Στην ελληνική μυθολογία η Υψιπύλη ήταν κόρη του βασιλιά της Λήμνου Θόαντος, ονομαστή για την αγάπη της προς τον πατέρα της. Διέσωσε τον πατέρα της κρυφά από τη γενική σφαγή όλων των ανδρών του νησιού που οργάνωσαν και πραγματοποίησαν οι γυναίκες της νήσου (βλ. Λημνιάδες). Μετά τη σφαγή η Υψιπύλη ανακηρύχθηκε βασίλισσα της Λήμνου. Ως βασίλισσα, επέτρεψε στις υπηκόους της να αποκτήσουν παιδιά από τους Αργοναύτες, οι οποίοι πέρασαν από εκεί κατά τη διάρκεια της εκστρατείας τους, και η ίδια απέκτησε δύο τέκνα από τον Ιάσονα.
Κάποτε όμως αποκαλύφθηκε ότι η Υψιπύλη είχε διασώσει τον πατέρα της, οπότε εκθρονίσθηκε και πουλήθηκε σκλάβα στους πειρατές. Οι πειρατές με τη σειρά τους την πούλησαν στον βασιλιά της Νεμέας Λυκούργο και έγινε τροφός του γιού του. Τελικά, η Υψιπύλη σώθηκε από τους επτά Αργείους στρατηγούς.
Από τον περιπετειώδη μύθο της Υψιπύλης, εμπνεύσθηκε ο Ευριπίδης ομώνυμο έργο, του οποίου ένα τμήμα ανακαλύφθηκε σε πάπυρο. Ακόμα, από την Υψιπύλη πήρε το όνομά του ο αστεροειδής 587 Υψιπύλη (587 Hypsipyle
=======
Εισαγωγή στην «Υψιπύλη» του Ευριπίδη ...Τό κείμενο υπογράφει ο Τ.ΠΑΣΧΟΣ http://ancient-dromena.blogspot.com/2010/09/blog-post_28.html
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η «Υψιπύλη» του Ευριπίδη ανήκει στις χαμένες τραγωδίες του. Διδάχτηκε γύρω στα 408 π.Χ. στην Αθήνα μαζί με τις «Φοίνισσες» και την «Αντιόπη». Η γνώμη των συγχρόνων του υπήρξε θετική, αν μας τη μεταφέρει σωστά το Σχόλιο (στ.53) των «Βατράχων» του Αριστοφάνη, που διδάχτηκαν το 405 π.Χ. («δια τι δε άλλο τι των προ ολίγου διδαχθέντων και καλών Υψιπύλης, Φοινισσών, Αντιόπης;»).
Τα τρία αυτά δράματα (έχουν σωθεί ακέραιες μόνο οι «Φοίνισσαι») δεν συνιστούν ένα ενιαίο οργανικό σύνολο τριλογίας όπως η «Ορέστεια», αλλά πρόκειται για ανεξάρτητα έργα. Στηρίζονται, άμεσα ή έμμεσα, στο μυθολογικό υλικό του Θηβαϊκού κύκλου κι αυτό ίσως είναι η μοναδική τους κοινή παράμετρος. Και στα τρία ανιχνεύουμε εύκολα την πρόθεση του Ευριπίδη να διευρύνει, εκτός των άλλων, τη φύση διαφορετικών χαρακτήρων ανάμεσα σε ζευγάρια αδελφών (Ετεοκλής-Πολυνείκης στις «Φοίνισσες», Θόας-Εύνηος στην «Υψιπύλη», Αμφίων-Ζήθος στην «Αντιόπη»).
«Υψιπύλη» έχει γράψει και ο Αισχύλος, αλλά όπως και οι «Λήμνιαι» του Σοφοκλή, διαδραματίζεται στη Λήμνο. Το έργο του Ευριπίδη εκτυλίσσεται στη Νεμέα.
Ο πάπυρος 852 της Οξυρύγχου που ανακαλύφθηκε τον Μάιο του 1906, έχει στη μια του όψη λογαριασμούς εξόδων και αμοιβών και στην άλλη το κείμενο της «Υψιπύλης» γραμμένο γύρω στο 200 μ.Χ. Η τραγωδία σώζεται σε πλήθος αποσπασμάτων, μικρών και μεγάλων, ακέραιων ή σπαραγμένων, διασκορπισμένων σχεδόν σε όλη την έκτασή τους.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Πριν από το 1908 λίγα ήταν γνωστά για την τραγωδία του Ευριπίδη «Υψιπύλη», εφόσον οι πληροφορίες που παρείχαν τα αποσπάσματά της στην Έκδοση του Nauck, Tragicorum Graecorum Fragmenta, ήταν ελάχιστες. Τα χωρία κάποιων μυθογράφων συνέβαλαν στη σύλληψη του πιθανού σχεδίου του έργου. Φαίνεται ότι ο Ευριπίδης συνδύασε τον μύθο της Υψιπύλης με εκείνο των Επτά αρχηγών εναντίον της Θήβας. Η Υψιπύλη, εξόριστη από την πατρίδα της Λήμνο, είναι τροφός στο σπίτι του Λυκούργου, βασιλιά της Νεμέας. Παρέχοντας βοήθεια στο στρατό των Αργείων, όταν αυτοί πέρασαν από τη Νεμέα κατευθυνόμενοι προς τη Θήβα, έγινε, χωρίς να το θέλει, υπαίτια για το θάνατο του Οφέλτη, του μικρού γιου του Λυκούργου και της Ευρυδίκης. Η Υψιπύλη σώζεται την τελευταία στιγμή από την τιμωρία με την παρέμβαση των δύο από καιρό χαμένων γιων της και του θεού του γένους της, Διονύσου.
Οι μελέτες της τραγωδίας αυτής αυξήθηκαν κατά πολύ από το 1908, οπότε οι Grenfell και Hunt δημοσίευσαν σημαντικά αποσπάσματα από παπυρικό κύλινδρο, που τώρα βρίσκεται στην Μποντλεανή Βιβλιοθήκη, ο οποίος διασώζει ένα κείμενο της «Υψιπύλης» του 2ου αιώνα στην πίσω όψη ενός λογαριασμού (POxy. 985). Τα αποσπάσματα αυτά επιβεβαίωσαν γενικά τον παραπάνω μύθο.
Μετά από αυτή την , ακολούθησε εκείνη του G. Italie (Berlin, 1923) και του 1963 ο G. Bond έκανε νέα κριτική έκδοση του κειμένου της «Υψιπύλης», λαμβάνοντας υπόψη τις αναρίθμητες μελέτες που είχαν κυκλοφορήσει στο μεταξύ σχετικά με τον Ευριπίδη και στη συγκεκριμένη τραγωδία του, καθώς και μια αποσπασματική σωζόμενη «Υπόθεση».
Η ΠΡΟΛΟΓΙΚΗ ΡΗΣΗ
Δεν υπάρχει σχεδόν η παραμικρή αμφιβολία ότι η «ρήση» του προλόγου απαγγέλλεται από την Υψιπύλη. Εκτός από τα γεγονός ότι αποτελεί συνηθισμένη τακτική του Ευριπίδη να βάζει τους επώνυμους ήρωες των έργων του να προλογίζουν («Εκάβη», «Ιφιγένεια η εν Ταύροις», «Ελένη» κλπ.), στο απόσπασμα I i, 5 η Υψιπύλη μακαρίζει τη μητέρα των παιδιών, που είναι δικά της αλλά δεν το γνωρίζει ακόμα. Σαφώς πρόκειται για τραγική ειρωνεία, που δεν θα είχε όμως αντίκρισμα, αν το κοινό δεν είχε ήδη πληροφορηθεί την ταυτότητα της ίδιας και των παλικαριών. Πρέπει επομένως, όπως υποστηρίζει ο Bond, να θεωρηθεί αβάσιμη η άποψη ότι ο πρόλογος, τον οποίον ακολουθεί η είσοδος της Υψιπύλης και ο διάλογος του απ. I i, εκφωνήθηκε από έναν από τους γιους (κατά τον Robert και τον Wilamowitz). Διότι δεν παρέχει στους θεατές καμιά πληροφορία ώστε να αναγνωρίσουν την Υψιπύλη, η οποία σημειωτέον, δεν μπορεί για δραματουργικούς λόγους να πει το όνομά της παρουσία των γιων της. Επίσης, στο απ. 64, 72 κε., η Υψιπύλη διηγείται περιληπτικά στους γιους της τις προηγούμενες περιπέτειές της. Στο απ. 64, 79 ο Εύνηος, μόλις πληροφορείται το φονικό που έγινε στη Λήμνο, ρωτάει τη μητέρα του πώς έφυγε από εκεί. Πρέπει είτε να θεωρήσουμε δεδομένη την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος είτε να πιστέψουμε ότι η ηρωίδα έφυγε αμέσως μετά το φονικό. Στην τελευταία περίπτωση ο Ευριπίδης θα χρησιμοποίησε κάποια άλλη εκδοχή του μύθου από την ευρύτερα γνωστή. Όμως, έτσι ή αλλιώς, το κοινό θα πρέπει να ήξερε τη διαδοχή των γεγονότων, ώστε να μπορέσει να αντιληφθεί το χωρίο. Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι οι περιπέτειες της Υψιπύλης θα πρέπει να είχαν αναφερθεί στον πρόλογο από κάποιον που τις γνώριζε, πιθανότατα από την ίδια την Υψιπύλη.
Αντίθετος με την άποψη αυτή είναι ο Wilamowitz, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι νέοι δεν θα μπορούσαν να πουν το όνομά τους μπροστά στην Υψιπύλη. Αυτό όμως αναιρείται, αν υποτεθεί ότι η Υψιπύλη αποσύρεται από τη σκηνή αμέσως μετά τη ρήση της. Ο Robert επίσης, για να αντικρούσει τη θεωρία ότι η Υψιπύλη εκφωνεί τον πρόλογο, προβάλλει τα ακόλουθα επιχειρήματα:
α) Η δομή του προλόγου θα έπρεπε να είναι ενιαία. Ωστόσο, και της «Ηλέκτρας» ο πρόλογος είναι ακριβώς αντίστοιχος της «Υψιπύλης»:
«Ηλέκτρα»: μονόλογος του γεωργού - μονόλογος της Ηλέκτρας και διάλογος με τον γεωργό - μονόλογος του Ορέστη - μονωδία της Ηλέκτρας.
«Υψιπύλη»: μονόλογος της Υψιπύλης - μονόλογος του ενός γιου ή διάλογος μεταξύ των δύο γιων - διάλογος της Υψιπύλης και του γιου της (όταν είναι παρόντα και άλλα πρόσωπα, μιλάει ο ένας από τους δύο) - μονωδία της Υψιπύλης.
β) Θα είναι επανάληψη να εμφανίζεται η Υψιπύλη κρατώντας τον Οφέλτη και στο μονόλογο και στο διάλογο με τον Θόαντα. Αν πάλι υποτεθεί ότι άφηνε το παιδί, για να εκφωνήσει τον πρόλογο, θα θεωρείτο αμελής. Αυτός, ωστόσο, δεν είναι τόσο ουσιαστικό ως επιχείρημα.
γ) Η Υψιπύλη διηγείται την ιστορία της αργότερα, απ. 64, 72 κε. Ωστόσο, το χωρίο αυτό είναι περιληπτικό και με πολλά υπαινικτικά στοιχεία, κάτι που προϋποθέτει μια προηγούμενη διήγηση.[1]
Ο Taccone [Memorie della R. Accad. d. Scienze di Torino, ser. II, 60 (1909), σ. 25 κε.] προβάλλει το επιχείρημα ότι όλες οι εναρκτήριες «ρήσεις» των έργων του Ευριπίδη περιέχουν κάποια αναφορά στο μέλλον, ενώ η Υψιπύλη, μη έχοντας καμιά ελπίδα και αγνοώντας το μέλλον, δεν είναι δυνατόν να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Bond αντιτάσσει ότι κάποια από τα παραδείγματα του Taccone δεν είναι παρά ασήμαντες νύξεις.[2] Ακόμα κι αν παραδεχτεί κανείς την άποψη του Taccone, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η Υψιπύλη αναφέρεται στην πιθανότητα να κερδίσει της ελευθερία της από το παιδί που ανατρέφει (απ. 61, 10-14). Ίσως πάλι αναφερόταν στην πιθανότητα να δει ξανά τα παιδιά της (απ. 61, 4-6).[3]
Είναι λοιπόν σχεδόν βέβαιο ότι η προλογική ρήση απαγγέλθηκε από την Υψιπύλη, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την τοποθέτηση του Barns των απ. 70+96 στη στήλη πριν από το απ. Ι i, εφόσον και τα σπαράγματα αυτού του αποσπάσματος, ειδικά οι λέξεις «Συμ]πληγάδων», στ.5, και «ζυγώ», στ.7, θα μπορούσαν άνετα να έχουν ειπωθεί από την Υψιπύλη.
Είναι πιθανόν ότι το απ. 61 ανήκει στη στήλη πριν από τα απ. 70+96, κάτι που υποστηρίζεται και από τις παπυρολογικές παρατηρήσεις. Κάποιοι εκδότες έχουν αποδώσει το απ. 61 στην Υψιπύλη: οι στίχοι 11 κε. «καταστήσειας α[ν … πρό]σθ’ ελευθέραν» απευθύνονται ίσως από την ηρωίδα προς το παιδί. Η Υψιπύλη μιλάει στον Οφέλτη στο απ. 61 και είναι μάλλον βέβαιο ότι τον αφήνει πριν από την Πάροδο (δες απ. Ι ii, 15 κε.). Τούτα προϋποθέτουν την τοποθέτηση του απ. 61 πριν από το απ. Ι ii. Ο Bond διαφωνεί με την τοποθέτηση αυτή. Κατά πρώτον, από άποψη στιχομετρίας, το απ. 61 ακολουθείται στη στήλη του από 32 στίχους τουλάχιστον, οπότε πρέπει να ήταν στην αρχή αυτής της στήλης. Αν το κείμενο της «Υψιπύλης» ξεκινούσε από την κορυφή αυτής της στήλης, τότε το απ. 61, 1 δεν μπορεί να είναι πιο κάτω από τον στίχο 15 του έργου.
Το έργο αρχίζει με το απ. 752 Ν., αναμφίβολα τη γενεαλογία της ηρωίδας: Από τον Διόνυσο κατάγεται ο Θόας και κόρη αυτού είναι η Υψιπύλη. Η ηρωίδα προφανώς θα συνέχιζε με τη διήγηση των περιπετειών της και της τωρινής κατάστασής της, καθώς με την αναφορά στα παιδιά της, που απέκτησε με τον Ιάσονα, τα οποία ίσως υπαινίσσεται το «τού]σδε» του απ. 61, 4. Όλα τούτα θα μπορούσαν να χωρέσουν σε 15 στίχους. Υπάρχει μια αλλαγή στον τόνο, από το επίσημο και τυπικό «Διόνυσος, ος» στο ζεστό και οικείο απ. 61, αλλαγή που δεν θα μπορούσε ίσως να συντελεστεί μέσα σε 15 στίχους. Γι’ αυτό, ο Bond υποθέτει ότι υπήρχε μια στήλη πριν από εκείνη που περιείχε το απ. 61, η οποία παρέδιδε την Υπόθεση, τα πρόσωπα του δράματος και τις πρώτες 10 ή 15 αράδες του κειμένου. Άλλη δυσκολία, που προκύπτει με την τοποθέτηση του απ. 61 πριν από το απ. Ι ii, είναι ότι το «ναεν[» του απ. 61, 4 είναι πιθανότερο να αναφέρεται στους δύο ξένους παρά στους γιους της Υψιπύλης και οι ξένοι αυτοί δεν εμφανίζονται παρά στο απ. Ι i. Το «τού]σδ’» πάλι του ίδιου στίχου προϋποθέτει ότι αυτοί είναι ήδη στη σκηνή.
Υπάρχει κι άλλο ζήτημα, μικρότερης βέβαια σημασίας, που σχετίζεται με τον Οφέλτη. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η Υψιπύλη εκφωνεί τη ρήση μόνη της. Αυτό όμως διαψεύδεται από τα λόγια της ηρωίδας που απευθύνονται στο παιδί, απ. 61, 10-14. Ο Οφέλτης ίσως είναι μέσα στο λίκνο του όσο μιλάει η Υψιπύλη. Από τη μια θα ήταν μεγάλο βάρος να τον έχει στα χέρια της και από την άλλη είναι μάλλον αδύνατο να κρατάει το μωρό στο απ. Ι ii, 16 κε., όταν ο Χορός τη ρωτάει: «πότερα δώματος εισόδους σαίρεις;» κλπ. Θα ήταν μάλλον αστείο να απευθύνει αυτή την ερώτηση σε μια γυναίκα με ένα παιδί στην αγκαλιά.
Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Απ. 764 Ν.
Μεταξύ των αποσπασμάτων (70+90) και Ι i πρέπει να τοποθετηθεί το απ. 764 Ν., το οποίο προέρχεται, όπως φαίνεται, από μια σκηνή ανάμεσα στον Εύνηο και τον Θόαντα, που μόλις έχουν φτάσει μπροστά στο παλάτι. Ο ένας από αυτούς παρατηρεί τις παραστάσεις στα αετώματα. Παρόμοια και ο Ορέστης («Ιφιγένεια η εν Ταύροις», στ. 69) ρωτάει: «Πυλάδη, τούτος λες να είναι ο ναός της θεάς…;» και ο Τεύκρος («Ελένη», στ. 68 κε.) κατά την άφιξή του στο παλάτι του βασιλιά της Αιγύπτου παρατηρεί: «τις βασιλικές στοές και το ίδιο το κτίριο με τον όμορφο θριγκό». Και ο Χορός στον «Ίωνα» περιγράφει κατά την Πάροδό του τις τοιχογραφίες στο ναό των Δελφών.
Ο Arnim υποστηρίζει ότι το απ. 764 Ν. εκφωνείται από την Υψιπύλη προς το παιδί και το τοποθετεί μετά το απ. 2. Η Υψιπύλη τραβά την προσοχή του παιδιού δείχνοντάς του τα αετώματα, όπως κάνει και αργότερα με τα κρόταλα (απ. Ι ii, 8, όπου επαναλαμβάνεται και το «ιδού», όπως και στο απ. 764 Ν.). Αντιτασσόμενος σ’ αυτή την εκδοχή, ο υποστηρίζει ότι τα αετώματα δεν είναι κατάλληλα να προσελκύσουν το ενδιαφέρον ενός παιδιού.
Απ. Ι i και απ.2
Ο Εύνηος και ο Θόας δεν βρίσκουν κανέναν έξω από το παλάτι και κτυπούν. Βγαίνει η Υψιπύλη, ηρεμώντας το βρέφος, και τους χαιρετάει (απ. Ι i). Οι δύο νέοι ζητούν φιλοξενία. Το νόημα του απ. 2, 4 κε. Είναι βέβαιο: οι νέοι, μόλις μαθαίνουν ότι ο Λυκούργος λείπει, προτίθενται να πάνε κάπου αλλού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Υψιπύλη τους καλεί να μείνουν. Τούτο επιβεβαιώνεται από τη φράση «καταλύσαντες παρά τη του Λυκούργου γυναικί» της νέας Υπόθεσης. Η απάντηση της Υψιπύλης (απ. 2, 6 κε.) θα πρέπει να ήταν ανάλογη μ’ εκείνη της Κλυταιμνήστρας στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή (στ. 799):
«-Λοιπόν θα μπορούσα να φύγω, αν το βρίσκατε καλό.
-Καθόλου».
Παράλληλο μπορεί να θεωρηθεί και ένα χωρίο από τον Ευριπίδη («Άλκηστις», στ. 538):
«-Θα πάω σε σπίτι άλλων φίλων μου.
-Αδύνατο, άρχοντά μου, μη μου έρθει τόσο κακό».
Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η Υψιπύλη αρνήθηκε να προσφέρει φιλοξενία στους γιους της. Το κυριότερο επιχείρημά τους είναι ότι δεν επιτρεπόταν να γίνουν δεκτοί ξένοι σ’ ένα σπίτι απ’ όπου έλειπε ο κύριός του. Παρόλα αυτά, ο κανόνας αυτός δεν πρέπει να ήταν απαράβατος ούτε στους μυθικούς κύκλους ούτε στην κοινωνία του 5ου αι. π.Χ. Η γυναίκα του Μολοσσού Άδμητου, για παράδειγμα, δέχτηκε τον Θεμιστοκλή ενώ απουσίαζε ο σύζυγός της (Θουκυδίδης, Α', 136), και στις «Χοηφόρες» του Αισχύλου ο Ορέστης υπαινίσσεται ότι η Κλυταιμνήστρα έχει την εξουσία να δεχτεί ξένους:
«-ας βγει κάποιος που έχει δύναμη στο σπίτι,
ή γυναίκα που εξουσιάζει ή καλύτερα άντρας».
Πράγματι, η Κλυταιμνήστρα δέχεται τον Ορέστη και τη συνοδεία του.
Το απ.2, 2 κε. Δηλώνει ότι ο Λυκούργος λείπει και η Ευρυδίκη είναι σπίτι. Ο Arnim υποθέτει ότι το απ. 2, 3 αναφερόταν ίσως στην ταυτόχρονη απουσία της Ευρυδίκης. Η νέα Υπόθεση όμως ξεκαθαρίζει το θέμα, αναφερόμενη στην Ευρυδίκη σαν «αυτή που φιλοξένησε τους προαναφερθέντες».
Όπως και στην «Ανδρομάχη», η απουσία του συζύγου είναι απαραίτητη, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στις δύο γυναίκες να αντιμετωπίσουν η μια την άλλη, με την Ευρυδίκη να έχει μεγαλύτερη, αν όχι απόλυτη, υπεροχή, ως κυρία του σπιτιού. Η Ευρυδίκη στην «Υψιπύλη» (απ. 60, 23), όπως και η Ερμιόνη στην «Ανδρομάχη» (στ. 897), αποκαλείται «δόμων άνασσα», καθώς ασκεί εξουσία κατά την απουσία του άντρα της. Έτσι και η Άτοσσα προσφωνείται ως «αρχόντισσα, αρχόντισσα αυτής εδώ της χώρας», εφόσον λείπει ο Ξέρξης (Αισχύλος, «Πέρσες», στ. 155,173).
ΜΟΝΩΔΙΑ, ΠΑΡΟΔΟΣ και ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (απ. Ι ii-ν)
Ο Πρόλογος κλείνει με μια μονωδία της Υψιπύλης, που συνδέεται με την Πάροδο. Στο απ. Ι iv, 15 εμφανίζεται ο Αμφιάραος και εκτυλίσσεται μια σκηνή ανάμεσα σ’ αυτόν και την Υψιπύλη, η οποία τελικά υπόσχεται να του δείξει την πηγή (απ. 753 Ν.).
ΣΤΑΣΙΜΟ (απ.6-9)
Όπως φαίνεται από τον πάπυρο, πρέπει να παρεμβαλλόταν τουλάχιστον μια στήλη μεταξύ του απ. Ι ν και αυτών των λυρικών αποσπασμάτων. Το απ. 6 περιέχει τη λέξη «χέρνιβα», που χρησιμοποιεί ο Αμφιάραος ζητώντας νερό πηγής (απ. Ι iv, 30). Τα απ. 8/9 αναφέρονται στη διαμάχη του Τυδέα και του Πολυνείκη, που κατέληξε στην εκστρατεία των Επτά επί Θήβας.
Ενώ ο Χορός τραγουδάει αυτό το Στάσιμο, η Υψιπύλη αναμφίβολα θα οδήγησε τους Αργείους στην πηγή, έχοντας μαζί της τον Οφέλτη. Πρόκειται βέβαια για την πηγή, κοντά στην οποία ενοικεί το φίδι, που αναφέρεται στο απ. 18. Κοντά στην πηγή η Υψιπύλη αφήνει κάτω τον Οφέλτη, σ’ ένα αγρό (απ. 754 Ν.). Βρίσκεται αρκετά κοντά, αφού οι Αργείοι τον βλέπουν (απ. 60, 75 «ημείς δ’ ιδό[ντες»), αλλά όχι τόσο κοντά ώστε να προλάβουν να τον σώσουν από το φίδι. Οι Αργείοι και ο Αμφιάραος είδαν το φίδι να σκοτώνει το βρέφος. Η Υψιπύλη προφανώς έφτασε ύστερα από αυτούς, δεν βρήκε όμως τον Οφέλτη, αφού, πιθανώς, ο Αμφιάραος σκότωσε με το τόξο το φίδι (60, 67) και οι Αργείοι πήραν το νεκρό παιδί.
ΘΡΗΝΟΙ [απ. 10 και (12+14), απ.11]
Ο Barns έχει αποδείξει ότι οι θρήνοι των αποσπασμάτων 10 και (12+14) ανήκουν στην ίδια στήλη όπως και τα αποσπάσματα 6-9, οπότε ακολουθούν το Στάσιμο αυτό. Ο Χορός, όπως είναι αναμενόμενο, συμμετέχει στους θρήνους: απ. 10, 5 «άλ]ικες». Πρέπει να βρισκόταν ακόμα έξω από το παλάτι. Κάποιοι από τους θρήνους προέρχονται αναμφίβολα από την Υψιπύλη.
Το απ. 10 δείχνει ότι η Υψιπύλη έχει μόλις επιστρέψει θρηνώντας που έχασε τον Οφέλτη. Ο Χορός (1) ρωτάει που είναι το παιδί. Αν υποτεθεί ότι το νόημα του στ. 4 είναι κάτι σαν «λε]ύσσειν αλλ[ά σοι πάρα», η απάντηση της Υψιπύλης: «εγγύς, ουχί μα[κράν» (απ. 10, 3), επιδέχεται δύο ερμηνείες: α) «Είναι κοντά (στον αγρό), μπορείς να τον ψάξεις», β) «Είναι κοντά τώρα, μπορείς να τον δεις». Εισάγεται ο νεκρός.
Την πρώτη ερμηνεία πρότεινε ο Arnim, που υποθέτει ότι η Υψιπύλη και ο χορός ψάχνουν τον Οφέλτη. Η παρουσία του ρήματος «λεύσσειν» (4) δικαιολογείται σε τέτοια συμφραζόμενα.[4] Ο Morel, εισηγητής της δεύτερης ερμηνείας, υποστηρίζει ότι το σώμα του Οφέλτη μεταφέρεται στη σκηνή στον στ. 3. Συγκρίνει το χωρίο με εκείνο των «Τραχινίων» του Σοφοκλή (962), «έκλαιγα από πριν για συμφορά που είναι κοντά μας κι όχι μακριά», που αναφωνεί ο Χορός βλέποντας τον ετοιμοθάνατο Ηρακλή να μεταφέρεται στη σκηνή. Αν αυτή η εκδοχή είναι σωστή, θα πρέπει να φέρνουν τον Οφέλτη οι Αργείοι στρατιώτες ή κάποιοι υπηρέτες, οπωσδήποτε χωρίς τον Αμφιάραο. Τα λόγια του Αμφιάραου, όταν εμφανίζεται στο απ. 60, 37, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι δεν έχει δει την Υψιπύλη μετά το θάνατο του Οφέλτη. Οι εναγώνιες εκκλήσεις της γυναίκας στο απ. 60, 15 κε. Εξηγούνται μόνο αν υποτεθεί ότι δεν ήταν μαζί μ’ εκείνον (ίσως ο Αμφιάραος πήγε να σκοτώσει το φίδι).
Απ. 754 Ν. και απ.32
Ο Bond τοποθετεί το απ. 754 Ν., μια περιγραφή του Οφέλτη καθώς έπαιζε στον αγρό, λίγο παρακάτω στο ίδιο επεισόδιο. Παρόμοια, και το απ. 32, που πρέπει να προέρχεται από ρήση της Υψιπύλης, που περιέγραφε πώς τον πήγε εκεί και τον άφησε κάτω.
Απ.20/21, 34/35, 18.
Τα αποσπάσματα αυτά έχουν προκαλέσει πολλά προβλήματα στους μελετητές. Το απ. 20/21 προηγείται: η Υψιπύλη είναι μόνη με τον Χορό και σκέφτεται τη λύση της φυγής, χαρακτηριστικό της Ευριπίδειας τεχνικής. Ακολουθούν τα απ. 34/35, τα οποία, σύμφωνα με τον Bond, αναφέρονται στην άφιξη ενός αγγελιαφόρου, που εκπλήσσεται βλέποντας την Υψιπύλη έξω από το σπίτι. Λίγο μετά τα απ. 34/35, ο Bond τοποθετεί το απ. 18: ο αγγελιαφόρος περιγράφει τη ζωή των φιδιών, προτού αφηγηθεί τον θάνατο του Οφέλτη.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΛΟΓΩΝ (απ. 27, 22 και 60)
Λίγο μετά από τα απ. 20/21 μπαίνει η Ευρυδίκη. Ο Morel υποστηρίζει ότι τα απ. 34/35 ανακοίνωναν τη δική της άφιξη από απόσταση, αλλά είναι βέβαιο ότι δεν έλειπε από το σπίτι. Ακολουθεί μια σκηνή μεταξύ αυτής και της Υψιπύλης, το απ.27. Μέχρι το 60 η Υψιπύλη έχει συλληφθεί και πρόκειται να θανατωθεί (απ.60, 29). Αρνείται ότι σκόπιμα παραμέλησε την υποχρέωσή της, όπως την κατηγορεί η Ευρυδίκη, και καλεί απεγνωσμένα το όνομα του Αμφιάραου, ο οποίος εμφανίζεται ξαφνικά. Τα πρώτα λόγια που λέει δείχνουν ότι ήρθε από μόνος του, γιατί υποψιαζόταν («υπειδόμην», απ. 60, 37) τις συνέπειες που θα είχε για την Υψιπύλη ο θάνατος του Οφέλτη. Ωστόσο, κάποιοι μελετητές υποθέτουν ότι ο Αμφιάραος κατέφθασε σε βοήθεια της Υψιπύλης καλεσμένος από τους γιους της, που καταφεύγουν στον μάντη, αδυνατώντας να την βοηθήσουν οι ίδιοι.
Πολλές πιθανότητες συγκεντρώνει και η θεωρία για τη φυλάκιση της Υψιπύλης. Πρώτον, είναι φυσικό τα λόγια και η στάση του Αμφιάραου να είχαν κάποια επίδραση στην οργισμένη Ευρυδίκη, αναβάλλοντας προς στιγμή τη θανάτωση της Υψιπύλης. Δεύτερον, αυτόματα συμβάλλει στην πλοκή και δημιουργεί μια νέα κατάσταση, που μένει να λυθεί στους επόμενους 500 στίχους. Τρίτον, συμφωνεί με την εκδοχή του μύθου όπως απαντάται στον Πίνδαρο, «Νεμεόνικος», Υπόθεση 2, «Ευρυδίκης… βουλομένης… ανελείν την Υψιπύλην, δια τούτο τε εν τινι τόπω λαθραίω κατακλεισάσης», που, όπως έχει αποδειχθεί, είναι η πλησιέστερη αρχαία πηγή στον μύθο του Ευριπίδη. Η Υψιπύλη πρέπει να φυλακίστηκε αμέσως μετά τη σκηνή Ευρυδίκης-Αμφιάραου. Τα λόγια του Αμφιάραου κατευνάζουν για λίγο την Ευρυδίκη, που δηλώνει την απόφασή της να φυλακίσει την Υψιπύλη μέχρι να επιστρέψει ο Λυκούργος και να δώσει την οριστική λύση στο θέμα. Στο τέλος της σκηνής η Υψιπύλη λέει αυτό ακριβώς, ότι η Ευρυδίκη απέφυγε την απόφαση και κατέφυγε στον άνδρα της («] άνδρα κατέφυγεν», απ. 63, 2). Οι δούλοι δεν έχουν συμμάχους («] ουκ έχουσι συμμάχους», απ. 63, 5). Ελπίδα της είναι ο Αμφιάραος, που την έσωσε μια φορά και μπορεί να τη σώσει και πάλι («Αμφιάρεως, σώσε [αυ]θις», απ. 63, 6) σαν καλός κυβερνήτης πλοίου (απ. 63, 7). Το μοτίβο της αναμονής του συζύγου εμφανίζεται και στην «Ανδρομάχη» (στ. 255) «και δεν θα περιμένω τον γυρισμό του άντρα μου», μόνο που εκεί η Ερμιόνη αποφασίζει να θανατώσει την Ανδρομάχη χωρίς να περιμένει τον άντρα της.
ΣΤΑΣΙΜΟ και ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ (το χάσμα μεταξύ απ. 60 και απ. 64)
Η απάντηση της Ευρυδίκης στο τέλος του απ. 60 φτάνει μέχρι τον στίχο περίπου 960 του έργου. Τα αποσπάσματα 57-59 προέρχονται κατά πάσα πιθανότητα από Στάσιμο προς τιμή του Διονύσου. Από εδώ μέχρι τον στίχο 1579 τα παπυρικά αποσπάσματα μας αφήνουν στο σκοτάδι. Στο απ. 64, 58 κε. ο Αμφιάραος αποχαιρετά την Υψιπύλη και τους γιους της, που έχουν αναγνωριστεί. Για τον τρόπο με τον οποίον έγινε η αναγνώριση, μας διαφωτίζει η νέα Υπόθεση. Από εκεί μαθαίνουμε ότι οι γιοι της Υψιπύλης «τον επιτάφιον του παιδός ηθέλησαν αγωνίσασθαι» (195). Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει την υπόθεση του Ε. Petersen ότι οι επιτάφιοι αγώνες προς τιμή του Οφέλτη πρέπει να διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στο έργο. Άλλωστε τους έχει ήδη προκηρύξει ο Αμφιάραος στο απ. 60, 102 κε., και στο απ. 64, 67 αναχωρεί για τη Θήβα. Συνεπώς είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι αγώνες έχουν ήδη διεξαχθεί. Οι γιοι κέρδισαν μια νίκη, όπως επιβεβαιώνεται από την Υπόθεση (196) «η δε τους προειρημένους ξενοδοχήσασα τούτους μεν επήνει». Ο κήρυκας θα πρέπει, λόγω αυτής της νίκης, να ανακοίνωσε τα ονόματα των νέων, κι έτσι έγινε η αναγνώριση από τη μητέρα τους. Αυτή είναι η εκδοχή που παραδίδει και μια μυθογραφία (Mythogr. Vat. ii 141, σ. 123 Bode).
Δεν είναι σαφές ποιο ρόλο έπαιξε ο Αμφιάραος στην αναγνώριση. Τα λόγια του στο απ. 64, 65 «με προθυμία την έχω κι εγώ ξεπληρώσει σ’ εσέ και τα παιδιά σου» προϋποθέτουν ότι ήταν σημαντικός. Έχει υποστηριχτεί ότι ο Αμφιάραος αναγνώρισε ποιοι ήταν οι νέοι από την ανακήρυξή τους ως νικητές. Η Υψιπύλη του είχε πει ήδη το δικό της όνομα (απ. 4). Ίσως η Υψιπύλη δεν παρευρισκόταν στους αγώνες, αν είχε φυλακιστεί, συνεπώς χρειάζεται ένας ενδιάμεσος να της πει τα νέα. Τον ρόλο αυτόν ίσως έπαιξε ένας αγγελιαφόρος. Και βέβαια δεν θα μπορούσε να λείψει και το σημάδι αναγνώρισης, το χρυσό τσαμπί, για να πειστεί η Ευρυδίκη για την ταυτότητα των παιδιών.
Στην Υπόθεση (197 κε.) δηλώνεται ότι η Ευρυδίκη σχεδίαζε να σκοτώσει την Υψιπύλη «τούτους μεν επήνει, την μητέρα σ’ αυτών αποκτείνειν [ήμελ]λεν». Ίσως υπάρχει σύγχυση σε τούτο το σημείο της Υπόθεσης, και η φράση αυτή αναφέρεται στο απ. 60, όταν ο θάνατος της Υψιπύλης φαινόταν άμεσος. Πιθανώς πάλι η Ευρυδίκη σκόπευε να θανατώσει την Υψιπύλη κατά τους αγώνες. Δεν είναι δυνατόν να δοθεί οριστική απάντηση σ’ αυτό το θέμα.
Η ΈΞΟΔΟΣ (απ.64)
Η αναγνώριση και η απελευθέρωση της Υψιπύλης έχουν ήδη συντελεστεί όταν αρχίζει το απ. 64 (στ. 58) και ο Αμφιάραος αφήνει μητέρα και γιους να διηγηθούν τις περιπέτειές τους. Το νόημα χάνεται στο απ. 64, 111 (στ. 1632), αλλά είναι βέβαιο ότι στον στ. 1673 μιλάει ο Διόνυσος. Κάποιοι μελετητές υποθέτουν ότι μετά τον στ. 1632 εισέρχεται ο Λυκούργος, θυμωμένος, για να περιπλέξει τα πράγματα και να καθυστερήσει το τέλος. Η εύρεση τελαμώνα ασπίδας του 6ου αι. από την Ολυμπία που παρουσιάζει τον Λυκούργο να απειλεί την Υψιπύλη μπροστά στον Άδραστο αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη τέτοιας σκηνής.[5]
Ο Διόνυσος, ως από μηχανής θεός, πρόσταξε προφανώς τον Εύνηο να οδηγήσει την Υψιπύλη πίσω στη Λήμνο, όπως αναφέρεται στην «Παλατιανή Ανθολογία» 3, 10, 5: «στείχε δε και συ λιπών Ασωπίδος, Εύνο’, άρουραν γειναμένην άξων Λήμνον ες ηγαθέην».
Στη συνέχεια πρέπει να έδωσε εντολή στον Εύνηο να αφήσει εκεί τη μητέρα του και να πάει στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Wilamowitz, ο Διόνυσος παράγγειλε στον Εύνηο και τους απογόνους του να γίνουν μουσικοί στην Αθήνα. Το γένος των Ευνειδών είναι γνωστό από τους λεξικογράφους. Ο Φώτιος αναφέρει «γένος Αθήνησι μουσικόν, από Εύνεω του Ιάσονος και Υψιπύλης. Γένος εστί παρά Αθηναίοις ούτως ονομαζόμενον. Ήσαν δε κιθαρωδοί, προς τας ιερουργίας, παρέχοντες την χρείαν». Τούτο επιβεβαιώνεται και από μια επιγραφή (IG ii 32 5056) στο κάθισμα κάποιου αθηναϊκού θεάτρου: «Ιερέως Μελπομενού Διονύσου εξ Ευνειδών». «Μελπόμενος» είναι η προσωνυμία του Διονύσου. Ο Κρατίνος έγραψε κωμωδία με τίτλο «Ευνείδαι», παραπομπή στην οποία είναι το «τέκτονες ευπαλάμων ύμνων» των «Ιππέων» του Αριστοφάνη, στ. 530. Τούτο δηλώνει ότι το γένος αυτό ήταν ακόμα εν ενεργεία στην Αθήνα πριν από το 424 π.Χ.
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΨΙΠΥΛΗΣ
Η μόνη σίγουρη μαρτυρία για την πρώτη διδασκαλία της τραγωδίας είναι το Σχόλιο στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη, στ. 53: Ο Διόνυσος διαβάζει την «Ανδρομέδα» του Ευριπίδη: «την Αδρομέδαν, των καλλίστων Ευριπίδου δράμα η Ανδρομέδα, δια τι δε μη άλλο τι των προ ολίγου διδαχθέντων και καλών Υψιπύλης, Φοινισσών, Αντιόπης. Η δε Ανδρομέδα ογδόωι έτει προήκται».
Οι «Βάτραχοι» συντέθηκαν τον Ιανουάριο του 405 π.Χ. και η «Ανδρομέδα» το 412 π.Χ. Οι τρεις τραγωδίες, «Υψιπύλη», «Φοίνισσαι» «Αντιόπη», ανήκουν πιθανώς στην ίδια τριλογία και ο τύπος της ανάλυσης των τριμέτρων υποδεικνύει μια χρονολογία μεταξύ 412 και 407 π.Χ. Ο Bond θεωρεί πιθανότερη ημερομηνία το 408 ή 407 π.Χ.
Οι ανασκαφές που έγιναν με επικεφαλής τον στη Νεμέα το 1976, κατά τις οποίες βρέθηκαν πολυάριθμες ορειχάλκινες αιχμές βελών, που ανήκουν στο τελευταίο μισό και ίσως στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ., δείχνουν ότι η περιοχή καταστράφηκε από φωτιά, ίσως το αποτέλεσμα επιδρομής. Κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. τη Νεμέα είχαν υπό τον έλεγχό τους άλλοτε το Άργος και άλλοτε οι Κλεωνές και παρόλο που δεν είναι γνωστό πότε έγιναν αυτές οι αλλαγές στο καθεστώς, οι ενδείξεις από την καταστροφή οδηγούν στην υπόθεση ότι υπήρξε μια τέτοια αλλαγή κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, οπότε ένα έργο για την καθιέρωση των αγώνων της Νεμέας από Αργείους θα φαινόταν κατάλληλο.
Μια μεταγενέστερη παράσταση της «Υψιπύλης» στις αρχές της χριστιανικής εποχής, ενώπιον του Ιόβα Β' της Μαυριτανίας, μαρτυρείται από τον Αθήναιο (Η', 343e κε.).
Δεν είναι βέβαιο αν αυτή η παράσταση δόθηκε κατά τη μακρά παραμονή του Ιόβα στο παλάτι του Αυγούστου στην Ιταλία ή αργότερα, κατά τη βασιλεία του στη Μαυριτανία.
[1] Σύγκρινε «Ίων» 330 κε., τη στιχομυθία που αναφέρεται στα γεγονότα που διηγήθηκε ο Ερμής στο μονόλογό του.
[2] Για παράδειγμα, η αναφορά του γεωργού σε πιθανή επιστροφή του Ορέστη («Ηλέκτρα», 47 κε.).
[3] Σύγκρινε το νοσταλγικό της τόνο στο απ. Ι iii, 15.
[4] Δες την είσοδο του Χορού που ψάχνει για τον Οιδίποδα στον Σοφοκλή, «Οιδίπους επί Κολωνώ» 117 κε.: «…που κυρεί…; προσδέρκου, λευστέον…(«να ψάξεις»)»
[5] E. Kunze, Archaische Schildbänder, Olympische Forschungen II, Berlin, 1950, Beilage 13, v. 8.
Η «Υψιπύλη» του Ευριπίδη ανήκει στις χαμένες τραγωδίες του. Διδάχτηκε γύρω στα 408 π.Χ. στην Αθήνα μαζί με τις «Φοίνισσες» και την «Αντιόπη». Η γνώμη των συγχρόνων του υπήρξε θετική, αν μας τη μεταφέρει σωστά το Σχόλιο (στ.53) των «Βατράχων» του Αριστοφάνη, που διδάχτηκαν το 405 π.Χ. («δια τι δε άλλο τι των προ ολίγου διδαχθέντων και καλών Υψιπύλης, Φοινισσών, Αντιόπης;»).
Τα τρία αυτά δράματα (έχουν σωθεί ακέραιες μόνο οι «Φοίνισσαι») δεν συνιστούν ένα ενιαίο οργανικό σύνολο τριλογίας όπως η «Ορέστεια», αλλά πρόκειται για ανεξάρτητα έργα. Στηρίζονται, άμεσα ή έμμεσα, στο μυθολογικό υλικό του Θηβαϊκού κύκλου κι αυτό ίσως είναι η μοναδική τους κοινή παράμετρος. Και στα τρία ανιχνεύουμε εύκολα την πρόθεση του Ευριπίδη να διευρύνει, εκτός των άλλων, τη φύση διαφορετικών χαρακτήρων ανάμεσα σε ζευγάρια αδελφών (Ετεοκλής-Πολυνείκης στις «Φοίνισσες», Θόας-Εύνηος στην «Υψιπύλη», Αμφίων-Ζήθος στην «Αντιόπη»).
«Υψιπύλη» έχει γράψει και ο Αισχύλος, αλλά όπως και οι «Λήμνιαι» του Σοφοκλή, διαδραματίζεται στη Λήμνο. Το έργο του Ευριπίδη εκτυλίσσεται στη Νεμέα.
Ο πάπυρος 852 της Οξυρύγχου που ανακαλύφθηκε τον Μάιο του 1906, έχει στη μια του όψη λογαριασμούς εξόδων και αμοιβών και στην άλλη το κείμενο της «Υψιπύλης» γραμμένο γύρω στο 200 μ.Χ. Η τραγωδία σώζεται σε πλήθος αποσπασμάτων, μικρών και μεγάλων, ακέραιων ή σπαραγμένων, διασκορπισμένων σχεδόν σε όλη την έκτασή τους.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Πριν από το 1908 λίγα ήταν γνωστά για την τραγωδία του Ευριπίδη «Υψιπύλη», εφόσον οι πληροφορίες που παρείχαν τα αποσπάσματά της στην Έκδοση του Nauck, Tragicorum Graecorum Fragmenta, ήταν ελάχιστες. Τα χωρία κάποιων μυθογράφων συνέβαλαν στη σύλληψη του πιθανού σχεδίου του έργου. Φαίνεται ότι ο Ευριπίδης συνδύασε τον μύθο της Υψιπύλης με εκείνο των Επτά αρχηγών εναντίον της Θήβας. Η Υψιπύλη, εξόριστη από την πατρίδα της Λήμνο, είναι τροφός στο σπίτι του Λυκούργου, βασιλιά της Νεμέας. Παρέχοντας βοήθεια στο στρατό των Αργείων, όταν αυτοί πέρασαν από τη Νεμέα κατευθυνόμενοι προς τη Θήβα, έγινε, χωρίς να το θέλει, υπαίτια για το θάνατο του Οφέλτη, του μικρού γιου του Λυκούργου και της Ευρυδίκης. Η Υψιπύλη σώζεται την τελευταία στιγμή από την τιμωρία με την παρέμβαση των δύο από καιρό χαμένων γιων της και του θεού του γένους της, Διονύσου.
Οι μελέτες της τραγωδίας αυτής αυξήθηκαν κατά πολύ από το 1908, οπότε οι Grenfell και Hunt δημοσίευσαν σημαντικά αποσπάσματα από παπυρικό κύλινδρο, που τώρα βρίσκεται στην Μποντλεανή Βιβλιοθήκη, ο οποίος διασώζει ένα κείμενο της «Υψιπύλης» του 2ου αιώνα στην πίσω όψη ενός λογαριασμού (POxy. 985). Τα αποσπάσματα αυτά επιβεβαίωσαν γενικά τον παραπάνω μύθο.
Μετά από αυτή την , ακολούθησε εκείνη του G. Italie (Berlin, 1923) και του 1963 ο G. Bond έκανε νέα κριτική έκδοση του κειμένου της «Υψιπύλης», λαμβάνοντας υπόψη τις αναρίθμητες μελέτες που είχαν κυκλοφορήσει στο μεταξύ σχετικά με τον Ευριπίδη και στη συγκεκριμένη τραγωδία του, καθώς και μια αποσπασματική σωζόμενη «Υπόθεση».
Η ΠΡΟΛΟΓΙΚΗ ΡΗΣΗ
Δεν υπάρχει σχεδόν η παραμικρή αμφιβολία ότι η «ρήση» του προλόγου απαγγέλλεται από την Υψιπύλη. Εκτός από τα γεγονός ότι αποτελεί συνηθισμένη τακτική του Ευριπίδη να βάζει τους επώνυμους ήρωες των έργων του να προλογίζουν («Εκάβη», «Ιφιγένεια η εν Ταύροις», «Ελένη» κλπ.), στο απόσπασμα I i, 5 η Υψιπύλη μακαρίζει τη μητέρα των παιδιών, που είναι δικά της αλλά δεν το γνωρίζει ακόμα. Σαφώς πρόκειται για τραγική ειρωνεία, που δεν θα είχε όμως αντίκρισμα, αν το κοινό δεν είχε ήδη πληροφορηθεί την ταυτότητα της ίδιας και των παλικαριών. Πρέπει επομένως, όπως υποστηρίζει ο Bond, να θεωρηθεί αβάσιμη η άποψη ότι ο πρόλογος, τον οποίον ακολουθεί η είσοδος της Υψιπύλης και ο διάλογος του απ. I i, εκφωνήθηκε από έναν από τους γιους (κατά τον Robert και τον Wilamowitz). Διότι δεν παρέχει στους θεατές καμιά πληροφορία ώστε να αναγνωρίσουν την Υψιπύλη, η οποία σημειωτέον, δεν μπορεί για δραματουργικούς λόγους να πει το όνομά της παρουσία των γιων της. Επίσης, στο απ. 64, 72 κε., η Υψιπύλη διηγείται περιληπτικά στους γιους της τις προηγούμενες περιπέτειές της. Στο απ. 64, 79 ο Εύνηος, μόλις πληροφορείται το φονικό που έγινε στη Λήμνο, ρωτάει τη μητέρα του πώς έφυγε από εκεί. Πρέπει είτε να θεωρήσουμε δεδομένη την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος είτε να πιστέψουμε ότι η ηρωίδα έφυγε αμέσως μετά το φονικό. Στην τελευταία περίπτωση ο Ευριπίδης θα χρησιμοποίησε κάποια άλλη εκδοχή του μύθου από την ευρύτερα γνωστή. Όμως, έτσι ή αλλιώς, το κοινό θα πρέπει να ήξερε τη διαδοχή των γεγονότων, ώστε να μπορέσει να αντιληφθεί το χωρίο. Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι οι περιπέτειες της Υψιπύλης θα πρέπει να είχαν αναφερθεί στον πρόλογο από κάποιον που τις γνώριζε, πιθανότατα από την ίδια την Υψιπύλη.
Αντίθετος με την άποψη αυτή είναι ο Wilamowitz, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι νέοι δεν θα μπορούσαν να πουν το όνομά τους μπροστά στην Υψιπύλη. Αυτό όμως αναιρείται, αν υποτεθεί ότι η Υψιπύλη αποσύρεται από τη σκηνή αμέσως μετά τη ρήση της. Ο Robert επίσης, για να αντικρούσει τη θεωρία ότι η Υψιπύλη εκφωνεί τον πρόλογο, προβάλλει τα ακόλουθα επιχειρήματα:
α) Η δομή του προλόγου θα έπρεπε να είναι ενιαία. Ωστόσο, και της «Ηλέκτρας» ο πρόλογος είναι ακριβώς αντίστοιχος της «Υψιπύλης»:
«Ηλέκτρα»: μονόλογος του γεωργού - μονόλογος της Ηλέκτρας και διάλογος με τον γεωργό - μονόλογος του Ορέστη - μονωδία της Ηλέκτρας.
«Υψιπύλη»: μονόλογος της Υψιπύλης - μονόλογος του ενός γιου ή διάλογος μεταξύ των δύο γιων - διάλογος της Υψιπύλης και του γιου της (όταν είναι παρόντα και άλλα πρόσωπα, μιλάει ο ένας από τους δύο) - μονωδία της Υψιπύλης.
β) Θα είναι επανάληψη να εμφανίζεται η Υψιπύλη κρατώντας τον Οφέλτη και στο μονόλογο και στο διάλογο με τον Θόαντα. Αν πάλι υποτεθεί ότι άφηνε το παιδί, για να εκφωνήσει τον πρόλογο, θα θεωρείτο αμελής. Αυτός, ωστόσο, δεν είναι τόσο ουσιαστικό ως επιχείρημα.
γ) Η Υψιπύλη διηγείται την ιστορία της αργότερα, απ. 64, 72 κε. Ωστόσο, το χωρίο αυτό είναι περιληπτικό και με πολλά υπαινικτικά στοιχεία, κάτι που προϋποθέτει μια προηγούμενη διήγηση.[1]
Ο Taccone [Memorie della R. Accad. d. Scienze di Torino, ser. II, 60 (1909), σ. 25 κε.] προβάλλει το επιχείρημα ότι όλες οι εναρκτήριες «ρήσεις» των έργων του Ευριπίδη περιέχουν κάποια αναφορά στο μέλλον, ενώ η Υψιπύλη, μη έχοντας καμιά ελπίδα και αγνοώντας το μέλλον, δεν είναι δυνατόν να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Bond αντιτάσσει ότι κάποια από τα παραδείγματα του Taccone δεν είναι παρά ασήμαντες νύξεις.[2] Ακόμα κι αν παραδεχτεί κανείς την άποψη του Taccone, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η Υψιπύλη αναφέρεται στην πιθανότητα να κερδίσει της ελευθερία της από το παιδί που ανατρέφει (απ. 61, 10-14). Ίσως πάλι αναφερόταν στην πιθανότητα να δει ξανά τα παιδιά της (απ. 61, 4-6).[3]
Είναι λοιπόν σχεδόν βέβαιο ότι η προλογική ρήση απαγγέλθηκε από την Υψιπύλη, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την τοποθέτηση του Barns των απ. 70+96 στη στήλη πριν από το απ. Ι i, εφόσον και τα σπαράγματα αυτού του αποσπάσματος, ειδικά οι λέξεις «Συμ]πληγάδων», στ.5, και «ζυγώ», στ.7, θα μπορούσαν άνετα να έχουν ειπωθεί από την Υψιπύλη.
Είναι πιθανόν ότι το απ. 61 ανήκει στη στήλη πριν από τα απ. 70+96, κάτι που υποστηρίζεται και από τις παπυρολογικές παρατηρήσεις. Κάποιοι εκδότες έχουν αποδώσει το απ. 61 στην Υψιπύλη: οι στίχοι 11 κε. «καταστήσειας α[ν … πρό]σθ’ ελευθέραν» απευθύνονται ίσως από την ηρωίδα προς το παιδί. Η Υψιπύλη μιλάει στον Οφέλτη στο απ. 61 και είναι μάλλον βέβαιο ότι τον αφήνει πριν από την Πάροδο (δες απ. Ι ii, 15 κε.). Τούτα προϋποθέτουν την τοποθέτηση του απ. 61 πριν από το απ. Ι ii. Ο Bond διαφωνεί με την τοποθέτηση αυτή. Κατά πρώτον, από άποψη στιχομετρίας, το απ. 61 ακολουθείται στη στήλη του από 32 στίχους τουλάχιστον, οπότε πρέπει να ήταν στην αρχή αυτής της στήλης. Αν το κείμενο της «Υψιπύλης» ξεκινούσε από την κορυφή αυτής της στήλης, τότε το απ. 61, 1 δεν μπορεί να είναι πιο κάτω από τον στίχο 15 του έργου.
Το έργο αρχίζει με το απ. 752 Ν., αναμφίβολα τη γενεαλογία της ηρωίδας: Από τον Διόνυσο κατάγεται ο Θόας και κόρη αυτού είναι η Υψιπύλη. Η ηρωίδα προφανώς θα συνέχιζε με τη διήγηση των περιπετειών της και της τωρινής κατάστασής της, καθώς με την αναφορά στα παιδιά της, που απέκτησε με τον Ιάσονα, τα οποία ίσως υπαινίσσεται το «τού]σδε» του απ. 61, 4. Όλα τούτα θα μπορούσαν να χωρέσουν σε 15 στίχους. Υπάρχει μια αλλαγή στον τόνο, από το επίσημο και τυπικό «Διόνυσος, ος» στο ζεστό και οικείο απ. 61, αλλαγή που δεν θα μπορούσε ίσως να συντελεστεί μέσα σε 15 στίχους. Γι’ αυτό, ο Bond υποθέτει ότι υπήρχε μια στήλη πριν από εκείνη που περιείχε το απ. 61, η οποία παρέδιδε την Υπόθεση, τα πρόσωπα του δράματος και τις πρώτες 10 ή 15 αράδες του κειμένου. Άλλη δυσκολία, που προκύπτει με την τοποθέτηση του απ. 61 πριν από το απ. Ι ii, είναι ότι το «ναεν[» του απ. 61, 4 είναι πιθανότερο να αναφέρεται στους δύο ξένους παρά στους γιους της Υψιπύλης και οι ξένοι αυτοί δεν εμφανίζονται παρά στο απ. Ι i. Το «τού]σδ’» πάλι του ίδιου στίχου προϋποθέτει ότι αυτοί είναι ήδη στη σκηνή.
Υπάρχει κι άλλο ζήτημα, μικρότερης βέβαια σημασίας, που σχετίζεται με τον Οφέλτη. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η Υψιπύλη εκφωνεί τη ρήση μόνη της. Αυτό όμως διαψεύδεται από τα λόγια της ηρωίδας που απευθύνονται στο παιδί, απ. 61, 10-14. Ο Οφέλτης ίσως είναι μέσα στο λίκνο του όσο μιλάει η Υψιπύλη. Από τη μια θα ήταν μεγάλο βάρος να τον έχει στα χέρια της και από την άλλη είναι μάλλον αδύνατο να κρατάει το μωρό στο απ. Ι ii, 16 κε., όταν ο Χορός τη ρωτάει: «πότερα δώματος εισόδους σαίρεις;» κλπ. Θα ήταν μάλλον αστείο να απευθύνει αυτή την ερώτηση σε μια γυναίκα με ένα παιδί στην αγκαλιά.
Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Απ. 764 Ν.
Μεταξύ των αποσπασμάτων (70+90) και Ι i πρέπει να τοποθετηθεί το απ. 764 Ν., το οποίο προέρχεται, όπως φαίνεται, από μια σκηνή ανάμεσα στον Εύνηο και τον Θόαντα, που μόλις έχουν φτάσει μπροστά στο παλάτι. Ο ένας από αυτούς παρατηρεί τις παραστάσεις στα αετώματα. Παρόμοια και ο Ορέστης («Ιφιγένεια η εν Ταύροις», στ. 69) ρωτάει: «Πυλάδη, τούτος λες να είναι ο ναός της θεάς…;» και ο Τεύκρος («Ελένη», στ. 68 κε.) κατά την άφιξή του στο παλάτι του βασιλιά της Αιγύπτου παρατηρεί: «τις βασιλικές στοές και το ίδιο το κτίριο με τον όμορφο θριγκό». Και ο Χορός στον «Ίωνα» περιγράφει κατά την Πάροδό του τις τοιχογραφίες στο ναό των Δελφών.
Ο Arnim υποστηρίζει ότι το απ. 764 Ν. εκφωνείται από την Υψιπύλη προς το παιδί και το τοποθετεί μετά το απ. 2. Η Υψιπύλη τραβά την προσοχή του παιδιού δείχνοντάς του τα αετώματα, όπως κάνει και αργότερα με τα κρόταλα (απ. Ι ii, 8, όπου επαναλαμβάνεται και το «ιδού», όπως και στο απ. 764 Ν.). Αντιτασσόμενος σ’ αυτή την εκδοχή, ο υποστηρίζει ότι τα αετώματα δεν είναι κατάλληλα να προσελκύσουν το ενδιαφέρον ενός παιδιού.
Απ. Ι i και απ.2
Ο Εύνηος και ο Θόας δεν βρίσκουν κανέναν έξω από το παλάτι και κτυπούν. Βγαίνει η Υψιπύλη, ηρεμώντας το βρέφος, και τους χαιρετάει (απ. Ι i). Οι δύο νέοι ζητούν φιλοξενία. Το νόημα του απ. 2, 4 κε. Είναι βέβαιο: οι νέοι, μόλις μαθαίνουν ότι ο Λυκούργος λείπει, προτίθενται να πάνε κάπου αλλού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Υψιπύλη τους καλεί να μείνουν. Τούτο επιβεβαιώνεται από τη φράση «καταλύσαντες παρά τη του Λυκούργου γυναικί» της νέας Υπόθεσης. Η απάντηση της Υψιπύλης (απ. 2, 6 κε.) θα πρέπει να ήταν ανάλογη μ’ εκείνη της Κλυταιμνήστρας στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή (στ. 799):
«-Λοιπόν θα μπορούσα να φύγω, αν το βρίσκατε καλό.
-Καθόλου».
Παράλληλο μπορεί να θεωρηθεί και ένα χωρίο από τον Ευριπίδη («Άλκηστις», στ. 538):
«-Θα πάω σε σπίτι άλλων φίλων μου.
-Αδύνατο, άρχοντά μου, μη μου έρθει τόσο κακό».
Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η Υψιπύλη αρνήθηκε να προσφέρει φιλοξενία στους γιους της. Το κυριότερο επιχείρημά τους είναι ότι δεν επιτρεπόταν να γίνουν δεκτοί ξένοι σ’ ένα σπίτι απ’ όπου έλειπε ο κύριός του. Παρόλα αυτά, ο κανόνας αυτός δεν πρέπει να ήταν απαράβατος ούτε στους μυθικούς κύκλους ούτε στην κοινωνία του 5ου αι. π.Χ. Η γυναίκα του Μολοσσού Άδμητου, για παράδειγμα, δέχτηκε τον Θεμιστοκλή ενώ απουσίαζε ο σύζυγός της (Θουκυδίδης, Α', 136), και στις «Χοηφόρες» του Αισχύλου ο Ορέστης υπαινίσσεται ότι η Κλυταιμνήστρα έχει την εξουσία να δεχτεί ξένους:
«-ας βγει κάποιος που έχει δύναμη στο σπίτι,
ή γυναίκα που εξουσιάζει ή καλύτερα άντρας».
Πράγματι, η Κλυταιμνήστρα δέχεται τον Ορέστη και τη συνοδεία του.
Το απ.2, 2 κε. Δηλώνει ότι ο Λυκούργος λείπει και η Ευρυδίκη είναι σπίτι. Ο Arnim υποθέτει ότι το απ. 2, 3 αναφερόταν ίσως στην ταυτόχρονη απουσία της Ευρυδίκης. Η νέα Υπόθεση όμως ξεκαθαρίζει το θέμα, αναφερόμενη στην Ευρυδίκη σαν «αυτή που φιλοξένησε τους προαναφερθέντες».
Όπως και στην «Ανδρομάχη», η απουσία του συζύγου είναι απαραίτητη, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στις δύο γυναίκες να αντιμετωπίσουν η μια την άλλη, με την Ευρυδίκη να έχει μεγαλύτερη, αν όχι απόλυτη, υπεροχή, ως κυρία του σπιτιού. Η Ευρυδίκη στην «Υψιπύλη» (απ. 60, 23), όπως και η Ερμιόνη στην «Ανδρομάχη» (στ. 897), αποκαλείται «δόμων άνασσα», καθώς ασκεί εξουσία κατά την απουσία του άντρα της. Έτσι και η Άτοσσα προσφωνείται ως «αρχόντισσα, αρχόντισσα αυτής εδώ της χώρας», εφόσον λείπει ο Ξέρξης (Αισχύλος, «Πέρσες», στ. 155,173).
ΜΟΝΩΔΙΑ, ΠΑΡΟΔΟΣ και ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (απ. Ι ii-ν)
Ο Πρόλογος κλείνει με μια μονωδία της Υψιπύλης, που συνδέεται με την Πάροδο. Στο απ. Ι iv, 15 εμφανίζεται ο Αμφιάραος και εκτυλίσσεται μια σκηνή ανάμεσα σ’ αυτόν και την Υψιπύλη, η οποία τελικά υπόσχεται να του δείξει την πηγή (απ. 753 Ν.).
ΣΤΑΣΙΜΟ (απ.6-9)
Όπως φαίνεται από τον πάπυρο, πρέπει να παρεμβαλλόταν τουλάχιστον μια στήλη μεταξύ του απ. Ι ν και αυτών των λυρικών αποσπασμάτων. Το απ. 6 περιέχει τη λέξη «χέρνιβα», που χρησιμοποιεί ο Αμφιάραος ζητώντας νερό πηγής (απ. Ι iv, 30). Τα απ. 8/9 αναφέρονται στη διαμάχη του Τυδέα και του Πολυνείκη, που κατέληξε στην εκστρατεία των Επτά επί Θήβας.
Ενώ ο Χορός τραγουδάει αυτό το Στάσιμο, η Υψιπύλη αναμφίβολα θα οδήγησε τους Αργείους στην πηγή, έχοντας μαζί της τον Οφέλτη. Πρόκειται βέβαια για την πηγή, κοντά στην οποία ενοικεί το φίδι, που αναφέρεται στο απ. 18. Κοντά στην πηγή η Υψιπύλη αφήνει κάτω τον Οφέλτη, σ’ ένα αγρό (απ. 754 Ν.). Βρίσκεται αρκετά κοντά, αφού οι Αργείοι τον βλέπουν (απ. 60, 75 «ημείς δ’ ιδό[ντες»), αλλά όχι τόσο κοντά ώστε να προλάβουν να τον σώσουν από το φίδι. Οι Αργείοι και ο Αμφιάραος είδαν το φίδι να σκοτώνει το βρέφος. Η Υψιπύλη προφανώς έφτασε ύστερα από αυτούς, δεν βρήκε όμως τον Οφέλτη, αφού, πιθανώς, ο Αμφιάραος σκότωσε με το τόξο το φίδι (60, 67) και οι Αργείοι πήραν το νεκρό παιδί.
ΘΡΗΝΟΙ [απ. 10 και (12+14), απ.11]
Ο Barns έχει αποδείξει ότι οι θρήνοι των αποσπασμάτων 10 και (12+14) ανήκουν στην ίδια στήλη όπως και τα αποσπάσματα 6-9, οπότε ακολουθούν το Στάσιμο αυτό. Ο Χορός, όπως είναι αναμενόμενο, συμμετέχει στους θρήνους: απ. 10, 5 «άλ]ικες». Πρέπει να βρισκόταν ακόμα έξω από το παλάτι. Κάποιοι από τους θρήνους προέρχονται αναμφίβολα από την Υψιπύλη.
Το απ. 10 δείχνει ότι η Υψιπύλη έχει μόλις επιστρέψει θρηνώντας που έχασε τον Οφέλτη. Ο Χορός (1) ρωτάει που είναι το παιδί. Αν υποτεθεί ότι το νόημα του στ. 4 είναι κάτι σαν «λε]ύσσειν αλλ[ά σοι πάρα», η απάντηση της Υψιπύλης: «εγγύς, ουχί μα[κράν» (απ. 10, 3), επιδέχεται δύο ερμηνείες: α) «Είναι κοντά (στον αγρό), μπορείς να τον ψάξεις», β) «Είναι κοντά τώρα, μπορείς να τον δεις». Εισάγεται ο νεκρός.
Την πρώτη ερμηνεία πρότεινε ο Arnim, που υποθέτει ότι η Υψιπύλη και ο χορός ψάχνουν τον Οφέλτη. Η παρουσία του ρήματος «λεύσσειν» (4) δικαιολογείται σε τέτοια συμφραζόμενα.[4] Ο Morel, εισηγητής της δεύτερης ερμηνείας, υποστηρίζει ότι το σώμα του Οφέλτη μεταφέρεται στη σκηνή στον στ. 3. Συγκρίνει το χωρίο με εκείνο των «Τραχινίων» του Σοφοκλή (962), «έκλαιγα από πριν για συμφορά που είναι κοντά μας κι όχι μακριά», που αναφωνεί ο Χορός βλέποντας τον ετοιμοθάνατο Ηρακλή να μεταφέρεται στη σκηνή. Αν αυτή η εκδοχή είναι σωστή, θα πρέπει να φέρνουν τον Οφέλτη οι Αργείοι στρατιώτες ή κάποιοι υπηρέτες, οπωσδήποτε χωρίς τον Αμφιάραο. Τα λόγια του Αμφιάραου, όταν εμφανίζεται στο απ. 60, 37, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι δεν έχει δει την Υψιπύλη μετά το θάνατο του Οφέλτη. Οι εναγώνιες εκκλήσεις της γυναίκας στο απ. 60, 15 κε. Εξηγούνται μόνο αν υποτεθεί ότι δεν ήταν μαζί μ’ εκείνον (ίσως ο Αμφιάραος πήγε να σκοτώσει το φίδι).
Απ. 754 Ν. και απ.32
Ο Bond τοποθετεί το απ. 754 Ν., μια περιγραφή του Οφέλτη καθώς έπαιζε στον αγρό, λίγο παρακάτω στο ίδιο επεισόδιο. Παρόμοια, και το απ. 32, που πρέπει να προέρχεται από ρήση της Υψιπύλης, που περιέγραφε πώς τον πήγε εκεί και τον άφησε κάτω.
Απ.20/21, 34/35, 18.
Τα αποσπάσματα αυτά έχουν προκαλέσει πολλά προβλήματα στους μελετητές. Το απ. 20/21 προηγείται: η Υψιπύλη είναι μόνη με τον Χορό και σκέφτεται τη λύση της φυγής, χαρακτηριστικό της Ευριπίδειας τεχνικής. Ακολουθούν τα απ. 34/35, τα οποία, σύμφωνα με τον Bond, αναφέρονται στην άφιξη ενός αγγελιαφόρου, που εκπλήσσεται βλέποντας την Υψιπύλη έξω από το σπίτι. Λίγο μετά τα απ. 34/35, ο Bond τοποθετεί το απ. 18: ο αγγελιαφόρος περιγράφει τη ζωή των φιδιών, προτού αφηγηθεί τον θάνατο του Οφέλτη.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΛΟΓΩΝ (απ. 27, 22 και 60)
Λίγο μετά από τα απ. 20/21 μπαίνει η Ευρυδίκη. Ο Morel υποστηρίζει ότι τα απ. 34/35 ανακοίνωναν τη δική της άφιξη από απόσταση, αλλά είναι βέβαιο ότι δεν έλειπε από το σπίτι. Ακολουθεί μια σκηνή μεταξύ αυτής και της Υψιπύλης, το απ.27. Μέχρι το 60 η Υψιπύλη έχει συλληφθεί και πρόκειται να θανατωθεί (απ.60, 29). Αρνείται ότι σκόπιμα παραμέλησε την υποχρέωσή της, όπως την κατηγορεί η Ευρυδίκη, και καλεί απεγνωσμένα το όνομα του Αμφιάραου, ο οποίος εμφανίζεται ξαφνικά. Τα πρώτα λόγια που λέει δείχνουν ότι ήρθε από μόνος του, γιατί υποψιαζόταν («υπειδόμην», απ. 60, 37) τις συνέπειες που θα είχε για την Υψιπύλη ο θάνατος του Οφέλτη. Ωστόσο, κάποιοι μελετητές υποθέτουν ότι ο Αμφιάραος κατέφθασε σε βοήθεια της Υψιπύλης καλεσμένος από τους γιους της, που καταφεύγουν στον μάντη, αδυνατώντας να την βοηθήσουν οι ίδιοι.
Πολλές πιθανότητες συγκεντρώνει και η θεωρία για τη φυλάκιση της Υψιπύλης. Πρώτον, είναι φυσικό τα λόγια και η στάση του Αμφιάραου να είχαν κάποια επίδραση στην οργισμένη Ευρυδίκη, αναβάλλοντας προς στιγμή τη θανάτωση της Υψιπύλης. Δεύτερον, αυτόματα συμβάλλει στην πλοκή και δημιουργεί μια νέα κατάσταση, που μένει να λυθεί στους επόμενους 500 στίχους. Τρίτον, συμφωνεί με την εκδοχή του μύθου όπως απαντάται στον Πίνδαρο, «Νεμεόνικος», Υπόθεση 2, «Ευρυδίκης… βουλομένης… ανελείν την Υψιπύλην, δια τούτο τε εν τινι τόπω λαθραίω κατακλεισάσης», που, όπως έχει αποδειχθεί, είναι η πλησιέστερη αρχαία πηγή στον μύθο του Ευριπίδη. Η Υψιπύλη πρέπει να φυλακίστηκε αμέσως μετά τη σκηνή Ευρυδίκης-Αμφιάραου. Τα λόγια του Αμφιάραου κατευνάζουν για λίγο την Ευρυδίκη, που δηλώνει την απόφασή της να φυλακίσει την Υψιπύλη μέχρι να επιστρέψει ο Λυκούργος και να δώσει την οριστική λύση στο θέμα. Στο τέλος της σκηνής η Υψιπύλη λέει αυτό ακριβώς, ότι η Ευρυδίκη απέφυγε την απόφαση και κατέφυγε στον άνδρα της («] άνδρα κατέφυγεν», απ. 63, 2). Οι δούλοι δεν έχουν συμμάχους («] ουκ έχουσι συμμάχους», απ. 63, 5). Ελπίδα της είναι ο Αμφιάραος, που την έσωσε μια φορά και μπορεί να τη σώσει και πάλι («Αμφιάρεως, σώσε [αυ]θις», απ. 63, 6) σαν καλός κυβερνήτης πλοίου (απ. 63, 7). Το μοτίβο της αναμονής του συζύγου εμφανίζεται και στην «Ανδρομάχη» (στ. 255) «και δεν θα περιμένω τον γυρισμό του άντρα μου», μόνο που εκεί η Ερμιόνη αποφασίζει να θανατώσει την Ανδρομάχη χωρίς να περιμένει τον άντρα της.
ΣΤΑΣΙΜΟ και ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ (το χάσμα μεταξύ απ. 60 και απ. 64)
Η απάντηση της Ευρυδίκης στο τέλος του απ. 60 φτάνει μέχρι τον στίχο περίπου 960 του έργου. Τα αποσπάσματα 57-59 προέρχονται κατά πάσα πιθανότητα από Στάσιμο προς τιμή του Διονύσου. Από εδώ μέχρι τον στίχο 1579 τα παπυρικά αποσπάσματα μας αφήνουν στο σκοτάδι. Στο απ. 64, 58 κε. ο Αμφιάραος αποχαιρετά την Υψιπύλη και τους γιους της, που έχουν αναγνωριστεί. Για τον τρόπο με τον οποίον έγινε η αναγνώριση, μας διαφωτίζει η νέα Υπόθεση. Από εκεί μαθαίνουμε ότι οι γιοι της Υψιπύλης «τον επιτάφιον του παιδός ηθέλησαν αγωνίσασθαι» (195). Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει την υπόθεση του Ε. Petersen ότι οι επιτάφιοι αγώνες προς τιμή του Οφέλτη πρέπει να διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στο έργο. Άλλωστε τους έχει ήδη προκηρύξει ο Αμφιάραος στο απ. 60, 102 κε., και στο απ. 64, 67 αναχωρεί για τη Θήβα. Συνεπώς είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι αγώνες έχουν ήδη διεξαχθεί. Οι γιοι κέρδισαν μια νίκη, όπως επιβεβαιώνεται από την Υπόθεση (196) «η δε τους προειρημένους ξενοδοχήσασα τούτους μεν επήνει». Ο κήρυκας θα πρέπει, λόγω αυτής της νίκης, να ανακοίνωσε τα ονόματα των νέων, κι έτσι έγινε η αναγνώριση από τη μητέρα τους. Αυτή είναι η εκδοχή που παραδίδει και μια μυθογραφία (Mythogr. Vat. ii 141, σ. 123 Bode).
Δεν είναι σαφές ποιο ρόλο έπαιξε ο Αμφιάραος στην αναγνώριση. Τα λόγια του στο απ. 64, 65 «με προθυμία την έχω κι εγώ ξεπληρώσει σ’ εσέ και τα παιδιά σου» προϋποθέτουν ότι ήταν σημαντικός. Έχει υποστηριχτεί ότι ο Αμφιάραος αναγνώρισε ποιοι ήταν οι νέοι από την ανακήρυξή τους ως νικητές. Η Υψιπύλη του είχε πει ήδη το δικό της όνομα (απ. 4). Ίσως η Υψιπύλη δεν παρευρισκόταν στους αγώνες, αν είχε φυλακιστεί, συνεπώς χρειάζεται ένας ενδιάμεσος να της πει τα νέα. Τον ρόλο αυτόν ίσως έπαιξε ένας αγγελιαφόρος. Και βέβαια δεν θα μπορούσε να λείψει και το σημάδι αναγνώρισης, το χρυσό τσαμπί, για να πειστεί η Ευρυδίκη για την ταυτότητα των παιδιών.
Στην Υπόθεση (197 κε.) δηλώνεται ότι η Ευρυδίκη σχεδίαζε να σκοτώσει την Υψιπύλη «τούτους μεν επήνει, την μητέρα σ’ αυτών αποκτείνειν [ήμελ]λεν». Ίσως υπάρχει σύγχυση σε τούτο το σημείο της Υπόθεσης, και η φράση αυτή αναφέρεται στο απ. 60, όταν ο θάνατος της Υψιπύλης φαινόταν άμεσος. Πιθανώς πάλι η Ευρυδίκη σκόπευε να θανατώσει την Υψιπύλη κατά τους αγώνες. Δεν είναι δυνατόν να δοθεί οριστική απάντηση σ’ αυτό το θέμα.
Η ΈΞΟΔΟΣ (απ.64)
Η αναγνώριση και η απελευθέρωση της Υψιπύλης έχουν ήδη συντελεστεί όταν αρχίζει το απ. 64 (στ. 58) και ο Αμφιάραος αφήνει μητέρα και γιους να διηγηθούν τις περιπέτειές τους. Το νόημα χάνεται στο απ. 64, 111 (στ. 1632), αλλά είναι βέβαιο ότι στον στ. 1673 μιλάει ο Διόνυσος. Κάποιοι μελετητές υποθέτουν ότι μετά τον στ. 1632 εισέρχεται ο Λυκούργος, θυμωμένος, για να περιπλέξει τα πράγματα και να καθυστερήσει το τέλος. Η εύρεση τελαμώνα ασπίδας του 6ου αι. από την Ολυμπία που παρουσιάζει τον Λυκούργο να απειλεί την Υψιπύλη μπροστά στον Άδραστο αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη τέτοιας σκηνής.[5]
Ο Διόνυσος, ως από μηχανής θεός, πρόσταξε προφανώς τον Εύνηο να οδηγήσει την Υψιπύλη πίσω στη Λήμνο, όπως αναφέρεται στην «Παλατιανή Ανθολογία» 3, 10, 5: «στείχε δε και συ λιπών Ασωπίδος, Εύνο’, άρουραν γειναμένην άξων Λήμνον ες ηγαθέην».
Στη συνέχεια πρέπει να έδωσε εντολή στον Εύνηο να αφήσει εκεί τη μητέρα του και να πάει στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Wilamowitz, ο Διόνυσος παράγγειλε στον Εύνηο και τους απογόνους του να γίνουν μουσικοί στην Αθήνα. Το γένος των Ευνειδών είναι γνωστό από τους λεξικογράφους. Ο Φώτιος αναφέρει «γένος Αθήνησι μουσικόν, από Εύνεω του Ιάσονος και Υψιπύλης. Γένος εστί παρά Αθηναίοις ούτως ονομαζόμενον. Ήσαν δε κιθαρωδοί, προς τας ιερουργίας, παρέχοντες την χρείαν». Τούτο επιβεβαιώνεται και από μια επιγραφή (IG ii 32 5056) στο κάθισμα κάποιου αθηναϊκού θεάτρου: «Ιερέως Μελπομενού Διονύσου εξ Ευνειδών». «Μελπόμενος» είναι η προσωνυμία του Διονύσου. Ο Κρατίνος έγραψε κωμωδία με τίτλο «Ευνείδαι», παραπομπή στην οποία είναι το «τέκτονες ευπαλάμων ύμνων» των «Ιππέων» του Αριστοφάνη, στ. 530. Τούτο δηλώνει ότι το γένος αυτό ήταν ακόμα εν ενεργεία στην Αθήνα πριν από το 424 π.Χ.
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΨΙΠΥΛΗΣ
Η μόνη σίγουρη μαρτυρία για την πρώτη διδασκαλία της τραγωδίας είναι το Σχόλιο στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη, στ. 53: Ο Διόνυσος διαβάζει την «Ανδρομέδα» του Ευριπίδη: «την Αδρομέδαν, των καλλίστων Ευριπίδου δράμα η Ανδρομέδα, δια τι δε μη άλλο τι των προ ολίγου διδαχθέντων και καλών Υψιπύλης, Φοινισσών, Αντιόπης. Η δε Ανδρομέδα ογδόωι έτει προήκται».
Οι «Βάτραχοι» συντέθηκαν τον Ιανουάριο του 405 π.Χ. και η «Ανδρομέδα» το 412 π.Χ. Οι τρεις τραγωδίες, «Υψιπύλη», «Φοίνισσαι» «Αντιόπη», ανήκουν πιθανώς στην ίδια τριλογία και ο τύπος της ανάλυσης των τριμέτρων υποδεικνύει μια χρονολογία μεταξύ 412 και 407 π.Χ. Ο Bond θεωρεί πιθανότερη ημερομηνία το 408 ή 407 π.Χ.
Οι ανασκαφές που έγιναν με επικεφαλής τον στη Νεμέα το 1976, κατά τις οποίες βρέθηκαν πολυάριθμες ορειχάλκινες αιχμές βελών, που ανήκουν στο τελευταίο μισό και ίσως στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ., δείχνουν ότι η περιοχή καταστράφηκε από φωτιά, ίσως το αποτέλεσμα επιδρομής. Κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. τη Νεμέα είχαν υπό τον έλεγχό τους άλλοτε το Άργος και άλλοτε οι Κλεωνές και παρόλο που δεν είναι γνωστό πότε έγιναν αυτές οι αλλαγές στο καθεστώς, οι ενδείξεις από την καταστροφή οδηγούν στην υπόθεση ότι υπήρξε μια τέτοια αλλαγή κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, οπότε ένα έργο για την καθιέρωση των αγώνων της Νεμέας από Αργείους θα φαινόταν κατάλληλο.
Μια μεταγενέστερη παράσταση της «Υψιπύλης» στις αρχές της χριστιανικής εποχής, ενώπιον του Ιόβα Β' της Μαυριτανίας, μαρτυρείται από τον Αθήναιο (Η', 343e κε.).
Δεν είναι βέβαιο αν αυτή η παράσταση δόθηκε κατά τη μακρά παραμονή του Ιόβα στο παλάτι του Αυγούστου στην Ιταλία ή αργότερα, κατά τη βασιλεία του στη Μαυριτανία.
[1] Σύγκρινε «Ίων» 330 κε., τη στιχομυθία που αναφέρεται στα γεγονότα που διηγήθηκε ο Ερμής στο μονόλογό του.
[2] Για παράδειγμα, η αναφορά του γεωργού σε πιθανή επιστροφή του Ορέστη («Ηλέκτρα», 47 κε.).
[3] Σύγκρινε το νοσταλγικό της τόνο στο απ. Ι iii, 15.
[4] Δες την είσοδο του Χορού που ψάχνει για τον Οιδίποδα στον Σοφοκλή, «Οιδίπους επί Κολωνώ» 117 κε.: «…που κυρεί…; προσδέρκου, λευστέον…(«να ψάξεις»)»
[5] E. Kunze, Archaische Schildbänder, Olympische Forschungen II, Berlin, 1950, Beilage 13, v. 8.
Μπράβο Φωτεινη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίσαι θησαυρός με τέτοιες αναρτήσεις και τις γνώσεις που προσφέρεις!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα θαλασσινά μου φιλιά!
καλημέρα ω Εργοδότα...μόλις εκοψα φλεβες για τον Δημητράκη σου που θυμίζει Σωκράτη απ τά παλιά εργοδοτικά....
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλημέρα Ζουζούκα μου..κι απο εμενα τα φιλιά και τήν αγαπη μου..
ΑπάντησηΔιαγραφή