Γεωτεκτονική διαίρεση της Ελλάδας
Οι Ελληνικές οροσειρές που ανήκουν στο Διναρικό κλάδο του Αλπικού συστήματος αλύσεων ορέων, υποδιαιρούνται σε γεωτεκτονικές ζώνες η κάθε μία από τις οποίες συνίσταται από ορισμένη στρωματογραφική διαδοχή των ιζημάτων της, από τους ιδιαίτερους λιθολογικούς χαρακτήρες της και από την ιδιαίτερη τεκτονική της συμπεριφορά, στοιχεία γενικά που εξαρτώνται από την παλαιογεωγραφική της θέση.
Οι Ελληνικές γεωτεκτονικές ζώνες, οι οποίες συνηθίστηκε να λέγονται απλά "Ελληνίδες ζώνες", είναι από τα Ανατολικά προς τα Δυτικά οι εξής
1) Η μάζα της Ροδόπης
2) Η Σερβομακεδονική μάζα
3) Η Περιροδοπική ζώνη
4) Η ζώνη Παιονίας
5) Η ζώνη Πάικου Οι τρεις αυτές ζώνες είναι περισσότερο γνωστές
6) Η ζώνη Αλμωπίας με το κοινό όνομα ζώνη Αξιού.
7) Η Πελαγονική ζώνη
8) Η Αττικοκυκλαδική ζώνη
9) Η Υποπελαγονική ζώνη ή ζώνη Ανατολικής Ελλάδας
10) Η ζώνη Παρνασσού-Γκιώνας
11) Η ζώνη Ωλονού-Πίνδου
12) Η ζώνη Γαβρόβου-Τρίπολης
13) Η Αδριατικοϊόνιος ζώνη
14) Η ζώνη Παξών ή Προαπουλία
Εκτός από τις παραπάνω δεκατέσσερις ζώνες, αναφέρονται ακόμη σαν διακριτές γεωτεκτονικές μονάδες η Ενότητα "Ταλέα όρη - πλακώδεις ασβεστόλιθοι" που μάλλον ανήκει στην Αδριατικοϊόνιο ζώνη, καθώς και η Ενότητα Βοιωτίας, που πιθανόν είναι τμήμα της Υποπελαγονικής ζώνης.
Από τις γεωτεκτονικές ζώνες της Ελλάδας οι μάζες Ροδόπης και Σερβομακεδονικής θεωρούνται ότι αποτελούν την "Ελληνική Ενδοχώρα", οι ζώνες Περιροδοπική, Παιονίας, Πάικου, Αλμωπίας, Πελαγονική, Αττικοκυκλαδική και Υποπελαγονική ονομάζονται "Εσωτερικές Ελληνίδες" και οι ζώνες Παρνασσού-Γκιώνας, Ωλονού-Πίνδου, Γαβρόβου-Τρίπολης, Αδριατικοϊόνιος και Παξών ονομάζονται "Εξωτερικές Ελληνίδες".
Συγκριτική παλαιογεωγραφική και τεκτοορογενετική εξέλιξη των Ελληνίδων
Οι μάζες της Ροδόπης και Σερβομακεδονικής της Ελληνικής Ενδοχώρας, που συγκροτούνται κυρίως από προ-Αλπικά κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα, είναι τμήματα παλιού ηπειρωτικού φλοιού. Τα λίγα Αλπικά ιζήματα των δύο ζωνών είναι τυπικά νηριτικά, γεγονός που δείχνει ότι στους Αλπικούς χρόνους η Ελληνική Ενδοχώρα ήταν ρηχή θάλασσα ενώ μεγάλο μέρος αυτής ήταν χέρσος.
Η Περιροδοπική ζώνη παλαιογεωγραφικά αντιπροσώπευε την ηπειρωτική κατωφέρεια από τις ηπειρωτικές μάζες της Ελληνικής Ενδοχώρας (Ροδόπη και Σερβομακεδονική) προς την ωκεάνια περιοχή της ζώνης Αξιού. Η ηπειρωτική κατωφέρεια κατέληγε σε μια βαθιά αύλακα περιφερειακή της ηπειρωτικής μάζας με ιζήματα βαθιάς θάλασσας.
Η ζώνη Αξιού παρ' όλη τη διαίρεση της σε τρεις επί μέρους ζώνες με διαφοροποιημένους παλαιογεωγραφικούς χαρακτήρες, θεωρείται ως ενιαία παλιά ωκεάνια περιοχή από όπου προήλθαν οι οφειόλιθοι, με ιζηματογένεση τυπική βαθιάς θάλασσας.
Νηριτική ιζηματογένεση είχαν κατά τους Αλπικούς χρόνους τόσο η Πελαγονική ζώνη, όσο και η Αττικοκυκλαδική, που ήταν ηπειρωτικά τεμάχη με ρηχή θάλασσα.
Η Υποπελαγονική ζώνη αποτελεί τη δυτική ζώνη των οφειολίθων της Ελλάδας και πιστεύεται ότι μαζί με τη ζώνη Ωλονού-Πίνδου αντιπροσώπευαν μια παλιά ωκεάνια περιοχή με ιζήματα αβυσικά-πελαγικά, ενώ ιδιαίτερα η Υποπελαγονική καθορίσθηκε ότι περιλαμβάνει και το χώρο της κατωφέρειας της Πελαγονικής προς τον ωκεανό.
Οι Εξωτερικές Ελληνίδες ζώνες Παρνασσού-Γκιώνας, Γαβρόβου-Τρίπολης, Αδριατικοϊόνιος και Παξών τοποθετούνται στην Απουλία μικροπλάκα, που αποσπάσθηκε από την Γκοντβάνα και αντιπροσωπεύουν περιοχές συνεχούς ηπειρωτικής νηριτικής ιζηματογένεσης κατά τους Αλπικούς χρόνους. Σχετική διαφοροποίηση παρατηρείται στην ιζηματογένεση της Αδριατικοϊονίου ζώνης που είχε, κυρίως, κατά την περίοδο του Μέσου-Ανω Ιουρασικού, χαρακτήρες ηπειρωτικής λεκάνης, όπου αποτέθηκαν πελαγικά-ημιπελαγικά ιζήματα".
Σύμφωνα με την παλαιογεωγραφική οργάνωση που προτάθηκε για τον Ελληνικό χώρο από τους Aubouin (1959, 1965) και Mercier (1968), η συγκριτική παλαιογεωγραφική εξέλιξη των Ελληνίδων ζωνών, που από την άποψη της προ-ορογενετικής τους παλαιογεωγραφίας χαρακτηρίζονται ως Ελληνικές ισοπικές ζώνες, μπορεί να συνοψισθεί για τους Αλπικούς χρόνους στα παρακάτω:
Κατά το Τριαδικό η ιζηματογένεση θεωρείται σχετικά ομοιόμορφη νηριτική για ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο που βρίσκονταν κάτω από τη στάθμη της θάλασσας της Τηθύος. Από το Ανω Τριαδικό αρχίζει η διαμόρφωση των χώρων βαθύτερης ιζηματογένεσης που ήταν η αύλακα της ζώνης Παιονίας και η αύλακα της ζώνης Ωλονού-Πίνδου, όπου και αποθέτονται ιζήματα πελαγικά.
Στο Λιάσιο (Κάτω Ιουρασικό) διαμορφώνονται σε χώρους πελαγικής ιζηματογένεσης η ζώνη Αλμωπίας και η Αδριατικοϊόνιος ζώνη, όπου από το Δογγέριο (Μέσο Ιουρασικό) αποθέτονται πελαγικά-ημιπελαγικά ιζήματα (σχιστοκερατολιθική διάπλαση, πελαγικοί ασβεστόλιθοι), όπως και στις ζώνες Παιονίας και Πίνδου. Αντίθετα στις υπόλοιπες ισοπικές ζώνες εξακολουθεί η νηριτική ανθρακική ιζηματογένεση (ασβεστόλιθοι, δολομίτες κ.λπ.).
Την περίοδο Ανωτέρου Ιουρασικού - Κάτω Κρητιδικού εκδηλώνεται η ονομαζόμενη πρώιμη ορογενετική δράση που πλήτει τις Εσωτερικές Ελληνικές ζώνες και προκαλεί πτύχωση των σχηματισμών τους. Ταυτόχρονα προκαλείται απόσυρση της θάλασσας και προσωρινή ανάδυση των Εσωτερικών ζωνών και χέρσευση αυτών κατά το Κάτω Κρητιδικό. Η διακοπή αυτή της ιζηματογένεσης που μεταφράσθηκε σε συγκεκριμένο στρωματογραφικό κενό κατά το Κάτω Κρητιδικό στις Εσωτερικές ζώνες, δεν έλαβε χώρα στις Εξωτερικές ζώνες, όπου η ιζηματογένεση συνεχίσθηκε αδιάκοπη χωρίς στρωματογραφικό κενό.
Στο Μέσο Κρητιδικό η στάθμη της θάλασσας ανήλθε και κάλυψε και πάλι το χώρο των Εσωτερικών Ελληνίδων με τη λεγόμενη Μέσο-Ανω Κρητιδική επίκλυση της θάλασσας ή "επίκλυση του Κενομανίου", η οποία απέθεσε τα Μέσο-Ανω Κρητιδικά στρώματα με ασυμφωνία πάνω στους πτυχωμένους προ-Κρητιδικούς σχηματισμούς. Σε πολλές περιοχές η έναρξη της επίκλυσης σημαδεύεται από την απόθεση ως πρώτου στρώματος ενός κροκαλοπαγούς επίκλυσης (κροκαλοπαγές βάσης) το οποίο παρατηρείται μόνο στις Εσωτερικές ζώνες και όχι στις Εξωτερικές, όπου η ιζηματογένεση συνεχίσθηκε αδιατάρακτη.
Στο Ανω Κρητιδικό η ιζηματογένεση συνεχίζεται πελαγική, κυρίως με πυριτικούς πλακώδεις ασβεστόλιθους, στις αύλακες και ανθρακική νηριτική στις ζώνες-υβώματα.
Στο Ανώτερο Κρητιδικό αρχίζει κατά ζώνες η απόθεση του τελικού φλύσχη που διήρκησε κατά ζώνη μέχρι το Μειόκαινο. Σχεδόν ταυτόχρονα, δηλαδή στο Τέλος Κρητιδικού - αρχές Τριτογενούς αρχίζει η τελική ορογενετική διεργασία των Ελληνίδων που οδηγεί στην οριστική τους ανάδυση. Το ορογενετικό κύμα αρχίζει από τα Ανατολικά από το όριο Ενδοχώρας - Εσωτερικών ζωνών και σταδιακά προωθείται προς τα Δυτικό στις Εξωτερικές ζώνες. Η ανάδυση των ισοπικών ζωνών γίνεται η μια μετά την άλλη και ακολουθεί την απόθεση του φλύσχη, που αποθέτεται σε κάθε ζώνη από τα Ανατολικά προς τα Δυτικά σταδιακά αργότερα. Για το λόγο αυτό ο φλύσχης θεωρείται για τον Ελληνικό χώρο ως το τελευταίο Αλπικό ίζημα. Έτσι η ανάδυση των Εσωτερικών ζωνών γενικά τοποθετείται στο Τέλος Κρητιδικού - Αρχές Παλαιοκαίνου, ενώ η Υποπελαγονική ζώνη πιστεύεται ότι αναδύθηκε στο Ανω Ηώκαινο, όπως και η ζώνη Παρνασσού-Γκιώνας. Η ανάδυση της Πίνδου έγινε στο Κάτω Ολιγόκαινο, της ζώνης Γαβρόβου-Τρίπολης στο Ανω Ολιγόκαινο, της Αδριατικοϊονίου στο Κάτω Μειόκαινο και της ζώνης Παξών στο Τέλος Μειόκαινου - Κάτω Πλειόκαινο.
Η τεκτονική δομή των Ελληνίδων ζωνών συγκροτείται γενικά από αλλεπάλληλα τεκτονικά καλύμματα και λέπια, τα οποία επωθούνται το ένα πάνω στο άλλο από τα Ανατολικά προς τα Δυτικά. Η εξέλιξη των τεκτονικών φαινομένων που κατέληξε στη συγκρότηση των επωθημένων λεπιών και καλυμμάτων προκλήθηκε από τη μετακίνηση των ορογενών από τα Εσωτερικά τόξα προς τα Εξωτερικά, μετακίνηση που συνδυάστηκε με την άσκηση ισχυρών συμπιεστικών τάσεων στο χώρο της εκάστοτε ορογενετικής λωρίδας. Οι συμπιεστικές τάσεις οφείλονταν φυσικά στο γενικό γεωδυναμικό σύστημα προσέγγισης και σύγκρουσης των μεγάλων λιθοσφαιρικών πλακών Ευρασίας και Γκοντβάνας και της καταστροφής του ωκεανού της Τηθύος.
Αποτέλεσμα των συμπιεστικών τάσεων είναι η δημιουργία πτυχών και ανάστροφων ρηγμάτων με επωθήσεις και εφιππεύσεις στην ορογενετική λωρίδα. Πιο συγκεκριμένα τα τεκτονικά αυτά φαινόμενα λαμβάνουν χώρα τόσο στην περιφερειακή τάφρο, όσο και στο εξωτερικό χείλος του νησιωτικού τόξου, με αποτέλεσμα την πτύχωση των ιζημάτων της τάφρου και τη συγκόλλησή τους στην ηπειρωτική μάζα. Στη συμπιεστική αυτή διαδικασία οι πτυχές που σχηματίζονται τοποθετούνται με τους κύριους άξονες κάθετους στη διεύθυνση των συμπιεστικών τάσεων, που είναι βέβαια και η διεύθυνση σύγκλισης των λιθοσφαιρικών πλακών. Επομένως οι πτυχές έχουν γενικό προσανατολισμό κατά μήκος του ορογενετικού τόξου και παράλληλα σ' αυτό. Στους κατώτερους ορίζοντες, που αντιπροσωπεύουν τα βυθιζόμενα ιζήματα κατά τη διαδικασία της βύθισης της πλάκας (subduction), λαμβάνει χώρα ισχυρή παραμόρφωση βάθους με δημιουργία ανισοπαχών πτυχών ισοκλινών ή πολύ κλειστών. Οι πτυχές αυτές σχηματίζονται ταυτόχρονα με τη μεταμόρφωση των πετρωμάτων (συμμεταμορφικές πτυχές) και συνοδεύονται από ανάπτυξη φύλλωσης ή σχιστότητας παράλληλα στα αξονικά επίπεδα των πτυχών. Στους ανώτερους ορίζοντες των ιζημάτων της τάφρου που δεν βυθίζονται σε μεγάλα βάθη η παραμόρφωση είναι επιφανειακή (λιγότερο ισχυρή) και οι σχηματιζόμενες πτυχές είναι ανοιχτές, ισοπαχείς και συνοδεύονται από ρήγματα. Η μεταμόρφωση στην επιφανειακή παραμόρφωση συνήθως απουσιάζει ή είναι πολύ ασθενική.
Με τις παραπάνω γεωτεκτονικές διεργασίες σχετίζονται οι φάσεις πτυχώσεων που διαπιστώθηκαν και διαχωρίστηκαν στον Ελληνικό χώρο. Οι ισοκλινείς και υποϊσοκλινείς-κλειστές πτυχές των φάσεων JE1 και JE2 του Ανωτέρου Ιουρασικού και Κάτω Κρητιδικού αντίστοιχα που μελετήθηκαν στις Εσωτερικές ζώνες, είναι φαινόμενα παραμόρφωσης βάθους που έλαβαν χώρα κατά τη βύθιση και καταστροφή της Τηθύος και συνοδεύονται από μεταμόρφωση και ανάπτυξη σχιστότητας κατά αξονικό επίπεδο. Οι ανοιχτές, ισοπαχείς πτυχές και οι knick πτυχές των φάσεων CT1, CT2, CT3, του Τριτογενούς αντιπροσωπεύουν μάλλον τις σχετικά επιφανειακές παραμορφώσεις που έλαβαν χώρα είτε στην περιφερειακή τάφρο κατά την ενδεχόμενη μετανάστευση προς τα Εξωτερικά της διαδικασίας βύθισης, είτε στον ηπειρωτικό χώρο κατά την τελική ηπειρωτική σύγκρουση και συνοδεύονται από ασθενική μεταμόρφωση μόνο κατά περιοχές.
Γεωδυναμικά μοντέλα που έχουν προταθεί για την εξέλιξη του συστήματος της Τηθύος στον Ελληνικό και στον ευρύτερο Μεσογειακό χώρο
Σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν σε προηγούμενο κεφάλαιο σχετικά με τη γεωτεκτονική εξέλιξη του Αλπικού συστήματος της Τηθύος, ένα από τα βασικά ερωτήματα που απασχόλησαν τους γεωεπιστήμονες τα τελευταία χρόνια ήταν η ακριβής θέση του ωκεανού της Τηθύος. Ειδικότερα για τον ευρύτερο χώρο της Ελλάδας το πρόβλημα εντοπίσθηκε από την αρχή της διάδοσης και εφαρμογής της νέας θεωρίας των λιθοσφαιρικών πλακών στο θέμα, με ποια από τις γεωτεκτονικές ζώνες της Ελλάδας ταυτίζεται ο ωκεανός της Τηθύος ή καλύτερα ποια ζώνη έχει τους σχηματισμούς που αντιπροσωπεύουν τον κατεστραμμένο ωκεάνιο φλοιό της Τηθύος.
Η πρώτη τάση που αναπτύχθηκε στους γεωεπιστήμονες τη δεκαετία του 1970 ήταν φυσικά ότι ο ωκεάνιος χώρος της Τηθύος ταυτίζονταν με τη ζώνη Ωλονού-Πίνδου που είχε από την παλιά - κλασσική γεωλογική αντίληψη θεωρηθεί ως το "Ελληνικό ευγεωσύγκλινο".
Σύμφωνα με όλα τα γεωδυναμικά μοντέλα που προτάθηκαν με βάση την αρχή αυτή ο ωκεανός της Τηθύος, που χώριζε την Ευρασία από την Γκοντβάνα, δημιουργήθηκε από το Πέρμιο με ανάπτυξη μεσοωκεάνιας ράχης που λειτούργησε στο Λιάσιο-Δογγέριο του Ιουρασικού και άρχισε να βυθίζεται κάτω από την Ευρώπη από την εποχή του Ανω Ιουρασικού.
Τα στάδια ανοίγματος και κλεισίματος του ωκεανού της Τηθύος ήταν σύμφωνα πάντα με τις ίδιες αρχικές απόψεις, ανάλογα με τη διαδικασία ανοίγματος του Ατλαντικού ωκεανού και σαν θέση του ωκεανού της Τηθύος ορίζονταν ακριβέστερα ο χώρος ανάμεσα στην κατωφέρεια της ζώνης Πίνδου από την πλευρά της Γκοντβάνας και της κατωφέρειας της Πελαγονικής από την πλευρά της Ευρασίας.
Η τοποθέτηση της Τηθύος στο χώρο της Πίνδου πήρε αργότερα μια διαφορετική έννοια με τον γενικότερο καθορισμό της θέσης της Τηθύος στο όριο Εσωτερικών και Εξωτερικών Ελληνίδων Έτσι σαν πιθανή θέση προβάλλεται πλέον η Υποπελαγονική ζώνη (ή ζώνη της Όθρυς, όπως ονομάσθηκε από ορισμένους για να δοθεί έμφαση στις μεγάλες οφειολιθικές μάζες της περιοχής αυτής) ή ακόμη ο ενοποιημένος χώρος των ζωνών Υποπελαγονικής και Πίνδου.
Με την τάση αυτή της τοποθέτησης της Τηθύος Δυτικά της Πελαγονικής ζώνης συντάχθηκαν πολλοί επιστήμονες (Dercourt 1970, 1972, Smith & Woodcock 1976, κ.ά.).
Παράλληλα άλλες ομάδες γεωεπιστημόνων υποστήριξαν την άποψη ότι για τον Ελληνικό χώρο η Τηθύς θάλασσα αντιπροσωπεύεται από τη ζώνη Αξιού με τις μεγάλες οφειολιθικές εμφανίσεις. Για τη βύθιση της ωκεάνιας πλάκας στο χώρο της ζώνης Αξιού εκφράσθηκαν διάφορες απόψεις αν έγινε προς την πλευρά της Σερβομακεδονικής-Ροδόπης ή προς την πλευρά της Πελαγονικής. Με την γενική αυτή τάση της τοποθέτησης της Τηθύος Ανατολικά της Πελαγονικής ζώνης συντάχθηκαν επίσης πολλοί επιστήμονες (Dewey et al. 1973, Zimmerman 1972, κ.ά.}.
Ένα πολύ διαφοροποιημένο γεωδυναμικό μοντέλο εξέλιξης του Αλπικού συστήματος προτάθηκε από τους Dewey et al. (1973). Σύμφωνα με αυτό ανάμεσα στις μεγάλες ηπειρωτικές πλάκες της Γκοντβάνας και της Ευρασίας υπήρχαν πολλές μικροπλάκες (Απουλίας, Ροδόπης-Τουρκίας, Carnics κ.ά.) που αποσπάστηκαν από την Γκοντβάνα και κινήθηκαν ανεξάρτητα. Οι απόψεις του μοντέλου αυτού για τον Ελληνικό χώρο μπορούν να συνοψισθούν στα εξής: Η Ροδόπη, όπως και η Απουλία αποτελούσαν πριν το Πέρμιο τμήματα της Γκοντβάνας, ενώ η Τηθύς βρίσκονταν πολύ πιο Ανατολικά. Οι δυο αυτές περιοχές αποσπάστηκαν από την Γκοντβάνα και στο Τριαδικό χωρίστηκαν και μεταξύ τους και αποτέλεσαν δυο ανεξάρτητες μικροπλάκες, ενώ ανάμεσα τους αναπτύχθηκε νέος ωκεανός με μεσοωκεάνια ράχη που σήμερα αντιπροσωπεύεται από τη ζώνη Αξιού. Η καταστροφή αυτού του νέου ωκεανού προκλήθηκε στο Κάτω Κρητιδικό και συνεχίσθηκε μέχρι το Βουρδιγάλιο, οπότε ολοκληρώθηκε με την ενσωμάτωση και της Απουλίας στις μάζες της Ευρασίας.
Παρόμοια αντίληψη για την ύπαρξη πολλών μικροπλακών-ηπειρωτικών τεμαχών που αποσπώνται από μια μεγάλη ηπειρωτική λιθοσφαιρική πλάκα και μετακινούνται ανεξάρτητα και τελικά συγκρούονται με μια άλλη μεγάλη πλάκα, επικράτησε γενικά στο Παγκόσμιο γεωδυναμικό σύστημα και έγινε αντικείμενο πολλών ερευνών και συζητήσεων. Το σχήμα 19 δείχνει σε Παγκόσμια κλίμακα όλες τις μικροπλάκες-ηπειρωτικά τεμάχη που έχουν επισημανθεί και τα οποία είτε έχουν συμπληρώσει τον γεωδυναμικό τους κύκλο (διάρρηξη - απόσπαση - μετακίνηση - σύγκρουση - ορογένεση), είτε βρίσκονται στα αρχικά στάδια της διάρρηξης-απόσπασης και πρόκειται να οδηγηθούν στη σύγκρουση.
Εν τω μεταξύ με την επικράτηση της αντίληψης για την ύπαρξη μικρο-πλακών, κέρδιζε πλέον συνεχώς έδαφος στους κύκλους των επιστημόνων η ιδέα για την ύπαρξη περισσοτέρων της μιας ωκεάνιων περιοχών στον ευρύτερο χώρο που θεωρούνταν της Τηθύος. Έτσι για την Ελλάδα έγινε αποδεκτό ότι υπήρξαν δυο ωκεάνιοι χώροι: ένας στη θέση της ζώνης Αξιού και ένας στο χώρο Υποπελαγονικής-Πίνδου.
Με βάση την αντίληψη ίων δυο ωκεάνιων περιοχών του Αλπικού συστήματος δόθηκε από τον Boccaletti (1979) ένα άλλο μοντέλο εξέλιξης του χώρου της Μεσογείου, στο οποίο εκφράζεται η άποψη για ετεροχρονισμό στο κλείσιμο του ωκεανού της Τηθύος από τα Ανατολικά προς τα Δυτικά αρχίζοντας το Ιουρασικό στην περιοχή των Ποντίδων της Μικράς Ασίας. Η ύπαρξη ενός νότιου ωκεάνιου κλάδου που στον Ελληνικό χώρο τοποθετείται σε θέση Πίνδου-Υποπελαγονικής θεωρείται βέβαιη και ενισχύεται από τη γραμμική τοποθέτηση των ωκεάνιων ραδιολαριτών που οριοθετεί την περι-Αφρικανική ανθρακική πλατφόρμα από το Ιράν μέχρι τις Νότιες Άλπεις. Η εξαφάνιση του Βόρειου ωκεανού της Τηθύος έγινε με βύθιση προς Βορρά κάτω από το Ευρασιατικό ηπειρωτικό περιθώριο κυρίως στο Ανώτερο Ιουρασικό - Κάτω Κρητιδικό, αλλά ολοκληρώθηκε στο Τέλος Κρητιδικού, ενώ η τέλεια καταστροφή του Νότιου ωκεάνιου κλάδου συντελέσθηκε στο Ηώκαινο με ανάλογη προς Βορρά βύθιση που οδήγησε στην τελική ηπειρωτική σύγκρουση. Η δράση των εφελκυστικών τάσεων στα παλαιο-περιθώρια της Ευρασίας και της Γκοντβάνα προκάλεσαν στο Ανω Κρητιδικό λέπτυνση της κρούστας και σχηματισμό αντίστοιχα της Μεσοπαρατηθύος και της Μεσογέας σαν πελαγικές λεκάνες ανάμεσα στις ανθρακικές πλατφόρμες. Σύμφωνα πάντοτε με το μοντέλο αυτό η σημερινή Μεσόγειος είναι υπόλειμμα της Μεσογέας η διάλυση της οποίας είναι σταδιακή, άρχισε με ένα πρώτο στάδιο στο Κρητιδικό, συνεχίστηκε με δεύτερο στάδιο στο Ηώκαινο και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Οι διάφορες απόψεις για δυο ωκεάνιες περιοχές ανάμεσα στην Γκοντβάνα και Ευρασία συγκεκριμενοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια με εργασίες που έγι¬ναν αρχικά κυρίως στο χώρο της Μικράς Ασίας (Sengör 1979, Sengör et al.1980, 1981, 1984) και καθιέρωσαν για τις δυο ωκεάνιες περιοχές τις έννοιες Παλαιο-Τηθύς και Νεο-Τηθύς (σχήμα 20).
Η Παλαιο-Τηθύς θεωρήθηκε ο ωκεανός που εκτείνονταν βόρεια από την ορογενετική γραμμή Άλπεων-Ιμαλαΐων και λειτούργησε από το Ανω Παλαιοζωικό μέχρι το Ιουρασικό. Η Νεο-Τηθύς ήταν ο ωκεανός ή καλύτερα μια σειρά ωκεάνιων περιοχών που άνοιξαν στη διάρκεια των Αλπικών χρόνων (Τριαδικό και μετά) νότια από την Παλαιο-Τηθύ.
Σχετικά με την ηλικία και το χώρο ανάπτυξης της Παλαιο-Τηθύος έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν ότι η Παλαιο-Τηθύς λειτούργησε μόνο στο Παλαιοζωικό και η καταστροφή του ωκεάνιου φλοιού της συνδέεται με την Ερκύνια ορογένεση και έφερε τους οφειόλιθους, υπολείμματα του ωκεάνιου αυτού φλοιού, στην ορογενετική λωρίδα του Καυκάσου. Άλλοι όμως ερευνητές έχουν ανιχνεύσει οφειολιθικές μάζες πιθανής προέλευσης της Παλαιο-Τηθύος και σε πολύ νοτιότερες περιοχές, αλλά και με νεώτερες (Αλπικές) ηλικίες τοποθέτησης, έτσι ώστε να εντάσσουν τόσο τη λειτουργία μέρους της Παλαιο-Τηθύος, όσο και τον τεκτονισμό της στο Αλπικό γεωτεκτονικό σύστημα.
Η γεωδυναμική και παλαιογεωγραφική εξέλιξη του συστήματος Παλαιο-Τηθύος και Νεο-Τηθύος συνοψίζονται στα εξής: Κατά τη διάρκεια του Ανω Παλαιοζωικού και του Τριαδικού αναπτύσσονταν μεταξύ Ευρασίας και Γκοντβάνας ο ωκεανός της Παλαιο-Τηθύος. Στη διάρκεια του Τριαδικού ένα τμήμα της Βόρειας Γκοντβάνα αποσπάσθηκε και αποτέλεσε μια ενδιάμεσο ήπειρο την ονομαζόμενη Κιμμέρια ήπειρο (Cimmerian Continent).
Η Κιμμέρια ηπειρωτική πλάκα κινήθηκε προς Βορρά απομακρυνόμενη από την Γκοντβάνα προσεγγίζοντας την Ευρασία και δίδοντας χώρο ανάπτυξης για τη Νέο-Τηθύ θάλασσα μεταξύ Κιμμέριας ηπείρου και Γκοντβάνας.
Η προσέγγιση της Κιμμέριας προς την Ευρασία είχε σαν αποτέλεσμα τη βαθμιαία συμπίεση και τελική καταστροφή του ωκεάνιου φλοιού της Παλαιο-Τηθύος με βύθιση του προς Νότον κάτω από την Κιμμέρια ήπειρο . Η τελική καταστροφή του ωκεανού της Παλαιο-Τηθύος και η οριστική σύγκρουση της Κιμμέριας με την Ευρασία πιθανολογείται μεταξύ Ανω Τριαδικού και Μέσου Ιουρασικού. Αυτό το κλείσιμο του ωκεανού και η ηπειρωτική σύγκρουση προκάλεσε μια ζώνη έντονης ορογενετικής δράσης που εκτείνονταν από τη Νότιο Ροδόπη μέχρι την Κίνα
Η Νεο-Τηθύς άνοιξε αρχικά από τις εφελκυστικές τάσεις στην περιοχή πίσω από το τόξο της βύθισης της Παλαιο-Τηθύος προς Νότο με ταυτόχρονη περιστροφή της Κιμμερικής Ηπείρου. Το κλείσιμο της Νεο-Τηθύος έγινε με αντίθετη (προς Βορρά) βύθιση της ωκεάνιας λιθόσφαιρας που συντελέσθηκε από το Κρητιδικό μέχρι το Ολιγόκαινο κατά περιοχή.
Η Κιμμερική ήπειρος, σύμφωνα με τις νεώτερες αυτές απόψεις της γεωδυναμικής, αντικατέστησε αρχικά στις ιδέες των γεωεπιστημόνων την αντίληψη ότι πολλά μικρά ηπειρωτικά τεμάχη αποσπάστηκαν από την Γκοντβάνα και κινήθηκαν προς τα Βόρεια για να συγκρουσθούν με την Ευρασία. Εντούτοις η δημιουργία της Νεο-Τηθύος με τις πιθανές πολλές μικρές ωκεάνιες λεκάνες από τις οποίες αποτελούνταν, είναι βέβαιο ότι είχε σαν αποτέλεσμα τον εκ νέου κατατεμαχισμό του βόρειου τμήματος της Γκοντβάνας. Τα πολλά μικρά ηπειρωτικά τεμάχη (μικροπλάκες) του κατατεμαχισμού κινήθηκαν ανεξάρτητα με διάφορες ταχύτητες προς Βορρά για να συγκρουσθούν κι αυτά με την Ευρασία.
Η ύπαρξη πιθανόν πολλών μικρών ωκεάνιων λεκανών στον ευρύτερο χώρο της Νεο-Τηθύος έχει προκαλέσει πρόσθετες δυσκολίες στην παλαιογεωγραφική αναπαράσταση του Αλπικού συστήματος διότι δεν είναι βέβαιο πότε και πού άνοιξε και έκλεισε η κάθε μια απ' αυτές και πότε άνοιξε η επόμενη. Προσπάθεια που έγινε προς την κατεύθυνση της διευκρίνισης αυτών των ερωτηματικών οδήγησε στην υπόθεση ότι υπήρξαν δυο διακριτοί κλάδοι της Νεο-Τηθύος, ένας Βόρειος κλάδος της Νεο-Τηθύος (Northern Branch of Neo-Tethys) και ένας Νότιος κλάδος της Νεο-Τηθύος (Southern Branch of Neo-Tethys).
Θα πρέπει πάντως να τονισθεί ότι τα θέματα της γένεσης, του χρόνου λειτουργίας και της καταστροφής των δύο μεγάλων ωκεανών της Παλαιο-Τηθυος και της Νεο-Τηθύος δεν έχουν πάρει ακόμη την οριστική τους διατύπωση ή έστω μια γενικότερα αποδεκτή φόρμουλα για τους γεωεπιστήμονες. Υπάρχουν καίριες διαφορές απόψεων για τα επιμέρους θέματα λειτουργίας του όλου ορογενετικού συστήματος της Τηθύος οι σημαντικότερες από τις οποίες εντοπίζονται στα παρακάτω ερωτηματικά:
1) Ποιες επί μέρους γεωτεκτονικές ζώνες των περι-Μεσογειακών οροσειρών αντιπροσωπεύουν την Παλαιο-Τηθύ και την Νεο-Τηθύ, καθώς και τα ηπειρωτικά περιθώρια Ευρασίας και Γκοντβάνας.
2) Πότε ακριβώς άρχισαν να λειτουργούν οι δυο ωκεανοί και με ποιους μηχανισμούς δημιουργήθηκαν;
3) Υπήρξε παράλληλη λειτουργία των δύο ωκεάνιων περιοχών ή η δημιουργία της μιας έγινε μετά την καταστροφή της άλλης;
4) Πόσο διήρκησε η ανάπτυξη των δύο ωκεανών; Υπήρξε κάποιο ανοιχτό ωκεάνιο σύστημα με δημιουργία οφειολίθων μέχρι και το Παλαιογενές;
5) Το άνοιγμα και το κλείσιμο του κάθε ωκεανού έγινε ταυτόχρονα σε όλες τις περιοχές ανάπτυξης του από τα Δυτικά (Ευρώπη) μέχρι τα Ανατολικά (Ιμαλάια, Κίνα) ή μήπως έγινε διαχρονικά;
6) Υπήρξαν πράγματι δύο ή και περισσότεροι κλάδοι της Νεο-Τηθύος;
Ορισμένα από τα παραπάνω ερωτήματα για τα οποία έχουν διατυπωθεί αποκρυσταλλωμένες απόψεις θα συζητηθούν στις επόμενες παραγράφους σε σχέση με τα θέματα των οφειολίθων και σε σχέση κυρίως με τον Ελληνικό χώρο.
Η γεωτεκτονική εξέλιξη των Ελληνίδων σε σχέση με την προέλευση και τοποθέτηση των οφειολίθων
Τα προβλήματα της προέλευσης και τεκτονικής τοποθέτησης των οφειολίθων του Ελληνικού χώρου σχετίζονται άμεσα με τα θέματα γεωδυναμικής εξέλιξης του συστήματος της Τηθύος για το λόγο ότι οι εμφανίσεις τους που είναι συνεχόμενες γραμμικές και ονομάζονται οφειολιθικές συρραφές (ophiolitic sutures) συνιστούν δείκτες προέλευσης κατεστραμμένου ωκεάνιου φλοιού και επομένως χρησίμευσαν σαν βάση των ερευνών για την αναζήτηση των θέσεων και του χρόνου λειτουργίας των παλαιο-ωκεάνιων περιοχών.
Οι οφειολιθικές εμφανίσεις του Ελληνικού χώρου κατανέμονται σε δύο κύριες οφειολιθικές λωρίδες (σχήμα 23): μια Εσωτερική οφειολιθική λωρίδα κατά μήκος της ζώνης Αξιού και μια Εξωτερική οφειολιθική λωρίδα κατά μήκος της Υποπελαγονικής ζώνης και της Πίνδου. Οι δυο αυτές λωρίδες ονομάστηκαν αντίστοιχα IRO και ERO.
Είναι γνωστό ότι στις δυο οφειολιθικές λωρίδες της Ελλάδας συμπεριλαμβάνονται ορισμένες πολύ αντιπροσωπευτικές οφειολιθικές ακολουθίες με πλήρη συγκρότηση από όλα σχεδόν τα μέλη μιας τυπικής οφειολιθικής ακολουθίας και επομένως μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τυπικές μάζες-υπολείμματα ωκεάνιου φλοιού. Πρόκειται για τις οφειολιθικές μάζες της Παιoνίας (ενότητα Γευγελής) στη λωρίδα IRO και τις οφειολιθικές μάζες Όθρυς, Βούρινου και Βόρειας Πίνδου στην εξωτερική λωρίδα ERO.
Όπως φαίνεται στο σχήμα 23 οι οφειολιθικές εμφανίσεις συνεχίζονται και στις γειτονικές προς την Ελλάδα περιοχές. Στη Γιουγκοσλαβία οι δύο οφειολιθικές λωρίδες φαίνονται και συνενώνονται σε μια, ενώ στη Μικρά Ασία - Κύπρο οι οφειολιθικές μάζες φαίνονται να σχηματίζουν περισσότερες από δυο οφειολιθικές λωρίδες, πιθανόν τέσσερις.
Στο προηγούμενο κεφάλαιο περιγράφηκαν οι τάσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ των γεωεπιστημόνων στον καθορισμό της θέσης της Τηθύος σε σχέση με τις Ελληνικές γεωτεκτονικές ζώνες και αναφέρθηκε ότι οι τάσεις που διαμορφώθηκαν ήταν δύο: η πρώτη που θεώρησε το χώρο Πίνδου-Υποπελαγονικής ως τυπική θέση της Τηθύος και η δεύτερη που δέχεται ως θέση της Τηθύος τη ζώνη Αξιού. Οι τάσεις αυτές στηρίχθηκαν σε έρευνες στις λωρίδες ERO και IRO και με άλλα λόγια μπορούν να διατυπωθούν ως εξής: Ποια από τις δύο οφειολιθικές λωρίδες ήταν η πραγματική οφειολιθική συρραφή που αντιπροσώπευε το κλείσιμο του παλιού ωκεανού;
Οι γεωτεκτονικές έρευνες έτειναν περισσότερο στο να χαρακτηρισθεί η λωρίδα IRO ως η κύρια οφειολιθική συρραφή και το πρόβλημα εντοπίσθηκε στην προέλευση των οφειολίθων της Υποπελαγονικής-Πίνδου (ERO) για την οποία εκφράσθηκαν δύο ομάδες απόψεων:
1η. Οι οφειόλιθοι ERO έχουν προέλευση τη ζώνη Αξιού, η οποία και μόνο ήταν ο παλιός ωκεανός, από την οποία επωθήθηκαν προς Δυσμάς και τοποθετήθηκαν σε θέση ζώνης Υποπελαγονικής-Πίνδου, αφού υπερκάλυψαν την Πελαγονική (σχήμα 24). Η υπόθεση αυτή υποστηρίχθηκε από τους Zimmerman (1972), Zimmerman & Ross (1976), Bernoulli & Laubscher (1972) και Vergely (1975, 1976).
2η. Οι οφειόλιθοι της λωρίδας ERO προέρχονται από μια ωκεάνια περιοχή που βρίσκονταν Δυτικά ή Νοτιοδυτικά της Πελαγονικής απ' όπου και επωθήθηκαν πάνω στην Πελαγονική (σχήμα 25). Η άποψη αυτή προτάθηκε από τους Moores (1969), Hynes et al. (1972), Smith & Woodcock (1976), Smith et al. (1979) ύστερα από έρευνες που έκαναν στις οφειολιθικές μάζες Βούρινου και Όθρυς.
Από τις παραπάνω απόψεις γίνεται αντιληπτός ο ιδιαίτερος ρόλος που διαδραμάτισε η Πελαγονική ζώνη στη γεωτεκτονική εξέλιξη του συστήματος της Τηθύος στο χώρο των Ελληνίδων. Η τοποθέτηση των οφειολιθικών μαζών στα δύο περιθώρια της Πελαγονικής πάνω σε πετρώματα τυπικού ηπειρωτικού χαρακτήρα είναι το στοιχείο που καθιστά τη σημασία της Πελαγονικής σημαντική.
Εξετάζοντας τις δύο παραπάνω υποθέσεις για την προέλευση των Ελληνικών οφειολίθων διαπιστώνουμε ότι η ύπαρξη μιας μόνο ωκεάνιας περιοχής από τη βύθιση-καταστροφή της οποίας προέρχονται όλοι οι οφειόλιθοι του Ελληνικού χώρου, δεν εξηγεί ικανοποιητικά ούτε τη διπλή τοποθέτηση των οφειολιθικών εμφανίσεων ούτε και όλα τα μαγματικά και μεταμορφικά φαινόμενα των Ελληνίδων. Για το λόγο αυτό γίνεται πλέον γενικότερα αποδεκτή η άποψη ότι υπήρχαν δύο τουλάχιστον ωκεάνιες περιοχές Δυτικά και Ανατολικά της Πελαγονικής από τις οποίες προήλθαν οι οφειόλιθοι που βρίσκονται στα δύο περιθώρια της τελευταίας.
Γεωλογικές παρατηρήσεις υπαίθρου που έγιναν στα δύο Πελαγονικά περιθώρια επιβεβαίωσαν τη διττή προέλευση των οφειολίθων. Συγκεκριμένα στο δυτικό περιθώριο της Πελαγονικής οι οφειόλιθοι βρίσκονται επωθημένοι πάνω στο ανθρακικό κάλυμμα του περιθωρίου με κατεύθυνση από ΔΝΔ προς ΑΒΑ. Εκτός αυτού από τη μελέτη των φάσεων των ιζημάτων Ιουρασικής ηλικίας του δυτικού Πελαγονικού περιθωρίου διαπιστώθηκε βάθεμα των συνθηκών από τα Ανατολικά προς τα Δυτικά γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι υπήρχε Δυτικά της Πελαγονικής κάποια ωκεάνια λεκάνη από την οποία προήλθαν οι οφειόλιθοι ERO.
Επιπλέον από τη μελέτη της Περμοτριαδικής μετακλαστικής-ηφαιστειοϊζηματογενούς σειράς του Δυτικού Πελαγονικού περιθωρίου διαπιστώθηκε ότι από την περίοδο εκείνη του ορίου Περμίου-Τριαδικού διαμορφώθηκαν συνθήκες ηπειρωτικής κατωφέρειας στο Δυτικό περιθώριο της Πελαγονικής. Αυτό δείχνει ότι είχε τότε αρχίσει η ηπειρωτική διάρρηξη μιας παλιάς συνεχούς ηπειρωτικής περιοχής, διάρρηξη η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε σταδιακά σε άνοιγμα κάποιας ωκεάνιας περιοχής Δυτικά της Πελαγονικής.
Με ανάλογες γεωλογικές παρατηρήσεις υπαίθρου στο Ανατολικό Πελαγονικό περιθώριο διαπιστώθηκε τεκτονική τοποθέτηση των οφειολίθων πάνω στα ανθρακικά πετρώματα του περιθωρίου με επώθηση από τη ζώνη Αξιού.
Πιστοποιείται λοιπόν η διτή προέλευση των οφειολίθων από δύο ωκεάνιες περιοχές που βρίσκονταν εκατέρωθεν της Πελαγονικής ζώνης, άποψη που θεμελιώθηκε με εργασίες των Hynes (1974), Smith et al. (1975, 1979), Boccaletti (1979), Nisbet (1979), Mountrakis (1981, 1982, 1983), Mountrakis et al. (1983), Vergely (1984).
Οι γεωλογικές παρατηρήσεις έδειξαν ακόμη ότι η τεκτονική τοποθέτηση των οφειολίθων πρέπει να ήταν σχεδόν ταυτόχρονη στα δύο Πελαγονικά περιθώρια συνδεδεμένη και στις δύο περιπτώσεις με την ονομαζόμενη Ανω Ιουρασική - Κάτω Κρητιδική ορογενετική περίοδο. Το γεγονός αυτό από γεωδυναμική άποψη μεταφράζεται σε σχεδόν ταυτόχρονη καταστροφή-κλείσιμο των δύο ωκεάνιων περιοχών εκατέρωθεν της Πελαγονικής στην περίοδο Ανωτέρου Ιουρασικού - Κάτω Κρητιδικού, καταστροφή που προκάλεσε τα αντίστοιχα ορογενετικά φαινόμενα στις δύο πλευρές της Πελαγονικής.
Οι παραπάνω γεωλογικές παρατηρήσεις και διαπιστώσεις αφορούν την ηλικία τεκτονικής τοποθέτησης των οφειολίθων και όχι την ηλικία σχηματισμού των μέσα στον ωκεάνιο χώρο, η οποία μπορεί να είναι πολύ παλιότερη. Σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφέρθηκε ότι στον Ατλαντικό ωκεανό από την γεωλογική περίοδο του ανοίγματος του ωκεανού (Ιουρασικό) μέχρι σήμερα δημιουργούνται οφειολιθικές μάζες, οι οποίες μπορεί στο μέλλον να τοποθετηθούν τεκτονικά πάνω σε μια ηπειρωτική πλάκα κατά τη διάρκεια ενός ενδεχόμενου κλεισίματος (τεκτονισμού) του ωκεανού. Η ηλικία λοιπόν της τεκτονικής τοποθέτησης των οφειολίθων είναι πολύ μεταγενέστερη γεωχρονολογικά από την ηλικία σχηματισμού των οφειολιθικών πετρωμάτων.
Στον Ελληνικό χώρο και στις δύο οφειολιθικές λωρίδες ERO και IRO η τεκτονική τοποθέτηση των οφειολίθων χρονολογείται στην περίοδο Ανωτέρου Ιουρασικού - Κάτω Κρητιδικού διότι οι οφειόλιθοι εμφανίζονται τοποθετημένοι πάνω στα Τριαδικοϊουρασικά ανθρακικά πετρώματα, ενώ συγχρόνως οι ίδιοι καλύπτονται από τα Μέσο - Ανω Κρητιδικά επικλυσιγενή ιζήματα και σε πολλές θέσεις μάλιστα από το χαρακτηριστικό κροκαλοπαγές βάσης.
Εκτός όμως από τη διαπίστωση ότι η τεκτονική τοποθέτηση στις δύο οφειολιθικές λωρίδες ERO και IRO ήταν σχεδόν σύγχρονη και η ηλικία σχηματισμού των οφειολίθων στους δύο ωκεάνιους χώρους φαίνεται ότι ήταν σχεδόν παραπλήσια. Η διαπίστωση αυτή στηρίζεται τόσο σε γεωλογικές παρατηρήσεις υπαίθρου, όσο και σε ραδιοχρονολογήσεις οφειολιθικών πετρωμάτων.
Οι συνθήκες ηπειρωτικής κατωφέρειας που διαπιστώθηκαν με γεωλογικές παρατηρήσεις στην μετακλαστική σειρά του Δυτικού περιθωρίου της Πελαγονικής, επικράτησαν στο Περμοτριαδικό, γεγονός που δείχνει ότι η ηπειρωτική διάρρηξη για τη δυτική ωκεάνια περιοχή έγινε στο Περμοτριαδικό. Παρόμοιες συνθήκες ηπειρωτικής κατωφέρειας επικράτησαν κατά το Περμοτριαδικό και στην Περιροδοπική ζώνη, όπως προκύπτει από την παρουσία της αντίστοιχης μετακλαστικής σειράς Εξαμιλίου και της ηφαιστειοΐζηματογενούς σειράς Περμοτριαδικής ηλικίας. Από τις παρατηρήσεις αυτές συμπεραίνεται παρόμοια ηλικία αρχικής ηπειρωτικής διάρρηξης και ωκεάνιου ανοίγματος στις δύο περιοχές Αξιού και Υποπελαγονικής εκατέρωθεν της Πελαγονικής.
Μεγάλος αριθμός ραδιοχρονολογήσεων που έχουν γίνει σε οφειολιθικά πετρώματα και των δύο οφειολιθικών λωρίδων ERO και IRO έδωσαν ταυτόσημα αποτελέσματα και για τις δύο λωρίδες. Συγκεκριμένα οι απόλυτες ηλικίες ήταν 160-180 εκατομμύρια χρόνια για οφειολιθικά δείγματα και των δύο λωρίδων, πράγμα που σημαίνει ίδια ηλικία (Κάτω-Μέσου Ιουρασικού) σχηματισμού των οφειολίθων και στις δύο ωκεάνιες περιοχές.
Από όλα τα παραπάνω δεδομένα διαπιστώνεται ότι και στους δύο ωκεανούς που λειτούργησαν εκατέρωθεν της Πελαγονικής από όπου προήλθαν οι οφειόλιθοι των δύο λωρίδων, η ωκεανογένεση και η ανάπτυξη ήταν παρόμοιας ηλικίας. Άρχισε το Περμοτριαδικό και έληξε περίπου το Ανώτερο Ιουρασικό - Κάτω Κρητιδικό.
Γεωτεκτονικοί χαρακτήρες και γεωτεκτονική τοποθέτηση των Ελληνίδων
Σύμφωνα με τα γεωδυναμικά μοντέλα που περιγράφηκαν προηγουμένως οι Εξωτερικές Ελληνίδες ζώνες Παξών, Αδριατικοΐόνιος και Γαβρόβου-Τρίπολης, τοποθετούνται με βεβαιότητα στην Απουλία μικροπλάκα που αποσπάστηκε από την Γκοντβάνα και θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύουν χώρους ιζηματογένεσης ηπειρωτικού περιθωρίου με συνεχή ανθρακική κατά το πλείστον ιζηματογένεση.
Κάποια διαφοροποίηση παρατηρείται μόνο στην ιζηματογένεση της Αδριατικοϊονίου ζώνης, η οποία πρώτα ονομάζονταν "το Ελληνικό Μειογεωσύγκλινο" και θεωρείται πλέον σαν μια τυπική ηπειρωτική λεκάνη που αναπτύχθηκε πάνω στην Απουλία πλάκα και έδωσε μερική πελαγική ιζηματογένεση, ενώ η ζώνη Γαβρόβου-Τρίπολης έπαιξε το ρόλο του υφαλώδους φράγματος.
Από την αντίθετη πλευρά των Ελληνίδων, την ανατολική, γίνεται γενικότερα αποδεκτό, ότι η Ελληνική Ενδοχώρα (Ροδόπη και Σερβομακεδονική) με τις κρυσταλλοσχιστώδεις προαλπικές σειρές τους αντιπροσωπεύουν τμήματα του ηπειρωτικού φλοιού της Ευρασίας.
Τα προβλήματα γεωτεκτονικής τοποθέτησης εντοπίζονται στις ενδιάμεσες ζώνες για τις οποίες έχουν γίνει πολλές υποθέσεις ως προς τη θέση τους στο χώρο μεταξύ των δύο ηπείρων. Τα βέβαια δεδομένα που έχουμε είναι ότι η ζώνη Αξιού και ο χώρος Πίνδου - Υποπελαγονικής αποτέλεσαν ωκεάνιες περιοχές από όπου προήλθαν οι οφειόλιθρι των δύο οφειολιθικών λωρίδων IRO και ERO.
Είναι δυνατόν να δεχθούμε τον ωκεάνιο ρόλο για τη ζώνη Αξιού ενιαία ή και χωριστά για τις δύο ζώνες Παιονίας και Αλμωπίας με την παρεμβολή της μικρής πλατφόρμας του Πάικου στην οποία ορισμένοι ερευνητές αποδίδουν το ρόλο του νησιωτικού τόξου με έντονη ηφαιστειακή δράση στην περίοδο του Ανω Ιουρασικού!
Απ' την άποψη της τοποθέτησης στον ευρύτερο Αλπικό γεωδυναμικό πλαίσιο οι περισσότερες απόψεις, που αναπτύχθηκαν στις προηγούμενες παραγράφους, συγκλίνουν στην ιδέα ότι συνολικά η ζώνη Αξιού ήταν ο χώρος της παλιάς Τηθύος.
Για πολλά χρόνια παρέμενε αινιγματική η γεωτεκτονική τοποθέτηση της Πελαγονικής ζώνης, η οποία έχει χαρακτήρες σαφώς ηπειρωτικούς. Σύμφωνα με ορισμένες υποθέσεις ήταν τμήμα της Απουλίας μικροπλάκας που αποκόπηκε από την Γκοντβάνα, ενώ άλλες εκτιμήσεις την θεώρησαν τμήμα του Ευρασιατικού ηπειρωτικού περιθωρίου κατ' αντιστοιχία με τις μάζες Ροδόπης και Σερβομακεδονικής. Σήμερα γενικά πιστεύεται ότι η Πελαγονική ήταν τμήμα της Κιμμερικής ηπείρου.
Η εξέταση των συνθηκών προέλευσης και τοποθέτησης των οφειολίθων στα περιθώρια της Πελαγονικής ζώνης πιστοποίησε όπως είδαμε, τη διττή προέλευση των οφειολίθων από δύο ωκεάνιες περιοχές Ανατολικά και Δυτικά της Πελαγονικής. Θα εξετασθεί παρακάτω με σχετική λεπτομέρεια η γεωδυναμική εξέλιξη των δύο ωκεάνιων χώρων σε σχέση με τη μάζα-ηπειρωτικό τέμαχος που τις χώριζε.
Από τη σύγκριση των γεωτεκτονικών συνθηκών του δυτικού Πελαγονικού περιθωρίου με τις αντίστοιχες συνθήκες που παρατηρούνται στο δυτικό περιθώριο της Σερβομακεδονικής, δηλαδή στην Περιροδοπική ζώνη, διαπιστώνεται σαφής αντιστοιχία τόσο στους χαρακτήρες των σχηματισμών, όσο και στην ηλικία και την τεκτονική τους διαδοχή. Συγκεκριμένα και στις δύο περιοχές από Δυσμάς προς Ανατολάς, δηλαδή από το εξωτερικό μέρος προς το εσωτερικό, παρατηρούνται:
1) οι οφειόλιθοι και τα συνοδό αργιλοπυριτικά ιζήματα που σαν σύνολο ανήκουν στις ωκεάνιες περιοχές που βρίσκονταν σε θέση Υποπελαγονικής και Αξιού αντίστοιχα,
2) ένα Τριαδικοϊουρασικό ανθρακικό κάλυμμα ηπειρωτικού περιθωρίου,
3) μια ημιμεταμορφωμένη ιζηματογενής-κλαστική σειρά που συνοδεύεται από ηφαιστειακά υλικά ηλικίας Περμίου - Κάτω Τριαδικού, και
4) το κρυσταλλοσχιστώδες υπόβαθρο ηλικίας Κάτω Παλαιοζωικού ή και παλιότερο.
Αυτή η σαφής αντιστοιχία μεταφράζεται σε παρόμοιες παλαιογεωγραφικές συνθήκες που αντιπροσωπεύουν οι δύο περιοχές και σε ανάλογες γεωτεκτονικές εξελίξεις που ακολούθησαν. Οι παλαιογεωγραφικές συνθήκες και στις δύο περιοχές ερμηνεύθηκαν, όπως είδαμε, ως αντιπροσωπεύουσες ηπειρωτικές κατωφέρειες που αντιστοιχούσαν σε πιθανές πρωταρχικές ηπειρωτικές διαρρήξεις.
Από τις παραπάνω συγκρίσεις διαπιστώθηκε ότι ταυτόχρονα ή σε παραπλήσιες χρονικά περιόδους (Περμοτριαδικό) άρχισε η προετοιμασία του ανοίγματος των δύο ωκεανών Δυτικά της Πελαγονικής και Δυτικά της Σερβομακεδονικής, επομένως εκατέρωθεν της Πελαγονικής σε θέσεις Υποπελαγονικής και Αξιού.
Σαν εκδήλωση του ανοίγματος των δύο ωκεανών, στο στάδιο της αρχικής ηπειρωτικής διάρρηξης - ταφρογένεσης, ερμηνεύεται και η ηφαιστειακή δράση Περμοτριαδικού στα δύο αντίστοιχα ηπειρωτικά περιθώρια.
Από τα δεδομένα κανονικής και ανάλογης εξέλιξης των δύο ωκεάνιων χώρων φαίνεται ότι αυτή που βρίσκονταν Δυτικά της Πελαγονικής και κάλυπτε επομένως το χώρο των ζωνών Πίνδου - Υποπελαγονικής δεν μπορεί να ήταν ηπειρωτική λεκάνη της Απουλίας πλάκας. Κατά συνέπεια και η Πελαγονική δεν μπορεί να ήταν αδιάσπαστο όριο αυτής της πλάκας που απλώς να επηρεάσθηκε από την επώθηση των οφειολίθων από τα Ανατολικά. Αντίθετα φαίνεται πολύ πιθανό ότι η Πελαγονική ήταν κάποιο ηπειρωτικό τέμαχος που αποσπάστηκε από την Γκοντβάνα και η περιοχή Πίνδου - Υποπελαγονικής λειτούργησε αρχικά ως περιθωριακή θάλασσα. Σ' αυτό το αρχικό γεωτεκτονικό πλαίσιο είναι πιθανόν ότι οι ενότητες κρυσταλλικών μαζών της Πελαγονικής έπαιξαν το ρόλο των "Πελαγονικών νησιών" που περιβάλανε την περιθωριακή θάλασσα.
Αν συγκριθεί το παραπάνω γεωδυναμικό πλαίσιο με τις πιο νέες γεωδυναμικές θεωρίες που έχουν προταθεί για το Αλπικό σύστημα της Τηθύος, διαπιστώνεται ικανοποιητική εφαρμογή των όρων "Παλαιο-Τηθύς" και "Νέο-Τηθύς" στις δύο ωκεάνιες περιοχές Αξιού και Υποπελαγονικής - Πίνδου αντίστοιχα, ενώ η ενδιάμεση του ηπειρωτική μάζα της Πελαγονικής αντιπροσωπεύει τμήμα της Κιμμερικής ηπείρου που αποσπάστηκε από την Βόρεια Γκοντβάνα στη διάρκεια του Τριαδικού.
Από συγκρίσεις που έγιναν μεταξύ της Πελαγονικής και των αντίστοιχων περιοχών των Ανατολικών Ποντίδων της Βόρειας Τουρκίας για τις οποίες και προτάθηκαν οι νέες θεωρίες και καθορίσθηκαν ότι αντιπροσωπεύουν τμήματα της παλιάς Κιμμερικής ηπείρου, διαπιστώθηκε σαφής αναλογία και ομοιότητα ως προς την λιθοστρωματογραφία και τεκτονική δομή. Έτσι οι δύο μάζες, της Πελαγονικής ζώνης και των Ανατολικών Ποντίδων φαίνεται ότι έχουν την ίδια γεωτεκτονική προέλευση και θεωρούνται ότι αποτελούν ηπειρωτικά τεμάχη της Κιμμερικής ηπείρου.
Στο σχήμα φαίνεται η εξάπλωση των ηπειρωτικών τεμαχών της παλιάς Κιμμερικής ηπείρου σε όλο το μήκος του συστήματος.
Αναπαράσταση της σταδιακής εξέλιξης του Αλπικού γεωτεκτονικού κύκλου στο χώρο των Ελληνίδων
Στο σχήμα 27 δίνεται ένα μοντέλο γεωδυναμικής και γεωτεκτονικής εξέλιξης του Ελληνικού χώρου, στο οποίο αναπαρίστανται τα πιθανά στάδια αυτής της εξέλιξης, καθώς και η παλαιογεωγραφική διαμόρφωση των Ελληνίδων ζωνών από την αρχική ηπειρωτική διάρρηξη της Παλαιοζωικής ηπείρου, που έλαβε χώρα στο Πέρμιο, μέχρι τον τελικό τεκτονισμό των ζωνών. Τα στάδια αυτά είναι τα εξής:
(Α) - Αρχικό στάδιο ταφρογένεσης που θα εξελιχθεί σε ανάπτυξη δύο ωκεάνιων περιοχών εκατέρωθεν της Πελαγονικής. Το στάδιο αυτό άρχισε από το Ανω Παλαιοζωικό (Πέρμιο) σε συνάρτηση με την απομάκρυνση της Ευρασίας από την Γκοντβάνα και τη δημιουργία στον ενδιάμεσο χώρο της ευρύτερης ωκεάνιας περιοχής της Τηθύος.
Οι δύο ωκεανοί Παλαιο-Τηθύς και Νέο-Τηθύς ταυτίζονται στον Ελληνικό χώρο με τις ζώνες Αξιού και Υποπελαγονικής-Πίνδου αντίστοιχα, ενώ ενδιάμεσα τους η Πελαγονική ζώνη αποτέλεσε ηπειρωτικό τέμαχος της Κιμμερικής ηπείρου.
Το στάδιο αυτό της αρχικής ηπειρωτικής διάρρηξης-ταφρογένεσης συνοδεύτηκε από την απόθεση της Περμοτριαδικής μετακλαστικής σειράς στο δυτικό περιθώριο της Πελαγονικής και των Περμοτριαδικών μεταϊζηματογενών σειρών Σβούλας-Εξαμιλίου στο δυτικό περιθώριο της Σερβομακεδονικής, στην Περιροδοπική ζώνη. Οι σειρές αυτές δείχνουν ασταθείς συνθήκες ιζηματογένεσης περιοχών ηπειρωτικής κατωφέρειας που επικράτησαν στα δύο κράσπεδα.
Η ανάλογη σειρά που πιθανόν αποτέθηκε και στο ανατολικό περιθώριο της Πελαγονικής (δυτική κατωφέρεια προς τη λεκάνη του Αξιού) δεν έχει βρεθεί επειδή προφανώς καλύφθηκε από τα μετέπειτα επωθημένα τεκτονικά λέπια της ζώνης Αξιού (Αλμωπικά λέπια).
Το στάδιο της ηπειρωτικής διάρρηξης-ταφρογένεσης συνοδεύτηκε ακόμη από ηφαιστειακές εκχύσεις κατά το Περμοτριαδικό κατά ανάλογο με την σημερινή ηφαιστειακή δράση στην ηπειρωτική διάρρηξη-ταφρογένεση της Ανατολικής Αφρικής. Τα ηφαιστειακά υλικά του Περμοτριαδικού βρίσκονται παρενστρωμένα στα μετακλαστικά ιζήματα των ηπειρωτικών περιθωρίων της Πελαγονικής και της Σερβομακεδονικής, όπου σχηματίζουν τις ηφαιστειοϊζηματογενείς σειρές.
(Β) - Περίοδος Μέσου Τριαδικού - Ιουρασικού. Πλήρης ανάπτυξη των ωκεάνιων περιοχών Παλαιο-Τηθύος και Νεο-Τηθύος. Συνέχιση της ιζηματογένεσης με τα νηριτικά ανθρακικά ιζήματα στα ηπειρωτικά περιθώρια και τα βαθιάς θάλασσας ιζήματα στους δύο ωκεανούς, όπου λειτουργεί πλήρως σύστημα μεσοωκεάνιας ράχης με τη δημιουργία νέου ωκεάνιου φλοιού, που αργότερα έδωσαν τις μεγάλες οφειολιθικές μάζες της Ελλάδας.
Σχηματίσθηκαν έτσι τα δύο ανθρακικά καλύμματα των δύο Πελαγονικών περιθωρίων και το ανάλογο ανθρακικό κάλυμμα στο δυτικό περιθώριο της Σερβομακεδονικής, ενώ στις ωκεάνιες περιοχές αποτέθηκαν οι γνωστές μας σχιστοκερατολιθικές διαπλάσεις.
Η βύθιση των ωκεάνιων φλοιών που συντελέσθηκε την περίοδο Ανωτέρου Iουρασικού - Κάτω Κρητιδικού άρχισε μάλλον από το Μάλμιο, πρώτα στην ανατολική ωκεάνια περιοχή (ζώνη Αξιού) και μετά στη δυτική (Υποπελαγονική - Πίνδου). Η κατεύθυνση της βύθισης δεν έχει ακόμη βεβαιωθεί για τον ωκεανό της ζώνης Αξιού, αν δηλαδή έγινε προς Βορρά ή προς Νότο. Διάφορες απόψεις έχουν εκφρασθεί για το θέμα αυτό, αλλά το γενικότερα αποδεκτό σχήμα είναι ότι η βύθιση του ωκεάνιου φλοιού της ζώνης Αξιού έγινε προς Βορρά κάτω από το Ευρασιατικό περιθώριο, το οποίο λειτούργησε ως ενεργητικό ηπειρωτικό περιθώριο.
Οι μεγάλοι γρανιτικοί όγκοι Μεσοζωικής ηλικίας (Ιουρασικού) που παρατηρούνται στη Σερβομακεδονική μάζα είναι μάλλον αποτέλεσμα της βύθισης αυτής της ωκεάνιας λιθόσφαιρας της Αξιού κάτω από το περιθώριο της Ελληνικής Ενδοχώρας.
(Γ) - Περίοδος Ανωτέρου Ιουρασικού. Ολοκληρώνεται πλέον η βύθιση και η καταστροφή του ωκεανού της Παλαιο-Τηθύος (ζώνη Αξιού για τον Ελληνικό χώρο) με αποτέλεσμα την επώθηση-τεκτονική τοποθέτηση των οφειολίθων και των ωκεάνιων ιζημάτων που τους συνοδεύουν, πάνω στα ανθρακικά καλύμματα των ηπειρωτικών περιθωρίων.
Πιο συγκεκριμένα οι οφειολιθικές μάζες επωθούνται πάνω στο ανθρακικό κάλυμμα Τριαδικού - Ιουρασικού του δυτικού ηπειρωτικού περιθωρίου της Σερβομακεδονικής και σχηματίζουν τη γραμμική εμφάνιση των οφειολίθων κατά μήκος της Περιροδοπικής ζώνης, στο όριο δηλαδή Σερβομακεδονικής ηπειρωτικής μάζας και ωκεάνιας περιοχής ζώνης Αξιού. Οι οφειολιθικές μάζες επωθούνται επίσης πάνω στο ανθρακικό κάλυμμα Τριαδικού - Ιουρασικού του Ανατολικού Πελαγονικού περιθωρίου και δημιουργούν τη γραμμική εμφάνιση των οφειολίθων στο όριο μεταξύ των ζωνών Πελαγονικής και Αλμωπίας.
Η φάση πτυχώσεων που ονομάζεται με τα χαρακτηριστικά γράμματα JE1 και που έπληξε τόσο τη ζώνη Αξιού, όσο και την Πελαγονική και δημιούργησε πτυχές σχεδόν ισοκλινείς, συμμεταμορφικές με απόκλιση προς τα Δυτικά - Νοτιοδυτικά συνδέεται με την ορογενετική διαδικασία της καταστροφής της ωκεάνιας λεκάνης του Αξιού και τοποθετείται στο Ανώτερο Ιουρασικό.
Η μεταμόρφωση πρασινοσχιστολιθικής φάσης, τόσο του Τριαδικοϊουρασικού ανθρακικού καλύμματος του ανατολικού Πελαγονικού περιθωρίου, όσο και των άλλων σχηματισμών Τριαδικού - Ιουρασικού της ζώνης Αξιού είναι φαινόμενα που συνδέονται επίσης με την ορογενετική αυτή διεργασία.
Από την περίοδο του Ανωτέρου Ιουρασικού άρχισε και η βύθιση του ωκεανού της Νέο-Τηθύος (περιοχή Υποπελαγονικης - Πίνδου για τον Ελληνικό χώρο) πριν ακόμη ολοκληρωθεί η πλήρης καταστροφή της Παλαιο-Τηθύος. Αυτό τουλάχιστο δείχνει η περίπου ταυτόχρονη τοποθέτηση των οφειολίθων των δύο λωρίδων στις Ελληνίδες.
(Δ) - Περίοδος Κάτω Κρητίδικού. Αν και η ορογενετική περίοδος Ανωτέρου Ιουρασικού - Κάτω Κρητιδικού θεωρείται ενιαία για τον Ελληνικό χώρο, καθ' ότι τα ορογενετικά φαινόμενα ήταν εξελικτικά στην περίοδο αυτή, εντούτοις περιγράφονται οι τεκτοορογενετικές διαδικασίες χωριστά για να τονισθεί η διακριτή λειτουργία Παλαιο-Τηθύος και Νεο-Τηθύος.
Στο Κάτω Κρητιδικό λοιπόν φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε η βύθιση και η καταστροφή του ωκεανού της Νεο-Τηθύος (Υποπελαγονικής-Πίνδου), όπως τουλάχιστον μας δείχνουν οι γεωλογικές έρευνες που διαπίστωσαν τεκτονική τοποθέτη¬ση των οφειολίθων της Υποπελαγονικής πάνω στα ιζήματα του δυτικού Πελαγονικού ηπειρωτικού περιθωρίου ηλικίας Τριαδικού-Ιουρασικού έως ίσως και Κάτω Κρητιδικού. Παρ' όλες όμως τις γεωλογικές παρατηρήσεις που δείχνουν Κάτω Κρητιδική ηλικία κλεισίματος του ωκεανού στον Ελληνικό χώρο, εντούτοις υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι το σύστημα της Νεο-Τηθύος παρέμεινε ανοιχτό και αργότερα στο Τριτογενές.
Η φάση πτυχώσεων JE2 με πτυχές απόκλισης προς τα Ανατολικά συνδέονται με την επώθηση των οφειολίθων της λωρίδας ERO από τον ωκεανό Υποπελαγονικής - Πίνδου πάνω στο Ανθρακικό κάλυμμα του δυτικού Πελαγονικού περιθωρίου.
Η μεταμόρφωση πρασινοσχιστολιθικής φάσης των Ανω Παλαιοζωικών σχηματισμών και του Τριαδικοϊουρασικού ανθρακικού καλύμματος του δυτικού Πελαγονικού περιθωρίου έλαβε χώρα κατά την ορογενετική αυτή περίοδο.
Επίσης τα έντονα μυλονιτικά φαινόμενα, που παρατηρούνται στα γνευσιακά και γρανιτικά πετρώματα του Πελαγονικού κρυσταλλοσχιστώδους υποβάθρου, προκλήθηκαν κατά τη βύθιση της δυτικής ωκεάνιας πλάκας.
Αποτέλεσμα γενικά των ορογενετικών διεργασιών στο χώρο των ωκεανών Παλαιο-Τηθύος και Νεο-Τηθύος ήταν η δημιουργία νέων οροσειρών στο Ευρασιατικό περιθώριο, ενώ αντίθετα το περιθώριο της Γκοντβάνα παρέμεινε παθητικό.
Γενικά το κλείσιμο του ευρύτερου ωκεάνιου χώρου της Τηθύος συνδέεται άμεσα με το άνοιγμα του Κεντρικού και Βόρειου Ατλαντικού και την επακόλουθη απομάκρυνση της Αφρικής από την Αμερική. Η απομάκρυνση αυτή προκάλεσε προσέγγιση Αφρικής και Ευρασίας, συρρίκνωση του ωκεάνιου χώρου της Τηθύος καθώς και συνθήκες ηπειρωτικής σύγκρουσης μεταξύ Ευρασίας, Κιμμέριας ηπείρου και Αφρικής, σύγκρουση σχετικά πρόωρη στο δυτικό ακραίο τμήμα της Κιμμέριας.
(Ε) - Περίοδος Τριτογενούς. Στάδιο τελικής ηπειρωτικής σύγκρουσης (Ευρασίας και Γκοντβάνας) που αποτελεί την κορύφωση της ορογένεσης με την ανύψωση των Αλπικών οροσειρών. Στο στάδιο αυτό επήλθε ουσιαστικά η εξαφάνιση του ωκεάνιου φλοιού της Τηθύος που συνθλίφθηκε ανάμεσα στις δύο ηπείρους.
Με τις ισχυρές συμπιεστικές τάσεις που ασκήθηκαν κατά την ηπειρωτική σύγκρουση προκλήθηκαν συνεχείς φάσεις πτυχώσεων, που ονομάσθηκαν διαδοχικά CT1, CT2, CT3, καθώς και λεπιώσεις με απόκλιση προς τα Δυτικά. Με τα τεκτονικά αυτά επεισόδια έγιναν οι μεγάλες εφιππεύσεις και επωθήσεις που παρατηρούνται στις Ελληνίδες. Ηπειρωτικά τμήματα της Πελαγονικής εφιππεύουν πάνω στα ιζήματα του δυτικού περιθωρίου, καθώς και πάνω στις Εξωτερικές ζώνες. Σχηματίζεται έτσι η επώθηση του Ολύμπου και των άλλων τεκτονικών παράθυρων. Τα τεκτονικά λέπια της ζώνης Αξιού επωθούνται πάνω στην Πελαγονική. Τα τεκτονικά λέπια της ζώνης Πίνδου επωθούνται πιο Δυτικά στην ζώνη Γαβρόβου - Τρίπολης κ.λπ.
Την περίοδο αυτή τέλος, σχηματίσθηκε στα Νοτιοδυτικά η Μεσογέα θάλασσα και στη συνέχεια το σύστημα εξελίχθηκε στην ενεργό βύθιση της Αφρικανικής πλάκας κάτω από την Ευρωπαϊκή και στη δημιουργία του Ελληνικού τόξου.
Η μεταβολή του γενικού προσανατολισμού από Β-Ν σε ΒΑ-ΝΔ, που απεικονίζεται στο σχήμα 27, άγνωστο πότε άρχισε ακριβώς - πιθανόν από το Κρητιδικό - οφείλεται στην περιστροφή της Κιμμερικής ηπείρου.
Το κυριότερο πρόβλημα που προκύπτει από το γεωδυναμικό μοντέλο που περιγράφηκε παραπάνω με τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του Αλπικού κύκλου είναι η διάρκεια ζωής των δύο ωκεάνιων περιοχών Αξιού και Υποπελαγονικής - Πίνδου και κυρίως ο χρόνος κλεισίματος αυτών. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι, ενώ στην Τουρκία και στις άλλες ανατολικές περιοχές του συστήματος συμπεραίνεται ότι η Παλαιο-Τηθύς έκλεισε το Μέσο - Ανω Ιουρασικό και η Νέο-Τηθύς το Ανω Κρητιδικό - Τριτογενές, αντίθετα στον Ελληνικό χώρο το κλείσιμο των δύο ωκεανών εκατέρωθεν της Πελαγονικής (Κιμμερικό τέμαχος) συμπεραίνεται ότι έγινε σε παραπλήσιους χρόνους μέσα στην ορογενετική περίοδο Ανωτέρου Ιουρασικού - Κάτω Κρητιδικού.
Η αντίθεση αυτή στο χρόνο κλεισίματος Παλαιο-Τηθύος και Νέο-Τηθύος ίσως είναι φαινομενική, γιατί πιθανόν να οφείλεται στο τριγωνικό καταλυτικό σχήμα (σχήμα V) της Κιμμερικής ηπείρου προς το μέρος της Ευρώπης, όπου ακριβώς βρίσκεται η Πελαγονική. Εξαιτίας του σχήματος V στη θέση αυτή οι χρόνοι ανοίγματος, αλλά και κλεισίματος της Παλαιο-Τηθύος και της Νέο-Τηθύος συγκλίνουν μέχρι που πιθανόν ταυτίζονται. Αντίθετα σε απομακρυσμένες προς Ανατολάς περιοχές της Κιμμερικής ηπείρου οι χρόνοι αυτοί θα πρέπει πράγματι να ήταν αρκετά διάφοροι, διότι πιθανόν η οριστική ηπειρωτική σύγκρουση επεκτάθηκε από τα Δυτικά προς τα Ανατολικά. Έτσι το οριστικό κλείσιμο της Νέο-Τηθύος για τις περιοχές της Τουρκίας και του Ιράν έγινε στο Ανώτερο Κρητιδικό και στο Ανω Ηώκαινο, όπως έδειξαν γεωλογικές έρευνες στις περιοχές εκείνες.
Παρ’ όλες τις παραπάνω ερμηνείες δεν είναι βέβαιο ότι οι οφειόλιθοι IRO και ERO του Ελληνικού χώρου προέρχονται από διαφορετικής ηλικίας ωκεάνιους χώρους (ΠαλαιοΤηθύ και ΝεοΤηθύ). Επίσης υπάρχει έντονος προβληματισμός των σχετικών επιστημόνων αν μόνο η Πελαγονική ήταν τέμαχος της Κιμμερικής Ηπείρου ή ανάλογα τεμάχη ήταν και οι μάζες Ροδόπης και Σερβομακεδονικής. Έτσι όλες αυτές οι αμφιβολίες και υπόνοιες συνοψίζονται σε δύο πιθανές θεωρίες εξέλιξης που απεικονίζονται στο σχήμα 28 και σχήμα 29. Η πρώτη (σχήμα 28) υποστηρίζει την εξέλιξη που περιγράφηκε παραπάνω, θεωρεί δηλαδή ότι η Κιμμερική ήπειρος ήταν ενιαία και κινήθηκε για να συγκρουσθεί με την Ευρασία κλείνοντας την Παλαιοτηθύ και ανοίγοντας τη Νεοτηθύ και ότι μόνο η Πελαγονική από τις Ελληνικές ζώνες ανήκε στην Κιμμερική ήπειρο, ενώ η Ροδόπη και Σερβομακεδονική ήταν τμήματα του Ευρασιατικού περιθωρίου. Σύμφωνα με τη δεύτερη (σχήμα 29) τόσο η Πελαγονική όσο και η Ροδόπη και Σερβομακεδονική καθώς και οι αντίστοιχες μάζες της Μικράς Ασίας (Sarkarya, Baybourt, Kirkardli κ.ά.) αποτελούσαν ένα σύνολο “Κιμμερικών Νησιών” που συγκροτούσαν τη λεγόμενη Κιμμερική Ήπειρο και κινήθηκαν προς την Ευρασία σε μια ενιαία ανοιχτή Τηθύ θάλασσα, έχοντας ανάμεσά τους στενές ταφρογενείς ζώνες μαγματικής ανόδου που μετά την τελική σύγκρουση με την Ευρασία δημιούργησαν τις παράλληλες οφειολιθικές συρραφές.
Άλλες απόψεις για τη γεωτεκτονική εξέλιξη των Ελληνίδων
Εκτός από τα γεωδυναμικά μοντέλα εξέλιξης που περιγράφηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια και τα οποία βασίζονται στην ύπαρξη ενός ή δύο ωκεανών της παλιάς θάλασσας της Τηθύος, έχουν εκφρασθεί και ιδέες πολύ διαφορετικές για την γεωτεκτονική εξέλιξη του Ελληνικού χώρου.
Ορισμένες απ' αυτές υποστηρίζουν ότι υπήρξαν περισσότερες των δύο μικρών ωκεάνιων λεκανών από τις οποίες προήλθαν οι οφειολιθικές εμφανίσεις των Ελληνίδων.
Χαρακτηριστικό είναι το μοντέλο εξέλιξης που προτάθηκε από τους Jacobshagen et al. (1980) και το οποίο προβλέπει την ύπαρξη των ωκεάνιων λεκανών Παιονίας, Αλμωπίας, Υποπελαγονικής - Πίνδου και της φυλλιτικής σειράς μεταξύ Ιονίου ζώνης και Plattenkalk (σχήμα 30). Οι ωκεάνιες αυτές λεκάνες λειτούργησαν σταδιακά και έκλεισαν διαδοχικά από τα Ανατολικά προς τα Δυτικά από το Μάλμιο μέχρι το Μειόκαινο προκαλώντας την μετακίνηση της τεκτογένεσης προς τα Δυτικά (σχήμα 31).
Προς την κατεύθυνση των πολλών μικρών λεκανών προσανατολίζονται και οι απόψεις των Bebien et al. (1980) οι οποίοι θεωρούν ότι οι Ελληνικοί οφειόλιθοι προέρχονται από διαπυρισμό και μαγματισμό σχετιζόμενο με περιορισμένα σχετικά εφελκυστικά γεγονότα που προκάλεσαν άνοιγμα πολλών αλλεπάλληλων μικρών λεκανών.
Βασικό πρόβλημα για την ερμηνεία της γεωτεκτονικής εξέλιξης των Ελληνίδων αποτελεί, όπως περιγράφηκε σε προηγούμενα κεφάλαια, η ταυτόχρονη ηλικία γένεσης και τεκτονικής τοποθέτησης των οφειολίθων στις δύο οφειολιθικές συρραφές IRO και ERO εκατέρωθεν της Πελαγονικής. Προσπαθώντας να εξηγήσουν το πρόβλημα αυτό οι Smith & Spran (1984) πρότειναν ένα τεκτονικό σχήμα (σχήμα 32) που προβλέπει μεν ότι η Πελαγονική ζώνη είναι τέμαχος της Κιμμερικής ηπείρου, αλλά ότι η δημιουργία δύο παράλληλων οφειολιθικών λωρίδων εκατέρωθεν της Πελαγονικής οφείλεται σε ένα μεγάλο ρήγμα μετασχηματισμού του Ανωτέρου Ιουρασικού η αριστερόστροφη οριζόντια μετατόπιση του οποίου προκάλεσε την παράλληλη επανάληψη (ντουμπλάρισμα) των οφειολιθικών εμφανίσεων στον Ελληνικό χώρο. Με το τεκτονικό αυτό σχήμα επιδιώκεται ταυτόχρονα η ερμηνεία των παραπλήσιων τεκτονικών και λιθοστρωματογραφικών συνθηκών στα δυτικά περιθώρια Πελαγονικής και Σερβομακεδονικής.
Γεωδυναμικά μοντέλα εξέλιξης του συστήματος της Τηθύος στις γειτονικές με την Ελλάδα περιοχές
Οι ίδιες ή παραπλήσιες ιδέες για τη γεωτεκτονική εξέλιξη του Αλπικού συστήματος κυριάρχησαν και στις γειτονικές προς την Ελλάδα χώρες, στις οποίες συνεχίζονται οι ίδιες σχεδόν γεωτεκτονικές ζώνες μόνο που ορισμένες φορές σ' αυτές δίνονται διαφορετικά ονόματα προερχόμενα κυρίως από τοπωνύμια ή από γλωσσικές διαφοροποιήσεις (π.χ. ζώνη Vardar στην Γιουγκοσλαβία αντί της ζώνης Αξιού).
Έτσι στη Γιουγκοσλαβία γίνεται γενικότερα αποδεκτό ότι ο παλιός ωκεανός εκτείνονταν στο χώρο μεταξύ των Διναρίδων και των Εσωτερικών μαζών, ενώ η ζώνη Vardar (ζώνη Αξιού) αποτελεί την κυρία οφειολιθική συρραφή που αντιπροσωπεύει τον κατεστραμμένο παλιό ωκεανό. Η βύθιση του ωκεάνιου φλοιού πιστεύεται ότι έγινε κάτω από τη Σερβομακεδονική.
Στο σχήμα 33 δίνεται ένα απλό γεωλογικό σκαρίφημα για το γεωλογικό χώρο της Γιουγκοσλαβίας από τον Dimitrijevic (1972), καθώς και ένα γεωδυναμικό μοντέλο. Σ' αυτά δείχνονται η βύθιση του ωκεάνιου φλοιού κάτω από τη Σερβομακεδονική, καθώς και τα μεταμορφικά φαινόμενα στο χώρο των Εσωτερικών ζωνών για τα οποία δίνεται η ερμηνεία ότι οφείλονται στη βύθιση της ωκεάνιας πλάκας και κατανέμονται ανάλογα με τη θέση της κάθε περιοχής σε σχέση με τη βύθιση. Έτσι στη ζώνη Vardar παρατηρείται μεταμόρφωση υψηλής πίεσης, ενώ στη Σερβομακεδονική στους μεν βαθείς ορίζοντες μεταμόρφωση αμφιβολιτική στους δε ανώτερους ορίζοντες μεταμόρφωση πρασινοσχιστολιθική.
Για το χώρο της Τουρκίας δεσπόζουν τα τελευταία χρόνια τα γεωδυναμικά -παλαιογεωγραφικά μοντέλα που έχουν ως βάση την ανάπτυξη δύο ωκεάνιων χώρων της Παλαιο-Τηθύος και Νεο-Τηθύος. Στο σχήμα 34 δίνεται σε διαδοχικές σχηματικές τομές η γεωδυναμική εξέλιξη του χώρου Ποντίδων - Ανατολίδων της Μικράς Ασίας, από το Περμοτριαδικό μέχρι σήμερα.
Κατά το Περμο-Τριαδικό λειτούργησε ο ωκεανός της Παλαιο-Τηθύος με σταδιακή βύθιση του φλοιού κάτω από την Γκοντβάνα με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο.
Στο Λιάσιο (Κάτω Ιουρασικό) από τη συνεχιζόμενη βύθιση προκλήθηκε η ηπειρωτική διάρρηξη της Γκοντβάνα, η αποκοπή της Κιμμερικής ηπείρου και η αρχική δημιουργία της Νεο-Τηθύος.
Στο Δογγέριο (Μέσο Ιουρασικό) έγινε η καταστροφή της Παλαιο-Τηθύος και προκλήθηκε η ηπειρωτική σύγκρουση Λαυρασίας και Κιμμερικής ηπείρου, ενώ σημειώθηκε η πλήρης ανάπτυξη της Νεο-Τηθύος, η βύθιση της οποίας συντελέσθηκε το Ανώτερο Κρητιδικό - Ανω Ηώκαινο με βύθιση του ωκεάνιου φλοιού προς Βορρά.
Η τελική ηπειρωτική σύγκρουση έγινε στο Ολιγόκαινο - Μειόκαινο.
Σχήμα 33
Γεωλογικός χάρτης - σκαρίφημα τμήματος της Γιουγκοσλαβίας και γεωδυναμικό μοντέλο που προτάθηκε για την περιοχή από τον Dimitrijevic (1972).
Σχήμα 34
Σχηματικές τομές που αναπαριστούν τη γεωδυναμική εξέλιξη του συστήματος Παλαιο-Τηθύος και Νεο-Τηθύος στο χώρο Ποντίδων - Ανατολίδων της Μικράς Ασίας (Κατά Sengör et al. 1980).
http://www.geo.auth.gr/courses/ggg/ggg871y/ch1.htm
--------------------------------------------------------------------------------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου