Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΛΑΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΝΟΥ[Μέρος Ε΄]

Η Τήνος είναι γνωστή και ως «το νησί των Καλλιτεχνών». Εξάλλου, από τον τόπο αυτό κατάγονται οι περισσότεροι θεμελιωτές της νεότερης γλυπτικής και ζωγραφικής. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Φειδίας είχε Τήνια καταγωγή. Πιο συγκεκριμένα, λέγεται πως ο πατέρας του, που είχε γεννηθεί στο χωριό Πύργος, ήταν ναύτης στην τριήρη του Παναίτιου και παντρεύτηκε γυναίκα από την Αθήνα. Μία άλλη εκδοχή θέλει ο ίδιος ο Φειδίας να διδάσκει στους Τήνιους την τέχνη της μαρμαρογλυπτικής. Το γεγονός αυτό συνέβη όταν το πλοίο που τον μετέφερε εξόριστο στη Δήλο, προσάραξε στην περιοχή των Κιονίων

ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΩΝΕΣ
Κτισμένοι στις λεγόμενες εξοχές του νησιού, οι περιστεριώνες διακοσμούν με τρόπο ανεπανάληπτο το τοπίο. Πρόκειται για επιβλητικά και ογκώδη διώροφα λιθόκτιστα οικοδομήματα που θυμίζουν βυζαντινούς πύργους. Περιστεριώνες υπάρχουν και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων. Ωστόσο, στην Τήνο βρίσκονται αναμφισβήτητα οι περισσότεροι και οι πιο εντυπωσιακά διακοσμημένοι. Ο ακριβής αριθμός τους δεν είναι γνωστός, παρόλα αυτά εικάζεται πως ξεπερνούν τους 1.000. Το μεγαλύτερο ποσοστό συγκεντρώνεται στο κεντρικό, κεντρικο-ανατολικό τμήμα του νησιού και στην κοιλάδα του Ταραμπάδου. Από αρχιτεκτονικής πλευράς, όλοι είναι κτισμένοι με τον ίδιο λιτό ρυθμό των κυκλαδικών σπιτιών. Όμως ο διάκοσμός τους μοιάζει με κέντημα, μετατρέποντάς τους σε μνημεία λαϊκής τέχνης, μοναδικούς σε ολόκληρο τον κόσμο.

Οι κτίστες τους, που δεν ήταν άλλοι από τους απλούς κατοίκους του νησιού, ήξεραν καλά πως έπρεπε να επιλέξουν την κατάλληλη τοποθεσία: πλαγιά ή ρεματιά (όχι βουνό), έτσι ώστε τα περιστέρια να πετούν με άνεση για να βρουν την τροφή τους, αλλά και να επιστρέφουν εύκολα στη φωλιά τους. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν για την ανέγερσή τους ήταν αυτά που η Τήνια γη πλουσιοπάροχα τους προμήθευε: πέτρα, ασβέστης και σχιστόλιθοι με τους οποίους δημιουργούσαν ασυνήθιστους σχηματισμούς (ρόμβους, τρίγωνα, ήλιους, κυπαρίσσια κ.ά.) σε μία ή περισσότερες πλευρές του κτίσματος.
Εξωτερικά, κανένας περιστεριώνας δεν είναι ολόιδιος με τους άλλους. Αντίθετα, εσωτερικά είναι πανομοιότυποι. Η πόρτα της εισόδου είναι ξύλινη και ασφαλίζει ερμητικά, ώστε να μην εισβάλλουν στο χώρο φίδια, ποντίκια κλπ. Το κάτω πάτωμα χρησιμοποιείται ως αποθήκη αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και εργαλείων ή ακόμη και ως κατοικία.
Πολλές φορές, το ισόγειο προεκτείνεται περισσότερο από την ευθεία της πρόσοψης για ευρυχωρία, ενώ λειτουργεί και ως προστατευτικό για τα νεογνά που πέφτουν από τις φωλιές τους.

Στο επάνω πάτωμα ζουν τα περιστέρια. Η πρόσβαση εκεί είναι εφικτή από μία εσωτερική σκάλα. Τα πέτρινα ή - σπανιότερα - μαρμάρινα διακοσμητικά, σε κάποιες περιπτώσεις είναι τόσα πολλά που δεν αφήνουν ακάλυπτο χώρο, ενώ σε άλλες είναι λιγότερα δημιουργώντας λευκά παραδοσιακά διαστήματα. Οι φωλιές, τοποθετημένες ανάμεσα στους σχηματισμούς, τελειοποιούν το ενιαίο διακοσμητικό σύνολο. Συχνά ο βορινός τοίχος προεκτείνεται, για να προφυλάσσει τα πουλιά από τον αέρα. Οι γωνίες του δώματος είναι στολισμένες με «τα σημάδια των περιστεριών». Πρόκειται για κολονάκια που απεικονίζουν ψεύτικα περιστέρια, όρθιες πλάκες και άλλα σχέδια, τα οποία αποτελούν συγχρόνως θέσεις για τα περιστέρια, σκιάχτρα, αλλά και γνώρισμα των οικοδομημάτων.
Παρόλο που περιστέρια υπήρχαν στο νησί πολλούς αιώνες πριν, φαίνεται πως οι Βενετοί ήταν αυτοί που εισήγαγαν τη συστηματική εκτροφή τους, μεταφέροντας στο νησί την κληρονομιά του «δικαιώματος των περιστεριώνων» της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ο αριθμός αυτών των κτισμάτων αυξήθηκε από το 18ο έως και τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα. Κατά την τουρκοκρατία υπήρχαν τόσοι περιστεριώνες που καταγράφηκαν στο κτηματολόγιο. Τα περιστέρια γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν. Έτσι, ξεκίνησε η εξαγωγή τους προς τη Σμύρνη, την Πόλη και άλλες περιοχές, καθώς αποτελούσαν περιζήτητο και ακριβό έδεσμα. Παράλληλα, η κοπριά τους χρησιμοποιούνταν ως άριστο λίπασμα. Σήμερα, οι ενεργοί περιστεριώνες δεν είναι πολλοί.
ΟΙ ΜΥΛΟΙ
Την περίοδο της ενετοκρατίας στην Τήνο λειτουργούσαν περισσότεροι από 100 ανεμόμυλοι. Εκείνη την εποχή οι ντόπιοι καλλιεργούσαν συστηματικά σιτάρι. Οι παραγόμενες ποσότητες ήταν ικανές να καλύψουν τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού, που ήταν υπερτριπλάσιος του σημερινού. Οι ίδιοι ανεμόμυλοι εξυπηρετούσαν τις ανάγκες και των γειτονικών νησιών. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η προσφορά των Τηνίων μυλωνάδων ήταν σπουδαία. Τότε, με κίνδυνο της ζωή τους, άλεθαν κρυφά τη νύχτα για να βοηθήσουν τους ανθρώπους που μαστίζονταν από τη πείνα. Σχεδόν στο σύνολό τους, οι μύλοι σταμάτησαν να λειτουργούν γύρω στη δεκαετία του 1970.

Σήμερα, σώζονται ελάχιστα τέτοια οικοδομήματα, τα περισσότερα από τα οποία είναι ερειπωμένα και μισογκρεμισμένα. Βέβαια υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις. Κτισμένοι από ντόπια πέτρα, οι μύλοι του νησιού αποτελούν ένα ακόμη αξιοθαύμαστο παραδείγματα της λαϊκής δεξιοτεχνίας των Τηνίων τεχνιτών. Σιωπηλοί μάρτυρες μίας εποχής που έφυγε, οι μεν ανεμόμυλοι χρησίμευαν για το άλεσμα, οι δε νερόμυλοι για το πότισμα των χωραφιών.
Οι μύλοι έχουν σχήμα στρογγυλό. Βρίσκονται κοντά σε περάσματα ή σταυροδρόμια, ώστε να είναι εύκολη η μεταφορά των πρώτων υλών, αλλά και για να εξυπηρετούν τις ανάγκες ενός ή περισσοτέρων χωριών. Ωστόσο, η επιλογή του τόπου ανέγερσής τους ήταν μία ιδιαίτερη επίπονη δοκιμασία, καθώς έπρεπε το σημείο να επηρεάζεται από όλους τους ανέμους με τέτοιο τρόπο που να μην καταστρέφονται τα πανιά. Έτσι, οι μυλωνάδες αναγκάζονταν να μελετούν τους αέρηδες κάθε τοποθεσίας για πάνω από ένα χρόνο ή να διαλέγουν μέρη δοκιμασμένα από άλλους.
Τις περιόδους που δεν φύσαγε ικανοποιητικά, χρησιμοποιούσαν άλετρα και ζυγούς, ενώ άλεθαν με τη βοήθεια των ζώων.
Η κατασκευή των μύλων έκρυβε διάφορα μυστικά: Οι μυλόπετρες, οι οποίες προέρχονταν από τη Μήλο και αποτελούσαν το μοναδικό μη ντόπιο υλικό, έπρεπε να ταιριάξουν απόλυτα για να δημιουργηθεί η γούλα και να χαραχθεί το μυλοκόπι. Αλλά και η κατασκευή του ξύλινου μηχανισμού απαιτούσε ιδιαίτερη μαστοριά και γνώση, ώστε να επηρεάζεται από τον εξωτερικό αέρα. Η μεγάλη ρόδα στερεώνονταν στο κυπαρισσένιο αξόνι, ενώ τα πρινένια δόντια της έπρεπε να ταιριάξουν στα αργιλένια αδράκτια της ανέμης. Τα αυλάκια από όπου περνούσε το αλεύρι προστατεύονταν, ώστε να μη σκορπίζεται στην πορεία του προς το αμπάρι. Οι αντένες και τα πανιά (φτερωτή) δένονταν στο κεντρικό νήμα (μάνα) και τεντώνονταν γερά πάνω στο ακραξόνιο (κομπρέσο).
Συνήθως, οι μύλοι αποτελούνταν από τρία πατώματα: το ισόγειο, το μεσιανό και το επάνω, όπου βρίσκονταν ο μηχανισμός για το άλεσμα. Σε αυτό το τελευταίο επίπεδο, το αξόνι με τη ρόδα, τα μαξιλάρια και οι μαμαλούκοι του ακούμπαγαν σε μία ξύλινη μανιβέλα (κουζινέτο). Κι όλο αυτό το σύστημα έπρεπε να ταυτιστεί απόλυτα, ώστε να μπορεί να γυρίζει τα πανιά στη φορά του καιρού και του ανέμου.
Η ΛΙΘΟΓΛΥΠΤΙΚΗ
Η Τήνος συγκαταλέγεται στο μεγάλο αριθμό των ελληνικών περιοχών, όπου άνθισε η λαϊκή λιθογλυπτική, όπως η Ήπειρος, η Μακεδονία, το Πήλιο, η Μάνη, η Κρήτη, η Χίος, η Πάρος, η Νάξος κλπ. Η διαφορά του συγκεκριμένου νησιού από τα υπόλοιπα μέρη είναι πως από το 1830 και μετά πρωτοστάτησε στην ανοικοδόμηση και στον καλλωπισμό του απελευθερωμένου Ελληνικού κράτους, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα κορυφαίους εκπρόσωπους της νεοελληνικής τέχνης.
Ελαφριά ή βαριά ανάγλυφα, εγχάρακτα, εσώγλυφα ή διάτρητα, σε οποιεσδήποτε αποχρώσεις ανάλογα με το λατομείο από όπου προέρχεται η πρώτη ύλη, τα λιθόγλυπτα της Τήνου είναι σχεδόν όλα μαρμάρινα. Τα παραδείγματα των ολόγλυφων έργων δεν είναι ιδιαίτερα πολλά. Ωστόσο, τα λιγοστά αυτά δημιουργήματα δεν αντιβαίνουν στους γενικούς κανόνες της νεοελληνικής λαϊκής λιθογλυπτικής, που αποφεύγει την περίοπτη πλαστική, ακολουθώντας πιστά τη βυζαντινή κληρονομιά.
Τα λαϊκά λιθόγλυπτα, που διατηρούν έως σήμερα την οργανική τους θέση στο ύφος του νησιού, διακρίνονται σε οικόσημα, υπέρθυρα και περιθυρώματα, φεγγίτες, κρήνες, αρχιτεκτονικές και επιτύμβιες πλάκες.
Οικόσημα: Πρωτοεμφανίζονται την εποχή της φραγκοκρατίας. Τα οικόσημα αποτελούν σύμβολο κύρους για τους Ενετούς με μεγάλους τίτλους, οι οποίοι τα εντοιχίζουν στα ανάκτορα και στα φρούριά τους, ως υπέρθυρα της πύλης. Άλλοι μία κατηγορία ανθρώπων που χρησιμοποιούν τα οικόσημα είναι οι Λατίνοι Επίσκοποι. Η συνήθεια αυτή δεν σταματά με την αποχώρηση των Ενετών. Αντίθετα, οι ντόπιοι Πρόκριτοι την υιοθετούν, προσδίδοντάς της διάρκεια στο χρόνο.
Υπέρθυρα και Περιθυρώματα: Πρόκειται για μία συνήθεια Ανατολικής προέλευσης με ρίζες στην Αρχαία Ελλάδα, στην Παλαιοχριστιανική και στη Βυζαντινή εποχή. Τα υπέρθυρα και περιθυρώματα συνδέονται άμεσα με τη λαϊκή πίστη που θεωρεί πως η είσοδος αποτελεί το πιο ευπρόσβλητο σημείο του σπιτιού από τους δαίμονες και τα κακά πνεύματα. Έτσι, οι ιδιοκτήτες τους, από πολύ νωρίς θέλησαν να εξασφαλίσουν την εύνοια, λαμβάνοντας μόνιμα μέτρα προστασίας. Αποτρεπτικές επιγραφές και προστατευτικά σύμβολα εντοιχίστηκαν πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρα των κατοικιών. Αυτά ακριβώς τα φυλακτά συναντάμε και στα τηνιακά σπίτια: υπέρθυρα εμπλουτισμένα με διακοσμητικές προσθήκες, καθώς και περιθυρώματα τα οποία κάποιες φορές συγκεντρώνουν το διάκοσμό τους στο ανώφλι και άλλες αναπτύσσονται σε σύνθετες μορφές προς τα πάνω. Το σχήμα τους είναι συνήθως ημικυκλικό ή τετράγωνο. Τέτοιου είδους διακοσμητικά συχνά υπάρχουν και σε εκκλησίες.
Φεγγίτες: Εξαιρετικά διαδεδομένοι σε ολόκληρο το νησί, οι φεγγίτες αποτελούν μια ξεχωριστή κατηγορία υπέρθυρων. Γνήσια δημιουργήματα λαϊκής λιθογλυπτικής της Τήνου, είναι ημικυκλικοί, διάτρητοι και καλύπτουν εξωτερικά τα ανώφλια (θυρίδες σε σχήμα τόξου που βρίσκονται πάνω από τα παράθυρα ή και τις πόρτες). Οι φεγγίτες χρησιμοποιούνται ως αποθηκευτικοί χώροι, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπουν στο φως του ήλιου και στο δροσερό αεράκι να εισέρχονται στο εσωτερικό των σπιτιών. Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμεύουν απευθείας ως μικρά παράθυρα, με αποτέλεσμα το σχήμα τους να είναι τετράγωνο ή ορθογώνιο. Παράλληλα, είναι αναμφισβήτητα πανέμορφα διακοσμητικά λεπτής τέχνης, με διάφορα σχέδια όπως πουλιά, πλοία, καΐκια, λουλούδια, ψάρια, δέντρα κ.ά.
Κρήνες: Από παλιά, το νερό των πηγών διοχετεύονταν στις δημόσιες βρύσες των οικισμών από δεξαμενές ή απευθείας μέσω υδραγωγών σωλήνων και ανέβρυζε ελεύθερα από ξινάρια (μαρμάρινα διακοσμητικά) που ήταν τοποθετημένα στο στόμιό τους. Η θεματολογία των ανάγλυφων της κρήνης συνδέονταν με λαϊκές - αρχαίας προέλευσης - δοξασίες, όπως άνθη, καρποί, θυμιατήρια, εικονογραφικές παραστάσεις, σύμβολα φυλακτών κλπ. Με αυτό τον τρόπο οι ντόπιοι επιδίωκαν να αποτρέψουν το κακό και να εξευμενίσουν το στοιχειό της πηγής. Συχνά, γύρω από τις βρύσες κτίζονταν οικοδόμημα με κολόνες και καμάρες, όπου υπήρχαν ειδικές γούρνες για το πλύσιμο των ρούχων. Επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις οι κρήνες καλύπτονταν από κτίσματα, που έμοιαζαν με μικρές στοές και είχαν πέτρινους πάγκους στους γύρω τοίχους. Έτσι, οι κάτοικοι προστατεύονταν από τις καιρικές συνθήκες, ενώ μπορούσαν να καθίσουν για να ξεκουραστούν. Σήμερα, στα περισσότερα χωριά του νησιού, οι βρύσες έχουν την αρχική τους μορφή, ενώ κάποιες έχουν αναπαλαιωθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με τα περισσότερα πλυσταριά.
Αρχιτεκτονικές Πλάκες: Πρόκειται για ανάγλυφες πλάκες, οι οποίες βρίσκονται εντοιχισμένες σε διάφορα εξωτερικά σημεία ενός οικοδομήματος. Οι αρχιτεκτονικές πλάκες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τις κοσμικές και τις εκκλησιαστικές. Στην πρώτη περίπτωση, εκτός από τις ανάγλυφες παραστάσεις, υπάρχουν επιγραφές με τη χρονολογία κατασκευής του κτίσματος και το όνομα του πρώτου ιδιοκτήτη. Ανάλογες επιγραφές συναντάμε και στις εκκλησιαστικές πλάκες, όπου αναγράφεται η χρονολογία και τα ονόματα των ανθρώπων που τις αφιέρωσαν ή του αρχιτέκτονα. Οι τελευταίες, τις περισσότερες φορές απεικονίζουν τον Άγιο, στο όνομα του οποίου τιμάται ο ναός. Ουσιαστικά το μάρμαρο αντικαθιστά το ξύλο που φθείρεται εύκολα από τις καιρικές συνθήκες. Στην ίδια κατηγορία συγκαταλέγονται και οι αρχιτεκτονικές πλάκες που συχνά διακοσμούν τα δάπεδα των ναών με διάφορα θέματα.
Επιτύμβιες Πλάκες: Οι σύγχρονες αντιλήψεις για το θάνατο έχουν αναμφισβήτητα επιρροές τόσο από το Χριστιανισμό, όσο και από τις αρχαιοελληνικές δοξασίες του Κάτω Κόσμου. Το κράμα αυτό γίνεται εμφανές και μέσα από τα σημερινά έθιμα που σχετίζονται με τη διαδικασία ταφής. Ένα από αυτά είναι και ο διάκοσμος των επιτύμβιων. Πιο συγκεκριμένα, οι κτιστοί τάφοι εσωτερικά είναι καλυμμένοι από μία πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα, η οποία φτάνει στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια του εδάφους και αποτελείται συνήθως από δύο κομμάτια. Το μικρότερο είναι κινητό και μπορεί να ανασηκωθεί με τη βοήθεια ενός ή δύο κρίκων. Εάν το υλικό από το οποίο έχει φτιαχτεί είναι η πέτρα, τότε ασβεστώνεται και τα στοιχεία του νεκρού αναγράφονται σε ένα μαρμάρινο ή ξύλινο σταυρό, ο οποίος τοποθετείται στην κορυφή του μνήματος. Στην περίπτωση που είναι μαρμάρινη, τα ίδια στοιχεία αναφέρονται με εσώγλυφα γράμματα πάνω της, ενώ συχνά υπάρχουν και ανάγλυφες παραστάσεις λαϊκής τέχνης. Εντυπωσιακά αριστουργήματα μαρμαρογλυπτικής αποτελούν οι επιτύμβιες πλάκες στα χωριά Πύργος και Πλατειά, καθώς και στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου.
Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΟΥ
Η μαρμαροτεχνία και η μαρμαρογλυπτική δεν έχουν σαφή διαχωριστικά όρια στον επαγγελματικό τομέα των Τηνίων. Οι ίδιοι άνθρωποι, που γενικότερα ονομάζονται μαρμαράδες, είναι ταυτόχρονα τεχνίτες και καλλιτέχνες. Τα δημιουργήματά τους είναι πολλά και εμφανή σε κάθε σημείο του νησιού. Παλαιότερα, ακόμη και αντικείμενα καθημερινής χρήσης κατασκευάζονταν από το μάρμαρο του τόπου, όπως τα πετροτύρια για την παρασκευή τυριού, τα καλούπια όπου χύνονταν το σαπούνι κ.ά. Οι Τήνιοι μαρμαράδες, τις περισσότερες φορές εμπειρικά και με γνώμονα τη διαίσθηση, τη φαντασία και την απέραντη αγάπη για το αντικείμενο της δουλειάς τους, δημιούργησαν - και συνεχίζουν να το πράττουν - εκπληκτικά καλλιτεχνικά αριστουργήματα.
Η ιστορία της μαρμαροτεχνίας στο νησί ξεκινά από την αρχαιότητα. Με το τοπικό μάρμαρο φτιάχνονταν ναοί, βωμοί, αγάλματα θέων κ.ο.κ. τόσο στην Τήνο, όσο και στη Δήλο. Η πρώτη κρίση του επαγγέλματος, που είχε ως αποτέλεσμα και την εξαφάνισή του, ήρθε όταν η πίστη στους παλιούς θεούς άρχισε να μειώνεται σε σημαντικό βαθμό.
Στα χρόνια της ενετοκρατίας, το νησί αναδεικνύει και πάλι την έφεσή του στη μαρμαρογλυπτική, η οποία αρχικά αναπτύσσεται γύρω από δύο μεγάλα και σχετικά κοντινά χωριά, τον Πύργο και τα Ιστέρνια. Οι Βενετοί πρωτοστατούν στην επαναφορά της τέχνης στην Τήνο, αυξάνοντας τη ζήτηση για τέτοιου είδους καλλιτεχνήματα. Πολλοί ξενιτεμένοι τεχνίτες επαναπατρίζονται. Η επεξεργασία των μαρμάρων αποκτά και πάλι τη χαμένη της αίγλη και αρχίζει να διαδίδεται από γενιά σε γενιά. Το 17ο αιώνα, μαρμαράδες ακολουθούν τους οικοδόμους, για να κατασκευάσουν διακοσμητικά και άλλα μέρη της οικοδομής, ενώ πολλοί ντόπιοι κτίστες συνδύαζαν και τις δύο ιδιότητες.
Η ιστορία της μαρμαροτεχνίας στο νησί ξεκινά από την αρχαιότητα. Με το τοπικό μάρμαρο φτιάχνονταν ναοί, βωμοί, αγάλματα θέων κ.ο.κ. τόσο στην Τήνο, όσο και στη Δήλο. Η πρώτη κρίση του επαγγέλματος, που είχε ως αποτέλεσμα και την εξαφάνισή του, ήρθε όταν η πίστη στους παλιούς θεούς άρχισε να μειώνεται σε σημαντικό βαθμό.
Στα χρόνια της ενετοκρατίας, το νησί αναδεικνύει και πάλι την έφεσή του στη μαρμαρογλυπτική, η οποία αρχικά αναπτύσσεται γύρω από δύο μεγάλα και σχετικά κοντινά χωριά, τον Πύργο και τα Ιστέρνια. Οι Βενετοί πρωτοστατούν στην επαναφορά της τέχνης στην Τήνο, αυξάνοντας τη ζήτηση για τέτοιου είδους καλλιτεχνήματα. Πολλοί ξενιτεμένοι τεχνίτες επαναπατρίζονται. Η επεξεργασία των μαρμάρων αποκτά και πάλι τη χαμένη της αίγλη και αρχίζει να διαδίδεται από γενιά σε γενιά. Το 17ο αιώνα, μαρμαράδες ακολουθούν τους οικοδόμους, για να κατασκευάσουν διακοσμητικά και άλλα μέρη της οικοδομής, ενώ πολλοί ντόπιοι κτίστες συνδύαζαν και τις δύο ιδιότητες.
Η οικονομική και πολιτιστική άνθηση του 18ου αιώνα βρίσκει τη μαρμαροτεχνία στο απόγειό της. Τότε διευρύνεται το φάσμα των εργαλείων και των τεχνικών της. Σταδιακά τα στενά όρια της Τήνου ανοίγουν και οι μαρμαροτεχνίτες του νησιού απλώνονται σε ολόκληρη τη χώρα και στο εξωτερικό, διαπρέποντας κυρίως στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο και τη Μικρά Ασία. Εκείνη την εποχή γεννιούνται στο νησί κορυφαίοι εκπρόσωποι της νεοελληνικής γλυπτικής.
Οι Τήνιοι τεχνίτες συμμετέχουν ενεργά στην αναγέννηση του απελευθερωμένου Ελληνικού κράτους μετά την τουρκοκρατία. Χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά από τους Έλληνες και ξένους αρχιτέκτονες για την ανοικοδόμηση της Αθήνας. Η Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο, η Βουλή, το Αρχαιολογικό Μουσείο, η Μητρόπολη, αλλά και μέγαρα, εκκλησίες και αναστηλώσεις αρχαίων μνημείων είναι μόνο μερικά από τα έργα που αναλαμβάνουν. Πολλοί μαρμαροτεχνίτες ανοίγουν εργαστήρια στην Αθήνα. Επιπρόσθετα, με την ίδρυση της έδρας γλυπτικής στο Πολυτεχνείο, το 1847, ξεκινά η διάκριση ανάμεσα στους εμπειρικούς μαρμαρογλύπτες - μάστορες και τους σπουδασμένους γλύπτες -καλλιτέχνες. Ο διαχωρισμός αυτός σηματοδοτεί το τέλος της λεγόμενης «λαϊκής λιθογλυπτικής» και την αρχή μίας νέας εποχής που χαρακτηρίζεται από δύο παράλληλα συστήματα: την «καλλιτεχνική γλυπτική» και την «εμπειρική μαρμαρογλυπτική».
Στα τέλη του 19ου αιώνα, μαρμαρογλυφεία Τηνίων και αργότερα μαρμαροβιοτεχνικές μονάδες ιδρύονται εκτός από την Αθήνα και τον Πειραιά και σε άλλες ελληνικές πόλεις, ενώ συνεχίζεται η έντονη δραστηριότητα στο εξωτερικό. Όμως η μαζική μετανάστευση και ο αντίκτυπος των επιρροών από τον ξενόφερτο τρόπο ζωής αρχίζουν να πλήττουν το νησί και κυρίως τα χωριά όπου αναπτύχθηκε η μαρμαροτεχνία. Παρόλα αυτά η ζωτικότητά αυτών των οικισμών καταφέρνει να διατηρηθεί έως και τη δεκαετία του '50.
Η παρακμή της τέχνης είναι ιδιαίτερα έντονη μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως κατά τη δεκαετία του '70 λειτουργεί μόνο ένα εργαστήρι σε ολόκληρη τη νήσο. Ωστόσο, η οικοδομική ανάπτυξη του 1978-80, με παραδοσιακού χαρακτήρα κτίσματα, επαναφέρει στο προσκήνιο τα διάφορα μαρμάρινα διακοσμητικά. Έτσι, νέοι τεχνίτες ανοίγουν εργαστήρια στον Πύργο και στη Χώρα, ενώ σιγά - σιγά η ζήτηση αρχίζει να ξεπερνά τα στενά τοπικά όρια. Αυτά τα εργαστήρια στην πραγματικότητα αποτελούν μικρά μουσεία σύγχρονης λαϊκής τέχνης. Έτσι, η Τήνος παραμένει το μοναδικό από τα πρωτογενή κέντρα μαρμαροτεχνίας όπου συνεχίζει να ακούγεται ο ήχος του μαντρακά.
ΚΑΛΑΘΟΠΛΕΚΤΙΚΗ
Η καλαθοπλεκτική έχει τις ρίζες της στη Μεσολιθική εποχή. Είναι η τέχνη που ανακάλυψε ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να καλύψει την ανάγκη του για την κατασκευή καταλύματος. Το αρχαιότερο παράδειγμα τέτοιου δημιουργήματος χρονολογείται στο 9000 π.Χ. και βρέθηκε στο σπήλαιο Danger της Γιούτα, στην Αμερική. Από τότε, η καλαθοπλεκτική αναπτύχθηκε σε διάφορες περιοχές του κόσμου

Ιστορικές πληροφορίες αναφέρουν πως στην Τήνο η συγκεκριμένη τέχνη ήταν ήδη αναπτυγμένη σε εργαστηριακό επίπεδο από τα τέλη του 18ου αιώνα. Η έλευση μεγάλου αριθμού προσκυνητών στο νησί, έδωσε νέα ώθηση σε αυτή την αγορά. Έτσι κατά τη διάρκεια του 2ου μισού του 19ου αιώνα, το χωριό Βολάξ αποτελούσε το κέντρο αυτής της τέχνης, εφοδιάζοντας με τα είδη του τη Σύρο, τη Μύκονο και την Αθήνα. Σύντομα, οι Βολαξιανοί αναδείχθηκαν ως οι καλύτεροι καλαθοπλέκτες όλης της Ελλάδας. Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός πως στις αρχές του 20ού αιώνα, κάθε εβδομάδα, 3.000 - 4.000 χιλιάδες καλάθια μεταφέρονταν στη Σμύρνη. Εκεί γεμίζονταν με φρέσκα σύκα και προωθούνταν στις Ευρωπαϊκές αγορές.
Σήμερα, μερικοί από τους λιγοστούς μόνιμους κάτοικους του χωριού συνεχίζουν να ασχολούνται με την πλέξη βεργών από λυγαριές, σταβαριές (ιτιές), καλαμόριζες (σχισμένα καλάμια) ή δραφιά (πικροδάφνη). Με απόλυτη επιδεξιότητα δημιουργούν πανέμορφα χειροποίητα πανέρια, παραγάδια, κόφες, κοφίνια, νταμιτζάνες για το κρασί και γενικότερα καλάθια όλων των μεγεθών και των σχεδίων.
Ως εργαστήριο συνήθως χρησιμοποιούν τα κατώγια των σπιτιών τους. Τα εργαλεία τους είναι λιτά και αποτελούνται από τη διχάλα για τον καθαρισμό της βέργας, το τρισέτο που είναι ένα είδος καμπυλωτού μαχαιριού και το καρφί για να σφηνώνουν τις βέργες.

ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ
Λευκά στολίδια στις γυμνές βουνοπλαγιές, στα βράχια των κάβων, στις αμμουδιές, στους πράσινους κάμπους και στις απότομες λαγκαδιές, τα πάνω από 750 εξωκλήσια της Τήνου αποτελούν αναμφισβήτητα μία μοναδική κληρονομιά. Από αυτά, περίπου τα 220 είναι Καθολικά, ενώ στο σύνολό τους εκκλησίες, εξωκλήσια και μοναστήρια υπολογίζονται περίπου στα 1.000. Η συστηματική μελέτη τόσο των ναών, όσο και των καμπαναριών δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Η πραγματοποίησή της θεωρείται ιδιαίτερα επίπονη, δεδομένου του πλήθους, αλλά και της γεωγραφικής διασποράς. Αναφέρεται ακόμη πως 83 Ορθόδοξες και 43 Καθολικές εκκλησίες τιμούν την Παναγία, που είναι η προστάτιδα του νησιού. Οι αφιερώσεις των υπόλοιπων καλύπτουν ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα του χριστιανικού εορτολογίου.

Σε γενικές γραμμές, τα περισσότερα κτίσματα διέπονται από τον απολύτως κυκλαδικό τύπο της λιθόκτιστης επιπεδόστεγης βασιλικής, κυρίως μονόκλιτης, δίκλιτης ή τρίκλιτης. Ο πραγματικά μεγάλος αριθμός τους οφείλεται στο έντονο θρησκευτικό φρόνημα των Τηνίων, αλλά και στις ιδιαίτερες θρησκευτικές και ιστορικές συνθήκες του τόπου, όπως η μακροχρόνια ενετοκρατία, η προνομιακή μεταχείριση κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας κ.ο.κ. Έτσι η Τήνος μετατράπηκε σε ένα εκθετήριο εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, μοναδικό για ολόκληρο τον κόσμο.Οι ντόπιοι λαϊκοί τεχνίτες κατασκεύασαν τους ναούς χρησιμοποιώντας Ανατολικές και Δυτικές τεχνικές, με αριστουργηματικό τρόπο.
Η συντήρησή τους γίνεται κατά κύριο λόγο από την προσωπική εργασία και τις δωρεές των πιστών. Επιπλέον, τα ψηλά τηνιακά καμπαναριά, είτε είναι μαρμάρινα είτε πέτρινα, σαγηνεύουν με τη μεγαλοπρέπεια και την απλότητά τους. Δεν υπάρχει ενιαία μορφή ή σχήμα σε αυτά. Αντίθετα, μερικά είναι με εξαιρετικό τρόπο διακοσμημένα και άλλα εντυπωσιάζουν με τη λιτότητά τους. Εσωτερικά, οι περισσότερες Ορθόδοξες εκκλησίες κοσμούνται από πανέμορφα έργα εκκλησιαστικής τέχνης, όπως ξυλόγλυπτα ή μαρμάρινα τέμπλα, δεσποτικά, αγιογραφίες, άμβωνες, προσκυνητάρια και παλιές εικόνες.
Οι Καθολικοί ναοί είναι στολισμένοι με υπέροχα αγαλματίδια, καθώς και σημαντικής ιστορικής αξίας εικονίσματα Ανατολικής και Δυτικής τεχνοτροπίας. Πολλά από αυτά είναι δημιουργήματα γνωστών ζωγράφων (κυρίως Ιταλών) και έχουν μεγάλη καλλιτεχνική αξία.

ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ

Παράδειγμα λαϊκής φιλοτεχνίας, τα τηνιακά σπίτια είναι όμορφα, έξυπνα στημένα και προπαντός λειτουργικά. Δημιούργημα των ντόπιων, εξυπηρετούν πλήρως τις ανάγκες τους με τον πιο λιτό τρόπο. Τα πετρώματα της νήσου, ο δυνατός αέρας και οι ήπιες κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής αποτελούν τη θεμέλια λίθο στον τρόπο ανοικοδόμησής τους. Έτσι, ως δομικά υλικά, κατά κύριο λόγο, χρησιμοποιείται η πέτρα (κυρίως σχιστόλιθος, μαρμαρόπετρα ή σιδερόπετρα), ο ασβέστης, το αργιλικό χώμα, το καλάμι και τα φύκια. Λιγότερο αξιοποιείται το ξύλο που ούτως ή αλλιώς σπανίζει στο νησί και ελάχιστα το σίδερο το οποίο υπάρχει μόνο με τη μορφή καρφιών και στην κατασκευή εξαρτημάτων για τα κουφώματα. Το λευκό μάρμαρο που αφθονεί στον τόπο εκμεταλλεύεται ελάχιστα, ενώ το πράσινο δεν εμφανίζεται πουθενά.

Εξαιτίας του ξηρού και βραχώδους εδάφους, τα τηνιακά σπίτια είναι συνήθως ημιδιώροφα, απλά στο σχεδιασμό τους και γραφικά ασύμμετρα. Στον εσωτερικό τους χώρο διακρίνονται για τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα διαρρύθμισης, ενώ εξωτερικά διαθέτουν αυλή και αποθήκη. Τα δώματα είναι χωμάτινα. Για τη στεγανοποίησή τους, οι ντόπιοι δημιουργούσαν ένα μείγμα από ασβέστη και τριμμένο κεραμίδι, που ονομάζουν κουρασάνι, με το οποία τα «κυλίντριζαν». Το τσιμέντο εδώ και μερικές δεκαετίες αντικατέστησε το συγκεκριμένο μείγμα, ενώ το μπετόν αρμέ εμφανίζεται μόνο σε κάποιες νεόκτιστες οικίες και στην αντικατάσταση παλαιών δωμάτων.
Οι τοίχοι είναι σοβαντισμένοι, δημιουργώντας το παραδοσιακό άσπρο χρώμα των Κυκλάδων. Η πολύχρονη κυριαρχία των Ενετών στο νησί, τουλάχιστον όσον αφορά στις οικίες, δεν άφησε έντονα τα σημάδια της. Μεμονωμένα παραδείγματα βενετσιάνικης αρχιτεκτονικής υπάρχουν κυρίως στην πόλη της Τήνου.

Τα παλιά χρόνια, σχεδόν όλες οι οικίες κτίζονται σε επικλινές έδαφος. Για την ισοπέδωσή του γίνονταν μία γενική εκσκαφή. Με στόχο να αποφύγουν την υγρασία των υπόγειων χώρων, έκτιζαν τους τοίχους των θεμελίων, το πάχος των οποίων ήταν 70 πόντοι και σπάνια 1 μέτρο, λίγο πιο μέσα από το σκαμμένο χώμα. Έτσι έμενε ένα κενό, που ονομάζεται υνταγός ή ντούχτος ή κουντούντους, το οποίο είτε σκεπάζονταν με σχιστόπλακες είτε έμενε ανοικτό και λειτουργούσε ως διάβαση. Οι τοίχοι της ανωδομής έφταναν τους 60 πόντους. Όλα τα τοιχώματα γίνονταν από πέτρες και λάσπη. Οι πέτρες τοποθετούνταν τόσο έντεχνα μεταξύ τους που ακόμη και η λάσπη έπαιζε πολύ μικρό ρόλο στη στερεότητα. Όσο για τους διαχωριστικούς τοίχους, αυτοί κατασκευάζονταν από έναν ξύλινο σκελετό, γύρω από τον οποίο δένονταν με σύρμα ή καρφώνονταν καλάμια, τα οποία επιχρίονταν με ασβεστοκονίαμα. Οι τοίχοι αυτοί ήταν αρκετά πιο λεπτοί, με αποτέλεσμα να εξοικονομείται χώρος. Πολύ συνηθισμένα στοιχεία του τηνιακού σπιτιού - και όχι μόνο - είναι τα βόλτα ή τόξα, που ουσιαστικά βοηθούν τη γεφύρωση μεγάλων ανοιγμάτων.
Εσωτερικά, το τηνιακό σπίτι, τις πιο πολλές φορές αποτελείται από μία ευρύχωρη σάλα που χρησιμοποιείται ως χώρος υποδοχής, δύο ή τρία μικρότερα δωμάτια (ανάλογα με τις ανάγκες του ιδιοκτήτη) στην πίσω πλευρά ή στα πλάγια, τα οποία είναι οι κρεβατοκάμαρες, μία κουζίνα με τζάκι, το κατώι (ισόγειο) όπου τοποθετούνται όλα τα αγροτικά προϊόντα και την αυλή ή τη βεράντα. Σημειώνεται πως η αυλή βρίσκεται πάντα στην μπροστινή όψη του κτίσματος και ποτέ δεν κοιτά το βοριά. Εκεί υπάρχουν κτισμένα πεζούλια, επενδυμένα συνήθως με πλάκες μαρμάρου, τα οποία λειτουργούν ως καθίσματα. Ο πρώτος όροφος επικοινωνεί με το κατώι και το δρόμο, συνήθως μέσω μιας εξωτερικής σκάλας από μάρμαρο ή σχιστόπλακα.
Η εξωτερική πόρτα, που τις περισσότερες φορές βρίσκεται στη μέση της κύριας όψης, όπως και τα παράθυρα είναι διακοσμημένα με υπέρθυρα. Την οροφή του σπιτιού στολίζουν πανέμορφες καμινάδες, που οι ντόπιοι ονομάζουν κάπασους, αλλά και ανεστραμμένα πήλινα διάτρητα πιθάρια, τα οποία συχνά κοσμούν τις καπνοδόχους. Όσον αφορά στην επίπλωση των οικιών, δεν περιλαμβάνει τίποτα επιπρόσθετο από τα απολύτως απαραίτητα.
Χαρακτηριστικές είναι οι κτιστές εσοχές (θυρίδες) στους τοίχους, που χρησιμοποιούνται ως ντουλάπια.
ΠΗΓΗhttp://www.tinosisland.gr
ΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ
Η Τήνος, το «νησί της Τέχνης και του Πολιτισμού», όπως έχει ονομαστεί, αγάπησε πολύ τις τέχνες και τις παραδόσεις και αυτό το επιβεβαιώνουν, με τα ανεπανάληπτα έργα τους, τα παιδιά της, που διέπρεψαν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το ταλέντο και στη συνέχεια η αναγνώριση «χτύπησαν την πόρτα» των Τηνιακών κι εκείνοι υποστήριξαν επάξια τον χαρακτηρισμό που έχει δοθεί στο νησί τους. Σήμερα, η Τήνος νιώθει περήφανη για τους καλλιτέχνες που γέννησε και οι οποίοι ανάδειξαν τόσο το νησί, όσο και τη χώρα μας παγκοσμίως.
Γιαννούλης Χαλεπάς (τραγικός γλύπτης – δημιουργός της Κοιμωμένης)
Νικόλαος Γύζης (ζωγράφος)
Νικηφόρος Λύτρας (ζωγράφος)
Δημήτριος Φιλιππότης (γλύπτης)
Λαμέρηδες
Λάζαρος Σώχος (γλύπτης)
Αντώνης Σώχος (γλύπτης)
Γεώργιος, Μάρκος, Λάζαρος και Ιωάννης - Φυτάληδες (γλύπτες)
Γεώργιος Βιτάλης ( γλύπτης )
Δούκα

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ
ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣΜπάμπης Κρητικός (γλύπτης)ΓΙΩΡΓΗΣ ΒΑΡΛΑΜΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΙΤΗΣ
ΜΑΝΘΟΣ ΓΑΙΤΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΓΑΙΤΗΣ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΔΕΛΑΤΟΛΑΣ
ΠΕΤΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ
ΤΙΝΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΗ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΡΕΤΖΕΠΟΠΟΥΛΟΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΝΤΑΜΟΥΡΗΣ
ΜΑΝΘΟΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΑΙΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΩΤΗΣ
ΝΤΙΝΑ ΣΥΛΙΚΟΥ
ΣΟΦΙΑ Γ. ΦΟΡΤΩΜΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΚΟΛΑΣ
ΜΑΡΚΟΣ ΑΡΜΑΟΣ
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΑΛΑΚΑΣ
ΝΙΚΟΣ ΠΟΚΑΜΙΣΑΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΟΝΔΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

ΟΙ ΤΗΝΙΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ
Ε. Γεωργαντοπούλος
Δ. Δρόσος
Κ. Κεροφύλας
Α. Λαγουρός
Γεώργιος Δωριζάς (εκπαιδευτικός - συγγραφέας)
Α. Φλωράκης
Γ. Ν. Αμιραλής (φιλόλογος)

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ
ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΑΛΑΚΑΤΕ
Οι αδελφοί Ιάκωβος και Φραγκίσκος Μαλακατέ κατάγονταν από το χωριό Υστέρνια της Τήνου και αναδείχθηκαν σε κορυφαίους γλύπτες. Ίδρυσαν και το πρώτο ερμογλυφείο στην Αθήνα, στις οδούς Σταδίου και Κοραή, από το οποίο αναδείχθηκαν δεκάδες μαρμαρογλυπτών και αποφοίτησαν πολλοί από τους μετέπειτα καλλιτέχνες.
Ο Ιάκωβος Μαλακατές που γεννήθηκε το 1808 υπήρξε ανυπέρβλητος δημιουργός, εκτελεστής και εφαρμοστής. Τιμήθηκε με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος. Οι Βαυαροί αρχιτέκτονες ανέθεταν σ’ αυτόν όλα τα μεγάλα καλλωπιστικά έργα που αναλάμβαναν. Πέθανε το 1885 στο Μόναχο.
Ο Φραγκίσκος Μαλακατές υπήρξε δεινός ανδριαντοποιός και άριστος εκτελεστής. Πέθανε στην Αθήνα το 1914.

ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ΦΥΤΑΛΗΔΕΣ
Τα τέσσερα αδέλφια Φυτάληδες, Γεώργιος, Μάρκος, Λάζαρος και Ιωάννης, γεννήθηκαν στα Υστέρνια της Τήνου και ίδρυσαν ανδριαντοποιείο στην Αθήνα, στην οδό Ακαδημίας, το οποίο αναδείχθηκε φυτώριο καλλιτεχνών από το 1840 έως το 1878. Όλα τα αδέλφια διακρίθηκαν για το καλλιτεχνικό τους δαιμόνιο και ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο. Στο ερμογλυφείο τους φτιάχτηκε το πρόπλασμα του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’, του Κωνσταντίνου Κανάρη, του Γ. Καραϊσκάκη και δεκάδων άλλων προσωπικοτήτων της Ελληνικής Ιστορίας που είναι θαμμένοι στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών.
Ο Γεώργιος Φυτάλης υπήρξε καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ο Μάρκος ήταν ζωγράφος και γλύπτης, ο Λάζαρος γλύπτης κλασικιστής και ο Ιωάννης αρχιτέκτονας που εφάρμοσε το σχέδιο του ΕΜΠ. Ο «Έλληνας Πολεμιστής» είναι έργο του Γεωργίου και το «Ποιμήν κρατών ερίφιον» του Λάζαρου, το οποίο, άλλωστε, βραβεύθηκε στο Παρίσι το 1857. Ο Λάζαρος Φυτάλης σε συνεργασία με το Λάζαρο Σώχο αναστήλωσαν το αρχαίο έργο του Λέοντος της Χαιρώνειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου