χωρίς τόκο είναι η πραγματική δοκιμασία της φιλανθρωπίας» (caritatis probatio) (Langholm, 1984, σελ. 149).library.panteion.gr:8080/dspace/bitstream

Συνεχίζεται.....

2 σχόλια:

  1. Μποτίλια στο Πέλαγος10 Νοεμβρίου 2011 στις 7:27 μ.μ.

    Σημαντική ανάρτηση, η οποία σαφώς καλεί σε προβληματισμό (όπως πλείστες όσες εδώ).
    Νομίζω, ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα η Γερμανία, ως χώρα όπου ξεκίνησε και ρίζωσε η διαμαρτύρηση, εμφανίζει μια γλωσσική ευκρίνεια στο συγκεκριμένο ζήτημα, η οποία ανάγεται προφανώς σε ελληνόφωνα κείμενα.
    Η έννοια της οφειλής στα γερμανικά αποδίδεται με τον όρο "Schuld", ο οποίος σημαίνει ταυτοχρόνως και την ενοχή (... και άφες υμίν τα οφειλίματα υμών). Έτσι από θρησκειολογικής πλευράς αξίζει αυτό το θέμα να μελετηθεί συνδυαστικά, ώστε ο ψυχισμός που διέπει τα τα κοσμικά χρέη να συγκριθεί με τα αισθήματα μεταφυσικής ενοχής, που έχουν επίσης καλλιεργηθεί.
    Εάν εμβαθύνουμε επ' αυτού όμως, μάλλον θα δυσαρεστήσουμε αρκετούς. Ας ανατρέξουμε μόνο στην παυλιανή ερμηνεία της Σταυρώσεως. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ο λόγος των πατέρων της εκκλησίας έχει απελευθερωτικό χαρακτήρα και ότι αυτοί συγκρούσθησαν συχνότατα με κυκλώματα αναπαραγωγής της κοινωνικής αδικίας, τα οποία ήσαν τόσο κοσμικά, όσο και εκκλησιαστικά. Υπό αυτήν την έννοια, η θρησκειολογική ανάλυση οφείλει να εξετάζει και τις δυο εκδοχές, ειδικά στην περίπτωση που αυτές συγκρούονται μεταξύ τους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σαφώς και μια θρησκειολογική ανάλυσηοφείλει να εξετάζει ολες τις εκδοχες[και οχι μόνο...αλλά σε συνδιασμο με κοινωνικοπολιτιστικές και πολιτικές οπτικές που προβάλλονται ως συμπεριφορες και σκέψη σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμες]Τό κείμενο ειναι ελειπές,αλλά ενδιαφέρον...στο μεταξυ με τήν τελευταία σου ανάρτηση εχεις προκαλέσει εσωτερικές αναστατώσεις..Ευγε!καλο ξημέρωμα,να εισαι καλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή