Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΟ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙ..

Παντελόνι

Το παντελόνι ή πανταλόνι, ως ένδυμα που καλύπτει το κάτω μέρος του σώματος περιβάλλοντας ξεχωριστά τα σκέλη, αποτελούσε στο παρελθόν, συχνά και στις μέρες μας, την κατ΄ εξοχήν εκδήλωση ανδρισμού. Μετά από αναζήτηση της λέξης στις λατινογενείς γλώσσες προκύπτει να χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλες, προσδιορίζοντας αυτό ακριβώς το είδος ένδυσης. Ο Μπαμπινιώτης αναφέρει ότι προέρχεται από την ιταλική pantaloni που αποτελεί τον πληθυντικό του ονόματος Pantalone, κι αυτό με τη σειρά του από το αρχαιοελληνικό Πανταλέων που ετυμολογείται ως “(πάντα= όλως), εντελώς λέων”. Ο Πανταλόνε αποτελεί βασικό ήρωα της ιταλικής κωμωδίας (commedia de l΄ arte) ο οποίος χαρακτηριζόμενος από εξαιρετική απληστία, ταυτίζεται με το “χρήμα”. Η καταγωγή του χαρακτήρα χρονολογείται πριν την εμφάνιση των ιταλικών κωμικών θεατρικών παραγωγών (1560) και σύμφωνα με τον Βρετανό καθηγητή της ιστορίας του δράματος Νικόλ Αλλαρντάυς η πιθανότερη εξήγηση για το όνομά του είναι ότι κρατά από την ιταλική φράση “Pianta Leone” (φυτό λιοντάρι) παραπέμποντας στο έμβλημα της Δημοκρατίας της Βενετίας, οι εκπρόσωποι της οποίας “φύτευαν” λιοντάρια απ΄ όπου κι αν περνούσαν. Από την άλλη πλευρά, με το όνομα Πανταλέων, συναντάμε, τουλάχιστον, έναν ευγενή Αθηναίο ο οποίος διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με άλλους “φρόνιμους” άνδρες, τον Πυδναίο εταίρο του Αλεξάνδρου του Μακεδόνα που τοποθετήθηκε φρούραρχος στη Μέμφιδα, αλλά και τον Έλληνα βασιλιά της ινδικής Βακτρίας. Όπως και να ΄χει, ο ιταλός Πανταλόνε που περιγράφεται ως γέρος, καμπούρης, μίζερος, τσιγκούνης, αλλά και ευφυής, ικανός έμπορος, πρακτικός, γυναικάς όχι όμως και γυναικοκατακτητής, φορούσε παντελόνι! Πράγματι, ο ήρωας αυτός με το χαρακτηριστικό περπάτημα, για το μέγεθος των αλμάτων του, παρουσιάζεται φορώντας εφαρμοστό παντελόνι το οποίο επιπλέον έχει μήκος μέχρι τους αστραγάλους. Χαρακτηριστικά που διατηρήθηκαν ακόμη και σε σύγχρονους χαρακτήρες που βασίζονται σε αυτόν, όπως ο κακός πάμπλουτος κ. Μπερνς (η επιτομή του Πανταλεόνε) στη σειρά “Οικογένεια Σίμσονς”.

Ωστόσο, το παντελόνι φαίνεται να χρονολογείται πολλά πολλά χρόνια πριν το φορέσει ο Ιταλός αρχιτσιγκούνης. Ειδώλια που βρέθηκαν στη Σιβηρία και χρονολογούνται από την ανώτερη παλαιολιθική εποχή, οπότε έκανε την εμφάνισή του ο homo sapiens, αναπαριστούν ανθρώπους με παντελόνια ενώ αργότερα σε αττικά ερυθρόμορφα έργα της αγγειοπλαστικής τέχνης (500-520 π.τ.ε.μ.) παρουσιάζονται Σκύθες παντελονοφόροι πολεμιστές. Με το ένδυμα αυτό αποτυπώνονται οι σκύθες σε αγγεία λαών της περιοχής γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα όπως αυτό που εικονίζεται δεξιά και χρονολογείται από τον 4ο αιώνα π.τ.ε.μ. Η πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη αναφορά στο συγκεκριμένο είδος ενδύματος, ανάγεται τον 6ο αιώνα π.τ.ε.μ. στην ελληνική ιστοριογραφία, όπου περιγράφονται οι Πέρσες και Σκύθες ιππείς αλλά και οι σύμμαχοι λαοί των πρώτων, όπως οι Βάκτριοι και οι Αρμένιοι. Τόσο ο Ηρόδοτος, όσο και ο Αρριανός περιγράφουν λεπτομερώς τις στολές των λαών αυτών προσδιορίζοντας μάλιστα, ότι οι Σκύθες φορούσαν “αναξυρίδες”. Με τον όρο αυτό περιέγραφαν οι Αρχαίοι Έλληνες τα εφαρμοστά παντελόνια της φυλής αυτής ενώ με τον όρο “σαράβαρα” πιθανόν τα χαλαρά παντελόνια (σαλβάρια). Η χρήση των λέξεων αυτών γινόταν μάλλον περιφρονητικά από τους προγόνους μας,καθώς θεωρούσαν γελοία και βαρβαρική συνήθεια την ένδυση με παντελόνια. Επίσης μια ακόμη λέξη που χρησιμοποιούσαν το ίδιο περιφρονητικά για το ρούχο αυτό, και ειδικότερα για το φαρδύ παντελόνι των Περσών, ήταν “θύλακος” που σημαίνει “σάκος”.

Η ίδια αντιμετώπιση, απαξιωτική προς τους “βαρβάρους”, διατηρήθηκε μέχρι τα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας όταν η αυτοκρατορία περιοριζόταν στη Μεσόγειο. Όμως, αργότερα με την προς βορρά εξάπλωσή της, το παντελόνι άρχισε να αναγνωρίζεται ως μέσο προστασίας έναντι των καιρικών συνθηκών. Δύο ήταν οι τύποι στρατιωτικού παντελονιού που φορέθηκαν από τους Ρωμαίους. Το εφαρμοστό Feminalia που έφθανε μέχρι το μέσο της κνήμης και το φαρδύ Braccae που έκλεινε στην περιοχή των αστραγάλων. Και τα δύο, που φορούσαν αρχικά οι Κέλτες, έτυχαν στη συνέχεια μεγαλύτερης αποδοχής και σε ανατολικότερους λαούς όπως οι Τεύτονες. Πολύ γρήγορα, μάλιστα, το παντελόνι υιοθετήθηκε και ως πολιτική περιβολή κατασκευαζόμενο από διάφορα υλικά όπως δέρμα, μαλλί, βαμβάκι και μετάξι. Στην εικόνα αριστερά φαίνεται η πολεμική και η καθημερινή τυπική ενδυμασία των Κελτών (600 π.τ.ε.μ.-200).

Παντελόνια διαφόρων σχεδίων φορέθηκαν κατά τον Μεσαίωνα στην Ευρώπη, κυρίως από τους άνδρες. Φαρδιά παντελόνια φορούσαν οι Βυζαντινοί κάτω από τους χιτώνες τους, και άνδρες “βαρβαρικής” προέλευσης που μετανάστευσαν προς την Ευρώπη τα πρώτα μεσαιωνικά χρόνια, όπως αποδεικνύεται από πηγές και κειμήλια. Την περίοδο αυτή τα ονόμαζαν “brais”, διέφεραν ως προς το μήκος, συχνά έκλειναν με μανσέτα, μπορεί να κάλυπταν πλήρως τα πόδια ή να τα άφηναν να διαγράφονται ξεχωριστά. Από τον όγδοο αιώνα υπάρχουν ενδείξεις ότι φοριόταν στην Ευρώπη, ειδικά από τους άνδρες της ανώτερης τάξης, ένα παντελόνι δύο στρωμάτων. Το εσωτερικό παντελόνι από τον 16ο αιώνα και έπειτα αναφέρεται από τους ιστορικούς ως “σώβρακο”. Πάνω από αυτό φορούσαν παντελόνι, μάλλινο ή λινό, το οποίο από τον 10ο αιώνα άρχισε να ονομάζεται “βράκα”. Το μήκος, το ζωνάρι και οι απολήξεις, διέφεραν ανά εποχή, γεωγραφική περιοχή και κοινωνική τάξη. Αν και ο Καρλομάγνος (742-814) περιγράφεται με παντελόνι και μόνο σε τελετές με το βυζαντινό χιτώνα του, η επίδραση των Ρωμαίων και του Βυζαντίου οδήγησε σταδιακά στην επαναφορά του χιτώνα ως ανδρική ενδυμασία. Με τον τρόπο αυτό το παντελόνι κρυβόταν και σιγά σιγά ξέπεσε σε εσωτερικό ρούχο. Όπως και τα εσώρουχα έτσι κι αυτό το παντελόνι, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, είχε ποικίλο μήκος, από κοντό έως μακρύ, ανάλογα με το εξωτερικό ένδυμα, ενώ ονομαζόταν αντίστοιχα με ποικίλες λέξεις όπως “σωλήνας” ή “κάλτσες”.

Τον 14ο αιώνα, συνηθιζόταν μεταξύ των ευγενών και των ιπποτών να συνδέεται ο “σωλήνας” με το θώρακα που φοριόταν κάτω από το πανωφόρι προσδίδοντας προστασία και εύρος ανατομικών διαστάσεων. Έτσι άρχισε να αντικαθίσταται το διπλό παντελόνι (σώβρακο-βράκα). Τον επόμενο αιώνα, η κατάργηση του χιτώνα οδήγησε στην ευρεία χρήση του διπλού παντελονιού μέχρι που καταργήθηκε κι αυτό από πιο μοντέρνα εφαρμοστά παντελόνια με σφιχτό λάστιχο στη μέση. Αυτά τα παντελόνια που σήμερα θα λέγαμε “καλσόν” ή “σωλήνες” εμφανίσθηκαν στα τέλη του 15ου αιώνα και έφεραν ένα ανεξάρτητο κομμάτι για την προστασία του καβάλου. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη η εμφάνιση των ανδρών, ομολογουμένως αποκαλυπτική μ΄ ένα κολάν κι ένα πουκάμισο, τύγχανε αποδοχής μόνο από τις ανώτερες τάξεις και όχι από τον λαό. Στην Ουγγαρία τον ίδιο αιώνα, οι άνδρες συνήθιζαν να φορούν επίσης ένα πουκάμισο κι ένα παντελόνι, ως εσώρουχα, όμως έριχναν επάνω τους ένα ράσο και ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, γούνα ή παλτό μουτόν. Γενικά οι Ούγγροι φορούσαν απλά παντελόνια, ασυνήθιστα μόνο κατά το χρώμα, αν και το μεγαλύτερο μέρος τους καλυπτόταν από τους μανδύες, όπως φαίνεται και στο σχέδιο αριστερά.

Τον 16ο αιώνα καθιερώθηκε ένα παντελόνι στη φιλοσοφία του σωλήνα το οποίο σταματούσε κάτω από τον καβάλο. Στο σημείο αυτό στερεώνονταν οι “σωλήνες” που έφταναν κάτω από το γόνατο. Το υπόλοιπο πόδι καλυπτόταν από κάλτσες ή άλλους “σωλήνες”. Στα τέλη του ίδιου αιώνα η καλύπτρα του καβάλου είχε ενσωματωθεί με τους “σωλήνες” που έφθαναν μέχρι τα γόνατα διαμορφώνοντας ένα παντελόνι με άνοιγμα μπροστά. Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, οι άνδρες πολίτες δημιούργησαν ένα κοστούμι για την εργατική τάξη, το κάτω μέρος του οποίου εμπνεύσθηκαν από τη φορεσιά του ήρωα της ιταλικής κωμωδίας Πανταλόνε. Με τον τρόπο αυτόν σημείωσαν τη διαφορετικότητά τους σε σχέση με την αστική τάξη, οι άνδρες της οποίας φορούσαν “βράκα”. Η νέα φορεσιά των επαναστατών διέφερε από εκείνη των καθεστωτικών κυρίως σε τρία σημεία του παντελονιού: ήταν άνετο αντίθετα από τη “βράκα”, είχε μήκος μέχρι τον αστράγαλο και ήταν ελεύθερο στο κάτω μέρος. Το ίδιο στυλ εισήχθη στην Αγγλία τον 19ο αιώνα από τον εικονιζόμενο δεξιά Μπο Μπρούμελ, τον γνωστό και ως “ωραίο Μπρούμελ”, Άγγλο δανδή που επηρέασε στο μέγιστο βαθμό τις στυλιστικές συνήθειες των Βρετανών. Ωστόσο τα παντελόνια το γκολφ και του κυνηγιού εξακολουθούσαν να έχουν μήκος μέχρι το γόνατο.

Από την εποχή αυτή και μετά το παντελόνι υιοθετήθηκε από τους άνδρες, σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο και άρχισαν να εμφανίζονται διάφορα είδη, όπως για παράδειγμα το σορτς για τους αθλητές, τα αγόρια και τα τροπικά μέρη ενώ η “βράκα” διατηρήθηκε ως ένδυση μέχρι τον 20ο αιώνα σε ορισμένα δικαστήρια και αθλήματα. Στην καθιέρωση και διάδοση του παντελονιού θεωρείται ότι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο οι ναυτικοί που ήδη από τον 16ο αιώνα φορούσαν φαρδιά παντελόνια σε συνδυασμό ή όχι με “σωλήνες”, τα χαρακτηριστικά “galligaskins” όπως φαίνονται στον πίνακα αριστερά. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί η ετυμολογία της λέξης αυτής σύμφωνα με το Λεξικό της Οξφόρδης. Πρώτη εκδοχή είναι ο συνδυασμός των λέξεων galley+ Gascon. Η μεν πρώτη σημαίνει μαγειρεία, μαγειρεία πλοίου και τριήρης ενώ η δεύτερη σχετίζεται με τη χώρα των Βάσκων και ειδικότερα με το κομμάτι της νοτιοδυτικής Γαλλίας όπου κατοικούσαν Βάσκοι, γνωστή περιοχή ως πατρίδα του ντ΄ Αρτανιάν, του Συρανό ντε Μπερζεράκ, του Ανρί του Γ΄ αλλά και του φουα γκρα. Η δεύτερη εκδοχή αφορά στην παρωχημένη γαλλική λέξη “gargesque” που προέρχεται από το θηλυκό της ιταλικής λέξης “grechesco” που σημαίνει “ελληνικό”.

Όμοια συνεισφορά είχε ο κλάδος των ναυτικών και στη διάδοση του μπλουτζίν. Πράγματι το ύφασμα το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη ραφή των “galligaskins” οι Γενουάτες ναυτικοί ήταν το γνωστό μας ντένιμ, η προέλευση της ονομασίας του οποίου αμφισβητείται αν οφείλεται στην υφασματοπαραγωγική γαλλική πόλη Νιμ. Πάντως, έχει επιβεβαιωθεί ότι το ύφασμα που παραγόταν από μαλλί και μετάξι, ήταν γνωστό στη Γαλλία από τον 17ο αιώνα ενώ στα τέλη του λειτουργούσαν εργοστάσια παραγωγής του και στην Αγγλία. Έτσι, εξετάζεται και το ενδεχόμενο να έχει δοθεί το όνομα από τους Άγγλους ώστε να του προσδώσουν λίγη από τη γαλλική φινέτσα. Την ίδια περίοδο στo Λάνκασαϊρ (Αγγλία) αναφέρεται η παραγωγή του “τζιν”, ενός υφάσματος από μείγμα βαμβακιού με μαλλί ή λινό, η ονομασία του οποίου πιθανολογείται ότι προέρχεται από τη Γένοβα. Στα τέλη του 18ου αιώνα στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού εργοστάσια παρήγαγαν ντένιμ βαμβακερό ύφασμα αλλά και τζιν για διαφορετική χρήση. Με το πρώτο ράβονταν ρούχα εργασίας ενώ με το άλλο ρούχα γενικότερης χρήσης.

Το 1850, o Βαυαρός Λεβί Στρος, λίγα χρόνια μετά την άφιξή του στις ΗΠΑ αποφάσισε να ταξιδέψει στην περιοχή της Καλιφόρνια όπου ζούσαν και εργάζονταν χρυσοθήρες, πουλώντας ξηρούς καρπούς και υφάσματα. Έχοντας παρατηρήσει ότι είναι αναγκαία τα ανθεκτικά ρούχα δημιούργησε φόρμες εργασίας από σκληρό ύφασμα τις οποίες αργότερα ξεκίνησε να ράβει από ντένιμ που ήταν πιο μαλακό και ανεκτό από τους εργάτες. Έτσι καθιερώθηκε σαν έμπορος και διακινητής ενδυμάτων από ντένιμ τις δύο επόμενες δεκαετίες. Το 1872 ο ράφτης Τζέικομπ Ντέιβις, ο οποίος χρησιμοποιούσε υφάσματα του Στρος, αναζητώντας επενδυτή για να πάρει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και να αρχίσει να κατασκευάζει ένα νέου τύπου παντελόνι από ύφασμα ντένιμ με μεταλλικές ενισχύσεις στις τσέπες, ώστε να μην σκίζονται εύκολα, απευθύνθηκε στον ίδιο τον Στρος. Έτσι λοιπόν, από την επόμενη χρονιά, οι δύο συνεταίροι ξεκίνησαν τη μαζική παραγωγή ενός νέου είδους παντελονιού, του μπλουτζίν, που έμελλε να γράψει ιστορία.

Την ίδια εποχή σε μια άλλη περιοχή του πλανήτη δημιουργείται το χακί παντελόνι που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα από τους περισσότερους στρατούς. Στη χώρα των “πέντε ποταμών” στην Ινδική Παντζάμπ ο Σερ Χάρι Λούμσντεν επικεφαλής στρατεύματος των Βρετανών αποικιοκρατών θεώρησε ότι οι στρατιώτες ήταν καλύτερο να ντύνονται σύμφωνα με τον τοπικό ενδυματολογικό κώδικα, φορώντας δηλαδή μπλούζα, παντελόνι και τουρμπάνι, όλα λευκά και βαμβακερά. Την επόμενη χρονιά τα λευκά παρέδωσαν τη θέση τους σε ένα γκρι χρώμα που πετύχαιναν με χρωστική από το φυτό Μαζαρί που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για καμουφλάζ διάφορες αφγανικές φυλές. Ωστόσο με τη χρωστική αυτή δεν ήταν δυνατόν να βαφούν τα δερμάτινα μπουφάν κι έτσι εναλλακτικά έκαναν πρόσμειξη του χρώματος με χυμό μουριάς. Έτσι γεννήθηκε το “χακί” το οποίο στην ινδουιστική γλώσσα σημαίνει “σκόνη”. Παντελόνια –και γενικά στολές- χακί φορούσαν οι Βρετανοί το 1868 όταν επιχειρούσαν κατά της Αιθιοπίας, και στον πόλεμο των Μπόερς (1899-1902). Οι Αμερικανοί το φόρεσαν πρώτη φορά το 1898 στον πόλεμο με την Ισπανία για τον έλεγχο της Κούβας. Σήμερα, το χακί παντελόνι φοριέται και ως πολιτικό ρούχο.

Η δολοφονία του Καποδίστρια, Διονύσιος Τσόκος (1814 ή 1820-1862)

Στην Ελλάδα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οι κάτοικοι εμφάνιζαν ποικίλη ενδυματολογική συμπεριφορά. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές για την ενδυμασία των ανδρών στις Εθνοσυνελεύσεις όπου οι πληρεξούσιοι φορούσαν φουστανέλες, ράσα, φράγκικα, ασιατικές βράκες και άλλα. Από τους πρώτους που διακωμωδούσαν τη συγκεκριμένη ενδυματολογική ανομοιομορφία ήταν ο Αλέξανδρος Σούτσος ο οποίος ντυνόταν ευρωπαϊκά. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπ΄ όψιν ότι η ένδυση στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα δεν υποδήλωνε μόνο τη γεωγραφική και την ταξική καταγωγή των κατοίκων αλλά επιβαλλόταν κιόλας καθώς οι Τούρκοι μισούσαν τα φράγκικα ρούχα. Είναι χαρακτηριστική η σχετική παράγραφος επιστολής του Ένγκελς προς τον Μαρξ (9/3/1853): “Αν κάποιος Ευρωπαίος πέσει θύμα κακομεταχείρισης στην Τουρκία, το φταίξιμο είναι δικό του, αφού ο Τούρκος δεν μισεί τη θρησκεία και τον χαρακτήρα, παρά μονάχα τα στενά βρακιά των Φράγκων”! Τελικά, μισό αιώνα μετά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, η χώρα μας έχοντας υιοθετήσει και αποπέμψει έναν φουστανελοφόρο βορειοευρωπαίο βασιλιά, κατάφερε να αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό ενδυματολογική ομοιομορφία. Το 1870 όχι μόνο εγκαταλείφθηκε η φουστανέλα, που τόσο βόλευε τον Καραϊσκάκη στην επίδειξη των οπισθίων του στους Τούρκους, αλλά πολύ γρήγορα το ανδρικό, ευρωπαϊκού τύπου, κοστούμι πέρασε και στα λαϊκά στρώματα. Εξάλλου ήταν οικονομικά πιο προσιτό. Σε ό,τι αφορά στο στρατό, το “χακί” εισήχθη το 1908 ως αποκλειστική στολή εκστρατείας και ασκήσεων. Θεωρείται μάλιστα μεγάλη καινοτομία στην εξέλιξη της ελληνικής στρατιωτικής στολής και ειδικότερα το παντελόνι που ήταν κοντό, φτιαγμένο από μαλλί και φοριόταν με κνημίδες.

Στις μέρες μας οι δυτικοί άνδρες φορούν παντελόνια με εξαίρεση τις τελετουργικές ενδυμασίες των Σκώτων, των ιερέων, των Ελλήνων και άλλων κυρίως βαλκάνιων, των ακαδημαϊκών και σπανιότερα δικαστών, αλλά και τα ρούχα του σπιτιού όπως οι ρόμπες. Σε πολλές ασιατικές και αφρικανικές χώρες το παντελόνι καλύπτεται συνήθως από μανδύες ανάλογα με την γεωγραφική, ταξική και θρησκευτική προέλευση των ανδρών.

Μπορεί όμως στο δυτικό κόσμο και στις χώρες της Εγγύς Ανατολής το παντελόνι να κυριάρχησε ως ανδρικό ένδυμα από τον 19ο αιώνα, ωστόσο στις χώρες της “άλλης” Ανατολής τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Στην Κίνα, η ρόμπα ως ανδρικό και γυναικείο ένδυμα είναι στενά συνδεδεμένη με τον πανάρχαιο πολιτισμό και εξελίχθηκε ανάλογα με τις αυτοκρατορικές γενιές. Το χρώμα, το σχέδιο και η διακόσμηση της κινέζικης ρόμπας δήλωνε την ταξική προέλευση επί χιλιετίες ολόκληρες. Ωστόσο, την περίοδο της δυναστείας των Χαν (25-220) αναφέρεται ότι όλοι οι άνδρες, εργάτες, αγρότες, επιχειρηματίες, και γραφείς, φορούσαν κοντό σακάκι, παντελόνι και από πάνω μια κοντή φούστα. Αναφορές υπάρχουν και για τη δυναστεία των Μινγκ (1368–1644) οπότε οι εργάτες φορούσαν παντελόνι με μαύρη χαρακτηριστική ζώνη ενώ στην επόμενη δυναστεία των Τσινγκ (1644–1911) το παντελόνι εμφανίζεται σε συνδυασμό με φούστα, κεντημένο ή με ανάγλυφη διακόσμηση. Τελικά, το είδος αυτό μπορεί να μην αποτελούσε το σημαντικότερο στοιχείο της ένδυσης των Κινέζων, όμως προκύπτει ως αναπόσπαστο μέρος της. Πράγματι, το παντελόνι βρίσκεται και στις κατηγορίες των παραδοσιακών κινεζικών ενδυμάτων ( pien-fu, ch'ang-p'ao και shen-i), ανεξάρτητο ή ραμμένο με το πουκάμισο και πάντως, αποτέλεσε βασικό ένδυμα για άντρες και γυναίκες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.

Στη χώρα του κιμονό, το παντελόνι αποτελεί βασικό κομμάτι της παραδοσιακής ανδρικής φορεσιάς. Παντελόνια κοντά ή μακριά, φτιαγμένα από διάφορα υφάσματα, μονόχρωμα, καρό, κεντημένα, με τιράντες ή όχι, φοριούνται πολλούς αιώνες από τους Ιάπωνες σε κάθε δραστηριότητά τους. Επίσης, οι Κορεάτες φαίνεται να φορούσαν παντελόνι από τον 15ο αιώνα, ίσως για μικρό διάστημα. Ωστόσο, εκεί παντελόνι φορούσαν και τα δύο φύλα. Οι άνδρες φορούσαν παντελόνι (paji) τόσο ως εξωτερικό ένδυμα όσο και ως εσώρουχο κάτω από φούστες, ενώ οι γυναίκες το φορούσαν ουσιαστικά ως εσώρουχο (sokgot), επίσης κάτω από φούστα. Όπως και στην Ευρώπη, έτσι κι εκεί το είδος διαφοροποιούταν ανάλογα με την εποχή, την περιοχή και το φύλο περιλαμβάνοντας απλό αφοδράριστο ύφασμα (gouei) έως παραγεμισμένο (sombaji).

Οι γυναίκες άργησαν να φορέσουν παντελόνια ή για την ακρίβεια καθυστέρησε πολύ η άρση της απαγορευτικής νομοθεσίας. Ο μυθικός λαός των Αμαζόνων απεικονίζεται με παντελόνια ενώ όπως αναφέρθηκε οι Κορεάτισσες φαίνεται να φορούσαν κι αυτές, πάντα όμως με φούστα. Μέχρι το 1970, ακόμη και οι δυτικές κοινωνίες δεν αποδέχονταν το παντελόνι στις γυναίκες αν και πολλές από αυτές αρέσκονταν κατά καιρούς να “σκανδαλίζουν” την κοινωνία. Στη Γαλλία με νόμο του 1799, ο οποίος βρίσκεται ακόμη σε ισχύ (!) “καμία γυναίκα δεν πρέπει να φορά άλλα ρούχα από αυτά του φύλου της για λόγους υγείας”. Υπήρξαν όμως, και γυναίκες που αδιαφορούσαν για τις διατάξεις του νόμου όπως η φεμινίστρια συγγραφέας Γεωργία Σάνδη (1804-1876) που συνήθιζε να ντύνεται με ανδρικά ρούχα για να “διεισδύσει” σε απαγορευμένους για γυναίκες χώρους. Η ιστορικός Κριστίν Μπαρντ αναφέρει επίσης ότι το παντελόνι φοριόταν συχνά από γυναίκες όλων των κοινωνικών τάξεων που αψηφούσαν την απαγόρευση: “Ο λόγος για εργάτριες, χωριάτισσες, περιπετειώδεις, συγγραφείς, καλλιτέχνιδες, μαχήτριες, επαναστάτιδες...” . Τη δεκαετία του 1960, ο μόδεστρος Αντρέ Κουρέζ εισήγαγε ως μόδα το μακρύ παντελόνι για τις γυναίκες, ωθώντας και τους άλλους σχεδιαστές να τον ακολουθήσουν. Σύντομα το παντελόνι αναγνωρίσθηκε ως γυναικεία ενδυμασία σε όλους τους χώρους: στα σχολεία, στους χώρους εργασίας και στα καλά εστιατόρια.

Απέναντι, στη Μεγάλη Βρετανία, από τα μέσα του 19ου αιώνα, εργάτριες στα ανθρακωρυχεία του Γουίγκαν φορούσαν παντελόνια, γεγονός που κρινόταν από τη βικτωριανή κοινωνία ως σκανδαλώδες! Ωστόσο οι γυναίκες αυτές έκαναν μια εξαιρετικά επίπονη χειρωνακτική εργασία η οποία δεν θα γινόταν εύκολα με τις μακριές φούστες που επέβαλε η εποχή. Στο σημείο αυτό αξίζουν προσοχής ορισμένα στοιχεία για την πόλη Γουίγκαν, το όνομα της οποίας σημαίνει στη γλώσσα μας “χονδρό πανί” και ανήκει στην περιοχή του Λάνκσαϊρ όπου, όπως αναφέρθηκε, λειτουργούσαν εργοστάσια παραγωγής τζιν υφάσματος. Η πόλη έγινε γνωστή, κυρίως, για τα ανθρακωρυχεία της, τα οποία εκτείνονταν σε αρκετά χιλιόμετρα αλλά και για τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας που επικρατούσαν. Ο Τζώρτζ Όργουελ στο βιβλίο του με τίτλο “Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν” περιγράφει, με τα πιο μελανά χρώματα, τη ζωή της εργατικής τάξης στην περιοχή, κριτικάροντας την κοινωνική αδικία, την ανεργία, την εξαθλίωση και τις σκληρές συνθήκες εργασίας στα ανθρακωρυχεία και τις βιομηχανίες. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στο πλαίσιο της καθιέρωσης “δελτίου ενδυμάτων” πολλές Βρετανίδες άρχισαν να φορούν τα ρούχα των συζύγων τους, που υπηρετούσαν στο μέτωπο, προκειμένου να πάνε στη δουλειά τους. Στη φωτογραφία εργάτριες στο Λονδίνο το 1940. Η πρακτική αυτή δεν καταδικάστηκε ίσως επειδή διευκόλυνε τις γυναίκες να χρησιμοποιούν τα κουπόνια για την προμήθεια άλλων, κρισιμότερων αγαθών. Μέχρι το καλοκαίρι του 1944, οι πωλήσεις των γυναικείων παντελονιών, στη χώρα, είχαν πενταπλασιαστεί.

Στην αμερικανική Δύση οι αγρότισσες φορούσαν από τον 19ο αιώνα παντελόνια, κυρίως ιππασίας. Στις αρχές του 20ου αιώνα το παντελόνι άρχισε να διαδίδεται και στις εργαζόμενες γυναίκες ειδικότερα μετά την προβολή τους από τις γυναίκες αεροπόρους. Σημαντική επίσης ήταν η επίδραση του Χόλιγουντ με την Μάρλεν Ντίντριχ και την Κάθριν Χέπμπορν να φωτογραφίζονται πολύ συχνά φορώντας παντελόνι. Εξάλλου η Χέπμπορν ήταν κόρη μιας Αμερικανής φεμινίστριας της Κάθριν Μάρθα Χάουτον. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου οι γυναίκες που δούλευαν σε εργοστάσια παραγωγής προϊόντων σχετικών με τον πόλεμο φορούσαν συνήθως παντελόνι ενώ μετά τη λήξη το είδος διαδόθηκε ως γυναικείο ένδυμα κηπουρικής, διακοπών και άλλων παρόμοιων-ανεπίσημων δραστηριοτήτων. Και στην Αυστραλία όμως, οι γυναίκες αεροπόροι ήταν εκείνες που συνέβαλαν στη διάδοσή του, με πρωτοπόρες τη Φλοράνς Τέιλορ (1909) και τη Μίλισεντ Μπριγιάν (1927).


Στη Σοβιετική Ένωση το παντελόνι φοριόταν χωρίς περιορισμούς από τις γυναίκες, οι οποίες άλλωστε είχαν ίσα δικαιώματα με τους άνδρες. Ωστόσο, παρατηρώντας τις σοβιετικές αφίσες εύκολα διαπιστώνει κάποιος ότι υπήρχε μια τάση να απεικονίζονται οι γυναίκες, και κυρίως οι αγρότισσες, με μακριές φούστες, γεγονός που κατευθύνει σε πολιτισμικά στοιχεία. Αν όμως το παντελόνι καθιερώθηκε ως γυναικείο ένδυμα στις περισσότερες χώρες, δεν σημαίνει ότι διείσδυσε σε όλους τους πολιτισμούς. Δυστυχώς σε αρκετά μουσουλμανικά κράτη οι ποινές για τη γυναίκα που το φορούν είναι εξαιρετικά ειδεχθείς. Αρκεί να αναφερθεί η τιμωρία με μαστίγωμα γυναικών στο Σουδάν επειδή φορούσαν παντελόνι! Ασφαλώς η απαγόρευση δεν σχετίζεται μόνο με το Ισλάμ. Πολλές χριστιανικές αιρέσεις εξακολουθούν να απαγορεύουν το παντελόνι στις γυναίκες επιχειρηματολογώντας με κακές μεταφράσεις του Δευτερονομίου. Εκτός από τον γαλλικό νόμο που προαναφέρθηκε και ισχύει –τυπικά- από το 1799 απαγορεύοντας στις Γαλλίδες το παντελόνι, φαινόμενα θεσμοθέτησης σχετικών απαγορεύσεων διαπιστώνονται και σε Πολιτείες των ΗΠΑ και μάλιστα πρόσφατα. Στη Λουιζιάνα από το 2004 και στη Βιρτζίνια από την επόμενη χρονιά επιβάλλονται χρηματικά πρόστιμα σε όλους όσους φορούν κοντοκάβαλο παντελόνι προβάλλοντας δημόσια τα εσώρουχά τους. Μπορεί ο νόμος να ισχύει για άνδρες και γυναίκες όμως διατυπώθηκε η άποψη ότι πλήττει κυρίως τους αφροαμερικανούς που συνηθίζουν αυτό το είδος παντελονιού.

Τέλος, αν και ο συμβολικός χαρακτήρας του παντελονιού, ως ένδειξη ανδρισμού, έχει υποστεί σημαντική έκπτωση, το ίδιο δεν έχει συμβεί με την αξία ενός από τα ωραιότερα ποιήματα, παγκοσμίως, που έχει τον τίτλο “Σύννεφο με παντελόνια”. Ένα ποίημα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι.

[…] Ούτε μια γκρίζα τρίχα δεν έχω στην ψυχή,
μήτε των γηρατειών την στοργή!
Μέγας ο κόσμος με της φωνής τη δύναμη
έρχομ΄ όμορφος
στα εικοσιδυό μου χρόνια.
Τρυφεροί μου!
Αφήστε τον έρωτα στα βιολιά
Είναι βάρβαρο στα τύμπανα να μένει.
Και δεν μπορείτε να φέρετε τα πάνω κάτω όπως εγώ,
ώστε να μείνουν μόνο τα χείλη.
Ελάτε να μάθετε –
απ’ το βελούδινο σαλόνι
του τάγματος των αρχαγγέλων το πρωτόκολλο
που ήρεμα τα χείλη ξεφυλλίζει
όπως η μαγείρισσα το βιβλίο των συνταγών.
Πηγαίνετε -
Η σάρκα πάει να με τρελάνει
- κι όπως αλλάζει χρώμα ο ουρανός -
πηγαίνετε –
θα είμαι άψογα τρυφερός,
δεν είμαι άντρας εγώ, είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια![…]

πηγήhttp://gefyrismoi.blogspot.com/2011/08/blog-post_25.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου